Η εισήγηση αυτή του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γόρτυνος κ. Ιερεμίου, όπως και η παρομοία εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου περί της 8ης Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίες στρέφονται κατά της αιρέσεως του Παπισμού, δεν εξεφωνήθησαν στην Ιεραρχία το 2011, αν και υπήρχαν στην ημερησία διάταξη, λόγω εξαντλήσεως του χρόνου σε άλλα θέματα. Ο ευσεβής λαός ερμήνευσε το γεγονός της μη εκφωνήσεως των εισηγήσεων αυτών στην Ιεραρχία από τό ότι σ᾽ αυτές συγκρούεται η Ορθόδοξη με την Παπική αιρετική διδασκαλία.
Ὁ Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως
Ἰερεμίας
Περί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐν ἔτει 1351 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου ὡς Ἐνάτης Οἰκουμενικῆς
Μακαριώτατε Δέσποτα
καί Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Πατέρες,
Κατά πρῶτον εὐχαριστῶ γιά τήν τιμή στό ταπεινό μου πρόσωπο νά ὁμιλήσω ἐνώπιον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας καί μάλιστα νά ὁμιλήσω γιά τήν ἐν Κων/πόλει Σύνοδον τοῦ ἔτους 1351, ἡ ὁποία γιά τήν σπουδαιότητα τοῦ θέματος μέ τό ὁποῖο ἀσχολήθηκε ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς Θ´ Οἰκουμενική Σύνοδος. Στό θέμα τῆς Συνόδου αὐτῆς συγκρούεται καί μάλιστα σφοδρῶς ἡ πίστη μας μέ τήν αἵρεση τοῦ παπισμοῦ. Ἡ διδασκαλία δέ τῆς ἐν λόγῳ Συνόδου πρέπει νά διαποτίζει τήν ποιμαντική μας καί τά κηρύγματά μας, ἀλλ᾽ ἐπειδή αὐτό ἐν πολλοῖς δέν γίνεται, γι᾽ αὐτό καί οἱ χριστιανοί μας χωλαίνουν θεολογικά καί παρουσιάζουν λειψή πνευματικότητα.
1. Κατά τόν τίτλο τοῦ θέματος πού μοῦ ἐδόθη πρός ἀνάπτυξη καλοῦμαι νά ὁμιλήσω περί τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῆς ἐν Κων/πόλει Συνόδου τοῦ ἔτους 1351 ὡς Θ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Στήν Ἱστορία ἔχουμε ἐπίσημα ἑπτά Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀλλά εἶναι λάθος νά πιστεύουμε ὅτι σταματοῦν σέ αὐτές μόνο οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, ὅπως εἶναι λάθος πάλι νά λέγομε ὅτι σταμάτησαν οἱ Πατέρες στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό ἤ τόν Μέγα Φώτιο. Πάντοτε στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἀναδεικνύει Πατέρες καί πάντοτε στήν Ἐκκλησία συμβαίνουν κρίσεις καί συγκαλοῦνται οἱ Ἱεράρχες σέ Συνόδους γιά τήν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γενικά λέγομε ὅτι ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει συγκληθεῖσα Σύνοδος τοῦ 1351 ἔχει τά χαρακτηριστικά τῆς Θ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιατί (α) εἶχε ὡς ἀντικείμενο ἕνα σπουδαῖο θέμα, στό ὁποῖο συγκεφαλαιώνεται ὅλη ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καί πνευματικότητα καί στό ὁποῖο θέμα συγκρούονται δύο παραδόσεις, ἡ ὀρθόδοξη καί ἡ φραγκολατινική. (β) Εἶναι Οἰκουμενική ἡ Σύνοδος αὐτή, γιατί ἀσχολήθηκε μέ σοβαρό δογματικό θέμα, τό ὁποῖο εἶναι συνέχεια τῶν θεμάτων πού ἀπασχόλησαν τήν ἀρχαία Ἐκκλησία. Τόν 4ο αἰ. οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀντιμετώπισαν τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα. Καί ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 στήν Κωνσταντινούπολη, γιά τήν ὁποία μιλᾶμε, ἀντιμετώπισε τήν αἵρεση τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή. Ἀκόμη, ἀφοῦ ἡ Σύνοδος αὐτή κατέγινε μέ τό δόγμα περί τῶν θείων ἐνεργειῶν, φέρεται ὡς συνέχεια τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἀποφάνθηκε ὅτι ὁ Χριστός ἔχει δύο θελήσεις, θεία καί ἀνθρώπινη, πράγμα πού μνημονεύει ὁ Τόμος τῆς Συνόδου τοῦ 1351. Μάλιστα οἱ αἱρετικοί τούς ὁποίους καταδίκασε ἡ Σύνοδος αὐτή, ὅπως τό λέγει ὁ Τόμος της, εἶναι χειρότεροι τῶν Μονοθελητῶν, τούς ὁποίους καταδίκασε ἡ ΣΤ´ Οἰκουμενική Σύνοδος. (γ) Θεωρεῖται ἀκόμη ὡς Οἰκουμενική ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1351, διότι ἀποδέχθηκε τίς ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων Συνόδων, διότι τεκμηρίωσε ὅλη τήν θεολογία τῶν κειμένων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τήν διδασκαλία ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί διότι ὁ Τόμος της ὑπεγράφη ἀπό ὅλους καί διότι, τέλος, στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας», πού ἐκφράζει τήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά τήν νίκη καί τόν θρίαμβο τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ Πατέρες πρόσθεσαν καί τά «κατά Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου κεφάλαια» τῆς Συνόδου αὐτῆς. Καί τέλος (δ) τό σοβαρότερο: Ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ 1351 θεωρεῖται ὡς Οἰκουμενική, διότι ἀνέπτυξε τήν διδασκαλία της ὁ θεούμενος πατήρ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Πραγματικά τήν αὐθεντία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως καί τῶν ἄλλων Συνόδων προσδίδουν κυρίως οἱ θεούμενοι καί θεοφόροι ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι τήν συγκροτοῦν.1
2. Ἀλλά θά δικαιωθεῖ ὁ χαρακτηρισμός τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει συγκληθείσης Συνόδου τοῦ 1351 ὡς Οἰκουμενικῆς, ἄν γνωρίσουμε καλύτερα τό θέμα της ἤ καλύτερα τά θέματά της μέ τά ὁποῖα ἀσχολήθηκε.
Ἡ Σύνοδος κατεδίκασε τόν αἱρετικό Βαρλαάμ καί τούς ὁμόφρονές του, ἀνεκήρυξε δέ τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡς ὀρθόδοξη, ὡς διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Βαρλαάμ ἀρχικά ἦταν ὀρθόδοξος, πολύ λόγιος ἀνήρ, μέ μεγάλη ἀγάπη στήν φιλοσοφία καί στά ἑλληνικά γράμματα. Ἦρθε στόν τόπο μας ἀπό τήν Κάτω Ἰταλία καί, ἀφοῦ τόν ἀναστάτωσε, ἐπέστρεψε πάλι σ᾽ αὐτήν, ἔγινε καθολικός καί τιμήθηκε ἀπό τούς παπικούς μέ τόν βαθμό τοῦ ἐπισκόπου.
Στά στενά καί περιορισμένα ὅρια τοῦ χρόνου πού διαθέτω θά ἤθελα νά ἀναφέρω τίς κύριες ἰδέες τοῦ ἀπό τήν Δύση ἐλθόντος Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ, τήν καταδίκη τῶν ὁποίων ἐπεκύρωσε ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ 1351, γιά τήν ὁποία μιλᾶμε. Ἔτσι, γιά τήν σπουδαιότητά της, θά φανεῖ ἡ Σύνοδος αὐτή ὡς Οἰκουμενική, ὅπερ εἶναι καί τό θέμα μου. Θέλω καί ἐπιθυμῶ ἀπό τά ὅσα ὀλίγα θά πῶ νά φανεῖ πόσο φρικτός καί ἀπαράδεκτος εἶναι ὁ θεός τοῦ Βαρλαάμ, τόν ὁποῖον ἀναθεμάτισε ἡ Σύνοδος. Ὅπως δέ εἶπε καί ἔγραψε ὁ μακαριστός πατήρ Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἀλλά καί ὅπως θά ἀποδείξω στήν εἰσήγησή μου αὐτή, οἱ θεολογικές διαφορές τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ Βαρλαάμ εἶναι οἱ διαφορές τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας μας μέ τήν ρωμαιοκαθολική φραγκολατινική παράδοση.2
Ἀρχίζω τόν λόγο: (α) Ὁ φιλόσοφος Βαρλαάμ στά θεολογικά δόγματα καί θέματα, στό δόγμα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά παράδειγμα – πού διαχωρίζει τόσο πολύ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἀπό τούς Ρωμαιοκαθολικούς – δέν χρησιμοποιοῦσε ἀποδείξεις ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀπό τόν ἀνθρώπινο συλλογισμό, ἀπό τήν λογική. Ἡ μέθοδος αὐτή ἦταν γνωστή στόν Βαρλαάμ ἀπό τήν Δύση, ἀπ᾽ ὅπου ἦλθε, γιατί ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τῆς ρωμαιοκαθολικῆς θεολογίας, συνοψίζεται δέ στό ρητό «credo ut intelligam» (= πιστεύω διά νά κατανοήσω). Κατά τήν ἀρχή αὐτή, τήν ὁποία θέλησε νά ἐφαρμόσει ὁ Βαρλαάμ στόν χῶρο μας, δέχεται κανείς πρῶτα τά δόγματα καί μέ τήν διάνοιά του ἔπειτα, ὁπλισμένη μάλιστα μέ τήν φιλοσοφία, ἐμβαθύνει εἰς αὐτά καί ἀνακαλύπτει νέα δόγματα, ὅπως οἱ Καθολικοί τό Filioque. Τόν τρόπο αὐτό σκέψεως καί ἐνεργείας τοῦ Βαρλαάμ, ὅτι δηλαδή στήν ἔκθεση τῶν δογμάτων χρησιμοποιοῦσε τήν λογική καί τούς φιλοσόφους καί ὄχι τήν Γραφή καί τούς Πατέρες, τόν ἐπρόσεξε ἰδιαίτερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος χρησιμοποιοῦσε τήν ἀποδεικτική μέθοδο, προσῆγε δηλαδή στά θεολογικά θέματα ἀποδείξεις ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ὁ Βαρλαάμ χρησιμοποιοῦσε τήν διαλεκτική μέθοδο, ἡ ὁποία στηρίζεται στήν δύναμη τῆς λογικῆς καί καταλήγει σέ πιθανότητες. Πραγματικά, στά θεῖα πρέπει νά ἐφαρμόζεται ἡ ἀποδεικτική μέθοδος, ἡ ὁποία στηρίζεται στήν αὐθεντία τοῦ λόγου τῆς Γραφῆς καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καί βοηθητικῶς μόνο νά χρησιμοποιοῦμε τήν λογική καί τούς φιλοσόφους. Ὁ Βαρλαάμ ἔκανε ἀκριβῶς τό ἀντίθετο καί ὁ βαρλααμισμός εἶναι τοιοῦτος. Ὁ βαρλααμισμός γιά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ προϋποθέτει τήν φιλοσοφία καί τήν γεγυμνασμένη καί ἰσχυρή λογική, ὅπως καί οἱ Φραγκολατῖνοι αὐτό ἔχουν ὡς βάση τῆς θεογνωσίας τους. Κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία μας, τήν ὁποία ἐξέφραζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τήν γνώση τοῦ Θεοῦ τήν ἀποκτοῦμε μελετώντας τήν Ἁγία Γραφή, τήν ζωή καί τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας καί κυρίως τήν γνώση τοῦ Θεοῦ τήν ἀποκτοῦμε μέ τό βίωμα μετανοίας μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἡ θέωση εἶναι ἡ πηγή θεογνωσίας.
(β) Στήν φιλοσοφία ὁ Βαρλαάμ ἔδινε λυτρωτικό χαρακτήρα καί θεωροῦσε τήν γνώση της ὡς ἀναγκαῖο συμπλήρωμα τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Οἱ φιλόσοφοι γιά τόν Βαρλαάμ ἦταν ὅπως οἱ Προφῆτες καί οἱ Ἀπόστολοι, ἀφοῦ αὐτούς, τούς φιλοσόφους, τούς χαρακτήριζε ὡς θείους καί φωτισμένους ἀπό τόν Θεό. Ὅμως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στά συγγράμματά του Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων ἀπέκλεισε τήν φιλοσοφία ὡς ἀνίσχυρη νά διεισδύσει στόν χῶρο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί τήν περιόρισε ὡς χρήσιμη μόνο γιά τά κτιστά.3
(γ) Ὁ Βαρλαάμ εἶδε κάποτε ἕναν ἡσυχαστή μοναχό, πού καθόταν σέ ἕνα χαμηλό κάθισμα καί, γιά νά περισυλλέξει τόν νοῦ του, εἶχε τό πηγούνι του στό στῆθος καί ἔλεγε ἐνδόμυχα τήν εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Ἄκουσε δέ ἀπ᾽ αὐτόν ὅτι αὐτό τό κάνει γιά νά ἴδει τό θεῖο Φῶς. Ὁ δυτικός Βαρλαάμ ἀπό τό θέαμα καί τό ἄκουσμα αὐτό ἐξήγαγε πρῶτον τήν κατηγορία ὅτι οἱ μοναχοί θέλουν νά περικλείσουν τόν νοῦ τους στό σῶμα τους («ἔνδον τοῦ σώματος σπεύδοντας ἐμπερικλείειν τόν νοῦν»), ἐνῶ αὐτός ἀντίθετα ὑποστήριζε ὅτι «ἔξω τοῦ σώματος χρῆναι παντί ἐξωθεῖν»(τόν νοῦν). Ἀλλά, μέ αὐτήν τήν δυαρχική, ὅπως φαίνεται, ἤ τελείως διαχωριστική τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος ἀντίληψη, ἡ προσευχή παρατηρεῖ ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία φαντασία, πού προκαλεῖ εἴδωλα στήν ψυχή. Καί ὅμως ἡ σωστή προσευχή εἶναι μία πραγματική ἐμπειρία καί ὄχι φαντασία καί ἀναφέρεται στό σύνολο τοῦ ἀνθρώπου, καί στό σῶμα του δηλαδή. Ἡ προσπάθεια νά ἐξωσθεῖ, νά ἀπωθηθεῖ ὁ νοῦς ἀπό τό σῶμα, ὅπως τό ἤθελε ὁ Βαρλαάμ – πού πειράχθηκε ἀπό τό θέαμα τοῦ προσευχομένου μοναχοῦ – γιά νά ἐπιτευχθοῦν δῆθεν νοερά θεάματα, πού ἐφήρμοζαν παλαιότερα οἱ Γνωστικοί, αὐτή ἡ προσπάθεια λέγω θεωρεῖται δαιμονικό εὕρημα. Κατά τήν χριστιανική ἄποψη τό σῶμα δέν εἶναι ἁμαρτωλό καί γι᾽ αὐτό μπορεῖ νά ἀποτελεῖ κατοικία τοῦ νοῦ. Καί πῶς θά εἰσέλθει ὁ Χριστός στό σῶμα, ἄν δέν ταιριάζει νά εἰσέλθει σ᾽ αὐτό οὔτε ὁ νοῦς; Βέβαια ὁ νοῦς, σάν ἀσώματος πού εἶναι, δέν κατοικεῖ στό σῶμα σάν ἕνα ὑλικό ἀντικείμενο, ἀλλά σάν μία δύναμη.4
(δ) Ὁ Βαρλαάμ πειράχθηκε πολύ περισσότερο ἀπό αὐτό πού τοῦ εἶπε ὁ μοναχός, ὅτι δηλαδή μέ τήν ἄσκησή τους οἱ μοναχοί μπορεῖ νά ἀποκτήσουν θέα τῆς θεότητος, νά δοῦν τό θεῖο Φῶς. Αὐτό ὁ Βαρλαάμ τό ἀπέκρουε πεισματωδῶς καί τό ἔκανε αὐτό, γιατί ἦταν συνεπής πρός τήν ρωμαικαθολική θεολογία, τήν ὁποία ἀνέπνεε στήν Δύση καί μέ τήν ὁποία ζυμώθηκε ἡ ψυχή του.5 Κατά τήν ρωμαιοκαθολική λοιπόν θεολογία ὁ Θεός εἶναι οὐσία μόνο. Καί ἀσφαλῶς ἡ ἄκτιστη οὐσία τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά ὁραθεῖ. Καί ὅμως ἡ Παλαιά Διαθήκη λέγει γιά τόν πατριάρχη Ἰακώβ ὅτι εἶδε τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί σώθηκε (Γεν. 32,30). Καί ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός εἶπε ὅτι οἱ καθαροί στήν καρδιά θά δοῦν τόν Θεό (Ματθ. 5,8). Ἀντικρούοντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τόν Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἀρνεῖτο τήν θέα τοῦ Θεοῦ, τοῦ εἶπε τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τό θέμα αὐτό. Τοῦ εἶπε ὅτι στόν Θεό διακρίνουμε ἀδιαχώριστα οὐσία καί ἐνέργειες. Καί κατά μέν τήν οὐσία δέν μπορεῖ νά ἔχουμε καμμία κοινωνία μέ τόν Θεό, γιατί αὐτή εἶναι ἐντελῶς ἀπρόσιτη καί ἀμέθεκτη. Μετέχουμε ὅμως τοῦ Θεοῦ μέ τίς θεῖες του ἐνέργειες. Ὁ Θεός ἔχει ἐνέργειες, διά τῶν ὁποίων ἔγινε καί συντηρεῖται ὁ κόσμος καί διά τῶν ὁποίων ἐρχόμεθα σέ κοινωνία μέ Αὐτόν καί θεούμεθα. Ὅταν δέ λέγουμε ἐνέργειες στόν Θεό ἐννοοῦμε τόν ἴδιο τόν Θεό στήν δραστηριότητά του καί στήν αὐτοαποκάλυψή του.6
(ε) Ἕνα θεό χωρίς ἐνέργειες, ἀλλά οὐσία μόνο, ὅπως τόν ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ καί ὅπως τόν κηρύττουν καί σήμερα οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἕναν τέτοιο θεό, μέ τόν ὁποῖο, κατά τήν ἔκφραση τοῦ Παλαμᾶ, ἔχουμε «χάσμα μέγα καί ἀδιάβατον», ὥστε νά μή μποροῦμε νά ἔλθουμε σέ καμμία κοινωνία μαζί του, ἕναν τέτοιο Θεό, λέγω, δέν τόν θέλουμε. Μᾶς εἶναι ἀποκρουστική αὐτή ἡ ἀπρόσιτη ὑπερβατική θεότητα τοῦ Βαρλαάμ. Θά πρέπει νά βροῦμε ἕναν ἄλλο Θεό, μεθεκτό, γλυκό Θεό, Θεό πολύ κοντά μας, γιά νά χαιρόμαστε τήν παρουσία Του καί νά τοῦ λέμε τούς πόνους μας καί τίς θλίψεις μας καί νά ξέρουμε ὅτι μᾶς ἀκούει καί μᾶς κατανοεῖ. Αὐτός εἶναι «ὁ Θεός τῶν πατέρων ἡμῶν»!7
Ὁ Θεός λοιπόν ἔχει ἐνέργειες, ἀλλά προσοχή! Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες, ὅπως ἄκτιστη εἶναι καί ἡ οὐσία Του. Γιατί ὁ Βαρλαάμ, μετά ἀπό τά ἰσχυρά σφυροκοπήματα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀναγκάστηκε νά πεῖ ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἐνέργειες, «κτιστές δέ». Ἀλλά, ἐάν οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστές, τότε δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε καί νά θεωθοῦμε δι᾽ αὐτῶν, γιατί ἁπλούστατα τό κτιστό δέν μπορεῖ νά σώσει.
(ς) Ἐπειδή λοιπόν ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι κάνουμε διάκριση στόν Θεό οὐσίας καί ἐνέργειας, δεχόμεθα ὅτι μπορεῖ ὁ καθαρός στήν καρδιά νά δεῖ τόν Θεό διά μέσου τῶν ἀκτίστων θείων του ἐνεργειῶν. Ἑπομένως πολύ καλά τό εἶπε στόν Βαρλαάμ ἐκεῖνος ὁ ἁπλοῦς μοναχός ὅτι προσεύχεται ἀγωνιζόμενος νά περισυλλέξει τόν νοῦ του, γιά νά δεῖ τό Θαβώρειο Φῶς. Γιά τόν Βαρλαάμ, πού πίστευε τόν Θεό ὡς οὐσία μόνο, οἱ θεοπτίες τῶν ἁγίων μας καί αὐτό τό θεῖο Φῶς, πού περιάστραψε τούς Ἀποστόλους στό Θαβώρ, ἑρμηνεύονται ἀλληγορικά, συμβολικά καί ὄχι πραγματικά. Κατά τίς ἐκφράσεις του αὐτά εἶναι «κτιστά», «σύμβολα», «αἰνίγματα», εἶναι «φαντάσματα». Γιά τόν ὀρθολογιστή Βαρλαάμ οἱ διηγήσεις περί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο (θαύματα, θεοπτίες κλπ.) εἶναι ἀποκυήματα ἀρρωστημένης ἤ δαιμονιώδους φαντασίας, ἤ εἶναι σύμβολα πού «γίνονται καί ἀπογίνονται»» («γινόμενά τε καί ἀπογινόμενα»), ἀλλά στήν πραγματικότητα εἶναι «ἀνυπόστατα», ὅπως ἔλεγε. Πραγματική θεοπτία γιά τόν Βαρλαάμ δέν ὑπάρχει.
(ζ) Δηλαδή: Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους ἡ ἐπικοινωνία μας μέ τόν Θεό πετυχαίνεται μέ τήν ἐνέργεια καί τήν δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ τίς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες μέ τήν προϋπόθεση βέβαια νά καθαρεύει ἡ καρδιά· ἐνῶ γιά τόν Βαρλαάμ καί τούς κατά πνεῦμα συγγενεῖς του ἡ ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό πετυχαίνεται μέ τά κτιστά ἀνθρώπινα μέσα, μέ τόν νοῦ, τήν λογική καί τήν γνώση, ἄσχετα μέ τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Αὐτό διαγράφει καί διαφορετική τήν ἰδική μας πνευματικότητα ἀπό τόν βαρλααμισμό: Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους ἡ πνευματική ζωή δέν εἶναι τό νά «πράξωμεν» καί νά «δράσωμεν» καί νά διαφημίζουμε τά ἔργα μας, ἀλλά τό νά κλαίουμε γιά τίς πτώσεις μας, γιά νά μπορέσουμε νά δοῦμε μέ τόν καθαρμό τῆς καρδιᾶς μας τόν Θεό. Ἡ ὀρθόδοξη ποιμαντική εἶναι τό νά διδάσκουμε στόν λαό ἀπό τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τόν τρόπο καί τήν μέθοδο νά πετύχει τόν καθαρμό του, ὥστε νά νοιώθει ἐκεῖνο τό τροπάριο πού σφραγίζει τήν θεία Λειτουργία: «Εἴδομεν τό Φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον»! Ἄς προσέξουμε τήν φράση: «Εἴδομεν τό Φῶς»! Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Βαρλαάμ καί σήμερα μᾶς ἐμπαίζουν γιά τόν λόγο μας αὐτό, ὅπως ὁ ἴδιος ἐνέπαιξε στά χρόνια του τόν μοναχό ἐκεῖνο, γιά τόν παρόμοιο λόγο πού τοῦ εἶπε. Ἀλλά, δέν εἶναι κ. Βαρλαάμ, τοῦ ἀπαντᾶμε, δέν εἶναι κτιστό καί φανταστικό αὐτό τό Φῶς, γιατί τό λέγομε «ἀληθινόν»! «Εἴδομεν τό Φῶς τό ἀληθινόν»! Τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα μέ τό ταπεινό βίωμα τῆς μετανοίας τά ἐκφράζει ἐκεῖνος ὁ ἁπλός, ἀλλά βαθιά θεολογικός λόγος πού ἔλεγε παλαιά ἡ ἀγράμματη γιαγιά: «Μέ τί πρόσωπο θά δῶ τόν Θεό;». Ἄς προσέξουμε τήν ἔκφραση «θά δῶ τόν Θεό»· ἐνῶ ὁ πολύξερος φιλόσοφος Βαρλαάμ δέν δεχόταν θέα Θεοῦ.
Στήν Ἐκκλησία μας συνεχίζεται ἀκατάπαυστα ἡ Πεντηκοστή, ὅπως τό ἀποδεικνύουν οἱ θεοφάνειες καί οἱ ἐλλάμψεις στούς καθαρεύοντας στήν καρδιά. Στήν Ἐκκλησία ἔχουμε συνεχῶς νέους φωτισμούς καί θεοπτίες, ὅπως τό εἴδαμε καί στούς ἁγιασμένους πατέρες τοῦ χώρου μας, τούς ἱερομονάχους πατέρες Ἰάκωβο καί Πορφύριο καί τόν ἁγιασμένο μοναχό Παΐσιο. Οἱ καθαροί γεύονται ἀπό τήν παρούσα ζωή τόν παράδεισο, ζοῦν ἀπό τώρα, «ἐδῶ καί τώρα» (hier und jetzt), τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ κατά τούς Ρωμαιοκαθολικούς ὁ ἄνθρωπος θά δεῖ στόν μέλλοντα αἰώνα, στά ἔσχατα, τήν θεία οὐσία. Φρικτή αἵρεση αὐτό!
(η) Πρίν κλείσω τό τμῆμα αὐτό τοῦ λόγου μου, θέλω νά πῶ καί τό ἄλλο φρικτό νόημα πού ἔδινε ὁ Βαρλαάμ στήν ἔκφραση ὅτι οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι «κτιστές». Μιλώντας ὁ δυτικός αὐτός φιλόσοφος περί «κτιστῶν» ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ἐνοοῦσε ὅτι ὁ Θεός κατά τήν δημιουργία ἔχει «ἐγκτίσει» στήν φύση τῶν ὄντων ἐνέργειες καί μόνος του πιά ὁ κόσμος, ὅπως καί ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ νά ζεῖ καί νά κινεῖται πρός τόν σκοπό του. Αὐτές οἱ ἐνέργειες καί δυνάμεις πού εἶναι «κτισμένες» στά ὄντα εἶναι – ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ – τά «δῶρα» καί ἡ «χάρις» τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί δίδασκε ὅτι«κτιστή ἡ θεοποιός χάρις τοῦ Θεοῦ». Μ᾽ αὐτές, λοιπόν, τίς δυνάμεις πού «κτίστηκαν» ἀπό τήν δημιουργία στά ὄντα – λέγει ὁ Βαρλαάμ – μπορεῖ ὁ κόσμος νά κατευθύνεται πρός τόν σκοπό του καί δέν χρειάζεται ὁ Θεός!... Πραγματικά, στήν διδασκαλία τοῦ Βαρλαάμ περικλείεται «ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ»! Ἀπό τήν πλάνη τοῦ Βαρλαάμ ἐπηρεάστηκε ἡ Δύση πού ἀπομάκρυνε τόν Θεό ἀπό τόν κόσμο καί τόνισε πολύ τήν δύναμη τοῦ ἀνθρώπου καί ἀνέπτυξε ἕναν πολιτισμό ἄνευ Θεοῦ.8
3. Γιά τήν ταραχή πού προκάλεσε ὁ Βαρλαάμ μέ τίς ἰδέες του καί τήν πολεμική του κατά τῶν Ἡσυχαστῶν συγκλήθηκε τό 1341 Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη. Στήν Σύνοδο αὐτή, ἡ ὁποία προκάλεσε εὐρύτατο ἐνδιαφέρον, γι᾽ αὐτό καί ἦταν ἀνοικτή καί στόν λαό, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς προέβαλε μέ βάση τήν Ἁγία Γραφή καί τήν πατερική παράδοση τήν ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ἐπιτύχει μέ τήν ἄσκησή του καί τήν πνευματική τελείωσή του τήν νοερή αἴσθηση τοῦ ἀκτίστου θείου φωτός καί τήν συνεχῆ του κοινωνία μέ τόν Θεό. Καί δύναται ὁ καθαρός νά τό πετύχει αὐτό, γιατί στόν Θεό δέν ἔχουμε μόνο τήν ἀπρόσιτη ἄκτιστη θεία οὐσία Του, ἀλλά καί τήν ἄκτιστη θεία Του ἐνέργεια, ἡ ὁποία εἶναι προσιτή καί μεθεκτή. Ἔτσι λοιπόν, στούς καθαρούς εἶναι δυνατή ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἀπέρριπτε, ὄχι μόνον, ἀλλά καί ἐνέπαιζε ὁ Βαρλαάμ. Ἡ Σύνοδος δικαίωσε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί καταδίκασε τόν Βαρλαάμ. Μέ τήν ὑπόδειξη τοῦ μεγάλου δομεστίκου καί πρωθυπουργοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ ὁ Βαρλαάμ ζήτησε συγγνώμη ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος καί τοῦ τήν ἔδωσε εὐχαρίστως καί ἔτσι ἔληξε ἥσυχα ἡ Σύνοδος. Τό ἴδιο ὅμως ἔτος, μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ Γρηγορίου Ἀκινδύνου, πού ἐπαναλάμβανε τήν διδασκαλία τοῦ Βαρλαάμ, ταυτίζοντας οὐσία καί ἐνέργειες στόν Θεό, συνεκλήθη καί ἄλλη Σύνοδος, ἡ ὁποία κατεδίκασε τόν νέον αὐτόν βαρλααμιστή. Ἀργότερα, λόγω νέας πολεμικῆς κατά τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὑποστηριζομένης μάλιστα ἀπό αὐτόν τόν πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, ἀποφασίστηκε ἡ σύγκληση νέας Συνόδου ὑπό τήν προεδρία τοῦ βασιλέως Ἰωάννου Ε´ καί τῆς βασιλομήτορος τό 1347. Ἡ Σύνοδος διακήρυξε τήν ἐμμονή της στόν Συνοδικό Τόμο τοῦ 1341, καθήρεσε τόν βαρλααμίζοντα πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐπευφημίστηκε ὡς ὁ πρόμαχος τῆς εὐσεβείας. Ἀλλά καί μετά ἀπό μία τετραετία ἔχουμε νέο πολέμιο τοῦ ἁγίου μας, τόν Νικηφόρο Γρηγορᾶ. Αὐτός ἐπαναλάμβανε τίς προηγούμενες κατηγορίες τοῦ Βαρλαάμ ἐναντίον τοῦ ἁγίου Γρηγορίου περί διθεΐας – ἐπειδή ὁ ἅγιός μας διέκρινε, ὅπως γνωρίζουμε, στόν Θεό οὐσία καί ἐνέργεια – καί κατέκρινε ὁμοίως αὐτός ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου γιά τήν θέα τοῦ Φωτός. Ἡ ἀνάγκη τό ἐπέβαλε πάλι γιά τήν σύγκληση νέας Συνόδου τό 1351 μέ τόν πατριάρχη Κάλλιστο. Στήν Σύνοδο αὐτή ἔχουμε τόν θρίαμβο τῶν Ἡσυχαστῶν, γιατί οἱ Συνοδικοί ἐπικαλέστηκαν τίς ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων Συνόδων τῶν 1341 καί 1347 καί κατεδίκασαν τόν Νικηφόρο Γρηγορᾶ καί τούς ὁμόφρονές του. Στήν συνέχεια συντάχθηκε ὁ Τόμος μέ τά πρακτικά καί τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Τόν Τόμο τόν ὑπέγραψε ὁ πατριάρχης Κάλλιστος, ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Καντακουζηνός καί ὅλοι οἱ παριστάμενοι Συνοδικοί, ἀλλά ἀργότερα καί πολλοί ἄλλοι Μητροπολῖτες, ἄνω τῶν πενήντα, χωρίς νά ὑπολογίζονται οἱ ὑπ᾽ αὐτούς ἐπίσκοποι, ὁ Ἰωάννης Παλαιολόγος καί ὁ δεύτερος συναυτοκράτορας Ματθαῖος Καντακουζηνός καί αὐτός ὁ Ἰωάννης Ε´ ὁ Παλαιολόγος. Παραδόθηκε δέ ὁ Τόμος στόν πατριάρχη ἀπό τόν Καντακουζηνό μέ ἐπίσημη τελετή στόν Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἡ Σύνοδος ἔχει, ὅπως εἴπαμε, τά χαρακτηριστικά καί τήν μορφή Οἰκουμενικῆς Συνόδου.9
Τό θέμα τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ ἔτους 1351, γιά τήν ὁποία μιλήσαμε, ὅπως φάνηκε, εἶναι σοβαρό καί ἐγκλείεται σ᾽ αὐτό ἅπασα ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα.
Τό θέμα ἔχει βεβαίως ἀναφορά στήν ἐποχή μας, ἡ ὁποία ἔχει πολύ βαρλααμισμό. Προσωπικά μέ συνετάραξε ἡ θρηνωδία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, καλοῦ Ποιμένος τῆς ἰδιαιτέρας μου πατρίδος, κατά τόν ὁποῖο στόν χῶρο μας κυοφορεῖται μία νέα αἵρεσις. Εἶναι γενικῶς ἡ αἵρεσις τοῦ βαρλααμισμοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ταπεινῶς φρονῶ ὅτι εἶναι ἀνάγκη νά παύσει τό λεγόμενο ἠθικολογικό καί καθηκοντολογικό κήρυγμα, τό ὁποῖο μάλιστα στά σημερινά χρόνια διαποτίζεται καί ἀπό πολλή κοινωνιολογία. Εἶναι ἀνάγκη στήν διδαχή μας νά δίνουμε τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τήν διδασκαλία ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, καί, ὅπως εἶπε ἕνας πανεπιστημιακός διδάσκαλος, «πρέπει νά θεωρεῖται βέβαιον ὅτι ἡ πορεία τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας στό προσεχές τοὐλάχιστον μέλλον θά ρυθμίζεται ἀποφασιστικῶς ἐκ τῆς παλαμικῆς παραδόσεως».10 Ὁπωσδήποτε στά κηρύγματά μας πρέπει νά μιλᾶμε γιά τήν διάκριση στόν Θεό οὐσίας καί ἐνέργειας, γιατί αὐτό τό δόγμα εἶναι «κλειδί» γιά τήν κατανόηση τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας καί γιά τήν προφύλαξη τῶν νέων παιδιῶν μας ἀπό πολλές αἱρέσεις, ὅπως τῆς πλάνης τῆς λεγομένης «Νέας Ἐποχῆς». Ὁ Βαρλαάμ καί οἱ βαρλααμίζοντες Ρωμαιοκαθολικοί, ἐπειδή δέν δέχονται τήν διάκριση αὐτή καί κηρύττουν ἕνα Θεό οὐσία μόνο, ἄνευ θείων ἐνεργειῶν, κατέληξαν στόν «θάνατο τοῦ Θεοῦ», ἀκριβῶς ὅπως τό πρόβλεψε ὁ ἰδικός μας ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. «Φιλόσοφε – ἔλεγε στόν Βαρλαάμ ὁ ἅγιός μας – κηρύττεις θεόν ἀνενέργητον, ἄρα θεόν ἀνύπαρκτον»! Καί τά παιδιά τῆς Δύσεως σήμερα, μέ πλακάτ στούς δρόμους, φωνάζουν: «Πέθανε ὁ Θεός»! Ποιός Θεός πέθανε; Ὁ θεός τοῦ Βαρλαάμ, ἐνῶ «ὁ Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν» εἶναι ὁ Ζῶν Θεός, ὅπως τόν κηρύττει ἤδη ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων ἡ Παλαιά Διαθήκη μέ τούς ἀθανάτους προφῆτες της. Αὐτῷ τῷ Θεῷ δόξα καί τιμή καί προσκύνησις εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, Ἀμήν.*
1. Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ παρατηρεῖ στό σημεῖο αὐτό: «Ἡ ὑπερτάτη αὐθεντία καί ἡ ἱκανότης πρός διάκρισιν τῆς ἀληθείας εἰς τήν πίστιν εἶναι ἐμπνευσμένη εἰς τήν Ἐκκλησίαν, πού εἶναι πράγματι “Θεῖος θεσμός” κατά τήν ὀρθήν καί στενήν ἔννοιαν τῆς λέξεως, ἐνῶ οὐδεμία Σύνοδος ἤ “Συνοδικός θεσμός” εἶναι de jure divino, παρά μόνον ὅταν ἀποτελῇ ἀληθῆ εἰκόνα ἤ φανέρωσιν τῆς ἰδίας τῆς Ἐκκλησίας». Καί στήν συνέχεια λέγει: «Αἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων ἐγένοντο δεκταί ἤ ἀπερρίπτοντο ἀπό τάς Ἐκκλησίας ὄχι διά λόγους τυπικούς ἤ “κανονικούς”, ἡ δέ ἐτυμηγορία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξεν ἄκρως ἐκλεκτική. Ἡ Σύνοδος δέν εὑρίσκεται ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας, αὐτή ἦταν ἡ ἄποψις τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας» (Ἁγία Γραφή -Ἐκκλησία - Παράδοσις, μετάφρ. Δημ. Τσάμη, Ἔκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη, σελ. 133-134). Ὁ μακαριστός πατήρ Ἰωάννης Ρωμανίδης λέγει ὅτι ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἠκολούθησαν τήν ἰδία μέθοδο καί εἶχαν προσωπική ἐμπειρία τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως. Ἡ συνάντησή τους σέ Οἰκουμενική Σύνοδο τούς ἔδωσε τήν δυνατότητα νά συμφωνήσουν στούς ἴδιους Ὅρους γιά τήν ἴδια ἀποκαλυπτική ἐμπειρία. Γράφει χαρακτηριστικά: «Οὔτε ἡ ἔλλαμψη οὔτε ὁ δοξασμός μποροῦν νά ἱδρυματοποιηθοῦν. Ἡ ταυτότητα αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας ἐλλάμψεως καί δοξασμοῦ μεταξύ τῶν χαρισματούχων πού ἔχουν αὐτές τίς καταστάσεις, δέν ἐπιβάλλει κατά ἀνάγκη ταυτότητα δογματικῆς ἐκφράσεως, ἰδιαίτερα ὅταν οἱ χαρισματοῦχοι αὐτοί εἶναι γεωγραφικά ἀπομακρυσμένοι ἐπί μακρά χρονικά διαστήματα. Πάντως, ὅταν συναντῶνται εὔκολα συμφωνοῦν γιά τήν ὁμοιομορφία τῆς δογματικῆς διατυπώσεως τῆς ταυτόσημης ἐμπειρίας των. Μεγάλη ὤθηση πρός ταυτόσημη δογματική ἔκφραση δόθηκε τήν ἐποχή, πού ἡ χριστιανοσύνη ἔγινε ἐπίσημη θρησκεία τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί ἱκανοποίησε τήν ἀνάγκη τοῦ κράτους νά διακρίνη τούς γνήσιους θεραπευτές ἀπό τούς ψευδ-ἰατρούς, μέ τόν ἴδιο τρόπο, πού οἱ κυβερνητικές ὑπηρεσίες ἔχουν τήν εὐθύνη νά διακρίνουν τά γνήσια μέλη τοῦ ἰατρικοῦ ἐπαγγέλματος, ἀπό τούς κομπογιαννίτες καί τούς σφετεριστές τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, γιά τήν προστασία τῶν ὑπηκόων τους» (Ἰησοῦς Χριστός ἡ ζωή τοῦ κόσμου, πολυγραφημένη ὁμιλία, μετάφρ. μοναχοῦ Μαξίμου Λαυριώτου, σελ. 59).
2. Βλ. Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τόμος πρῶτος, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 119.
3. Βλ. Τήν πρώτη τριάδα λόγων «Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», Περί λυσιτελείας τῆς ἐξω παιδείας, Περί κατοχῆς νοῦ καί Περί θείου φωτός).
4. Βλ. Π. Χρήστου, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ κῆρυξ τῆς Χάριτος καί τοῦ Φωτός, σελ. 82.83.
5. Ὅτι ὁ Βαρλαάμ καί γενικῶς οἱ πολέμιοι τῶν Ἡσυχαστῶν ἐνεπνέοντο ἀπό τήν δυτική θεολογία βλ. δυνατές ἀποδείξεις εἰς Ἀρχιμ. Β. Στεφανίδου, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ4, Ἐκδοτ. Οἶκος «Ἀστήρ», σελ. 435.
6. Τήν διάκριση αὐτή στόν Θεό σέ οὐσία καί ἐνέργειες, πού εἶναι βασικό δόγμα, τήν ἔκαναν ἀπό παλαιά οἱ Πατέρες καί ἐπανέλαβε τώρα ὁ ἅγιος Παλαμᾶς στόν αἱρετικό Βαρλαάμ. Ἤδη ὁ ἅγιος Βασίλειος (4ος αἰών) εἶχε πεῖ: «Ἡμεῖς ἐκ τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν ἡμῶν, τῇ δέ οὐσίᾳ αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος» (Ἐπιστολή 234,1). Ἄν ὁ Θεός εἶναι οὐσία μόνο καί δέν ἔχει ἐνέργειες, τότε ἄρα ὁ κόσμος ἔγινε ἀπό τήν θεία οὐσία. Τότε, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ τά κτίσματα μεθέξουσι» καί αὐτό εἶναι τό «πάντων ἀτοπώτατον». Τότε, ὅπως λέγει πάλι ὁ ἴδιος ἅγιος πατέρας, καί ἡ θέωση τῶν ἁγίων θά λεγόταν «θεοποίηση», ὡς μετοχή στήν θεία φύση καί οὐσία, πράγμα ὅμως πού εἶναι ἀδύνατο. «Εἰ γάρ μή τοῦτο δοίη τις, τῆς τοῦ Θεοῦ φύσεως μεθέξουσιν οἱ θεούμενοι καί φύσει ἔσονται θεοί», λέγει ὁ ἅγιός μας Γρηγόριος Παλαμᾶς.
7. Εἶναι πολύ δυνατός ἕνα σχετικός λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πρός τόν Βαρλαάμ, τόν ὁποῖο καί παραθέτουμε: «Ἄν σύ ἀνέλῃς – τοῦ λέγει – τό μεταξύ τοῦ ἀμεθέκτου καί τῶν μετεχόντων, ὤ τῆς ζημίας! Διέστησαν ἡμᾶς Θεοῦ, τό συνδοῦν ἐκ μέσου ποιησάμενος καί χάσμα μέγα καί ἀδιάβατον μεταξύ θέμενος ἐκείνου καί τῆς γενέσεως καί διοικήσεως τῶν γενητῶν... Δεῖ δή ζητεῖν ἡμᾶς θεόν ἕτερον, ὄντα πως μεθεκτόν, οὗ μετέχοντες οἰκείως ἑαυτοῦ, κατά τήν τῆς μεθέξεως ἀναλογίαν ὄντες καί ζῶντες καί ἔνθεοι ἐσόμεθα» (Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3,2,24).
8. Βλ. Πρωτ. Θεοδ. Ζήση, Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, σελ. 72 ἑξ. καί βιβλίο μας Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ, Δημητσάνα 2007, σελ. 68.69.
9. Ὁ Ἐπίσκοπος πατήρ Ἀθανάσιος Γιέβτιτς λέγει: «Νομίζομεν ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τό 1351, κρίνοντας τοὐλάχιστον βάσει τοῦ μεγάλου θεολογικοῦ ἔργου της, δύναται καί ἀξίζει νά συναριθμῆται εἰς τάς Οἰκουμενικάς Συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων δέν ὑστερεῖ εἰς τίποτε ὡς πρός τήν σωτηριολογικήν σημασίαν τῆς θεολογίας της. Ἡ Σύνοδος αὕτη ἀποτελεῖ τήν ἀπόδειξιν τῆς συνεχείας τῆς συνοδικότητος τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς ζώσης ἐμπειρίας καί θεολογίας περί τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας». (Στό βιβλίο του Χριστός - Ἀρχή καί Τέλος, Ἵδρυμα Γουλανδρῆ-Χόρν, σελ. 195).
10. Βλ. Γ. Μαντζαρίδου, Παλαμικά, Πρόλογος, Θεσ/νίκη 1973.
* Ἡ σχετική μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καί τόν Ἡσυχασμό βιβλιογραφία εἶναι ἐκτενής, ἀπό τήν ὁποία σημειοῦμε τά ἑξῆς ἔργα:
Mητροπολίτου Ναυπάκτου κ. ΙΕΡΟΘΕΟΥ, Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, καί ἄλλες σχετικές του περί τοῦ ἁγίου αὐτοῦ μελέτες· Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσάτου Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ· Πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννου Ρωμανίδη ΡΩΜΑΙΟΙ Ἤ ΡΩΜΗΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΤΟΜΟΣ Ι (Εἰσαγωγή)· Παναγ. Χρήστου Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Ο ΚΗΡΥΞ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ· Τοῦ ἰδίου εἰςΕΠΕ (ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ) ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΕΡΓΑ 1 (Εἰσαγωγή ὡς καί ἄλλες μελέτες τοῦ ἰδίου καθηγητοῦ)· Τοῦ ἰδίου ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ, ΝΗΠΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΙΚΑ· Βλασίου ΦειδᾶΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Β´, σελ. 505-537· Μ. Φαράντου Η ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ (ἰδιαίτερα στίς σελ. 479 ἑξ.)· Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδ. Ζήση Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ· Γ. ΜαντζαρίδουΠΑΛΑΜΙΚΑ· J. Meyendorff Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ· Πρακτικά Διεθνῶν Ἐπιστημονικῶν Συνεδρίων Ἀθηνῶν καί Λεμεσοῦ Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΟΝ, Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2010· Ἀρχιμ. Ἐφραίμ, Καθηγ. Ἱ. Μ. Ξηροποτάμου Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΜΕΓΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΝΟΕΡΑΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, καί ἄλλες σχετικές μελέτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου