Γράφει ο Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος,
Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Δρ. Πωγ. &Κονίτσης
e-mail: ioil.konitsa@gmail.com
Αν κανείς ήθελε να προσθέσει κάτι στο βάθρο του «αγνώστου θεού», θα μπορούσε να χαράξει το εξής: «τω αγνώστω θεώ, που έρχεται για να φορτωθεί τα βάσανά μας και να μας λυτρώσει».
Αλήθεια, ποιος δίδαξε τους προγόνους μας κάτι τέτοιο; Ποιος τους δασκάλεψε στην Ολυμπία, αλλά και στην Πέργαμο, κοντά στο βωμό του Διός, να στήσουν και «αγνώστω θεώ» βωμούς;
Μα, χρειάζεται να μας διδάξει κανείς ότι διψούμε και πεινούμε; Χρειάζεται να μας λεχθεί ότι έχουμε ανάγκη από καθαρό αέρα και από τη ζεστασιά του ηλιακού φωτός; Και δεν είναι συγκινητικό το γεγονός ότι για τους άλλους «θεούς», άφηναν την «πλανεύτρα φαντασία» να σχηματοποιεί και εν πολλοίς να προσωποποιεί τα πάθη σε αυτούς τους «θεούς», ενώ στο βωμό αυτό και μόνο, του «αγνώστου», αλλά τόσο ποθητού «θεού», η φαντασία εξορίστηκε;
Μα, χρειάζεται να μας διδάξει κανείς ότι διψούμε και πεινούμε; Χρειάζεται να μας λεχθεί ότι έχουμε ανάγκη από καθαρό αέρα και από τη ζεστασιά του ηλιακού φωτός; Και δεν είναι συγκινητικό το γεγονός ότι για τους άλλους «θεούς», άφηναν την «πλανεύτρα φαντασία» να σχηματοποιεί και εν πολλοίς να προσωποποιεί τα πάθη σε αυτούς τους «θεούς», ενώ στο βωμό αυτό και μόνο, του «αγνώστου», αλλά τόσο ποθητού «θεού», η φαντασία εξορίστηκε;
Ποιος να το περίμενε αυτό, ότι στο ακροχείλι της αναζητήσεως, η φαντασία δεν θα είχε κανέναν λόγο; Ότι ο υψηλός φιλοσοφικός στοχασμός θα ταπεινωνόταν; Ότι η σκέψη θα έδινε τη σκυτάλη στην καρδιακή σιωπή;
Στη σιωπή αυτή που γεννά την βαθιά μετάνοια και υφαίνει την «εν πνεύματι λατρεία»[1].
Κακά τα ψέματα, φίλοι μου. Η ειδωλολατρεία στην πρακτική της έκφραση είναι ένας ξεπεσμός κι ένας όλεθρος. Όμως οι άνθρωποι αυτοί «βίωναν τον άδη», αλλά δεν έχαναν την ελπίδα τους.
Ναι. Μέσα στα υπαρξιακά δράματα και στις εσωτερικές συγκρούσεις για τη συνάντηση του προσώπου του Θεού, ο «σπερματικός λόγος», οδηγούσε «εν σπέρματι» και «εν σκιά», τους προγόνους μας, δίχως και οι ίδιοι να το συνειδητοποιούν, σε καταστάσεις τις οποίες αυθεντικά και σε υψηλά επίπεδα τις βιώνει κανείς μόνο μέσα στον χώρο της Χάριτος!
Ένας βωμός λοιπόν απλός και λιτός, δίχως να προβάλει κάποιο άγαλμα, στην καρδιά των μεγαλουπόλεων και στα σταυροδρόμια του στοχασμού, της φιλοσοφίας και της πολυθεΐας.
Και με το δίκιο τους. Τι πρόσωπο, αλήθεια, να δημιουργούσαν και τι βλέμμα να σμίλευαν, αφού ο Θεός που λαχταρούσαν τους ήταν «άγνωστος»;
Πώς ν' αποτυπώσουν κάτι που δεν είχαν δει; Όσο κι αν προσπαθούσαν, στην καλύτερη των προσπαθειών τους, άντε να φιλοτεχνούσαν το δικό τους, το μελαγχολικό τους βλέμμα.
Γνώριζαν όμως, ότι αυτός ο «άγνωστος Θεός», είναι το κάτι άλλο. Γι' αυτό και έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Συνέλαβαν την «καλλιτεχνική αφαίρεση» σε όλο της το μεγαλείο και καρτερούσαν μέσα στην ψυχική τους κόπωση και στην βασανιστική τους καρτερία... «ει δ' εισί θεοί... εσθλών κυρήσεις (θα ανταμειφθείς)».[2] Κι αν υπάρχουν δηλ. θεοί, θα δείξουν...
Το μόνο που έμενε τώρα, αφού τα ανθρώπινα είχαν εξαντληθεί, ήταν το να λάβει το λόγο ο «από μηχανής θεός».
Και ενώ οι αιώνες παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα τον αγώνα και την αγωνία του ανθρώπου για τη συνάντηση με τον Λυτρωτή, (που φαινόταν ο Ίδιος να περιμένει «το πλήρωμα του χρόνου»), σε κάποιο άλλο σημείο της «υπό τον ήλιον», σε μια γωνιά της γης, ο Θεός «αυτεπαγγέλτως» διάλεξε για να σαρκωθεί «ο Ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς»[3].
Γι' αυτό ας αφήσουμε τώρα την Ευρώπη, με το ελληνικό της όνομα και την πατρίδα που αναζητά το τέλειο και παράγει ζηλευτό πολιτισμό, ας φύγουμε λίγο από τον ευλογημένο βράχο που λέγεται Ελλάδα και ας μεταφερθούμε εκεί όπου αυτός που βλέπει την αγωνία του δημιουργήματός του, θα «εργασθεί τη σωτηρία εν μέσω της γης»[4].
Εδώ πλέον δεν συλλέγουμε ψήγματα χρυσού, αλλά σπεύδουμε μέσα σε ακένωτο μεταλλείο της Χάριτος. Εδώ δεν αναπνέουν απλώς οι πόροι με την «άδηλον αναπνοήν», αλλά οι πνεύμονες ροφούν από την «πνοή του Θεού».
Ο άσαρκος Λόγος, συνεχίζει να συνδιαλέγεται και να νουθετεί μέσω των μοναδικών εκλεκτών πνευμάτων, που ονομάζονται Προφήτες και Δίκαιοι!
Βεβαίως, και σ' αυτόν ακόμα τον χώρο της εκλογής, υπάρχουν και οι περιπτώσεις της αρνήσεως και της αποστασίας. Συντελείται η «πνευματική μοιχεία», με αποτέλεσμα να «αναγκάζεται» ο ίδιος ο Θεός να «σκύψει» για να δει «με τα ίδια του τα μάτια» πόσο το κακό προχώρησε και ο μολυσμός της αμαρτίας διάβρωσε τις συνειδήσεις των τέκνων του.
Μάλιστα, σε κάποιες των περιπτώσεων, πραγματοποιείται δυναμική παρέμβαση για να σταματήσει η κατρακύλα στη σκάλα του κακού, όπως σε αυτή του Πύργου της Βαβέλ, δηλ. της πυργοποιίας του εγωϊσμού. Αλλά και στους κατοίκους των Σοδόμων και της Γομόρας, που οι πνευματικοί οφθαλμοί των ανθρώπων, είχαν τελείως τυφλωθεί, με αποτέλεσμα οι αισθητοί οφθαλμοί να αποστραφούν τη φύση και να «βόσκουν» στην αηδιαστική διαστροφή.
Όμως, παρ' όλα αυτά τα αρνητικά, τους καρδιακούς εκτροχιασμούς και ηθικούς εκτραχηλισμούς, κυριαρχούσε η θεμελιώδης εντολή: «ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα... Ου προσκυνήσεις αυτοίς, ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς. Εγώ γαρ ειμί Κύριος ο Θεός σου...»[5].
Επάνω στη βάση αυτής της πραγματικότητας, που αποκαλύπτει ο ίδιος ο Θεός, ο άνθρωπος αρχίζει να αισθάνεται και να ξεχωρίζει την κατεύθυνση που πρέπει να βαδίσει. Και ο Μοναδικός, από τον υπερουράνιο Ναό Του, του οποίου «οι οφθαλμοί εις τον πένητα επιβλέπουσι, τα βλέφαρα αυτού εξετάζει τους υιούς των ανθρώπων»[6] με απέραντη στοργή, καθοδηγεί μέσα στο χώρο και τον χρόνο τις βασανισμένες ψυχές που διψούν το «ύδωρ το ζων».
Ίσως δεν μπορούμε να αισθανθούμε εμείς σήμερα, τι ακριβώς βίωνε ο άνθρωπος στην προσπάθειά του για να οικοδομήσει κάτι αντάξιο γι' Αυτόν που μέσα στα στήθη του λάτρευε.
Μόνο ψυχές που αγρυπνούν γι' αυτή τη συνάντηση κατανοούν τον πόθο για ένα μέρος, για μια γωνιά, για ένα ναό μέσα στον οποίο θα μπορούν να συναντήσουν Αυτόν που η ίδια Του η αγάπη Τον ταπεινώνει τόσο, ώστε τελικώς να τον προσεγγίζει το πλάσμα του, μέσα στην καρδιά του...
Μέσα στο σύμπαν και φωτιζόμενος από τα «κανδηλάκια τ' ουρανού», συλλογίζεται ο αγαπημένος Δαυίδ και ξεχύνει με τον Θεόπνευστο λυρισμό του τον πόθο του και την αγωνία του: «ει δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις μου, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω, σκήνωμα τω Θεώ Ιακώβ»[7].
Στο χώρο του σπιτιού μου, δηλ. δεν θα μπω, ούτε στο στρώμα μου θ' ανέβω που ξαποσταίνω. Δεν θ' αφήσω ύπνος να 'ρθεί στα μάτια μου, ούτε στα βλέφαρά μου νύστα, ώσπου να βρω ένα τόπο για τον Κύριο, οίκημα για το δυνατό Θεό του Ιακώβ.
Μπορεί, αλήθεια, ν' αρνηθεί κανείς ότι μόνο καρδιές που τις πύρωσε η άϋλη φλόγα της θείας αγάπης μπορούν να ξαγρυπνούν γι΄ αυτή την θεία επικοινωνία; Και εάν αυτός ο ολοκάρδιος πόθος στρέφεται στον Αιώνιο και Προσωπικό, γίνεται απολύτως κατανοητό το, γιατί νέες υπάρξεις, σε κάθε εποχή, με ιερό ενθουσιασμό πραγματοποιούν το «μεσονύκτιον εξεγειρόμην του εξομολογείσθαι σοι επι τα κρίματα της δικαιοσύνης σου»[8].
Γεμάτος ευγνωμοσύνη και χαρά δηλ. σηκωνόμουν (και σηκώνομαι) από τον ύπνο για να σε δοξολογήσω. Για να ανυμνήσω τις ευλογημένες σου εντολές που φέρουν την ευλογία.
Κι όσοι έζησαν και βίωσαν τις μοναδικές αυτές στιγμές, μας βεβαιώνουν ότι, όπως τα νυχτολούλουδα, στο σκοτάδι και στην ησυχία της νύχτας, αναδύουν το εκλεκτό τους άρωμα (που φέρει στη θύμηση τον Κήπο της Εδέμ), έτσι και οι οφθαλμοί, «στη σιγή της νυχτιάς», προσφέρουν στη μυστική αυτή συνάντηση, ό,τι πολυτιμότερο έχουν. Τα διαμάντια των δακρύων. Τότε μόνο, αφού καθαριστούν με το «αίμα της καρδιάς» που αναβλύζει από τη χάρη του «Αγαπητού», τότε μόνο στρέφεται το «όμμα της καρδίας, εις ύψος νοητόν»... «Προς Σε ήρα τους οφθαλμούς μου, τον κατοικούντα εν τω ουρανώ»[9]...
(Συνεχίζεται).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου