20/12/13

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Θεολογική και ιστορική κριτική της εισηγήσεως του Μητροπολίτου Δημητριάδος Ιγνατίου στην παπική ημερίδα (E΄)

Ἐν Πειραιεῖ 19-12-2013
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΑΛΜΥΡΟΥ κ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΠΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟ ΣΥΝΟΔΟ
(ΜΕΡΟΣ E΄)
Γράφει ο Πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος,
ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
ΙΔ) Ἀγάπη καί ἀλήθεια
Στήν εἰσήγηση τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου εἶναι διάχυτες οἱ ἀναφορές του στήν ἀγάπη, τόν οἰκουμενιστικό ἀγαπισμό, πού πρέπει νά ἔχουμε πρός τούς ἄλλους, τούς αἱρετικούς καί τούς ἀπίστους, ἡ ὁποία, ὅμως, ἀγάπη χωρίζεται ἀπό τήν ἀλήθεια.

Λέει χαρακτηριστικά : «Τό πρῶτο, λοιπόν, καί ἴσως τό πιό σημαντικό πράγμα, πού προσέφερε ἡ Β΄ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ, εἶναι ἡ ἐπαναφορά τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν χριστιανῶν. Ὅσο βαθιές καί ἄν εἶναι οἱ διαφορές μεταξύ τῶν χριστιανῶν στά θέματα τῆς πίστεως, δέν δικαιολογεῖται μέ κανέναν τρόπο ἡ ἐχθρότητα μεταξύ τους. Πρέπει, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, νά ‘ἀληθεύουν ἐν ἀγάπη’, διότι χωρίς ἀγάπη ἡ πίστη εἶναι κενή περιεχομένου, ὅπως διακηρύττει ὁ ἴδιος Ἀπόστολος στό 13ο κεφάλαιο τῆς Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς του».
Κατ’ἀρχήν, σέ μία ἡμερίδα πού, κατά τή γνώμη μας, κυριάρχησε τό ψέμα καί ἡ ὑποκρισία, κάνει τρομερή ἐντύπωση ἡ διαστρέβλωση τοῦ παύλειου αὐτοῦ λόγου ἀπό τό στόμα ἑνός Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου. Ἐδῶ, στό σημεῖο αὐτό, διακρίνουμε καί τό φρόνημα τῶν ὅσων διαλέγονται στό ὄνομα τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τούς ἑτεροδόξους. Εἶναι ξεκάθαρο πώς ὡς ἀλήθεια γιά αὐτούς νοεῖται ἡ σχετικοποίηση τῆς ἀλήθειας, κι ὄχι αὐτή καθεαυτή ἡ ἀλήθεια[1]. Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ποτέ δέν δέχθηκε νά κάνει ἐνδοορθόδοξο διάλογο μέ τούς ὁμοπίστους του ἀντιφρονοῦντας. Δέχεται, ὅμως, μετά χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως νά διαλέγεται ἀτερμόνως χωρίς ἀποτέλεσμα μέ τούς αἱρετικούς παπικούς. Ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου, τήν ὁποία ἐδῶ ἐπικαλεῖται, πρός τούς ὀρθοδόξους;
Ἡ Β΄ Βατικάνειος Σύνοδος, ὄχι μόνο σχετικοποιεῖ καί νοθεύει τήν ἀλήθεια, πού εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ἀλλά τό ἐκριζώνει, θά λέγαμε, ἐκ βάθρων, προβάλλοντας ἕνα ἀνθρωποκεντρισμό-οὐμανισμό, πού ἔχει τίς βάσεις του στόν δογματικό μινιμαλισμό, κατά τόν Ἅγιο Ἰουστίνο Πόποβιτς. Μέ ἄλλα λόγια ἡ «θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης», πάνω στό πνεῦμα τῆς ὁποίας κινήθηκε τό Βατικανό καθ’ ὅλη τήν δεκαετία τοῦ ’60, γιά τούς Ὀρθοδόξους δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό «θεολογία τῆς ὑποδούλωσης», μέσα ἀπό διατάγματα καί ὅρους τύπου “Gaudium et Spes” (= «Ἡ Ἐκκλησία μέσα στό σύγχρονο κόσμο»), τά ὁποία ὅσο σαγηνευτικά κι ἄν ἀκούγονται, δέν ἔχουν καμία ἀπολύτως θέση στήν ὀρθόδοξη θεολογία καί ζωή[2].
πάντηση τς γίας Γραφς καί στάση τν γίων Πατέρων εναι μόφωνη. σφαλς, Θεός εναι γάπη, πού τή δείχνει πρός λους, δικαίους καί μαρτωλούς, καί σφαλς καί μες πρέπει νά χαρακτηριζόμαστε πό ατήν τήν καθολική, τήν συνολική γάπη, γιατί ατή εναι τό κατ' ξοχήν γνώρισμα τν Χριστιανν. Θεός εναι γάπη, λλά γάπη δέν εναι Θεός, δέν πρέπει νά θεοποιομε τήν γάπη. γάπη, πίσης, δέν πρέπει νά ναιρε τήν λήθεια καί τήν εσέβεια, πρέπει νά εναι συνδεδεμένη μέ τήν λήθεια, γιατί διαφορετικά εναι ψεύτικη καί ποκριτική. «ληθεύοντες ν γάπ καί γαπντες ν ληθεί»[3]. Πρέπει νά γκαλιάζει τόν πλησίον, χι μόνο ς σωματική, βιολογική παρουσία, λλά ς πνευματική παρξη, μέ αώνια προοπτική, καί νά νδιαφέρεται πρό παντός, χι γιά τά κοσμικά καί τά πρόσκαιρα, λλά γιά τά αώνια, γιά τήν σωτηρία του. σωτηρία το πλησίον δέν μπορε νά πιτευχθε, ταν βρίσκεται στήν πλάνη καί στήν αρεση, στήν ποία μάλιστα γωϊστικά πιμένει. Χάνεται καί διος καί παρασύρει καί λλους στήν πώλεια. πό γάπη, λοιπόν, καί χι πό μσος κινουμένη κκλησία καί κολουθντας τό παράδειγμα το Χριστο καί τν ποστόλων παγορεύει τήν μετά τν αρετικν καί πίστων κοινωνία καί συναναστροφή, στε καί τούς δίους παιδαγωγικς νά δηγήσει σέ συναίσθηση τς πλάνης, λλά καί τούς λλους νά προφυλάξει. πό γάπη πρός τά πρόσωπα τν αρετικν καί πίστων, ποστρεφόμαστε τήν πλάνη καί τήν αρεση. Τήν ποστροφή ατή τήν δείχνουμε μέ πόνο ψυχς πρός τούς δίους, γιατί αρεση καί πλάνη εναι πρόσωπες. Μόνο μ’ατόν τόν τρόπο μπορομε νά μάθουμε πς νά προσεγγίζουμε νας τόν λλον μέ ξιοπρέπεια καί σεβασμό.
ΙΣΤ) Ὁ προσυλητισμός τῶν παπικῶν
Ὑποστηρίζει ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος στήν εἰσήγησή του ὅτι «θά ἔπρεπε νά δοθεῖ τέλος σέ κάθε πράξη προσυλητισμοῦ μεταξύ τῶν χριστιανῶν καί νά πυκνώνουν οἱ ἐπαφές μεταξύ τους μέ προσφορά βοήθειας τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλο στίς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς του. Αὐτό σέ μεγάλο βαθμό ἔχει γίνει πράξη καί μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, τήν ὁποία δέν μποροῦν νά ἐπισκιάσουν μεμονωμένα παραδείγματα περί τοῦ ἀντιθέτου».
Διαφεύγει τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ποτέ δέν χρησιμοποίησε τόν προσυλητισμό. Ὁ προσυλητισμός, ἀπάνθρωπος καί βίαιος, μάλιστα μέχρι θανάτου, εἶναι προνόμιο μόνο τοῦ παπισμοῦ. Πῶς μπορεῖ νά λησμονεῖ καί νά μνηστεύει ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος παραδείγματα προσυλητισμοῦ τῶν παπικῶν ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων, ὅπως οἱ Σταυροφορίες καί τά βάρβαρα ἐγκλήματα τῶν Οὐνιτῶν πάλαι ποτέ, ἀλλά καί σήμερα; Ὤφειλε νά πεῖ ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος, ἄν εἶχε τό θάρρος, ὅτι «θά ἔπρεπε νά δοθεῖ τέλος σέ κάθε πράξη προσυλητισμού ἐκ μέρους τῶν παπικῶν» καί ὄχι «μεταξύ τῶν χριστιανῶν». Τέλος, ἀπό ποῦ βγάζει τό συμπέρασμα ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ὅτι ὁ τερματισμός τοῦ προσυλητισμοῦ ἐκ μέρους τῶν παπικῶν ἔχει γίνει πράξη σέ μεγάλο βαθμό; Μήπως τό Βατικανό σταμάτησε τήν Οὐνία; Μήπως ἡ Οὐνία δέν δρᾶ ἀνενόχλητη καί σήμερα στίς Ὀρθόδοξες χῶρες;  
ΙΣΤ) Ἡ Διάταξη περί Ἐκκλησίας καί τό Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ
Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ἰσχυρίζεται ὅτι, σύμφωνα μέ τό Διάταγμα Lumen Gentium «ἡ Ἐκκλησία ὁρίζεται ἀπό ὁλόκληρο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ἀπό τούς βαπτισμένους στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος πιστούς». Πιό κάτω σημειώνει ὅτι «τό Διάταγμα Lumen Gentium (Διάταξη περί Ἐκκλησίας) ἀναγνωρίζει κάποια σχέση ἀτελοῦς ἐκκλησιαστικότητας μέ τούς ἐκτός τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί τήν ὕπαρξη σ’αὐτούς δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ διάφορες μορφές». Καί τέλος : «Στό περί Οἰκουμενισμοῦ Διάταγμα ἡ Σύνοδος προβαίνει σέ μία διάκριση, ἰδιαίτερα σημαντική γιά τούς Ὀρθοδόξους. Πρόκειται γιά τή διάκριση μεταξύ ‘ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων’ καί ‘ἐκκλησιῶν’. Στήν πρώτη κατηγορία ἀνήκουν οἱ διάφορες Προτεσταντικές ὁμολογίες, ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζεται ὡς ‘Ἐκκλησία’ μέ πλήρη ἐκκλησιολογική ἔννοια. Ἔτσι διατυπώνεται σαφῶς ἡ θέση ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παρέχονται ὅλα τά μέσα σωτηρίας μέ τή Θεία Εὐχαριστία καί τά λοιπά Μυστήρια, τά ὁποῖα θεωροῦνται ἔγκυρα καί σωστικά. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες κατέχουν πλήρως τήν Ἀποστολική διαδοχή, ἡ ὁποία ἐκφράζεται στήν Ἱερωσύνη καί τή Θεία Εὐχαριστία, καί γιά τόν λόγο αὐτό ἡ μυστηριακή κοινωνία μέ τούς Ὀρθοδόξους, μέ τήν ἄδεια τῶν κατά τόπους ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν ὄχι μόνο εἶναι δυνατή, ἀλλά καί ‘συνιστᾶται’. Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι τό Διάταγμα αὐτό πουθενά δέν ἀναφέρει τήν ἀνάγκη κοινωνίας τῶν Ὀρθοδόξων μέ τόν ἐπίσκοπο Ρώμης ὡς sine qua non conditio τῆς ἐκκλησιαστικότητάς τους».
Κατ’ἀρχήν εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτο ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος νά ἐπαινεῖ διθυραμβικά τό περίφημο «διάταγμα περί οἰκουμενισμοῦ» (Unitatis Redintegratio), τό ὁποῖο δῆθεν ἀνοίγει τίς πόρτες στή συνεργασία καί στό διάλογο μέ τίς ἄλλες χριστιανικές «ἐκκλησίες», κάτι πού ἀποτελεῖ δῆθεν ἐξέλιξη στήν παπική ἐκκλησιολογία, ἐφόσον αὐτή ἀναγνωρίζει πώς ἡ Χάρις τοῦ Χριστοῦ ἐνεργεῖ καί στίς ἄλλες χριστιανικές «ἐκκλησίες». Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος δέν ἀπορρίπτει αὐτή τήν αἱρετική προσέγγιση, ἡ ὁποία οὐσιαστικῶς εἶναι ταυτόσημη μέ τήν «θεωρία τῶν κλάδων», πού προωθεῖ τό «Π.Σ.Ε.», ἀντιθέτως τήν υἱοθετεῖ πανηγυρικῶς, ἀφοῦ κατά τήν ἐκτίμησή του ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι θά πρέπει νά χαιρόμαστε κι ἀπό πάνω, ἐπειδή «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζεται ὡς ‘Ἐκκλησία’ μέ πλήρη ἐκκλησιολογική ἔννοια», ἀπό τή Β΄ Βατικανή Σύνοδο! Αὐτό, βεβαίως, πού ἀποφεύγει ἐν προκειμένω νά θίξει ὁ Σεβ.                    κ. Ἰγνάτιος εἶναι ὅτι γιά τό Βατικανό ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως διακηρύχθηκε urbi et orbi τόν Ἰούνιο τοῦ 2009 ἀπό τόν πρώην ἐκλαμπρότατο Βενέδικτο ΙΣΤ΄, ναί μέν χαρακτηρίζεται ὡς ἐκκλησία, πλήν ὅμως ὡς ἐλλειμματική, ἐνόσω χρόνο δέν ἀποδέχεται τό «πέτρειο πρωτεῖο» τοῦ πάπα[4], σύμφωνα μέ τήν ἀπό 29.6.2007 νότα τῆς Ἐπιτροπῆς γιά τή Διδασκαλία τῆς Πίστεως. Ἄν ἡ «Ἐκκλησία» ταυτίζεται μέ τήν πληρότητα, τήν τελειότητα καί τήν καθολικότητα, πώς μπορεῖ νά ὑπάρξει σ’ Αὐτήν «ἔλλειμμα» ἤ «ἐκκλησιολογική ἀνεπάρκεια» καί μάλιστα μέ τή  βασική θεολογική ἔννοια τοῦ ὄρου στό πλέον καίριο θέμα τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, ποῦ εἶναι καθοριστικό; Ἄν ἡ «Ἐκκλησία» εἶναι τό «σῶμα τοῦ Χριστοῦ», πῶς ἐννοεῖ ἡ Ρωμαϊκή Ἐπιτροπή Πίστεως τό ἄχραντο Σῶμα Του νά ἔχει «ἔλλειψη», καί μάλιστα πολύ οὐσιαστική ; Ἡ φράση Ἐκκλησία μέ «ἔλλειμμα» ἐνέχει τήν ἀπόλυτη ἀντίφαση, ὥστε αὐτοαναιρεῖται πλήρως : ἄν εἶναι «ἐλλειμματική», δέν εἶναι Ἐκκλησία, καί ἄν εἶναι Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά εἶναι «ἐλλειμματική»[5].
Ἰωάννης Καρμίρης κρίνει ὡς ἀπαράδεκτο ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς τόν οἰκουμενισμό τῆς Β΄ Βατικανῆς συνόδου : «Ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία… κατεσκεύασεν ἴδιον, ρωμαιοκεντρικόν, οὕτως εἰπεῖν, Οἰκουμενισμόν, ὅστις, τοποθετῶν ἐν τῷ κέντρω τήν ρωμαϊκήν Ἐκκλησίαν, ὡς τήν μόνη ἀληθῆ Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ὑπό τόν πάπαν, ἀξιοῖ τήν εἰς αὐτήν «ἐπιστροφήν» πάντων τῶν ἄλλων μή ρωμαιοκαθολικῶν χριστιανῶν, ὡς πεπλανημένων καί ἀπολωλότων «αἱρετικῶν» καί «σχισματικῶν», ὅπως ἀπεκαλοῦντο ὑπό τῆς Ρώμης ἄλλοτε οὗτοι, μετά τῶν εἰς ἅς ἀνήκουσι «κοινοτήτων» καί οὐχί Ἐκκλησιῶν… Δέν δύναται νά γίνη ἀποδεκτός ὁ Οἰκουμενισμός αὐτοῦ του «σχήματος» ὑπό τῶν ἔξω της Λατινικῆς Ἐκκλησίας Χριστιανῶν καί μάλιστα ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων, οἵτινες εὐλόγως ἀπορρίπτουσιν ἀπολύτως πάσαν ἰδέαν «ἐπιστροφῆς» πρός τήν Ἐκκλησίαν ἐκείνην, τήν ὁποίαν ἤδη ἀπό μιᾶς χιλιετηρίδος ἐθεώρουν ὡς ἐκπεσοῦσαν τῆς ὀρθῆς πίστεως καί ἀποκοπεῖσαν διά τοῦ Σχίσματος ἀπό τοῦ κορμοῦ τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας»[6].
Κατά τόν ἀείμνηστο Μακ. Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρό Χρυσόστομο Β΄, τόν παπικό οἰκουμενισμό δέχονται μόνο ὅσοι χωλαίνουν περί τήν πίστη[7].
Τό ἐπίσημο ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό περιοδικό «Ἐκκλησία», ὀρθῶς ἐπισημαίνει τόν σοβαρό κίνδυνο, πού προέρχεται ἀπό τό ἀντορθόδοξο περιεχόμενο τοῦ Βατικανείου Διατάγματος : «Ἐφαρμόζουσα τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ»… ἡ ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, θά ἀναπτύξη προσεχῶς συστηματικήν καί ὠργανωμένην προπαγανδιστικήν καί προσυλητιστικήν δραστηριότητα εἰς βάρος καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ ποιμένες καί οἱ πιστοί της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔχουν χρέος νά ἀποκτήσουν συνείδησιν τοῦ διαγραφομένου κινδύνου καί νά ἀγωνισθοῦν διά τήν ἀποτροπήν του… Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας θά δυνηθῆ νά ἀντιμετωπίση τόν κίνδυνον αὐτόν μόνον ἡνωμένη καί ἱσταμένη ἀκλονήτως ἐπί τοῦ θεμελίου της πίστεως, καλλιεργοῦσα τήν εὐσέβειαν καί διαφυλάττουσα ἀνόθευτον τήν μεγάλην πνευματικήν κληρονομίαν της»[8].
Σύμφωνα μέ τόν παν. ἀρχιμ. κυρό Σπυρίδωνα Μπιλάλη, «τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ» κατ’οὐσίαν ἀποτελεῖ περίτεχνο καί γι’αὐτό περισσότερο ἐπικίνδυνο οὐνιτικό κήρυγμα. Η Β΄ Βατικανή σύνοδος, ἀντί νά καταργήσει τήν οὐνία, μέ τόν παπικό οἰκουμενισμό, ἔθεσε τίς βάσεις μιᾶς νέας οἰκουμενικῆς οὐνίας, πού ἔχει σκοπό τήν ἀποπλάνηση τῶν Ὀρθοδόξων μέ τήν προβολή τοῦ παπισμοῦ ὡς τῆς δῆθεν μόνης ἀληθοῦς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τό θλιβερό εἶναι ὅτι ὁ παπικός οἰκουμενισμός, ἡ νέα αὐτή μορφή τῆς οὐνίας, μέ τήν παπική πολιτική τῶν μειδιαμάτων καί φιλοφρονήσεων, ἔχει πείσει ἀκόμη καί ὀρθοδόξους κληρικούς καί θεολόγους, (ὅπως ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος), γιά τίς ἀνύπαρκτες εἰλικρινεῖς διαθέσεις τοῦ Βατικανοῦ. Εἶναι, ὅμως, πρόδηλο ὅτι ὁ ὕποπτος παπικός οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀπό κάποιους ἀθεολογήτους καί ἀφελεῖς, (ὅπως ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος), ὡς μέγα βῆμα προσεγγίσεως Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ἀποτελεῖ, κατά τήν ὁμολογία πάντων τῶν ἐπαϊόντων, ἕνα ἐπί πλέον ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο ὡς πρός τήν ἐκπλήρωση τοῦ ἱεροῦ αἰτήματος τῆς ἑνώσεως τῶν αἱρετικῶν παπικῶν μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπί τοῦ ἐδάφους τῆς πίστεως τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ»[9].
ΙΖ) Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ παπισμοῦ
Στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἀναγκαῖο νά ἀναφερθοῦμε στή νέα ἐκκλησιολογία τοῦ παπισμοῦ, γιά νά κατανοήσουμε τά ὅσα περί βαπτίσματος καί ἀτελοῦς ἤ πλήρους ἐκκλησιαστικότητος λέει ὁ Σεβ.                      κ. Ἰγνάτιος.
βάση τς νέας κκλησιολογίας το παπισμο βρίσκεται στήν γκύκλιο Ut Unum Sint (1995) το πάπα ωάννου Παύλου II, ποος παναδηλώνει τήν οσιαστική διδασκαλία, πού πρωτοδιατυπώθηκε στό Διάταγμα Unitatis Redintegratio. « ναγνώριση τς δελφότητάς μας δέν εναι πακόλουθο μίας μεγαλόκαρδης φιλανθρωπίας νός όριστου οκογενειακο πνεύματος. χει τς ρίζες της στήν ναγνώριση το νός Βαπτίσματος καί στό πακόλουθο καθκον πρός δοξολογίαν το Θεο ν τος ργοις Ατο. Διεύθυνση γιά τήν φαρμογή τν ρχν καί τν Τύπων περί Οκουμενισμο κφράζει τήν λπίδα τι τό βάπτισμα θά ναγνωρισθε μοιβαία καί πίσημα. Ατό εναι κάτι περισσότερο πό μία οκουμενική πράξη τιμς νεκεν. Συνιστ μία βασική κκλησιολογική δήλωση»[10].
Σύμφωνα μέ τό Διάταγμα περί Οκουμενισμο καί σχετικά μέ τό βάπτισμα, «ο νθρωποι, πού πιστεύουν στόν Χριστό καί χουν πράγματι βαπτισθε» θεωρονται τι βρίσκονται σέ κοινωνία μέ τήν «Καθολική κκλησία» (τόν παπισμό) κόμη καί ν «ατή κοινωνία εναι τελής» (3a). άν, λοιπόν, κενοι, πού βαπτίσθηκαν Χριστιανοί, πραγματικά δελφοί ν Χριστ, εναι σέ κοινωνία μέ τήν «κκλησία» (παπισμό), κόμη καί ν εναι, κατά κάποιο τρόπο, μόνο σέ «μερική» κοινωνία, πεται τι χι μόνο μερικά, λλά «πολλά στοιχεα καί χαρίσματα», πού οκοδομον καί δίνουν ζωή στήν «κκλησία» (παπισμό) πάρχουν κτός τν ρατν ρίων. κενα τά «στοιχεα» περιλαμβάνουν «τόν γραπτό λόγο το Θεο», «τή ζωή τς χάριτος», «τά σωτερικά δρα το γίου Πνεύματος», καί ρκετά λλα (3b).
Σύμφωνα μέ τήν λατινική διδασκαλία, πρίν τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο ο παπικοί πίστευαν τι τό βάπτισμα φελε γιά τήν φεση τν μαρτιν μόνο ντός της νότητας τς κκλησίας. Χάρις βρίσκεται σέ ναστολή, λόγω τς κατάστασης το σχίσματος τς αρεσης, καί εναι νεργς μόνο μέ τήν εσοδο στήν κκλησία. Ο σχισματικές μάδες δέν κατέχουν τίποτε περισσότερο πό τήν αρεσή τους. Τά μυστήρια νήκουν στήν κκλησία. Μετά τήν Β΄ Βατικανή παραπάνω διδασκαλία λλαξε καί πό τότε μέχρι καί σήμερα ο παπικοί θεωρούν τι τό μυστήριο το βαπτίσματος παράγει λους τούς καρπούς του καί εναι πηγή χάριτος κόμα καί ταν τελεται πό πισήμως χωρισμένους σχισματικούς αρετικούς. Τήν «ζωή τς χάριτος» καί «προσβάσεως στήν κοινότητα τς σωτηρίας» πολαμβάνουν καί σοι βρίσκονται σέ σχίσμα καί αρεση. Τά σχισματικά σώματα καθ’ ατά θεωρονται ς «μέσα σωτηρίας».
Ο παπικοί πιστεύουν τι τo γιον Πνεμα νεργε καί κτός τς κκλησίας, ρχόμενοι σέ πλήρη ντίθεση μέ τήν Πατερική μοφωνία, σύμφωνα μέ τήν ποία δέν πάρχει μυστηριακή χάρη (καθαρτική, φωτιστική καί γιαστική νέργεια) κτός τς κκλησίας. Β΄Βατικανή πεξέτεινε τήν κκλησία, στε νά συμπεριλαμβάνει καί τούς διους τούς σχισματικούς καί αρετικούς. Κατ’ατόν τόν τρόπο δέν μπορε νά λέγεται τι τό γιον Πνεμα νεργε μόνο μέσα στό πλαίσιο τς κκλησίας. Τό σχισματικό καί τό αρετικό βάπτισμα θεωρεται τώρα ς καρποφόρο, διότι εναι τό να βάπτισμα το νός Σώματος, πού εναι ργο το γίου Πνεύματος. Ατό, μως, σημαίνει, τι τά κριτήρια, πού χρησιμοποιονται γιά τήν ναγνώριση τς κκλησίας, τά χουν λλάξει. κκλησία, ς μυστηριακή νότητα, δέν βρίσκεται πλέον γι’αυτούς στήν ταυτότητα, πού στηρίζεται πάνω στήν νότητα τς πίστεως, τς ποστολικς διαδοχς, τς ερωσύνης καί τν μυστηρίων. κκλησία πλέον ναγνωρίζεται πό τά στοιχεα, τά πιμέρους το συνόλου, γκαθιδρύοντας μία κοινωνία τελς, μιαυτόνομα καί όριστα.
τσι, ο παπικοί χουν τρες νέες ριζοσπαστικές ναγνωρίσεις : α) το αρετικο βαπτίσματος ς το νός βαπτίσματος (καί καρποφόρου), β) τν αρετικν συνάξεων ς κκλησίων, καί γ) τς καρποφόρας νεργείας το γίου Πνεύματος ντός ατν. Ατές ο τρες ναγνωρίσεις προετοίμασαν τό δαφος γιά τήν τέταρτη καί τελική ναγνώριση, τς Una Sancta ς φισταμένη πό τόν παπισμό καί τίς σχισματικές καί αρετικές συνάξεις.
μως, δημιουργία πό τους παπικούς μις λλης, νέας «κκλησίας», συνεπάγεται καί τήν δημιουργία νός λλου, νέου Χριστο. Κάθε λλαγή μετασχηματισμός τς πίστεως τς παραδόσεως το Εαγγελίου εναι λλος ησος, λλη κκλησία. π. Παλος λέει : «Ε μέν γάρ ρχόμενος λλον ησον κηρύσσει, ν οκ κηρύξαμεν, πνεμα τερον λαμβάνετε, οκ λάβετε, εαγγέλιον τερον οκ δέξασθε…»[11]. γιος άκωβος δελφόθεος πογραμμίζει : «στις γάρ λον τόν νόμον τηρήση, πταίση δέ ν νί, γέγονεν πάντων νοχος»[12]. Τέλος, γιος Ταράσιος πατριάρχης Κων/λεως πισημαίνει : «Τό κακόν δη κακόν στι, καί μάλιστα κκλησιαστικν πραγμάτων. Τό γάρ πί δόγμασιν ετε μικρος ετε μεγάλοις μαρτάνειν ταυτόν στιν. ξ’ μφοτέρων γάρ νόμος το Θεο θετεται»[13].
Francis A. Sullivan ποστηρίζει τι «μπορε κάποιος νά σκεφθε τήν παγκόσμια κκλησία ς μία κοινωνία (communion), σέ ποικίλα πίπεδα πληρότητας, «σωμάτων» πού εναι περισσότερο λιγότερο πλήρεις κκλησίες… εναι μία πραγματική κοινωνία, πού πραγματοποιεται σέ ποικίλους βαθμούς πυκνότητας πληρότητας, «σωμάτων» πού στό σύνολό τους χουν πραγματικά κκλησιαστικό χαρακτήρα, παρότι κάποια πληρέστερα πό λλα»[14]. Δηλ. δ χουμε τόν Χριστό κατά βαθμούς.
Σύμφωνα, μως, μέ τήν ρθόδοξη διδασκαλία, μία κκλησία, πού πραγματώνεται σέ βαθμούς πληρότητας, δέν εναι κκλησία, γιατί Χριστός εναι τά πάντα καί ν πάσιν Χριστός. Στόν παπισμό ληθινή πίστη δέν εναι τό κριτήριο γιά τήν ναγνώριση τς κκλησίας το Χριστο.
Ο κεντρικοί, λοιπόν, στύλοι τς νέας λατινικς κκλησιολογίας εναι ο ξς : α) Ο ροι «σχίσμα» καί «αρεση» δέν φαρμόζονται πλέον, β) τό γιον Πνεμα χορηγεται καί γιάζει τά σχισματικά/αρετικά σώματα, γ) σχισματικά/αρετικά σώματα ναγνωρίζονται ς κκλησίες καί κκλησιαστικές κοινότητες, δ) κκλησία περιλαμβάνει λους τους «βαπτισμένους», πού συμμετέχουν κατά βαθμούς, ε) διάκριση μεταξύ πλήρους καί τελος κοινωνίας, καί στ) δέν εναι παραίτητη πλέον μολογία τς πίστεως, γιά νά νήκει κανείς στήν κκλησία.
Ο Joseph Ratzinger, πρώην κλαμπρότατος κ. Βενέδικτος ΙΣΤ΄, μέσα στά νωτέρω πλαίσια, ποστήριξε τι «κάτι πού δικαίως κάποτε καταδικάστηκε ς αρεση, δέν μπορε ργότερα πλς νά γίνει μία λήθεια· μπορε, μως, σταδιακά νά ναπτύξει τή δική του θετική κκλησιολογική φύση, τήν ποία τό τομο ντιμετωπίζει ς τήν κκλησία του καί στήν ποία ζε ς νας πιστός καί χι ς αρετικός»[15]. Δηλ. χουμε δ τό πέρασμα πό τήν αρεση στήν κκλησιαστικότητα.
  Communio κκλησιολογία τς Β΄ Βατικανς ρχεται σέ πλήρη ντίθεση μέ τήν ρθόδοξη Εχαριστιακή κκλησιολογία. 
Σύμφωνα μέ τήν ρθόδοξη Εχαριστιακή κκλησιολογία, τά ρια τς νότητας τς κκλησίας χαράσσονται σαφς μέ βάση τίς «γραμμές αματος», συμπεριλαμβάνοντας λους σοι μετέχουν στό Κοινό Ποτήριο το Αματος το Χριστο. μυστηριακή βάση τς κοινωνίας δέν συνίσταται σέ να λλο μυστήριο, λλά σέ λα τά μυστήρια μαζί, νωμένα σέ μία κοινή ζωή καί σέ να κοινό Ποτήριο.
Σύμφωνα μέ τήν Communio κκλησιολογία τς Β΄ Βατικανς, τά ρια τς νότητας τς κκλησίας χαράσσονται πρτα μέ βάση τό δωρ το βαπτίσματος. Μεταξύ τν βαπτισμένων πάρχει μία θεμελιώδης νότητα communio, τσι πού διάκριση δέν εναι μεταξύ πλήρους νότητας καθόλου communio, λλά μεταξύ πλήρους καί τελος communio (UR 3). Σύμφωνα μέ τόν καρδινάλιο Βάλτερ Κάσπερ, μυστηριακή βάση τς communio εναι communio στό να βάπτισμα, μέ συμμετοχή στήν Εχαριστία, «τό ποκορύφωμα» τς communion, πού πιφυλάσσεται γι’ ατούς, πού εναι σέ πλήρη κοινωνία.
Τί εναι, μως, «Communio» κκλησιολογία; Εναι μία σύνθετη πραγματικότητα μέ τή μορφή μις κοινωνίας, νότητα τς ποίας χει πέλθει πό πολλούς καί ποικίλους παράγοντες. Ατό σημαίνει τι εναι νοιχτή πιθανότητα τά συστατικά στοιχεα τς κκλησίας νά εναι παρόντα κόμη καί σέ χριστιανικές κοινότητες κτός της «Καθολικς κκλησίας» (το παπισμο) καί νά μπορον νά προσδίδουν σ’ ατές τίς κοινότητες τόν χαρακτήρα τς κκλησίας. Συνεπς, μία κκλησία το Χριστο μπορε πίσης νά εναι παροσα κτός της «Καθολικς κκλησίας» (το παπισμο) καί εναι πράγματι παροσα, καί, μάλιστα, ρατή, στό βαθμό, πού εναι παρόντες ο παράγοντες καί τά στοιχεα κενα, πού δημιουργον νότητα, καί συνακόλουθα τήν κκλησία[16].
Σύμφωνα μέ τήν παραπάνω λατινική ντίληψη, χουμε μία κκλησία δύο, μως, βαθμίδων. πρώτη βαθμίδα εναι συγκεκριμένη κφραση, δηλ. παπισμός, στόν ποο δθεν φίσταται κκλησία το Χριστο καί στόν ποο πάρχει πλήρης κοινωνία. δεύτερη βαθμίδα εναι ο «λλειπες κκλησίες», πως ρθοδοξία, Μονοφυσιτισμός καί Προτεσταντισμός, ο ποες στερονται τς κοινωνίας μέ τόν «πάπα» Ρώμης, φο δέν ναγνωρίζουν τό πρωτεο ξουσίας καί τό λάθητο καί γι’ατό βρίσκονται σέ τελ κοινωνία. Τήν παραπάνω λατινική ντίληψη περί κκλησίας κφράζοντας πρώην κλαμπρότατος κ. Βενέδικτος ΙΣΤ΄, ποκάλεσε τήν ρθόδοξη κκλησία ς λλειματική.
 Ποιά εναι, λοιπόν, νέα εκόνα τς κκλησίας τς νέας λατινικς κκλησιολογίας; ς φανταστομε να σύστημα μόκεντρων κύκλων, τό ποο ποτελε τήν κκλησία λων τν βαπτισμένων καί τν βαπτίστων. Στό κέντρο τν κύκλων βρίσκεται παπισμός, πού εναι συγκεκριμένη κφραση τς κκλησίας το Χριστο. Πιό κοντά στό κέντρο βρίσκεται ρθοδοξία. Πιό μακρυά Μονοφυσιτισμός. Πιό μακρυά γγλικανισμός. Πιό μακρυά Προτεσταντισμός καί πιό μακρυά ο δίκαιοι, ο ποοι μπορε νά πάρχουν χι μόνο μεταξύ τν βαπτισμένων, λλά καί μεταξύ τν βαπτίστων.
καρδινάλιος Charles Morerod λέει τι «ο «χωρισμένοι δελφοί» δικαίως θεωρονται «καταμάχητα δαες» (“invincibly ignorant”), πειδή δέν εχαν τή δυνατότητα νά γνωρίσουν τόν ησο Χριστό καί/ τήν Ρωμαιοκαθολική κκλησία ς τή Μία κκλησία, ναλόγως τς δικαιοσύνης τους καί τς συμμετοχς τους σέ ρισμένα μυστήρια, μέ κυριότερο τό βάπτισμα. κενοι, πού δέν νήκουν στή Ρωμαιοκαθολική κκλησία, νήκουν στόσο στή Μία κκλησία ποικιλοτρόπως, σύμφωνα μ’ να σύστημα μόκεντρων κύκλων : ο λληνες καί ο Ρσοι πρτα...»[17].
Τί σημαίνει, λοιπόν, τώρα νά νήκει κανείς στήν κκλησία; Σύμφωνα μέ τόν καρδινάλιο Charles Journet, «που Θεός «γγίζει» κάποιον, που τό γιον Πνεμα καθοδηγε να πρόσωπο πρός μία μελλοντική μεταστροφή του, κκλησία εναι δη παροσα… Τά μυστήρια, πού μεταδίδονται κτός της Ρωμαιοκαθολικς κκλησίας,… «χουν μία φυσική τάση νά παρέχουν κάποιες μφανίσεις το σώματος (corporeal appearances)». Ατό σημαίνει πώς κάθε νέργεια το Πνεύματος εναι μέρος τς διαδικασίας συγκρότησης το Σώματος τς κκλησίας, τό ποο τσι εναι πάντοτε ρατό, παρότι μες δέν τό ναγνωρίζουμε πάντοτε… Τό σύνορο τς κκλησίας διαπερν τίς καρδιές μας : καθένας εναι μέλος τς κκλησίας, στόν βαθμό πού λαμβάνει θεία χάρη»[18].
Σύμφωνα, μως, μέ τήν ρθόδοξη διδασκαλία περί διακρίσεως τν Θείων νεργειν, φυσική νέργεια το Θεο εναι τελείως πλή. μως, ατή πλή νέργεια «μερίζεται μερίστως ν μεριστος». Ατό σημαίνει τι μία εναι νέργεια το Θεο, λλά μέ πολλά ποτελέσματα : τή δημιουργική νέργεια το Θεο, τήν προνοητική νέργεια, τήν καθαρτική, τή φωτιστική καί τή θεωτική νέργεια. «Μεταξύ ατν τν μορφν τς μίας καί μόνης νεργείας το Θεο δέν πάρχει ταυτότης. ν πρχε ταυτότης, τότε λα τά κτίσματα θά μετεχαν π.χ. στήν θεωτική νέργεια το Θεο», σύμφωνα μέ τόν π. ωάννη Ρωμανίδη. Τό τι παραπάνω διδασκαλία λείπει πό τόν παπισμό, δείχνει τι τούς λείπει βιωματική μπειρία.
Σχετικά μέ τήν διάκριση τς δράσεως το γίου Πνεύματος, ο Morerod καί Journet ποστηρίζουν τι κάθε νέργεια το Πνεύματος εναι μέρος τς διαδικασίας συγκρότησης το Σώματος τς κκλησίας. μως, γιος Διάδοχος Φωτικς γράφει τι «πρό μέν το γίου βαπτίσματος, ξωθεν χάρις πρός τά καλά προτρέπεται τήν ψυχήν, δέ σατανς ν τος ατς μφωλεύει βάθεσιν, λας τάς το νο ποφράττειν δεξις πειρώμενος διεξόδους. πό δέ ατς τς ρας ν περ ναγεννώμεθα, ξωθεν μέν δαίμων γίνεται, σωθεν δέ χάρις»[19].
Τά κύρια χαρακτηριστικά τς Βατικάνειας κκλησιολογίας εναι α) Communio κκλησιολογία, β) βαπτισματική βάση, γ) ποψη τι κτός τς Εχαριστιακς Σύναξης πάρχει κκλησία, δ) πλήρης καί τελής κοινωνία,  ε) τά μέρη το Συνόλου ποτελον τήν παγκόσμια κοινωνία, στ) νότητα, πού κφράζεται σέ βαθμίδες, ζ) τά στοιχεα, πού πραγματοποιονται σέ χωρισμό, καί η) τό βάπτισμα, τό ποο ποτελε μύηση καί χι πιστροφή.
Στήν κριβς ντίπερα χθη βρίσκονται τά κύρια χαρακτηριστικά τς ρθοδόξου κκλησιολογίας, πού εναι α) εχαριστιακή κκλησιολογία, β) εχαριστιακή βάση, γ) πάγια διδασκαλία τι κτός της Εχαριστιακς Σύναξης δέν πάρχει κκλησία, δ) πλήρης καί χι τελής κοινωνία, ε) καθολική κοινωνία ταυτίζεται μέ τήν εχαριστιακή, τοπική κοινωνία, στ) νότητα, πού κφράζεται ς ταυτότητα, ζ) τά μή κκλησιαστικά στοιχεα βρίσκονται σέ χωρισμό, καί η) τό βάπτισμα ποτελε μετάνοια καί πιστροφή[20].



[1] http://katanixis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_9742.html 
[2] http://katanixis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_9742.html 
[3] Β΄ Ἰω. 1, 3 καί  Γ΄ Ἰω. 1
[4] http://katanixis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_9742.html 

[5] http://www.agioritikovima.gr/eipan/32660-imerida-gia-ta

[6] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. Κριτική τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄, ἔκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθήναι 1969, σ. 355.
[7] ΑΡΧΙΕΠ. ΑΘΗΝΩΝ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Τά πεπραγμένα, Ἀθήναι 1967, σσ. 317-318.
[8] «Ἐκκλησία» 4 (15-2-1966) 95.
[9] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. Κριτική τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄, ἔκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθήναι 1969, σσ. 357-358.
[10] Pope John Paul II, Ut Unum Sint 1995.05.25, http://www.vatican.va/ holy_father/john_paul_ii/encyclicals/documents/hf_jp-ii_enc_25051995_ut-unum-sint_en.html.
[11] Β΄ Κορ. 11, 4.
[12] Ἰακ. 2, 10.
[13] Mansi 12:1030: Κανόνες τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Κανών 1, σσ 1030-1034.
[14] FRANCIS A. SULLIVAN, S.J., «The Significance of the Vatican II Declaration that the Church of Christ “subsists in” the Roman Catholic Church», in Vatican II: Assessments and Perspectives, p. 283.
[15] JOSERH RATZINGER, «The Open Circle : The Meaning of Christian Brotherhood», translated by W. A. Glen-Doeple (New York : Sheed and Ward, 1966), p. 125.
[16] FEINER, p. 68-69.
[17] Fr. CHARLES MOREROD, OP, «A Roman Catholic Point of View about the Limits of the Church», Greek Orthodox Theological Review, Vol. 42, No 3-4, 1997.
[18] .π.
[19] SAINT DIADOCHOS OF PHOTIKI, «On Spiritual Knowledge and Discrimination: One Hundred Texts», 76, Philokalia 1 (Faber and Faber Press: London, 1979), page 279.
[20] ΠΡΕΣΒ. ΠΕΤΡΟΣ HEERS, Τό Βάπτισμα καί ἡ Ἐκκλησία στό Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ τῆς Δευτέρας Βατικανῆς Συνόδου, διδακτορική διατριβή, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Τμῆμα Θεολογίας, Ἰούνιος 2011.
Διαβάστε και το Μέρος Α΄Μέρος Β΄Μέρος Γ΄  και Μέρος Δ΄

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)