14/5/14

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Επιστράτευσις της μεταπατερικής αιρέσεως προς στήριξιν του "Πρωτείου" του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως

Εν Πειραιεί 14-5-2014
ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΠΡΟΣ ΣΤΗΡΙΞΙΝ ΤΟΥ «ΠΡΩΤΕΙΟΥ» ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΤΗΣ KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
(ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΒΥΔΟΥ κ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ)
Γράφει ο Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος,
εφημ. Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Ν. Καλλιπόλεως Πειραιώς
Εισαγωγή
Εσχάτως οι οικουμενιστές έχουν αποδοθεί σε μία κοπιώδη και εναγώνια προσπάθεια προβολής του επαισχύντου και αντορθοδόξου εξ επόψεως Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας ‘Κειμένου της Ραβέννας’, που συνέταξε η Μικτή Επιτροπή του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών το 2007,
με σκοπό να περάσουν την εντύπωση στους θεολογικώς αδαείς ότι είναι το καταλληλότερο κείμενο, βάσει του οποίου θα πρέπει να συνεχισθεί η προσπάθεια της ψευδοενώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τόν αιρεσιάρχη Πάπα της Ρώμης. Έχουμε ήδη τονίσει σε παλαιότερο κείμενό μας[1] ότι το ‘Κείμενο της Ραβέννας’ είναι καρπός της αιρετικής θεωρίας περί ‘ευχαριστιακής εκκλησιολογίας’, η οποία είναι εφεύρημα των μακαριστού Νικολάου Αφανάσιεφ και Σεβ. Μητρ. Περγάμου κ. Ιωάννου Ζηζιούλα. Είχαμε αναφέρει εκεί ότι η συμβολή του Σεβ. κ. Ιωάννου έγκειται στο γεγονός ότι έρχεται σε μια κρίσιμη καμπή, αμέσως μετά την αποδοχή της αιρετικής θεωρίας περί ‘ευχαριστιακής εκκλησιολογίας’ από τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο, να ολοκληρώσει αυτό, που ξεκίνησε ο Afanassieff, προς την κατεύθυνση, που επιθυμεί το Βατικανό. Δηλαδή στο κενό, που άφησε η θεωρία του Afanassieff και αφορούσε το (παγκόσμιο) πρωτείο του Πάπα, την εργολαβική διεκπεραίωση του οποίου ανέλαβε προθύμως (οποία έκπληξη!) ένας ‘Ορθόδοξος’ Επίσκοπος! Κι αυτό φαίνεται ιδιαιτέρως στο περίφημο Κείμενο της Ραβέννας (2007), το οποίο μπορεί να έχει ως βάση του τη θεωρία του Afanassieff, η τελική διαμόρφωσή του, όμως, οφείλεται στον άγιο Περγάμου, που, με τη σειρά του, με μια ‘έξοχη’ μεταπατερική, ή μάλλον μετα-αποστολική μαεστρία και με ένα εντελώς αυθαίρετο τρόπο, μεταβάλλει τη διάταξη του 34ου Αποστολικού Κανόνα, που κάνει λόγο για «πρώτο τη τάξει σε επαρχιακό (τοπικό) επίπεδο», και την επεκτείνει σε διοίκηση «παγκοσμίου επιπέδου»[2]!
Για το ‘Κείμενο της Ραβέννας’ από ετών έχει γραφεί σοβαροτάτη, επιστημονική και ορθόδοξη θεολογική κριτική, η οποία στην κυριολεξία κονιορτοποιεί και συντρίβει τα επιχειρήματα του κειμένου, τόσο από τον Προηγούμενο της Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους παν. αρχιμ. Γεώργιο Καψάνη[3], όσο και από τον ελλογιμώτατο καθηγητή της Δογματικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη[4]. Πρόσφατη ορθοδοξότατη αντίδραση εναντίον του ‘Κειμένου του Ραβέννας’ υπήρξε και από το Πατριαρχείο της Μόσχας, του οποίου η Ιερά Σύνοδος, κατά τη συνεδρία της 25-26 Δεκεμβρίου 2013 (Πρακτικά № 157), υιοθέτησε κείμενο, με το οποίο δεν απεδέχεται το μέρος εκείνο του κειμένου, όπου γίνεται λόγος περί συνοδικότητας και πρωτείου επί του παγκοσμίου επιπέδου εντός της Εκκλησίας[5].
Από την πλευρά των υποστηρικτών του ‘Κειμένου της Ραβέννας’ έχει ήδη εκφραστεί δημόσια με κείμενό του εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου ο Σεβ. Μητρ. Προύσης κ. Ελπιδοφόρος[6]. Στους υποστηρικτές του ‘Κειμένου της Ραβέννας’ ήλθε να προστεθεί μόλις πρόσφατα και ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Αβύδου κ. Κύριλλος με εκτενέστατο κείμενό του, που δημοσιεύθηκε στο ιστολόγιο ‘Amen’ στις 4-5-2014, υπό τον τίτλο ‘Τo κείμενο της Ραβέννας και η θέση του Πατριαρχείου Μόσχας για το Πρωτείο’[7], επί του οποίου θα επιθυμούσαμε να καταθέσουμε κατωτέρω τις κριτικές παρατηρήσεις μας.  
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το κείμενο του Θεοφιλεστάτου είναι έμφορτο από το παναιρετικό οικουμενιστικό μεταπατερικό και μετασυνοδικό πνεύμα, διότι, όπως προκύπτει από το κείμενο, α) αναγνωρίζει την αιρετική θρησκευτική παρασυναγωγή του παπισμού ως «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία», ερχόμενος βεβαίως σε πλήρη αντίθεση και καταφρονώντας επιδεικτικά την διαχρονικού κύρους Αγιοπατερική, Συνοδική και Ιεροκανονική Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία ομοφώνως ο παπισμός δεν είναι εκκλησία, αλλά αίρεση, β) ἐπικροτεῖ τις οικουμενιστικές εγκυκλίους τοῦ 1902 καί τοῦ 1920 του Οἰκουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίες έδωσαν σημαντική ὤθηση στή δημιουργία τῆς παναιρετικής ψευδοοἰκουμενικῆς κινήσεως και τα οποία αποτελούν τις απαρχές της παναιρέσεως του οικουμενισμού, αποκαλώντας τες «σοβαρές διορθόδοξες καί διαχριστιανικές πρωτοβουλίες» και εκφράζοντας, με τον τρόπο αυτό, την στήριξη και την αφοσίωσή του στον καταστατικό χάρτη της παναιρέσεως του οικουμενισμού, γ) υπερμαχεί της παρανόμου και αντικανονικής άρσεως των αναθεμάτων του 1965, την οποία χαρακτηρίζει ως «τό σημαντικότερο κκλησιαστικό γεγονός το κ αώνα» και δ) υποστηρίζει τον σύγχρονο, ατέρμονα, άκαρπο, και αποτυχόντα οἰκουμενιστικό διάλογο.
Μεταπατερική επίθεση εναντίον του μεγάλου και απλανούς φωστήρος και διδασκάλου της Εκκλησίας, αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
Στην προσπάθειά του ο Θεοφιλέστατος να υποστηρίξει την υπεροχή και το πρωτείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου έναντι των υπολοίπων πατριαρχείων, ισχυρίζεται ότι : «Ὅταν τό κείμενο το Πατριαρχείου Μόσχας ρνεται τήν παρξη Πρώτου σέ παγκόσμιο πίπεδο δέχεται –κατ λλη κφραση– να Πρωτεο κενο περιεχομένου, οσιαστικά τότε ρνεται τό περιεχόμενο τν ερν κανόνων πού ποδίδουν σέ συγκεκριμένους θρόνους τό «Πρεσβεον», ποδίδουν σα Πρεσβεα στούς θρόνους Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, τούς αποδίδουν εξαιρετικά προνόμια. ρνεται  τήν κανονική παράδοση δύο χιλιετιν. Κατ ρχήν θά πρέπει νά πισημανθε κ νέου τι τά Πρεσβεα φοροσαν συγκεκριμένους τόπους, συγκεκριμένους κκλησιαστικούς θρόνους καί χι πρόσωπα, δηλ. τό θρόνο τς Ρώμης, τς Κωνσταντινουπόλεως, τς λεξάνδρειας, τς ντιόχειας καί τν εροσο-λύμων. Εναι δέ λίαν σαφές κ τν ερν κανόνων τι ατοί χι μόνο ρίζουν τήν τάξη προκαθερδίας τους, λλά καί τι μεταξύ τους δέν χουν σα Πρεσβεα τιμς, δεδομένου τι σα Πρεσβεα τιμς μέ τή Ρώμη εχε μόνο Κωνσταντινούπολις καί χι ο λλοι πατριαρχικοί θρόνοι τς νατολς. Ατό προκύπτει κατ ρχήν βίαστα καί πό τήν ρμηνεία τν βυζαντινν κανονολόγων. μέν Ζωναρς στό μνημονευθέν ρμηνευτικό του σχόλιο στό γ κανόνα τς Β Οκουμενικς Συνόδου[153] πισημαίνει: «...τόν δέ μακαριώτατον πίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως Νέα Ρώμης, δευτέραν τάξιν πέχειν μετά τόν ποστολικόν θρόνον τς πρεσβυτέρας Ρώμης· τν δέ λλων πάντων προτιμσθαι. ντεθεν ον ναργς δείκνυται μετά, πρόθεσις, ποβιβασμόν δηλοσα καί λάττωσιν... γον το μετά ξήγησις, λέγουσα το χρόνου δηλωτικήν εναι τήν πρόθεσιν, καί οχ ποβιβασμο, βεβιασμένη στί, καί διανοίας οκ εθείας, οδ γαθς». κ τν νωτέρω συνάγεται τι κατά τό Ζωναρά εναι σφαλμένη ρμηνεία τς προθέσεως μετά ς δηλούσης πλ καί μόνο χρονική προτεραιότητα τς Ρώμης ς πρός τήν πονομή τν πρεσβείων καί χι «λάττωσιν» καί «ποβιβασμόν» τν λλων πατριαρχείων τς νατολς σέ σχέση μέ τό θρόνο τς Ρώμης καί τς Κωνσταντινουπόλεως καί το θρόνου τς Κωνσταντινουπόλεως πέναντι στή Ρώμη. Τό διο συνάγεται καί πό τήν πίσης μνημονευθεσα ρμηνεία το Βαλσαμώνα[154] στόν διο κανόνα: «...Τούτων δέ οτω διορισθέντων, τινές τήν, μετά, πρόθεσιν οχ ποβιβασμόν τς τιμς νενοήκασιν, λλ ξελάβοντο ατήν ες τό μετάχρονον μόνον...». Κατά συνέπεια δευτέρα θέσις τς Κωνσταντινουπόλεως δέν φείλετο μόνο στή χρονική προτεραιότητα τς Ρώμης, πως πισημαίνει ριστηνός[155], λλά στήν οσιαστικά δεύτερη θέση καί ξία της ς πρός τήν τιμή πέναντι στή Ρώμη. χρονική προτεραιότητα ξ λλου δέν ξηγε τή δευτέρα θέση το θρόνου τς Κωνσταντινουπόλεως, προηγουμένου τν λλων θρόνων τς νατολς, στούς ποίους εχαν προγενέστερα δη δοθε Πρεσβεα Τιμς πό τήν Α Οκουμενική Σύνοδο». Και αλλού : «Ἐν λοιπόν ο εροί κανόνες πέδωσαν Πρεσβεα σέ συγκεκριμένους κκλησιαστικούς θρόνους πού γιναν στή συνέχεια Πατριαρχεα μέ πόδοση σων πρεσβείων στήν Κωνσταντινούπολη γιά τήν νατολή καί στή Ρώμη γιά τή Δύση, μέ «λάττωσιν» καί «ποβιβασμόν» μως τς τιμς γιά τά λλα πατριαρχεα τς νατολς, δεδομένων καί τν προνομίων πού δόθηκαν διά τν κανόνων θ καί ιζ τς Χαλκηδόνας στό θρόνο τς Κωνσταντινουπόλεως[178], δέν συνέδεσαν τά συγκεκριμένα ατά Πρεσβεα μέ τόν τρόπο κλογς τν φορέων τους, δηλ. τν πέντε Πατριαρχν». Και παραθέτει την υποσημείωση 178 σύμφωνα με την οποία, «Κατά συνέπεια δέν μπορε νά γίνει δεκτή ρμηνεία το γ. Νικοδήμου το γιορείτου γιά σότητα τιμς καί τάξεως λων τν πατριαρχικν θρόνων».
Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο Θεοφιλέστατος αρνείται και δεν αποδέχεται την ερμηνεία του Μεγάλου και απλανούς φωστήρος και διδασκάλου αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου περί ισότητος τιμής και τάξεως όλων των πατριαρχικών θρόνων.. Μεταπατερικώς συμπεριφερόμενος ο Θεοφιλέστατος, αρνείται την θεόπνευστη και θεοφώτιστη ερμηνεία του καλυτέρου ερμηνευτού των Θείων και Ιερών Κανόνων, του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου, και προτιμά την λανθασμένη ερμηνεία των Ζωναρά, Βαλσαμώνος και Αριστηνού, την οποία θεωρεί ανώτερη και καλύτερη από αυτήν του αγίου Νικοδήμου. Θα πρέπει, όμως, να γνωρίζει ο Θεοφιλέστατος ότι όσο καλοί ερμηνευτές κι αν είναι οι προαναφερθέντες, δεν είναι ανακηρυγμένοι άγιοι από την Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως ο άγιος Νικόδημος. Στην Ορθοδοξία, αν θέλουμε να έχουμε το ακίνδυνον και το ακατηγόρητον, θα πρέπει να είμαστε «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι», να ακολουθούμε ταπεινώς τους όντως θεοφωτίστους και θεοπνεύστους αγίους πατέρες, οι οποίοι εν ζωή υπήρξαν κεκαθαρμένοι και θεούμενοι, σκεύη και δοχεία του Αγίου Πνεύματος. Επειδή, λοιπόν, σύμφωνα με τον Θεοφιλέστατο, δεν βοηθάει η ερμηνεία του αγίου Νικοδήμου στην υποστήριξη των περί πρωτείων της Κων/λεως καινοφανών θέσεων, θα πρέπει να αποβληθεί. Μάλλον θεωρεί ο Θεοφιλέστατος τόν Μέγα καί απλανή διδάσκαλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας Όσιο Νικόδημο ως πλανηθέντα στην εν λόγω ερμηνεία. Επειδή, λοιπόν, δεν εξυπηρετούν οι άγιοι πατέρες τους οικουμενιστές στην παγίωση των οικουμενιστικών θέσεων, θα πρέπει να περιθωριοποιηθούν και να πεταχθούν στον κάλαθο των αχρήστων, για να έλθουν αυτοί ως «νεοπατέρες» και να μας παρουσιάσουν καινές και κενές ερμηνείες. Αυτό, όμως, όπως αντιλαμβανόμαστε, αποτελεί αυτό μεγίστη προσβολή και βλασφημία προς τον άγιο Πατέρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, όσιο Νικόδημο, προς το Πηδάλιον της Εκκλησίας, προς τους Θείους και Ιερούς Κανόνες, προς τους 150 οσίους και θεοφόρους πατέρες της Β΄ Αγίας και Οικουμενικής Συνόδου και προς αυτό το Πανάγιο και Τελεταρχικό Άγιον Πνεύμα, που τους ενέπνευσε. Τό λυπηρότερο είναι ότι μαζί με τόν Όσιο Νικόδημο αρνείται ο Θεοφιλέστατος κατ’ επέκτασιν καί την Ορθόδοξη  Εκκλησία, πού τόν δέχθηκε καί τόν ανακήρυξε ως Άγιό της. Ο άγιος Νικόδημος συνέβαλε στήν ορθή χειραγώγηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στήν γνήσια καί πατερική ευσέβεια, γι’αυτό καί επαξίως ανακηρύχθηκε ως Αγιος καί διδάσκαλός της. Πώς, όμως, νομιμοποιείται, ο Θεοφιλέστατος, ο οποίος είναι επίσκοπος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και ο οποίος, κατά την εις Επίσκοπον χειροτονία του, ομολόγησε ενώπιον του Αγίου Τριαδικού Θεού, του Ορθοδόξου κλήρου και του πιστού λαού ότι πιστεύει «και τας περί Θεού και των Θείων παραδόσεις τε και εξηγήσεις της Μιάς Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας»[8], να αμφισβητεί και να αρνείται την ερμηνεία και την εξήγηση του αγίου Νικοδήμου στον εν λόγω θέμα; Ο έλεγχος, όμως, του αγίου Νικοδήμου, διά της θεοπνεύστου ερμηνείας του, είναι ένα δριμύ κατηγορώ για τους οικουμενιστές, γι’αυτό προσπαθούν να τον αποβάλλουν, επειδή δεν είναι ανεκτός ο έλεγχός του. Ασκεί, λοιπόν, δριμύα κριτική ο άγιος, λέγοντας, όπως θα δούμε παρακάτω, ότι το να υποστηρίζει κανείς υποβιβασμό και ελλάτωση μεταξύ των πατριαρχικών θρόνων είναι ενάντιο σε όλη την Καθολική (Ορθόδοξη) Εκκλησία και αποδεκτό μόνο στους Λατίνους και Λατινόφρονες. Ας κρατήσουν, επομένως, οι λατινόφρονες οικουμενιστές την εσφαλμένη ερμηνεία των Ζωναρά, Βαλσαμώνος και Αριστηνού, και εμείς, που προτιμάμε να είμαστε με τους αγίους Πατέρες, ας κρατήσουμε την όντως ορθή, ορθόδοξη ερμηνεία του αγίου Νικοδήμου.
Παραθέτουμε, λοιπόν, την θεόπνευστη και μόνη αποδεκτή ερμηνεία του αγίου Νικοδήμου στον Γ΄ Ιερό Κανόνα της Β΄ Αγίας και Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος ορίζει ότι : «Τον μεν τοι Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης Επίσκοπον, δια τον είναι αυτήν Νέαν Ρώμην».
Ερμηνεύοντας ο άγιος, λέγει ότι ο μεν Β΄ Κανών κοινώς περί των Πατριαρχών (και μάλιστα του Αλεξανδρείας και Αντιοχείας) και Μητροπολιτών διόρισε, ο δε παρών ιδιαιτέρως περί του Κωνσταντινουπόλεως διορίζει και λέγει ότι ο Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης να έχει τα προνόμια της τιμής μετά τον Πάπα και Πατριάρχη της Ρώμης, επειδή και αυτή η Κωνσταντινούπολη δηλ. είναι και ονομάζεται νέα Ρώμη. Η πρόθεση «μετά» εδώ δεν δηλώνει το ύστερον του χρόνου, καθώς κάποιοι λένε μαζί με τον Αριστηνό, αλλά ούτε υποβιβασμό και ελλάτωση, καθώς ουκ ορθώς ερμηνεύει ο Ζωναράς (επειδή με το να ήταν μετά τον Κωνσταντινουπόλεως ο Αλεξανδρείας, μετά δε τον Αλεξανδρείας ο Αντιοχείας και μετά τον Αντιοχείας ο Ιεροσολύμων, κατά τον 36ο της ΣΤ΄, θα υπήρχαν τέσσερα είδη υποβιβασμού τιμής και ακολούθως πέντε διαφορετικές τιμές, ανώτερη η μία από την άλλη, το οποίο είναι ενάντιο σε όλη την Καθολική (Ορθόδοξη) Εκκλησία και αποδεκτό μόνο στους Λατίνους και Λατινόφρονες), αλλά δηλώνει ισότητα τιμής και τάξης, κατά την οποία ο μεν είναι πρώτος, ο δε δεύτερος. Ισότητα μεν τιμής, επειδή και οι εν Χαλκηδόνι Πατέρες στον 28ο Κανόνα λένε ότι οι 150 αυτοί Επίσκοποι έδωσαν τα ίσα πρεσβεία με την Παλαιά Ρώμη στη Νέα Ρώμη, και οι εν Τρούλλω (Πατέρες) στον 36ο Κανόνα λένε ότι ο Κωνσταντινουπόλεως να απολαμβάνει τά ίσα πρεσβεία με τον Ρώμης. Τάξη δε, επειδή και εκείνοι και αυτοί στους ίδιους Κανόνες λένε δεύτερο τον Κωνσταντινουπόλεως μετά τον Ρώμης, όχι δεύτερο ως προς τη τιμή, αλλά δεύτερο ως προς την τάξη της τιμής. Γιατί, κατά την φύση των πραγμάτων, είναι αδύνατο να βρεθούν δύο πράγματα που να είναι ίσα, και να λέγονται πρώτα και δεύτερα μεταξύ τους, χωρίς τάξη. Γι’αυτό και ο Ιουστιανιανός, στην 130η Νεαρά, που βρίσκεται στο 5ο βιβλίο των Βασιλικών, 3ος τίτλος, αποκαλεί αυτολεξεί τον μεν Ρώμης πρώτο, τον δε Κωνσταντινουπόλεως, λέει, να επέχει τη δεύτερη τάξη μετά τον Ρώμης. Ας σημειωθεί δε ότι, επειδή ο Ζωναράς, ερμηνεύοντας τον Κανόνα, χρησιμοποιεί αυτό το θέσπισμα του Ιουστινιανού, είναι φανερό ότι την ελάττωση και τον υποβιβασμό, που είπε παραπάνω του Κωνσταντινουπόλεως προς τον Ρώμης, μόνο κατά την τάξη της τιμής την είπε και όχι απλώς κατά της τιμής, κατά την οποία και στις υπογραφές και στις καθέδρες και στα μνημόσυνα των ονομάτων τους, ο μεν προηγείται, ο δε έπεται. Κάποιοι μεν λένε ότι ο παρών Κανών δίνει μόνο τιμή στον Κωνσταντινουπόλεως, ύστερα δε η κατεπείγουσα ανάγκη του έδωσε και την εξουσία να χειροτονεί τους Μητροπολίτες στην Ασία, στον Πόντο και στη Θράκη. Η δε εν Χαλκηδόνι Σύνοδος, στην επιστολή προς τον Λέοντα, λέει ότι από αρχαίο έθος είχε ο Κωνσταντινουπόλεως αυτή την εξουσία να χειροτονεί, την επιβεβαίωσε μόνο ο 28ος της Δ΄ Συνόδου.
Στην υποσημείωση, που παραθέτει ο άγιος Νικόδημος, στο σημείο αυτό, αναφέρει ότι, επειδή ο δυσσεβής Διόσκορος αθέτησε τον παρόντα Κανόνα και στην εν Εφέσω ληστρική σύνοδο έβαλε τον Κωνσταντινουπόλεως άγιο Φλαβιανό να καθίσει στον πέμπτο τόπο, γι’αυτό ο Ευσέβιος Δορυλαίου, αφού πήγε στη Ρώμη, παρόντων κληρικών Κωνσταντινουπόλεως, ανέγνωσε τον παρόντα Κανόνα στον αγιώτατο Πάπα Ρώμης Λέοντα, ο οποίος και τον αποδέχθηκε.
Απουσία πανορθοδόξου συνοδικής εγκρίσεως του Κειμένου της Ραβέννας
Αναφερόμενος ο Θεοφιλέστατος στο ‘Κείμενο της Ραβέννας’, ισχυρίζεται ότι αυτό υπεγράφη από όλες τις υπόλοιπες  Ορθόδοξες Εκκλησίες, πλήν βεβαίως του Πατριαρχείου Μόσχας, υπονοώντας ότι το κείμενο έχει γίνει πανορθόδοξα αποδεκτό. Πλέον συγκεκριμένα γράφει : «Τό Πατριαρχεο Μόσχας κφράζει τή διαφωνία του μέ μία θεμελιώδη θέση το κειμένου τς Ραβέννας, γιά τό Πρωτεο σέ παγκόσμιο πίπεδο. διαφωνία ατή, φ νός μέν διαφοροποιε τήν κκλησία τς Ρωσσίας πό λες τίς λλες ρθόδοξες κκλησίες πού πέγραψαν τό κείμενο, φ τέρου δέ δημιουργε τήν ποχρέωση στίς τελευταες, ετε νά περασπιστον τό κείμενο τς Ραβέννας, ετε νά ναθεωρήσουν τήν ποψή τους. Καθίσταται μως πρόδηλο τι μέ τό κείμενο ατό ο ρθόδοξες κκλησίες ξ ατίας το διαλόγου καί στήν παινετέα τους προσπάθεια γιά σύγκλιση μέ τή Ρωμαιοκαθολική κκλησία στό θέμα τς κκλησιολογικς θέσης το πισκόπου Ρώμης –νεξάρτητα πό τό ποιός φέρει τήν εθύνη γι ατό– διακινδυνεύουν τήν σωτερική τους συνοχή».
Στην παραπάνω παράγραφο ο Θεοφιλέστατος ἐσφαλμένως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι τό Κείμενο τς Ραβέννας εἶναι πλήρως ἀποδεκτό ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τοῦτο βεβαίως δέν ἀληθεύει, ἐπειδή, ὡς γνωστόν, ὑπῆρξε και υπάρχει ὀξεία κριτική ἀπό ὁρισμένες τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Τό ‘Κείμενο τς Ραβέννας’ δεν έχει γίνει συνοδικώς αποδεκτό από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος.  Ἄλλωστε, ἀπ' ὅσο γνωρίζουμε, δέν τοποθετήθηκαν ἐπισήμως ούτε στό κοινό αὐτό Κείμενο, ούτε και στα προηγούμενα κείμενα από το 1980 κ.εξ., οἱ τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἐπειδή τό σύστημα διοικήσεως τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι συνοδικό, καί ἐπειδή γιά τά παραπάνω Κείμενα δέν ἐλήφθησαν συνοδικές ἀποφάσεις τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, δέν πρέπει νά  προβάλλονται τά ἐν λόγω Κείμενα ὡς ἐκφράζοντα ὁπωσδήποτε καί τήν πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Στό Κείμενο τῆς Ραβέννας φαίνεται νά γίνεται ἡ λήψη τοῦ ζητουμένου, την οποία υιοθετεί και ο Θεοφιλέστατος.
Η αλλοίωση του Συμβόλου της Πίστεως
Στην υποσημείωση 145 του κειμένου του ο Θεοφιλέστατος πρεσβεύει : «Εναι θετικό τι τό κείμενο τς Ραβέννας πορρίπτει οαδήποτε λλοίωση το πό τν Οκουμενικν Συνόδων διατυπωθέντος Συμβόλου τς Πίστεως (§ 33)».
Σύμφωνα, όμως, με τον ἐλλογιμώτατο καθηγητή τοῦ τομέα Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη[9], «εκεῖνο, τό ὁποῖο εἶναι σοβαρότατο ἀπό δογματικῆς ἀπόψεως στίς παραγράφους 2, 3 καί τό ὁποῖο διαπερνᾶ ἀξονικά ὅλο τό Κείμενο τῆς Ραβέννας εἶναι ὅτι παρέχεται σαφῶς ἡ ἐντύπωση στόν ἀναγνώστη, πώς ὑπάρχει Μία ἀόριστη, ἀλλά ὑπερκείμενη ὅλων τῶν ἐπί μέρους Ἐκκλησιῶν, Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Αὐτό, ὅμως, κατανοεῖται μᾶλλον προτεσταντικῶς. Στήν περίπτωση αὐτή φαίνεται νά ἀπορρίπτεται ἡ ὕπαρξη τῆς Μίας ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας σέ θεσμικό ἐπίπεδο. Ὅμως, παράλληλα γίνεται σαφές ὅτι μέ τήν ὑπερκείμενη Μία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, πού ἐκτείνεται σ' ὁλόκληρο τόν κόσμο (Κείμενο τοῦ Μονάχου 1982), κοινωνοῦν ὅλες οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καθώς καί οἱ ἑτερόδοξοι Ρωμαιοκαθολικοί, ὡς νά μήν ὑφίσταται καμία δογματικοῦ χαρακτήρα διαφοροποίηση μεταξύ μας ὡς πρός τήν πίστη, τή δομή καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ εἶναι ἐμφανής μία ἰδιότυπη ἀποδοχή ἐξ ἀμφοτέρων τῶν διαλεγόμενων μερῶν τῆς προτεσταντικῆς θεωρίας τῶν κλάδων (Branch Theory).
Ὁ παρατιθέμενος στήν παράγραφο 3 προβληματισμός γιά τίς ἐκκλησιολογικές καί κανονικές συνέπειες, οἱ ὁποῖες ἀπορρέουν ἀπό τή μυστηριακή φύση τῆς Ἐκκλησίας, θά ἔπρεπε νά ἀφορᾶ ἀποκλειστικά καί μόνο τίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Δέν εἶναι θεολογικῶς ὀρθό, καί εἰδικότερα δέν εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ἐπιτρεπτό, νά διερεύνουν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό κοινοῦ καί «ἐπί ἴσοις ὄροις» μέ τούς ἑτεροδόξους ζητήματα, πού ἀπορρέουν ἀπό τή μυστηριακή φύση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι λ.χ. ἡ θεσμική δομή της. Κάτι τέτοιο δέν μαρτυρεῖται ἀπό τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ὑπάρχει ἱστορικό προηγούμενο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Καί τοῦτο, ἐπειδή τά θεολογικά καί θεσμικά ἐπίπεδα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς ἑτεροδοξίας εἶναι ἀσύμπτωτα. Εἶναι φυσιολογικό ἡ δογματική διαφοροποίηση ἀνάμεσα στήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ρωμαιοκαθολικισμό νά ἀντανακλᾶται ἀναπόφευκτα ὄχι μόνο στό θεσμικό ἐπίπεδο, ἀλλά καί στή σύνολη ἐκκλησιαστική ζωή τῶν πιστῶν τους.
Στό τέλος τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας γίνεται μία διευκρινιστική ὑποσημείωση. Τό περιεχόμενο τῆς ὑποσημειώσεως δημιουργεῖ ἔντονο προβληματισμό ὡς πρός τήν ὀρθότητά του. Ἡ ἄποψη τῆς Ὀρθόδοξης ἀντιπροσωπείας ὅτι ἡ χρήση τῶν ὅρων «ἡ Ἐκκλησία», «ἡ ἀνά τόν κόσμον Ἐκκλησία», «ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία» καί «τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ» στό παρόν Κείμενο «δέν ὑπονομεύει τήν αὐτοαντίληψη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, περί τῆς ὁποίας ὁμιλεῖ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως», εἶναι ἄκρως μετέωρη ὡς πρός τό περιεχόμενο τοῦ κοινοῦ Κειμένου. Καί τοῦτο, γιατί οἱ συνυπογράφοντες Ρωμαιοκαθολικοί δηλώνουν στήν ἴδια ὑποσημείωση ὅτι ἔχουν «τήν αὐτοεπίγνωση» ὅτι «ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία ὑφίσταται ἐν τῆ Καθολικῆ Ἐκκλησία (Lumen Gentium, 8)» καί ὅτι «τοῦτο δέν ἀποκλείει τήν ἀναγνώριση ὅτι στοιχεῖα τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας εἶναι παρόντα ἐκτός τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Ὁ αὐτοπροσδιορισμός τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἀντίστοιχα εἶναι διαμετρικά ἀντίθετος. Εἶναι κραυγαλέα ἡ διαφωνία τῶν δύο διαλεγομένων μερῶν γιά τήν ταυτότητα τῆς ἐμπειρικῆς, τῆς ἱστορικῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τά παραπάνω εἶναι προφανές ὅτι τό χάσμα ἀνάμεσα στούς Ὀρθοδόξους καί στούς Ρωμαιοκαθολικούς εἶναι στήν πραγματικότητα τεράστιο καί πρός τό παρόν θεολογικῶς ἀγεφύρωτο.
Κατά συνέπεια, κάθε ἄλλη ἐπιμέρους συμφωνία ἔχει πολύ μικρή σημασία, εἶναι συμφωνία ἐξωτερικῶν τύπων, ἀλλά οὐσιαστικά ἀθεμελίωτη καί ἀμφισβητούμενη, γιατί ἡ ὁποιαδήποτε συμφωνία θά πρέπει νά νοηματοδοτεῖται ἀπό τήν ταυτότητα καί τό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι λογικῶς καί θεολογικῶς παράδοξο, πῶς μέ τίς παραπάνω διαμετρικά ἀντίθετες ἐκκλησιολογικές τοποθετήσεις προέκυψε Κείμενο κοινῆς ἀποδοχῆς γιά τή Μικτή Διεθνῆ Ἐπιτροπή».
Στο ίδιο πλαίσιο κινούμενος ο Προηγούμενος της Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους παν. ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης[10], ἐπισημαῖνει : «Ὑπάρχουν σοβαροί λόγοι νά πιστεύουμε ὅτι τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ἐπιβεβαιώνει τούς φόβους, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ὑποχωροῦμε στίς παπικές ἀξιώσεις. Οἱ λόγοι εἶναι οἱ ἑξῆς :
α) Τό κείμενο ὁμιλεῖ γιά «ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία». Δέν πρόκειται γιά τεχνικό ὅρο, τοῦ ὁποίου ἡ χρησιμοποίησις θά διευκόλυνε τόν διάλογο. Ἀντιθέτως, τοῦ ἔχει δοθῆ πλῆρες θεολογικό περιεχόμενο, ἔτσι ὥστε ὁ διάλογος νά γίνεται μέ τήν προϋπόθεσι ὅτι ἡ ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία εἶναι ἀληθινή, ὀρθοδοξοῦσα, Ἐκκλησία.
Ἡ Ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπεία στό σημεῖο αὐτό ἔχει ὑποχωρήσει ἀνεπίτρεπτα. Μέ τό κείμενο τοῦ Balamand (1993) εἶχε ἀναγνωρίσει τήν ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ὡς Ἐκκλησία μέ τήν πλήρη σημασία τοῦ ὅρου : «Καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτό πού ὁ Χριστός ἐνεπιστεύθη στήν Ἐκκλησία Του -ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, συμμετοχή στά ἴδια μυστήρια, πρό πάντων στή μοναδική Ἱερωσύνη πού τελεῖ τή μοναδική θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολική διαδοχή τῶν ἐπισκόπων- δέν δύναται νά θεωρῆται ὡς ἡ ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπό τίς Ἐκκλησίες μας»[11]. Πρόκειται γιά οὐσιαστική ὑποχώρησι ἀπό τήν πιό θεμελιώδη καί ἀφετηριακή βάσι τῶν θεολογικῶν διαπραγματεύσεων. Ἐνῶ δηλαδή οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ὅταν ἀναγνωρίζουν ὡρισμένα συστατικά στοιχεῖα τῆς Ἐκκλησίας στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία (ἔγκυρα Μυστήρια καί ἀποστολική διαδοχή), μένουν πιστοί στήν ἐκκλησιολογία τῆς Β’ Βατικανείου, οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι παραιτοῦνται ἀπό τήν διαχρονικῶς μαρτυρουμένη ὑπό ἐγκρίτων Πατέρων καί συνόδων πίστι μας, ὅτι, λόγῳ τῶν αἱρετικῶν της δογμάτων, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἀπεκόπη ἀπό τό σῶμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, δέν ἔχει τά στοιχεῖα, πού τήν καθιστοῦν ἀληθῆ Ἐκκλησία Χριστοῦ, καί πλέον εἶναι αἱρετική Ἐκκλησία. Διστάζουν νά ἐκφράσουν ἀκόμη καί τήν ἱστορική διαπίστωσι, ὅπως τήν διατύπωσε ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός : «πρό χρόνων πολλῶν ἀπεσχίσθη τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ρώμης φαμέν, τό περιώνυμον ἄθροισμα ἐκ τῆς τῶν ἑτέρων τεσσάρων ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν κοινωνίας, ἀποσχοινισθέν εἰς ἔθη καί δόγματα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ὀρθοδόξων ἀλλότρια... (τά δέ τῶν Ὀρθοδόξων ἀλλότρια πάντως αἱρετικά)»[12].
β) Ἀλλά καί αὐτήν τήν κακῶς γενομένη «ἀλληλοαναγνώρισι» ὑπερκέρασε ἡ Ὁδηγία τοῦ Βατικανοῦ τόν Ἰούλιο τοῦ 2007 μέ τίς γνωστές «Ἀπαντήσεις»[13], μέ τίς ὁποῖες ὁ Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’ χαρακτηρίζει «ἐλλειματικές» τίς Ὀρθόδοξες τοπικές Ἐκκλησίες, ἐπειδή δέν ἔχουν κοινωνία μέ τόν διάδοχο τοῦ Πέτρου! Σύμφωνα μέ τήν Ὁδηγία, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑφίσταται μόνο στήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ἡ Ὁδηγία δόθηκε λίγους μῆνες πρίν ἀπό τήν Συνέλευσι τῆς Ραβέννας, τό ὁποῖο, κατά τήν ἐκτίμησί μας, σημαίνει ὅτι τό Βατικανό χαράσσει τήν γραμμή, πού πρέπει νά ἀκολουθήσῃ ὁ διάλογος. Καί ἡ γραμμή εἶναι ὁ ρωμαιοκεντρικός οἰκουμενισμός, ὅπως τόν προσδιώρισε ἡ Β’ Βατικάνειος Σύνοδος. Τό ἐπιβεβαιώνει τό ἴδιο τό κείμενο τῆς Ὁδηγίας τοῦ Βατικανοῦ[14], ἀλλά τό ἐπισημαίνει καί ὁ Σεβ. Ἐπίσκοπος πρώην Ζαχουμίου καί Ἐρζεγοβίνης Ἀθανάσιος Γιέβτιτς : «Τό κείμενο αὐτό [οἱ «Ἀπαντήσεις»] φανερώνει τήν ἐπιμονή τοῦ Πάπα Ράτσιγκερ νά δείξῃ τό πραγματικό πρόσωπο τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ οἰκουμενισμοῦ του, ὁ ὁποῖος στήν πραγματικότητα δέν εἶναι αὐτό, πού λέγει ὁ Πάπας, ἀλλά αὐτό πού πιστεύει καί κάνει»[15]. Τόν ἔντονο προβληματισμό της γιά τήν ὡς ἄνω παπική Ὁδηγία ἐκφράζει καί ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τόν Ὀρθόδοξο Συμπρόεδρο τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου, Σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ἰωάννη, μέ τήν ἐπιστολή της ὑπό ἡμερομηνία 8/10/2007.
Ἡ ὑποσημείωσις τῆς παραγρ. 1 τοῦ «Κειμένου τῆς Ραβέννας», καρπός πιθανώτατα τῆς διαμαρτυρίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀκολουθεῖ δυστυχῶς τό πνεῦμα τῆς παπικῆς Ὁδηγίας. Σέ αὐτήν τήν ὑποσημείωσι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι, παρ’ὅτι διαβεβαιώνουν ὅτι ἡ χρησιμοποίησις τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία» δέν ὑπονομεύει τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, δέν καταθέτουν ἐν τούτοις τό ἐπίσης βασικό στοιχεῖο τῆς αὐτοσυνειδησίας της, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν παραδέχεται ὅτι στήν ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ‘‘ὑφίσταται’’ ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Εἶναι χαρακτηριστικό, καί ἀποτελεῖ ἔλεγχο τῆς ἀτολμίας τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων, τό γεγονός ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἐδήλωσαν στήν ἴδια συνάφεια ὅτι δέν ἀναγνωρίζουν παρά μόνο στοιχεῖα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας ἔξω ἀπό τήν ρωμαιοκαθολική κοινωνία. Εἶναι σαφές ὅτι τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ὀφείλει νά ἀναγνωσθῇ καί ἑρμηνευθῇ ὑπό τήν προϋπόθεσι ὅτι ἡ ρωμαιοκαθολική πλευρά μένει πιστή καί ἀμετακίνητη στά παπικά δόγματα».
Η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας
Γράφει ο Θεοφιλέστατος, αναφερόμενος στην Εκκλησία της Αλβανίας : «Μετά τήν πτώση το κομμουνιστικο καθεσττος στήν λβανία τό Οκουμενικό Πατριαρχεο πέστειλε κε ς ξαρχο τόν ναστάσιο (Γιαννoυλτο), ν τό 1992 τόν ξέλεξε ς ρχιεπίσκοπο Τιράνων καί πάσης λβανίας. Μητροπολίτες προερχόμενοι πό τό Οκουμενικό Πατριαρχεο μετά το ρχιεπισκόπου ναστασίου ξέλεξαν νέους Μητροπολίτες γιά τήν κκλησία τς λβανίας. ρχιεπίσκοπος ναστάσιος μέ πιστολή του στόν Οκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαο πισημαίνει: «....ασθανόμεθα τήν νάγκην νά κφράσωμεν... εχαριστίας διά τήν στορικήν πρωτοβουλίαν τς μετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος πρός νασύστασιν τς ρθοδόξου Ατοκεφάλου κκλησίας τς λβανίας ς καί διά τάς προσφάτους κανονικάς νεργείας το Οκουμενικο Θρόνου πρός ριστικήν πίλυσιν το χρονίζοντος θέματος τς συγκροτήσεως τς εραρχίας της κατ λβανίαν κκλησίας». σχετική πάντηση το Πατριάρχου Βαρθολομαίου μεταξύ λλων διαλαμβάνει: «... Μήτηρ γία το Χριστο Μεγάλη κκλησία, συμφώνως πρός τήν νατιθεμένην ατήν πό τν ερν κανόνων διακονίαν, ερέθη νώπιον τς ερς πιταγς να ναλάβ πρωτοβουλίαν καί μερίμνησε να...». Οκουμενικός Πατριάρχης κοινοποίησε τά γενόμενα γιά τήν κκλησία τς λβανίας στίς λλες ρθόδοξες κκλησίες καί κατόπιν τούτου ρχιεπίσκοπος ναστάσιος νεγνωρίσθη πό λες ατές ς κανονικός ρχιεπίσκοπος Τιράνων».
Στα ανωτέρω έχουμε να παρατηρήσουμε ότι η Αλβανία ανήκε στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου πρό της αυτοκεφαλίας της, γι’αυτό και ενήργησε κατ’αυτόν τον τρόπο. Δεν θα μπορούσε, όμως, το Οικουμενικό Πατριαρχείο να κάνει το ίδιο και για μια περιοχή, που ανήκει σε άλλο Πατριαρχείο, π.χ. Αφρική ή Παλαιστίνη.
Επίλογος
Ταπεινώς φρονούμε ότι το ‘Κείμενο της Ραβέννας’, πρέπει να αποσυρθεί, διότι αποτελεί την πιο ακατάλληλη, την χειρότερη βάση επί της οποίας διεξάγεται Θεολογικός διάλογος Ορθοδόξων και παπικών. Επίσης, στόν διάλογο αυτό οι συμμετέχοντες εκ της Ορθοδόξου πλευράς θά πρέπει νά εκφράζουν τήν ευσέβεια της λατρευούσης Εκκλησίας, τήν ευαγγελική καί πατερική αλήθεια. Επιπροσθέτως, θα πρέπει νά εκλείψει μεταξύ των  Ορθοδόξων η τείνουσα νά επικρατήσει αρχή της περιεκτικότητος, δηλ. η συνύπαρξις στήν ίδια Εκκλησία μελών της, πού πιστεύουν διαφορετικά ή καί αντίθετα δόγματα. Απαραιτήτως πρέπει νά εξοβελισθεί τό ουμανιστικό πνεύμα, πού επικρατεί καί θυμίζει τόν δυτικό Βαρλαάμ. Οφείλει ο διάλογος νά οδηγεί τούς παπικούς στήν μετάνοια καί τήν αποκήρυξη της πλάνης τους κι έπειτα στήν ενότητα της πίστεως καί τήν κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, δηλ. τήν εν Χριστώ ανακαίνισή τους. Οφείλουν οι Ορθόδοξοι εκπρόσωποι νά διαλέγονται μέ ειλικρίνεια ως αυθεντικά Ορθόδοξοι, επειδή αυτό απαιτεί η ευθύνη μας απέναντι στόν Θεό, τήν Εκκλησία καί τόν κόσμο. Αυτό που έχει βαρύνουσα σημασία είναι νά ακολουθούμε όλοι μας ταπεινώς τούς αγίους θεόπτες Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της Μιάς καί μόνης αληθινής Εκκλησίας, οι οποίοι Πατέρες είναι οι μόνοι απλανείς καί διαχρονικοί διδάσκαλοι της οικουμένης καί παγκόσμιοι πνευματικοί άνθρωποι. Γιά νά πετύχει ο μέχρι τώρα αποτυχών θεολογικός διάλογος μεταξύ  Ορθοδόξου Εκκλησίας καί παπισμού πρέπει νά αλλάξουν εκ θεμελίων οι θεολογικές προϋποθέσεις καί τά κριτήρια του διαλόγου αυτού καί νά τεθούν νέα κριτήρια, τά οποία νά βασίζονται στή αγιοπατερική, ιεροκανονική, συνοδική, δογματική, λειτουργική, ασκητική, ησυχαστική καί νηπτική θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.




[1] Σχ. βλ. ημέτερο κείμενο, Μια Ορθόδοξη κριτική ματιά στην παρουσίαση της μελέτης του Μ. Αρχιδιακόνου Μαξίμου για το πρωτείο από τον παν. αρχιμ. Παντελεήμωνα Μανουσάκη, 6-5-2014, http://www.impantokratoros.gr/22CBD690.el.aspx
[2] ΑΓΑΠΙΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ -  ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, Ιερόν Πηδάλιον, ΛΔ΄ Αποστολικός Κανών, σ. 42
[3] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, Ἅγιον Ὄρος, 30 Δεκεμβρίου 2007,  Ἐν Συνειδήσει. Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 91-92, http://aktines.blogspot.gr/2013/08/blog-post_663.html.
[4] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Ὀρθόδοξοι προβληματισμοί μέ ἀφορμή τό κείμενο τῆς Ραβέννας», Ἐν Συνειδήσει. Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 104-105, http://paterikiorthodoxia.pblogs.gr/2009/06/orthodoxoi-problhmatismoi-me-aformh-to-keimeno-ths-rabennas.html.
[5] Η θέση του Πατριαρχείου Μόσχας περί πρωτείου σε παγκόσμιο επίπεδο, 28-122013http://www.romfea.gr/epikairotita/21314-2013-12-28-09-58-36.
[6] Primus sine paribus, Απάντησις εις το περ πρωτείου κείμενον του Πατριαρχείου Μόσχας, 8-1-2014, http://www.amen.gr/article16557
[7] http://www.amen.gr/article17919
[8] Τρίτη Ομολογία, Τάξις γινομένη επί χειροτονία επισκόπου, Ευχολόγιον το Μέγα, εκδ. Αστήρ, Αλ. Και Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1992, σ. 174. 
[9] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Ὀρθόδοξοι προβληματισμοί μέ ἀφορμή τό κείμενο τῆς Ραβέννας», Ἐν Συνειδήσει. Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 104-105, http://paterikiorthodoxia.pblogs.gr/2009/06/orthodoxoi-problhmatismoi-me-aformh-to-keimeno-ths-rabennas.html.
[10] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, Ἅγιον Ὄρος, 30 Δεκεμβρίου 2007,  Ἐν Συνειδήσει. Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 91-92, http://aktines.blogspot.gr/2013/08/blog-post_663.html.
[11] Ἐπίσκεψις, τ. 496/1993.
[12] ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ, «Τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς...», ἐν ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ. Ι, Ἀθῆναι 1960, σ. 426.
[13] Ὁ πλήρης τίτλος τῆς Ὁδηγίας εἶναι «Ἀπαντήσεις σέ ἐρωτήσεις, πού ἀφοροῦν ὀρισμένες ὄψεις γύρω ἀπό τή διδασκαλία περί Ἐκκλησίας» (βλ. Ἐπιστολή Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τόν Σεβ. Μητροπ. Περγάμου Ἰωάννην, 8/12/2007).
[14] Σχ. βλ. σχολιασμό τῆς Ὁδηγίας στήν ἐφημ. Καθολική, φύλ. 3078 /24-7-2007.
[15] ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΡΩΗΝ ΖΑΧΟΥΜΙΟΥ ΚΑΙ ΕΡΖΕΓΟΒΙΝΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, «Περί τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ οἰκουμενισμοῦ» (σερβιστί), περιοδ. ΠΡΑΒΟΣΛΑΒΛΙΕ, ἔκδ. τοῦ Πατριαρχείου τῆς Σερβίας, τεῦχ. 969-970 (1-15/8/2007), σ. 12.

7 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Η αναληφθείσα, υπό τινων Ορθοδόξων εκκλησιαστικών κύκλων, επιχείρηση εκκλησιολογικής και ιεροκανονικής θεμελιώσεως του βρίθοντος ηγεμονικής-εξουσιαστικής νοοτροπίας και όζοντος παπισμού πρωτείου εξουσίας εντός του πανιέρου περιβόλου της κατ Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας υπονομεύει το συνοδικό σύστημα διοικήσεως Αυτής, διακυβεύει την Πανορθόδοξη ειρήνη και ενότητα και εκθέτει στα όμματα του πιστού λαού τους εμπνευστές και αυτουργούς της (της αναληφθείσης επιχειρήσεως τουτέστιν).
Ο ομολογητής κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς π.Άγγελος Αγγελακόπουλος προέβη κατά συνειδησιακό-ποιμαντικό χρέος σε μία έξοχη ανάλυση από εκκλησιολογικής, αγιοπατερικής και ιεροκανονικής πλευράς,του γέμοντος στρεβλών απόψεων επισκοπικού κειμένου το οποίο και αποδόμησε επιτυχώς όπως και πολλοί άλλοι.
Αυτό το οποίο, τώρα, απομένει συνοψίζεται στη συνοδική αποδοκιμασία του θλιβερού, "κεντρικού" κειμένου της Ραβέννας, απ την πλευρά της Ελλαδικής Εκκλησίας, καθώς και των "περιφερειακών αποφυάδων" του που κατά καιρούς αντικρύζουν το φως της δημοσιότητας!
Λ.Ν.

Ανώνυμος είπε...

Δεν πρόκειται οι συνοδικοί να κακοκαρδίσουν τον πατριάρχη Βαρθολομαίο, το στοιβαρό "βραχίονα" μητροπολίτη Περγάμου και τον ανερχόμενο "αστέρα" μητροπολίτη Προύσης!

Ανώνυμος είπε...

ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΟΥΣ ΜΑΡΑΝΕ ΕΚΕΙ ΣΤΟ ΦΑΝΑΡΙ! ΑΝΑΚΑΛΥΨΑΝ ΜΑΛΙΣΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕς ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥΣ ΑΣΥΣΤΟΛΑ ΚΑΤΠΑΤΟΥΝ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ! ΑΛΛΑ ΟΤΑΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΟΥΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΤΕ ΤΟΥΣ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΝΟΥΝ ΚΙ ΑΠΟ ΠΑΝΩ!

Ανώνυμος είπε...

Μου προξενεί κατάπληξη το γεγονός ότι κανείς δεν έχει παρατηρήσει ως τώρα, προφανώς λόγω της βιασύνης να ανασκευάσουμε (και να κατακεραυνώσουμε...), κάποιες κρίσιμες επισημάνσεις "καρφιά" του κειμένου του αγίου Αβύδου. Οι παραπομπές αναφέρονται στις σελίδες του pdf εγγράφου του κειμένου που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου):

α) "Τό θέμα τοῦ διαλόγου μέ τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἕνα θέμα τόσο σοβαρό, ἕνα θέμα πού ἀφορᾶ τήν περί Ἐκκλησίας δογματική μας διδασκαλία, ἐγένετο ἀντικείμενο προβληματισμοῦ στό ἐσωτερικό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας. Αὐτό δείχνει ὅτι γιά τό Πατριαρχεῖο Μόσχας τά θέματα τοῦ διαλόγου μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς δέν ἀπασχολοῦν μόνο τά μέλη τῆς ἀντιπροσωπείας πού μετέχουν στό διάλογο, ἀλλά ἔχουν ἀσφαλῶς εὑρύτερο ἐνδιαφέρον, συζητοῦνται καί μελετῶνται, καρπός δέ αὐτῆς τῆς μελέτης εἶναι τό παρόν κείμενο πού μᾶς ἀπασχολεῖ" (σελ. 1).
Αυτά στη Ρωσία. Εδώ μελετώνται επισήμως και συνοδικώς τα κείμενα;;;

β)"Προκειμένου νά καταδειχθεῖ ὅτι στήν Ἐκκλησία δέν ἴσχυσε ποτέ ἕνα παπικό Πρωτεῖο ἐξουσίας ὁ συντάκτης καταφεύγει στή Ἐγκύκλιο Ἐπιστολή–Ἀπάντηση τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τόν Πάπαν Πίον Θ´ (1848), ἕνα λίαν ἐνδιαφέρον καί σημαντικό δογματικό καί συμβολικό κείμενο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, (τό ὁποῖο μεταξύ πολλῶν ἄλλων ἀποκαλεῖ τήν ἀποκαταστήσασα τόν Ἱ. Φώτιο καί ἀπαγορεύσασα οἱαδήποτε προσθήκη στό Σύμβολο τῆς Πίστεως Σύνοδο τῆς Κων/λεως τοῦ 879-880 ὡς Η´ Οἰκουμενική καί θεωρεῖ τό θρόνο τῆς Ρώμης καί τούς θρόνους ὅλων τῶν ἐπισκόπων τῆς Δύσεως ὡς κενούς)..." (σελ. 4).
Συνειδητοποιεί κανείς τι σημαίνουν αυτές οι επισημάνσεις και σε ποιους ακριβώς απευθύνονται;

γ)"Ὀφείλει νά συμφωνήσει κανείς μέ τήν ἐπισήμανση τοῦ κειμένου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὅτι ὁ θεσμός τοῦ Πρώτου στήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή εἶναι θεσμός κανονικός ἤ ἐκκλησιαστικός. Ἡ οἰαδήποτε ἀναλογική ἀναγωγή στή Μοναρχία τοῦ Πατρός καί στίς ἐνδοτριαδικές σχέσεις δέν μπορεῖ γιά πολλούς λόγους νά γίνει εὔκολα ἀποδεκτή. Δεδομένου, γιά παράδειγμα, ὅτι ὁ Πατήρ κοινωνεῖ τήν οὐσία Του στόν Υἱό, ἀποτελῶν τήν αἰτία τοῦ τρόπου τῆς υπάρξεώς Του, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀναλογική σχέση μεταξύ Πρώτου καί λοιπῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι λαμβάνουν τήν «οὐσία» τους ἀπό τό Ἅγ. Πνεῦμα, ἀπό τό ὁποῖο καί χειροτονοῦνται" (σελ. 52).
Ομοίως, όπως και παραπάνω, συνειδητοποιούμε τι λέει και σε ποιους;

Μήπως το κείμενο του αγίου Αβύδου αποδειχθεί πολύ πιο σημαντικό και πολύτιμο, απ' ό,τι εκ πρώτης όψεως νομίζουμε (ή μας επιτρέπει το πάθος μας να νομίζουμε);

Ανώνυμος είπε...

Μη μεταθέτεις ανώνυμε των 1:36 που "διέγνωσες" και πάθος στον πατέρα Άγγελο (από πότε "ετάζεις καρδίας και νεφρούς;")το κέντρο βάρους του όλου ζητήματος αλλού.
Το θέμα μας είναι οι απαράδεκτες θέσεις του Αβύδου για το πρωτείο με το οποίο κάποιοι προσπαθούν να εγκαταστήσουν παπάτο στο Βόσπορο και η πετυχημένη ανασκευή τους απ τον πατέρα Άγγελο.

Ανώνυμος είπε...

Το κείμενο του πατριαρχικού Επισκόπου Αβύδου
α) φέρνει στην επιφάνεια επιχειρήματα υπέρ της αναγνώρισης της οικουμενικότητας της Συνόδου του 879 και της ανυπαρξίας εκκλησιαστικής ιδιότητας των λατίνων (σε απάντηση όσων έγραψε πρόσφατα ο π. Γ. Τσέτσης),
β) αρνείται τη θεμελίωση του όποιου πρωτείου στη μοναρχία του Πατρός (ερχόμενο σε ευθεία αντίθεση με τις απόψεις των μητροπολιτών Περγάμου και Προύσσης),
γ) επισημαίνει την ανάγκη ομοφωνίας όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στη λήψη αποφάσεων για τα δογματικά και υψίστης σημασία κανονικά ζητήματα καταλήγοντας ότι "η θέση βεβαίως αυτή τελικά καταργεί de facto τη διάκριση μεταξύ των απολαυόντων και μη απολαυόντων πρεσβείων τιμής από τους ιερούς κανόνες εκκλησιαστικών θρόνων" (σελ. 50).
Αν συνεχίσω θα βρω και άλλα τέτοια σημεία στο κείμενο.

Αυτά δεν τα βλέπουμε; Δεν θέλουμε να τα δούμε; Δεν καταλαβαίνουμε ότι έχει σημασία να αναρτώνται στην ιστοσελίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ότι μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε ως όπλα; Συνιστούν δήθεν ανεπίτρεπτη μεταφορά του κέντρου βάρους, οι επισημάνσεις αυτές, ή απλώς ανάγνωση ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ του κειμένου του επισκόπου και προσπάθεια να κατανοηθεί ως σύνολο και στις λεπτομέρειές του, ώστε να ερμηνευθεί κατα το δυνατόν ορθοδόξως και κατά ενός πρωτείου βατικάνειου τύπου;


Το εκτενές κείμενο του Αβύδου περιέχει πλήθος ιστορικών παραδειγμάτων για να στηρίξει τις θέσεις του υπέρ της αναγνώρισης συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων , συνδεομένων με τα πρεσβεία τιμής της Κων/πόλεως. Η απόπειρα όμως κατάρριψης των θέσεων του αυτών, προϋποθέτει εξίσου εκτενή και προσεκτική ανάλυση, όχι επιλεκτική χρήση συγκεκριμένων περιπτώσεων ή θέσεων του Αβύδου (π.χ. μια υποσημείωση του κειμένου για την ερμηνεία που δίνει ο άγιος Νικόδημος), ώστε να στηρίξουμε την πραγματική ή υποτιθέμενη μεταπατερικότητα του συγγραφέα και, ως εκ τούτου, να θέσουμε εκποδών το κείμενό του.

Υπό την έννοια αυτή, λυπάμαι, πλην όμως όσο και αν δεν μου αρέσουν ορισμένες θέσεις του Αβύδου, ταπεινώς φρονώ ότι το κείμενο του π. Αγγέλου δεν επαρκεί ως απάντηση, παρά τις άριστες προθέσεις του συγγραφέα του και τις κρίσεις των εδώ σχολιαστών.

Ανώνυμος είπε...

Πολύ σωστή η επισήμανση του ανωνύμου των 6:44 μ.μ.
Αλγεινή εντύπωση προκαλούν τα όσα παντελώς αυθαίρετα περί "πάθους" ανέφερε ο ανώνυμος των 1:36 μ.μ.
Γεμίσαμε ψυχοανατόμους...

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)