ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΑΛΜΥΡΟΥ κ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΠΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟ ΣΥΝΟΔΟ
(ΜΕΡΟΣ E΄)
Γράφει ο Πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος,ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
ΙΔ) Ἀγάπη καί ἀλήθεια
Στήν εἰσήγηση τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου εἶναι διάχυτες οἱ ἀναφορές του στήν ἀγάπη, τόν οἰκουμενιστικό ἀγαπισμό, πού πρέπει νά ἔχουμε πρός τούς ἄλλους, τούς αἱρετικούς καί τούς ἀπίστους, ἡ ὁποία, ὅμως, ἀγάπη χωρίζεται ἀπό τήν ἀλήθεια.
Λέει χαρακτηριστικά : «Τό πρῶτο, λοιπόν, καί ἴσως τό πιό σημαντικό πράγμα, πού προσέφερε ἡ Β΄ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ, εἶναι ἡ ἐπαναφορά τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν χριστιανῶν. Ὅσο βαθιές καί ἄν εἶναι οἱ διαφορές μεταξύ τῶν χριστιανῶν στά θέματα τῆς πίστεως, δέν δικαιολογεῖται μέ κανέναν τρόπο ἡ ἐχθρότητα μεταξύ τους. Πρέπει, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, νά ‘ἀληθεύουν ἐν ἀγάπη’, διότι χωρίς ἀγάπη ἡ πίστη εἶναι κενή περιεχομένου, ὅπως διακηρύττει ὁ ἴδιος Ἀπόστολος στό 13ο κεφάλαιο τῆς Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς του».
Κατ’ἀρχήν, σέ μία ἡμερίδα πού, κατά τή γνώμη μας, κυριάρχησε τό ψέμα καί ἡ ὑποκρισία, κάνει τρομερή ἐντύπωση ἡ διαστρέβλωση τοῦ παύλειου αὐτοῦ λόγου ἀπό τό στόμα ἑνός Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου. Ἐδῶ, στό σημεῖο αὐτό, διακρίνουμε καί τό φρόνημα τῶν ὅσων διαλέγονται στό ὄνομα τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τούς ἑτεροδόξους. Εἶναι ξεκάθαρο πώς ὡς ἀλήθεια γιά αὐτούς νοεῖται ἡ σχετικοποίηση τῆς ἀλήθειας, κι ὄχι αὐτή καθεαυτή ἡ ἀλήθεια[1]. Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ποτέ δέν δέχθηκε νά κάνει ἐνδοορθόδοξο διάλογο μέ τούς ὁμοπίστους του ἀντιφρονοῦντας. Δέχεται, ὅμως, μετά χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως νά διαλέγεται ἀτερμόνως χωρίς ἀποτέλεσμα μέ τούς αἱρετικούς παπικούς. Ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου, τήν ὁποία ἐδῶ ἐπικαλεῖται, πρός τούς ὀρθοδόξους;
Ἡ Β΄ Βατικάνειος Σύνοδος, ὄχι μόνο σχετικοποιεῖ καί νοθεύει τήν ἀλήθεια, πού εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ἀλλά τό ἐκριζώνει, θά λέγαμε, ἐκ βάθρων, προβάλλοντας ἕνα ἀνθρωποκεντρισμό-οὐμανισμό, πού ἔχει τίς βάσεις του στόν δογματικό μινιμαλισμό, κατά τόν Ἅγιο Ἰουστίνο Πόποβιτς. Μέ ἄλλα λόγια ἡ «θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης», πάνω στό πνεῦμα τῆς ὁποίας κινήθηκε τό Βατικανό καθ’ ὅλη τήν δεκαετία τοῦ ’60, γιά τούς Ὀρθοδόξους δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό «θεολογία τῆς ὑποδούλωσης», μέσα ἀπό διατάγματα καί ὅρους τύπου “Gaudium et Spes” (= «Ἡ Ἐκκλησία μέσα στό σύγχρονο κόσμο»), τά ὁποία ὅσο σαγηνευτικά κι ἄν ἀκούγονται, δέν ἔχουν καμία ἀπολύτως θέση στήν ὀρθόδοξη θεολογία καί ζωή[2].
Ἡ ἀπάντηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἡ στάση τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι ὁμόφωνη. Ἀσφαλῶς, ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, πού τή δείχνει πρός ὅλους, δικαίους καί ἁμαρτωλούς, καί ἀσφαλῶς καί ἐμεῖς πρέπει νά χαρακτηριζόμαστε ἀπό αὐτήν τήν καθολική, τήν συνολική ἀγάπη, γιατί αὐτή εἶναι τό κατ' ἐξοχήν γνώρισμα τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ἀλλά ἡ ἀγάπη δέν εἶναι Θεός, δέν πρέπει νά θεοποιοῦμε τήν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη, ἐπίσης, δέν πρέπει νά ἀναιρεῖ τήν ἀλήθεια καί τήν εὐσέβεια, πρέπει νά εἶναι συνδεδεμένη μέ τήν ἀλήθεια, γιατί διαφορετικά εἶναι ψεύτικη καί ὑποκριτική. «Ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ καί ἀγαπῶντες ἐν ἀληθείᾳ»[3]. Πρέπει νά ἀγκαλιάζει τόν πλησίον, ὄχι μόνο ὡς σωματική, βιολογική παρουσία, ἀλλά ὡς πνευματική ὕπαρξη, μέ αἰώνια προοπτική, καί νά ἐνδιαφέρεται πρό παντός, ὄχι γιά τά κοσμικά καί τά πρόσκαιρα, ἀλλά γιά τά αἰώνια, γιά τήν σωτηρία του. Ἡ σωτηρία τοῦ πλησίον δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ, ὅταν βρίσκεται στήν πλάνη καί στήν αἵρεση, στήν ὁποία μάλιστα ἐγωϊστικά ἐπιμένει. Χάνεται καί ὁ ἴδιος καί παρασύρει καί ἄλλους στήν ἀπώλεια. Ἀπό ἀγάπη, λοιπόν, καί ὄχι ἀπό μῖσος κινουμένη ἡ Ἐκκλησία καί ἀκολουθῶντας τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων ἀπαγορεύει τήν μετά τῶν αἱρετικῶν καί ἀπίστων κοινωνία καί συναναστροφή, ὥστε καί τούς ἰδίους παιδαγωγικῶς νά ὁδηγήσει σέ συναίσθηση τῆς πλάνης, ἀλλά καί τούς ἄλλους νά προφυλάξει. Ἀπό ἀγάπη πρός τά πρόσωπα τῶν αἱρετικῶν καί ἀπίστων, ἀποστρεφόμαστε τήν πλάνη καί τήν αἵρεση. Τήν ἀποστροφή αὐτή τήν δείχνουμε μέ πόνο ψυχῆς πρός τούς ἰδίους, γιατί ἡ αἵρεση καί ἡ πλάνη εἶναι ἀπρόσωπες. Μόνο μ’αὐτόν τόν τρόπο μποροῦμε νά μάθουμε πῶς νά προσεγγίζουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον μέ ἀξιοπρέπεια καί σεβασμό.
ΙΣΤ) Ὁ προσυλητισμός τῶν παπικῶν
Ὑποστηρίζει ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος στήν εἰσήγησή του ὅτι «θά ἔπρεπε νά δοθεῖ τέλος σέ κάθε πράξη προσυλητισμοῦ μεταξύ τῶν χριστιανῶν καί νά πυκνώνουν οἱ ἐπαφές μεταξύ τους μέ προσφορά βοήθειας τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλο στίς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς του. Αὐτό σέ μεγάλο βαθμό ἔχει γίνει πράξη καί μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, τήν ὁποία δέν μποροῦν νά ἐπισκιάσουν μεμονωμένα παραδείγματα περί τοῦ ἀντιθέτου».
Διαφεύγει τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ποτέ δέν χρησιμοποίησε τόν προσυλητισμό. Ὁ προσυλητισμός, ἀπάνθρωπος καί βίαιος, μάλιστα μέχρι θανάτου, εἶναι προνόμιο μόνο τοῦ παπισμοῦ. Πῶς μπορεῖ νά λησμονεῖ καί νά μνηστεύει ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος παραδείγματα προσυλητισμοῦ τῶν παπικῶν ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων, ὅπως οἱ Σταυροφορίες καί τά βάρβαρα ἐγκλήματα τῶν Οὐνιτῶν πάλαι ποτέ, ἀλλά καί σήμερα; Ὤφειλε νά πεῖ ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος, ἄν εἶχε τό θάρρος, ὅτι «θά ἔπρεπε νά δοθεῖ τέλος σέ κάθε πράξη προσυλητισμού ἐκ μέρους τῶν παπικῶν» καί ὄχι «μεταξύ τῶν χριστιανῶν». Τέλος, ἀπό ποῦ βγάζει τό συμπέρασμα ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ὅτι ὁ τερματισμός τοῦ προσυλητισμοῦ ἐκ μέρους τῶν παπικῶν ἔχει γίνει πράξη σέ μεγάλο βαθμό; Μήπως τό Βατικανό σταμάτησε τήν Οὐνία; Μήπως ἡ Οὐνία δέν δρᾶ ἀνενόχλητη καί σήμερα στίς Ὀρθόδοξες χῶρες;
ΙΣΤ) Ἡ Διάταξη περί Ἐκκλησίας καί τό Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ
Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ἰσχυρίζεται ὅτι, σύμφωνα μέ τό Διάταγμα Lumen Gentium «ἡ Ἐκκλησία ὁρίζεται ἀπό ὁλόκληρο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ἀπό τούς βαπτισμένους στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος πιστούς». Πιό κάτω σημειώνει ὅτι «τό Διάταγμα Lumen Gentium (Διάταξη περί Ἐκκλησίας) ἀναγνωρίζει κάποια σχέση ἀτελοῦς ἐκκλησιαστικότητας μέ τούς ἐκτός τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί τήν ὕπαρξη σ’αὐτούς δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ διάφορες μορφές». Καί τέλος : «Στό περί Οἰκουμενισμοῦ Διάταγμα ἡ Σύνοδος προβαίνει σέ μία διάκριση, ἰδιαίτερα σημαντική γιά τούς Ὀρθοδόξους. Πρόκειται γιά τή διάκριση μεταξύ ‘ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων’ καί ‘ἐκκλησιῶν’. Στήν πρώτη κατηγορία ἀνήκουν οἱ διάφορες Προτεσταντικές ὁμολογίες, ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζεται ὡς ‘Ἐκκλησία’ μέ πλήρη ἐκκλησιολογική ἔννοια. Ἔτσι διατυπώνεται σαφῶς ἡ θέση ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παρέχονται ὅλα τά μέσα σωτηρίας μέ τή Θεία Εὐχαριστία καί τά λοιπά Μυστήρια, τά ὁποῖα θεωροῦνται ἔγκυρα καί σωστικά. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες κατέχουν πλήρως τήν Ἀποστολική διαδοχή, ἡ ὁποία ἐκφράζεται στήν Ἱερωσύνη καί τή Θεία Εὐχαριστία, καί γιά τόν λόγο αὐτό ἡ μυστηριακή κοινωνία μέ τούς Ὀρθοδόξους, μέ τήν ἄδεια τῶν κατά τόπους ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν ὄχι μόνο εἶναι δυνατή, ἀλλά καί ‘συνιστᾶται’. Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι τό Διάταγμα αὐτό πουθενά δέν ἀναφέρει τήν ἀνάγκη κοινωνίας τῶν Ὀρθοδόξων μέ τόν ἐπίσκοπο Ρώμης ὡς sine qua non conditio τῆς ἐκκλησιαστικότητάς τους».
Κατ’ἀρχήν εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτο ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος νά ἐπαινεῖ διθυραμβικά τό περίφημο «διάταγμα περί οἰκουμενισμοῦ» (Unitatis Redintegratio), τό ὁποῖο δῆθεν ἀνοίγει τίς πόρτες στή συνεργασία καί στό διάλογο μέ τίς ἄλλες χριστιανικές «ἐκκλησίες», κάτι πού ἀποτελεῖ δῆθεν ἐξέλιξη στήν παπική ἐκκλησιολογία, ἐφόσον αὐτή ἀναγνωρίζει πώς ἡ Χάρις τοῦ Χριστοῦ ἐνεργεῖ καί στίς ἄλλες χριστιανικές «ἐκκλησίες». Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος δέν ἀπορρίπτει αὐτή τήν αἱρετική προσέγγιση, ἡ ὁποία οὐσιαστικῶς εἶναι ταυτόσημη μέ τήν «θεωρία τῶν κλάδων», πού προωθεῖ τό «Π.Σ.Ε.», ἀντιθέτως τήν υἱοθετεῖ πανηγυρικῶς, ἀφοῦ κατά τήν ἐκτίμησή του ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι θά πρέπει νά χαιρόμαστε κι ἀπό πάνω, ἐπειδή «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζεται ὡς ‘Ἐκκλησία’ μέ πλήρη ἐκκλησιολογική ἔννοια», ἀπό τή Β΄ Βατικανή Σύνοδο! Αὐτό, βεβαίως, πού ἀποφεύγει ἐν προκειμένω νά θίξει ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος εἶναι ὅτι γιά τό Βατικανό ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως διακηρύχθηκε urbi et orbi τόν Ἰούνιο τοῦ 2009 ἀπό τόν πρώην ἐκλαμπρότατο Βενέδικτο ΙΣΤ΄, ναί μέν χαρακτηρίζεται ὡς ἐκκλησία, πλήν ὅμως ὡς ἐλλειμματική, ἐνόσω χρόνο δέν ἀποδέχεται τό «πέτρειο πρωτεῖο» τοῦ πάπα[4], σύμφωνα μέ τήν ἀπό 29.6.2007 νότα τῆς Ἐπιτροπῆς γιά τή Διδασκαλία τῆς Πίστεως. Ἄν ἡ «Ἐκκλησία» ταυτίζεται μέ τήν πληρότητα, τήν τελειότητα καί τήν καθολικότητα, πώς μπορεῖ νά ὑπάρξει σ’ Αὐτήν «ἔλλειμμα» ἤ «ἐκκλησιολογική ἀνεπάρκεια» καί μάλιστα μέ τή βασική θεολογική ἔννοια τοῦ ὄρου στό πλέον καίριο θέμα τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, ποῦ εἶναι καθοριστικό; Ἄν ἡ «Ἐκκλησία» εἶναι τό «σῶμα τοῦ Χριστοῦ», πῶς ἐννοεῖ ἡ Ρωμαϊκή Ἐπιτροπή Πίστεως τό ἄχραντο Σῶμα Του νά ἔχει «ἔλλειψη», καί μάλιστα πολύ οὐσιαστική ; Ἡ φράση Ἐκκλησία μέ «ἔλλειμμα» ἐνέχει τήν ἀπόλυτη ἀντίφαση, ὥστε αὐτοαναιρεῖται πλήρως : ἄν εἶναι «ἐλλειμματική», δέν εἶναι Ἐκκλησία, καί ἄν εἶναι Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά εἶναι «ἐλλειμματική»[5].
Ὁ Ἰωάννης Καρμίρης κρίνει ὡς ἀπαράδεκτο ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς τόν οἰκουμενισμό τῆς Β΄ Βατικανῆς συνόδου : «Ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία… κατεσκεύασεν ἴδιον, ρωμαιοκεντρικόν, οὕτως εἰπεῖν, Οἰκουμενισμόν, ὅστις, τοποθετῶν ἐν τῷ κέντρω τήν ρωμαϊκήν Ἐκκλησίαν, ὡς τήν μόνη ἀληθῆ Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ὑπό τόν πάπαν, ἀξιοῖ τήν εἰς αὐτήν «ἐπιστροφήν» πάντων τῶν ἄλλων μή ρωμαιοκαθολικῶν χριστιανῶν, ὡς πεπλανημένων καί ἀπολωλότων «αἱρετικῶν» καί «σχισματικῶν», ὅπως ἀπεκαλοῦντο ὑπό τῆς Ρώμης ἄλλοτε οὗτοι, μετά τῶν εἰς ἅς ἀνήκουσι «κοινοτήτων» καί οὐχί Ἐκκλησιῶν… Δέν δύναται νά γίνη ἀποδεκτός ὁ Οἰκουμενισμός αὐτοῦ του «σχήματος» ὑπό τῶν ἔξω της Λατινικῆς Ἐκκλησίας Χριστιανῶν καί μάλιστα ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων, οἵτινες εὐλόγως ἀπορρίπτουσιν ἀπολύτως πάσαν ἰδέαν «ἐπιστροφῆς» πρός τήν Ἐκκλησίαν ἐκείνην, τήν ὁποίαν ἤδη ἀπό μιᾶς χιλιετηρίδος ἐθεώρουν ὡς ἐκπεσοῦσαν τῆς ὀρθῆς πίστεως καί ἀποκοπεῖσαν διά τοῦ Σχίσματος ἀπό τοῦ κορμοῦ τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας»[6].
Κατά τόν ἀείμνηστο Μακ. Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρό Χρυσόστομο Β΄, τόν παπικό οἰκουμενισμό δέχονται μόνο ὅσοι χωλαίνουν περί τήν πίστη[7].
Τό ἐπίσημο ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό περιοδικό «Ἐκκλησία», ὀρθῶς ἐπισημαίνει τόν σοβαρό κίνδυνο, πού προέρχεται ἀπό τό ἀντορθόδοξο περιεχόμενο τοῦ Βατικανείου Διατάγματος : «Ἐφαρμόζουσα τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ»… ἡ ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, θά ἀναπτύξη προσεχῶς συστηματικήν καί ὠργανωμένην προπαγανδιστικήν καί προσυλητιστικήν δραστηριότητα εἰς βάρος καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ ποιμένες καί οἱ πιστοί της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔχουν χρέος νά ἀποκτήσουν συνείδησιν τοῦ διαγραφομένου κινδύνου καί νά ἀγωνισθοῦν διά τήν ἀποτροπήν του… Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας θά δυνηθῆ νά ἀντιμετωπίση τόν κίνδυνον αὐτόν μόνον ἡνωμένη καί ἱσταμένη ἀκλονήτως ἐπί τοῦ θεμελίου της πίστεως, καλλιεργοῦσα τήν εὐσέβειαν καί διαφυλάττουσα ἀνόθευτον τήν μεγάλην πνευματικήν κληρονομίαν της»[8].
Σύμφωνα μέ τόν παν. ἀρχιμ. κυρό Σπυρίδωνα Μπιλάλη, «τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ» κατ’οὐσίαν ἀποτελεῖ περίτεχνο καί γι’αὐτό περισσότερο ἐπικίνδυνο οὐνιτικό κήρυγμα. Η Β΄ Βατικανή σύνοδος, ἀντί νά καταργήσει τήν οὐνία, μέ τόν παπικό οἰκουμενισμό, ἔθεσε τίς βάσεις μιᾶς νέας οἰκουμενικῆς οὐνίας, πού ἔχει σκοπό τήν ἀποπλάνηση τῶν Ὀρθοδόξων μέ τήν προβολή τοῦ παπισμοῦ ὡς τῆς δῆθεν μόνης ἀληθοῦς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τό θλιβερό εἶναι ὅτι ὁ παπικός οἰκουμενισμός, ἡ νέα αὐτή μορφή τῆς οὐνίας, μέ τήν παπική πολιτική τῶν μειδιαμάτων καί φιλοφρονήσεων, ἔχει πείσει ἀκόμη καί ὀρθοδόξους κληρικούς καί θεολόγους, (ὅπως ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος), γιά τίς ἀνύπαρκτες εἰλικρινεῖς διαθέσεις τοῦ Βατικανοῦ. Εἶναι, ὅμως, πρόδηλο ὅτι ὁ ὕποπτος παπικός οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀπό κάποιους ἀθεολογήτους καί ἀφελεῖς, (ὅπως ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος), ὡς μέγα βῆμα προσεγγίσεως Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ἀποτελεῖ, κατά τήν ὁμολογία πάντων τῶν ἐπαϊόντων, ἕνα ἐπί πλέον ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο ὡς πρός τήν ἐκπλήρωση τοῦ ἱεροῦ αἰτήματος τῆς ἑνώσεως τῶν αἱρετικῶν παπικῶν μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπί τοῦ ἐδάφους τῆς πίστεως τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ»[9].
ΙΖ) Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ παπισμοῦ
Στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἀναγκαῖο νά ἀναφερθοῦμε στή νέα ἐκκλησιολογία τοῦ παπισμοῦ, γιά νά κατανοήσουμε τά ὅσα περί βαπτίσματος καί ἀτελοῦς ἤ πλήρους ἐκκλησιαστικότητος λέει ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος.
Ἡ βάση τῆς νέας ἐκκλησιολογίας τοῦ παπισμοῦ βρίσκεται στήν ἐγκύκλιο Ut Unum Sint (1995) τοῦ πάπα Ἰωάννου Παύλου II, ὁ ὁποῖος ἐπαναδηλώνει τήν οὐσιαστική διδασκαλία, πού πρωτοδιατυπώθηκε στό Διάταγμα Unitatis Redintegratio. «Ἡ ἀναγνώριση τῆς ἀδελφότητάς μας δέν εἶναι ἐπακόλουθο μίας μεγαλόκαρδης φιλανθρωπίας ἤ ἑνός ἀόριστου οἰκογενειακοῦ πνεύματος. Ἔχει τῆς ρίζες της στήν ἀναγνώριση τοῦ ἑνός Βαπτίσματος καί στό ἐπακόλουθο καθῆκον πρός δοξολογίαν τοῦ Θεοῦ ἐν τοῖς ἔργοις Αὐτοῦ. Ἡ Διεύθυνση γιά τήν Ἐφαρμογή τῶν Ἀρχῶν καί τῶν Τύπων περί Οἰκουμενισμοῦ ἐκφράζει τήν ἐλπίδα ὅτι τό βάπτισμα θά ἀναγνωρισθεῖ ἀμοιβαία καί ἐπίσημα. Αὐτό εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό μία οἰκουμενική πράξη τιμῆς ἕνεκεν. Συνιστᾶ μία βασική ἐκκλησιολογική δήλωση»[10].
Σύμφωνα μέ τό Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ καί σχετικά μέ τό βάπτισμα, «οἱ ἄνθρωποι, πού πιστεύουν στόν Χριστό καί ἔχουν πράγματι βαπτισθεῖ» θεωροῦνται ὅτι βρίσκονται σέ κοινωνία μέ τήν «Καθολική Ἐκκλησία» (τόν παπισμό) ἀκόμη καί ἄν «αὐτή ἡ κοινωνία εἶναι ἀτελής» (3a). Ἐάν, λοιπόν, ἐκεῖνοι, πού βαπτίσθηκαν Χριστιανοί, πραγματικά ἀδελφοί ἐν Χριστῷ, εἶναι σέ κοινωνία μέ τήν «Ἐκκλησία» (παπισμό), ἀκόμη καί ἄν εἶναι, κατά κάποιο τρόπο, μόνο σέ «μερική» κοινωνία, ἕπεται ὅτι ὄχι μόνο μερικά, ἀλλά «πολλά στοιχεῖα καί χαρίσματα», πού οἰκοδομοῦν καί δίνουν ζωή στήν «Ἐκκλησία» (παπισμό) ὑπάρχουν ἐκτός τῶν ὁρατῶν ὁρίων. Ἐκεῖνα τά «στοιχεῖα» περιλαμβάνουν «τόν γραπτό λόγο τοῦ Θεοῦ», «τή ζωή τῆς χάριτος», «τά ἐσωτερικά δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», καί ἀρκετά ἄλλα (3b).
Σύμφωνα μέ τήν λατινική διδασκαλία, πρίν τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο οἱ παπικοί πίστευαν ὅτι τό βάπτισμα ὠφελεῖ γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μόνο ἐντός της ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Χάρις βρίσκεται σέ ἀναστολή, λόγω τῆς κατάστασης τοῦ σχίσματος ἤ τῆς αἵρεσης, καί εἶναι ἐνεργῆς μόνο μέ τήν εἴσοδο στήν Ἐκκλησία. Οἱ σχισματικές ὁμάδες δέν κατέχουν τίποτε περισσότερο ἀπό τήν αἵρεσή τους. Τά μυστήρια ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία. Μετά τήν Β΄ Βατικανή ἡ παραπάνω διδασκαλία ἄλλαξε καί ἀπό τότε μέχρι καί σήμερα οἱ παπικοί θεωρούν ὅτι τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος παράγει ὅλους τούς καρπούς του καί εἶναι πηγή χάριτος ἀκόμα καί ὅταν τελεῖται ἀπό ἐπισήμως χωρισμένους σχισματικούς ἤ αἱρετικούς. Τήν «ζωή τῆς χάριτος» καί «προσβάσεως στήν κοινότητα τῆς σωτηρίας» ἀπολαμβάνουν καί ὅσοι βρίσκονται σέ σχίσμα καί αἵρεση. Τά σχισματικά σώματα καθ’ αὐτά θεωροῦνται ὡς «μέσα σωτηρίας».
Οἱ παπικοί πιστεύουν ὅτι τo Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργεῖ καί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ἐρχόμενοι σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τήν Πατερική Ὁμοφωνία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία δέν ὑπάρχει μυστηριακή χάρη (καθαρτική, φωτιστική καί ἁγιαστική ἐνέργεια) ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Β΄Βατικανή ἐπεξέτεινε τήν Ἐκκλησία, ὥστε νά συμπεριλαμβάνει καί τούς ἴδιους τούς σχισματικούς καί αἱρετικούς. Κατ’αὐτόν τόν τρόπο δέν μπορεῖ νά λέγεται ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργεῖ μόνο μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Τό σχισματικό καί τό αἱρετικό βάπτισμα θεωρεῖται τώρα ὡς καρποφόρο, διότι εἶναι τό ἕνα βάπτισμα τοῦ ἑνός Σώματος, πού εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό, ὅμως, σημαίνει, ὅτι τά κριτήρια, πού χρησιμοποιοῦνται γιά τήν ἀναγνώριση τῆς Ἐκκλησίας, τά ἔχουν ἀλλάξει. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς μυστηριακή ἑνότητα, δέν βρίσκεται πλέον γι’αυτούς στήν ταυτότητα, πού στηρίζεται πάνω στήν ἑνότητα τῆς πίστεως, τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, τῆς ἱερωσύνης καί τῶν μυστηρίων. Ἡ Ἐκκλησία πλέον ἀναγνωρίζεται ἀπό τά στοιχεῖα, τά ἐπιμέρους τοῦ συνόλου, ἐγκαθιδρύοντας μία κοινωνία ἀτελῶς, ἡμιαυτόνομα καί ἀόριστα.
Ἔτσι, οἱ παπικοί ἔχουν τρεῖς νέες ριζοσπαστικές ἀναγνωρίσεις : α) τοῦ αἱρετικοῦ βαπτίσματος ὡς τοῦ ἑνός βαπτίσματος (καί καρποφόρου), β) τῶν αἱρετικῶν συνάξεων ὡς ἐκκλησίων, καί γ) τῆς καρποφόρας ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντός αὐτῶν. Αὐτές οἱ τρεῖς ἀναγνωρίσεις προετοίμασαν τό ἔδαφος γιά τήν τέταρτη καί τελική ἀναγνώριση, τῆς Una Sancta ὡς ὑφισταμένη ἀπό τόν παπισμό καί τίς σχισματικές καί αἱρετικές συνάξεις.
Ὅμως, ἡ δημιουργία ἀπό τους παπικούς μιᾶς ἄλλης, νέας «ἐκκλησίας», συνεπάγεται καί τήν δημιουργία ἑνός ἄλλου, νέου Χριστοῦ. Κάθε ἀλλαγή ἤ μετασχηματισμός τῆς πίστεως ἤ τῆς παραδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἄλλος Ἰησοῦς, ἄλλη Ἐκκλησία. Ὁ Ἄπ. Παῦλος λέει : «Εἰ μέν γάρ ὁ ἐρχόμενος ἄλλον Ἰησοῦν κηρύσσει, ὄν οὐκ ἐκηρύξαμεν, ἤ πνεῦμα ἕτερον λαμβάνετε, ὅ οὐκ ἐλάβετε, ἡ εὐαγγέλιον ἕτερον ὅ οὐκ ἐδέξασθε…»[11]. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος ὑπογραμμίζει : «Ὅστις γάρ ὅλον τόν νόμον τηρήση, πταίση δέ ἐν ἐνί, γέγονεν πάντων ἔνοχος»[12]. Τέλος, ὁ ἅγιος Ταράσιος πατριάρχης Κων/λεως ἐπισημαίνει : «Τό κακόν ἤδη κακόν ἐστι, καί μάλιστα ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Τό γάρ ἐπί δόγμασιν εἴτε μικροῖς εἴτε μεγάλοις ἁμαρτάνειν ταυτόν ἐστιν. Ἐξ’ ἀμφοτέρων γάρ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀθετεῖται»[13].
Ὁ Francis A. Sullivan ὑποστηρίζει ὅτι «μπορεῖ κάποιος νά σκεφθεῖ τήν παγκόσμια Ἐκκλησία ὡς μία κοινωνία (communion), σέ ποικίλα ἐπίπεδα πληρότητας, «σωμάτων» πού εἶναι περισσότερο ἤ λιγότερο πλήρεις ἐκκλησίες… εἶναι μία πραγματική κοινωνία, πού πραγματοποιεῖται σέ ποικίλους βαθμούς πυκνότητας ἤ πληρότητας, «σωμάτων» πού στό σύνολό τους ἔχουν πραγματικά ἐκκλησιαστικό χαρακτήρα, παρότι κάποια πληρέστερα ἀπό ἄλλα»[14]. Δηλ. ἐδῶ ἔχουμε τόν Χριστό κατά βαθμούς.
Σύμφωνα, ὅμως, μέ τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, μία ἐκκλησία, πού πραγματώνεται σέ βαθμούς πληρότητας, δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία, γιατί ὁ Χριστός εἶναι τά πάντα καί ἐν πάσιν Χριστός. Στόν παπισμό ἡ ἀληθινή πίστη δέν εἶναι τό κριτήριο γιά τήν ἀναγνώριση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ κεντρικοί, λοιπόν, στύλοι τῆς νέας λατινικῆς ἐκκλησιολογίας εἶναι οἱ ἑξῆς : α) Οἱ ὄροι «σχίσμα» καί «αἵρεση» δέν ἐφαρμόζονται πλέον, β) τό Ἅγιον Πνεῦμα χορηγεῖται καί ἁγιάζει τά σχισματικά/αἱρετικά σώματα, γ) σχισματικά/αἱρετικά σώματα ἀναγνωρίζονται ὡς ἐκκλησίες καί ἐκκλησιαστικές κοινότητες, δ) ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει ὅλους τους «βαπτισμένους», πού συμμετέχουν κατά βαθμούς, ε) ἡ διάκριση μεταξύ πλήρους καί ἀτελοῦς κοινωνίας, καί στ) δέν εἶναι ἀπαραίτητη πλέον ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως, γιά νά ἀνήκει κανείς στήν Ἐκκλησία.
Ο Joseph Ratzinger, πρώην ἐκλαμπρότατος κ. Βενέδικτος ΙΣΤ΄, μέσα στά ἀνωτέρω πλαίσια, ὑποστήριξε ὅτι «κάτι πού δικαίως κάποτε καταδικάστηκε ὡς αἵρεση, δέν μπορεῖ ἀργότερα ἁπλῶς νά γίνει μία ἀλήθεια· μπορεῖ, ὅμως, σταδιακά νά ἀναπτύξει τή δική του θετική ἐκκλησιολογική φύση, τήν ὁποία τό ἄτομο ἀντιμετωπίζει ὡς τήν ἐκκλησία του καί στήν ὁποία ζεῖ ὡς ἕνας πιστός καί ὄχι ὡς αἱρετικός»[15]. Δηλ. ἔχουμε ἐδῶ τό πέρασμα ἀπό τήν αἵρεση στήν ἐκκλησιαστικότητα.
Ἡ Communio Ἐκκλησιολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τήν Ὀρθόδοξη Εὐχαριστιακή Ἐκκλησιολογία.
Σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη Εὐχαριστιακή Ἐκκλησιολογία, τά ὅρια τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας χαράσσονται σαφῶς μέ βάση τίς «γραμμές αἵματος», συμπεριλαμβάνοντας ὅλους ὅσοι μετέχουν στό Κοινό Ποτήριο τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μυστηριακή βάση τῆς κοινωνίας δέν συνίσταται σέ ἕνα ἤ ἄλλο μυστήριο, ἀλλά σέ ὅλα τά μυστήρια μαζί, ἑνωμένα σέ μία κοινή ζωή καί σέ ἕνα κοινό Ποτήριο.
Σύμφωνα μέ τήν Communio Ἐκκλησιολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς, τά ὅρια τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας χαράσσονται πρῶτα μέ βάση τό ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος. Μεταξύ τῶν βαπτισμένων ὑπάρχει μία θεμελιώδης ἑνότητα ἤ communio, ἔτσι πού ἡ διάκριση δέν εἶναι μεταξύ πλήρους ἑνότητας ἤ καθόλου communio, ἀλλά μεταξύ πλήρους καί ἀτελοῦς communio (UR 3). Σύμφωνα μέ τόν καρδινάλιο Βάλτερ Κάσπερ, ἡ μυστηριακή βάση τῆς communio εἶναι ἡ communio στό ἕνα βάπτισμα, μέ συμμετοχή στήν Εὐχαριστία, «τό ἀποκορύφωμα» τῆς communion, πού ἐπιφυλάσσεται γι’ αὐτούς, πού εἶναι σέ πλήρη κοινωνία.
Τί εἶναι, ὅμως, ἡ «Communio» Ἐκκλησιολογία; Εἶναι μία σύνθετη πραγματικότητα μέ τή μορφή μιᾶς κοινωνίας, ἡ ἑνότητα τῆς ὁποίας ἔχει ἐπέλθει ἀπό πολλούς καί ποικίλους παράγοντες. Αὐτό σημαίνει ὅτι εἶναι ἀνοιχτή ἡ πιθανότητα τά συστατικά στοιχεῖα τῆς Ἐκκλησίας νά εἶναι παρόντα ἀκόμη καί σέ χριστιανικές κοινότητες ἐκτός της «Καθολικῆς ἐκκλησίας» (τοῦ παπισμοῦ) καί νά μποροῦν νά προσδίδουν σ’ αὐτές τίς κοινότητες τόν χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς, ἡ μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ ἐπίσης νά εἶναι παροῦσα ἐκτός της «Καθολικῆς Ἐκκλησίας» (τοῦ παπισμοῦ) καί εἶναι πράγματι παροῦσα, καί, μάλιστα, ὁρατή, στό βαθμό, πού εἶναι παρόντες οἱ παράγοντες καί τά στοιχεῖα ἐκεῖνα, πού δημιουργοῦν ἑνότητα, καί συνακόλουθα τήν Ἐκκλησία[16].
Σύμφωνα μέ τήν παραπάνω λατινική ἀντίληψη, ἔχουμε μία Ἐκκλησία δύο, ὅμως, βαθμίδων. Ἡ πρώτη βαθμίδα εἶναι ἡ συγκεκριμένη ἔκφραση, δηλ. ὁ παπισμός, στόν ὁποῖο δῆθεν ὑφίσταται ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί στόν ὁποῖο ὑπάρχει ἡ πλήρης κοινωνία. Ἡ δεύτερη βαθμίδα εἶναι οἱ «ἐλλειπεῖς Ἐκκλησίες», ὅπως ἡ Ὀρθοδοξία, ὁ Μονοφυσιτισμός καί ὁ Προτεσταντισμός, οἱ ὁποῖες στεροῦνται τῆς κοινωνίας μέ τόν «πάπα» Ρώμης, ἀφοῦ δέν ἀναγνωρίζουν τό πρωτεῖο ἐξουσίας καί τό ἀλάθητο καί γι’αὐτό βρίσκονται σέ ἀτελῆ κοινωνία. Τήν παραπάνω λατινική ἀντίληψη περί Ἐκκλησίας ἐκφράζοντας ὁ πρώην ἐκλαμπρότατος κ. Βενέδικτος ΙΣΤ΄, ἀποκάλεσε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἐλλειματική.
Ποιά εἶναι, λοιπόν, ἡ νέα εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας τῆς νέας λατινικῆς ἐκκλησιολογίας; Ἄς φανταστοῦμε ἕνα σύστημα ὁμόκεντρων κύκλων, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τήν Ἐκκλησία ὅλων τῶν βαπτισμένων καί τῶν ἀβαπτίστων. Στό κέντρο τῶν κύκλων βρίσκεται ὁ παπισμός, πού εἶναι ἡ συγκεκριμένη ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Πιό κοντά στό κέντρο βρίσκεται ἡ Ὀρθοδοξία. Πιό μακρυά ὁ Μονοφυσιτισμός. Πιό μακρυά ὁ Ἀγγλικανισμός. Πιό μακρυά ὁ Προτεσταντισμός καί πιό μακρυά οἱ δίκαιοι, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά ὑπάρχουν ὄχι μόνο μεταξύ τῶν βαπτισμένων, ἀλλά καί μεταξύ τῶν ἀβαπτίστων.
Ὁ καρδινάλιος Charles Morerod λέει ὅτι «οἱ «χωρισμένοι ἀδελφοί» δικαίως θεωροῦνται «ἀκαταμάχητα ἀδαεῖς» (“invincibly ignorant”), ἐπειδή δέν εἶχαν τή δυνατότητα νά γνωρίσουν τόν Ἰησοῦ Χριστό καί/ἤ τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ὡς τή Μία Ἐκκλησία, ἀναλόγως τῆς δικαιοσύνης τους καί τῆς συμμετοχῆς τους σέ ὁρισμένα μυστήρια, μέ κυριότερο τό βάπτισμα. Ἐκεῖνοι, πού δέν ἀνήκουν στή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἀνήκουν ὡστόσο στή Μία Ἐκκλησία ποικιλοτρόπως, σύμφωνα μ’ ἕνα σύστημα ὁμόκεντρων κύκλων : οἱ Ἕλληνες καί οἱ Ρῶσοι πρῶτα...»[17].
Τί σημαίνει, λοιπόν, τώρα νά ἀνήκει κανείς στήν Ἐκκλησία; Σύμφωνα μέ τόν καρδινάλιο Charles Journet, «ὅπου ὁ Θεός «ἀγγίζει» κάποιον, ὅπου τό Ἅγιον Πνεῦμα καθοδηγεῖ ἕνα πρόσωπο πρός μία μελλοντική μεταστροφή του, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἤδη παροῦσα… Τά μυστήρια, πού μεταδίδονται ἐκτός της Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας,… «ἔχουν μία φυσική τάση νά παρέχουν κάποιες ἐμφανίσεις τοῦ σώματος (corporeal appearances)». Αὐτό σημαίνει πώς κάθε ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος εἶναι μέρος τῆς διαδικασίας συγκρότησης τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ἔτσι εἶναι πάντοτε ὁρατό, παρότι ἐμεῖς δέν τό ἀναγνωρίζουμε πάντοτε… Τό σύνορο τῆς Ἐκκλησίας διαπερνᾶ τίς καρδιές μας : ὁ καθένας εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, στόν βαθμό πού λαμβάνει θεία χάρη»[18].
Σύμφωνα, ὅμως, μέ τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία περί διακρίσεως τῶν Θείων Ἐνεργειῶν, ἡ φυσική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι τελείως ἁπλή. Ὅμως, αὐτή ἡ ἁπλή ἐνέργεια «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς». Αὐτό σημαίνει ὅτι μία εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέ πολλά ἀποτελέσματα : τή δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τήν προνοητική ἐνέργεια, τήν καθαρτική, τή φωτιστική καί τή θεωτική ἐνέργεια. «Μεταξύ αὐτῶν τῶν μορφῶν τῆς μίας καί μόνης ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει ταυτότης. Ἄν ὑπῆρχε ταυτότης, τότε ὅλα τά κτίσματα θά μετεῖχαν π.χ. στήν θεωτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ», σύμφωνα μέ τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη. Τό ὅτι ἡ παραπάνω διδασκαλία λείπει ἀπό τόν παπισμό, δείχνει ὅτι τούς λείπει ἡ βιωματική ἐμπειρία.
Σχετικά μέ τήν διάκριση τῆς δράσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ Morerod καί Journet ὑποστηρίζουν ὅτι κάθε ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος εἶναι μέρος τῆς διαδικασίας συγκρότησης τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως, ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς γράφει ὅτι «πρό μέν τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἔξωθεν ἡ χάρις πρός τά καλά προτρέπεται τήν ψυχήν, ὁ δέ σατανᾶς ἐν τοῖς αὐτῆς ἐμφωλεύει βάθεσιν, ὄλας τάς τοῦ νοῦ ἀποφράττειν δεξιᾶς πειρώμενος διεξόδους. Ἀπό δέ αὐτῆς τῆς ὥρας ἐν ἦπερ ἀναγεννώμεθα, ἔξωθεν μέν ὁ δαίμων γίνεται, ἔσωθεν δέ ἡ χάρις»[19].
Τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς Βατικάνειας ἐκκλησιολογίας εἶναι α) ἡ Communio ἐκκλησιολογία, β) ἡ βαπτισματική βάση, γ) ἡ ἄποψη ὅτι ἐκτός τῆς Εὐχαριστιακῆς Σύναξης ὑπάρχει Ἐκκλησία, δ) ἡ πλήρης καί ἡ ἀτελής κοινωνία, ε) τά μέρη τοῦ Συνόλου ἀποτελοῦν τήν παγκόσμια κοινωνία, στ) ἡ ἑνότητα, πού ἐκφράζεται σέ βαθμίδες, ζ) τά στοιχεῖα, πού πραγματοποιοῦνται σέ χωρισμό, καί η) τό βάπτισμα, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ μύηση καί ὄχι ἐπιστροφή.
Στήν ἀκριβῶς ἀντίπερα ὄχθη βρίσκονται τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, πού εἶναι α) ἡ εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία, β) ἡ εὐχαριστιακή βάση, γ) ἡ πάγια διδασκαλία ὅτι ἐκτός της Εὐχαριστιακῆς Σύναξης δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία, δ) ἡ πλήρης καί ὄχι ἡ ἀτελής κοινωνία, ε) ἡ καθολική κοινωνία ταυτίζεται μέ τήν εὐχαριστιακή, τοπική κοινωνία, στ) ἡ ἑνότητα, πού ἐκφράζεται ὡς ταυτότητα, ζ) τά μή ἐκκλησιαστικά στοιχεῖα βρίσκονται σέ χωρισμό, καί η) τό βάπτισμα ἀποτελεῖ μετάνοια καί ἐπιστροφή[20].
[1] http://katanixis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_9742.html
[2] http://katanixis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_9742.html
[3] Β΄ Ἰω. 1, 3 καί Γ΄ Ἰω. 1
[4] http://katanixis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_9742.html
[5] http://www.agioritikovima.gr/eipan/32660-imerida-gia-ta
[6] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. Κριτική τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄, ἔκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθήναι 1969, σ. 355.
[7] ΑΡΧΙΕΠ. ΑΘΗΝΩΝ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Τά πεπραγμένα, Ἀθήναι 1967, σσ. 317-318.
[8] «Ἐκκλησία» 4 (15-2-1966) 95.
[9] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. Κριτική τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄, ἔκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθήναι 1969, σσ. 357-358.
[10] Pope John Paul II, Ut Unum Sint 1995.05.25, http://www.vatican.va/ holy_father/john_paul_ii/encyclicals/documents/hf_jp-ii_enc_25051995_ut-unum-sint_en.html.
[11] Β΄ Κορ. 11, 4.
[12] Ἰακ. 2, 10.
[13] Mansi 12:1030: Κανόνες τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Κανών 1, σσ 1030-1034.
[14] FRANCIS A. SULLIVAN, S.J., «The Significance of the Vatican II Declaration that the Church of Christ “subsists in” the Roman Catholic Church», in Vatican II: Assessments and Perspectives, p. 283.
[15] JOSERH RATZINGER, «The Open Circle : The Meaning of Christian Brotherhood», translated by W. A. Glen-Doeple (New York : Sheed and Ward, 1966), p. 125.
[16] FEINER, p. 68-69.
[17] Fr. CHARLES MOREROD, OP, «A Roman Catholic Point of View about the Limits of the Church», Greek Orthodox Theological Review, Vol. 42, No 3-4, 1997.
[18] Ὅ.π.
[19] SAINT DIADOCHOS OF PHOTIKI, «On Spiritual Knowledge and Discrimination: One Hundred Texts», 76, Philokalia 1 (Faber and Faber Press: London, 1979), page 279.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου