Δείτε το πρωτότυπο κείμενο της Απόφασης στα Αγγλικά
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Άρθρο 2 Πρωτοκόλλου 1 • Σεβασμός θρησκευτικών πεποιθήσεων των γονέων • Οι γονείς είναι υποχρεωμένοι να υποβάλουν υπεύθυνες δηλώσεις με την προσυπογραφή του δασκάλου ως προς το ότι τα παιδιά δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι για να απαλλαγούν από το μάθημα των θρησκευτικών
ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ
31 Οκτωβρίου 2019
Η απόφαση θα καταστεί τελική υπό τις περιστάσεις που ορίζει το Άρθρο 44 § 2 της Σύμβασης. Ενδέχεται να υποβληθεί σε επιμέλεια κειμένου.
Στην υπόθεση Παπαγεωργίου και άλλοι κατά Ελλάδας,
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Πρώτο Τμήμα) δικάζον σε Τμήμα υπό την ακόλουθη σύνθεση:
Ksenija Turković,Πρόεδρος,Λίνος – Αλέξανδρος Σισιλιάνος,
Aleš Pejchal,
Armen Harutyunyan,
Pere Pastor Vilanova,
Tim Eicke,
Jovan Ilievski,δικαστές,
καιRenata Degener, Αναπληρώτρια Γραμματέας Τμήματος,
Aleš Pejchal,
Armen Harutyunyan,
Pere Pastor Vilanova,
Tim Eicke,
Jovan Ilievski,δικαστές,
καιRenata Degener, Αναπληρώτρια Γραμματέας Τμήματος,
Έχοντας διασκεφθεί μυστικά την 24η Σεπτεμβρίου 2019,
Εκδίδει την ακόλουθη απόφαση που έλαβε την ίδια ημέρα:
- ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. Η υπόθεση εκκίνησε με δύο προσφυγές (αρ. 4762/18 και 6140/18) κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο κατά το άρθρο 34 της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (“η Σύμβαση”) από πέντε Έλληνες πολίτες (“οι προσφεύγοντες”), τα ονόματα των οποίων περιλαμβάνονται στον επισυναφθέντα κατάλογο, στις 5 και 8 Ιανουαρίου 2018 αντίστοιχα. .
2. Οι προσφεύγοντες εκπροσωπήθηκαν από τον κ. Β.Σωτηρόπουλο, δικηγόρο με έδρα στην Αθήνα. Η Ελληνική Κυβέρνηση (“η Κυβέρνηση”) εκπροσωπήθηκε από τους εκπροσώπους της κ. Κ.Γεωργάδη Νομικό Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτος και την κ. Α. Μαγρίππη, Δικαστική Πληρεξούσια Α’ Τάξης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
3. Οι προσφεύγοντες καταγγέλλουν παραβιάσεις των άρθρων 8, 9 και 14 της Σύμβασης και του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου αρ. 1.
4. Στις 26 Μαρτίου 2018 οι προσφυγές ανακοινώθηκαν στην Κυβέρνηση.
5. Την 31 Μαϊου και στις 14 Ιουνίου 2018, σύμφωνα με το άρθρο 36 § 2 of της Σύμβασης και το άρθρο 44 § 3 του Κανονισμού του Δικαστηρίου, ο Αντιπρόεδρος του Τμήματος επέτρεψε στην οργάνωση National Secular Society, στο Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι και στην Grassrootsmobilise Research Programme που έχει έδρα στο ΕΛΙΑΜΕΠ να παρέμβουν ως τρίτοι διάδικοι στις διαδικασίες.
- ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
- ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
6. Οι πρώτοι δύο προσφεύγοντες της προσφυγής αρ. 4762/18 είναι οι γοενίς της τρίτης προσφεύγουσας, μαθήτριας σχολείου που κατά τον χρόνο της προσφυγής (κατά την διάρκεια του σχολικού έτους 2017/18) ήταν στην τρίτη και τελευταία τάξη του Γενικού Λυκείου του μικρού νησιού της Μήλου. Η πρώτη προσφεύγουσα στην προσφυγή αρ. 6140/18 είναι η μητέρα της δεύτερης προσφεύγουσας, μαθήτριας σχολείου που κατά τον χρόνο της προσφυγής ήταν στην τετάρτη δημοτικού στο μόνο δημοτικό σχολείο στο μικρό νησί της Σίφνου.
7. Οι πρώτοι δύο προσφεύγοντες, στην προσφυγή αρ. 4762/18 και η πρώτη προσφεύγουσα στην προσφυγή αρ. 6140/18 ουδέποτε υπέβαλαν, για λογαριασμό των τέκνων τους κάποια αίτηση απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, ούτε για το σχολικό έτος 2017/18 ούτε για προηγούμενα σχολικά έτη που διδάχτηκαν το μάθημα. Περαιτέρω, ουδέποτε κίνησαν νομικές διαδικασίες προσβάλλοντας στο Συμβούλιο της Επικρατείας την εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με ημερομηνία 23 Ιανουαρίου 2015, η οποία ορίζει την διαδικασία για την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών.
8. Εν τούτοις, στις 12 Ιουλίου 2017, οι προσφεύγοντες και των δύο προσφυγών άσκησαν αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την ακύρωση δύο μεταγενέστερων αποφάσεων του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με τίτλο “Πρόγραμμα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών για το Λύκειο” με ημερομηνία 13 Ιουνίου 2017 και “Πρόγραμμα σπουδών για το μάθημα των θρησκευτικών στο Δημοτικό” με ημερομηνια 13 Ιουνίου 2017 – περίπου δύο μήνες πριν την έναρη του σχολικού έτους 2017/18 και κατά την διάρκεια των θερινών διακοπών του δικαστηρίου, οι οποίες διαρκούν μεταξύ της 1ης Ιουλίου και 15 Σεπτεμβρίου. Προσέβαλαν αυτές τις αποφάσεις λόγω του ότι δεν παρέχουν ένα αντικειμενικό, κριτικό και πλουραλιστικό μάθημα θρησκευτικών που δεν θα χρειαζόταν διαδικασία απαλλαγής, καθώς θα αφορούσε όλους τους μαθητές, όχι λόγω νομικής υποχρέωσης, αλλά λόγω του ότι δεν θα έβλαπτε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους.
9. Στις αιτήσεις ακυρώσεως τους, οι προσφεύγοντες ανέλυσαν εκτενώς επίσης ότι η διαδικασία απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, όπως καθοριζόταν στην προαναφερθείσα εγκύκλιο, ήταν αντίθετη στα άρθρα 8, 9 και 14 της Σύμβασης.
10. Στις 12 και 24 Ιουλίου 2017 οι προσφεύγοντες ζήτησαν να δικαστούν οι υποθέσεις τους από το Θερινό Τμήμα κατά την επείγουσα διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 11 του Προεδρικού Διατάγματος 18/1989, πριν την έναρξης του νέου σχολικού έτους 2017/18 που θα άρχιζε στις 11 Σεπτεμβρίου 2018. Ωστόσο, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε το αίτημα για έλλειψη σημασίας.
11. Οι αιτήσεις ακύρωσης ορίστηκαν να συζητηθούν ενώπιον του Γ’ Τμήματος [Σ.τ.Μ.: του Συμβουλίου της Επικρατείας] στις 12 Οκτωβρίου 2017. Η συζήτηση αναβλήθηκε πολλές φορές και ορίστηκε εκ νέου για τις 9 Νοεμβρίου 2017, 14 Δεκεμβρίου 2017, 8 Φεβρουαρίου 2018, 22 Μαρτίου 2018, 19 Απριλίου 2018, 4 Μαϊου 2018, 1η Ιουνίου 2018 και 21 Σεπτεμβρίου 2018.
12. Η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι το Γ’ Τμήμα είχε αναβάλει την υπόθεση λόγω του ότι ανέμενε την έκδοση αποφάσεων της Ολομέλειας σε δύο αιτήσεις ακυρώσεως για την ακύρωση δύο υπουργικών αποφάσεων σχετικών με το μάθημα των θρησκευτικών στο δημοτικό, το γυμνάσιο και το λύκειο που αφορούσαν το σχολικό έτος 2016/17. Οι προσφεύγοντες αντέλεξαν ότι στις αποφάσεις με τις οποίες αναβαλλόταν η συνεδρίαση, το Γ’ Τμήμα δεν είχε καταγράψει τον λόγο που επικαλείται η Κυβέρνηση και ότι δεν θα μπορούσε να το είχε κάνει, διότι οι άλλες υποθέσεις αφορούσαν άλλους διαδίκους και σχετίζονταν με το σχολικό πρόγραμμα του σχολικού έτους 2016/17.
13. Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας εξέδωσε τις αποφάσεις αρ. 660/2018 (περί το πρόγραμμα διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών για το δημοτικό και το γυμνάσιο για το σχολιό έτος 2016/17) και αρ. 926/2018 (περί το πρόγραμμα διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών για το λύκειο του σχολικού έτους 2016/17) για τις προαναφερθείσες υποθέσεις, στις 20 Μαρτίου 2018, επί αιτήσεως ακυρώσεως του Έλληνα Ορθοδόξου Μητροπολίτη Πειραιώς, ο οποίος είχε προσβάλλει την εφαρμογή της μεταρρύθμισης του μαθήματος των θρησκευτικών που προτεινόταν με το εν λόγω πρόγραμμα. Η Ολομέλεια έκρινε ότι η υπουργική απόφαση ήταν αντίθετη στα άρθρα 4 § 1, 13 § 1 και 16 § 2 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου αρ 1 της Σύμβασης και στο άρθρο 9 της Σύμβασης, καθώς απέκλειε τους μαθητές του Ορθόδοξου Χριστιανικού δόγματος από το δικαίωμα να διδαχθούν αποκλειστικά το δόγμα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
14. Σε συνέχεια της εκδοσης των ανωτέρω αποφάσεων, οι αιτήσεις ακυρώσεως των προσφευγόντων αφαιρέθηκαν από το έκθεμα του Γ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας και εισήχθησαν για εκδίκαση ενώπιον της Ολομέλειας στις 4 Μαϊου 2018. Οι αιτήσεις ακυρώσεως αναβλήθηκαν εκ νέου και προγραμματίστηκαν για να συζητηθούν την 21η Σεπτεμβρίου ενώπιον της Ολομέλειας, λόγω της σημασίας που είχαν, προκειμένου να εκδικαστούν από κοινού μαζί με άλλες δύο αιτήσεις ακυρώσεως που είχαν υποβληθεί από άλλα άτομα κατά των ίδιων υπουργικων αποφάσεων που είχαν προσβάλλει και οι προσφεύγοντες. Οι άλλες αιτήσεις ακυρώσεως που είχαν ασκηθεί από γονείς μαθητών, από έναν θεολόγο, από μία επισκοπή, από έναν μητροπολίτη και από ένα σωματείο ζητούσαν την ακύρωση των ίδιων υπουργικών αποφάσεων και προγραμμάτων σπουδών, αλλά για λόγους διαμετρικά αντίθετους από αυτούς για τους οποίους εξέθεταν οι προσφεύγοντες. Σε αυτές τις αιτήσεις ακύρωσης, οι αιτούντες αυτοπροσδιορίζονταν ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι και διαμαρτύρονταν, μεταξύ άλλων, ότι το προσβαλλόμενο νέο πρόγραμμα σπουδών για το σχολικό έτος 2017/18 φαινόταν να “μεταβάλει το μάθημα από Ορθόδοξο ομολογιακό σε μάθημα θρησκειολογικό”, κατά παράβαση των άρθων 4 και 13 του Συντάγματος και της σχετικής εφαρμοστέας νομοθεσίας.
15. Η Εκκλησία της Ελλάδος άσκησε παρέμβαση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην παρέμβασή της, η Εκκλησία της Ελλάδος ισχυρίστηκε ότι οι εκπρόσωποί της είχαν επισκεφθεί την επίσημη κρατική επιτροπή έξι φορές κατά την διάρκεια του σχεδιασμού του νέου μαθήματος των θρησκευτικών. Επίσης ισχυρίστηκε ότι επιθυμούσε ένα μάθημα ομολογιακής φύσης, όπως είχε κρίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας με την απόφασή του αρ. 660/2018.
- ΣΧΕΤΙΚΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ
- Το Σύνταγμα
16. Τα σχετικά άρθρα του Συντάγματος έχουν ως εξής:
Άρθρο 3 § 1
“Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ...”
Άρθρο 4 § 1
“Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.”
Article 13 § 1
“Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραδβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός.
...”
Άρθρο 16 § 2
“Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες”.
- Άλλα νομοθετικά κείμενα
17. Η ισχύουσα εκπαιδευτική νομοθεσία (Νόμος αρ. 1566/1985 - “ο νόμος της εκπαίδευσης”) ορίζει ότι το μάθημα με τίτλο “ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία” είναι υποχρεωτικό για ολους τους μαθητές στο δημοτικό και στην μέση εκπαίδευση και περιλαμβάνει τους σκοπούς που θα βοηθήσουν τους μαθητές:
“να γίνονται ελεύθεροι, υπεύθυνοι και δημοκρατικοί πολίτες … να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Η ελευθερία της θρησκευτικής τους συνείδησης είναι απαραβίαστη.”
18. Το άρθρο 22 του Νόμου αρ. 344/1976 περί αστικής κατάθεσης ορίζει τα εξής:
“ 1. Η ληξιαρχική πράξη γεννήσεως … περιέχει:
...
β. τον τόπον, την ώραν, την ημέραν, τον μήνα και το έτος του τοκετού.
γ. το φύλο του νεογνού και τη σειρά γέννησής του.
...
ε. το όνομα, το επώνυμο, την ιθαγένεια, το θρήσκευμα, το επάγγελμα, την κατοικία και τα στοιχεία εγγρφής στο δημοτολόγιο των γονέων ...”
19. Οι γονείς πρέπει να καταθέτουν αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης γέννησης του παιδιού τους στο σχολείο. Το θρήσκευμα καταγράφεται ως πεδίο υποχρεωτικά στο δημοτικό, το γυμνάσιο και το λύκειο, καθώς επίσης και σε πιστοποιητικά σπουδών, σύμφωνα με σχετικές υπουργικές αποφάσεις.
20. Τα σχετικά άρθρα του Νομου αρ. 1599/1986 για τις σχέσεις Κράτους και πολιτών προβλέπουν τα εξής:
Άρθρο 8 Υπεύθυνηδήλωση
“1. Γεγονότα ή στοιχεία που δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας ή τα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6, μπορεί να αποδεκνύονται ενώπιον κάθε αρχής ή υπηρεσίαε του δημόσιου τομέα με υπεύθυνη δήλωση …
...
4.Οι υπηρεσίες του δημόσιου τομέα στις οποίες υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση μπορούν να ελέγξουν την ακρίβειά της με διασταύρωσή της με το αρχείο άλλων υπηρεσιών.”
Άρθρο 22(6) Ψευδής υπεύθυνη δήλωση
“Όποιος εν γνώση του δηλώνει ψευδή γεγονότα ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθινά με έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών...”
21. To άρθρο 37 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ορίζει τα εξής:
“1. Οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόπο για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως.
2.Οι υπόλοιποι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και εκεινοι στους οποίους ανατέθηκε προσωρινώς δημόσια υπηρεσία, έχουν την ίδια υποχρέωση για τις αξιόποινες πράξεις της παρ. 1, αν πληροφορήθηκαν γι’ αυτες κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.”
22. Το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα ορίζει τα εξής:
“Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών.”
Γ. Το Πρόγραμμα “Νέο Σχολείο”
23. Το πρόγραμμα “Νέο Σχολείο” θεσπίστηκε το 2011 από την Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων και έφερε μια σειρά μεταρρυθμίσεων στο σχολικό πρόσγραμμα. Ειδικότερα σχετικά με τα θρηκευτικά, φάνηκε να εισάγει μια πιο ανοικτή και πλουραλιστική προσέγγιση στην διδασκαλία τους, για να αντανακλά την αυξανόμενη θρησκευτική ποικιλότητα στην Ελλάδα που ακολούθησε μετά την μαζική μετανάστευση σε αυτή την χώρα. Λόγω της πολιτικής και κοινωνικής έντασης για πιθανές αλλαγές στο μάθημα των θρησκευτικών, το πρόγραμμα “Νέο Σχολείο” δεν εφαρμόστηκε επίσημα μέχρι το σχολικό έτος 2017/18. Για την θρησκευτική εκπαίδευση, το πρόγραμμα περιλάμβανε την διδασκαλία των χριστιανικών παραδόσεων της Ευρώπης, καθώς επίσης και τον Ιουδαϊσμό, το Ισλάμ, τον Ινδουισμό, τον Βουδισμό, τον Ταοϊσμό και τον Κομφουκιανισμό, με ειδική εστίαση στον Ιουδαϊσμό και στο Ισλάμ.
24. Το άρθρο μόνο της υπουργικής απόφασης αρ. 99058 με τίτλο “ “Πρόγραμμα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών του γενικού και επαγγελματικού λυκείου” ορίζει τους στόχους, τις ώρες και τις μεθόδους διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών ως εξής:
“1. Γενικοί σκοποί της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης στο Λύκειο.
Ο σχεδιασμός του νέου Προγράμματος Σπουδών (ΠΣ) στα Θρησκευτικά Λυκείου λαμβάνει υπόψη:
- Τη γενική και την ειδική σκοποθεσία της Εκπαίδευσης, σύμφωνα με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, το οποίο απορρέει από το Σύνταγμα της Ελλάδας και τους βασικούς νόμους για την Εκπαίδευσης. ...
- Τις επιστημονικές συστάσεις της σύγχρονς θρησκειοπαιδαγωγικής, σε συνδυσαμό με τις νέες θεωρίες μάθησης και διδακτικής μεθοδολογίας.
- Τα παιδαγωγικά χαρακτηριστικά των μετεφήβων μαθητών ...
- ...
- Τον εκπαιδευτικό προσανατολισμό και την ανάπτυξη των περιεχομένων του νέου ΠΣ στα Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου.
- Την επικρατούσα τοπική θρησκευτική παράδοση, ως θεμελιώδη πυλώνα του θρησκευτικού γραμματισμού των μαθητών και το ευρύτερο θρησκευτικό και πολιτισμικό πλαίσιο, το οποίο την περιβάλλει.
- Την συνθετότητα του σύγχρονου κοινωνικού και πολιτισμικού ιστού όπως διαμορφώνεται σε τοπικό, ευρωπαϊκό και οικουμενικό επίπεδο και τις ειδικές μορφωτικές και εκπαιδευτικές ανάγκες που προκυπτουν απο αυτή.
Επομένως, οι σκοποί της θρησκευτικής εκπαίδευσης στο Λύκειο είναι:
α) Η ανάπτυξη της προσωπικής ταυτότητας, στην οποία συντελούν η θρησκευτικότητα και η κριτική κατανόησή της είτε κάποιος ακολουθεί μία θρησκεία είτε όχι. Η αντίληψη της αυτο-εικόνας και των ρόλων του εαυτού σε σχέση με τους άλλους είναι σημαντική στην εφηβεία και καθορίζει την ενήλικη ζωή. Η προσωπική ταυτότητα και η αφύπνιση της προσωπικότητας εξαρτάται από τη «θρησκευτική συνείδησή» του, την οποία καλλιεργεί ελεύθερα στο σχολείο κυρίως με τη θρησκευτική εκπαίδευση. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η ηθική ανάπτυξη και η συμπεριφορά του εφήβου/της έφηβης, εφόσον η θρησκευτική εκπαίδευση συνιστά γνωριμία με το θρησκευτικό φαινόμενο στην πολυμορ-
φία και πολυπλοκότητά του και συζητά κατά βάση τα ηθικά και υπαρξιακά ερωτήματα των εφήβων μαθητών…
β) Η καλλιέργεια ανθρωπιστικής και ελληνικής παιδείας. …
γ) ο θρησκευτικός γραμματισμός … Η γνώση του πλαισίου, το οποίο γεννά τις έννοιες και τις διαμορφώνει, αλλά και του πολιτισμικού φορτίου τους είναι η ουσία του θρησκευτικού γραμματισμού, ο οποίος στην εκπαίδευση αποτελεί μέρος του πολυγραμματισμού…
δ) Η κριτική θρησκευτικότητα με την έννοια της καλλιέργειας της ολιστικής νοημοσύνης στην εκπαιδευτική διαδικασία, στην οποία συμμετέχουν νους και καρδιά και η οποία διαμορφώνει ανθρώπους με «ζωηρή επιθυμία» για δικαιοσύνη και δημοκρατία. Εφόσον ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ον που πιστεύει, η θρησκευτική εκπαίδευση τού παρέχει τις δυνατότητες «να πιστεύει καλά». …
ε) Η γνωριμία και επικοινωνία με τον «άλλον». Ο μαθητής/η μαθήτρια εξοικειώνεται με τον πλουραλιστικό χαρακτήρα της κοινωνίας στην οποία ζει, συνειδητοποιεί τα θρησκευτικά της στοιχεία, αλλά και την πολλαπλότητα της προσωπικής του/της ταυτότητας και την εξελικτική δυναμική της στις συλλογικές και κοινωνικές της εκφρά-
σεις. …
στ) Η κοινωνικοποίηση, όχι ως παθητική υιοθέτηση του κοινωνικού συστήματος, αλλά ως μία διαδικασία εξατομίκευσης, η οποία θεμελιώνεται στη σχέση ανάμεσα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην κοινωνική ένταξη.
ζ) Η ανάπτυξη κοινότητας μάθησης. … Η θρησκευτική εκπαίδευση, με την παιδαγωγική και διδακτική μέθοδο αλλά και με το θεολογικό περιεχόμενό της, έχει πολλές δυνατότητες να εμπλαισιώσει ριζικά τη δημιουργία και καλλιέργεια κοινότητας, η οποία και ως έννοια σχετίζεται με την πίστη και την παράδοση του τόπου.
”
25. Το άρθρο μόνο της υπουργιής απόφασης αρ. 101470 με τίτλο “Πρόγραμμα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών στο δημοτικό και στο γυμνάσιο” θέτει τους στόχους, τις ώρες διδασκαλίας και τις μεθόδους διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών ως εξης::
“...
Πιο συγκεκριμένα αναγνωρίζεται ότι το ΜτΘ χρειάζεται:
- να προσφέρει γνώση και κατανόηση για τα θρησκευτικά «πιστεύω» και τις θρησκευτικές εμπειρίες,
- να προσανατολίσει το ενδιαφέρον των μαθητών στηνποικιλία των θρησκευτικών προσεγγίσεων και ηθικώναντιλήψεων που ανιχνεύονται στις θρησκευτικές εμπει-
ρίες, και
- να ενθαρρύνει τους μαθητές, ώστε να ευαισθητοποιηθούν προς τη θρησκεία και προς τις θρησκευτικές διαστάσεις της ζωής.
Η προσέγγιση αυτή αν και υπερβαίνει παρωχημένες πρακτικές ομολογιακής μονοφωνίας δεν προσδίδει στο ΜτΘ φαινομενολογικό γνωσιολογικό προσανατολισμό ούτε το μετατρέπει σε τυπική θρησκειολογική ενημέρωση, η οποία δεν ανταποκρίνεται στα παιδαγωγικά χαρακτηριστικά, στα βαθύτερα ερωτήματα και στα πραγματικά ενδιαφέροντα των μαθητών. ...
Εν τέλει, στην παρούσα θεώρηση του ΜτΘ προβάλλεται με έμφαση το αίτημα του θρησκευτικού γραμματισμού ως μία καίρια διάσταση της θρησκευτικής αγωγής, η οποία συμβάλλει στη διαμόρφωση πολιτών με θρησκευτική αυτοσυνειδησία και δεκτικότητα στον διάλογο με το διαφορετικό. Ο θρησκευτικός αυτός γραμματισμός βασίζεται στους κανόνες της παιδαγωγικής και επιστημονικής γνώσης και στοχεύει στην κριτική ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών με τις γνώσεις, τις αξίες και τις στάσεις ζωής που παρέχει για τις θρησκείες και από τις θρησκείες, εφαρμόζοντας μια διερευνητι-
κή, ερμηνευτική και διαλογική μαθησιακή προσέγγιση.
…
2. Οι συντεταγμένες του Προγράμματος Σπουδών του ΜτΘ
Η παρούσα πρόταση αφορά ένα μάθημα που διατηρεί μεν τον γνωσιακό και παιδαγωγικό χαρακτήρα που είχε ως τώρα, ανοίγεται ωστόσο στις χριστιανικές παραδό σεις της Ευρώπης και στις άλλες θρησκείες. Δίνοντας τις συντεταγμένες αυτού του μαθήματος, διαμορφώνουμε ένα ΠΣ το οποίο ξεκινά από και έχει επίκεντρο τη θρησκευτική παράδοση του τόπου, την παράδοση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, όπως αυτή σαρκώθηκε στη ζωή και αποτυπώθηκε στα μνημεία του πολιτισμού του. Κάθε μαθητής/τρια, ανεξαρτήτως της θρησκευτικής του/της ιδιοπροσωπίας, είναι αναγκαίο να γνωρίζει τη θρησκευτική παράδοση του τόπου καταγωγής ή μόνιμης διαμονής του/της. Αυτή είναι η πρώτη και βασική συντεταγμένη του μαθήματος. Η δεύτερη συντεταγμένη είναι η βασική γνωριμία με τις μεγάλες χριστιανικές παραδόσεις που συναντώνται στην Ευρώπη και γενικότερα στον κόσμο, εκτός της Ορθοδοξίας, όπως ο Ρωμαιοκαθολικισμός και ο Προτεσταντισμός με τις βασικές του ομολογίες. Η τρίτη συντεταγμένη περιλαμβάνει στοιχεία από τα μεγάλα θρησκεύματα και ιδίως όσα ενδιαφέρουν την ελληνική κοινωνία περισσότερο, δηλαδή τις μονοθεϊστικές παραδόσεις του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ, καθώς και άλλες θρησκείες που κατά τόπους ή κατά περίπτωση κρίνεται ότι παρουσιάζουν
σήμερα αυξημένο ενδιαφέρον. ... Συνεπώς, πρόκειται για ένα διευρυμένο και με σαφείς θεολογικές προϋποθέσεις μάθημα, το οποίο εξετάζει με ερευνητικό, κριτικό και διαλεκτικό τρόπο τη συνεισφορά κάθε θρησκευτικής παράδοσης στην ιστορία και στον πολιτισμό, αποβλέποντας στον θρησκευτικό γραμματισμό, αλλά και στην ευαισθητοποίηση και στον αναστοχασμό των μαθητών απέναντι στον δικό τους θρησκευτικό προβληματισμό και το πώς αυτός αντικατοπτρίζεται στη δυναμική των κοινωνικών σχέσεων. Φυσικά δεν είναι
δυνατόν στο Ελληνικό σχολείο να μην είναι κεντρικός ο λόγος της Ορθόδοξης θεολογίας και παράδοσης, η οποία μέσα από το ΜτΘ καλείται να προχωρήσει πέρα και από τη νεωτερικότητα αποδεχόμενη τον πλουραλισμό και την ετερότητα, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ταυτόχρονα να μην υποτιμά, να μην σχετικοποιεί, πολύ δε περισσότερο να μην εγκαταλείπει την αυτοσυνειδησία της. … Συμπερασματικά, το νέο ΠΣ προωθεί μια παιδαγωγικά ευαίσθητη, με ρεαλιστικούς μαθησιακούς στόχους, διδα κτικά ευέλικτη και πολυεπίπεδη πρόταση θρησκευτικής αγωγής, η οποία βασίζεται στο ισχύον νομικό πλαίσιο
και ανταποκρίνεται στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες. Έχει ως επίκεντρο την Ορθόδοξη παράδοση αλλά δια- φοροποιείται από την κατήχηση, διασώζει εύλογες και αναγκαίες ισορροπίες ανάμεσα
3. Γενικοί σκοποί και προσανατολισμοί του ΜτΘ στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο
1. Να οικοδομήσει ένα στιβαρό μορφωτικό πλαίσιο/πεδίο γνώσης και κατανόησης του Χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας, ως πνευματικής και πολιτισμικής παράδοσης της Ελλάδας και της Ευρώπης αλλά και ως ζωντανής πηγής έμπνευσης, πίστης, ηθικής και νοηματοδότησης …
2. Να παρέχει στους μαθητές, ανεξάρτητα από την προσωπική τους θρησκευτική τοποθέτηση, ικανοποιητική κατάρτιση για τη φύση και τον ρόλο του θρησκευτικού φαινομένου, στο σύνολό του και στις επιμέρους εκφάνσεις του…
….
4. την προσέγγιση της θρησκευτικής πίστης γενικότερα και του Χριστιανισμού ιδιαίτερα με πολλαπλά κριτήρια
…
9. τον σεβασμό του δικαιώματος κάθε ανθρώπου στη θρησκευτική ελευθερία, στην αναζήτηση και στον θρησκευτικό αυτοπροσδιορισμό
10. την αναγνώριση και τον σεβασμό στην ιδιαίτερη θρησκευτική και πολιτιστική προέλευση και συνάφεια κάθε μαθητή
...”
26. Περαιτέρω, δύο εγκύκλιοι του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με ημερομηνίες 9 και 20 Οκτωβρίου 2017 αντίστοιχα παρείχαν αναλυτικές διδακτικές οδηγίες που αφορούσαν το μάθημα των θρησκευτικών σε λύκεια και δημοτικά σχολεία για το σχολικό έτος 2017/18.
Γ. Εγκύκλιος της 23ης Ιανουαρίου 2015 για την αλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών
27. Η εγκύκλιος του ίδιου Υπουργείου με ημερομηνία 23 Ιανουαρίου 2015 ορίζει την διαδικασία για την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών ως εξής:
“Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές (άρ.16, παρ.2 του Συντάγματος) και διδάσκεται στις σχολικές μονάδες Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, σύμφωνα με τα επίσημα υποχρεωτικά αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματα, ακολουθεί τους γενικούς σκοπούς της εκπαίδευσης και απευθύνεται σε όλους τους μαθητές. Ωστόσο, παρέχεται η δυνατότητα σε μη Χριστιανούς Ορθόδοξους μαθητές, δηλαδή αλλόθρησκους ή ετερόδοξους ή άθρησκους, που επικαλούνται λόγους θρησκευτικής συνείδησης, να απαλλαγούν από την παρακολούθησή του.
Συνεπώς, η απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών παρέχεται νόμιμα,αποκλειστικά και μόνο για την προάσπιση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα και περιγράφεται στους οικείους νόμους και στις αποφάσεις των διεθνών και ελληνικών δικαστηρίων.
Επειδή, έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα κατάχρησης του δικαιώματος απαλλαγής από τα Θρησκευτικά για λόγους που δεν συνδέονται με την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, εφιστάται η προσοχή στους Διευθυντές των σχολικών μονάδων να ελέγχουν την τεκμηρίωση των προβαλλόμενων λόγων, επισημαίνοντας σε κάθε ενδιαφερόμενο τη σοβαρότητα των σχετικών Υπεύθυνων Δηλώσεων και κατόπιν να προβαίνουν στη χορήγηση νόμιμης απαλλαγής του μαθητή, πάντοτε εντός των προβλεπόμενων χρονικών ορίων.
Η προσυπογραφή της Υπεύθυνης Δήλωσης από τον διδάσκοντα είναι απαραίτητη, ώστε να ενημερώνεται για τους μαθητές που θα έχει στην τάξη του στις ώρες του μαθήματος των Θρησκευτικών.
Οι μαθητές που απαλλάσσονται από το μάθημα των Θρησκευτικών δεν έχουν δικαίωμα παραμονής στην τάξη τους κατά τη διάρκεια διεξαγωγής του μαθήματος των Θρησκευτικών και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να περιφέρονται εντός ή εκτός του σχολείου ή να απουσιάζουν (αδικαιολόγητα), αλλά να απασχολούνται σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην παρούσα εγκύκλιο.
Η απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών χορηγείται ύστερα από Υπεύθυνη Δήλωση του ν.1599/1986, του ίδιου του μαθητή (αν είναι ενήλικος) ή και των δύο γονέων του (αν είναι ανήλικος), στην οποία θα αναφέρεται ότι ο μαθητής δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος και εξ αυτού επικαλείται λόγους θρησκευτικής συνείδησης, χωρίς να είναι υποχρεωτική η αναφορά του θρησκεύματος στο οποίο ανήκει, εκτός αν το επιθυμεί.”
28. Τον Φεβρουάριο του 2015, η Ένωση Αθέων, επικαλούμενη την απόφαση στην υπόθεση Αλεξανδρίδης κατά Ελλάδας(αρ. 19516/06, 21 Φεβρουαρίου 2008), ζήτησε την παρέμβαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα όσον αφορά την ανωτέρω εγκύκλιο για την προστασία των δικαιωμάτων των γονέων που, για λόγους συνείδησης, επιθυμούν την απαλλαγή των παιδιών τους. Τον Αύγουστο του 2015, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έκρινε ότι αφού δεν χρειάζεται να δηλωθεί το θρήσκευμα ή μη, η παρούσα διαδικασία δεν παραβιάζει τον Ν.2472/1997 για την προστασία των προσωπικών πληροφοριών των μαθητών.
29. Στις 25 Σεπτεμβρίου 2015 η τότε Αναπληρώτρια Υπουργός Παιδείας ανακοίνωσε την πρόθεσή της για απλοποίηση της διαδικασίας απαλλαγής, με την προσθήκη ότι οι γονείς μπορούν απλά να ζητούν τα παιδιά τους να μην παρακολουθούν το μάθημα των θρησκευτικών, χωρίς – θετική ή αρνητική – αναφορά στο θρήσκεμά τους. Όμως, ύστερα από την αντίδραση του Αρχιεπισκόπου της Ελλάδας, η Αναπληρώτρια Υπουργός άλλαξε την θέση της. Η ανωτέρω διαδικασια απαλλαγής παρέμεινε σε ισχύ με το άρθρο 25 παρ. 3 μιας απόφασης του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων της 23ης Ιανουαρίου 2018.
30. Σύμφωνα με πληροφορίες που παρείχε η Κυβέρνηση, το δικαίωμα απαλλαγής ασκήθηκε από 2.467 μαθητές λυκείου και 799 μαθητές δημοτικού κατά το σχετικό έτος 2015/16, 703 μαθητές λυκείου και 978 μαθητές δημοτικού κατά το σχετικό έτος 2016/17 και 2.859 μαθητές λυκείου και 876 μαθητές δημοτικού κατά την διάρκεια του σχολικού έτους 2017/18.
- ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ
- ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
31. Έχοντας υπόψη το όμοιο αντικείμενο των προσφυγών, το Δικαστήριο κρίνει κατάλληλο να τις εξετάσει από κοινού με κοινή απόφαση.
32. Οι πρώτοι δύο προσφεύγοντες στην προσφυγή αρ. 4762/18 και η πρώτη προσφεύγουσα στην προσφυγή αρ. 6140/18 κατήγγειλαν ότι ήταν υποχρεωμένοι να υποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση δηλώνοντας ότι η κόρη τους, δηλαδή η τρίτη προσφεύγουσα στην προσφυγή αρ. 4762/18 και η δεύτερη προσφεύγουσα στην προσφυγή αρ. 6140/18, δεν ήταν Χριστιανές Ορθόδοξες προκειμένου να λάβουν απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών. Καταγγέλλουν επίσης ότι αυτές οι δηλώσεις προορίζονται να παραμείνουν στα σχολικά αρχεία και ότι ο διεύθυντής του σχολείου μπορεί να ερευνήσει κατά πόσον είναι αληθείς. Ισχυρίζονται ότι η τρίτη προσφεύγουσα στην προσφυγή αρ. 4762/18 και η δεύτερη προσφεύγουσα στην προσφυγή αρ. 6140/18 ήταν θύματα παραβιάσεων του άρθρου 9 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 14. Ισχυρίζονται επίσης ότι η προϋπόθεση να δηλώσουν υπεύθυνα ότι η τρίτη προσφεύγουσα στην προσφυγή αρ. 4762/18 και η δεύτερη προσφεύγουσα στην προσφυγή αρ. 6140/18 δεν ήταν Χριστιανές Ορθόδοξοι για να απαλλαγούν από το μάθημα των θρησκευτικών και η διατήρηση αυτών των δηλώσεων στα αρχεία των σχολείων τους συνιστά απαράδεκτη παρέμβαση στην ιδιωτική τους ζωή, η οποία προστατεύεται από το άρθρο 8 της Σύμβασης.
33. Οι προσφεύγοντες επίσης καταγγέλλουν ότι κατά την ενάσκηση των λειτουργιών του σε θέματα εκπαίδευσης και διδασκαλίας, το Κράτος δεν έχει διασφαλίσει ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα των θρησκευτικών για το σχολικό έτος 2017/18 θα μεταδίδονται (α) με έναν αντικειμενικό, κριτικό και πλουραλιστικό τρόπο, σε συμφωνία με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου αρ. 1 ως προς την τρίτη προσφεύγουσα στην προσφυγή 4762/18 και ως προς την δεύτερη προσφεύγουσα στην προσφυγή αρ. 6140/18 και (β) σύμφωνα με τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις των γονέων τους (δεύτερο εδάφιο του άρθρου 2).
34. Τα ανωτέρω άρθρα έχουν ως εξής:
Άρθρο 8
2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον,εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.”
Άρθρο 9
"1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως, ή συλλογικώς δημοσία ή κατ’ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας,
2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπισιντων δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.”
Άρθρο 14
«Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως … θρησκείας ...”
Άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου αρ. 1
“Ουδείς δύναται να στερηθή του δικαιώματος όπως εκπαιδευθή. Παν Κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ' αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζωσι την μόρφωσιν και εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις.”
- Αρχικές παρατηρήσεις και εφαρμοζόμενη μέθοδος
35. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι από την ίδια την φύση του το ουσιαστικό περιεχόμενο του άρθρου 9 της Σύμβασης μπορεί ορισμένες φορές να αλληλοκαλύπτεται από το περιεχόμενο άλλων διατάξεων της Σύμβασης. Με άλλες λέξεις μια και η αυτή καταγγελλόμενη παραβίαση που υποβάλλεται στο Δικαστήριο μπορεί κάποιες φορές να αφορά περισσότερα από ένα άρθρα. Σε τέτοιες υποθέσεις, το Δικαστήριο συνήθως επιλέγει να εξετάσει την καταγγελλόμενη παραβίαση μόνο υπό το φως του άρθρου που θεωρεί πιο σχετικό ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων ης υπόθεσης. Πράττοντας τοιουτοτρόπως, όμως, έχει κατά νου και τα άλλα άρθρα και ερμηνεύει το άρθρο που έχει επιλέξει να θεωρήσει πιο σχετικό υπό το φως και των άλλων.
36. Το Δικαστήριο έχει επιλέξει να εξετάσει υποθέσεις μόνον κατά το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου αρ. 1, για παράδειγμα όσον αφορά την παράδοση των υποχρεωτικών μαθημάτων θρησκευτικού πολιτισμού και ηθιών σε κρατικά σχολεία και έχει περιορίσει τις δυνατότες παράδοσης τέτοιων μαθημάτων (βλ. Mansur Yalçın και άλλοι κατά Τουρκίας, αρ. 21163/11, 16 Σεπτμεβρίου 2014), ή την άρνηση να απαλλαγεί ένας μαθητής που η οικογένειά του ανήκε στην πίστη των Αλεβιτών από τα υποχρεωτικά μαθήματα θρησκείας και ηθών (βλ. Hasan και Elyem Zengin κατά Τουρκίας, αρ. 1448/04, 9 Οκτωβρίου 2007), ή ακόμη άρνηση των εκπαιδευτικών αρχών να χορηγήσουν σε παιδιά πλήρη απαλλαγή από υποχρωτικά μαθήματα χριστιανισμού (βλ. Folgerø και Άλλοι κατά Νορβηγίας [Μείζονος Τμήματος], αρ. 15472/02, ΕΔΔΑ 2007).
37. Στο πεδίο της εκπαίδευσης και της διδασκαλίας, το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αρ. 1 είναι βασικά lex specialis σε σχέση με το άρθρο 9 της Σύμβασης. Εφαρμόζεται τουλάχιστον στις περιπτώσεις που, όπως η παρούσα, το ζήτημα αφορά την υποχρέωση των Συμβαλλόμενων Κρατών – όπως ορίζεται από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου – για σεβασμό, κατά την ενάσκηση λειτουργιών που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την διδασκαλία, του δικαιώματος των γονέων να διασφαλίζουν ότι η εκπαίδευση και η διδασκαλία βρίσκεται σε συμβατότητα με τις δικές τους θρησκευικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις (βλ. Osmanoğlu και Kocabaşκατά Ελβετίας, αρ. 29086/12, § 90, 10 Ιανουαρίου 2017, και Lautsi και άλλοι κατά Ιταλίας [Μείζονος Συνθέσεως], αρ. 30814/06, § 59, ΕΔΔΑ 2011).
38. Οι καταγγελλόμενες παραβάσεις στην παρούσα υπόθεση θα πρέπει να εξεταστούν κυρίως από το εναρκτήριο σημείο του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου αρ. 1.
39. Ωστόσο, αυτή η διάταξη θα πρέπει να διαβαστεί υπό το φως όχι μόνο του πρώτου εδαφίου του ίδιου άρθρου, αλλά επίσης, ιδίως, υπό το φως του άρθρου 9 της Σύμβασης (βλ, για παράδειγμα, Folgerø, ό.π., § 84), το οποίο εγγυάται την ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας του να μην ανήκεις σε μια θρησκεία και που επιβάλλει στα Συμβαλλόμενα Κράτη ένα “καθήκον ουδετερότητας και αμεροληψίας”. Το πρώτο εδάφιο αυτής της διάταξης, διαβαζόμενο όπως πρέπει υπό το φως του άρθρο 9 της Σύμβασης και υπό το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου αρ. 1, εγγυάται για τους μαθητές των σχολίων το δικαίωμα στην εκπαίδευση με τρόπο που σέβεται το δικαίωμα να πιστεύουν ή να μην πιστεύουν (Lautsi και άλλοι κατά Ιταλίας[Μείζονος Συνθέσεως], αρ. 30814/06, § 78, ΕΔΔΑ 2011).
- Παραδεκτό
- Μη εξάντληση εσωτερικών ενδίκων μέσων
(α) Επιχειρήματα των διαδίκων
40. Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι προσφεύγοντες δεν εξάντλησαν, αλλά ούτε καν χρησιμοποίησαν τα εσωτερικά ένδικα μέσα.
Αρχικά, υπογραμμίζει ότι η αίτηση ακύρωσης που άσκησαν οι προσφεύγοντες για την ακύρωση των δύο αποφάσεων του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με τίτλο “Πρόγραμμα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών στο Λύκειο” και “Πρόγραμμα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο” εξακολουθεί να εκκρεμεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Δεύτερον, επιμένει ότι οι προσφεύγοντες δεν άσκησαν: (i) αίτηση αναστολής εκτέλεσης για τις προαναφερόμενες υπουργικές αποφάσεις και για προσωρινή διαταγή, (ii) αίτηση ακύρωσης κατά της εγκυκλίου του Υπουργού Παιδείας της 23ης Ιανουαρίου 2015 που αφορά την διαδικασία απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, (iii) αίτηση για απαλλαγή της τρίτης προσφεύγουσας στην προσφυγή 4762/18 και της δεύτερης προσφεύγουσας στην προσφυγή 6140/18 που θα μπροούσε να είχε οδηγήσει στην διαπίστωση από τους διευθυντές των σχολίων εν τοις πράγμασι ότι τα παιδιά δεν ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι και (iv) αίτηση ακύρωσης κατά κάθε απόφασης επί μιας τέτοιας αίτησης για απαλλαγή.
41. Τέλος, η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι μολονότι η τρίτη προσφεύγουσα στην προσφυγή αρ. 4762/18 γνώριζε ότι η προσφυγή της, ακόμη κι αν το Δικαστήριο διαπίστωνε την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων της θα οδηγούσε μόνο σε επιδίκαση αποζημίωσης για ηθική βλάβη, άσκησε την προσφυγή χωρίς να δώσει στα εσωτερικά δικαστήρια την δυνατότητα να δικάσουν ένα τέτοιο αίτημα, ασκώντας αγωγή αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα.
42. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι οι αιτήσεις ακύρωσης ήταν το μόνο ένδικο βοήθημα που ήταν διαθέσιμο κατά των επίδικων υπουργικών αποδάσεων και ότι οι διαδικασίες ενώπιον της μόνης αρμόδιας κρατικής αρχής, του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν αποτελούσαν αποτελεσματικό ένδικο μέσο, καθώς οι αιτήσεις ακύρωσης δεν είχαν καν οδηγηθεί σε συνεδρίαση πριν την έναρξη του σχολικού έτους 2017/18. Επέμειναν επίσης ότι για την άσκηση αναστολής εκτέλεσης και προσωρινής διαταγής δεν υπήρχε προηγούμενη εσωτερική νομολογία που να δικαιώνει τέτοια αιτήματα. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι δεν υπήρχε η προϋπόθεση, ούτε θα ήταν εφικτό, να προσβάλλουν πρώτα την εγκύκλιο του 2015 πριν προσβάλλουν τις υπουργικές αποφάσεις του 2017.
43. Οι προσφεύγοντες αμφισβήτησαν την θρησκευτική ουδετερότητα των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επέμειναν ότι η αναβολή δεν δινόταν επειδή αναμενόταν μια άλλη σημαντική υπόθεση του ίδιου θέματος που εκκρεμούσε ενώπιόν του. Η προηγούμενη υπόθεση αφορούσε το πρόγραμμα σπουδών του έτους 2016/17. Ο πραγματικός λόγος για τον οποίο αναβαλλόταν η υπόθεση ήταν να καθυστερήσει το θέμα μέχρι το τέλος του σχολικού έτους 2017/18 και να χάσουν οι προσφεύγοντες το έννομο συμφέρον τους καθώς η τρίτη προσφεύγουσα στην προσφυγή αρ. 4762/18 ήταν στην τελευταία τάξη του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.
44. Όσον αφορά την αγωγή αποζημίωσης σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 105, η τρίτη προσφεύγουσα στην προσφυγή 4762/18 επέμεινε ότι είχε επιλέξει το καταλληλότερο ένδικο μέσο – την αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας – που δεν κάλυπτε ιδιοτελές κίνητρο, καθώς το μόνο αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι η ακύρωση των υπουργικών αποφάσεων και όχι η επιδίκαση αποζημίωσης.
(α) Η κρίση του Δικαστηρίου
45. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με το άρθρο 35 § 1 της Σύμβασης, δικάζει μόνο μια προσφυγή ύστερα από την εξάνλτηση εκείνων των εσωτερικών ενδίκων μέσων που συνδέονται με ισχυριζόμενες παραβιάσεις και οι οποίες είναι διαθέσιμα και επαρκή. Το Δικαστήριο επίσης υπενθυμίζει ότι η Κυβέρνηση που ισχυρίζεται ότι δεν έχουν εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα έχει το βάρος να ισχυριστεί ότι ένα ένδικο μέσο ήταν αποτελεσματικό τόσο στην θεωρία όσο και στην πράξη κατά τον κρίσιμο χρόνο, δηλαδή ήταν προσβάσιμο, ικανό να προσφέρει αποκατάσταση στις καταγγελίες των προσφευγόντων και προσφέρεται με εύλογες προσδοκίες επιτυχίας (βλ., ιδίως, Selmouni κατά Γαλλίας [Μείζονος Συνθέσεως], αρ. 25803/94, § 76, ΕΔΔΑ 1999‑V.Sejdovic κατά Ιταλίας[Μείζονος Συνθέσεως], αρ. 56581/00, § 46, EΔΔΑ 2006-II.Vučković και άλλοι κατά Σερβίας (προκαταρκτική ένσταση ) [Μείζονος Συνθέσεως], αρ. 17153/11 και 29 άλλες , § 74, 25 Μαρτίου 2014, και Gherghina v. Romania[Μείζονος Συνθέσεως] (διατ.), αρ. 42219/07, § 85, 9 Ιουλίου 2015). Εφόσον έχει φέρει επιτυχώς το βάρος της επίκλησης, ο προσφεύγων είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ότι το ένδικο μέσο που αναφέρει η Κυβέρνηση στην πραγκατικότητα χρησιμοποιήθηκε ή για κάποιον λόγο ήταν ανεπαρκές και αναποτελεσματικό στις συγκεκριμένες περιστάσις της υπόθεσης ή ότι υπήρξαν ειδικές περιστάσεις που τον ή την απέτρεψαν από το να το ασκήσει (βλ. Akdivar και άλλοι κατά Τουρκίας, 16 Σεπτεμβρίου 1996, § 68, Συλλογή Αποφάσεων και Διατάξεων 1996‑IV, και Prencipe κατά Μονακό, αρ. 43376/06, § 93, 16 Ιουλίου 2009).
46. Το Δικαστήριο περαιτέρω υπενθυμίζει ότι στις περιπτώσεις που είναι διαθέσιμα περισσότερα ένδικα μέσα, ο προσφεύγων δεν υποχρεούται να ασκήσει περισσότερα από ένα και κανονικά αποτελεί επιλογή του ατόμου ποιο θα είναι (βλ. Karakó κατά Ουγγαρίας, αρ. 39311/05, § 14, 28 Απριλίου 2009, Hilal κατά Ηνωμένου Βασιλείου (διατ.),αρ. 45276/99, 8 Φεβρουαρίου 2000 και Airey κατά Ιρλανδίας, 9 Οκτωβρίου 1979, § 23, Συλλογή A αρ. 32). Σύμφωνα με πάγια νομολογία, όταν ένα ένδικο μέσο έχει ασκηθεί, η χρήση άλλου ενδίκου μέσου το οποίο έχει ουσιαστικά τον ίδιο στόχο δεν απαιτείται (βλ. μεταξύ άλλων,Micallef κατά Μάλτας[Μείζονος Συνθέσεως], αρ. 17056/06, § 58, ΕΔΔΑ 2009, καιKozacıoğlu κατά Τουρκίας [Μείζονος Συνθέσεως], αρ. 2334/03, § 40, ΕΔΔΑ 2009).
47. Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημειώνει ότι στις 12 Ιουλιου 2017 οι προσφεύγοντες προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την ακύρωση των δύο υπουργικών αποφάσεων που είχαν καθορίσει το πρόγραμμα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών στο δημοτικό, το γυμνάσιο και το λύκειο για το σχολικό έτος 2017/18 Στις 24 και 24 Ιουλίου 2017 οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αιτήματα για να εξεταστεί η υπόθεσή τους με την διαδικασία του κατεπείγοντος, πριν την έναρξη του νέυ σχολικού έτους στις 11 Σεπτμεβρίου 2017. Αρχικά η συνεδρίαση ορίστηκε για τις 12 Οκτωβρίου 2017 και στην συνέχεια αναβλήθηκε για τις 9 Νοεμβρίου 2017, τις 14 Δεκεμβρίου 2017 και πάλι για έξι άλλες ημερομηνίες το 2018. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι αιτήσεις ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας μαζί με αίτημα για εξέταση της υπόθεσης με την κατεπείγουσα διαδικασία ήταν ένα αποτελεσματικό ένδικο μέσο που έπρεπε να εξαντληθεί κατά την έννοια του άρθρο 35 παρ. 1. Ωστόσο, υπό τις περιστάσεις αυτές, ιδίως λόγω των διαδοχικών αναβολών εξέτασης της υπόθεσης και λαμβάνοντας υπόψη της ανάγκης των προσφευγόντων να δικαστεί η υπόθεσή τους πριν την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, το ένδικο μέσο έχασε μεγάλο μέρος της αποτελεσματικότητάς του. Κατ’ αποτέλεσμα, δεν μπορεί εύλογα να ισχυρίζεται η Κυβέρνηση ότι η κατάθεση των προσφυγών στο Διαστήριο στις 5 και στις 8 Ιανουαρίου ήταν πρόωρη, καθώς είχαν ήδη περάσει τρεις μήνες από την έναρξη της νέας σχολικής χρονικάς.
48. Όσον αφορά το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι οι προσφεύγοντες δεν υπέβαλαν αίτηση αναβολής και αίτημα προσωρινής διαταγής, το Δικαστήριο δεν τα θεωρεί αυτά αποτελεσματικό ένδικο μέσο: κρίνοντας από την στάση του Συμβουλίου της Επικρατείας στα αιτήματα των προσφευγόντων για κατεπείγουσα διαδικασία, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η πιθανότητα αναστολής εκτέλεσης του προγράμματους σπουδών λόγω εκκρεμούς αίτησης ακύρωσης ήταν μικρότερη από ισχνή.
49. Περαιτέρω, με την άσκηση αίτησης ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας, οι προσφεύγοντες επιχείρησαν να πετύχουν την ακύρωση των επίδικων υπουργικών αποφασεων και όχι να λάβουν αποζημίωση. Επιπλέον, για να εφαρμοστεί το άρθρο 105 θα πρέπει η επικαλούμενη βλάβη να αφορά παράνομες πράξεις κρατικών οργάνων. Εντούτοις, η Κυβέρνηση δεν διευκρινίζει ποιες παράνομες πράξεις τελέστηκαν στην παρούσα υπόθεση. Η Κυβέρνηση δεν δίνει παραδείγματα νομολογίας για να αποδείξει ότι μια αγωγή αποζημίωσης θα μπορούσε να έχει αποκαταστήσει τα δικαιώματα των προσφευγόντων κατά το άρθρο 8 και 9 της Σύμβασης και το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου υπ’ αρ. 1. Μια αγωγή αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 δεν θα ήταν συνεπώς αποτελεσματικό ένδικο μέσο στην παρούσα υπόθεση.
50. Τέλος, όσον αφορά την μη υποβολή αιτήματος απαλλαγής από τους προσφεύγοντες για να καταθέσουν προσφυγή στην περίπτωση που η αίτησή τους για απαλλαγή απορριπτόταν, το Δικαστήριο θεωρεί ότι αυτό θα γινόταν αντιληπτό ως ένδεικη ότι οι προσφεύγοντες ενήλικες και τα παιδιά τους ήταν άνθρωποι χωρίς θρησκευτικές πεποιθήσεις ή ως άνθρωποι που ακολουθούσαν θρήσκεθμα άλλο από αυτό του Χριστιανού Ορθόδοξου. Συνεπώς, αυτή η πτυχή της μη εξάντλησης ενδίκων μέσων στο επιχείρημα της Κυβέρνησης συνδέεται στενά με την ουσία της υπόθεσης και θα πρέπει να συνδεθεί με την εξέτασή της επί της ουσίας.
51. Συνεπώς, με την εξαίρεση της προαναφερθείσας πτυχής του επιχειρήματος περί μη εξάντλησης, το Δικαστήριο απορρίπτει την ένσταση της Κυβέρνησης για την πρόωρη φύση των προσφυγών και την μη εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων από τους προσφεύγοντες.
- Απώλεια της ιδιότητας του θύματος
52. Η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι κατά τον χρόνο της υποβολής της προσφυγής, η τρίτη προσφεύγουσα στην προσφυγή αρ. 4762/18 βρισκόταν στους τελευταίους μήνες της τελευταίας τάξης του λυκείου και μπορεί να μην παρακολουθούσε ξανα σχολείο και ότι είχε τώρα ολοκληρώσει την φοίτησή της και ήταν σχεδόν ενήλικη. Όταν θα γινόταν ενήλικη, ο πρώτος και η δεύτερη των προσφευγόντων δεν θα είχαν δικαίωμα να καταγγείλουν παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων στο όνομά της.
53. Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι ήταν τουλάχιστον προκλητικό για την κυβέρνηση να επικαλείται την αδράνεια των κρατικών αρχών καθ’ ολο το έτος 2017 προκειμένου να ισχυρίζονται ότι οι προσφεύγοντες δεν είναι πλέον θύματα, αφού οι προσφεύγοντες είχαν εγκαίρως ασκήσει τα ένδικα μέσα. Περαιτέρω, η παρούσα προσφυγή είχε ασκηθεί τον Ιανουάριο του 2018, όταν η τρίτη προσφεύγουσα ήταν ακόμη μαθήτρια και θα μπορούσε να είναι ακόμη για άλλους έξι μήνες περίπου.
54. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι οι εθνικές αρχές έχουν την υποχρέση να αποκαθιστούν κάθε παραβίαση της Σύμβασης. Έτσι, το ζήτημα περί του εάν ένας προσφεύγων μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι θύμα καταγγελλόμενης παραβίασης αποτελεί σχετικό θέμα καθ’ όλα τα στάδια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. Scordino κατά Ιταλίας (αρ. 1)[Μείζονος Συνθέσεως], αρ.36813/97, § 179, ΕΔΔΑ 2006-V). Ως προς αυτό, οι προσφεύγοντες πρέπει να μπορούν να δικαιολογήσουν την ιδιότητα τους ως θύματα, καθ’ όλη την διάρκεια των διαδικασιών (βλ. Burdov κατά Ρωσίας, αρ. 59498/00, § 30, 7 Μαϊου 2002, και Centro Europa 7 S.r.l. και Di Stefano κατά Ιταλίας [Μειζονος Συνθέσεως], αρ. 38433/09, § 80, ΕΔΔΑ 2012).Το θέμα περί του εάν ένα πρόσωπο μπορεί ακόμη να ισχυρίζεται ότι είναι θύμα μιας καταγγελλόμενης παραβίασης της Σύμβασης αποτελεί ουσιώδες μέρος μιας εξέτασης της κατάστασής του από το Δικαστήριο ex post facto(ό.π., § 82).
55. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι προσφεύγοντες άσκησαν την αίτηση ακύρωσης των δύο προσβαλλόμενων υπουργικών αποφάσεων της 13ης και 16ης Ιουνίου 2017 πριν την έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας που ελήφθη στις 2 Ιουλίου 2017 [Σ.τ.Μ.: προφανώς εδώ υπάρχει κάποιο λάθος της απόφασης], δηλαδή περίπου δύο μήνες πριν την έναρξη της σχολικής χρονικάς 2017/18. Κατά την ίδια ημέρα και μετά πάλι στις 24 Ιουλίου 2017 οι προσφεύγοντες ζήτησαν να εξεταστεί η υπόθεσή τους με την διαδικασία του κατεπείγοντος από το Θερινό Τμήμα, ώστε να έχουν απόφαση πριν την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, αλλά το δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματά τους ως άνευ σημασίας. Κατ’ αποτέλεσμα, η νέα σχολική χρονιά ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2017 με τις δύο προσφεύγουσες μαθήτριες υποχρεωμένες να παρακολουθήσουν το μάθημα των θρησκευτικών καθ’ όλη την διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Στις 5 Ιανουαρίου 2018 οι προσφεύγοντες άσκησαν τις προσφυγές τους στο Δικαστήριο. Την ίδια ημερομηνία και καθ’ όλη την διάρκεια του σχολικού έτους 2018, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν δίκασε την υπόθεση και συνέχισε να αναβάλει την συνεδρίασή του μέχρι την 21η Σεπτεμβρίου 2018, χρόνο κατά τον οποίο το σχολικό έτος είχε ήδη τελειώσει.
56. Έχοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι η καταλληλότερο και επαρκέστερη αποκατάσταση στην παρούσα περίπτωση δεν θα ήταν η καταβολή αποζημίωσης στους προσφεύγοντες, ιδίως όσον αφορά την τρίτη προσφεύγουσα στην προσφυγή 4762/18, η οποία βρισκόταν στην τελευταία τάξη της στο σχολείο, αλλά μία απόφαση για την ουσία των καταγγελλόμενων παραβάσεων που εγέρθηκαν με τις αιτήσεις ακύρωσής τους ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
57. Το Δικαστήριο ως εκ τούτου θεωρεί ότι όλοι οι προσφεύγοντες ήταν θύματα κατά τον χρόνο της προσφυγής και μπορούν ακόμη να ισχυρίζονται ότι είναι θύματα, διότι έως σήμερα καμία απόφαση δεν έχει ακόμη εκδοθεί στις υποθέσεις τους.
58. Συνεπώς, η ένσταση της Κυβέρνησης πρέπει να απορριφθεί.
- Συμπέρασμα
59. Σημειώνοντας ότι η προσφυγή δεν είναι προδήλως αβάσιμη, κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 (α) της Σύμβασης και ότι δεν είναι απαράδεκτη για άλλους λόγους, το Δικαστήριο κηρύσσει αυτήν παραδεκτή.
Γ. Ουσία
- Οι ισχυρισμοί των διαδίκων
(α) Οι προσφεύγοντες
60. Οι προσφευγοντες ισχυρίστηκαν αρχικά ότι οι αποφάσεις αρ. 99502/2017 και αρ. 101470/2017 που εκδόθηκαν απο τον Υπουργό Παιδείας το καλοκαίρι του 2017 πρόβλεπαν ένα μάθημα θρησκευτικών ομολογιακής φύσης, το οποίο προωθούσε την “επικρατούσα θρησκεία”. Προκύπτει από τις αποφάσεις ότι ο σκπός του νέου προγράμματος ήταν να αναπτύξει ένα νέο τύπο “θρησκευόμενης προσωπικότητας”, να διαμορφώσει πιστούς του Ορθόδοξου Χριστιανικού δόγματος, να βοηθήσει τους μαθητές να “πιστεύουν καλά” και όχι απλά να τους παρέχει πληροφορίες και γνώση. Εάν το μάθημα δεν ήταν κατηχητικής και ομολογιακής φύσεως, το Κράτος θα είχε καταργήσει την διαδικασία απαλλαγής που θέσπισε με την εγκύκλιο της 23ης Ιανουαρίου 2015, διότι δεν θα υπήρχε λόγος για συνειδησιακή ένσταση. Διατηρώντας όμως αυτή την διαδικασία, ομολογούσε κατ’ αποτέλεσμα ότι το ίδιοτο μάθημα αποτελούσε παρέμβαση του Κράτους στην διαμόρφωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων των μαθητών. Προκειμένου να διασφαλίσει την υποχρεωτική φύση του μαθήματος και να υποχρεώσει τους μαθητές να παρακολουθήσουν το ομολογιακό μάθημα των θρησκευτικών, το Κράτος απαιτούσε από όσους είχαν συνειδησιακούς λόγους απαλλαγής όχι απλώς να τους εκφράσουν, αλλά και να διακηρύξουν ρητώς και επισήμως ότι δεν ήταν Χριστιανοί Ορθοδοξοι.
61. Οι προσφεύγοντες καταγγέλλουν ότι εάν αποφάσιζαν να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση για απαλλαγή θα εξέθεταν τους εαυτούς τους σε ποινική δίωξη εάν ο διευθυντής του σχολείου είχε θεωρήσει ψευδή την δήλωσή τους. Επιπλέον, υποβάλλοντας υπεύθυνη δήλωση που θα τηρείτο στο αρχεί οτου σχολείου θα είχαν αποκαλύψει πεποιθήσεις και ευαίσθητα προσωπικά δεδομενα χωρίς να εμπίπτουν στο πεδίο των εγγυήσεων ούτε της Οδηγίας 95/46 (για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα), ούτε του Ν.2472/1997 (για την προστασία έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα).
(β) Η Κυβέρνηση
62. Αρχικά η Κυβέρνηση επικαλείται ότι στην παρούσα υπόθεση, οι δύο πρώτοι προσφεύγοντες της προσφυγής αρ. 4762/18 και η πρώτη προσφεύγουσα στην προσφυγή αρ. 6140/18 δεν είχαν υποβάλει ποτέ αίτηση απαλλαγής, με ή χωρις την υπεύθυνη δήλωση ότι οι κόρες τους δεν ήταν Χριστιανές Ορθόδοξες και γι’ αυτό ουδείς είχε επεξεργαστεί τέτοια δήωσή τους ούτε υπήρχε κάτι τέτοιο στα σχολικά αρχεία. Παρεμπιπτόντως, η εγκύκλιος της 23ης Ιανουαρίου 2015 δεν αναγνώριζε την “εξουσία” ή την “δικαιοδοσία” για έρευνα από διευθυντές σχολείων. Απλά τους “καλούσε” να ελέγχουν τα έγγραφα ως προς τους λόγους που επικαλούνταν οι αιτούντες, “επισημαίνοντας σε κάθε ενδιαφερόμενο τη σοβαρότητα των σχετικών Υπεύθυνων Δηλώσεων και κατόπιν να προβαίνουν στη χορήγηση νόμιμης απαλλαγής του μαθητή”. Περαιτέρω, κάθε επεξεργασία και διατήρηση τέτοιων δηλώσεων στα σχολιά αρχεία θα υπέκειτο στην εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
63. Παρόμοια, δεν υπάρχει θέμα “προσηλυτισμού” ή “κατήχησης” μέσω των νέων προγραμμάτων του μαθήματος των θρησκευτικών, παρά τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων και των τρίτων παρεμβαινόντων, ούτε υπήρξε περίπτωση δυνατού “στιγματισμού” που να έχει αποδειχθεί από τους προσφεύγοντες. Εξάλλου, οι προσφεύγοντες ζούν σε νησιά του Κεντρικού Αιγαίου το οποίο έχει αξιοσημείωτη πολιτισμική δραστηριότητα και σημαντική επιρροή από τουρίστες και κάτοικοι διαφόρων εθνικών, πολιτισμικών και θρησκευτικών υποβάθρων συνυπάρχουν αρμονικά.
64. Καθώς το μάθημα των θρησκευτικών δεν είναι προαιρετικό και αποτελεί αποστολή του κράτους κατά το Σύνταγμα να αναπτύσσει την θρησκευτική συνείδηση των μαθητών που είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, η απαλλαγή από το μάθημα πρέπει αναγκαστικά να συνδέεται με την έλλειψη θρησκευτικής σύνδεσης.
65. Ένας μαθητής δεν χρειάζεται να ανακοινώσει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του και αρκεί να κάνει μόνο μια αρνητική δήλωση ότι δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος. Η δήλωση εξυπηρετεί τον στόχο της καταστρατήγησης της συνταγματικής αποστολής του κράτους, καθώς όταν ένας μαθητής δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, το Κράτος δεν υποχρεούται να αναπτύξει την θρησκευτική συνείδησή του. Περαιτέρω, ακριβώς επειδή είναι αδύνατο και απαράδεκτο τα κρατικά όργανα να διακριβώνουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ενός μαθητή, η δήλωση ήταν ταυτόσημη με την επιβεβαίωση ότι υπηρχαν αληθείς λόγοι θρησκευτικής συνείδησης για απαλλαγή, ώστε να αποτραπεί η υποβολή ψευδών δηλώσεων που θα μπορούσαν να θίξουν την δίκαιη και ισότιμη διδασκαλία μαθημάτων και να υποκρύπτουν παράνομους σκοπούς – ιδίως την μείωση των μαθημάτων όταν ένας μαθητής πρέπει να εξεταστεί και να αξιολογηθεί. Με το νέο πλουραλιστικό πρόγραμμα, η δυνατότητα απαλλαγής παρέμενε, μολονότι το μάθημα των θρησκευτικών δεν ήταν ομολογιακό και δεν απευθυνόταν αποκλειστικά σε Χριστιανούς Ορθόδοξους.
66. Η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι το Κράτος παρείχε το δικαίωμα σε πλήρη απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, το οποίο δεν συνιστούσε προσηλυτισμό ή κατήχηση, όπως η διδασκαλία του είχε καθοριστεί και διεξαγόταν με το νέο πρόγραμμα. Η διαδικασία απαλλαγής μέσω της υποβολής μιας αίτησης και μιας υπεύθυνης δήλωσης υπηρετεί τον σκοπό της διαφάνειας και της αποτροπής μαζικής υποβολής αιτήσεων που μπορούσαν να οδηγήσουν σε κατάργηση του μαθήματος. Εξάλλου, η διαδικασία απαλλγής προστάτευε τους μαθητές από πιθανές καταχρήσεις του δικαιώματος απαλλαγής από μαθητές που θα πετύχαιναν έτσι ένα πλεονέκτημα έναντι των άλλων σε διαδικασίες αξιολόγησης ή και αλλιώς.
67. Η Κυβέρνηση επίσης υπογράμμισε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν πράγματι ζητήσει απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών γιατί στην πραγματικότητα επιθυμούσαν να έχουν ένα μάθημα σχεδιασμένο και διδασκόμενο κατά τις δικές τους πεποιθήσεις. Όμως, από κανένα άρθρο της Σύμβασης δεν απορρέει δικαίωμα να έχει το κράτος σχεδιασμένο μάθημα θρησκευτικών σύμφωνα με τις επιθυμίες των γονέων. Το Κράτος πρέπει να υποστηρίζεται ώστε να διατηρεί το δικαίωμα απαλλαγής, ενώ την ίδια στιγμή έχει θεσπίσει ένα νέο πλουραλιστικό πρόγραμμα για την διδασκαλία των θρησκευτικών. Ήταν επίσης αξιοσημείωτο ότι μετά την θέσπιση του νέου προγράμματος άρχισαν να υποβάλλονται αιτήματα απαλλγής από Έλληνες Ορθόδοξους, οι οποίοι ισχυρίζονταν, μεταξύ άλλων, ότι το ίδιο το μάθημα και ο τρόπος που διδασκόταν δεν ενέπνεε την Ορθόδοξη πίστη και περιλάμβανε κεφάλαια που δεν είχαν απολύτως καμία σχέση με αυτή την πίστη.
68. Τέλος, η Κυβέρνηση αρνήθηκε ότι η εφαρμογή του νέου προγράμματος από το σχολικό έτος 2017/18 ήταν γενική και καθολική σε όλα τα δημοτικά και τα σχολεία μέσης εκπαίδευσης. Επί τη βάσει πληροφοριών από μια μελέτη που παρουσιάστηκε ενώπιον του 2ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Καθηγητών Θεολογίας το 2018, υπολογιζόταν ότι το νέο πρόγραμμα είχε εφαρμοστεί πλήρως στο δημοτικό, ενώ στην μέση εκπαίδευση είχε εφαρμοστεί στο 60% με 70% των σχολείων. Ανάμεσα στο 5 – 10% δεν είχε εφαρμοστεί καθόλου, είτε επειδή οι καθηγητές δεν είχαν εκπαιδευτεί ή επειδή δεν συμφωνούσαν με τον προσανατολισμό του.
- Παρεμβάσεις τρίτων
(α) National Secular Society
69. Η National Secular Society ανέφερε ότι το σύστημα απαλλαγής από τα θρησκευτικά στην Ελλάδα εμφανίζεται να βρίσκεται σε σύγκρουση με κεντρικά στοιχεία της νομολογίας του Δικαστηρίου. Μεταχειρίζεται άτομα με συγκεκριμένη πίστη ως μία συμπαγή ομάδα, κατά παράβαση της ανάγκης να αντιμετωπίζεται η ελευθερία του θρησκεύματος ή των πεποιθήσεων πρωταρχικά ως ένα ατομικό δικαίωμα που απορρέει από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Επίσης επέβαλε αποθαρρυντικές προϋποθέσεις στους γονείς που θέλουν να ζητήσουν απαλλαγή για τα παιδιά τους από το μάθημα των θρησκευτικών, υποχρεώνοντάς τους να αποκαλύψουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ιδίων και των παιδιών τους και υποβάλλοντας αυτές τις πεποιθήσεις σε έλεγχο από ένα τρίτο μέρος (τον διευθυντή του σχολείου), επιβάλλοντας καταγραφή των πεποιθήσεων, οι οποίες αρχειοθετούνται χωρίς να υπάρχει αναγκαιότητα και χωρίς χρονικό ορίζοντα. Αυτά είναι χαρακτηριστικά τα οποία το Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη κρίνει ότι παραβιάζουν το άρθρο 9 σε συνδυασό με το άρθρο 14.
70. Η National Secular Society υποστήριξε ότι η πολιτική του Ελληνικού Κράτους μοιάζει να έχει ως αποτέλεσμα να εξαρτάται η προστασία των δικαιωμάτων των γονέων κατά το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αρ. 1 από το εάν τα παιδιά τους ακολουθούν ή όχι την Ορθόδοξη πίστη. Εάν γονείς που αυτοπροσδιορίζονται ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί αλλά διαφοροποιούνται από συγκεκριμένες διδασκαλίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας θέλουν να ακολουθήσουν τα παιδιά τους τις δικές τους ατομικές ερμηνείες του Ορθόδοξου Χριστιανισμού, θα έπρεπε να έχουν το ίδιο δικαίωμα κατά το άρθρο 2, ώστε να εξασφαλιστεί ότι αυτές οι φιλοσοφικές πεποιθήσεις δεν θίγονται από το εκπαιδευτικό σύστημα, όπως ένα πρόσωπο που οι πεποιθήσεις του ευθυγραμμίζονται πλήρως με την καθιερωμένη Ορθόδοξη Χριστιανική διδασκαλία ή ένα πρόσωπο που είναι άθεος ή μέρος άλλης ομολογίας. Επιπλέον, μια πολιτική που επιβάλλει στους γονείς να αποφασίζουν για τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις παιδιών που είναι συγκεκριμένης ωριμότητας για να διαμορφώσουν τις δικές τους απόψεις δεν σέβεται ζητήματα ατομικής συνείδησης.
(β) Ελληνικό Παρατηρητήριο Συμφωνιών Ελσίνκι
71. Το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι υπογράμμισε ότι σύντομα μετά την απόφαση του Δικαστηρίου για τον θρησκευτικό όρκο που δίνεται στην Ελλάδα στην Αλεξανδρίδης κατά Ελλάδας(αρ. 19516/06, 21 Φεβρουαρίου 2008), το Υπουργείο Παιδείας εξέδωσε δύο εγκυκλίους τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2008, επιβεβαιώνοντας και παγιώνοντας την μακρόχρονη πρακτική της απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών θα δίνεται όταν ζητείται από τους μαθητές ή τους γονείς τους για λόγους θρησκευτικής συνείδησης, χωρίς να ζητείται καμία δήλωση θρησκευτικών πεποιθήσεων. Ωστόσο, η μεταβολή που εισήγαγε η εγκύκλιος της 23ης Ιανουαρίου 2015 δεν ήταν μόνο αχρείαστη, αλλά οδήγησε και σε μια διατάραξη της δημοκρατικής λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος. Αυτή η διατάραξη προκλήθηκε από την εισαγωγή θεσμικής αθέμιτης διάκρισης και παραβίασης της Σύμβασης για όσους έπρεπε να διακηρύξουν τις (μη) θρησκευτικές πεποιθήσεις τους προκειμένου να ασκήσουν ένα άλλο δικαίωμα, αυτό της απαλλαγής από τα θρησκευτικά. Επιπλέον, τόσο το Δικαστήριο (Folgerø και άλλοι, όπου ανωτέρω) όσο και η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ο.Η.Ε. (στις απόψεις της στην Leirvag κατά Νορβηγίας – Επικοινωνία αρ. 1155/2003) είχαν κρίνει ότι η απαίτηση από γονείς να αιτιολογούν γιατί ζητούν απαλλαγή των παιδιών τους από τα θρησκευτικά είναι αντίθετη στην Σύμβαση και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.
72. Αναφερόμενο στην προαναφερθείσα απόφαση Folgerø και Άλλοι, το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι υποστήριξε ότι η σύγκριση μεταξύ του Νορβηγικού και του Ελληνικού προγράμματος σπουδών για το μάθημα των θρησκευτικών έδειχνε ότι το Ελληνικό πρόγραμμα ήταν πολύ λιγότερο αντικειμενικό, κριτικό και πλουραλιστικό και πολύ περισσότερο μια μορφή κατήχησης για την επίσημη κρατική θρησκεία, το οποίο είχε ομολογουμένως έναν ομολογιακό χαρακτήρα. Ενώ τα μισά κεφάλαια στην Νορβηγία αφορούσαν τον Χριστιανισμό, στην Ελλάδα, σύμφωνα με μια επίσημη έκθεση της Εκκλησίας της Ελλάδας τον Ιούνιο του 2017, το 82% των περιεχομένων του μαθήματος των θρησκευτικών στο Δημοτικό είχαν ομολογιακό χαρακτήρα (από τα οποία μόλις το 10% είχαν έναν διομολογιακό χαρακτήρα) και το 18% είχε μη ομολογιακό χαρακτήρα. Τα αντίστοιχα ποσοστά για την μέση εκπαίδευση ήταν 74% ομολογιακό περιεχόμενο (από τα οποία 20% διομολογιακο) έναντι 26% μη ομολογιακό. Τόσο η νομοθεσία, όσο και οι εγκύκλιοι και η πρακτική αφορουν μια εις βάθος διδασκαλία του Ορθόδοξου Χριστιανισμού και συνήθως μια επιφανειακή διδασκαλία άλλων Χριστιανικών ή μη χριστιανικών θρησκειών ή πεποιθήσεων. Σε αυτή την έκθεση, η Εκκλησία της Ελλάδος εξέφραζε την ικανοποίησή της για τον ομολογιακό χαρακτήρα των θρησκευτικών.
(γ) ΕΛΙΑΜΕΠ (Ελληνικό Ίδρυμα για την Ευρωπαϊκη και Εξωτερική Πολιτική - Grassrootsmobilise Research Programme)
73. Το ΕΛΙΑΜΕΠ τόνισε ότι στο νέο μάθημα των θρησκευτικών η Ορθοδοξία παραμένει κυρίαρχη στην διδασκαλία της θρησκείας τόσο ως προς την χρονική διάρκεια και την έκταση που της αφιερώνεται στο μάθημα, όσο και λόγω του ότι οι μαθητές δεν ενημερώνονται για την Ορθοδοξία, αλλα διδάσκονται αυτήν ως την πίστη του έθνους. Το γεγονός ότι το μάθημα διδάσκεται αποκλειστιά από ορθόδοξους θεολόγους υποστηρίζει αυτή την ιδέα. Στο δημοτικό το μάθημα διδάσκεται από έναν δάσκαλο που είναι αρμόδιος για όλο το πρόγραμμα των μαθημάτων, αλλά στη μέση εκαίδευση (από την 7η έως την 12η τάξη), το μάθημα διδάσκεται αποκλειστικά από ορθόδοξους θεολόγους που αποφοιτούν από την μία εκ των δύο Ορθόδοξων Σχολών Θεολογίας στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη. Επιπλέον, σε πολλά σχολεία στην Ελλάδα, κατά την προηγούμενη έκδοση του μαθήματος των θρησκευτικών δεν αρκούσε ότι η Ορθοδοξία διδασκόταν ευθέως με κατηχητικό τρόπο, αλλά και πολλές μειονοτικές ομολογίες παρουσιάζονταν με αρνητικό τρόπο. Λίγοι θεολόγοι χρησιμοποιούν τα νέα βιβλία και επιλέγουν, αντίθετα, να μην εφαρμόζουν το νέο πρόγραμμα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι επιτρέπεται ένας βαθμός ευελιξίας στους τρόπους με τους οποίους κάθε θεολόγος επιλέγει να εφαρμόσει τις κατευθυντήριες οδηγίες. Με την απόφαση 660/2018 του Συμβουλίου της Επικρατείας υποστηρίχθηκε μια έκκληση για επιστροφή στην προηγούμενη προσέγγιση διδασκαλίας των θρησκευτικών.
74. Περαιτέρω, το ΕΛΙΑΜΕΠ ανέφερε ότι οι αυστηρές προϋποθέσεις για την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών είχαν ένα έντονα αποτρεπτικό αποτέλεσμα για τους μαθητές που συνήθως επέλεγαν να κρατούν κρυφές της θρησκευτικές τους σχέσεις ή να ψεύδονται για αυτές παρά να διακινδυνεύουν να εκτεθούν στις σχολικές αρχές. Λόγω της κατηχητικής φύσης του μαθήματος, γονείς παιδιών θρησκευτικών μειονοτήτων συχνά επιλέγουν το δικαίωμα της απαλλαγής που τους παρέχεται, αλλά με αυτό τον τρόπο αναγκάζονται να αντιμετωπίζουν το δίλημμα για τα οφέλη της μη παρακολούθησης μαθήματος που προσηλυτίζει τα παιδιά τους σε ένα διαφορετικό θρήσκευμα, έναντι του πιθανού στιγματισμού των παιδιών τους από την απομόνωση λόγω της απαλλαγής από το μάθημα.
- Η κρίση του Δικαστηρίου
(α) Γενικές αρχές
75. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου αρ. 1 προβλέπει ότι καθένας έχει το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου είναι συμπλήρωμα του δικαιώματος στην στην εκπαίδευση που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο. Οι γονείς είναι κυρίως υπεύθυνοι για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Κατ’ εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος, οι γονείς μπορεί να απαιτήσουν από το Κράτος να σεβαστεί τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους (βλ. Kjeldsen, Busk Madsen και Pedersen κατά Δανίας, 7 Δεκεμβρίου 1976, § 52, Συλλογή A αρ. 23). Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου αρ. 1 σκοπεύει στην διασφάλιση της δυνατότητας του πλουραλισμού στην εκπαίδευση, μια δυνατότητα που είναι ουσιώδης για την διατήρηση μιας “δημοκρατικής κοινωνίας” όπως την αντιλαμβάνεται η Σύμβαση. Επιβάλλει στο Κράτος να φροντίζει οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα των μαθημάτων να μεταδίδονται με έναν αντικειμενικό, κριτικό και πλουραλιστικό τρόπο. Το Κράτος απαγορεύεται να επιδιώκει τον στόχο της κατήχησης που μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν σέβεται τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις των γονέων (βλ. Folgerø και άλλοι ,§ 84, και Lautsi και Άλλοι, § 62, προαναφερθείσες και οι δύο ανωτέρω).
76. Η λέξη “σέβεται” στο άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αρ. 1 σημαίνει περισσότερα από “αναγνωρίζει” ή “λαμβάνει υπόψη”. Επιπρόσθετα σε μια αρχικά αρνητική υποχρέωση, επιβάλλει και κάποιες θετικές υποχρεώσεις εκ μέρους του Κράτους (βλ.Lautsi και άλλοι, ό.π., § 61, και Campbell και Cosans κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 25 Φεβρουαρίου 1982, § 37, Συλλογή A αρ. 48). Παρ’ όλ’ αυτά, οι προϋποθέσεις του όρου του “σεβασμού” ορίζουν ότι τα Κράτη απολαμβάνουν ένα ευρύ πεδίο εκτίμησης για τον καθορισμό των βημάτων που θα κάνυον για να διασφαλίσουν την συμμόρφωση με την Σύμβαση όσον αφορά τις ανάγκες και τους πόρους της κοινότητας και των ατόμων. Στο πλαίσιο του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου αρ. 1, ο όρος σημαίνει συγκεκριμένα ότι αυτή η διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί έτσι ώστε οι γονείς να απαιτούν από το Κράτος να παρέχει έναν συγκεκριμένο τρόπο διδασκαλίας (βλ. Lautsi και άλλοι, ό.π., § 61, και Bulski κατά Πολωνίας(διατ.), αρ. 46254/99 και 31888/02, 30 Νοεμβρίου 2004).
77. Προκειμένου να εξεταστεί η προσβαλλόμενη νομοθεσία κατά το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αρ. 1, όπως ερμηνεύεται ανωτέρω, θα πρέπει κάποιος, ενώ αποφεύγει κάθε αξιολόγηση όσον αφορά την σκοπιμότητα της νομοθεσίας, να λάβει υπόψη την πραγματική κατάσταση που επιδίωκε και εξακολουθεί να επιδιώκει. Μολονότι, στο παρελθόν, τα όργανα της Σύμβασης δεν έκριναν αντίθετη στην Σύμβαση την εκπαίδευση που παρέχει πληροφόρηση για τις θρησκείες, έχουν υποβάλλει σε προσεκτική εξέταση κατά πόσον οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να παίρνουν μέρος σε μια μορφή θρησκευτικής λατρείας ή εκτίθενταν σε κάποιας μορφής θρησκευτική κατήχηση. Στο ίδιο πλαίσιο, η διαδικασία απαλλαγής είναι επίσης ένας παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη (βλ. Hasan και Elyem Zengin,ό.π., § 53).
78. Μια τέτοια ερμηνεία του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου αρ. 1 είναι σε συμφωνία με το πρώτο εδάφιο της ίδιας διάταξης, με τα άρθρα 8 και 10 της Σύμβασης και με το γενικό πνεύμα της ίδιας της Σύμβασης, ως ενός νομοθετήματος σχεδιασμένου για την διατήρηση και προώθηση των ιδεωδών και των αξιών μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν η διδασκαλία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας με την οποία ένα σχολείο επιδιώκει να επιτύχει τον σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκε, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης και της διαμόρφωσης του χαρακτήρα και των πνευματικών δυνάμεων των μαθητών του καθώς και της προσωπικής τους ανεξαρτησίας (ό.π., § 55).
79. Το Δικαστήριο περαιτέρω δίνει προσοχή στον θεμελιακά επικουρικό ρόλο του στο σύστημα προστασίας της Σύμβασης. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη, συμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, έχουν πρωταρχική ευθύνη να εξασφαλίζουν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που ορίζονται στην Σύμβαση και στα Πρωτόκολλά της και πράττοντας αυτό, απολαμβάνουν ένα περιθώριο ελεύθερης εκτίμησης, το οποίο ελέγχεται από την εποπτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Μέσω της δημοκρατικής τους νομιμοποίησης, οι εθνικές αρχές βρίσκονται σε καλύτερη θέση από ένα διεθνές δικαστήριο για να αξιολογήσουν τις τοπικές ανάγκες και προϋποθεσεις, όπως το Δικαστήριο έχει κρίνει σε πολλές περιστάσεις (βλ., inter alia, Hatton και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου [Μείζονος Συνθέσεως],αρ. 36022/97, § 97, ΕΔΔΑ 2003‑VIII, και Garib κατά Ολλανδίας[Μείζονος Συνθέσεως], αρ. 43494/09, § 137, 6 Νοεμβρίου 2017).
80. Ενώ ο νομοθέτης απολαμβάνει ένα πεδίο ελεύθερης εκτίμησης, το τελευταίο κατ’ αρχάς εκτείνεται στην απόφασή του να παρέμβει σε μια συγκεκριμένη περιοχή και, ενώ έχει ήδη παρέμβει, στους αναλυτικούς κανόνες που παραθέτει προκειμένου να διασφαλίσει ότι η νομοθεσία είναι σε συμμόρφωση προς την Σύμβαση και πετυχαίνει να ισορροπεί ανάμεσα στα ανταγωνιστικά δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη κρίνει ότι οι επιλογές που γίνονται από τον νομοθέτη δεν εκφεύγουν της έρευνάς του και έχει αξιολογήσει την κοινοβουλευτική και δικαστική επανεξέταση της αναγκαιότητας ενός συγκεκριμένου μέτρου (βλ. Lekić κατά Σλοβενίας[Μείζονος Συνθέσεως], αρ. 36480/07, § 109, 11 Δεκεμβρίου 2018).
(β) Εφαρμογή αυτών των αρχών
81. Αρχικά, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το βασικό θέμα που εγείρεται στην παρούσα υπόθεση είναι αυτό της υποχρέωσης που επιβάλλεται στους γονείς να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση δηλώνοντας ότι τα παιδιά τους δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, προκειμένου αυτά να απαλλαγούν από το μάθημα των θρησκευτικών. Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, το περιεχόμενο του μαθήματος των θργσκευτικών ως τέτοιο δεν συνδέεται άμεσα με αυτό της απαλλαγής από το μάθημα και το Δικαστήριο δεν θα το εξετάσει χωριστά.
82. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει τις θετικές υποχρεώσεις των Συμβαλλόμενων Μερών κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου αρ. 1, το οποίο δίνει στους γονείς το δικαίωμα να απαιτήσουν από το Κράτος σεβασμό στις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους κατά την διδασκαλία της θρησκείας. Όταν ένα Συμβαλλόμενο Κράτος εισάγει θργσκευτικές οδηγίες στο πρόγραμμα σπουδών, είναι αναγκαίο, στο μέτρο του δυνατού, να αποφευχθεί μια κατάσταση στην οποία οι μαθητές αντιμετωπίζουν δίλημμα ανάμεσα στην θρησκευτική εκπαίδευση που παρέχει το σχολείο και στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις των γονέων τους. Ως προς αυτό, το Δικαστήριο σημειώνει ότι, έχοντας υπόψη στην θρησκευτική εκπαίδευση στην Ευρώπη και παρά την ποικιλότητα των διδακτικών προσεγγίσεων, σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη παρέχεται τουλάχιστον ένας τρόπος με τον οποίο οι μαθητές μπορούν να απαλλαγούν από το μάθημα των θρησκευτικών, μέσω ενός μηχανισμού απαλλαγής ή με την δυνατότητα να παρακολουθήσουν ένα μάθημα σε υποκατάστατο αντικείμενο ή με την εντελώς προαιρετική παρακολούθηση του μαθήματος των θρησκευτικών (βλ. Hasan και Elyem Zengin, ό.π., § 71).
83. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι, κατά το άρθρο 16 § 2 του Συντάγματος και σύμφωνα με τον νόμο για την εκπαίδευση, το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές (βλέπε παραγράφους 16-17 ανωτέρω). Ωστόσο, η εγκύκλιος της 23ης Ιανουαρίου 2015 προβλέπει ότι οι μαθητές που δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, δηλαδή μαθητές διαφορετικών θρησκευμάτων ή δογμάτων ή άθρησκοι μαθητές που επικαλούνται λόγους θρησκευτικής συνείδησης, μπορούν να εξαιρεθούν από την παρακολούθηση του μαθήματος. Αυτή η διαδικασία εξαίρεσης παραμένει σε ισχύ με το άρθρο 25 παρ. 3 μιας απόφασης του Υπουργού Παιδείας με ημερομηνία 23 Ιανουαρίου 2018 (βλ. παραγράφους 29 και 31 ανωτέρω).
84. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτό που έχει σημασία ως προς το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αρ. 1 είναι να διαπιστωθεί εάν οι προϋποθέσεις που τίθενται με την εγκύκλιο της 23ης Ιανουαρίου 2015 ενδέχεται να θέσουν ένα απαράδεκτο βάρος στους γονείς και τους επιβάλλουν να αποκαλύψουν τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους προκειμένου να απαλλαγούν τα παιδιά τους από το μάθημα των θρησκευτικών. Σχετικά με αυτό, το Δικαστήριο επιμένει ότι πάντοτε έχει τονίσει ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι ένα ζήτημα ατομικής συνείδησης (βλ. μεταξύ άλλων, Σοφιανόπουλος και άλλοι κατά Ελλάδας(διατ.), αρ. 1977/02, 1988/02 και 1997/02, ΕΔΔΑ 2002‑X).
85. Είναι σαφές ότι η ανωτέρω εγκύκλιος δεν ζητά θρησκευτική αιτιολόγηση για την απαλλαγή. Ωστόσο, το Δικαστήριο σημειώνει οι γονείς υποχρεούνται να καταθέσουν στον διευθυντή του σχολείου μια έγγραφη υπεύθυνη δήλωση, προσυπογραφείσα από τον δάσκαλο, στην οποία θα αναφέρουν ότι το παιδί τους δεν είναι Ορθοδοξος Χριστιανός. Ο διευθυντής του σχολείου έχει την ευθύνη να ελέγξει τα έγγραφα που υποστηρίζουν τους λόγους που εξέθεσαν οι γονείς και να τους επισημάνουν στην σοβαρότητα της υπεύθυνης δήλωσης που έχουν καταθέσει.
86. Ο έλεγχος της σοβαρότητας της υπεύθυνης δήλωσης επιβάλλει στον διευθυντή του σχολείου να διαπιστώσει εάν αυτή περιλαμβάνει ψευδείς πληροφορίες, δηλαδή εάν η ληξιαρχική πράξη γέννησης του παιδιού που περιλαμβάνει το θρήσκευμα του γονέα και που πρέπει να υποβάλλεται στις σχολικές αρχές (βλ. παράγραφο 18-19 ανωτέρω) ανταποκρίνεται στην υπεύθυνη δήλωσης. Επιπρόσθετα, το “θρήσκευμα” ως πεδίο καταγράφεται υποχρεωτικά στο δημοτικό, το γυμνάσιο και το λύκειο, όπως επίσης και στα πιστοποιητικά των σπουδών, σύμφωνα με σχετικές υπουργικές αποφάσεις (βλέπε ανωτέρω παράγραφος 19). Όπου υπάρχει ασυμφωνία, ο διευθυντης του σχολείου πρέπει να ειδοποιήσει τον αρμόδιο εισαγγελέα ότι μπορεί να έχει υποβληθεί ψευδής υπεύθυνη δήλωση, καθώς είναι ποινικό αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 6 του Ν.1599/1986 και το άρθρο 37 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (βλέπε παραγράφους 20-21 ανωτέρω).
87. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι το τρέχον σύστημα απαλλαγής των παιδιών από τα θρησκευτικά δύναται να θέσει απαράδεκτο βάρος σε γονείς με κίνδυνο την έκθεση ευαίσθητων πτυχών της προσωπικής ζωής τους και ότι η πιθανότητα διλήμματος είναι πιθανό να τους αποτρέψει από το να υποβάλουν αυτή την αίτηση, ιδίως εάν ζουν σε μια μικρή και θρησκευτικά συμπαγή κοινωνία, όπως είναι η περίπωση των νησιών της Σίφνου και της Μήλου, όπου ο κίνδυνος στιγματισμού είναι πολύ μεγαλύτερος απ’ ό,τι στις μεγάλες πόλεις. Οι προσφεύγοντες γονείς κατέθεσαν ότι πράγματι αποτράπηκαν από την υποβολή αίτησης όχι μόνο από τον φόβο για αποκάλυψη ότι δεν είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί σε ένα περιβάλλον που η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού δηλώνει πίστη σε μια συγκεκριμένη θρησκεία (βλέπε Grzelak κατά Πολωνίας, αρ. 7710/02, § 95, 15 Ιουνίου 2010), αλλά επίσης, όπως αναφέρουν, διότι δεν υπήρχε άλλο προσφερόμενο μάθημα για τους απαλλαγέντες μαθητές που είναι υποχρεωμένοι να χάνουν σχολικές ώρες μόνο λόγω των δηλωθέντων πεποιθήσεών τους.
88. Μολονότι οι δύο πρώτοι προσφεύγοντες στην προσφυγή αρ. 4762/18 και η πρώτη προσφεύγουσα στην προσφυγή αρ. 6140/18 δεν είχαν υποχρέωση να δηλώσουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, η απαίτηση να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση ισοδυναμούσε με επιβολή να επιδείξουν συμπεριφορά από την οποία θα μπορούσε να προκύψει ότι οι ίδιοι και τα παιδιά τους έχουν – ή δεν έχουν – συγκεκριμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις (βλ. τηρουμένων των αναλογιών, Αλεξανδρίδης, ό.π., § 38, και Δημητράς και άλλοι κατά Ελλάδας, αρ.42837/06, 3237/07, 3269/07, 35793/07 και 6099/08, § 78, 3 Ιουνίου 2010).
89. Στις προαναφερθείσες υποθέσεις, το Δικαστήριο ανέφερε ότι η ελευθερία για την εκδήλωση της θρησκευτικής πίστης του ατόμου περιλαμβάνει και μια αρνητική πτυχή, δηλαδή το δικαίωμα του ατόμου να μην εκδηλώνει την θρησκεία του ή τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του και να μην υποχρεώνεται να συμπεριφέρεται κατά τρόπον που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξαγωγή συμπερασμάτων για το αν έχει ή εάν δεν έχει τέτοιες πεποιθήσεις. Οι κρατικές αρχές δεν έχουν το δικαίωμα να επεμβαίνουν στην σφαίρα της ατομικής συνείδησης και να διαπιστώνουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ατόμου ή να το υποχρεώνουν να αποκαλύπτει τις πεποιθήσεις του σχετικά με πνευματικά ζητήματα.
Συμπέρασμα
90. Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Δικαστήριο απορρίπτει την ένσταση της Κυβέρνησης περί μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων ως προς την παράλειψη των προσφευγόντων να χρησιμοποιήσουν την διαδικασία απαλλαγής και συμπεραίνει ότι έχουν παραβιαστεί τα δικαιώματά τους που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου αρ. 1, ερμηνευόμενου υπό το φως του άρθρου 9 της Σύμβασης.
- ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
91. Το άρθρο 41 της Σύμβασης προβλέπει τα εξής:
Άρθρο 41
“Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της, και αν το εσωτερικό δίκαιο του Υψηλού Συμβαλλόμενου Μέρους δεν επιτρέπει παρά μόνο ατελή εξάλειψη των συνεπειών της παραβίασης αυτής, το Δικαστήριο χορηγεί, εφόσον είναι αναγκαίο, στον παθόντα δίκαιη ικανοποίηση.”
- Ζημία
92. Οι προσφεύγοντες και στις δύο προσφυγές ζητούν από 8.000 ευρώ για μη περιουσιακή βλάβη.
93. Η Κυβέρνηση αντιτείνει ότι η απαίτηση δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένα επιχειρήματα ή στοιχεία για την ζημία που υπέστησαν προσωπικά οι προσφεύγοντες ως συνέπεια των θεμάτων που κατήγγειλαν. Η Κυβέρνηση θεωρεί ότι η διαπίστωση της παραβίασης αποτελεί επαρκή ικανοποίηση κατά το άρθρο 41.
94. Το Δικαστήριο κρίνει ότι οι προσφεύγοντες υπέστησαν λόγω της κριθείσας παραβίασης μη περιουσιακή βλάβη που δεν μπορεί να αποκατασταθεί με μόνη την διαπίστωση της παραβίασης. Προβαίνοντας σε αξιολόγιση κατ’ ισότιμη βάση, όπως επιβάλλει το άρθρο 41 της Σύμβασης, το Δικαστήριο επιδικάζει από κοινού για τους τρεις προσφεύγοντες της προσφυγής αρ. 4762/18 το σύνολο των 8.000 ευρώ και από κοινού για τις δύο προσφεύγουσες της προσφυγής αρ. 6140/18 το ποσό των 8.000 ευρώ, γι’ αυτή την αιτία.
- Έξοδα και δαπάνες
95. Οι προσφεύγοντες της προσφυγής αρ. 4762/18 ζητούν επίσης 6.566,52 ευρώ για έξοδα και δαπάνες που έγιναν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ουδείς εκ των προσφευγόντων αυτών, αλλά ούτε και των προσφευγουσών στην προσφυγή αρ. 6140/18 διεκδίκησε κάποιο ποσό για έξοδα και δαπάνες ενώπιον του Δικαστηρίου.
96. Η Κυβέρνηση αντιτείνει ότι οι προσφεύγοντες δεν θα έπρεπε να διεδικούν χρηματικό ποσό για διαδικασία που εξακολουθούσε να εκκρεμεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ στην πραγματικότητα ακολούθησε χρονικά την διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου. Αποζημίωση από το Δικαστήριο δεν είναι αναγκαία για την – μη ακόμη εκδοθείσα – απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
97. Σύμφωνα με την νομολογία του Δικαστηρίου, ένα προσφεύγων έχει δικαίωμα αποζημίωσης των εξόδων και δαπανών μόνον εφόσον έχει αποδειχθεί ότι έχουν πράγματι και αναγκαίως αποδοθεί και είναι εύλογες αναλογικά. Στην παρούσα υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη τα έγγραφα στην κατοχή του και τα ανωτέρω κριτήρια, το Δικαστήριο κρίνει εύλογο να επιδικάσει το ποσό των 6.566,52 ευρώ όσον αφορά τα έξοδα που έκαναν οι προσφεύγοντες στην προσφυγή αρ. 4762/18 ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΟΜΟΦΩΝΑ
- Αποφασίζεινα ενώσει τις προσφυγές.
- Αποφασίζει να ενώσει με την ουσία την ένσταση της Κυβέρνησης που αφορά μία από τις πτυχές του επιχειρήματος περί μη εξάντλησης των ενδίκων μέσων, δηλαδή την παράλειψη των προσφευγόντων να χρησιμοποιήσουν την διαδικασία απαλλαγής και την απορρίπτει.
- Κηρύσσειτην προσφυγή παραδεκτή.
- Κρίνειότι έχει παραβιαστεί το Άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου αρ. 1.
- Κρίνει
(α) ότι το καταγγελλόμενο κράτος πρέπει να πληρώσει, εντός τριών μηνών από την προθεσμία κατά την οποία η παρούσα απόφαση θα καταστεί τελική, σύμφωνα με το άρθρο 44 § 2 της Σύμβασης, τα ακόλουθα ποσά:
- από κοινού στους τρεις προσφεύγοντες της προσφυγής αρ. 4762/18 ευρώ 8.000 (οκτώ χιλιάδες ευρώ) πλέον φόρων που μπορεί να επιβληθούν για μη περιουσιακή βλάβη
- από κοινού στις δύο προσφεύγουσες της προσφυγής αρ. 6140/18 ευρώ 8.000 (οκτώ χιλιάδες ευρώ) πλέον φόρων που μπορεί να επιβληθούν για μη περιουσιακή βλάβη
- από κοινού στους τρεις προσφεύγοντες της προσφυγής αρ. 4762/18 ευρώ 6.566,52 (έξι χιλιάδες πεντακόσια εξήντα έξι και πενήντα δύο λεπτά), πλέον φόρων που μπορέι να επιβληθούν, για έξοδα και δαπάνες
(β) ότι,από τη λήξη της προθεσμίας αυτής και μέχρι την καταβολή,το ποσό αυτό θα προσαυξηθεί με τόκους υπολογιζόμενουςμε επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,το οποίο θα ισχύει κατά την εν λόγω περίοδο,προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες.
- Απορρίπτει, ομόφωνα το υπόλοπο αίτημα των προσφευγόντων για δικαιη ικανοποίηση.
Συντάχθηκε στα Αγγλικά και κοινοποιήθηκε εγγράφως την 31 Οκτωβρίου 2019 σύμφωνα με το άρθρο 77 §§ 2 και 3 του Κανονισμού του Δικαστηρίου.
Renata Degener Ksenija TurkovićΑναπληρώτρια Γραμματέας Πρόεδρος
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΝΤΩΝ
Προσφυγή αρ. 4762/18
1. Πέτρος ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, γεννηθείς το 1943, κάτοικος Μήλου
2. Αικατερίνη ΜΠΕΡΔΕΛΟΓΛΟΥ, γεννηθείσα το 1965, κάτοικος Μήλου
3. Μαρία Ραφαέλλα ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, γεννηθείσα το 2000, κάτοικος Μήλου
Προσφυγή αρ. 6140/18
1.Ροδόπη ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ, γεννηθείσα το 1972, κάτοικος Σίφνου
2. Σμαράγδα ΡΑΒΙΟΛΟΥ, γεννηθείσα το 2008, κάτοικος Σίφνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου