ΤΟ ΜΕΓΑ ΚΗΠΟΤΑΦΕΙΟΝ
Διάβασα στὸ Γεροντικό, ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἀρχαῖα βιβλία τοῦ μοναχικοῦ θεσμοῦ, ὅτι ὁ ἀββᾶς Μακάριος περπάτησε μέρες καὶ μέρες μέσα στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ βρῆ τὸ κηποταφεῖο τοῦ Ἰαννῆ καὶ τοῦ Ἰαμβρῆ. Κι ἐγὼ χρόνια τώρα ψάχνω μὲ τὸν νοῦ μου νὰ βρῶ τὸ μεγαλύτερο νεκροταφεῖο τοῦ κόσμου. Εἶναι στὴν πολυάνθρωπη Ρωσσία; Εἶναι στοὺς ἀρχαίους λαοὺς τῆς Ἀνατολῆς;
Εἶναι στὴν εὐδαίμονα Ἀμερική; Καὶ μετὰ ἀπὸ πολλοὺς συλλογισμούς, καλοὺς καὶ κακούς, κατέληξα σὲ ἕνα πολὺ πικρὸ συμπέρασμα. Εἶναι, μὴ τρομάξετε, οἱ ἐπίσκοποί μας στὴν Ἑλλάδα!
Εἶναι στὴν εὐδαίμονα Ἀμερική; Καὶ μετὰ ἀπὸ πολλοὺς συλλογισμούς, καλοὺς καὶ κακούς, κατέληξα σὲ ἕνα πολὺ πικρὸ συμπέρασμα. Εἶναι, μὴ τρομάξετε, οἱ ἐπίσκοποί μας στὴν Ἑλλάδα!
Χαλάει ὁ κόσμος, γκρεμίζονται τὰ πάντα (ἀκόμη καὶ εὐκτήριοι οἶκοι Ἰεχωβάδων καὶ δαιμονολατρῶν γίνονται μὲ τὶς εὐλογίες τῶν κρατούντων!)· οὔτε μιλιὰ οὔτε λαλιά. Κατήντησαν σὰν τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν· μήτε βλέπουσι μήτε ἀκούουσι μήτε λαλοῦσι! Οἱ τάφοι τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ὁσίων πάντα λαλοῦν, θαυματουργοῦν, πληροφοροῦν, εὐωδιάζουν. Ἔχουμε σήμερα, δυστυχῶς, στὴν Ἐκκλησία ἕνα ζωντανὸ κοιμητήριο, ὅπου οὐκ εἰσὶ λαλιαὶ οὐδὲ λόγοι.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑπερδύναμη στὸν κόσμο. Τὰ πολιτεύματα ὅλα θὰ καταστραφοῦν, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία ποτέ.
Λαλῆστε. Μιλῆστε. Φωνάξτε! Κουραστήκαμε νὰ περιμένουμε. Χαθήκαμε μέσα στὴν σιωπή σας. Σαχάρα ἡ Ἐκκλησία; Οὔτε βότανο φυτρώνει οὔτε ὀσμὴ εὐωδιᾶς ὑπάρχει. Ἀναμένουμε ὁμολογία καὶ λόγο ἀφυπνιστικό. Ζητοῦμε τὰ θεϊκὰ σημεῖα τοῦ ὄρους Σινᾶ. Θεοφανία ζητοῦμε. Μόνον ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ μᾶς τὴν δώση. Ὁ Μωυσῆς, ποὺ καθωδηγοῦσε τὸν λαὸ τὸν ἐκλεκτό, δὲν ἦταν μόνον πολιτικός, ἀλλὰ καὶ θρησκευτικὸς ὁδηγός. Αὐτὴν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία βγάλτε την πρὸς τὰ ἔξω μὲ διάθεση μαρτυρική, γιὰ ἀνάψυξη τῶν κουρασμένων καὶ πεφορτισμένων Χριστιανῶν καὶ ὀρθοδόξων Ἑλλήνων.
Ἐὰν δὲν σμίξη καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία τὸ αἷμα της μὲ τὸ αἷμα τῶν ὁμολογητῶν καὶ μαρτύρων τῆς Εἰκονομαχίας καὶ τῶν ἁγίων Νεομαρτύρων, δὲν θὰ φέξη σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο. Ἔλεγε ὁ μακαριστὸς ἐπίσκοπος Ἀττικῆς Ἰάκωβος: «Προσέχετε, αὐτοὶ θὰ σᾶς βγάλουν τὰ ράσα καὶ θὰ σᾶς βάλουν νὰ περπατᾶτε στοὺς δρόμους μὲ παντελόνια».
Στὸν Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, ὅταν οἱ πολιτικοὶ καὶ οἱ ἀρχηγοὶ ἐγκατέλειψαν τὴν Ἑλλάδα, ὁ δεσπότης καὶ ὁ παπᾶς κράτησαν τὸν λαὸ αὐτόν. Ἀπὸ τὴν βρακοζώνη τοῦ πολιτικοῦ μόνον οἱ ὀπαδοί του μποροῦν νὰ κρατηθοῦν καὶ ἂν μποροῦν κι αὐτοί. Τὸ φλάμπουρο ὅμως τοῦ ράσου ζωοποιεῖ τὸν λαό, τὸν ἡρωοποιεῖ, τὸν σώζει μὲ τὴν δύναμη τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ ἀναστημένου Χριστοῦ. Βίρα τὶς ἄγκυρες, Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ βάλε πλώρη. Χαθήκαμε. Κυριολεκτικὰ ἀπωλεσθήκαμε.
Ἱερὲ κλῆρε τοῦ Θεοῦ, ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς, συνειδητοποιῆστε ὅτι ἡ πασχαλιάτικη λαμπάδα, μὲ τὴν ὁποία προσκαλεῖτε τὸν λαὸ στὸ ἀνέσπερο φῶς, τρεμοσβήνει. Ὄχι μόνον τὸ φῶς θὰ σβήσουν, ἀλλὰ καὶ τὴν λαμπάδα θὰ σᾶς πάρουν μέσα ἀπὸ τὰ χέρια σας. Κρατῆστε την σφικτὰ καὶ ἀναμμένη καὶ βροντοφωνῆστε: «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ δοξάσατε Χριστὸν τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν».
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου