ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ
ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΣΥΝΑΞΗ ΤΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ
(29.8.2015-2.9.2015)
Με αισθήματα πικρίας και απογοητεύσεως
αναγνώσαμε τις εισηγήσεις τόσον του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου,
όσον και των άλλων ομιλητών προς την Σύναξη των Ιεραρχών του Θρόνου, η οποία
πραγματοποιήθηκε κατόπιν προσκλήσεως αυτού στις 29 Αυγούστου έως 2 Σεπτεμβρίου
2015 στο Φανάρι. Και λέγομε με πικρία
και απογοήτευση, διότι ενώ υποτίθεται, ότι κατά την εν λόγω Σύναξη το Φανάρι
προσπάθησε να δώσει κάποια «ενημέρωση» στους ιεράρχες του Θρόνου,
γύρω από
φλέγοντα και επίκαιρα θέματα, εν τούτοις
σε πολλά σημεία των εισηγήσεων αυτών, κατά την ταπεινή μας γνώμη, δεν αποδόθηκε η αλήθεια των πραγμάτων, επειδή
αποσιωπήθηκαν ουσιώδεις πλευρές των θιγομένων θεμάτων, (προφανώς επώδυνες για
το Οικουμενικό Πατριαρχείο), πλευρές οι οποίες εάν εθίγοντο, θα απέδιδαν την
αλήθεια και την πραγματική εικόνα γύρω από τα θέματα αυτά.
Στις γραμμές που ακολουθούν, προχωρούμε σ’ ένα σύντομο
σχολιασμό των εν λόγω εισηγήσεων.
Η εισήγηση του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.
Βαρθολομαίου.
Στην εισήγησή του ο κ. Βαρθολομαίος αναφέρθηκε σε διάφορα
θέματα, όπως αυτό της προστασίας του περιβάλλοντος, της καταλλαγής μεταξύ των
χριστιανών και των θρησκειών, των διαχριστιανικών και διαθρησκειακών διαλόγων,
της διασποράς, της διασφαλίσεως της ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας και τέλος
της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η οποία προγραμματίζεται να
πραγματοποιηθεί, εκτός απροόπτου, τον προσεχή Ιούνιο του 2016.Παραπέμποντες τον
σχολιασμό των άλλων θεμάτων, σε άλλους, πλέον ειδικούς και αρμοδίους, θα
περιοριστούμε σε δύο μόνο θέματα της εισηγήσεως, στο θέμα της «καταλλαγής» και
στο θέμα των «διαχριστιανικών και διαθρησκειακών διαλόγων».
Για πολλοστή ήδη φορά ο κ. Βαρθολομαίος χρησιμοποιεί
οικουμενιστική γλώσσα και ιδεολογία, προφανώς για να αποδείξει στον κλήρο και
στον πιστό λαό του Θεού την αμετακίνητη προσήλωσή του και την αταλάντευτη
πεποίθησή του στις κακόδοξες θέσεις του. Με πολλή καύχηση αναφέρει ότι «το
Οικουμενικόν Πατριαρχείον ανέπτυξε πρωτοβουλίας και εξακολουθεί να διαδραματίζη
ηγετικόν ρόλον» στον τομέα «της καταλλαγής μεταξύ των χριστιανών και των
θρησκειών. Ο τομεύς ούτος των πρωτοβουλιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου
υφίσταται υπό τινων κύκλων επ’ ἐσχάτων εκστρατείαν
διαβολής και κατασυκοφαντήσεως ως δήθεν προδοτικός της Ορθοδόξου πίστεως.
Αλλ’ η καταλλαγή των ανθρώπων μετ’ αλλήλων και μετά του Θεού αποτελεί αυτόν
τούτον τον σκοπόν της Σαρκώσεως του Θεού και Λόγου και της σταυρικής Αυτού
θυσίας»
(Ρωμ. 5, 10, Β΄ Κορ. 5, 19). Ωστόσο η «καταλλαγή» για την οποία ομιλεί
εδώ ο απόστολος Παύλος, δεν έχει καμία σχέση με «την καταλλαγή μεταξὺ των χριστιανών και των
θρησκειών», την οποία αγωνίζεται να επιτύχει εδώ και δεκαετίες ο Οικουμενικός
Θρόνος.
Με τον όρο «καταλλαγή» ο απόστολος εννοεί την κατάργηση της έχθρας και την
συμφιλίωση, την οποία επέτυχε ο Θεός με τους ανθρώπους διά της σταυρικής θυσίας
του Υιού του: «Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του υιού
αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού» (Ρωμ.5,10).
Εάν όταν είμασταν εχθροί του Θεού εξ’ αιτίας των αμαρτιών μας και της
αποστασίας μας, συμφιλιωθήκαμε με τον Θεόν διά του θανάτου του Υιού του, πολύ
περισσότερο τώρα, που συμφιλιωθήκαμε, θα σωθούμε διά του Χριστού και θα γίνουμε
μέτοχοι της ιδικής του αιωνίου ζωής. Την καταλλαγή αυτή σε άλλα σημεία της
επιστολής του ονομάζει και δικαίωση: «πολλώ
ουν μάλλον δικαιωθέντες νυν εν τω αίματι αυτού σωθησόμεθαδι’ αυτού από της
οργής» (5,9). Την ίδια διδασκαλία περί καταλλαγής επαναλαμβάνει και
στην Β΄
προς Κορινθίους επιστολή του: «Τα δε πάντα εκ του Θεού του καταλλάξαντος ημάς
εαυτώ δια Ιησού Χριστού και δόντος ημίν την διακονίαν της καταλλαγής, ως ότι Θεός
ην εν Χριστώ, κόσμον καταλλάσσων εαυτώ, μη λογιζόμενος αυτοίς τα παραπτώματα
αυτών, και θέμενος εν ημίν τον λόγον της καταλλαγής» (5,18-19). Ο
Χριστός όμως ο οποίος είναι ο αυτουργός
αυτής της καταλλαγής, είναι η Αλήθεια και επομένως ο φυσικός χώρος, μέσα στον
οποίον επιτυγχάνεται αυτή η καταλλαγή είναι η Εκκλησία του, η όποια είναι «στύλος
και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄ Τιμ. 3,15). Αυτή δε η Εκκλησία Του δεν είναι άλλη από
την Μία Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δηλαδή την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ουδέποτε
είναι δυνατόν να επιτευχθεί η καταλλαγή έξω της Εκκλησίας, μέσα στον χώρο της
αιρέσεως, (Παπισμός, Προτεσταντισμός, Μονοφυστισμός, κ.λ.π.), πολύ δε
περισσότερον είναι τούτο αδύνατον μέσα στον χώρο των άλλων θρησκειών, (Ισλάμ,
Ιουδαϊσμός κ.λ.π). Μ’ άλλα λόγια για να επιτύχουν οι ετερόδοξοι και
ετερόθρησκοι την καταλλαγή και την σωτηρία, είναι ανάγκη να αποβάλουν τις
πλάνες των, να εγκολπωθούν την αλήθεια της Ορθοδοξίας και να γίνουν μέλη της
Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Αντίθετα η καταλλαγή για την οποία ομιλεί
εδώ ο κ. Βαρθολομαίος έχει ένα τελείως διαφορετικό χαρακτήρα. Η καταλλαγή του
κ. Βαρθολομαίου και των Οικουμενιστών αποσκοπεί στην ειρηνική συνύπαρξη και
συμφιλίωση μεταξύ των οπαδών διαφόρων θρησκειών μέσα στις σύγχρονες
πολυθρησκευτικές κοινωνίες και στην μεταξύ των συνεργασία για την αντιμετώπιση
από κοινού των συγχρόνων μεγάλων, παγκοσμίων προβλημάτων, που μαστίζουν την
ανθρωπότητα, όπως είναι η προστασία του περιβάλλοντος, η κατάργηση των πολέμων
και η ειρηνική συνύπαρξη των λαών, η αντιμετώπιση της φτώχειας, της ανεργίας,
των κοινωνικών ανισοτήτων και των φυλετικών διακρίσεων, η υπεράσπιση των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.λ.π. Αυτού του είδους η καταλλαγή, δηλαδή η
οικουμενιστικού τύπου καταλλαγή, ήταν
εξ’ άλλου ένα από τα δέκα θέματα που ορίσθηκαν στην Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξο
Διάσκεψη το 1976, για να συζητηθούν στην μέλλουσα να συνέλθει Αγία και Μεγάλη
Σύνοδο: «Συμβολή των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών εις την επικράτησιν των
χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της
αγάπης μεταξύ των λαών και άρσιν των φυλετικών διακρίσεων». Το παρά
πάνω θέμα επεξεργάσθηκε η Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, το 1986, η οποία
μεταξύ άλλων κατέληξε στην απόφαση ότι «αι κατά τόπους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι εν στενή
συνεργασία μεθ’ όλων των αγαπώντων την ειρήνην οπαδών των λοιπών εν τω κόσμω
θρησκειών, θεωρούν χρέος των να εργάζονται διά την ειρήνην επί της γής και την
επικράτησιν αδελφικών σχέσεων μεταξύ των λαών».[1]
Ωστόσο οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες ξεκαθάρισαν άπαξ διά παντός και σαφέστατα
το θέμα της ειρήνης και της κοσμικού τύπου καταλλαγής μεταξύ των λαών, όπως
επίσης και το θέμα των σχέσεων με τους αιρετικούς και αλλοδόξους με βάση
βεβαίως την ευαγγελική διδασκαλία και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων.
Όπως και άλλοτε έχουμε τονίσει, κανείς δεν αμφιβάλλει, ότι οι πόλεμοι, οι
συγκρούσεις, και οι αιματοχυσίες δεν είναι σύμφωνες με το θέλημα του Θεού. Όλα
αυτά, όπως και τα άλλα παγκόσμια προβλήματα που μαστίζουν την ανθρωπότητα,
είναι επακόλουθα της αμαρτίας και της αποστασίας του ανθρώπου από τον Θεό και
τότε μόνον θα εκλείψουν, όταν ο άνθρωπος επιστρέψει εν μετανοία μέσα στους
κόλπους της Εκκλησίας και εφαρμόσει το θέλημα του Θεού. Η Εκκλησία υποδεικνύει
μεν τον τρόπον της θεραπείας του κακού, δεν μπορεί όμως να μεταβληθεί σε έναν
εγκόσμιο ειρηνευτικό οργανισμό, ούτε είναι δυνατόν να εγκλωβιστεί σε εγκόσμιους
ρόλους, διότι τότε μοιραία εκκοσμικεύεται και εκφυλίζεται, χάνει την
σωτηριολογική της αποστολή. Αποστολή της Εκκλησίας είναι να ειρηνεύσει και να
αποκαταλλάξει τον άνθρωπο με τον Θεό, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να
καταλλαγούν και να ειρηνεύσουν και οι άνθρωποι στη συνέχεια μεταξύ τους. Να προσφέρει
τον Χριστόν, «δι᾿ού νυν την καταλλαγὴν ελάβομεν» (Ρωμ. 5,11), τον μόνον ειρηνοποιόν, ο
οποίος είναι «η ειρήνη ημών» (Εφ.2,14) κατά τον απόστολο. Στην Ορθόδοξη
Εκκλησία η ειρήνη δεν έχει κοσμικό χαρακτήρα και δεν σημαίνει απλώς την απουσία
πολέμου, αλλά είναι καρπός του αγίου Πνεύματος: «ο δε καρπός του Πνεύματος εστίν
αγάπη, χαρά, ειρήνη…» (Γαλ.5,22). Εξ άλλου και ο ίδιος ο Χριστός την
αντιδιαστέλλει από την κοσμική ειρήνη: «ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, ου καθώς ο
κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν» (Ιω.14,27). Σας δίδω την ιδική μου
ειρήνη, όχι σαν αυτή που δίδει ο κόσμος. Αυτήν και μόνον αυτού του είδους την
ειρήνη καλείται να δώσει και η Εκκλησία στον κόσμο, η οποία, όταν υφίσταται,
φέρνει από μόνη της και την άλλη, την κοσμική ειρήνη.
Πέραν τούτου, η ειρήνη δεν είναι πάντοτε
επαινετή, ούτε ο πόλεμος πάντοτε κακός. Υπάρχει κακή ειρήνη, όταν
συμπορευόμαστε και συνεργαζόμαστε με τους αλλοθρήσκους και αιρετικούς, οπότε
προδίδουμε την πίστη και καλός πόλεμος, για τον οποίον ομιλεί ο ίδιος ο Χριστός:
«Μη
νομίσητε, ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην, ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά
μάχαιραν. Ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά
της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής και εχθροί του ανθρώπου οι
οικιακοί αυτού» (Ματθ.10,34-36). Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σχολιάζει:
«Επί του πύργου εκείνου (της Βαβέλ) την κακήν ειρήνην η καλή διαφωνία έλυσε και
εποίησε ειρήνην….Ου γαρ πανταχού ομόνοια καλόν».[2]Ο
άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος επιβεβαιώνει: «Κρείττων γαρ επαινετός πόλεμος
ειρήνης χωριζούσης Θεού».[3] Στο κείμενο της Γ΄ Προσυνοδικής γίνεται ακόμη
λόγος για «στενή συνεργασία μεθ’ όλων των αγαπώντων την ειρήνην οπαδών των λοιπών
εν τω κόσμω θρησκειών». Πως όμως μπορούμε να συμφιλιωθούμε και να
συνεργαστούμε με τις άλλες θρησκείες,
που βρίσκονται στο σκότος της πλάνης, χωρίς να προσκρούσωμε στον θεόπνευστο
λόγο του αποστόλου: «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις. Τις γαρ
μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β΄Κορ. 6,14).
Με έμφαση επίσης ετόνισε στην εισήγησή του κ. Βαρθολομαίος
ότι «η συμμετοχή ημών εις την Οικουμενικήν
Κίνησιν, είτε υπό την μορφήν των θεολογικών διαλόγων, είτε δια της συμμετοχής
εις διαχριστιανικούς οργανισμούς, κατ’ ουδένα λόγον προσκρούει εις την πίστιν
ημών ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία αποτελεί την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και
Αποστολικήν Εκκλησίαν, την οποίαν ομολογούμεν εις το Σύμβολον της Πίστεως ημών,
εν ουδεμιά δε περιπτώσει υποδηλοί, η συνεπάγεται απάρνησιν, η νόθευσιν των
δογμάτων της πίστεως ημών η, ως κακοβούλως διαδίδουν τινές, εις «συγκρητισμόν»
και δημιουργίανυπερ-εκκλησίας. Αντιθέτως, δια της συμμετοχής ημών εις την
Οικουμενικήν Κίνησιν και ιδία δια των θεολογικών διαλόγων δίδεται η μαρτυρία
της Ορθοδόξου πίστεως». Δυστυχώς και εδώ ο κ.
Βαρθολομαίος δίδει μια παραπλανητική εικόνα τόσο στο θέμα της συμμετοχής στους
διαχριστιανικοὺςοργανισμούς, όσον
επίσης και στο θέμα των διαλόγων. Όπως κατ’ επανάληψιν έχουμε τονίσει σε
παλαιότερες δημοσιεύσεις και μελέτες
μας, η Ορθόδοξος Εκκλησία, επειδή ακριβώς είναι η «Μία, Αγία, Καθολική και
Αποστολική Εκκλησία, την οποίαν ομολογούμεν εις το Σύμβολον της Πίστεως ημών»,
δεν θα έπρεπε κατ’ ουδένα λόγον να ενταχθεί και να αποτελέσει μέλος του Π.Σ.Ε.
και των άλλων διαχριστιανικών οργανισμών. Και τούτο διότι αυτή καθ’ εαυτήν η
ένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Π.Σ.Ε. και η συνύπαρξη και συνεργασία της με
την αίρεση συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεώς της και αθέτηση της
εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της, συνιστά «μίξιν άμικτον και τέρας αλλόκοτον».
Όπως επισημαίνει ο αείμνηστος καθηγητής του Κανονικού Δικαίου κ. Κων. Μουρατίδης: «Η
αλλόκοτος και τερατώδης και καταλυτική της Ορθοδόξου κανονικής τάξεως και Ιεράς
Παραδόσεως συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το Παγκόσμιον Συνονθύλευμα των
Αιρέσεων συνιστά την μεγίστην παγίδα του Αντικειμένου εν τη ιστορία της
στρατευομένης Εκκλησίας του Χριστού, προς διάβρωσιν και αποσύνθεσιν του
απολυτρωτικού έργου της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας…Αυτό καθ’ εαυτό το
γεγονός της συμμετοχής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας εις το συνονθύλευμα
των αιρέσεων του Π.Σ.Ε. προσκρούει «α πριόρι» και εξ’ απόψεως αρχής εις
τεράστια και τουτ’ αυτό ανυπέρβλητα εμπόδια, προερχόμενα εξ’ αυτής της φύσεως
και του χαρακτήρος της Εκκλησίας, ως της Μιάς, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής
του Χριστού Εκκλησίας. Διότι αλλεπάληλλα και βεβαίως αναπάντητα παραμένουν εν
προκειμένω τα ερωτήματα: Πως συμβιβάζεται η υπό της Ορθοδόξου Καθολικής
Εκκλησίας διεκδικουμένη αποκλειστική υπ’ αυτής ταύτησις μετά της Μιάς, Αγίας,
Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας προς την συμμετοχήν αυτής εις το
Π.Σ.Ε.;…Πως είναι δυνατόν η μία αγία Εκκλησία του Χριστού να συμμετέχη ως
μέλος, να εντάσσεται μετά των άλλων αιρέσεων ισοτίμως και εκ πολλών απόψεων να
τίθεται εις απείρως μειονεκτικωτέραν θέσιν έναντι των αιρέσεων, εις ένα
κανονισμόν και να υποτάσσεται εις τας αποφάσεις της πλειοψηφίας των αιρετικών;
Πως είναι δυνατόν η Μία, Αγία Εκκλησία να μετέχει ενός οργανισμού, εντός του
οποίου να συνεργάζεται μεθ’ αιρετικών, να συμπροσεύχεται μετ’ αυτών και να
λαμβάνει θέσιν από κοινού μετ’ αυτών ως εκπροσώπων της χριστιανικής πίστεως εις
τα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητος; Ή το έτι χείρον, να συντάσσωνται θεολογικά
κείμενα υπό αιρετικών και εν πλήρει σχεδόν απουσία των Ορθοδόξων και να
εκπροσωπούν τρόπον τινά τα κείμενα αυτά και την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν;
Έτι πλέον! Πως είναι δυνατόν η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία να μετέχει εις ένα
οργανισμόν, η συμμετοχή εις τον οποίον να συνεπάγηται την αλλοτρίωσιν
θεμελιώδους δικαιώματος της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου
του Χριστού Εκκλησίας, του επανευαγγελισμού δηλαδή και της επαναφοράς των
αιρετικών εις την Εκκλησίαν, εξ’ ης απεσχίσθησαν, δεδομένου ότι ως γνωστόν,
βασική υποχρέωσις των μετεχουσών εις το Π.Σ.Ε. «Εκκλησιών» είναι και η μη
άσκησις προσηλυτισμού; Τέλος δέον ιδιαιτέρως να υπογραμμισθή το γεγονός, ότι
διά της συμμετοχής της εις το Π.Σ.Ε. η Ορθοδοξία παρητήθη κατ’ ουσίαν της
οικουμενικής αυτής αποστολής υπέρ του Π.Σ.Ε., όπερ και κατά την γνώμην μου
συνιστά το μέγιστον και πλέον οδυνηρόν πλήγμα κατά του απολυτρωτικού έργου, το
οποίον είναι κεκλημένη να επιτελέση εν μέσω του συγχρόνου κόσμου».[4] Πάνω στο ίδιο θέμα ο εσχάτως ανακηρυχθείς άγιος
Ιουστίνος Πόποβιτς παρατηρεί: «Ήτο άραγε απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό
το πανάχραντον Θεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χριστού, να
ταπεινωθεί τόσον τερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποί της θεολόγοι, ακόμη και
Ιεράρχαι, να επιζητούν την οργανικήν μετοχήν και συμπερίληψιν εις το Π.Σ.Ε.;
Αλλοίμονον, ανήκουστος προδοσία».[5]
Ισχυρίζεται επίσης ο κ. Βαρθολομαίος, ότι στους
μέχρι τώρα γενομένους διαλόγους «δίδεται η μαρτυρία της Ορθοδόξου πίστεως». Δεν μας εξηγεί όμως πιο
συγκεκριμένα για ποια «μαρτυρία Ορθοδόξου πίστεως» ομιλεί. Μήπως εννοεί τις
φρικτές και επαίσχυντες και προδοτικές της Ορθοδόξου πίστεως συμφωνίες, οι
οποίες συνομολογήθηκαν και υπεγράφησαν εκατέρωθεν μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών
κατά την Ζ΄ Γενική Συνέλευση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής τον Ιούλιο του
1993 στο Balamand του Λιβάνου; Ή μήπως εννοεί τις εξ’ ίσου φρικτές και
επαίσχυντες και προδοτικές της Ορθοδόξου πίστεως συμφωνίες, οι οποίες
συνομολογήθηκαν και υπεγράφησαν εκατέρωθεν μεταξύ Ορθοδόξων, Μονοφυσιτών και
Προτεσταντών στα πλαίσια της 9ης Γενικής Συνελεύσεως του Π.Σ.Ε. στο Porto Alegre της Βραζιλίας το 2006 και
της 10ης στο Πουσάν της Νοτίου Κορέας το 2013; Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και
πολλές άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, τις οποίες εξ’ άλλου έχουμε κατ’ επανάληψιν
δημοσιεύσει και δεν έχει κανένα νόημα να επαναλάβουμε πάλι.
Οι εισηγήσεις του Σεβασμιωτάτου
Γέροντος Περγάμου κ. Ιωάννου.
Οι εισηγήσεις αυτές, δύο τον αριθμό,
αφορούσαν η μεν πρώτη την ενημέρωση της Ιεραρχίας σχετικά με τα όργανα και την
όλη διαδικασία της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η δε δεύτερη
την ενημέρωση γύρω από το θέμα της πορείας του επισήμου «Θεολογικού Διαλόγου
της Ορθοδόξου μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας».
Περί της Αγίας και
Μεγάλης Συνόδου
Στην εισήγηση αυτή ο Σεβασμιώτατος, αφού
προηγουμένως μας δίδει μια συνοπτική εικόνα της ιστορικής διαδρομής της εν λόγω
Συνόδου από το 1923 και εντεύθεν μέχρι σήμερα, στη συνέχεια αναφέρθηκε στα
θέματα εκείνα από τον κατάλογο των δέκα θεμάτων της Α΄ Προσυνοδικής
Πανορθοδόξου Διασκέψεως, τα οποία πέρασαν από το στάδιο της προπαρασκευής και
εγκρίθηκαν τα τελικά κείμενα από τις αρμόδιες Προσυνοδικές Διασκέψεις. Στα δύο
πρώτα εξ’ αυτών με τίτλο: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς την
Οικουμενικήν Κίνησιν» και «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν
χριστιανικόν κόσμον», κατ’ αρχήν γίνεται λόγος για την αναθεώρηση και
επικαιροποίησή των από αρμόδια Διορθόδοξο Επιτροπή, η οποία και έγινε τον
Φεβρουάριο του 2015. Στο πρώτο κείμενο, κατά τον Σεβασμιώτατο, «καταφάσκεται
η σπουδαιότης της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την Οικουμενικήν
Κίνησιν ως προσφέρουσα εις αυτήν την δυνατότητα μαρτυρίας της Ορθοδόξου πίστεως
και επί τη βάσει ταύτη προωθήσεως της ενότητος των Χριστιανών».Το ίδιο
ισχύει και για το δεύτερο κείμενο, απ’ ότι πληροφορούμεθα από τα πρακτικά της
Γ΄ Πανορθόδοξου Προσυνοδικὴς
Διάσκεψης.
Ήδη αναφερθήκαμε παρά πάνω στον σχολιασμό
της εισηγήσεως του Οικουμενικού Πατριάρχου, ότι η συμμετοχή μας στην
Οικουμενική Κίνηση όχι μόνον δεν αποτελεί «σπουδαιότητα», αλλά «ανήκουστη προδοσία»
κατά τον άγιο Ιουστίνο τον Πόποβιτς και άλλους κορυφαίους καθηγητές και
θεολόγους και επομένως, γιατί η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν θα έπρεπε κατ’ ουδένα
λόγον να συμμετάσχει και να αποτελέσει μέλος του Π.Σ.Ε. Σε ποιούς τώρα θα
πρέπει να πιστεύσωμε και ποίων την γνώμη να δεχθούμε; Την γνώμη των συγχρόνων
αγίων μας, που είχαν θείο φωτισμό και υπήρξαν όργανα του αγίου Πνεύματος, ή την
γνώμη του κ. Βαρθολομαίου και των ομοφρόνων του; Ετονίσαμε επίσης στον
σχολιασμό της προηγουμένης εισηγήσεως, ότι κάθε άλλο παρά «μαρτυρία Ορθοδόξου πίστεως»
εδόθη στους μέχρι τώρα γενομένους διαλόγους, το αντίθετο μάλιστα!
Ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε επίσης στο
θέμα: «Συμβολή των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών εις την επικράτησιν των
χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της
αγάπης μεταξύ των λαών και άρσιν των φυλετικών διακρίσεων», το οποίο
ήδη σχολιάσαμε προηγουμένως. Και τα τρία παρά πάνω θέματα αναμένεται να
εγκριθούν κατά την προσεχή Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη, (Οκτώβριος
2015), και φυσικά και κατά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο! Θα έχουμε δηλαδή πλήρη,
(αυτή τη φορά και Συνοδική), έγκριση και εδραίωση της Παναιρέσεως του
Οικουμενισμού, πράγμα που σημαίνει ότι η μέλλουσα να συνέλθη Αγία και Μεγάλη
Σύνοδος δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά μια αιρετική Ψευδοσύνοδος!
Ένα άλλο θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο
Σεβασμιώτατος είναι το: «Περί κοινού εορτασμού του Πάσχα».
Ωστόσο το θέμα αυτό δεν συζητήθηκε ως αυτοτελές από την Β΄ Πανορθόδοξο
Προσυνοδικὴ Διάσκεψη, αλλά εν
αναφορά προς το άλλο συναφές θέμα του ημερολογιακού ζητήματος. Μάλιστα το ημερολογιακό
ήταν το κυρίαρχο θέμα, που συζητήθηκε από την Β΄ Προσυνοδικὴ, αφού αυτό, (και όχι το θέμα του κοινού
εορτασμού του Πάσχα), υπήρξε ένα από τα δέκα θέματα, που ορίσθηκε στην Α΄
Πανορθόδοξο Προσυνοδικὴ Διάσκεψη, (1976). Η Β΄
Προσυνοδική κατέληξε, μεταξὺ άλλων, στὸ
συμπέρασμα ότι «το θέμα, πολύ πέραν της επιστημονικής ακριβείας, είναι θέμα
εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της μιας και αδιαιρέτου Ορθοδοξίας, της οποίας
η ενότης κατ’ ουδένα λόγον η τρόπον πρέπει να διασαλευθή», και ότι «ο
πιστός λαός του Θεού είναι ανέτοιμος, η
τουλάχιστον απροπαράσκευος και απληροφόρητος, δια να αντιμετωπίση και δεχθή
μίαν αλλαγήν εις το θέμα του προσδιορισμού της ημερομηνίας του Πάσχα».[6]
Παράδοξως στην εισήγησή του ο Σεβασμιώτατος δεν αναφέρει ούτε λέξη γύρω
από το θέμα του ημερολογίου. Ωστόσο το ζήτημα αυτό, όπως εύστοχα έχει
παρατηρηθεί, «ετραυμάτισε την ενότητα της Εκκλησίας και ως κακή κληρονομιά συνοδεύει
έκτοτε την θεματολογία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου μέχρι σήμερα»[7],
εξακολουθεί να παραμένει μια ανοικτή πληγή στο σώμα της Εκκλησίας. Προκλήθηκε από την όλως άκριτη, επιπόλαιη και βεβιασμένη
ενέργεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου να υιοθετήσει το νέο ημερολόγιο,
συμπαρασύροντας και ορισμένες τοπικές Εκκλησίες, χωρίς την ομόφωνη γνώμη όλων
των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει σχίσματα και
διαιρέσεις στο σώμα της Εκκλησίας.
Αναφέρθηκε επίσης και στο θέμα: «Περί
των κωλυμάτων του Γάμου», το οποίο επεξεργάσθηκε η Β΄ Προσυνοδικὴ. Σχετικά με το θέμα αυτό η Διάσκεψη
προχώρησε σε καινοτομίες, διότι υιοθέτησε κατ’ οικονομίαν την τέλεση μικτών
γάμων Ορθοδόξων με ετεροδόξους και ετεροθρήσκους, οι οποίοι όμως απαγορεύονται
ρητά από τους ιερούς Κανόνες: Ο 14ος Κανών της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου ορίζει: «Επειδή εν τισιν
επαρχίαις συγκεχώρηται τοις αναγνώσταις και ψάλταις γαμείν, ώρισεν η Αγία
Σύνοδος, μη εξείναί τινι αυτών ετερόδοξον γυναίκα λαμβάνειν [.....] μήτε μην
συνάπτειν (τέκνον) προς γάμον αιρετικώ, η Ιουδαίω, η Έλληνι (ειδωλολάτρη), ει
μη άρα επαγγέλλοιτο μετατίθεσθαι εις την ορθόδοξον πίστιν το συναπτόμενον
πρόσωπον τω Ορθοδόξω». Ο 72ος Κανών της Πενθέκτης ορίζει: «Μη εξέστω Ορθόδοξον
άνδρα αιρετική συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μην αιρετικώ ανδρί γυναίκα ορθόδοξον
συζεύγνυσθαι. Αλλ’ ει και φανείη τι τοιούτον υπό τινος των απάντων γινόμενον,
άκυρον ηγείσθαι τον γάμον, και το άθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον». (Πρβλ. και
10ον και 31ον της εν Λαοδικεία, και 29ον της εν Καρθαγένη). Αναμένεται
λοιπόν και το θέμα αυτό να παραπεμφθεί στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο προκειμένου
να εγκριθούν συνοδικώς οι μικτοί γάμοι. Θα επικυρωθούν δηλαδή οι καινοτομίες
αυτές περί μικτών γάμων, και θα λάβουν συνοδική έγκριση παρά το γεγονός ότι οι
εν λόγω Ιεροί Κανόνες έχουν, ως θεόπνευστοι, διαχρονικό κύρος.
Περί της πορείας του επισήμου «Θεολογικού
Διαλόγου της Ορθοδόξου μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας».
Στην δεύτερη αυτή εισήγησή του ο
Σεβασμιώτατος, επιχειρεί να μας δώσει μια εικόνα της μέχρι σήμερα πορείας του
εν λόγω Διαλόγου, χωρίς ωστόσο να λέει όλη την αλήθεια. Γύρω από το θέμα αυτό
παραπέμπουμε τον αναγνώστη σε σχετική εργασία μας με τίτλο «Η Ορθοδοξία μπροστά στη θύελλα
του συγχρόνου Προτεσταντικού και Παπικού Οικουμενισμού»,[8]
όπου και περιγράφουμε με λεπτομέρειες την πορεία του Διαλόγου αυτού και
το αδιέξοδο στο οποίο έχει φθάσει σήμερα μετά από 35 χρόνια Διαλόγου. Από την
εισήγηση αυτή θα σχολιάσουμε ορισμένα μόνο σημεία.
Κατ’ αρχήν τίποτε δεν λέγεται στην
εισήγηση για την αντικανονική άρση των αναθεμάτων, η οποία επιχειρήθηκε
μονομερώς μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Βατικανού τον Δεκέμβριο
του 1965, χωρίς δηλαδή να προηγηθεί Πανορθόδοξος Σύνοδος και χωρίς την ομόφωνη
συναίνεση όλων των Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Για μιλήσουμε
ακριβέστερα, ούτε και αυτή ακόμη η Πανορθόδοξος Σύνοδος, (εάν συνεκαλείτο), θα
είχε την εξουσία να άρει τα αναθέματα, χωρίς να αρθούν προηγουμένως τα αίτια,
που οδήγησαν στην επιβολή των. Τίποτε δεν λέγεται στην εισήγηση για
το περιεχόμενο του κοινού κειμένου του Balamand, που είναι καθ’
ολοκληρίαν ένα κείμενο- προδοσία της Ορθοδόξου πίστεως και αναγνωρίσεως του
Παπισμού ως Εκκλησίας. Τίποτε δεν λέγεται για την καταδίκη της Ουνίας στο Freising και
την αθώωσή της στο Balamand. Τίποτε δεν λέγεται για τα πολλά
προβληματικά και από Ορθοδόξου απόψεως απαράδεκτα σημεία του κειμένου της Ραβέννας. Επίσης
ο Σεβασμιώτατος ονομάζει τον Παπισμό ως «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία», ενώ παρά
κάτω, στην τρίτη παράγραφο κάνει λόγο για ανακήρυξη «μονομερώς υπό της Ρώμης νέων
δογμάτων», δηλαδή αιρετικών διδασκαλιών, οι οποίες την κατέστησαν αιρετική
παρασυναγωγή. Επειδή δε κατεδικάσθη και συνοδικώς από πολλές Ορθοδόξους
Συνόδους μετά το Σχίσμα ως τοιαύτη, δεν είναι πλέον δυνατόν να αποτελεί
Εκκλησία.
Παρουσιάζει ακόμη τους μετά το Σχίσμα
μετά των Παπικών γενομένους Διαλόγους των αγίων Πατέρων μας, όπως του αγίου
Μάρκου του Ευγενικού, ως γενομένους μέσα σ’ ένα κλίμα «οξείας
πολεμικής των Ορθοδόξων κατά των Δογμάτων αυτών (των Παπικών)». Και ότι
εξ’ αιτίας αυτού του πολεμικού κλίματος «καθίστατο αδύνατος κάθε θεολογικός διάλογος
μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών». Παρουσιάζονται δηλαδή οι άγιοι
Πατέρες μας να διαλέγονται με πάθος και με φανατισμό και με μια πολεμική
διάθεση αντιπαραθέσεως να επιμένουν στην υπεράσπιση των Ορθοδόξων Δογμάτων. Μια
τέτοια στάση, κατά την γνώμη του εισηγητού, (και των άλλων οικουμενιστών
προφανώς), είναι λανθασμένη και καταδικαστέα, εξ’ αιτίας της ελλείψεως ορθής
βάσεως και γνησίου χριστιανικού πνεύματος αγάπης. Ουσιαστικά ο Σεβασμιώτατος εδώ
επαναλαμβάνει τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Γ΄ Προσυνοδική, (1986), κατά την συζήτηση του
θέματος: «Γενική επισκόπισις και αξιολόγησις της πορείας των σχέσεων και των
διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των λοιπών χριστιανικών Εκκλησιών και
Ομολογιών, ως και μετά του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών». Στη
συζήτηση αυτή κατά την αξιολόγηση του διαλόγου με τους Παπικούς ελέχθη, μεταξύ
άλλων, ότι «ο διάλογος ούτος καίπερ ο σπουδαιότερος πάντων των άλλων και κατά τους
βυζαντινούς χρόνους διεξαχθείς υπό διαφόρους συνθήκας άνευ αποτελέσματος, ως
στηριχθείς επί μη ορθής βάσεως και υπαγορευθείς ουχί υπό γνησίου χριστιανικού
πνεύματος, αλλ’ επιβληθείς έξωθεν δια της βίας, κατά τους ημετέρους χρόνους
εισέτι δεν έχει αρχίσει επισήμως».[9]
Στους διαλόγους αυτούς, όπως γνωρίζουμε, οι άγιοι Πατέρες μας έμεναν
πάντα ανυποχώρητοι στα ορθόδοξα δόγματα και έθεταν πάντα ως απαράβατο όρο
ενώσεως την αποβολή των αιρετικών διδασκαλιών του Παπισμού και την επιστροφή στην
Ορθοδοξία. Επειδή όμως οι Παπικοί επέμεναν πεισματωδώς στις πλάνες τους, οι
διάλογοι αυτοί δεν καρποφόρησαν. Η επιμονή τους στις αλήθειες της Ορθοδοξίας
δεν ήταν αποτέλεσμα πείσματος και φανατισμού, αλλά μια επιβαλλομένη και
επαινετή στάση ομολογίας πίστεως και αληθινής αγάπης προς τους εν πλάνη
ευρισκομένους Παπικούς. Ήταν μάλιστα μια στάση,
για την οποία η Εκκλησία τους τιμά ως ομολογητές και αγίους της
Εκκλησίας. Ωστόσο ο εισηγητής και οι ομόφρονές του απορρίπτουν την πατερική
βάση Διαλόγου του παρελθόντος, που στηρίζεται στα ορθόδοξα δόγματα, διότι δήθεν
απ' αυτή απουσιάζει το γνήσιο χριστιανικό πνεύμα, και φιλοδοξούν να
τοποθετήσουν μια νέα βάση στο διάλογο, οικουμενιστικής εμπνεύσεως και
προοπτικής, που θα αποτελέσει το θεμέλιο για την ανοικοδόμηση «συγκρητιστικού -
ουνιτικού» τύπου ενώσεως με τον Παπισμό.
Επιχειρεί επίσης οΣεβασμιώτατος να
ανασκευάσει την κατά την γνώμη του κακώς επικρατήσασα αντίληψη, ότι η «Ρωμαιοκαθολική
Εκκλησία δεν πρέπει να καλείται ‘Εκκλησία’». Και τούτο διότι: α) «ουδέποτε
από του Σχίσματος μέχρι τούδε η Ορθόδοξος Εκκλησία προέβη εις εκλογήν επισκόπου
Ρώμης εις αντικατάστασιν του Ρωμαιοκαθολικού Πάπα». Το γεγονός αυτό
κατά τον εισηγητή αποτελεί απόδειξη, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία τον ανεγνώριζε
πάντοτε ως κανονικό Πάπα της Ρώμης.
Επιστρατεύει μάλιστα τους αγίους Μάρκο τον Ευγενικό και Κύριλλο Αλεξανδρείας
προς επίρρωση των θέσεών του, και β) το γεγονός ότι «και οι πλέον συντηρητικοί
θεολόγοι των νεωτέρων χρόνων ανεφέροντο εις τον Ρωμαιοκαθολικισμόν με τον τίτλο
‘(Ρωμαιο)καθολική Εκκλησία’». Ως προς το πρώτο επιχείρημα απαντούμε τα
εξής: Όπως και άλλοτε έχουμε τονίσει, ο πατριαρχικός θρόνος της Δύσεως
βρισκόταν υπό την πλήρη κατοχή των βαρβάρων ηγεμόνων και κυρίως των Φράγκων,
ήδη από το έτος 1019. Μετά το Σχίσμα του 1054, δηλαδή 35 χρόνια αργότερα, ποιά
πολιτική, ή εκκλησιαστική αρχή της Ανατολής θα τολμούσε να επιβληθεί στους
Φράγκους και να εγκαταστήσει Ορθόδοξο Επίσκοπο στη θέση του Φράγκου πλέον Πάπα;
Τούτο ήταν αδύνατον. Πολύ περισσότερο τούτο ήταν αδύνατον στους μετέπειτα
αιώνες, που το Βυζάντιο όλο και περισσότερο κατέρρεε. Ας κάνει τον κόπο ο
Σεβασμιώτατος να μελετήσει τον μακαριστό πρωτοπρεσβύτερο π. Ιωάννη Ρωμανίδη,
τον κορυφαίο αυτόν Θεολόγο του 20ου αιώνος, για να πληροφορηθεί για τον ρόλο
των Φράγκων στην εδραίωση του Παπισμού.
Σχετικά με τους προμνημονευθέντες αγίους
απαντούμε τα εξής: Έχουμε ήδη τονίσει σε παλαιότερες δημοσιεύσεις μας, ότι
είναι μεν αληθές ότι ο Άγιος Μάρκος κατά την έναρξη των εργασιών της Συνόδου
προσφώνησε τον πάπα ως «Μακαριώτατον πάπαν της Πρεσβυτέρας Ρώμης»
και ως «Πατέρα της κατά την οικουμένην Εκκλησίας, ο οποίος συνήγαγε τα τέκνα
του από περάτων της Οικουμένης…», αλλ’ είναι επίσης αληθείς και οι
άλλοι λόγοι του προς την Σύνοδον, όταν αυτή πλησίαζε προς το τέλος της, (στην
Φλωρεντία), στους οποίους χαρακτηρίζει τους παπικούς όχι μόνον ως σχισματικούς,
αλλά και ως αιρετικούς: «Ου μόνον εισίν οι Λατίνοι σχισματικοί, αλλά
και αιρετικοί. Και τούτο παρεσιώπησεν η Εκκλησία ημών, διά το, το γένος είναι
εκείνων πολύ ισχυρότερον ημών. Ημείς δε ού δι’ άλλο τι εσχίσθημεν αυτών, ει μη
ότι εισίν αιρετικοί. Διό ουδέ πρέπει όλως ενωθήναι αυτοίς, ει μη εκβάλωσι την
προσθήκην από του συμβόλου και ομολογήσωσιν το σύμβολον καθώς και ημείς».[10]
Τους αυτούς δε χαρακτηρισμούς αποδίδει στους παπικούς και αργότερα, μετά την
υπογραφή του «όρου» της ψευδο-ενώσεως (τον οποίον βέβαια «όρον» αυτός δεν
υπέγραψε), σε επιστολή του, την οποία απηύθυνε προς τους «απανταχού της γης»
χριστιανούς. Έγραφε: Εφ’ όσον οι Παπικοί εξακολουθούν να σφάλουν «περί
την θεολογίαν του Αγίου Πνεύματος (δηλαδή την κακοδοξία του filioque), εις ό
βλασφημήσαι κινδύνων ο χαλεπώτατος, αιρετικοί εισίν άρα» και εμείς οι Ορθόδοξοι
«ως αιρετικούς αυτούς απεκόψαμεν».[11] Σε άλλη επιστολή του προς τον ιερομόναχο
Θεοφάνη, μεταξύ άλλων έγραφε: Εγώ «Μάρκος ο αμαρτωλός» σας
λέγω, ότι εκείνος ο οποίος μνημονεύει τον Πάπαν, ως Ορθόδοξο αρχιερέα, είναι
ένοχος και όποιος φρονεί τα δόγματα των Λατίνων θα κατακριθεί με τους Λατίνους
και θα θεωρηθεί «ως παραβάτης της πίστεως».[12]
Σε άλλη εγκύκλια επιστολή του, «Προς τους απανταχού της γης και των νήσων
ευρισκομένους Ορθοδόξους Χριστιανούς», την οποία έγραψε όταν ήταν
εξόριστος στη Λήμνο, (περί το 1440), ονομάζει και πάλι τους Λατίνους χωρίς
περιστροφές «αιρετικούς» διότι φρονούν «άτοπα και δυσσεβή», ενώ σε άλλο
σημείο της επιστολής ονομάζει τους Λατινόφρονας (προδρόμους των
σημερινών Οικουμενιστών) «μιξοθήρας ανθρώπους», δηλαδή κατά το ήμισυ
ανθρώπους και κατά το ήμισυ θηρία,
επειδή αφ’ ενός μεν παραδέχονται με τους Λατίνους ότι το Άγιον Πνεύμα
εκπορεύεται «και εκ του Υιού», αφ’ ετέρου δε παραδέχονται με τους Ορθοδόξους,
ότι τούτο εκπορεύεται μόνον «εκ του Πατρός». Την δε ψευδο-σύνοδον Φεράρας–Φλωρεντίας
αποκαλεί «Καϊαφαϊκόν συνέδριον».[13]
Κατά την
«Απολογίαν» του την οποία έγραψε
ολίγον προ της προς Κύριον εκδημίας του, έγραφε: «πέπεισμαι γαρ ακριβώς ότι όσον
αποδιΐσταμαι, (όσον απομακρύνομαι), τούτου και των τοιούτων, (του ενωτικού
πατριάρχου Μητροφάνους και των λατινοφρόνων γενικώς), εγγίζω τω Θεώ και πάσι
τοις αγίοις, και ώσπερ τούτων χωρίζομαι, ούτως ενούμαι τη αληθεία και τοις
αγίοις πατράσι τοις θεολόγοις της Εκκλησίας».[14]
Μετά από όσα παρά πάνω αναφέραμε, θα έπρεπε, νομίζουμε, ο Σεβασμιώτατος, εάν
ήθελε να μην «κολοβώσει» τον άγιο και να μην δώσει μια παραπλανητική εικόνα γι’
αυτόν να μνημονεύσει και όσα περί Παπισμού είπε ο Άγιος περί το τέλος της
ψευδο-συνόδου, (στην Φλωρεντία), όπως επίσης και μετά την ψευδο-σύνοδο μέχρι
της οσιακής κοιμήσεώς του.
Στο ερώτημα πως συμβιβάζονται οι πρώτοι
(εισαγωγικοί) λόγοι του με τους μεταγενέστερους, με τους οποίους φαίνεται να
έρχεται ο Άγιος σε τελεία αντίθεση και εν πάση περιπτώσει, σε ποιούς πρέπει να
δώσωμε μεγαλύτερη και βαρύνουσα σημασία, απαντούμε τα εξής: Κατ’ αρχήν είναι
αδύνατον να εννοήσουμε, ότι ο υπέροχος αυτός άνδρας ο «θεοειδής την τε ψυχήν και
προαίρεσιν», ο οποίος «έργοις τε και λόγοις στύλος ανεδείχθη
Ορθοδοξίας, εναντίον βασιλέων και τυράνων»,[15]
σύμφωνα με τον βιογράφο του Μανουήλ τον Ρήτορα, να υπήρξε είτε καιροσκόπος
«εκκλησιαστικός διπλωμάτης», είτε ανιστόρητος θεολόγος, ώστε να αγνοεί την επί
Μεγάλου Φωτίου συνελθούσα Σύνοδο του 879-880 (Η΄ Οικουμενική) και την εν
Κωνσταντινουπόλει συνελθούσα Σύνοδο του
1351 (Θ΄ Οικουμενική), οι οποίες απερίφραστα κατεδίκασαν τις γνωστές ήδη
αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού. Όπως επίσης δεν αγνοούσε την από του 11ου
αιώνος επελθούσα διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ Ορθοδοξίας και
Παπισμού. Ο Άγιος εγνώριζε σαφέστατα και επίστευε ακράδαντα και πριν από τη έναρξη
της ψευδο-συνόδου, ότι ο Παπισμός είναι αίρεση. Επομένως οι εισαγωγικοί του
εκείνοι λόγοι δεν εκφράζουν το βαθύτερο πιστεύω του, αλλά αποτελούσαν έκφραση
του φλογερού πόθου του και της επιθυμίας του να επανέλθει η αιρετική Ρώμη στους
κόλπους της Εκκλησίας. Αποτελούσαν λόγους οικονομίας, που αποσκοπούσαν στο να
φιλοτιμήσουν τους παπικούς σε προσέγγιση και να τους παρακινήσουν σε μετάνοια.
Εις ό,τι αφορά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας
απαντούμε τα εξής: Ο άγιος αντιμετώπισε στην αρχή τον Νεστόριο σαν άρρωστο
μέλος της Εκκλησίας και σαν σοφός ιατρός έκανε ό,τι είναι δυνατόν για την
θεραπεία του. Όταν όμως διαπίστωσε, μετά τις δύο πρώτες επιστολές νουθεσίας,
ότι δεν θεραπεύεται, αναγκάζεται στην τρίτη, να τον απειλήσει, ότι αν δεν
παύσει τις αιρετικές του διδασκαλίες, θα διακόψει κάθε εκκλησιαστική κοινωνία
μαζί του. Πράγματι ο άγιος διέκοψε την εκκλησιαστική κοινωνία με τον Νεστόριο
μετά από δύο τοπικές Συνόδους, μία στην Ρώμη από τον Πάπα Κελεστίνο και μία
στην Αλεξάνδρεια από τον άγιο Κύριλλο, που έγιναν το ίδιο έτος, το 430. Μάλιστα
στη δεύτερη Σύνοδο, κατά την οποία και προήδρευσε, συνέταξε συνοδική επιστολή
προς τον Νεστόριο, στην οποία μεταξύ των άλλων παρατίθενται και οι 12
Αναθεματισμοί. Η Σύνοδος έστειλε την συνοδική επιστολή προς τον Νεστόριο και
του έδωσε προθεσμία, από κοινού με τον Πάπα Κελεστίνο, ότι «ει μη απόσχοιτο την ταχίστην των
εαυτού καινοτομιών και κατά την ορισθείσαν προθεσμίαν παρά του οσιωτάτου και
θεοσεβεστάτου της Ρωμαίων Εκκλησίας επισκόπου Κελεστίνου…ουδένα κοινωνίας έχει
τόπον προς τους ιερέας του Θεού, αλλ’ έσται πάντων αλλότριος…»,[16]
έαν δεν απομακρυνθεί και δεν αναθεματίσει τις αιρετικές του
διδασκαλίες, «ουδένα κοινωνίας έχει τόπον», θα παύσουν πλέον να έχουν εκκλησιαστική
κοινωνία μαζί του. Όταν εγράφη η συνοδική επιστολή, η Σύνοδος είχε μεν
καταδικάσει τον Νεστόριο και τις αιρετικές του διδασκαλίες, ωστόσο δεν έκρινε
σκόπιμο να διακόψει αμέσως την εκκλησιαστική κοινωνία μαζί του. Αυτό θα γινόταν
μόνο μετά την λήξη της προθεσμίας και με βάση τις δύο αυτές τοπικές συνόδους.
Τούτο σημαίνει ότι ο άγιος, (όπως και ο Πάπας Κελεστίνος), διέκοψαν την
εκκλησιαστική κοινωνία με τον Νεστόριο μετά την λήξη της προθεσμίας και όχι
μετά την καταδίκη του από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, όπως εσφαλμένα πιστεύει ο
Σεβασμιώτατος. Δεν έχουμε καμιά μαρτυρία από τις πηγές, ότι ο άγιος κατά την
διάρκεια της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου εξακολουθούσε να αποκαλεί τον Νεστόριο
«αδελφό και συλλειτουργό», πράγμα που σημαίνει, ότι ήδη πρό της Γ΄ Οικουμενικής
ο άγιος διέκοψε την εκκλησιαστική κοινωνία με τον Νεστόριο. Πιστεύουμε ότι ο
Σεβασμιώτατος αυθαίρετα βγάζει το συμπέρασμα, ότι «μόνον Σύνοδος και μάλιστα
Οικουμενική, έχει το δικαίωμα να θέσει, (τούς αιρετικούς), εκτός της
Εκκλησίας», διότι δεν παραθέτει ούτε μία μαρτυρία από τις πηγές, για να
τεκμηριώσει τις απόψεις του.
Επανερχόμενοι τώρα στην περίπτωση του Παπισμού, θα
μπορούσαμε άραγε να θεωρήσουμε τον Παπισμό ως αληθή Εκκλησία και τον Πάπα ως
αληθή επίσκοπο της Πρεσβυτέρας Ρώμης, επειδή δήθεν ο Παπισμός δεν κατεδικάσθη
από καμία Οικουμενική Σύνοδο, ή επειδή η Ανατολή δεν είχε τότε, (1054), την
πολιτική και εκκλησιαστική δύναμη να τοποθετήσει Ορθόδοξο Πάπα Ρώμης; Όχι
βέβαια. Ο Παπισμός είχε καταδικαστεί ως αίρεση ήδη επί μεγάλου Φωτίου κατά την
Σύνοδο του 879-880, η οποία είχε όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιάς
Οικουμενικής Συνόδου. Επίσης κατεδικάσθη ως αίρεση και από όλες τις
μεταγενέστερες μετά το Σχίσμα Ενδημούσες Συνόδους, με προεξάρχουσα την Σύνοδο
του 1351, επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, η οποία είναι η Θ΄ Οικουμενική
Σύνοδος της Εκκλησίας.
Σχετικά με το δεύτερο επιχείρημα των «συντηρητικών θεολόγων των
νεωτέρων χρόνων» απαντούμε τα εξής: Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας καλείται
να βαδίσει «επομένη τοις αγίοις πατράσι» και όχι «επομένη» πίσω από τον
κάθε Ορθόδοξο θεολόγο, όσο μεγάλος και σπουδαίος και αν είναι αυτός και όσο
μεγάλη θεολογική κατάρτιση και αν έχει και όσους πανεπιστημιακούς τίτλους και αν διαθέτει, είτε αυτός λέγεται
Τρεμπέλας, ή Καρμίρης, ή Φλωρόφσκυ κ.λ.π. Τους θεολόγους αυτούς ακολουθούμε στο
μέτρο που και αυτοί με την σειρά τους ακολουθούν τους αγίους Πατέρες. Και τούτο
διότι οι άγιοι Πατέρες, ως έχοντες φθάσει σε κατάσταση θείου φωτισμού και
βιώνοντες το γεγονός της θεώσεως ως μία πραγματικότητα μέσα τους, βρίσκονται σε
απείρως πλεονεκτικότερη θέση από τους παρά πάνω αναφερθέντας θεολόγους, οι
οποίοι επειδή ακριβώς δεν διαθέτουν τον θείο φωτισμό των αγίων Πατέρων,
αδυνατούν να παράγουν «πρωτογενή θεολογία» που είναι καρπός
θείας αποκαλύψεως και όχι καρπός ακαδημαϊκής ενασχολήσεως, ή επιστημονικής έρευνας.
Στο συγκεκριμένο λοιπόν ζήτημα του κατά πόσον ο Παπισμός είναι Εκκλησία ή όχι,
όλοι οι μετά το Σχίσμα άγιοι, από τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά μέχρι τον άγιο
Νεκτάριο και τον άγιο Παΐσιο, χωρίς καμία εξαίρεση, χαρακτηρίζουν τον Παπισμό
ως αίρεση και όχι ως Εκκλησία.
Κλείνοντας την εισήγησή του ο Σεβασμιώτατος δεν μπόρεσε να
κρύψει την απαισιοδοξία του για το μέλλον του θεολογικού διαλόγου, τονίζοντας:
«Τα
προβλήματα τα διαιρούντα την Ορθοδοξίαν με τον Ρωμαιοκαθολικισμόν είναι εισέτι
πολλά. Ο διάλογος έχει ακόμη μακράν θεματολογίαν να εξαντλήση και η ένωσις, (ας
μην ανησυχούν οι προτιμώντες την διαίρεσιν), απέχει πολύ». Τα
προβλήματα αυτά τα συνόψισε στην Ουνία, το φιλιόκβε, τα μονομερώς υπό της Ρώμης
προκηρυχθέντα δόγματα κατά την β΄ χιλιετίαν και τις αναφυείσες διαφορές μεταξύ
Ορθοδόξου και δυτικής Θεολογίας κατά τας ησυχαστικάς έριδας τον 14ο αιώνα.
Οι εισηγήσεις του Μητροπολίτου Σασίμωνκ.
Γενναδίου.
Οι εισηγήσεις αυτές, δύο τον αριθμό, αφορούσαν η μεν πρώτη
στην συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Π.Σ.Ε, η δε δεύτερη στην πορεία του
θεολογικού Διαλόγου με την Παγκόσμια Λουθηρανική Ομοσπονδία.
Ο Σεβασμιώτατος άρχισε την
πρώτη εισήγησή του με μια ιστορική ανασκόπηση του Π.Σ.Ε. και τη
συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας σ’ αυτό. Δεν παρέλειψε και αυτός να τονίσει,
όπως και οι προηγούμενοι εισηγητές, την «σπουδαιότητα» της συμμετοχής της
Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Π.Σ.Ε. και ότι «η Ορθοδοξία ουχί απλώς δεν εζημιώθη εκ της
συμμετοχής αυτής εις την Οικουμενικήν Κίνησιν, αλλ’ ωφελήθη πολλαπλώς,
θεολογικώς και εκκλησιαστικώς, ιδιαιτέρως διά της συναινετικής μεθόδου λήψεως
αποφάσεων». Ως προς το θέμα της παρά τους ιερούς Κανόνες συμμετοχής της
Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Π.Σ.Ε. και τους άλλους Διαχριστιανικούς Οργανισμούς,
της πολλαπλής ζημίας εκ της εν λόγω συμμετοχής λόγω αδυναμίας Ορθοδόξου
μαρτυρίας, όπως επίσης και για το αδύνατον της οποιαδήποτε συνεργασίας της
Ορθοδόξου Εκκλησίας με την αίρεση και της αλήθειας με το ψεύδος, σε οποιοδήποτε
τομέα δράσεως, έχουμε ήδη αναφερθεί στον
σχολιασμό της εισηγήσεως του Οικουμενικού Πατριάρχου.
Παράλληλα έκδηλος υπήρξε ο προβληματισμός του για την όλη
πορεία του Π.Σ.Ε. και τη σημερινή του κατάσταση, τονίζοντας ότι «σήμερον
εν εκ των κυριοτέρων προβλημάτων του Συμβουλίου είναι ότι αντιμετωπίζει το
φαινόμενον της ‘επανομολογήσεως’, της προβολής δηλαδή της ιδιαιτέρας ταυτότητος
εκάστης των Χριστιανικών Εκκλησιών. Το όραμα του οικουμενισμού ουχί μόνον δεν
φαίνεται να κινητοποιή τα εκκλησίας, ως εγίνετο εις το παρελθόν, αλλά θεωρείται
υπό τινων ομολογιών ως ‘απειλή’ δια την ιδιοπροσωπείαν των». Εις ότι
αφορά τη θέση των Ορθοδόξων στο Π.Σ.Ε. είναι αποκαλυπτικός ο λόγος του, ότι: «θεωρούν τους Ορθοδόξους ως εν
ιδιότυπον σώμα το οποίον ανήκει εις ένα άλλον κόσμον και εις ένα διαφορετικόν πολιτισμόν,
εν σώμα ξένον προς τους προβληματισμούς της οικουμενικής Κινήσεως»! Αναγκάζεται
δηλαδή να ομολογήσει την πλήρη χρεοκοπία και το αδιέξοδο, στο οποίο έχει φθάσει
σήμερα το Π.Σ.Ε. μετά 68 χρόνια πορείας από της ισδρύσεώς του, διότι έχει
απομακρυνθεί αισθητά από το αρχικό του όραμα. Η Επιτροπή Πίστις και Τάξις του
Π.Σ.Ε. «δεν έχει την αίγλην την οποία είχε προς εικοσαετίας. Απώλεσε τον
ιδιάζοντα θεσμικόν χαρακτήρα της και δεν διαδραματίζει πλέον τον πρωτεύοντα
θεολογικό ρόλον ως συνέβαινεν εις το παρελθόν». Αντίθετα μάλιστα «η
Γενική Συνέλευση του Μπουσάν το έτος 2013 προώθησε μίαν νέαν κοινωνιολογικήν
και πολιτικήν ταύτισιν των Εκκλησιών μελών του Π.Σ.Ε. εν σχέσει με το
πρωταρχικόν όραμα αυτού και της Οικουμενικής Κινήσεως». Εδώ ομολογεί το
ελεεινό κατάντημα των «Εκκλησιών» μελών του Π.Σ.Ε., της στροφής των δηλαδή σε κοινωνικούς στόχους και της εμπλοκής των
σε πολιτικές σκοπιμότητες. Πανηγυρική ομολογία χρεοκοπίας! «Τι
χρείαν έχομεν μαρτύρων»; Ωστόσο ο Σεβασμιώτατος παρά τις παρά πάνω
διαπιστώσεις του εξακολουθεί να παραμένει εγκλωβισμένος στην οικουμενιστική
ιδεολογία του. Διότι ενώ ομολογεί όλα τα παρά πάνω, εν τούτοις επιμένει στην
ανάγκη «ημείς οι Ορθόδοξοι να απελευθερωθώμεν από στεγανά πλαίσια του
εσωτερικού ημών εγκλωβισμού και να συναντήσωμεν τον ‘πλησίον’ ημών ή τους
‘άλλους’ τους Χριστιανούς του κόσμου»!
Στην δεύτερη εισήγησή του εξέφρασε και πάλι τον
προβληματισμό του για τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ο διάλογος με τους
Λουθηρανούς, τονίζοντας ότι ο Διάλογος «τείνει να αποκτήσει αποκλειστικώς
θεωρητικόν –ακαδημαϊκον περιεχόμενον χωρίς να προσδίδεται η απαιτουμένη έμφασις
εις την συζήτησιν φλεγόντων θεμάτων, αποτελούντων κατά κανόνα εμπόδια διά την
ένωσιν των Εκκλησιών, ως π.χ. το μείζον θέμα της Εκκλησιολογίας. Τοιουτοτρόπως
ο στόχος της επιτεύξεως της πλήρους και ορατής ενότητος…παραμένει πολύ
μακρυνός». Αναγκάζεται δηλαδή και εδώ να ομολογήσει, μετά 35 χρόνια
Διαλόγου, την αδυναμία των Λουθηρανών να αποδεχθούν την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία
και γενικότερα την Ορθόδοξη Δογματική διδασκαλία και επομένως το αδιέξοδο στο
οποίο έχει φθάσει ο Διάλογος. Παρά κάτω προσθέτει ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία «εκφράζει
την εντεινόμενην ανησυχίαν αυτής σχετικώς προς τας παρατηρουμένας προσφάτους
εξελίξεις εις τον χώρον του Λουθηρανισμού ες ζητήματα αφορώντα τον ‘γάμον των
ομοφυλοφίλων’ και την ‘χειροτονίαν των Γυναικών’». Με την παρά πάνω
συγκλονιστική ομολογία του μπορούμε να συμπεράνουμε άνετα και σαφέστατα, ότι ο
εν λόγω 35ετης Διάλογος όχι απλώς δεν κατόρθωσε να φέρει τους Λουθηρανούς πιο
κοντά στην Ορθοδοξία, όχι απλώς έχει φτάσει σε αδιέξοδο, αλλ’ ότι οι
Λουθηρανοί, παρά τον Διάλογο, όλο και περισσότερο απομακρύνονται από την
Ορθόδοξη πίστη και Παράδοση, υιοθετούντες τους γάμους ομοφυλοφίλων και την
χειροτονίαν των Γυναικών.
Η εισήγηση του
Μητροπολίτου Αυστρίας κ. Αρσενίου.
Η εισήγηση του ο Σεβασμιώτατος, αναφέρθηκε στις
σχέσεις και το Διάλογο με τους Μεταρρυθμισμένους. Κατ’ αρχήν έκανε μια
ιστορική αναδρομή και γενική επισκόπηση
στον συνεχιζόμενο Διάλογο, από το 1988 και εντεύθεν, με τις «Μεταρρυθμισμένες
εκκλησίες», οι οποίες στηρίζονται στις θεωρίες του Ζβίγγλιου και του
Καλβίνου, που υπάγονται στην «Παγκόσμια Κοινωνία Μεταρρυθμισμένων
Εκκλησιών». Γενικά παρατηρείται μια απροθυμία αυτών των «εκκλησιών»
για τη συνέχιση του διαλόγου με την Ορθοδοξία, ώστε, όπως τόνισε ο Σεβασμιώτατος:
«εις
την τελευταίαν τοιαύτην Συνάντησιν ουδεμία απόφασις ελήφθη δια την συνέχισιν, ή
μη, του διαλόγου, ή δια τον ορισμόν νέας θεματολογίας, κατόπιν της εξαντλήσεως
της πρώτης ταύτης περιόδου συζητήσεων». Στις μέχρι τώρα δέκα
Συναντήσεις της Μικτής Επιτροπής επί του Διαλόγου, στις οποίες εξετάσθηκαν
δογματικής φύσεως θέματα, καμία πρόοδος δεν σημειώθηκε και καμία προσέγγιση δεν
επετεύχθη από τους ετεροδόξους προς την Ορθοδοξία. Απλώς «διεφάνησαν κατά καιρούς και
αναλόγως της θεματολογίας, αι διαφορετικαί προσεγγίσεις της Ορθοδόξου και της
Μετερρυθμισμένης πλευράς κυρίως εις θέματα Εκκλησιολογίας, Σωτηριολογίας και
της θέσεως των Αγίων, της Θεοτόκου, του
Μυστηρίου της Ιερωσύνης και της εν γένει θεωρήσεως του Μυστηρίου της Θείας
Ευχαριστίας εν τη Εκκλησία». Έχουμε δηλαδή και εδώ πλήρη αδιέξοδο στον
Διάλογο. Επί πλέον η υιοθέτηση και από τους Μεταρρυθμισμένους της χειροτονίας
των γυναικών, αποδεικνύει πανηγυρικά όχι απλώς το αδιέξοδο, αλλά και την ακόμη
μεγαλύτερη απομακρύνσή των από την Ορθόδοξη πίστη και Παράδοση. Ωστόσο ο
Σεβασμιώτατος πιστεύει ότι ο Διάλογος παρά την χρεωκοπία του πρέπει πάση θυσία
να συνεχιστεί. Κατά την άποψή του ο μέχρι σήμερα 27χρονος Διάλογος ολοκλήρωσε
την πρώτη φάση του, η οποία «συνέβαλε καθοριστικώς εις την δημιουργίαν
βάσεως αληθούς επικοινωνίας και αλληλογνωριμίας» και ότι «τώρα
καλούμεθα να εγκαινιάσωμεν νέαν φάσιν Διαλόγου διά το μέλλον». Μ’ άλλα
λόγια χρειασθήκαμε 27 χρόνια για να αλληλογνωρισθούμε με τους Μεταρρυθμισμένους
και τώρα στη νέα φάση θα αρχίσουμε τον κανονικό διάλογο. Πάλι καλά που δεν
χρειασθήκαμε 100 χρόνια γνωριμίας! Κάτι είναι και αυτό, δόξα σοι ο Θεός! Εδώ τα
σχόλια περιττεύουν.
Η εισήγηση του
Μητροπολίτου Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εισήγηση του Σεβασμιωτάτου
Μητροπολίτου Διοκλείας κ. Καλλίστου Γουέαρ, ο οποίος αναφέρθηκε στους διαλόγους
Ορθοδόξων και Αγγλικανών. Σύμφωνα με τον Σεβασμιώτατο και αυτός ο διάλογος έχει
βαλτώσει εξαιτίας των διαφορετικών τάσεων μέσα στον Αγγλικανισμό. Μεταξύ των
άλλων τόνισε χαρακτηριστικά: «Το γενικό πνεύμα των συναντήσεών μας είναι
θερμό και φιλικό. Κάποιοι από τους αγγλικανούς της Επιτροπής είναι κοντά στους Ορθοδόξους στη θεολογική
τους ματιά, αλλά υπάρχουν κάποιοι από τους Ευαγγελικούς και τις φιλελεύθερες
πτέρυγες του αγγλικανισμού, των οποίων οι απόψεις διαφέρουν από της Ορθοδόξου
Εκκλησίας. Εξαιτίας των πολλών διαφορετικών απόψεων εντός του αγγλικανισμού θα
ήταν μη ρεαλιστικό να φανταστούμε ότι μπορεί να υπάρξει οργανική ένωση και
επαναφορά της ευχαριστιακής κοινωνίας μεταξύ των εκκλησιών μας στο προσεχές
μέλλον, Παρ’ όλα αυτά κάνουμε αργή αλλά σταθερή πρόοδο στην αμοιβαία κατανόηση.
Γι’ αυτό το λόγο πιστεύω σταθερά ότι ο διάλογος Ορθοδόξων – Αγγλικανών φέρνει
θετικά αποτελέσματα και θα πρέπει να συνεχιστεί» (μετάφραση από το
αγγλικό κείμενο).
Στα παρά πάνω
λόγια του Σεβασμιωτάτου έχουμε να παρατηρήσουμε ότι παρ’ όλο ότι επισημαίνει το
πραγματικό χάος, που διαχωρίζει τον Αγγλικανισμό από την
Ορθοδοξία, εν τούτοις δε διστάζει να τον αποκαλέσει «εκκλησία». Επίσης δεν αναφέρθηκε
στις χειροτονίες
των γυναικών, στους «γάμους» των ομοφυλοφίλων και στη δυνατότητά τους
να γίνονται κληρικοί, γεγονός που βαθαίνει περισσότερο το χάσμα μεταξύ της
Ορθοδοξίας και του Αγγλικανισμού! Επίσης το ζήτημα της «αμοιβαίας κατανόησης»
δεν είναι το ζητούμενο, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως σταθερή πρόοδος του
διαλόγου. Ουσιαστική πρόοδο στο διάλογο θα είχαμε μόνον όταν οι αιρετικοί
αγγλικανοί έδειχναν διάθεση να αναθεωρήσουν τις κακοδοξίες τους, να καταργήσουν
τις χειροτονίες των γυναικών, τους γάμους των ομοφυλοφίλων κ.α. και να
προσεγγίσουν την ορθόδοξη πίστη της Εκκλησίας.
Η απαισιοδοξία και η αβεβαιότητα για την τύχη του διαλόγου αυτού, είναι
διάχυτη στην εισήγησή του. Μπορεί μεν να «βλέπει» «θετικά» αποτελέσματα, ωστόσο
όμως την «ευχαριστιακή κοινωνία» την τοποθετεί όχι «στο προσεχές μέλλον»,
αλλά μάλλον πολύ μακριά! Καθώς φαίνεται, ο μακροχρόνιος αυτός διάλογος, δεν
πρόσθεσε το παραμικρό στην επιστροφή τους στην Ορθοδοξία!
Κλείνοντας την
αναφορά μας στις παρά πάνω εισηγήσεις, εκφράζουμε και πάλι την βαθύτατη θλίψη
μας, τόσο για την εισήγηση του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, όσον
επίσης και για τις άλλες. Λυπούμεθα, διότι η εκκλησιαστική κορυφή της
Ορθοδοξίας, ενώπιον μάλιστα όχι ενός τυχαίου ακροατηρίου, αλλά ενώπιον των
Ιεραρχών του Οικουμενικού Θρόνου, δεν είπε την αλήθεια και προσεπάθησε να δώσει
ζωή στο «εξαίσιο» πτώμα του Οικουμενισμού. Λυπούμεθα επίσης και για τους άλλους
εισηγητές, διότι ενώ σύμφωνα με τις εισηγήσεις των διαπιστώνουν ξεκάθαρα, το
ατελέσφορο των διαλόγων και την πεισματώδη επιμονή των αιρετικών στις πλάνες
των, αδυνατούν να δεχθούν και εφαρμόσουν τον θεόπνευστο λόγο του αποστόλου «αιρετικόν
άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τιτ.3,10), αλλά
εξακολουθούν να στηρίζουν τον παναιρετικό Οικουμενισμό. Δεν είχαν το σθένος και
την ομολογιακή παρρησία, να εισηγηθούν στον Οικουμενικό Πατριάρχη την οριστική
διακοπή των Διαλόγων. Το επιχείρημα των Οικουμενιστών ότι αν
διακοπούν οι Διάλογοι, η Ορθοδοξία δήθεν απομονώνεται είναι αστείο, αν μάλιστα
λάβουμε υπ’ όψιν μας το πρωτοφανές άνοιγμα και την εκπληκτική εξάπλωση της
Ορθοδοξίας στις χώρες του τρίτου κόσμου (Αφρική, Ασία κ.λ.π.) μέσω της
Εξωτερικής Ιεραποστολής καθ’ όλη την διάρκεια του 20ου αιώνος μέχρι
σήμερα και την πρωτοφανή εξάπλωση του Ορθοδόξου Μοναχισμού στις Η.Π.Α. διά του
χαρισματούχου και αγίου Γέροντος Εφραίμ, πρώην ηγουμένου της Ιεράς Μονής
Φιλοθέου Αγίου Όρους. Δεν γνωρίζουμε εάν στον επακολουθήσαντα μετά τις
εισηγήσεις διάλογο βρέθηκε έστω και ένας ιεράρχης με ομολογιακό και μαρτυρικό
φρόνημα, να ανατρέψει όσα ειπώθηκαν, να ζητήσει από τον κ. Βαρθολομαίο τον
τερματισμό των Διαλόγων και την επίσημη καταδίκη του Οικουμενισμού στην
μέλλουσα να συνέλθει «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο». Ας γνωρίζουν όμως πάντες, ότι
Χάριτι Θεού και πρεσβείαις των ομολογητών και μαρτύρων Αγίων ο πιστός λαός έχει
ήδη αφυπνισθεί και επαγρυπνεί και ουδέποτε θα επιτρέψει τετελεσμένα γεγονότα.
Εκ του Γραφείου επί των
Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
[1]Γραμματεία
ἐπὶ
τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΙ, …….ο.π. σελ. 115.
[2]Βλ.
ὙπόμνημαεἰςτὸκατὰΜατθαῖονΕὐαγγέλιον,
Ομιλία ΛΕ΄, ΕΠΕ 10,492.
[3]Γρηγορίου
Θεολόγου, Ἀπολογητικός της εἰςΠόντονφυγῆς
82, ΕΠΕ 1,176.
[4]Κων.
Μουρατίδου, Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Οικουμενική Κίνησις, Ο σύγχρονος μέγας
πειρασμός της Ορθοδοξίας, Εκδ. «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1972, σελ. 18-19.
[5]Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, καθ. Πανεπιστημίου
Βελιγραδίου, Ορθόδοξος Εκκλησία και
Οικουμενισμός, Εκδ. Ιεράς Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο, Σερβία, σελ.
224
[6]Μητροπολίτου
πρώην Ἑλβετίας
Δαμασκηνοῦ, Πρὸς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον, Προβλήματα
καὶ
προοπτικαί, Ἀθῆναι 1990, σελ.39-40.
[7]Βλ.
άρθρο του πρωτοπρ. π. Θεοδώρου Ζήση, ομοτ. Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του
Α.Π.Θ. μὲ θέμα: «Μεταλλαγμένη καὶ αλλοιωμένη η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος
της Ορθοδόξου Εκκλησίας», δημοσιευθέν στον Ορθόδοξο
Τύπο (10.3.2015).
[8]«Η Ορθοδοξία μπροστά στη θύελλα του
συγχρόνου Προτεσταντικού και Παπικού Οικουμενισμού», Πειραιὰς 2012,
Ἔκδοση Β΄.
[9]Γραμματεία
ἐπὶ
τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ
Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
ΣΥΝΟΔΙΚΑ
ΙΙ, …….ο.π. σελ. 113.
[10]Mansi
31A, 885DE.Bλ. και «Πρακτικά της αγίας
και Οικουμενικής εν Φλωρεντία Συνόδου», εκδ. Gill, Pontificum Institutum Orientalium,
Studiorum, Roma 1953, Vol. V, fasc. II, σελ. 400 (25-53).
[11]Μ.
Εφέσου, Επιστολή τοις απανταχού της
γης(…) Χριστιανοίς, CFDS, Ser. A΄, Τομ.Χ, fascII, σελ.144(29-33).
[12]Επιστολή
κυρού Μάρκου του Εφέσου, Προς Θεοφάνην,
PG 160, 1096-1100.
[13]Νικολάου
Βασιλειάδη, Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός
και η ένωσις των Εκκλησιών, Εκδ. Αδελφότης Θεολόγων ο «Σωτήρ», Αθήναι 2007,
σελ.178.
[14]Απολογία του αγιωτ. Μητροπολίτου Εφέσου
Μάρκου του Ευγενικού, ρηθείσα επί τη τελευτή αυτού αυτοσχεδίως, PG 160,
536BC-536CD.
[15]Μανουήλ
του μεγάλου Ρήτορος, Λόγος περί Μάρκου
του (…) Εφέσου…, CFDS, Ser. A΄, Τομ. Χ, fascII, σελ.212 (28-29). 209 (31-36).
[16]PG
77, 108A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου