ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 26ῃ
Δεκεμβρίου 2013
Η προσφώνηση του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.
Βαρθολομαίου προς τήν αντιπροσωπεία των Παπικών επί τη Θρονική Εορτή του
Οικουμενικού Πατριαρχείου (30 Νοεμβρίου 2013).
Με αισθήματα πικρίας
αναγνώσαμε και την φετινή προσφώνηση της Σεπτής κορυφής της υπ’ ουρανόν
Ορθοδοξίας, του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου προς
τον επικεφαλής της παπικής αντιπροσωπίας
καρδινάλιο Kurt Koch, κατά τη «θρονική
εορτή» του Φαναρίου (30 Νοεμβρίου ε.ε.). Για πολλοστή ήδη φορά και στη προσφώνησή του αυτή ο Παναγιώτατος
χρησιμοποιεί οικουμενιστική ιδεολογία και γλώσσα, όπως άλλως τε συνηθίζει να το
πράττει κάθε φορά, που απευθύνεται προς ετεροδόξους αιρετικούς Παπικούς, Προτεστάντες,
ή Μονοφυσίτες,
προφανώς για να επιβεβαιώσει για μία ακόμη φορά στον κλήρο και
στον πιστό λαό του Θεού την αμετακίνητη προσήλωση του και την αταλάντευτη
πεποίθησή του στις θέσεις και θεωρίες του. Κατόπιν αυτών η παλαιότερη διακήρυξή
του προς τον Πατριάρχη Βουλγαρίας κ. Νεόφυτο κατά την επίσκεψη του τελευταίου
στο Φανάρι τον περασμένο Σεπτέμβριο ε.ε. ότι δήθεν «…δεν προδίδομεν την Ορθοδοξίαν,
ως κατηγορούμεθα, ούτε υποστηρίζομεν οικουμενιστικάς αντιλήψεις, αλλά
κηρύσσομεν πρός τούς ετεροδόξους και προς πάντας την Ορθόδοξον αλήθειαν», ήταν
λόγος προσχηματικός. Στην παρούσα προσφώνησή του ο Παναγιώτατος φανερώνει τις
πραγματικές του διαθέσεις για τον αιρετικό παπισμό και τα πραγματικά του σχέδια
για το μέλλον των σχέσεων Ορθοδοξίας και
Παπισμού.
Προβληματιζόμαστε δε αν θα άξιζε τον κόπο να καταπιαστούμε και πάλι με
ένα κείμενο, τις αιρετικές θέσεις, του οποίου ήδη, έχουμε ανατρέψει σε
παλαιότερα άρθρα μας. Είναι υπερβέβαιο πλέον, ότι όσα άρθρα και αν γράψουμε και
όσες παρακλήσεις και αν διατυπώσουμε προς τον Παναγιώτατο για αλλαγή πορείας
πλεύσεως δεν πρόκειται να έχουν την παραμικρή απήχηση, ούτε πρόκειται να
αγγίξουν τον νουν και την καρδιά του, ούτε βέβαια πρόκειται να λάβουμε κάποια
απάντηση. Δεν υπάρχει δυστυχώς καμία διάθεση για διάλογο, όσο και αν προσπαθεί
ο Παναγιώτατος να πείσει περί του αντιθέτου και στην παρούσα προσφώνησή του ότι
δήθεν «το Οικουμενικόν Πατριαρχείον επιθυμεί και επιδιώκει τον διάλογον μετά
πάντων, ομοδόξων και ετεροδόξων χριστιανών, ομοπίστων και αλλοπίστων
συνανθρώπων…». Κατόπιν αυτών ο παρά κάτω σύντομος σχολιασμός μας δεν
απευθύνεται προς Οικουμενιστάς, αμετανοήτως εμμένοντας στην αίρεση και την
πλάνη των, αλλά προς τον πιστό λαό του Θεού, με σκοπό την ενημέρωσή του, τον
επιστηριγμό του στην αλήθεια της Ορθοδοξίας και την προφύλαξή του από την
αίρεση και από αυτούς που την εκφράζουν και την προωθούν.
Αποκαλεί ο Παναγιώτατος τους Παπικούς
«τίμια Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της
Ρώμης» και «τιμιώτατους
εκπροσώπους της Αυτού Αγιότητος του αδελφού Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου». Τον πάπα «πεφιλημένο αδελφό» και το Βατικανό «σεβασμία και προσφιλή Εκκλησία της Πρεσβυτέρας Ρώμης».Τους
προσφωνεί, δηλαδή όπως θα προσφωνούσε την αντιπροσωπεία κάποιου Ορθοδόξου
Πατριαρχείου, ωσάν ο Παπισμός να μην αποτελεί αίρεση, ωσὰν να ήσαν μέλη της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής
Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ουδόλως επισημαίνεται το γεγονός, ότι ευρίσκονται εν
αιρέσει και πλάνη. Ουδεμία νύξις γίνεται πάνω στις χαώδεις δογματικὲς διαφορὲς
πίστεως, οι οποίες μας χωρίζουν απὸ την Παπικὴ
παρασυναγωγή, η οποία επιμένει να ονομάζει εαυτὴν ως «Καθολικὴ
Εκκλησία» και μάλιστα ως «αυθεντική», ενώ την Ορθόδοξη θεωρεί ως «ελλειμματική»! Και ουδεμία
προσπάθεια να τους πείσει, να εγκαταλείψουν την πλάνη του Παπισμού και να
προσέλθουν στους κόλπους της Ορθοδοξίας. Το γεγονός δε ότι παρά κάτω κάνει λόγο
«διά την από κοινού πορείαν των δύο
Εκκλησιών» και ότι «η χάρις
του πανοικτίρμονος Θεού», «κατέστησεν ημάς» «των Αγίων Αποστόλων διαδόχους»,
(αναγνωρίζει δηλαδή αποστολική διαδοχή στους Παπικούς), δεν αφήνει πλέον καμία
αμφιβολία, ότι ο Παναγιώτατος δεν θεωρεί τον Παπισμό ως αίρεση αλλά ως πλήρη
Ορθοδοξούσα Εκκλησία.
Με δεδομένη την πεπλανημένη
αυτή εκκλησιολογική αφετηρία προχωρεί στη συνέχεια και εκφράζει την χαρά και
τον ενθουσιασμό του: «Εν τοιαύτῃ
ατμοσφαίρα χαράς και ευγνωμοσύνης ευρισκόμενοι, αισθανόμεθα εντόνως την
αδελφικήν αγάπην του αποστολέως Υμών, Σεβασμιώτατε, Αγιωτάτου πεφιλημένου
αδελφού Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου, και ευχαριστούμεν υμίν όλως ιδιαιτέρως, διότι
προσήλθετε ίνα συνεορτάσητε και συγχαρήτε μετά πάντων ημών». Τι άλλο όμως θα
μπορούσε να χαροποιήσει έναν Ορθόδοξο επίσκοπο, παρά μόνον η ειλικρινής
μετάνοια των αιρετικών, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου «χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενίαμαρτωλώμετανοούντι»;
(Λουκ.15,8). Μετάνοια όμως δεν υπάρχει. Εφ’ όσον λοιπόν δεν υπάρχει μετάνοια
επ’ ουδενί λόγω δικαιολογείται η χαρά, παρά μόνον η οδύνη και η λύπη. Και για
να είμαστε ακόμη πιο σαφείς και συνεπείς με την ζοφερή πραγματικότητα, οι
παπικοί ήρθαν στο Φανάρι όχι με διάθεση μετανοίας, αλλά με «τον αέρα» της «αληθινής Εκκλησίας», την οποία
συγκροτεί ο «πρώτος» και «αλάθητος» Πάπας. Ήρθαν στη «θρονική εορτή» μιας «ελλειμματικής εκκλησίας», όπως
θεωρούν την Ορθόδοξη Εκκλησία, επειδή δεν δέχεται να υποταχτεί στον «διάδοχο του πρίγκιπα του κολλεγίου των
Αποστόλων Πέτρο». Δεν ήρθαν να «λαμπρύνουν»
με την παρουσία τους την «θρονική
εορτή» του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά να υπενθυμίσουν, ότι
περιμένουν «τη μετάνοιά μας»
και την ένταξή μας στον Παπισμό!
Στη συνέχεια του λόγου του ο Παναγιώτατος ξεδιπλώνει και αποκαλύπτει
σαφέστερα τις οικουμενιστικές του προθέσεις. Ομιλεί «δια την από κοινού πορείαν των δύο Εκκλησιών προς τον κόσμον, ίνα
αναλάβωμεν κοινωνικάς και ηθικάς πρωτοβουλίας, εις την ανακούφισιν του
πάσχοντος υπό παντοειδών κρίσεων επί της παγκοσμίου σκηνής ανθρώπου». «Από κοινού πορεία» όμως μεταξύ
Εκκλησίας και αιρέσεως ουδέποτε υπήρξε στην ιστορία και στην Παράδοση της
Εκκλησίας μας, διότι άνευ της κοινής πίστεως δεν μπορεί να υπάρξει κοινή
συμπόρευση και συνεργασία. «Μη γίνεσθε
ετεροζυγούντες απίστοις. Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία
φωτί προς σκότος;» (Β΄Κορ. 6,14)
φωνάζει ο απόστολος. Ποιά «κοινωνία»
και συνεπώς ποιά μορφή συνεργασίας, είτε στον κοινωνικό, είτε στον φιλανθρωπικό
είτε σε οποιοδήποτε άλλο τομέα, μπορεί να υπάρξει μεταξύ του «φωτός» της Εκκλησίας και του «σκότους» του Παπισμού; Καμία! Ένα τέτοιο ενδεχόμενο το
αποκλείει όχι μόνον ο απόστολος, αλλά και ολόκληρη η πατερική και κανονική μας
παράδοση. Οι άγιοι Πατέρες, αφ’ ής στιγμής αναθεμάτιζαν και απέκοπταν συνοδικώς
τους αιρετικούς από την Εκκλησία, ουδέποτε διενοήθησαν οποιαδήποτε μορφή
συνεργασίας με αυτούς. Αντίθετα συνιστούσαν στο λαό τελεία αποχή και
απομάκρυνση από αυτούς, όπως φεύγει κανείς από όφεως. Ο άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος ερμηνεύοντας τον λόγον του αποστόλου: «Πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε…» (Εβρ.13,17),
αναφέρει: «Πως ουν Παύλος φησί ‘πείθεσθε
τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε; Ανωτέρω ειπών ‘ων αναθεωρούντες την έκβασιν
της αναστροφής μιμείσθε την πίστιν’, τότε είπε ‘πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών
και υπείκετε’. Τι ούνφησίν όταν πονηρός ή και μη πεισόμεθα; Πονηρός, πώς
λέγεις; Ει μεν περί πίστεως ένεκεν, φεύγε αυτόν και παραίτησαι, μη μόνον αν
άνθρωπος ή, αλλά καν άγγελος εξ’ ουρανού κατιών…»[1].
Ο
Μέγας Αθανάσιος σε επιστολή του προς μοναχούς μεταξύ των άλλων λέγει: «…ών το φρόνημα αποστρεφόμεθα, τούτους από της
κοινωνίας προσήκει φεύγειν».[2]
Στη συνέχεια εκφράζει την θλίψη
του, διότι «δεν έχομεν κατορθώσει
ακόμη να εσθίωμεν εκ του ενός Άρτου και να πίνωμεν εκ του ενός Αγίου Ποτηρίου»
και συνεχίζει: «Ειλικρινώς βιούμεν
οντολογικώς και υπαρξιακώς εντόνως την λύπην του πνευματικού τούτου χωρισμού,
ως του πλέον επωδύνου παντός άλλου χωρισμού». Εφ’ όσον ο Παναγιώτατος
πιστεύει ότι ὁ Παπισμὸς δεν είναι αίρεση αλλά αληθής Εκκλησία, με έγκυρα
μυστήρια και αποστολικὴ διαδοχή, όπως
τουλάχιστον απέδειξε με όσα διετύπωσε παρά πάνω, δεν υπάρχει λόγος να θλίβεται
και να βιώνει «οντολογικώς και υπαρξιακώς
εντόνως την λύπην του πνευματικού τούτου χωρισμού», διότι τίποτε δεν
τον εμποδίζει να προχωρήσει κατά τρόπον επίσημον στο «κοινό Ποτήριο», στην intercommunio.
Και τούτο επειδή είναι ανακόλουθο και αντιφατικὸ η κοινὴ πίστις
να μην συνοδεύεται από το συλλείτουργο στο «κοινὸ Ποτήριο». Ας προχωρήσει λοιπόν «μια ώρα γρηγορότερα» στο
«κοινὸ
Ποτήριο», για να καθορίσει και ο Ορθόδοξος κλήρος και ο πιστός λαός του Θεού την
στάση του απέναντί του.
Στη συνέχεια προχωρεί στο θέμα των διαλόγων: Για
την υπέρβαση «των εν προκειμένω
δυσχερειών και επίτευξιν της ποθητής ενότητος των πάντων εν Χριστώ, αφ’ ενός
μεν προσευχόμεθα εκ βαθέων προς τον Θεόν, αφ’ ετέρου δε διεξάγομεν εν αμοιβαία
ειλικρινεία διάλογον αγάπης και αληθείας». Και παρά κάτω προσπαθεί με
διάφορα επιχειρήματα να πείσει για την αναγκαιότητα των διαλόγων: «…ο διάλογος και αι επικοινωνίαι είναι απαραίτητοι
διά την ανεύρεσιν και καθιέρωσιν
των αποτελεσματικωτέρων κανόνων της υγιούς και ωφελίμου δι᾿ όλους
ζωής». «…διά την βελτίωσιν των σχέσεων
των χριστιανών μεταξύ των, ανάγκη είναι να διεξάγωνται διάλογοι». «Έχομεν
επομένως καθήκον να συνεχίσωμεν
τον διάλογον και την εις βάθος έρευναν, μέχρις ότου
διαπιστώσωμεν και συμπέσωμεν επί της διδασκαλίας του Κυρίου και
των Αποστόλων…».
Όσο και αν ο Παναγιώτατος
προσεύχεται για «την ποθητή ενότητα» ο
Θεός δεν πρόκειται να εισακούσει τις προσευχές του, διότι ο Θεός δεν πρόκειται
να γίνει συνεργός σε μια ουνιτικού τύπου ενότητα, που δεν θα είναι πραγματική
ενότητα εν τη αληθεία της Ορθοδόξου πίστεως, αλλά μια συγκρητιστικού τύπου
συγκόλληση και εναρμόνιση αληθείας και πλάνης, φωτός και σκότους.Εφ’ όσον δε
εδώ θίγει το θέμα των διαλόγων, θα μπορούσε επ’ ευκαιρία της φετινής «θρονικής εορτής» να κάνει μια
γενική ανασκόπηση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των μέχρι τώρα διεξαχθέντων
διαλόγων.Με τον τρόπο αυτό θα έδιδε παράλληλα και στον πιστό λαό του Θεού μια
τουλάχιστον στοιχειώδη ενημέρωση σχετικά με το πώς σχεδιάστηκε, πώς ξεκίνησε,
πώς προχώρησε και σε πιό αδιέξοδο έφθασε σήμερα ο διάλογος. Θα μπορούσε λοιπόν
να αναφέρει με πάσαν ειλικρίνειαν όλη την αλήθεια. Να αναφέρει ότι μετά 33
χρόνια διαλόγου ουδόλως συνεζητήθησαν οι πολλές και μεγάλες δογματικές μας
διαφορές με τους Παπικούς, αλλ’ ότι
αυτές απλούστατα παρεκάμφθησαν μέσω του προδοτικού κειμένου του Balamand, διά του οποίου ο Παπισμός αναγνωρίζεται ως πλήρης Ορθοδοξούσα Εκκλησία,
με αποστολική διαδοχή και έγκυρα μυστήρια. Να αναφέρει, ότι ο διάλογος ξεκίνησε
από τα «ενούντα» και κατέληξε
στο θέμα του πρωτείου ωσάν αυτό να ήταν η μοναδική δογματική μας διαφορά με
τους Παπικούς. Να αναφέρει ότι τα κοινά κείμενα τα οποία υπέγραψαν οι ημέτεροι
αντιπρόσωποι της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής επί του Διαλόγου, ουδόλως
συνεζητήθησαν συνοδικώς από τις κατά τόπους Ιεραρχίες των Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων
Εκκλησιών, ούτε αξιολογήθηκαν εάν και κατά πόσον τα κείμενα αυτά εκφράζουν
γνησίως την Ορθόδοξο θεολογία και Παράδοση, ή πάσχουν και χρήζουν διορθώσεων.
Να αναφέρει, ότι ο διάλογος έφθασε σε αδιέξοδο το 2000 εξ αιτίας της
αδιαλλαξίας των Παπικών στη συζήτηση του θέματος της Ουνίας. Να αναφέρει ότι ο
διάλογος, παρά το αδιέξοδο στο θέμα της Ουνίας, συνεχίστηκε κατά παράβασιν της
ρητής διακήρυξης της Γ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως ότι «Ουνία και Διάλογος είναι ασυμβίβαστα ταυτοχρόνως».[3]
Να αναφέρει ότι παρά την θεόπνευστη παραγγελία του αποστόλου «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν
νουθεσίαν παραιτού» (Τιτ.3,10), εμείς εξακολουθούμε πάση θυσία τον
διάλογο. Στην προσπάθειά του να δικαιώσει τους διαλόγους ο Παναγιώτατος
επικαλείται ως συνήγορο για μια ακόμη φορά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος: «Εν τοις μεν κακοθελώς ημὶν μαχομένοις
απίστοις, ή κακοπίστοις, μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν
νουθεσίαν παυσώμεθα. Εν δε τοις την αλήθειαν μαθείν βουλομένοις, το καλὸν
ποιούντες, έως αιώνος μη εκκακώμεν. Πλήν και προς στηριγμὸν ημών
της καρδίας εν αμφοτέροις χρησώμεθα» (Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, Περὶ διακρίσεως, 2,11). Εδώ ο άγιος ουδόλως δογματίζει
ατέρμονες διαλόγους με τους αιρετικούς. Απεναντίας, σαφέστατα διευκρινίζει τους
όρους και τις προϋποθέσεις του διαλόγου, ερχόμενος σε πλήρη συμφωνία με την
παραγγελία του Αποστόλου Παύλου στην προς Τίτον επιστολὴ του (Τίτ.3,10). Όταν ευρισκόμεθα προ αιρετικών και
αθέων («απίστοις ή κακοπίστοις»),
οι οποίοι δεν έχουν την καλή διάθεση και θέληση («κακοθελώς»), να γνωρίσουν την αλήθεια της Ορθοδοξίας, αλλά
αντίθετα μάλιστα εναντιώνονται με πείσμα («μαχομένοις
ημὶν») και επιμένουν στην πλάνη τους, τότε οφείλομε
μετὰ απὸ μία πρώτην καὶ δευτέραν
νουθεσίαν, νὰ σταματήσουμε τον
διάλογο («μετὰ
πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παυσώμεθα»). Μόνον όταν
διαπιστώνουμε διάθεση μαθητείας («τοίς
τὴν ἀλήθειαν μαθείν βουλομένοις»), ας είμαστε
ακούραστοι στο να κάνουμε το καλό ακατάπαυστα («το καλὸν ποιούντες, έως αιώνος μὴ εκκακώμεν»).
Μήπως λοιπόν οι Παπικοί έδειξαν μέχρι τώρα κάποια διάθεση μαθητείας και
αποδοχής της αλήθειας της Ορθοδόξου πίστεως στους μέχρι τώρα γενομένους
διαλόγους; Καμία απολύτως! Όχι μόνο σημάδια επιστροφής και προσεγγίσεως
προς την Ορθοδοξία δεν διαπιστώθηκαν, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Με κάθε τρόπο
και μέσον, θεμιτό ή αθέμιτο, με την διπλωματία, με τον προσηλυτισμό και την
Ουνία, με το πρόσχημα της αγάπης (διάλογος της αγάπης), με την βία
(σταυροφορίες, φραγκοκρατία, γενοκτονία των Σέρβων το 1941, βομβαρδισμοί στη
Σερβία το 1999 κ.λ.π.), και με τους επὶ
αιώνες μέχρι τώρα γενομένους θεολογικοὺς διαλόγους, προσπάθησαν να προσελκύσουν στις πλάνες τους τοὺς Ορθοδόξους με σκοπὸ να εξαφανίσουν, ή δυνατόν, την Ορθοδοξία. Το
συμπέρασμα λοιπόν είναι, ότι ο μέχρι τώρα διεξαχθείς διάλογος κάθε άλλο παρά
διάλογος «αγάπης και αληθείας»
υπήρξε. Άλλωστε ο νυν κατέχων αντικανονικώς τον θρόνον του πάλαι ποτέ Ορθοδόξου
Πατριαρχείου της Δύσεως έχει κλείσει κάθε περιθώριο διαλόγου διακηρύσσων: «Ο δρόμος του Χριστού είναι η ενότητα στην
διαφορετικότητά μας»!
Ακολούθως ο Παναγιώτατος επαναλαμβάνει
την θέση, ότι και οι Ορθόδοξοι, πέσαμε θύματα του διαβόλου και διασπαστήκαμε με
τους κακοδόξους παπικούς: «κατά την
διάρκειαν
των προηγηθέντων αιώνων, φθόνῳ του διαβόλου οι χριστιανοί διεσπάσθημεν, και τινες εξ αυτών συνέπηξαν ομάδας τας οποίας απεκάλεσαν Εκκλησίας, ανατρέποντες ούτω την διακεκηρυγμένην δια του Συμβόλου της Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως
πίστιν ημών
εις την μίαν αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν του Χριστού»! Επαναλαμβάνει δηλαδή εδώ την γνωστή αιρετική
θεωρία του Οικουμενισμού περί διηρημένων Εκκλησιών. Όπως ήδη έχουμε επισημάνει
σε προηγούμενα άρθρα μας, η Εκκλησία είναι αδύνατον να είναι μία και ταυτόχρονα
διηρημένη, διότι οι δύο αυτοί όροι «μία» και «διηρημένη», έρχονται σε
τελεία αντίθεση μεταξύ τους, επειδή ο ένας αναιρεί τον άλλον. Επί πλέον εάν
τόσον ο Παπισμός όσον και η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Εκκλησίες με πλήρη
εκκλησιολογική έννοια,τότε η Εκκλησία περιέχει στους κόλπους της αληθή και
ψευδή δόγματα, αφού όπως γνωρίζουμε υπάρχουν ουσιώδεις δογματικές διαφορές
μεταξύ αυτών. Τούτο όμως είναι αδύνατον, διότι όπως λέγει ο απόστολος η
Εκκλησία είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄Τιμ.3,15). Τις παρά πάνω
κακόδοξες θέσεις περί διηρημένων Εκκλησιών συντρίβει κυριολεκτικά και
κονιορτοποιεί ο μεγάλος σύγχρονος άγιος της Εκκλησίας μας όσιος Ιουστίνος
ο Πόποβιτς στο μνημειώδες έργο του «Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο Οικουμενισμός»:
«Η
ενότης της Εκκλησίας απορρέει αναγκαίως εκ της ενότητος του προσώπου του
Θεανθρώπου Χριστού. Η Εκκλησία ούσα καθολικώς είς και μοναδικός θεανθρώπινος
οργανισμός εις όλους τους κόσμους, δεν είναι δυνατόν να διαιρεθή. Κάθε
διαίρεσις θα εσήμαινε τον θάνατόν της… Κατά την ενιαίαν στάσιν των Πατέρων και των
Συνόδων η Εκκλησία είναι όχι μόνον μία, αλλά και μοναδική, διότι ο είς και
μοναδικός Θεάνθρωπος, η κεφαλή της δεν δύναται να έχει πολλά σώματα. Η Εκκλησία
είναι μία και μοναδική, διότι είναι το σώμα του ενός και μοναδικού Χριστού.
Είναι οντολογικώς αδύνατος ο χωρισμός της Εκκλησίας, διά τούτο ποτέ δεν υπήρχε
διαίρεσις της Εκκλησίας αλλά μόνον χωρισμός από την Εκκλησία». Επομένως
δεν είναι αληθές ότι οι Ορθόδοξοι «διεσπάσθημεν» από τους Παπικούς, αλλ’
ότι εκείνοι διεσπάσθησαν από την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξη
Εκκλησία «ανατρέποντες ούτω την διακεκηρυγμένην διά του Συμβόλου της Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως» δια της προσθέσεως εις αυτό της κακοδόξου
διδασκαλίας του φιλιόκβε.
Περαίνοντες,
τονίζουμε ότι θα πρέπει
ο Ορθόδοξος κλήρος και ο πιστός λαός του Θεού να βρίσκεται σε διαρκή
εγρήγορση!
Εκ
του Γραφείου Αιρέσεων και Παραθρησκειών.
Ο
υπεύθυνος
Αρχ.
Παύλος Δημητρακόπουλος.
Ο
Γραμματέας
κ.
Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος.
[1]
ΕΠΕ 25,370, PG. 63,231
[2]
ΒΕΠΕΣ 33,182, ΕΠΕ 10,312
[3]Βλ.
Ιω. Καρμίρη, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός, τομ. ΙΙ, Αθήναι 1965, σ 38.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου