14/10/23

Ολόκληρο το κείμενο των Αποφάσεων 1534-36/2023 της Ολομέλειας του ΣτΕ για τις απαλλαγές από τα Θρησκευτικά

Το σκεπτικό και η τελική απόφαση είναι πανομοιότυπα στις τρεις αποφάσεις. Διαφέρουν μόνο τα αρχικά στοιχεία (όσων υπέβαλαν τις αιτήσεις στο ΣτΕ κλπ).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

Αριθμός 1534/2023

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Μαρτίου 2023, με την εξής σύνθεση: Ευαγγελία Νίκα, Πρόεδρος, Μιχαήλ Πικραμένος, Γεώργιος Τσιμέκας, Παναγιώτα Καρλή, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Βαρβάρα Ραφτοπούλου, Δημήτριος Μακρής, Ηλίας Μάζος, Αναστασία-Μαρία Παπαδημητρίου, Βασιλική Κίντζιου, Όλγα Παπαδοπούλου, Μαρία Σωτηροπούλου, Χριστίνα Σιταρά, Χρήστος Λιάκουρας, Νικόλαος Σκαρβέλης, Φραντζέσκα Γιαννακού, Δημήτριος Βασιλειάδης, Αικατερίνη Ρωξάνα, Άννα Μπόνου, Χριστιάνα Μπολόφη, Σύμβουλοι, Χρήστος Παπανικολάου, Ανδρέας Σκούφαλος, Μαρία Μπαμπίλη, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Χριστίνα Σιταρά και Δημήτριος Βασιλειάδης, καθώς και η Πάρεδρος Μαρία Μπαμπίλη, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελένη Γκίκα.

Για να δικάσει την από 4 Οκτωβρίου 2022 αίτηση:

των: 1. Σ. Μ. του Μ., ατομικά και ως ασκούντος τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου του Ζ. Μ., 2. Λ. Σ. του Μ., ατομικά και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της Ζ. Μ. και 3. Ζ. Μ. του Σ., κατοίκων Αθηνών (……..), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Βασίλειο Σωτηρόπουλο (Α.Μ. 27027), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

κατά της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία παρέστη με τη Βασιλική Παπαθεοδώρου, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 14ης Νοεμβρίου 2022 πράξης της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδ. γ΄ (όπως ισχύει), 20 και 21 του π.δ. 18/1989.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 106646/ΓΔ4/2.9.2022 (ΦΕΚ Β΄ 4644/2.9.2022) κοινή απόφαση της Υπουργού και της Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Αικατερίνης Ρωξάνα.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο της Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (κωδικός πληρωμής ηλεκτρονικού παραβόλου 536499411953 0403 0004/2022).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η εν μέρει ακύρωση της 106646/ΓΔ4/2.9.2022 κοινής αποφάσεως της Υπουργού και της Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων «Τροποποίηση της υπό στοιχεία 79942/ΓΔ4/21.5.2019 υπουργικής απόφασης “Εγγραφές, μετεγγραφές, φοίτηση και θέματα οργάνωσης της σχολικής ζωής στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης” (Β΄ 2005)» (Β΄ 4644/2.9.2022). Ειδικότερα, ζητείται η ακύρωση της διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 25 της προαναφερόμενης 79942/ΓΔ4/21.5.2019 υπουργικής αποφάσεως, όπως αυτή τροποποιείται με την προσβαλλόμενη, κατά το μέρος που αφορά στο περιεχόμενο της αιτήσεως που πρέπει να υποβάλλεται για την απαλλαγή των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών.

3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου λόγω σπουδαιότητας, κατόπιν της από 14.11.2022 πράξεως της Προέδρου του, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 παρ. 2 εδάφ. γ΄ του π.δ. 18/1989 (Α´ 8), όπως ισχύει.

4. Επειδή, οι δύο πρώτοι αιτούντες, γονείς της τρίτης αιτούσας, ασκούντες την κρινόμενη αίτηση ατομικώς αλλά και για λογαριασμό της ανήλικης κόρης τους (τρίτης αιτούσας), μαθήτριας της Α´ Τάξης του ιδιωτικού ημερήσιου Γενικού Λυκείου «ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ» κατά το σχολικό έτος 2022-2023 (βλ. την από 21.11.2022 βεβαίωση φοίτησης της τρίτης αιτούσας στην Α΄ Τάξη του προαναφερθέντος Λυκείου), προβάλλουν ότι υποχρεώθηκαν να υποβάλουν την αίτηση που ορίζεται στην προσβαλλόμενη πράξη προκειμένου να απαλλαγεί η τρίτη αιτούσα από το μάθημα των θρησκευτικών για το σχολικό έτος 2022-2023. Ειδικότερα, για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος οι αιτούντες προβάλλουν ότι η ρύθμιση του ζητήματος της απαλλαγής από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών κατά τα οριζόμενα στην προσβαλλόμενη πράξη, στην οποία υποχρεώθηκαν να συμμορφωθούν, παραβιάζει τα δικαιώματά τους στην εκπαίδευση και στην ελευθερία σκέψης, συνειδήσεως και θρησκείας, ενώ θίγει και την προστασία των προσωπικών τους δεδομένων. Συνεπώς, κατόπιν των ανωτέρω και ανεξαρτήτως του ότι οι αιτούντες τήρησαν οικειοθελώς διαδικασία υποβολής υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 μη προβλεπόμενη από το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1478/2022, 1362/2021).

5. Επειδή, στην αρχή του ισχύοντος Συντάγματος γίνεται επίκληση της Αγίας Τριάδος («Eις τo όνoμα της Aγίας και Oμooυσίoυ και Aδιαιρέτoυ Tριάδoς»), στο δε άρθρο 2 παρ. 1, το οποίο εντάσσεται στο Τμήμα Α΄ του Μέρους Πρώτου αυτού, ορίζεται ότι: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Εν συνεχεία, στο άρθρο 3, το οποίο εντάσσεται στο Τμήμα Β΄ αυτού (με τίτλο: «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας») του Μέρους Πρώτου του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «1. Eπικρατoύσα θρησκεία στην Eλλάδα είναι η θρησκεία της Aνατoλικής Oρθόδoξης Eκκλησίας τoυ Xριστoύ. H Oρθόδoξη Eκκλησία της Eλλάδας, πoυ γνωρίζει κεφαλή της τoν Kύριo ημών Iησoύ Xριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δoγματικά με τη Mεγάλη Eκκλησία της Kωνσταντινoύπoλης και με κάθε άλλη oμόδoξη Eκκλησία τoυ Xριστoύ· τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τoυς ιερoύς απoστoλικoύς και συνoδικoύς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Eίναι αυτoκέφαλη, διoικείται από την Iερά Σύνoδo των εν ενεργεία Aρχιερέων και από τη Διαρκή Iερά Σύνoδo πoυ πρoέρχεται από αυτή και συγκρoτείται όπως oρίζει ο Kαταστατικός Xάρτης της Eκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων τoυ Πατριαρχικoύ Tόμoυ της κθ΄ (29) Ioυνίoυ 1850 και της Συνoδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίoυ 1928. 2. To εκκλησιαστικό καθεστώς πoυ υπάρχει σε oρισμένες περιoχές τoυ Kράτoυς δεν αντίκειται στις διατάξεις της πρoηγoύμενης παραγράφoυ. 3. To κείμενo της Aγίας Γραφής τηρείται αναλλoίωτo. H επίσημη μετάφρασή τoυ σε άλλo γλωσσικό τύπo απαγoρεύεται χωρίς την έγκριση της Aυτoκέφαλης Eκκλησίας της Eλλάδας και της Mεγάλης τoυ Xριστoύ Eκκλησίας στην Kωνσταντινoύπoλη». Περαιτέρω, στο Μέρος Δεύτερο του Συντάγματος με τίτλο: «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα» ορίζεται, στο μεν άρθρο 5 αυτού, ότι: «1. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. 2. Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο … 3. … 4. … 5. ...», στο δε άρθρο 13 αυτού ορίζεται ότι: «1. H ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. H απόλαυση των ατoμικών και πoλιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεπoιθήσεις καθενός. 2. Kάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελoύνται ανεμπόδιστα υπό την πρoστασία των νόμων. H άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να πρoσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. O πρoσηλυτισμός απαγoρεύεται. 3. ... 4. Kανένας δεν μπoρεί, εξαιτίας των θρησκευτικών τoυ πεπoιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υπoχρεώσεων πρoς τo Kράτoς ή να αρνηθεί να συμμoρφωθεί πρoς τoυς νόμoυς. 5. ...». Σύμφωνα δε με το άρθρο 14 παρ. 3, επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η κατάσχεση εφημερίδων ή άλλων εντύπων, μεταξύ άλλων για προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας. Εξάλλου, στο άρθρο 16 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. ... 2. H παιδεία απoτελεί βασική απoστoλή τoυ Kράτoυς και έχει σκoπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Eλλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τoυς σε ελεύθερoυς και υπεύθυνoυς πoλίτες. 3. Tα έτη υπoχρεωτικής φoίτησης δεν μπoρεί να είναι λιγότερα από εννέα. 4. … 5. …», στο δε άρθρο 21 αυτού ορίζεται ότι: «1. Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους … και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. 2. … 3. … 4. … 5. ... 6. ... 7. …». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 110 (παρ. 1) δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση, μεταξύ άλλων, και οι ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 13 παρ. 1 αυτού.

6. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως «για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε το πρώτον με τον νόμο 2329/1953 (Α΄ 68) και εκ νέου με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), αποδόθηκε δε στη δημοτική γλώσσα με το άρθρο πρώτο του π.δ. 76/2022 (Α΄ 205, με έναρξη ισχύος 1.2.2023), εγγυάται, στην παρ. 1, την ελευθερία της θρησκείας, ενώ στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέπονται οι περιορισμοί του δικαιώματος αυτού. Ειδικότερα, το άρθρο 9 ορίζει ότι: «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας· το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, καθώς και την ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, μεμονωμένα ή συλλογικά, δημόσια ή κατ’ ιδίαν, μέσω της λατρείας, της διδασκαλίας και της άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείμενο άλλων περιορισμών πέρα από εκείνους που προβλέπονται από τον νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία για τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της δημόσιας τάξης, της υγείας ή της ηθικής ή την προάσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων». Ακολούθως, στο άρθρο 14 της Συμβάσεως αυτής ορίζεται ότι: «Η απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών, που αναγνωρίζονται στην παρούσα Σύμβαση, πρέπει να εξασφαλιστεί χωρίς καμία διάκριση που να βασίζεται ιδίως στο φύλο, τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, τη συμμετοχή σε εθνική μειονότητα, την περιουσία, τη γέννηση ή κάθε άλλη κατάσταση». Εξάλλου, το άρθρο 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (ΠΠΠ) της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε ομοίως με το ως άνω ν.δ. 53/1974 και αποδόθηκε επίσης στη δημοτική γλώσσα με το άρθρο πρώτο του προαναφερθέντος π.δ/τος 76/2022, κατοχυρώνει το δικαίωμα στην εκπαίδευση, ορίζει δε ειδικότερα ότι: «Kανείς δεν μπορεί να στερηθεί το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Το Κράτος, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του στο πεδίο της εκπαίδευσης και της διδασκαλίας, σέβεται το δικαίωμα των γονέων να διασφαλίσουν την εκπαίδευση και τη διδασκαλία αυτή σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις».

7. Επειδή, το κατά το άρθρο 13 του Συντάγματος ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, που υπόκειται μόνο στους προβλεπόμενους από το ίδιο το Σύνταγμα περιορισμούς, περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως αφ’ ενός (παρ. 1) και την ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων αφ’ ετέρου, με ρητή αναφορά στην ανεμπόδιστη άσκηση της λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας (παρ. 2). Εξάλλου, η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, με την οποία προστατεύεται προεχόντως το ενδιάθετο φρόνημα του ατόμου αναφορικά με το θείο από κάθε κρατική επέμβαση, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει το θρήσκευμα που ακολουθεί ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του. Τούτο έχει την έννοια ότι κανένας δεν μπορεί να εξαναγκασθεί με οποιονδήποτε τρόπο, να αποκαλύψει είτε αμέσως είτε εμμέσως, το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του, υποχρεούμενος σε πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες θα τεκμαίρεται η ύπαρξη ή η ανυπαρξία τους, και καμία κρατική αρχή ή κρατικό όργανο δεν επιτρέπεται να επεμβαίνουν στον απαραβίαστο, κατά το Σύνταγμα, χώρο αυτόν της συνειδήσεως του ατόμου και να αναζητούν το θρησκευτικό του φρόνημα, πολύ δε περισσότερο να επιβάλλουν την εξωτερίκευση των όποιων πεποιθήσεων του ατόμου αναφορικά με το θείο (ΣτΕ Ολομ. 1822/2020, 2100-2101, 1759-1760/2019, 2280-2285/2001). Διάφορο, όμως, είναι το ζήτημα της οικειοθελούς προς τις κρατικές αρχές γνωστοποίησης του θρησκεύματος του ατόμου, η οποία γίνεται με πρωτοβουλία του και για την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως η ίδρυση ναού ή ευκτηρίου οίκου, η ίδρυση σωματείου θρησκευτικού χαρακτήρα, η μη εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων για λόγους συνειδησιακής αντίρρησης, καθώς και η απαλλαγή από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών και από συναφείς σχολικές υποχρεώσεις, όπως ο εκκλησιασμός και η σχολική προσευχή (ΣτΕ Ολομ. 1759-1760/2019, 2280-2285/2001).

8. Επειδή, περαιτέρω, η περιεχόμενη στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος αναφορά ως «επικρατούσης» στην Ελλάδα της θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού -όπως, άλλωστε, και η επίκληση στην κεφαλίδα του Συντάγματος της «Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος»- συναρτάται με τον καίριο ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού, ιδίως κατά την προηγηθείσα της εθνικής ανεξαρτησίας χρονική περίοδο της τουρκοκρατίας, αποτελεί δε και την, κατά την αντίληψη του συντακτικού νομοθέτη, διαπίστωση του πραγματικού γεγονότος ότι τη θρησκεία αυτή πρεσβεύει η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ενώ δεν στερείται η αναφορά αυτή και κανονιστικών συνεπειών (όπως, ενδεικτικώς, η καθιέρωση χριστιανικών εορτών ως υποχρεωτικών αργιών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, βλ. και απόφαση του ΕΔΔΑ της 25.5.1993, Κοκκινάκης κατά Ελλάδος, αριθ. προσφυγής 14307/1988, σκ. 14 σχετικά με τον ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη διατήρηση του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας, καθώς και στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, η οποία αναγορεύει την παιδεία ως βασική αποστολή του Κράτους, συγκαταλέγει μεταξύ των σκοπών της την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων. Η έννοια της «εθνικής» και της «θρησκευτικής» συνειδήσεως κατά την εν λόγω συνταγματική διάταξη, είναι, ενόψει και της χρήσεως οριστικού άρθρου, συγκεκριμένη και δεν αφορά σε οποιοδήποτε έθνος και σε οποιοδήποτε θρήσκευμα. Ειδικότερα, ως ανάπτυξη της «εθνικής» συνειδήσεως νοείται ευλόγως, εφ’ όσον το ελληνικό Κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό Κράτος, η ανάπτυξη της ελληνικής -και όχι άλλης- εθνικής συνειδήσεως, ως ανάπτυξη δε της «θρησκευτικής» συνειδήσεως νοείται, για την πλειοψηφία, βεβαίως, των Ελλήνων πολιτών που ασπάζονται το δόγμα αυτό, η ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως, ενόψει του ότι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χαρακτηριζόμενη ως «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα», αναγνωρίζεται από τον συνταγματικό νομοθέτη, όπως προεκτέθηκε, ως η θρησκεία της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Στην ανάπτυξη, άλλωστε, θρησκευτικής συνειδήσεως των ελληνοπαίδων σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας αποβλέπουν και οι γονείς τους, αντλώντας από τη διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγματος, το δικαίωμα, που κατοχυρώνεται ευθέως και από το άρθρο 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (ΠΠΠ) της Συμβάσεως της ΕΣΔΑ, να «εξασφαλίζουν» τη μόρφωση και εκπαίδευση των τέκνων τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις. Περαιτέρω, δοθέντος ότι η θρησκευτική συνείδηση γεννάται και διαμορφώνεται σταδιακά, πριν ακόμη από την έναρξη του σχολικού βίου, στο πλαίσιο της οικογένειας (η οποία, ως «θεμέλιο της συντηρήσεως και προαγωγής του Έθνους» τελεί -όπως και η παιδική ηλικία- υπό την προστασία του Κράτους, κατά το άρθρο 21 του Συντάγματος), από τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 13 αυτού και του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ συνάγεται ότι ως «ανάπτυξη» της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνειδήσεως κατά τα ανωτέρω νοείται η εμπέδωση και ενίσχυση της συγκεκριμένης αυτής θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών με τη διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ως εκ τούτου δε αφορά αποκλειστικά τους μαθητές, οι οποίοι, ανήκοντες στην κατά τα άνω πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Το κυριότερο μέσο, με το οποίο -εκτός άλλων (προσευχή, εκκλησιασμός)- υπηρετείται ο ανωτέρω συνταγματικός σκοπός είναι η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών. Περαιτέρω, η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, που πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, είναι συμβατή με την, καθιερούμενη στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, απαραβίαστη θρησκευτική ελευθερία, διότι δεν συνιστά επιβολή πίστεως προς την επικρατούσα θρησκεία, αφού το μάθημα αυτό, μέσω του οποίου πραγματώνεται ως σκοπός της παιδείας η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» υπό το προεκτεθέν κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 16 του Συντάγματος περιεχόμενο (ήτοι η ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως), απευθύνεται αποκλειστικά, ως εκ του ανωτέρω περιεχομένου του, στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι στους ετερόδοξους, αλλόθρησκους ή άθεους μαθητές. Οι τελευταίοι, απολαύοντες της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία κατοχυρώνεται ως απαραβίαστη με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, έχουν ευθέως βάσει της συνταγματικής αυτής διατάξεως δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, χωρίς καμία δυσμενή συνέπεια, εφ’ όσον οι γονείς τους, ή οι ίδιοι αν είναι ενήλικοι, υποβάλουν δήλωση ότι δεν επιθυμούν, για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, να παρακολουθήσουν τα τέκνα τους τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών που έχει το προεκτεθέν περιεχόμενο (ΣτΕ Ολομ. 942/2020, 1749-1750/2019, 660, 926/2018). Εξάλλου, με τις 1749-1750/2019 και 942/2020 αποφάσεις της Ολομελείας έγινε δεκτό ότι η κατά τα ανωτέρω υποβαλλομένη δήλωση, που θα μπορούσε να έχει το εξής περιεχόμενο: «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των θρησκευτικών», δεν παραβιάζει τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, εφ’ όσον γίνεται χάριν απαλλαγής των μαθητών αυτών από την, επιβαλλόμενη κατ’ αρχήν από το Σύνταγμα και τον νόμο, υποχρέωση παρακολουθήσεως του μαθήματος αυτού [πρβ. σε σχέση με την ΕΣΔΑ την απόφαση του ΕΔΔΑ της 26.9.2007 Folgero και λοιποί κατά Νορβηγίας (αριθ. προσφυγής 15472/02), σκ. 96-102, καθώς και την απόφαση του ΕΔΔΑ της 31.10.2019 Παπαγεωργίου και λοιποί κατά Ελλάδος (αριθ. προσφυγών 4762 και 6140/18), σκ. 81-89].

9. Επειδή, εξάλλου, κατά την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία τόσο υπό τη θετική της έκφανση, δηλαδή ως ελευθερία του ατόμου να έχει θρησκευτικές πεποιθήσεις και να εκδηλώνει τη θρησκεία του μόνος του και κατ’ ιδίαν ή μαζί με άλλους, δημοσίως και εντός του κύκλου των ομοθρήσκων του, όσο και υπό την αρνητική της πτυχή, δηλαδή ως το δικαίωμα του ατόμου να μην διαθέτει θρησκευτικές πεποιθήσεις και να μην υποχρεούται να τις αποκαλύψει, αμέσως ή εμμέσως, καθώς και να μην υποχρεούται να ενεργεί με τρόπο που να μπορεί να δίνει τη δυνατότητα να συμπεράνει κανείς ότι έχει ή δεν έχει τέτοιες πεποιθήσεις. Συνεπώς, οι κρατικές αρχές δεν δικαιούνται να επεμβαίνουν στη σφαίρα της ελευθερίας συνειδήσεως ενός ατόμου και να επιδιώκουν να ανακαλύψουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ή να το υποχρεώνουν να αποκαλύψει αυτές τις πεποιθήσεις [πρβλ. ΕΔΔΑ Σοφιανόπουλος κ.λπ. κατά Ελλάδος, 12.12.2002 (αρ. προσφ. 1997/02, 1977/02), Αλεξανδρίδης κατά Ελλάδας, 21.2.2008 (αρ. προσφ. 19516/2006), Sinan Isik κατά Τουρκίας, 2.2.2010 (αρ. προσφ. 21924/05), Grzelak κατά Πολωνίας, 15.6.2010 (αρ. προσφ. 7710/02), Δημητράς κ.ά. κατά Ελλάδας, 3.6.2010 (αρ. προσφ. 42837/2006), Wasmuth κατά Γερμανίας, 17.2.2011 (αρ. προσφ. 12884/2003)].

10. Επειδή, επί προσφυγών ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αναφορικά με τη συμβατότητα προς τις διατάξεις της ΕΣΔΑ της διαδικασίας απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, όπως αυτή προβλεπόταν στην 12773/ Δ2/23.1.2015 εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, δημοσιεύθηκε η απόφασή του, της 31.10.2019, Παπαγεωργίου και λοιποί κατά Ελλάδος (αριθ. προσφυγών 4762/2018 και 6140/2018), με την οποία διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ερμηνευόμενου υπό το φως του άρθρου 9 της Συμβάσεως. Η ως άνω εγκύκλιος του Υπουργείου προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Η απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών χορηγείται ύστερα από Υπεύθυνη Δήλωση του ν. 1599/1986, του ίδιου του μαθητή (αν είναι ενήλικος) ή και των δύο γονέων του (αν είναι ανήλικος), στην οποία θα αναφέρεται ότι ο μαθητής δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος και εξ αυτού επικαλείται λόγους θρησκευτικής συνείδησης, χωρίς να είναι υποχρεωτική η αναφορά του θρησκεύματος στο οποίο ανήκει, εκτός αν το επιθυμεί». Στην ίδια εγκύκλιο επισημαίνονταν επίσης τα ακόλουθα: «Επειδή έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα κατάχρησης του δικαιώματος απαλλαγής από τα Θρησκευτικά για λόγους που δεν συνδέονται με την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, εφιστάται η προσοχή στους Διευθυντές των σχολικών μονάδων να ελέγχουν την τεκμηρίωση των προβαλλόμενων λόγων, επισημαίνοντας σε κάθε ενδιαφερόμενο τη σοβαρότητα των σχετικών Υπεύθυνων Δηλώσεων και κατόπιν να προβαίνουν στη χορήγηση νόμιμης απαλλαγής του μαθητή, πάντοτε εντός των προβλεπομένων χρονικών ορίων. Η προσυπογραφή της Υπεύθυνης Δήλωσης από τον διδάσκοντα είναι απαραίτητη, ώστε να ενημερώνεται για τους μαθητές που θα έχει στην τάξη του στις ώρες του μαθήματος των Θρησκευτικών». Το ΕΔΔΑ, στην ως άνω απόφασή του, εκτιμώντας ότι το κύριο ζήτημα που ανέκυπτε ενώπιόν του ήταν η υποχρέωση των γονέων να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση ότι τα τέκνα τους δεν είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, προκειμένου τα τελευταία να τύχουν απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών και όχι το περιεχόμενο του μαθήματος, υπενθύμισε εν πρώτοις τη θετική υποχρέωση κάθε Συμβαλλόμενου Κράτους, όταν το μάθημα των θρησκευτικών περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα σπουδών, να αποφεύγει, κατά το δυνατόν, τη δημιουργία κατάστασης σύγκρουσης μεταξύ της παρεχόμενης από το σχολείο θρησκευτικής αγωγής και των θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων των γονέων, επισημαίνοντας συναφώς ότι, όσον αφορά τη θρησκευτική αγωγή στην Ευρώπη και παρά την ποικιλομορφία των διδακτικών προσεγγίσεων, σχεδόν όλα τα κράτη μέλη προσφέρουν τουλάχιστον μία οδό, μέσω της οποίας οι μαθητές μπορούν να επιλέξουν να μην παρακολουθήσουν το μάθημα των θρησκευτικών, παρέχοντας έναν μηχανισμό απαλλαγής ή την επιλογή να παρακολουθήσουν κάποιο εναλλακτικό μάθημα, ή προβλέποντας ότι η παρακολούθηση του μαθήματος των θρησκευτικών είναι απολύτως προοαιρετική. Στο πλαίσιο αυτό διαπίστωσε ότι, με βάση το άρθρο 16 παρ. 2 του Ελληνικού Συντάγματος και την εκπαιδευτική νομοθεσία, το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές, η δε από 23.1.2015 εγκύκλιος προέβλεπε ότι οι μη Ορθόδοξοι Χριστιανοί μαθητές, δηλαδή οι αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι ή άθεοι μαθητές οι οποίοι επικαλούνταν λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, μπορούσαν να απαλλαγούν από την παρακολούθηση του μαθήματος. Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ έλαβε υπόψη ότι η ως άνω εγκύκλιος δεν απαιτούσε μεν για την αίτηση απαλλαγής την αναφορά του θρησκεύματος στο οποίο ανήκει ο μαθητής, παρατήρησε, εντούτοις, ότι οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να καταθέσουν στον διευθυντή του σχολείου υπεύθυνη δήλωση, προσυπογεγραμμένη από τον διδάσκοντα, ότι το τέκνο τους δεν είναι Ορθόδοξος Χριστιανός, ο δε διευθυντής του σχολείου ήταν υπεύθυνος να ελέγχει την τεκμηρίωση των προβαλλόμενων λόγων από τους γονείς, επισημαίνοντάς τους τη σοβαρότητα των σχετικών υπεύθυνων δηλώσεων που υπέβαλλαν. Ενόψει δε των ρυθμίσεων αυτών της ελληνικής νομοθεσίας, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι α) ο έλεγχος της σοβαρότητας της υπεύθυνης δήλωσης συνεπαγόταν ότι ο διευθυντής του σχολείου όφειλε να ελέγξει αν η δήλωση περιείχε ψευδή στοιχεία, δηλαδή να διασταυρώσει τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του τέκνου, στην οποία αναφερόταν το θρήσκευμα των γονέων του, η οποία έπρεπε να υποβληθεί στις σχολικές αρχές, με το περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσης, β) ότι σύμφωνα με τις σχετικές υπουργικές αποφάσεις, στο Δημοτικό, το Γυμνάσιο και το Λύκειο ήταν υποχρεωτική η αναγραφή του θρησκεύματος στα πιστοποιητικά σπουδών και γ) ότι, σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ της ληξιαρχικής πράξης γέννησης και της υπεύθυνης δήλωσης, ο διευθυντής του σχολείου ήταν υποχρεωμένος να ειδοποιήσει τον εισαγγελέα για το ενδεχόμενο κατάθεσης ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης, η οποία συνιστούσε αξιόποινη πράξη σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 6 του ν. 1599/1986 και το άρθρο 37 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Με τα δεδομένα αυτά, το ΕΔΔΑ, οδηγήθηκε στην κρίση ότι το τεθέν ενώπιόν του σύστημα απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών της 12773/Δ2/23.1.2015 εγκυκλίου του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων ήταν ικανό να επιβάλει ένα απαράδεκτο βάρος στους γονείς με κίνδυνο έκθεσης ευαίσθητων πτυχών της προσωπικής τους ζωής και ότι το ενδεχόμενο σύγκρουσης ήταν πιθανό να τους αποτρέψει από το να καταθέσουν αίτηση απαλλαγής, ιδίως σε περίπτωση που ζούσαν σε μια μικρή και θρησκευτικά συμπαγή κοινότητα, όπως, στην περίπτωση των προσφευγόντων, η Σίφνος και η Μήλος, όπου ο κίνδυνος στιγματισμού ήταν πολύ μεγαλύτερος σε σχέση με τις μεγάλες πόλεις. Επίσης, διατύπωσε την κρίση ότι, αν και οι προσφεύγοντες δεν ήταν υποχρεωμένοι να αποκαλύψουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, η υποχρέωση υποβολής υπεύθυνης δήλωσης ισοδυναμούσε με εξαναγκασμό να υιοθετήσουν μια συμπεριφορά από την οποία θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι οι ίδιοι και τα τέκνα τους είχαν -ή δεν είχαν- συγκεκριμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ενόψει αυτών, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι είχε λάβει χώρα παραβίαση των δικαιωμάτων των προσφευγόντων βάσει του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, ερμηνευόμενου υπό το φως του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ (σκέψεις 81-90).

11. Επειδή, ο ν. 4777/2021 «Εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις» (Α΄ 25) προέβλεψε, στο άρθρο 37 αυτού, τα εξής: «Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων καθορίζονται η διαδικασία και οι προϋποθέσεις απαλλαγής μαθητών, οι οποίοι φοιτούν στην πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, από τη συμμετοχή στα μαθήματα της Φυσικής Αγωγής, της Μουσικής και των Θρησκευτικών, και ρυθμίζεται κάθε άλλο συναφές ειδικότερο θέμα, όπως ιδίως οι λόγοι που δικαιολογούν τη χορήγηση και τη διάρκεια της απαλλαγής, ο τύπος, το περιεχόμενο, η προθεσμία υποβολής της αίτησης απαλλαγής καθώς και τα απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα, το όργανο της σχολικής μονάδας στο οποίο υποβάλλονται η αίτηση και τα δικαιολογητικά, καθώς και η διάρκεια και ο τρόπος τήρησης, φύλαξης και επεξεργασίας αυτών, η διαδικασία και τα όργανα αξιολόγησης της αίτησης, οι σχετικές εγγραφές που γίνονται σε υπηρεσιακά βιβλία της σχολικής μονάδας και ο τρόπος και το είδος της απασχόλησης των μαθητών κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας του μαθήματος από την υποχρέωση παρακολούθησης του οποίου έχουν απαλλαγεί». Κατ’ επίκληση της ως άνω διατάξεως εκδόθηκε η 61178/ΓΔ4/28.5.2021 κοινή απόφαση της Υπουργού και της Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων (Β´ 2286), με την οποία αντικαταστάθηκε το άρθρο 25 της 79942/ΓΔ4/21.5.2019 υπουργικής αποφάσεως «Εγγραφές, μετεγγραφές, φοίτηση και θέματα οργάνωσης της σχολικής ζωής στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Β΄ 2005)», το οποίο ρύθμιζε τη δυνατότητα απαλλαγής των μαθητών/τριών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από το μάθημα των θρησκευτικών. Η ανωτέρω 61178/ΓΔ4/28.5.2021 κοινή υπουργική απόφαση ακυρώθηκε με την απόφαση 1478/2022 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, ως προς όλες τις διατάξεις που αφορούσαν την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών. Και τούτο με τη σκέψη ότι, κατά την έννοια του άρθρου 36 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)» (L 119/4.5.2016), στην ένδικη περίπτωση, κατά την οποία προσβαλλόταν κανονιστική πράξη με περιεχόμενο την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ειδικής κατηγορίας κατά το άρθρο 9 παρ. 1 του εν λόγω Κανονισμού, τα οποία συνδέονταν με την άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος, απαιτείτο ως ουσιώδης τύπος, η έλλειψη του οποίου οδηγούσε σε ακύρωση της πράξεως, η παροχή γνώμης της εποπτικής αρχής πριν από την έκδοσή της. Εφ’ όσον δε, πριν από την έκδοση της προσβληθείσας πράξεως δεν είχε τηρηθεί, ως ουσιώδης τύπος, η παροχή γνώμης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κρίθηκε ότι η πράξη αυτή έπρεπε να ακυρωθεί ως προς όλες τις διατάξεις της που αφορούσαν την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών (άρθρο 25 παρ. 3 και οι παρ. 4 και 5 του ίδιου άρθρου κατά το μέρος που αφορούν το ζήτημα αυτό). Με την ίδια απόφαση, εξάλλου, απορρίφθηκε ως αβάσιμος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβαλλόταν παραβίαση του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, ερμηνευόμενου υπό το φως του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, ως εκ του ότι, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, δεν εκπληρωνόταν η υποχρέωση της Πολιτείας για τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος συναφούς περιεχομένου με το μάθημα των θρησκευτικών, από το οποίο απαλλάσσονταν. Και τούτο, με τη σκέψη ότι η ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία ο Διευθυντής ή η Διευθύντρια της σχολικής μονάδας, σε συνεργασία με τον Σύλλογο των διδασκόντων, αποφασίζουν κατά περίπτωση για τον τρόπο που απασχολούνται υποχρεωτικά οι απαλλασσόμενοι/ες μαθητές/τριες (ενδεικτικά διαφορετικό διδακτικό αντικείμενο σε άλλο τμήμα της ίδιας τάξης ή ερευνητική δημιουργική δραστηριότητα), ήταν συνταγματικώς ανεκτή, ως μεταβατική, μέχρι την οριστική ρύθμιση του θέματος εντός ευλόγου χρόνου. Ως εύλογος δε χρόνος κρίθηκε το τέλος του σχολικού έτους 2022-2023, δοθέντος ότι, πέραν των δυσχερειών που μνημονεύονταν στην εγκριθείσα με το 37/23.7.2020 πρακτικό του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής εισήγηση της Επιστημονικής Επιτροπής για το μάθημα των θρησκευτικών, η Πολιτεία καλείτο για πρώτη φορά να ρυθμίσει το ζήτημα αυτό, δηλαδή να θεσπίσει ένα ισότιμο μάθημα συναφούς περιεχομένου για τους μαθητές που απαλλάσσονται από το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών, σύμφωνα με την ερμηνεία των συνταγματικών και υπερνομοθετικών διατάξεων της ΕΣΔΑ που είχε δοθεί με τις προεκτεθείσες 1749-1750/2019 αποφάσεις του Δικαστηρίου.

12. Επειδή, μετά ταύτα και κατόπιν του σχετικού 96336/Δ2/1.8.2022 εγγράφου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων προς την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η εν λόγω Αρχή εξέδωσε την 2/2022 γνωμοδότηση, στην οποία, στο πλαίσιο της συμβουλευτικής της αρμοδιότητας και ενόψει των κριθέντων με την προαναφερθείσα 1478/2022 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εξέτασε το υποβληθέν σχέδιο κοινής υπουργικής αποφάσεως και παρέσχε τη γνώμη της για σειρά ζητημάτων τεχνικού κυρίως χαρακτήρα σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων των μαθητών τα οποία καταχωρούνται στο πληροφοριακό σύστημα «myschool» του Υπουργείου Παιδείας. Ακολούθως, μετά τη γνωμοδότηση της Αρχής, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, η οποία έλαβε υπόψη ως προς τα ζητήματα αυτά, μεταξύ άλλων, τις 1749, 1750/2019 και 1478/2022 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας καθώς και την ανωτέρω γνωμοδότηση. Εξάλλου, με την ως άνω 2/2022 γνωμοδότησή της, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα εξέφρασε και την άποψη ότι, για την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, σύμφωνη με το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ «είναι μια δήλωση των ενδιαφερομένων γονέων ή μαθητών, συμπεριλαμβανομένων και των Χριστιανών Ορθοδόξων που τυχόν το επιθυμούν, στην οποία θα αναφέρεται απλώς ότι “Λόγοι συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των θρησκευτικών”».

13. Επειδή, με την προσβαλλομένη απόφαση αντικαταστάθηκε (εκ νέου) το άρθρο 25 της προμνησθείσας 79942/ΓΔ4/21.5.2019 υπουργικής αποφάσεως, ως εξής: «Απαλλαγή μαθητών/τριών από την ενεργό συμμετοχή σε μαθήματα 1) Φυσική Αγωγή α) ... β) ... γ) ... δ) ... ε) ... 2) Μουσική α) ..., β) ... γ) … 3) Θρησκευτικά α) Μαθητές/τριες οι οποίοι/ες δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι (δηλαδή αλλόθρησκοι, ετερόδοξοι άθρησκοι, άθεοι, αγνωστικιστές), δύνανται, εφόσον το επιθυμούν, να απαλλαγούν από την υποχρέωση παρακολούθησης του μαθήματος των Θρησκευτικών, υποβάλλοντας σχετική αίτηση στον/στη Διευθυντή/ντρια της σχολικής μονάδας στην οποία θα αναφέρεται το εξής: “Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των Θρησκευτικών”. Η αίτηση υπογράφεται από τον ίδιο/ίδια τον/τη μαθητή/τρια, εάν είναι ενήλικος/η, ή και από τους δύο γονείς/κηδεμόνες του/της, εάν είναι ανήλικος/η. Μόνον στην περίπτωση που η γονική μέριμνα ασκείται από τον ένα γονέα, αρκεί η υπογραφή του/της ασκούντος/ούσης τη γονική μέριμνα. β) Η ως άνω αίτηση, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του/της ίδιου/ας μαθητή/τριας (αν είναι ενήλικος/η) ή και των δύο γονέων του/της (αν είναι ανήλικος/η), παραλαμβάνεται από τον/τη Διευθυντή/ντρια του σχολείου εντός αποκλειστικής χρονικής προθεσμίας που διαρκεί από την 1η Σεπτεμβρίου έως και την πέμπτη ημέρα μετά την έναρξη των μαθημάτων κάθε σχολικού έτους. Το γνήσιο της υπογραφής δύναται να βεβαιώνει κατά την παρ. 1 του άρθρου 11 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45) και ο/η Διευθυντής/ντρια της σχολικής μονάδας κατά την υποβολή της αίτησης, η οποία υπογράφεται ενώπιόν του/της. Ο/Η Διευθυντής/ντρια ενημερώνει για την υποβολή της σχετικής αίτησης τον/την καθηγητή/τρια που διδάσκει το μάθημα των Θρησκευτικών στο τμήμα στο οποίο φοιτά ο/η απαλλασσόμενος/η μαθητής/τρια, ώστε να γνωρίζει ποιοι/ποιες μαθητές/τριες θα βρίσκονται στην τάξη του/της κατά τη διάρκεια διεξαγωγής του μαθήματος. Οι μαθητές/τριες που απαλλάσσονται από το μάθημα των Θρησκευτικών δεν επιτρέπεται να περιφέρονται εντός ή εκτός της σχολικής μονάδας ή να απουσιάζουν αδικαιολόγητα. Ο/Η Διευθυντής/ντρια της σχολικής μονάδας σε συνεργασία με τον Σύλλογο των Διδασκόντων/ουσών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1566/1985 (Α΄ 167) και της υπό στοιχεία Φ.353.1/324/105657/Δ1/8-10-2002 (Β΄ 1340) υπουργικής απόφασης, αποφασίζουν κατά περίπτωση για τον τρόπο που απασχολούνται υποχρεωτικά οι απαλλασσόμενοι/ες μαθητές/τριες, συντάσσοντας σχετική πράξη στο Βιβλίο Πράξεων του Συλλόγου Διδασκόντων/ουσών (όπως ενδεικτικά διαφορετικό διδακτικό αντικείμενο σε άλλο τμήμα της ίδιας τάξης ή ερευνητική δημιουργική δραστηριότητα), και έχοντας την πλήρη ευθύνη. Σε περίπτωση που η τάξη στην οποία φοιτούν οι απαλλασσόμενοι/ες μαθητές/τριες λειτουργεί μόνο με ένα τμήμα, οι μαθητές/τριες αυτοί/ές παρακολουθούν εκπαιδευτικό πρόγραμμα που καθορίζεται από τον Σύλλογο Διδασκόντων/ουσών. γ) Η απαλλαγή αρχίζει από την έναρξη των μαθημάτων, αφορά ολόκληρο το σχολικό έτος και δύναται να ανανεωθεί για κάθε επόμενο σχολικό έτος με την ίδια διαδικασία. Ο Σύλλογος Διδασκόντων/ουσών συντάσσει σχετική πράξη στο Βιβλίο Πράξεων του Συλλόγου Διδασκόντων/ουσών, στην οποία καταγράφονται οι δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχει ο/η απαλλασσόμενος/η μαθητής/τρια την ώρα διεξαγωγής του μαθήματος των Θρησκευτικών. δ) Οι μαθητές/τριες που απαλλάσσονται από το μάθημα των Θρησκευτικών απαλλάσσονται και από την προσευχή και τον εκκλησιασμό, εφόσον το έχουν δηλώσει στην αίτησή τους για την απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών. Την ώρα της προσευχής και του εκκλησιασμού παραμένουν στο σχολείο και εφαρμόζεται αναλόγως το τέταρτο εδάφιο της ανωτέρω περ. β΄ της παρούσας παραγράφου. 4) Αιτήσεις, υπεύθυνες δηλώσεις, ιατρικές βεβαιώσεις και γνωματεύσεις και λοιπά δικαιολογητικά που υποβάλλονται στον/στη Διευθυντή/ντρια της σχολικής μονάδας από τους μαθητές/τριες και/ή από τους γονείς/κηδεμόνες τους στο πλαίσιο εφαρμογής του παρόντος άρθρου, φυλάσσονται με ευθύνη του Διευθυντή/ντριας εντός κλειστών φακέλων σε σημείο του γραφείου του/της στο οποίο έχει πρόσβαση μόνο εκείνος/η και καταστρέφονται από εκείνον/εκείνη μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από το τέλος του σχολικού έτους το οποίο αφορούν, συντασσομένου σχετικού πρωτοκόλλου καταστροφής. 5) Επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των υποκειμένων. α) Στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος άρθρου υποβάλλονται σε επεξεργασία τα προσωπικά δεδομένα που περιλαμβάνονται στις αιτήσεις για την απαλλαγή από τα ανωτέρω μαθήματα και στα λοιπά συνυποβαλλόμενα δικαιολογητικά. β) Υπεύθυνος επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία για την εφαρμογή της παρούσας είναι: i) για όλες τις εκπαιδευτικές δομές της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων δια της εκάστοτε σχολικής μονάδας και ii) για όλες τις εκπαιδευτικές δομές της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας ιδιωτικής εκπαίδευσης το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ή άλλου είδους νομική οντότητα ανεξαρτήτως νομικής προσωπικότητας, στο οποίο έχει χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας της αντίστοιχης ιδιωτικής εκπαιδευτικής δομής. γ) Σκοπός της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων είναι ο έλεγχος της συνδρομής των προϋποθέσεων για τη χορήγηση της αιτούμενης απαλλαγής από την ενεργό συμμετοχή στα ανωτέρω μαθήματα. δ) Νομική βάση της επεξεργασίας είναι η περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 6 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων, “Γ.Κ.Π.Δ.”) συνδυαστικά με την περ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 6 του Γ.Κ.Π.Δ. (η έκδοση της πράξης χορήγησης ή μη της απαλλαγής λαμβάνει χώρα κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας). Όσον αφορά στα προσωπικά δεδομένα ειδικών κατηγοριών, νομική βάση της επεξεργασίας είναι η περ. στ΄ της παρ. 2 του άρθρου 9 του Γ.Κ.Π.Δ., ήτοι η θεμελίωση, άσκηση και υποστήριξη νομικής αξίωσης, υπό την έννοια της άσκησης του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας και της προβολής των εξ αυτού απορρεουσών αξιώσεων. Ταυτόχρονα, νομική βάση για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων ειδικών κατηγοριών είναι και η περ. ζ της παρ. 2 του άρθρου 9 ΓΚΠΔ. ε) Η χορήγηση της απαλλαγής σε μαθητή/τρια από την ενεργό συμμετοχή σε κάποιο από τα ανωτέρω μαθήματα καταχωρίζεται στο βιβλίο Πράξεων Συλλόγου Διδασκόντων/ουσών της σχολικής μονάδας με την ακόλουθη διατύπωση: ... “Χορήγηση απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών”, “Χορήγηση απαλλαγής από την προσευχή και τον εκκλησιασμό” χωρίς να καταχωρίζεται οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία που αφορά στους λόγους χορήγησης της απαλλαγής ή σχετίζεται με αυτούς. Η χορήγηση της απαλλαγής καταχωρίζεται και στο πληροφοριακό σύστημα “myschool”, επομένως αποδέκτης αυτής της πληροφορίας είναι και το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία “Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων "Διόφαντος"”, το οποίο έχει αναπτύξει και διαχειρίζεται το ως άνω πληροφοριακό σύστημα για λογαριασμό του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η καταχώριση και στο εν λόγω πληροφοριακό σύστημα είναι απαραίτητη για την οργάνωση και άσκηση του εκπαιδευτικού έργου και την άσκηση περαιτέρω αρμοδιοτήτων που συνέχονται με αυτό, όπως ενδεικτικώς η έκδοση τίτλων σπουδών και λοιπών πιστοποιητικών/αποδεικτικών. Στο πληροφοριακό σύστημα καταχωρίζεται μόνο η πληροφορία της απαλλαγής του/της μαθητή/τριας από την ενεργό συμμετοχή στα ανωτέρω μαθήματα χωρίς να καταχωρίζεται οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία που αφορά στους λόγους χορήγησης της απαλλαγής ή σχετίζεται με αυτούς. στ) Τα προσωπικά δεδομένα που περιλαμβάνονται στις αιτήσεις για την απαλλαγή από τα ανωτέρω μαθήματα και στα λοιπά συνυποβαλλόμενα δικαιολογητικά διαγράφονται μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από το τέλος του σχολικού έτους το οποίο αφορούν, συντασσομένου σχετικού πρωτοκόλλου καταστροφής των ως άνω αιτήσεων και λοιπών συνυποβληθέντων δικαιολογητικών. Ειδικότερα, τα προσωπικά δεδομένα που καταχωρίζονται στο πληροφοριακό σύστημα “myschool” τηρούνται για το απολύτως απαραίτητο χρονικό διάστημα για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. ζ) Πρόσβαση στα ως άνω δεδομένα έχουν μόνο ο/η Διευθυντής/ντρια της σχολικής μονάδας και κατάλληλα εξουσιοδοτημένοι από εκείνον/η εκπαιδευτικοί της συγκεκριμένης σχολικής μονάδας, εφόσον αυτό κρίνεται απαραίτητο για την άσκηση των καθηκόντων τους. Περαιτέρω, τα τηρούμενα στο πληροφοριακό σύστημα “myschool” δεδομένα προστατεύονται μέσω κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων, τα οποία περιλαμβάνουν, κατ’ ελάχιστον, την καταγραφή και παρακολούθηση των προσβάσεων, τη διασφάλιση ιχνηλασιμότητας και την προστασία από κάθε τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια, μεταβολή, άνευ αδείας κοινολόγηση ή πρόσβαση. η) Τα Υποκείμενα των Δεδομένων έχουν και δύνανται να ασκούν το δικαίωμα πρόσβασης, το δικαίωμα διόρθωσης, το δικαίωμα διαγραφής των προσωπικών τους δεδομένων, του περιορισμού της επεξεργασίας και εναντίωσης στην επεξεργασία».

14. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η αίτηση για την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών κατ’ επίκληση λόγων θρησκευτικής συνειδήσεως, όπως προβλέπεται στο τροποποιούμενο με την προσβαλλόμενη απόφαση άρθρο 25 παρ. 3 περ. α΄ της 79942/ΓΔ4/ 21.5.2019 υπουργικής αποφάσεως, καθ’ ο μέρος υποχρεώνει τους γονείς και τους μαθητές να προβούν σε αρνητική αποκάλυψη των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 13 παρ. 1 και 16 παρ. 2 του Συντάγματος, του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύθηκαν με τις 1759-1760/2019 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας καθώς και, όσον αφορά τις διατάξεις του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, με την απόφαση του ΕΔΔΑ της 31.10.2019 Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος. Ειδικότερα, οι αιτούντες υποστηρίζουν ότι, ενόψει των κριθέντων με την 1478/2022 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου περί της θεσπίσεως ισότιμου μαθήματος συναφούς περιεχομένου για τους απαλλασσόμενους μαθητές, προκειμένου να είναι δυνατή η επιλογή του μαθήματος αυτού από τους απαλλασσόμενους, κατά τρόπο που δεν θα αποθαρρύνει τους γονείς από την επιλογή του, αρκεί η υποβολή δήλωσης απαλλαγής με μόνη μνεία το αίτημα περί παρακολούθησης του ισότιμου μαθήματος, ενώ δήλωση για απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, αναφερομένη είτε σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, όπως προβλέπεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, είτε σε λόγους συνειδήσεως, όπως αναφέρεται στην 2/2022 γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, άγουσα σε εξακρίβωση του θρησκεύματος, παραβιάζει τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος της ΕΣΔΑ και του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ.

15. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να απαλλαγεί ο μαθητής από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αρκεί η υποβολή αιτήσεως, του ίδιου (αν είναι ενήλικος) ή των γονέων του, στον διευθυντή του σχολείου με το περιεχόμενο «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των Θρησκευτικών». Η αίτηση αυτή δεν συνιστά υπεύθυνη δήλωση ούτε υπόκειται σε οποιαδήποτε άδεια, έγκριση, εξακρίβωση θρησκεύματος, έλεγχο αξιοπιστίας ούτε απαιτεί οποιαδήποτε αιτιολόγηση. Με μόνη την υποβολή της εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, ο μαθητής απαλλάσσεται από το μάθημα για το σχολικό έτος κατά το οποίο υποβάλλεται. Η αναφορά δε σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως δεν συνιστά αιτιολόγηση ούτε αποκαλύπτει συγκεκριμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις, αλλά συνιστά επίκληση της νομικής βάσης στην οποία στηρίζεται η αξίωση απαλλαγής από το μάθημα (διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ για τη θρησκευτική ελευθερία και την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως), προκειμένου το εν λόγω δικαίωμα να ασκείται ενσυνείδητα και με σοβαρότητα και όχι με επιπόλαιο τρόπο. Η αίτηση απαλλαγής περιέχει το ελάχιστο περιεχόμενο, ώστε να εκπληρώνεται και να εναρμονίζεται η συνταγματική υποχρέωση για παροχή παιδείας με σκοπό, μεταξύ άλλων, και την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο, με το δικαίωμα των γονέων να ορίζουν τη θρησκευτική εκπαίδευση των ανηλίκων τέκνων τους. Οι ρυθμίσεις, εξάλλου, αυτές της προσβαλλόμενης αποφάσεως διαφέρουν ουσιωδώς από εκείνες της υποθέσεως Παπαγεωργίου και λοιποί κατά Ελλάδος (βλ. ανωτέρω σκέψη 10), ενόψει των οποίων το ΕΔΔΑ διεπίστωσε, με την προαναφερθείσα απόφασή του, παραβίαση των δικαιωμάτων των προσφευγόντων βάσει του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 2 του ΠΠΠ ερμηνευθέντος υπό το φως του άρθρου 9. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως έλαβε υπόψη και υιοθέτησε ερμηνεία των επίδικων διατάξεων σύμφωνη τόσο με τα κριθέντα στην απόφαση Παπαγεωργίου του ΕΔΔΑ, όσο και με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθόσον: α) ενώ με βάση την εγκύκλιο του έτους 2015 για την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών ήταν αναγκαία η υποβολή υπεύθυνης δήλωσης ότι ο δηλών ή το τέκνο του δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, η προσβαλλόμενη πράξη απαιτεί μόνο μία αίτηση στον διευθυντή του σχολείου με την αναφορά «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των Θρησκευτικών» ως μόνη προϋπόθεση για την απαλλαγή, β) ενώ η προηγούμενη διαδικασία προέβλεπε τη χορήγηση της απαλλαγής κατόπιν εγκρίσεως από τον διευθυντή του σχολείου και προβλεπόταν έλεγχος της σοβαρότητας της υπεύθυνης δήλωσης από αυτόν με την απειλή ποινικής διώξεως σε περίπτωση δήλωσης ψευδών στοιχείων, η προσβαλλόμενη πράξη δεν προβλέπει την άσκηση ελέγχου ούτε συνδέεται με την επιβολή κυρώσεων, γ) η αίτηση απαλλαγής με την ως άνω αναφορά σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως αποτελεί ένα ιδιωτικό έγγραφο, με περιορισμένη χρονική ισχύ, το οποίο κατατίθεται και φυλάσσεται υπό συνθήκες εμπιστευτικότητας και καταστρέφεται 3 μήνες μετά τη λήξη του σχολικού έτους, δ) η αίτηση δεν απαιτεί οποιουδήποτε είδους αιτιολόγηση για την απαλλαγή, αλλά αρκεί να περιέχει την επίκληση της νομικής βάσης που στηρίζει την αξίωση απαλλαγής (ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως), προκειμένου ο αιτών να τελεί σε γνώση ότι ασκεί συνταγματικό δικαίωμα. Επικουρικώς δε σημειώνεται ότι, εν προκειμένω, οι αιτούντες δεν κατοικούν σε περιοχή με μικρή και θρησκευτικά συμπαγή κοινότητα, όπως στην υπόθεση Παπαγεωργίου αλλά στην πρωτεύουσα της χώρας, όπου ουδείς κίνδυνος στιγματισμού δύναται να στοιχειοθετηθεί. Τα ανωτέρω ενισχύονται και από το γεγονός ότι οι αιτούντες στην υπό κρίση υπόθεση, σε αντίθεση με τα πραγματικά περιστατικά της αποφάσεως Παπαγεωργίου, ζήτησαν και έλαβαν την απαλλαγή (τηρώντας μάλιστα τη διαδικασία της εγκυκλίου του έτους 2015 αντί εκείνης που προβλέπει η προσβαλλόμενη απόφαση), ενώ, εξάλλου, δεν προβάλλουν ότι υπέστησαν οποιαδήποτε διακριτική μεταχείριση λόγω της αναφοράς τους σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως προκειμένου να χορηγηθεί η εν λόγω απαλλαγή. Και προβάλλουν μεν οι αιτούντες ότι το περιεχόμενο της επίμαχης αιτήσεως θα έπρεπε να αναφέρεται γενικώς σε απαλλαγή, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε λόγους συνειδήσεως ή λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, εφ’ όσον με μόνη την υποβολή της επίμαχης αιτήσεως περί απαλλαγής ενδέχεται να αποκαλύπτονται εμμέσως θρησκευτικές πεποιθήσεις (δεδομένου ότι την απαλλαγή δύνανται να ζητούν, εφ’ όσον το επιθυμούν, μαθητές αλλόθρησκοι, ετερόδοξοι, άθρησκοι, άθεοι, αγνωστικιστές), όμως, ενόψει του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών για τους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές, ο ισχυρισμός προβάλλεται αβασίμως και πρέπει να απορριφθεί, διότι, η δυνατότητα απαλλαγής με μόνη την αίτηση χωρίς αναφορά σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως θα καθιστούσε το μάθημα εντελώς προαιρετικό, κατά περιγραφή της δοθείσας ερμηνείας των συνταγματικών διατάξεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ Ολομ. 1749-1750/ 2019, σκ. 15, 942/2020, σκ. 14). Επιπλέον, δε, ο ισχυρισμός είναι και αλυσιτελής, διότι, ακόμα και αν αρκούσε για την απαλλαγή μόνη η υποβολή αιτήσεως χωρίς αναφορά στη νομική βάση της αξιώσεως, τούτο δεν θα προφύλασσε από ενδεχόμενη αποκάλυψη αρνητικών θρησκευτικών πεποιθήσεων των μαθητών ή των γονέων τους, η οποία θα προέκυπτε από την ίδια την υποβολή της αιτήσεως. Εν πάση δε περιπτώσει, ακόμη και υπό την εκδοχή των αιτούντων, ότι η υποβολή αιτήσεως περί απαλλαγής συνιστά έμμεση αποκάλυψη θρησκευτικών πεποιθήσεων (δεδομένου ότι την απαλλαγή δύνανται να ζητούν, εφ’ όσον το επιθυμούν, μαθητές αλλόθρησκοι, ετερόδοξοι, άθρησκοι, άθεοι, αγνωστικιστές), ωστόσο η διαδικασία που προβλέπεται με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβιάζει τις διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ για τη θρησκευτική ελευθερία. Και τούτο, διότι επιτυγχάνει μια δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ της αποστολής του κράτους για την παροχή θρησκευτικής εκπαιδεύσεως στους μαθητές και του δικαιώματος των γονέων να λαμβάνουν τα τέκνα τους θρησκευτική εκπαίδευση σύμφωνη με τις πεποιθήσεις τους, το οποίο περιλαμβάνει και την άσκηση του δικαιώματος απαλλαγής. Ειδικότερα: α) η υποβολή αιτήσεως με το ως άνω περιεχόμενο προβλέπεται από συγκεκριμένο κανόνα δικαίου (δηλαδή την προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, η οποία ακολουθεί τη σταθερή σχετική νομολογία του Δικαστηρίου), β) εξυπηρετεί την εκ του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος αποστολή του κράτους για την ανάπτυξη -μεταξύ άλλων- και της θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δηλαδή επιδιώκει θεμιτό σκοπό, αναγόμενο στην προστασία της δημόσιας τάξης κατά την έννοια του άρθρου 9 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, ενώ παράλληλα επιτρέπει την ευχερή άσκηση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας των μαθητών, που για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως δεν επιθυμούν να παρακολουθήσουν το μάθημα των θρησκευτικών, γ) η υποβαλλόμενη αίτηση δεν αποτελεί δημόσιο έγγραφο (σε αντίθεση με τις περιπτώσεις της αναγραφής του θρησκεύματος σε επίσημο κρατικό έγγραφο – αστυνομική ταυτότητα ή απολυτήριο λυκείου, πρβ. και τις σχετικές αποφάσεις ΕΔΔΑ Σοφιανόπουλος κατά Ελλάδος, Sinan Isik κατά Τουρκίας, Grzelak κατά Πολωνίας, καθώς και ΣτΕ 1759-1760/2019 Ολομ. και 2280-2285/2001 Ολομ.), παραλαμβάνεται δε από τον διευθυντή υπό συνθήκες εμπιστευτικότητας κατά την έναρξη κάθε σχολικού έτους, φυλάσσεται με ευθύνη του σε κλειστό φάκελο σε σημείο του γραφείου του, στο οποίο έχει μόνο εκείνος πρόσβαση, καταστρέφεται δε τρεις (3) μήνες μετά τη λήξη του σχολικού έτους το οποίο αφορά, συντασσομένου σχετικού πρωτοκόλλου καταστροφής (παρ. 4, καθώς και περ. στ΄ της παρ. 5 του άρθρου 25). Παράλληλα, στο Βιβλίο Πράξεων του Συλλόγου Διδασκόντων και στο ατομικό δελτίο στο πληροφοριακό σύστημα «myschool» καταχωρίζεται μόνο η πληροφορία της απαλλαγής από την ενεργό συμμετοχή στο μάθημα, χωρίς μνεία του περιεχομένου της αιτήσεως (άρθρο 3 παρ. 5 περ. ε΄ της προσβαλλόμενης). Τέλος, η υποβολή της αιτήσεως συνοδεύεται από την υποχρέωση του κράτους, εφ’ όσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών, να παράσχει ισοδύναμο εναλλακτικό υποχρεωτικό μάθημα θρησκειολογικού - πληροφοριακού περιεχομένου με ουδέτερο και αντικειμενικό χαρακτήρα για όλους τους αιτούμενους απαλλαγή. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ενδεχόμενη έμμεση αποκάλυψη θρησκευτικών πεποιθήσεων των μαθητών ή των γονέων των αιτουμένων την απαλλαγή, δεν θα ήταν, πάντως, δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ο οποίος τείνει στην προάσπιση των δικαιωμάτων αυτών, καθώς επιτρέπει κατ’ αποτέλεσμα την άσκηση του δικαιώματός τους στη θρησκευτική ελευθερία για την απαλλαγή από νόμιμη υποχρέωση (πρβ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 17.02.2011, Wasmuth κατά Γερμανίας, παρ. 52-64, αριθ. προσφυγής 12884/03, απόφαση της 13.7.2006, Kosteski κατά ΠΓΔΜ, αριθ. προσφυγής 55170/00, επίσης και την απόφαση της Επιτροπής επί του παραδεκτού της 12.3.1981, Χ κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. προσφυγής 8160/78). Εξάλλου, ο ισχυρισμός των αιτούντων ότι «για να υποδεχθεί θεσμικά το εκπαιδευτικό σύστημα το δικαίωμα των μαθητών να διαλέξουν αυτό το μάθημα, θα πρέπει πρώτα να θεσμοθετηθεί μια διαδικασία απαλλαγής από το ομολογιακό μάθημα των θρησκευτικών που δεν θα αποθαρρύνει τους γονείς να επιλέξουν το ισότιμο μάθημα», αν ήθελε θεωρηθεί ότι συνιστά αυτοτελή λόγο ακυρώσεως, είναι απορριπτέος, διότι δεν πλήττει την επίδικη ρύθμιση αλλά αμφισβητεί τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών, ο οποίος, όμως, όπως συνάγεται σαφώς από τη μέχρι τούδε νομολογία του Δικαστηρίου (ΣτΕ Ολομ. 666, 926/2018, 1749, 1750/2019, σκ. 15, 942/2020, σκ. 14), προκύπτει ευθέως από το Σύνταγμα. Με τα δεδομένα αυτά, η στάθμιση, στην οποία προέβη ο κανονιστικός νομοθέτης με την προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση κατά τη ρύθμιση της διαδικασίας απαλλαγής των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, κείται εντός της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 37 του ν. 4777/2021 και η προβλεπόμενη υποβολή αιτήσεως (και όχι δηλώσεως, όπως ανακριβώς προβάλλουν οι αιτούντες) περί απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, ως προϋπόθεση ασκήσεως του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας των μαθητών, δεν αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος και του άρθρου 2 παρ. 2 του ΠΠΠ σε συνδυασμό με το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ. Δεν συνάγεται δε το αντίθετο από τις αποφάσεις της Ολομελείας 1759-1760/2019 που επικαλούνται οι αιτούντες, με τις οποίες ακυρώθηκαν υπουργικές αποφάσεις που προέβλεπαν το πεδίο «θρήσκευμα» στα απολυτήρια και στα πιστοποιητικά σπουδών, δεδομένου ότι οι αποφάσεις αυτές αντιμετώπισαν διαφορετικά νομικά ζητήματα, αναγόμενα στο περιεχόμενο δημοσίων εγγράφων και όχι τα τιθέμενα εν προκειμένω ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής του κράτους στα πλαίσια των άρθρων 16 παρ. 2 του Συντάγματος και 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και, ειδικότερα, το ζήτημα των υποχρεωτικώς διδασκομένων μαθημάτων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και της κατά το Σύνταγμα επιβαλλόμενης δυνατότητας απαλλαγής των μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών, τα οποία έχει αντιμετωπίσει το Δικαστήριο με σταθερή νομολογία (βλ. ΣτΕ 3356/1995, 2176/1998 7μ., 660, 926/2018 Ολομ., 1749-1750/2019 και 942/2020 Ολομ. σε μείζονα σύνθεση, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα στην όγδοη σκέψη).

16. Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η επίδικη ρύθμιση, η οποία δεν υιοθέτησε την 2/2022 Γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα αλλά διέλαβε ότι οι αιτούμενοι απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών θα πρέπει να υποβάλουν δήλωση «για λόγους θρησκευτικής συνείδησης», παραβιάζει το άρθρο 9Α του Συντάγματος και τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 στοιχείο γ του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ» και την προβλεπόμενη σε αυτό αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων. Και τούτο, διότι, κατά τους αιτούντες, το περιεχόμενο αυτό της δηλώσεως επιτρέπει συλλογή περισσότερων δεδομένων από όσα είναι αναγκαία ενόψει του σκοπού της επεξεργασίας, ενώ, εφ’ όσον το μάθημα των θρησκευτικών απηχεί τις διδαχές της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας και είναι υποχρεωτικό μόνο για τους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, για την απαλλαγή δεν χρειάζεται καν δήλωση για λόγους συνειδήσεως, όπως δέχθηκε η Αρχή, αλλά αρκεί το αίτημα της απαλλαγής, το οποίο, διαχωρίζοντας τους αιτούντες από τους υπόλοιπους μαθητές που θα παρακολουθήσουν το μάθημα, είναι προφανές ότι γίνεται για λόγους συνειδήσεως, είτε θρησκευτικής είτε γενικότερης αντίληψης. Στο πλαίσιο αυτό, και προκειμένου να είναι συμβατή η σχετική αίτηση με το θεσμικό πλαίσιο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, αρκεί απλώς, όπως υποστηρίζουν, να διατυπώνεται το αίτημα περί απαλλαγής, χωρίς να απαιτείται αιτιολόγησή του με αναφορά στον συνειδησιακό κόσμο και στις πνευματικές πεποιθήσεις των αιτούντων, άποψη που, κατά τους αιτούντες, ενισχύεται από το γεγονός ότι στην ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση προβλέπεται ότι για την καταχώριση της πληροφορίας της χορήγησης απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών στο ηλεκτρονικό πληροφοριακό σύστημα «myschool» δεν επιτρέπεται η αναγραφή αιτιολόγησης της απαλλαγής.

17. Επειδή, το άρθρο 9Α του Συντάγματος, το οποίο προστέθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 84), ορίζει ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει ...», και στο άρθρο 16 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι: «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. 2. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, …, θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, καθώς και από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης …» (παρόμοιες ρυθμίσεις περιέχονται και στο άρθρο 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Η προστασία των δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων σε σχέση με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχει αποτελέσει αντικείμενο ρυθμίσεως στην ενωσιακή έννομη τάξη με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)» (L 119), ο οποίος έχει άμεση ισχύ στα κράτη μέλη. Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (εφεξής «ΓΚΠΔ») οι διατάξεις του εφαρμόζονται στην, εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης (παρ. 1), ενώ δεν εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε σχέση με δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις α΄ έως δ΄ της παρ. 2 του ιδίου άρθρου. Ο εν λόγω Κανονισμός στο άρθρο 4 ορίζει ότι: «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως: 1) “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”: κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο (“υποκείμενο των δεδομένων”)· το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου, 2) “επεξεργασία”: κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή». Στο άρθρο 5 του ΓΚΠΔ, με το οποίο καθορίζονται οι «Αρχές» που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (οι οποίες εξειδικεύονται σε επόμενες διατάξεις του Κανονισμού), ορίζονται τα εξής: «1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα: α) υποβάλλονται σε σύννομη και θεμιτή επεξεργασία με διαφανή τρόπο σε σχέση με το υποκείμενο των δεδομένων (“νομιμότητα, αντικειμενικότητα και διαφάνεια”), β) συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς· η περαιτέρω επεξεργασία για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον ή σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς δεν θεωρείται ασύμβατη με τους αρχικούς σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1 (“περιορισμός του σκοπού”), γ) είναι κατάλληλα, συναφή και περιορίζονται στο αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία (“ελαχιστοποίηση των δεδομένων”), δ) είναι ακριβή και, όταν είναι αναγκαίο, επικαιροποιούνται· πρέπει να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για την άμεση διαγραφή ή διόρθωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι ανακριβή, σε σχέση με τους σκοπούς της επεξεργασίας (“ακρίβεια”), ε) διατηρούνται υπό μορφή που επιτρέπει την ταυτοποίηση των υποκειμένων των δεδομένων μόνο για το διάστημα που απαιτείται για τους σκοπούς της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να αποθηκεύονται για μεγαλύτερα διαστήματα, εφόσον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς, σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1 και εφόσον εφαρμόζονται τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που απαιτεί ο παρών κανονισμός για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων (“περιορισμός της περιόδου αποθήκευσης”), στ) υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο που εγγυάται την ενδεδειγμένη ασφάλεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων την προστασία τους από μη εξουσιοδοτημένη ή παράνομη επεξεργασία και τυχαία απώλεια, καταστροφή ή φθορά, με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων τεχνικών ή οργανωτικών μέτρων (“ακεραιότητα και εμπιστευτικότητα”). 2. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας φέρει την ευθύνη και είναι σε θέση να αποδείξει τη συμμόρφωση με την παράγραφο 1 (“λογοδοσία”)». Περαιτέρω, το άρθρο 6 του Κανονισμού σχετικά με τη νομιμότητα της επεξεργασίας ορίζει ότι: «1. Η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) το υποκείμενο των δεδομένων έχει συναινέσει στην επεξεργασία … γ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας, δ) … ε) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας, στ) …». Ειδικώς όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων ειδικών κατηγοριών στο άρθρο 9 του Κανονισμού με τίτλο «Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» προβλέπονται τα εξής: «1. Απαγορεύεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων με σκοπό την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου, δεδομένων που αφορούν την υγεία ή δεδομένων που αφορούν τη σεξουαλική ζωή φυσικού προσώπου ή τον γενετήσιο προσανατολισμό. 2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) το υποκείμενο των δεδομένων έχει παράσχει ρητή συγκατάθεση για την επεξεργασία αυτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς, εκτός εάν το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους προβλέπει ότι η απαγόρευση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν μπορεί να αρθεί από το υποκείμενο των δεδομένων, β) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση των υποχρεώσεων και την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων του υπευθύνου επεξεργασίας ή του υποκειμένου των δεδομένων στον τομέα του εργατικού δικαίου και του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας, εφόσον επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους ή από συλλογική συμφωνία σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο παρέχοντας κατάλληλες εγγυήσεις για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων, γ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου, εάν το υποκείμενο των δεδομένων είναι σωματικά ή νομικά ανίκανο να συγκατατεθεί, δ) η επεξεργασία διενεργείται, με κατάλληλες εγγυήσεις, στο πλαίσιο των νόμιμων δραστηριοτήτων ιδρύματος, οργάνωσης ή άλλου μη κερδοσκοπικού φορέα με πολιτικό, φιλοσοφικό, θρησκευτικό ή συνδικαλιστικό στόχο και υπό την προϋπόθεση ότι η επεξεργασία αφορά αποκλειστικά τα μέλη ή τα πρώην μέλη του φορέα ή πρόσωπα τα οποία έχουν τακτική επικοινωνία μαζί του σε σχέση με τους σκοπούς του και ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν κοινοποιούνται εκτός του συγκεκριμένου φορέα χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων, ε) η επεξεργασία αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία έχουν προδήλως δημοσιοποιηθεί από το υποκείμενο των δεδομένων, στ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων ή όταν τα δικαστήρια ενεργούν υπό τη δικαιοδοτική τους ιδιότητα, ζ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για λόγους ουσιαστικού δημόσιου συμφέροντος, βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους, το οποίο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο στόχο, σέβεται την ουσία του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων και προβλέπει κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, η) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για σκοπούς προληπτικής ή επαγγελματικής ιατρικής, εκτίμησης της ικανότητας προς εργασία του εργαζομένου, ιατρικής διάγνωσης, παροχής υγειονομικής ή κοινωνικής περίθαλψης ή θεραπείας ή διαχείρισης υγειονομικών και κοινωνικών συστημάτων και υπηρεσιών βάσει του ενωσιακού δικαίου ή του δικαίου κράτους μέλους ή δυνάμει σύμβασης με επαγγελματία του τομέα της υγείας και με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων και των εγγυήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3, θ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για λόγους δημόσιου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας, όπως η προστασία έναντι σοβαρών διασυνοριακών απειλών κατά της υγείας ή η διασφάλιση υψηλών προτύπων ποιότητας και ασφάλειας της υγειονομικής περίθαλψης και των φαρμάκων ή των ιατροτεχνολογικών προϊόντων, βάσει του δικαίου της Ένωσης ή του δικαίου κράτους μέλους, το οποίο προβλέπει κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων, ειδικότερα δε του επαγγελματικού απορρήτου, ή ι) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1 βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους, οι οποίοι είναι ανάλογοι προς τον επιδιωκόμενο στόχο, σέβονται την ουσία του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων και προβλέπουν κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων. 3. ...».

18. Επειδή, στην παρ. 4 του άρθρου 36 του προαναφερθέντος Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων με τίτλο «Προηγούμενη διαβούλευση» ορίζεται ότι: «Τα κράτη μέλη ζητούν τη γνώμη της εποπτικής αρχής κατά την εκπόνηση προτάσεων νομοθετικών μέτρων προς θέσπιση από τα εθνικά κοινοβούλια ή κανονιστικών μέτρων που βασίζονται σε τέτοια νομοθετικά μέτρα, τα οποία αφορούν την επεξεργασία». Περαιτέρω, σχετικό με τις ανεξάρτητες εποπτικές αρχές είναι το Κεφάλαιο VI του Γενικού Κανονισμού, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 51 («Εποπτική αρχή») «1. Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι μία ή περισσότερες ανεξάρτητες δημόσιες αρχές επιφορτίζονται με την παρακολούθηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, με σκοπό την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας [των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα] που τα αφορούν ... 2. Κάθε εποπτική αρχή συμβάλλει στη συνεκτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε ολόκληρη την Ένωση ...». Άρθρο 52 («Ανεξαρτησία») «1. Κάθε εποπτική αρχή εκτελεί τα καθήκοντά της και ασκεί τις εξουσίες της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό με πλήρη ανεξαρτησία. 2. ...». Περαιτέρω, στην περ. κβ΄ της παρ. 1 του άρθρου 57 του ίδιου ως άνω Κανονισμού με τίτλο «Καθήκοντα» ορίζεται ότι: «Με την επιφύλαξη των άλλων καθηκόντων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, κάθε εποπτική αρχή στο έδαφός της: α) ... κβ) εκπληρώνει κάθε άλλο καθήκον σχετικό με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» και στις περ. α΄ και β΄ της παρ. 3 του άρθρου 58 του ίδιου Κανονισμού με τίτλο «Εξουσίες» ότι: «Κάθε αρχή ελέγχου διαθέτει όλες τις ακόλουθες αδειοδοτικές και συμβουλευτικές εξουσίες: α) να παρέχει συμβουλές στον υπεύθυνο επεξεργασίας σύμφωνα με τη διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 36, β) να εκδίδει, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος, γνώμες προς το εθνικό κοινοβούλιο, την κυβέρνηση του κράτους μέλους ή, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους, προς άλλα όργανα και οργανισμούς, καθώς και προς το κοινό, για κάθε θέμα το οποίο σχετίζεται με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, γ) ...». Στην αιτιολογική σκέψη 96 του Κανονισμού αναφέρεται ότι «διαβούλευση με την εποπτική αρχή θα πρέπει επίσης να πραγματοποιείται κατά την εκπόνηση ενός νομοθετικού ή κανονιστικού μέτρου που προβλέπει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση της σχεδιαζόμενης επεξεργασίας προς τον παρόντα κανονισμό και, ιδίως, να μετριάζονται οι κίνδυνοι για το υποκείμενο των δεδομένων».

19. Επειδή, ο ν. 4624/2019 «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 και άλλες διατάξεις» (Α΄ 137) προβλέπει στο άρθρο 9 αυτού ότι: «Η εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων του ΓΚΠΔ, του παρόντος και άλλων ρυθμίσεων που αφορούν την προστασία του ατόμου έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ελληνική Επικράτεια ασκείται από την Αρχή που έχει συσταθεί με τον ν. 2472/1997 (Α΄ 50). Η Αρχή αποτελεί ανεξάρτητη δημόσια αρχή κατά το άρθρο 9Α του Συντάγματος και εδρεύει στην Αθήνα» και στο άρθρο 13 με τον τίτλο «Καθήκοντα της αρχής» ότι: «1. Επιπλέον των καθηκόντων της δυνάμει του άρθρου 57 του ΓΚΠΔ, η Αρχή: α) ... γ) παρέχει γνώμη για κάθε ρύθμιση που πρόκειται να περιληφθεί σε νόμο ή σε κανονιστική πράξη, η οποία αφορά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η διαβούλευση πραγματοποιείται κατά το στάδιο εκπόνησης της ρύθμισης σε χρόνο και με τρόπο που καθιστά εφικτή την έγκαιρη διατύπωση γνώμης από την Αρχή και τη σχετική διαβούλευση επί του περιεχομένου του σχεδίου ρύθμισης, δ) ...».

20. Επειδή, η διαδικασία απαλλαγής των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών κατ’ επίκληση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, η οποία θεσμοθετείται στην προσβαλλόμενη απόφαση, περιλαμβάνει επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικών με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, δηλαδή δραστηριότητα που εμπίπτει, καταρχάς, στον ιδιαιτέρως ευρύ ορισμό του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του ΓΚΠΔ, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 αυτού και δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των περιπτώσεων επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που, κατά το άρθρο 2 παρ. 2 περ. αʹ έως δʹ του ΓΚΠΔ, αποκλείονται από το εν λόγω πεδίο εφαρμογής. Ειδικώς δε σε σχέση με την περ. α´ της παρ. 2 του άρθρου 2 του ΓΚΠΔ, η οποία ορίζει ότι ο Κανονισμός αυτός δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται «στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης», το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι ο μοναδικός σκοπός της διατάξεως αυτής είναι ο αποκλεισμός από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω Κανονισμού της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται από τις κρατικές αρχές στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία αποσκοπεί στη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας ή δραστηριότητας δυνάμενης να υπαχθεί στην ίδια κατηγορία (βλ. ΔΕΕ C-439/19, Latvijas Republikas Saeima, σκ. 62-66), περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω (πρβ. ΣτΕ 2175/2022 7μ., σκ. 46). Η διαπίστωση αυτή, εν πάση περιπτώσει, δεν αναιρείται ούτε από την αρχή της οργανωτικής αυτονομίας των θρησκευτικών κοινοτήτων, που απορρέει από το άρθρο 17 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, (βλ. και αιτιολογική σκέψη 165 του Κανονισμού, κατά την οποία ο ΓΚΠΔ «σέβεται και δεν θίγει το καθεστώς που έχουν, σύμφωνα με το ισχύον συνταγματικό δίκαιο οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες στα κράτη μέλη, όπως αναγνωρίζεται στο άρθρο 17 ΣΛΕΕ»). Συγκεκριμένα, η υποχρέωση κάθε προσώπου να συμμορφώνεται προς τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν μπορεί να θεωρηθεί επέμβαση στην οργανωτική αυτονομία των εν λόγω κοινοτήτων (βλ. ΔΕΕ C-25/17, Τμήμα μείζονος συνθέσεως, απόφαση της 10.7.2018, jehovan todistajat-uskonnollinen yhdyskunta).

21. Επειδή, περαιτέρω, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικών με θρησκευτικές πεποιθήσεις εμπίπτει στην κατηγορία των «ειδικών» δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του άρθρου 9 του ΓΚΠΔ, των οποίων, κατ’ αρχήν, η επεξεργασία απαγορεύεται (παρ. 1 του άρθρου 9). Οι προϋποθέσεις για τη νόμιμη επεξεργασία τους, όπως αυτές καθορίζονται προκειμένου για τα δεδομένα ειδικών κατηγοριών στo άρθρο 9 του ΓΚΠΔ, συνιστούν εκδήλωση της στάθμισης μεταξύ της ανάγκης προστασίας των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της προαγωγής άλλων εννόμων αγαθών που προστατεύονται επίσης από την έννομη τάξη, δεδομένου ότι από τις προεκτεθείσες διατάξεις του εθνικού και ενωσιακού δικαίου συνάγεται ότι το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο, αλλά εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία, σταθμιζόμενο με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα και κοινωνικά αγαθά σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (ΣτΕ 467/2023 Ολομ., σκ. 26). Άλλωστε, και από τη νομολογία του ΕΔΔΑ αναγνωρίζεται ότι το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της Συμβάσεως, όπως και το δικαίωμα μη αποκάλυψης θρησκευτικών πεποιθήσεων βάσει του άρθρου 9 της Συμβάσεως, είναι δεκτικά σταθμίσεων προς εξυπηρέτηση του σκοπού της διασφαλίσεως των δικαιωμάτων των εκκλησιών και των θρησκευτικών κοινοτήτων (βλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 17.2.2011 Wasmuth κατά Γερμανίας, αριθ. προσφυγής 12884/03). Ως εκ τούτου, οι εξαιρέσεις από την απαγόρευση επεξεργασίας των δεδομένων αυτών πρέπει να ερμηνεύονται πάντοτε με γνώμονα τη βέλτιστη εξισορρόπηση των διακυβευομένων εννόμων αγαθών, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Εξάλλου, από το πλέγμα των ανωτέρω διατάξεων, συνάγεται ότι, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ο περιορισμός της προστασίας των δεδομένων των ειδικών αυτών κατηγοριών χωρεί μόνον στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου σκοπού επεξεργασίας, όπως επιτάσσει και η αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων, η οποία, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. γ΄ του ΓΚΠΔ, διέπει την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και σύμφωνα με την οποία τα δεδομένα πρέπει να είναι κατάλληλα και συναφή με τους σκοπούς, για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία και να περιορίζονται στο αναγκαίο μέτρο για την επεξεργασία αυτή (ΣτΕ 1838/2022 7μ.).

22. Επειδή, η θεσμοθέτηση, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω στην 13η σκέψη, διαδικασίας προαιρετικής αιτήσεως περί απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών και η συνακόλουθη συλλογή και επεξεργασία του προσωπικού αυτού δεδομένου που εξ αντικειμένου ενδέχεται να αποκαλύπτει θρησκευτικές πεποιθήσεις, επιτρέπει και διασφαλίζει το δικαίωμα απαλλαγής των μαθητών, οι οποίοι για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως αδυνατούν να παρακολουθήσουν το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών. Η υποβολή αιτήσεως είναι αναγκαία για τη ρύθμιση της συμμετοχής ή μη και στις λοιπές εκδηλώσεις θρησκευτικού περιεχομένου που πραγματοποιούνται στον χώρο του σχολείου (προσευχή και εκκλησιασμός, κατά την περ. δ΄ της παρ. 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως), παράλληλα, δε, είναι αναγκαία και για την εν γένει οργάνωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της σχολικής ζωής (ενημέρωση των διδασκόντων ώστε να μην καταχωρίζονται απουσίες των μαθητών κατά τη διδασκαλία του συγκεκριμένου μαθήματος, οργάνωση του ισότιμου εναλλακτικού μαθήματος, διανομή των σχολικών εγχειριδίων κ.λπ.). Με τα δεδομένα αυτά, η συλλογή και επεξεργασία των ειδικής αυτής κατηγορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα παρίσταται νόμιμη και θεμιτή, κατά την έννοια του άρθρου 5 αλλά και του άρθρου 9 παρ. 1 και 2 του Γενικού Κανονισμού 2016/679, εφ’ όσον είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και αφορά σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, την οργάνωση της εκπαιδευτικής πολιτικής του κράτους κατά τρόπο ώστε να εκπληρώνεται αφ’ ενός η συνταγματική υποχρέωση για την οργάνωση της διδασκαλίας μαθήματος των θρησκευτικών υποχρεωτικού χαρακτήρα προς τον σκοπό της ανάπτυξης της θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών (άρθρο 16 παρ. 2 Συντ.) και, αφ’ ετέρου, η συνταγματική υποχρέωση για τη διασφάλιση στους φορείς του δικαιώματος απαλλαγής της δυνατότητας να απαλλαγούν από την υποχρέωση παρακολούθησης του μαθήματος των θρησκευτικών, ενόψει της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως (άρθρο 13 παρ. 1 Συντ). Εξάλλου, η εν λόγω επεξεργασία είναι απαραίτητη και για την άσκηση νομικής αξιώσεως των φορέων του δικαιώματος απαλλαγής μαθητών και των γονέων τους, αξίωση η οποία απορρέει από το δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, δεδομένου ότι η ένδικη διαδικασία θεσπίζεται χάριν απαλλαγής των μη ορθόδοξων χριστιανών μαθητών από την, επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και τον νόμο, υποχρέωση παρακολουθήσεως του μαθήματος αυτού. Αποτελούν δε επαρκείς νομικές βάσεις επεξεργασίας για τα εν προκειμένω ειδικής κατηγορίας προσωπικά δεδομένα η περ. στ´ της παρ. 2 του άρθρου 9 του Κανονισμού, δηλαδή η περίπτωση της επεξεργασίας που είναι απαραίτητη για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων, σε συνδυασμό με την περ. ζ´ της παρ. 2 του άρθρου 9 του Κανονισμού, δηλαδή η περίπτωση της επεξεργασίας που είναι απαραίτητη για λόγους ουσιαστικού δημόσιου συμφέροντος, βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους, το οποίο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο στόχο, σέβεται την ουσία του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων και προβλέπει κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων (περ. δ΄ παρ. 5 του άρθρου 3 της προσβαλλομένης). Όσον αφορά, ειδικότερα, το περιεχόμενο της αιτήσεως απαλλαγής, η υποβολή αιτήσεως με την αναφορά «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των θρησκευτικών», περιέχει το ελάχιστο περιεχόμενο που απαιτείται για την απαλλαγή από ένα υποχρεωτικό μάθημα από τους φορείς του δικαιώματος αυτού, συνιστάμενο στο συνταγματικό έρεισμα του δικαιώματος. Άλλωστε, ενόψει του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, το οποίο διέπεται από τις διατάξεις του Συντάγματος και την πάγια ερμηνεία τους και αναγνωρίζει στο πλαίσιο του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα απαλλαγής μόνο σε μη ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές, ουδεμία επιρροή ασκεί, από απόψεως προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας υπό την ειδικότερη μορφή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων, το περιεχόμενο της αιτήσεως (δηλαδή αν έχει ή όχι οποιαδήποτε αναφορά είτε σε λόγους συνειδήσεως είτε σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως), δεδομένου ότι είτε με τη μία είτε με την άλλη εκδοχή, παρέχεται μία και η αυτή πληροφορία (αίτηση απαλλαγής για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως). Εν πάση δε περιπτώσει, η υπό κρίση αίτηση δεν εξειδικεύει ποια είναι τα περαιτέρω προσωπικά δεδομένα που αποκαλύπτονται με την αόριστη και γενική αναφορά σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως στην αίτηση περί απαλλαγής, σε σχέση με εκείνα που θα προέκυπταν αν στην αίτηση περί απαλλαγής δεν υπήρχε αυτή η αναφορά. Κατά συνέπεια, τα περιεχόμενα στην αίτηση απαλλαγής προσωπικά δεδομένα τελούν σε αναγκαία σύνδεση με τους προεκτεθέντες σκοπούς της επεξεργασίας (απαλλαγή από υποχρεωτικό μάθημα στους δικαιούμενους την απαλλαγή και αντίστοιχη οργάνωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, με μεταφορά σε άλλο τύπο μαθήματος/ απασχόλησης), η δε συλλογή και η μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τους, για την οποία και μόνο παραπονούνται με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούντες, χωρίς να αμφισβητούν την περαιτέρω καταχώριση της απαλλαγής στο πληροφοριακό σύστημα, δεν προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή αποτυπώνεται και στην περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 του Γενικού Κανονισμού, υπό την ειδικότερη μορφή της αρχής της ελαχιστοποίησης των προσωπικών δεδομένων. Ειδικότερα, τα προσωπικά δεδομένα που υποβάλλονται με τη μορφή της έγχαρτης αιτήσεως απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών με το περιεχόμενο που περιλαμβάνει η προσβαλλόμενη απόφαση συλλέγονται για ρητά καθορισμένους και νόμιμους σκοπούς, είναι κατάλληλα, συναφή και περιορίζονται στον αναγκαίο -για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία- βαθμό και διατηρούνται υπό τη μορφή της έγχαρτης αιτήσεως μόνο για ένα τρίμηνο από τη λήξη του σχολικού έτους για το οποίο υποβάλλονται. Επομένως, η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων που λαμβάνει χώρα δυνάμει της αιτήσεως με το συγκεκριμένο περιεχόμενο που προβλέπει η προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο και, επομένως, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

23. Επειδή, περαιτέρω, αβασίμως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν εφάρμοσε τη Γνωμοδότηση 2/2022 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, δεδομένου ότι, όπως υποστηρίζει η Διοίκηση στο έγγραφο των απόψεών της και προκύπτει από την παράγραφο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως με τίτλο «Επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των υποκειμένων», η γνώμη της Αρχής ελήφθη υπόψη και υιοθετήθηκε στα σημεία που αφορούν στη διαχείριση και προστασία των προσωπικών δεδομένων των μαθητών κατά την καταχώρισή τους στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Τα ζητήματα αυτά, επί των οποίων αρμοδίως γνωμοδότησε η Αρχή, είχαν θέσει οι αιτούντες με αίτηση ακυρώσεως που είχαν ασκήσει κατά της προγενέστερης 61178/ΓΔ4/ 28.5.2021 κοινής αποφάσεως της Υπουργού και της Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία ακυρώθηκε με την προεκτεθείσα 1478/2022 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεδομένου ότι δεν είχε τηρηθεί ο ουσιώδης τύπος της γνωμοδοτήσεως της Αρχής πριν από την έκδοσή της. Δεν αποτελούν δε αντικείμενο εξέτασης στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς, δεδομένου ότι δεν αμφισβητούνται από τους αιτούντες, οι οποίοι εν προκειμένω παραπονούνται μόνο για το περιεχόμενο της αιτήσεως που υποβάλλεται για την απαλλαγή των μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών. Και ναι μεν επί του τελευταίου αυτού ζητήματος η Αρχή στην ως άνω γνωμοδότησή της διατύπωσε την άποψη ότι η αναφορά απλώς σε «λόγους συνείδησης» στην αίτηση απαλλαγής αντί για «λόγους θρησκευτικής συνείδησης» θα διασφάλιζε σε μεγαλύτερο βαθμό από ποιοτική άποψη την αρχή της «ελαχιστοποίησης των δεδομένων», άποψη η οποία δεν υιοθετήθηκε από την προσβαλλόμενη πράξη. Πλην οι αιτούντες, οι οποίοι με την αίτησή τους επιδιώκουν την απαλλαγή των μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών, καθώς και την επιλογή, από της θεσπίσεώς του, ισότιμου εναλλακτικού μαθήματος (βλ. ΣτΕ 1478/2022 Ολομ., σκ. 10), χωρίς οποιαδήποτε αναφορά ούτε σε «λόγους συνείδησης» ούτε σε «λόγους θρησκευτικής συνείδησης», αλυσιτελώς επικαλούνται την ως άνω γνωμοδότηση της Αρχής. Πέραν αυτού, όπως προεκτέθηκε, ενόψει του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου για τη χορήγηση της απαλλαγής, το οποίο αναγνωρίζει στο πλαίσιο του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα απαλλαγής μόνο σε μη ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές, ουδεμία επιρροή ασκεί, από απόψεως προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας υπό την ειδικότερη μορφή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων, το περιεχόμενο της αιτήσεως (δηλαδή αν έχει ή όχι αναφορά είτε σε λόγους συνειδήσεως είτε σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως), δεδομένου ότι είτε με τη μία είτε με την άλλη εκδοχή, παρέχεται η ίδια και η αυτή πληροφορία. Eξάλλου, η σύσταση στα κράτη μέλη εποπτικών αρχών, εξουσιοδοτημένων να εκτελούν τα καθήκοντά τους και να ασκούν τις εξουσίες τους με πλήρη ανεξαρτησία, αποτελεί, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική σκέψη 117 του Κανονισμού 2016/679, ουσιώδη συνιστώσα της προστασίας των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα (βλ. ΣτΕ 561/2022 και ΔΕΕ, Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως, απόφαση της 15.6.2021, C-645/19, Facebook Ireland Ltd, ιδίως σκέψη 67). Για τον λόγο αυτόν, ο Κανονισμός επιβάλλει στα κράτη μέλη τη σύσταση εποπτικών αρχών (άρθρο 51), λαμβάνει πρόνοια για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας τους και τη θέσπιση κανόνων σχετικών με την επιλογή των μελών τους (άρθρα 52 και 53), εξοπλίζει δε τις αρχές αυτές με εξουσίες έρευνας, αδειοδοτικές και συμβουλευτικές καθώς και διορθωτικές εξουσίες (άρθρο 58). Αντίστοιχες ρυθμίσεις και μέτρα εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού περιέχει, εξάλλου, και το εθνικό δίκαιο (ν. 4624/2019). Στο πλαίσιο αυτό, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ασκώντας τη γνωμοδοτική αρμοδιότητα που της παρέχει η ειδική διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 περ. γ΄ του ν. 4624/2019, εξέδωσε την 2/2022 γνωμοδότησή της σε σχέση με την προωθούμενη ρύθμιση, η οποία αφορούσε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ειδικής κατηγορίας, και η οποία, όπως κρίθηκε με την 1478/2022 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, απαιτείτο, ως ουσιώδης τύπος, πριν την έκδοση της ρυθμίσεως αυτής. Ενόψει, όμως, της διαφυλάξεως της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων, την οποία η ενωσιακή έννομη τάξη αναγνωρίζει και έναντι των αρχών προστασίας προσωπικών δεδομένων (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 24.3.2022, C- 245/20), δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να αποτελέσει μομφή για το καθού η αίτηση Υπουργείο η υιοθέτηση ερμηνείας συνταγματικών ή υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων που έχει διατυπωθεί από το αρμόδιο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο. Ούτε, άλλωστε, μπορεί να αποτελέσει μομφή για τη Διοίκηση η διατήρηση του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών για τους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές, αντί για τη μετατροπή του σε μάθημα επιλογής ή σε εντελώς προαιρετικό για όλους τους μαθητές, στην οποία κατατείνει, εντέλει, η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως. Και τούτο, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό κατά το Σύνταγμα, δεν αντίκειται δε ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του μαθήματος στην ΕΣΔΑ.

24. Επειδή, κατόπιν αυτών και εφ’ όσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος ακυρώσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί. 

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απορρίπτει την αίτηση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει σε βάρος των αιτούντων τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 24 Μαΐου 2023

Η ΠρόεδροςΗ Γραμματέας

Ευαγγελία ΝίκαΕλένη Γκίκα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023.

Ο Πρόεδρος    Η Γραμματέας

του Γ΄ Θερινού Τμήματος

Κωνσταντίνος Κουσούλης   Ελένη Γκίκα

Στοιχεία Απόφασης

Συμβούλιο της Επικρατείας
Ολομέλεια
Απόφαση
Α1534/2023
07/09/2023
Αίτηση ακυρώσεως
Ε2104/2022
Ολομέλεια
ECLI:EL:COS:2023:0907A1534.22E2104
*** *** κ.λπ. (3)
ΥΠ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
_______________________________________________
Αριθμός 1535/2023

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Μαρτίου 2023, με την εξής σύνθεση: Ευαγγελία Νίκα, Πρόεδρος, Μιχαήλ Πικραμένος, Γεώργιος Τσιμέκας, Παναγιώτα Καρλή, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Βαρβάρα Ραφτοπούλου, Δημήτριος Μακρής, Ηλίας Μάζος, Αναστασία-Μαρία Παπαδημητρίου, Βασιλική Κίντζιου, Όλγα Παπαδοπούλου, Μαρία Σωτηροπούλου, Χριστίνα Σιταρά, Χρήστος Λιάκουρας, Νικόλαος Σκαρβέλης, Φραντζέσκα Γιαννακού, Δημήτριος Βασιλειάδης, Αικατερίνη Ρωξάνα, Άννα Μπόνου, Χριστιάνα Μπολόφη, Σύμβουλοι, Χρήστος Παπανικολάου, Ανδρέας Σκούφαλος, Μαρία Μπαμπίλη, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Χριστίνα Σιταρά και Δημήτριος Βασιλειάδης, καθώς και η Πάρεδρος Μαρία Μπαμπίλη, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελένη Γκίκα.

Για να δικάσει την από 20 Σεπτεμβρίου 2022 αίτηση:

των: 1. Ρ. Α. του Ε., ατομικά και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της Σ. Ρ. και 2. Σ. Ρ. του Φ., κατοίκων Α…. Σίφνου, οι οποίες παρέστησαν με τον δικηγόρο Βασίλειο Σωτηρόπουλο (Α.Μ. 27027), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

κατά της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία παρέστη με τη Βασιλική Παπαθεοδώρου, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 14ης Νοεμβρίου 2022 πράξης της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδ. γ΄ (όπως ισχύει), 20 και 21 του π.δ. 18/1989.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 106646/ΓΔ4/2.9.2022 (ΦΕΚ Β΄ 4644/2.9.2022) κοινή απόφαση της Υπουργού και της Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Αικατερίνης Ρωξάνα.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτουσών, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο της Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (κωδικός πληρωμής ηλεκτρονικού παραβόλου 533603330953 0320 0017/2022).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η εν μέρει ακύρωση της 106646/ΓΔ4/2.9.2022 κοινής αποφάσεως της Υπουργού και της Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων «Τροποποίηση της υπό στοιχεία 79942/ΓΔ4/21.5.2019 υπουργικής απόφασης “Εγγραφές, μετεγγραφές, φοίτηση και θέματα οργάνωσης της σχολικής ζωής στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης” (Β΄ 2005)» (Β΄ 4644/2.9.2022). Ειδικότερα, ζητείται η ακύρωση της διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 25 της προαναφερόμενης 79942/ΓΔ4/21.5.2019 υπουργικής αποφάσεως, όπως αυτή τροποποιείται με την προσβαλλόμενη, κατά το μέρος που αφορά στο περιεχόμενο της αιτήσεως που πρέπει να υποβάλλεται για την απαλλαγή των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών.

3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου λόγω σπουδαιότητας, κατόπιν της από 14.11.2022 πράξεως της Προέδρου του, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 παρ. 2 εδάφ. γ΄ του π.δ. 18/1989 (Α´ 8), όπως ισχύει.

4. Επειδή, η πρώτη αιτούσα, μητέρα της ανήλικης δεύτερης αιτούσας, ασκούσα μόνη τη γονική μέριμνα λόγω του θανάτου του συζύγου της και πατέρα του τέκνου, κατά το άρθρο 1510 ΑΚ (βλ. την από 5.4.2017 ληξιαρχική πράξη θανάτου - ΣτΕ 1478/2022 Ολομ.), υποβάλλει την κρινόμενη αίτηση ατομικώς αλλά και για λογαριασμό της δεύτερης αιτούσας, μαθήτριας της Γ´ Τάξης του 2ου Γυμνασίου Χαλανδρίου κατά το σχολικό έτος 2022-2023 (βλ. την από 21.9.2022 βεβαίωση φοίτησης της δεύτερης αιτούσας στη Γ΄ Τάξη του προαναφερθέντος Γυμνασίου). Προβάλλει, δε, ότι υποχρεώθηκε στις 12.9.2022 να υποβάλει την αίτηση που ορίζεται στην προσβαλλόμενη πράξη προκειμένου να απαλλαγεί η δεύτερη αιτούσα από το μάθημα των θρησκευτικών για το σχολικό έτος 2022-2023 (βλ. την από 12.9.2022 αίτηση της πρώτης αιτούσας προς τον Διευθυντή του 2ου Γυμνασίου Χαλανδρίου). Ειδικότερα, για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος οι αιτούσες προβάλλουν ότι η ρύθμιση του ζητήματος της απαλλαγής από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών κατά τα οριζόμενα στην προσβαλλόμενη πράξη, στην οποία υποχρεώθηκαν να συμμορφωθούν, παραβιάζει τα δικαιώματά τους στην εκπαίδευση και στην ελευθερία σκέψης, συνειδήσεως και θρησκείας, ενώ θίγει και την προστασία των προσωπικών τους δεδομένων. Συνεπώς, κατόπιν των ανωτέρω, με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1478/2022, 1362/2021).

5. Επειδή, στην αρχή του ισχύοντος Συντάγματος γίνεται επίκληση της Αγίας Τριάδος («Eις τo όνoμα της Aγίας και Oμooυσίoυ και Aδιαιρέτoυ Tριάδoς»), στο δε άρθρο 2 παρ. 1, το οποίο εντάσσεται στο Τμήμα Α΄ του Μέρους Πρώτου αυτού, ορίζεται ότι: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Εν συνεχεία, στο άρθρο 3, το οποίο εντάσσεται στο Τμήμα Β΄ αυτού (με τίτλο: «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας») του Μέρους Πρώτου του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «1. Eπικρατoύσα θρησκεία στην Eλλάδα είναι η θρησκεία της Aνατoλικής Oρθόδoξης Eκκλησίας τoυ Xριστoύ. H Oρθόδoξη Eκκλησία της Eλλάδας, πoυ γνωρίζει κεφαλή της τoν Kύριo ημών Iησoύ Xριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δoγματικά με τη Mεγάλη Eκκλησία της Kωνσταντινoύπoλης και με κάθε άλλη oμόδoξη Eκκλησία τoυ Xριστoύ· τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τoυς ιερoύς απoστoλικoύς και συνoδικoύς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Eίναι αυτoκέφαλη, διoικείται από την Iερά Σύνoδo των εν ενεργεία Aρχιερέων και από τη Διαρκή Iερά Σύνoδo πoυ πρoέρχεται από αυτή και συγκρoτείται όπως oρίζει ο Kαταστατικός Xάρτης της Eκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων τoυ Πατριαρχικoύ Tόμoυ της κθ΄ (29) Ioυνίoυ 1850 και της Συνoδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίoυ 1928. 2. To εκκλησιαστικό καθεστώς πoυ υπάρχει σε oρισμένες περιoχές τoυ Kράτoυς δεν αντίκειται στις διατάξεις της πρoηγoύμενης παραγράφoυ. 3. To κείμενo της Aγίας Γραφής τηρείται αναλλoίωτo. H επίσημη μετάφρασή τoυ σε άλλo γλωσσικό τύπo απαγoρεύεται χωρίς την έγκριση της Aυτoκέφαλης Eκκλησίας της Eλλάδας και της Mεγάλης τoυ Xριστoύ Eκκλησίας στην Kωνσταντινoύπoλη». Περαιτέρω, στο Μέρος Δεύτερο του Συντάγματος με τίτλο: «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα» ορίζεται, στο μεν άρθρο 5 αυτού, ότι: «1. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. 2. Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο … 3. … 4. … 5. ...», στο δε άρθρο 13 αυτού ορίζεται ότι: «1. H ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. H απόλαυση των ατoμικών και πoλιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεπoιθήσεις καθενός. 2. Kάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελoύνται ανεμπόδιστα υπό την πρoστασία των νόμων. H άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να πρoσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. O πρoσηλυτισμός απαγoρεύεται. 3. ... 4. Kανένας δεν μπoρεί, εξαιτίας των θρησκευτικών τoυ πεπoιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υπoχρεώσεων πρoς τo Kράτoς ή να αρνηθεί να συμμoρφωθεί πρoς τoυς νόμoυς. 5. ...». Σύμφωνα δε με το άρθρο 14 παρ. 3, επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η κατάσχεση εφημερίδων ή άλλων εντύπων, μεταξύ άλλων για προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας. Εξάλλου, στο άρθρο 16 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. ... 2. H παιδεία απoτελεί βασική απoστoλή τoυ Kράτoυς και έχει σκoπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Eλλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τoυς σε ελεύθερoυς και υπεύθυνoυς πoλίτες. 3. Tα έτη υπoχρεωτικής φoίτησης δεν μπoρεί να είναι λιγότερα από εννέα. 4. … 5. …», στο δε άρθρο 21 αυτού ορίζεται ότι: «1. Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους … και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. 2. … 3. … 4. … 5. ... 6. ... 7. …». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 110 (παρ. 1) δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση, μεταξύ άλλων, και οι ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 13 παρ. 1 αυτού.

6. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως «για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε το πρώτον με τον νόμο 2329/1953 (Α΄ 68) και εκ νέου με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), αποδόθηκε δε στη δημοτική γλώσσα με το άρθρο πρώτο του π.δ. 76/2022 (Α΄ 205, με έναρξη ισχύος 1.2.2023), εγγυάται, στην παρ. 1, την ελευθερία της θρησκείας, ενώ στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέπονται οι περιορισμοί του δικαιώματος αυτού. Ειδικότερα, το άρθρο 9 ορίζει ότι: «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας· το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, καθώς και την ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, μεμονωμένα ή συλλογικά, δημόσια ή κατ’ ιδίαν, μέσω της λατρείας, της διδασκαλίας και της άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείμενο άλλων περιορισμών πέρα από εκείνους που προβλέπονται από τον νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία για τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της δημόσιας τάξης, της υγείας ή της ηθικής ή την προάσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων». Ακολούθως, στο άρθρο 14 της Συμβάσεως αυτής ορίζεται ότι: «Η απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών, που αναγνωρίζονται στην παρούσα Σύμβαση, πρέπει να εξασφαλιστεί χωρίς καμία διάκριση που να βασίζεται ιδίως στο φύλο, τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, τη συμμετοχή σε εθνική μειονότητα, την περιουσία, τη γέννηση ή κάθε άλλη κατάσταση». Εξάλλου, το άρθρο 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (ΠΠΠ) της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε ομοίως με το ως άνω ν.δ. 53/1974 και αποδόθηκε επίσης στη δημοτική γλώσσα με το άρθρο πρώτο του προαναφερθέντος π.δ/τος 76/2022, κατοχυρώνει το δικαίωμα στην εκπαίδευση, ορίζει δε ειδικότερα ότι: «Kανείς δεν μπορεί να στερηθεί το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Το Κράτος, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του στο πεδίο της εκπαίδευσης και της διδασκαλίας, σέβεται το δικαίωμα των γονέων να διασφαλίσουν την εκπαίδευση και τη διδασκαλία αυτή σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις».

7. Επειδή, το κατά το άρθρο 13 του Συντάγματος ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, που υπόκειται μόνο στους προβλεπόμενους από το ίδιο το Σύνταγμα περιορισμούς, περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως αφ’ ενός (παρ. 1) και την ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων αφ’ ετέρου, με ρητή αναφορά στην ανεμπόδιστη άσκηση της λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας (παρ. 2). Εξάλλου, η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, με την οποία προστατεύεται προεχόντως το ενδιάθετο φρόνημα του ατόμου αναφορικά με το θείο από κάθε κρατική επέμβαση, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει το θρήσκευμα που ακολουθεί ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του. Τούτο έχει την έννοια ότι κανένας δεν μπορεί να εξαναγκασθεί με οποιονδήποτε τρόπο, να αποκαλύψει είτε αμέσως είτε εμμέσως, το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του, υποχρεούμενος σε πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες θα τεκμαίρεται η ύπαρξη ή η ανυπαρξία τους, και καμία κρατική αρχή ή κρατικό όργανο δεν επιτρέπεται να επεμβαίνουν στον απαραβίαστο, κατά το Σύνταγμα, χώρο αυτόν της συνειδήσεως του ατόμου και να αναζητούν το θρησκευτικό του φρόνημα, πολύ δε περισσότερο να επιβάλλουν την εξωτερίκευση των όποιων πεποιθήσεων του ατόμου αναφορικά με το θείο (ΣτΕ Ολομ. 1822/2020, 2100-2101, 1759-1760/2019, 2280-2285/2001). Διάφορο, όμως, είναι το ζήτημα της οικειοθελούς προς τις κρατικές αρχές γνωστοποίησης του θρησκεύματος του ατόμου, η οποία γίνεται με πρωτοβουλία του και για την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως η ίδρυση ναού ή ευκτηρίου οίκου, η ίδρυση σωματείου θρησκευτικού χαρακτήρα, η μη εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων για λόγους συνειδησιακής αντίρρησης, καθώς και η απαλλαγή από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών και από συναφείς σχολικές υποχρεώσεις, όπως ο εκκλησιασμός και η σχολική προσευχή (ΣτΕ Ολομ. 1759-1760/2019, 2280-2285/2001).

8. Επειδή, περαιτέρω, η περιεχόμενη στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος αναφορά ως «επικρατούσης» στην Ελλάδα της θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού -όπως, άλλωστε, και η επίκληση στην κεφαλίδα του Συντάγματος της «Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος»- συναρτάται με τον καίριο ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού, ιδίως κατά την προηγηθείσα της εθνικής ανεξαρτησίας χρονική περίοδο της τουρκοκρατίας, αποτελεί δε και την, κατά την αντίληψη του συντακτικού νομοθέτη, διαπίστωση του πραγματικού γεγονότος ότι τη θρησκεία αυτή πρεσβεύει η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ενώ δεν στερείται η αναφορά αυτή και κανονιστικών συνεπειών (όπως, ενδεικτικώς, η καθιέρωση χριστιανικών εορτών ως υποχρεωτικών αργιών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, βλ. και απόφαση του ΕΔΔΑ της 25.5.1993, Κοκκινάκης κατά Ελλάδος, αριθ. προσφυγής 14307/1988, σκ. 14 σχετικά με τον ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη διατήρηση του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας, καθώς και στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, η οποία αναγορεύει την παιδεία ως βασική αποστολή του Κράτους, συγκαταλέγει μεταξύ των σκοπών της την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων. Η έννοια της «εθνικής» και της «θρησκευτικής» συνειδήσεως κατά την εν λόγω συνταγματική διάταξη, είναι, ενόψει και της χρήσεως οριστικού άρθρου, συγκεκριμένη και δεν αφορά σε οποιοδήποτε έθνος και σε οποιοδήποτε θρήσκευμα. Ειδικότερα, ως ανάπτυξη της «εθνικής» συνειδήσεως νοείται ευλόγως, εφ’ όσον το ελληνικό Κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό Κράτος, η ανάπτυξη της ελληνικής -και όχι άλλης- εθνικής συνειδήσεως, ως ανάπτυξη δε της «θρησκευτικής» συνειδήσεως νοείται, για την πλειοψηφία, βεβαίως, των Ελλήνων πολιτών που ασπάζονται το δόγμα αυτό, η ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως, ενόψει του ότι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χαρακτηριζόμενη ως «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα», αναγνωρίζεται από τον συνταγματικό νομοθέτη, όπως προεκτέθηκε, ως η θρησκεία της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Στην ανάπτυξη, άλλωστε, θρησκευτικής συνειδήσεως των ελληνοπαίδων σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας αποβλέπουν και οι γονείς τους, αντλώντας από τη διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγματος, το δικαίωμα, που κατοχυρώνεται ευθέως και από το άρθρο 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (ΠΠΠ) της Συμβάσεως της ΕΣΔΑ, να «εξασφαλίζουν» τη μόρφωση και εκπαίδευση των τέκνων τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις. Περαιτέρω, δοθέντος ότι η θρησκευτική συνείδηση γεννάται και διαμορφώνεται σταδιακά, πριν ακόμη από την έναρξη του σχολικού βίου, στο πλαίσιο της οικογένειας (η οποία, ως «θεμέλιο της συντηρήσεως και προαγωγής του Έθνους» τελεί -όπως και η παιδική ηλικία- υπό την προστασία του Κράτους, κατά το άρθρο 21 του Συντάγματος), από τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 13 αυτού και του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ συνάγεται ότι ως «ανάπτυξη» της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνειδήσεως κατά τα ανωτέρω νοείται η εμπέδωση και ενίσχυση της συγκεκριμένης αυτής θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών με τη διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ως εκ τούτου δε αφορά αποκλειστικά τους μαθητές, οι οποίοι, ανήκοντες στην κατά τα άνω πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Το κυριότερο μέσο, με το οποίο -εκτός άλλων (προσευχή, εκκλησιασμός)- υπηρετείται ο ανωτέρω συνταγματικός σκοπός είναι η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών. Περαιτέρω, η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, που πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, είναι συμβατή με την, καθιερούμενη στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, απαραβίαστη θρησκευτική ελευθερία, διότι δεν συνιστά επιβολή πίστεως προς την επικρατούσα θρησκεία, αφού το μάθημα αυτό, μέσω του οποίου πραγματώνεται ως σκοπός της παιδείας η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» υπό το προεκτεθέν κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 16 του Συντάγματος περιεχόμενο (ήτοι η ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως), απευθύνεται αποκλειστικά, ως εκ του ανωτέρω περιεχομένου του, στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι στους ετερόδοξους, αλλόθρησκους ή άθεους μαθητές. Οι τελευταίοι, απολαύοντες της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία κατοχυρώνεται ως απαραβίαστη με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, έχουν ευθέως βάσει της συνταγματικής αυτής διατάξεως δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, χωρίς καμία δυσμενή συνέπεια, εφ’ όσον οι γονείς τους, ή οι ίδιοι αν είναι ενήλικοι, υποβάλουν δήλωση ότι δεν επιθυμούν, για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, να παρακολουθήσουν τα τέκνα τους τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών που έχει το προεκτεθέν περιεχόμενο (ΣτΕ Ολομ. 942/2020, 1749-1750/2019, 660, 926/2018). Εξάλλου, με τις 1749-1750/2019 και 942/2020 αποφάσεις της Ολομελείας έγινε δεκτό ότι η κατά τα ανωτέρω υποβαλλομένη δήλωση, που θα μπορούσε να έχει το εξής περιεχόμενο: «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των θρησκευτικών», δεν παραβιάζει τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, εφ’ όσον γίνεται χάριν απαλλαγής των μαθητών αυτών από την, επιβαλλόμενη κατ’ αρχήν από το Σύνταγμα και τον νόμο, υποχρέωση παρακολουθήσεως του μαθήματος αυτού [πρβ. σε σχέση με την ΕΣΔΑ την απόφαση του ΕΔΔΑ της 26.9.2007 Folgero και λοιποί κατά Νορβηγίας (αριθ. προσφυγής 15472/02), σκ. 96-102, καθώς και την απόφαση του ΕΔΔΑ της 31.10.2019 Παπαγεωργίου και λοιποί κατά Ελλάδος (αριθ. προσφυγών 4762 και 6140/18), σκ. 81-89].

9. Επειδή, εξάλλου, κατά την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία τόσο υπό τη θετική της έκφανση, δηλαδή ως ελευθερία του ατόμου να έχει θρησκευτικές πεποιθήσεις και να εκδηλώνει τη θρησκεία του μόνος του και κατ’ ιδίαν ή μαζί με άλλους, δημοσίως και εντός του κύκλου των ομοθρήσκων του, όσο και υπό την αρνητική της πτυχή, δηλαδή ως το δικαίωμα του ατόμου να μην διαθέτει θρησκευτικές πεποιθήσεις και να μην υποχρεούται να τις αποκαλύψει, αμέσως ή εμμέσως, καθώς και να μην υποχρεούται να ενεργεί με τρόπο που να μπορεί να δίνει τη δυνατότητα να συμπεράνει κανείς ότι έχει ή δεν έχει τέτοιες πεποιθήσεις. Συνεπώς, οι κρατικές αρχές δεν δικαιούνται να επεμβαίνουν στη σφαίρα της ελευθερίας συνειδήσεως ενός ατόμου και να επιδιώκουν να ανακαλύψουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ή να το υποχρεώνουν να αποκαλύψει αυτές τις πεποιθήσεις [πρβλ. ΕΔΔΑ Σοφιανόπουλος κ.λπ. κατά Ελλάδος, 12.12.2002 (αρ. προσφ. 1997/02, 1977/02), Αλεξανδρίδης κατά Ελλάδας, 21.2.2008 (αρ. προσφ. 19516/2006), Sinan Isik κατά Τουρκίας, 2.2.2010 (αρ. προσφ. 21924/05), Grzelak κατά Πολωνίας, 15.6.2010 (αρ. προσφ. 7710/02), Δημητράς κ.ά. κατά Ελλάδας, 3.6.2010 (αρ. προσφ. 42837/2006), Wasmuth κατά Γερμανίας, 17.2.2011 (αρ. προσφ. 12884/2003)].

10. Επειδή, επί προσφυγών ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αναφορικά με τη συμβατότητα προς τις διατάξεις της ΕΣΔΑ της διαδικασίας απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, όπως αυτή προβλεπόταν στην 12773/ Δ2/23.1.2015 εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, δημοσιεύθηκε η απόφασή του, της 31.10.2019, Παπαγεωργίου και λοιποί κατά Ελλάδος (αριθ. προσφυγών 4762/2018 και 6140/2018), με την οποία διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ερμηνευόμενου υπό το φως του άρθρου 9 της Συμβάσεως. Η ως άνω εγκύκλιος του Υπουργείου προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Η απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών χορηγείται ύστερα από Υπεύθυνη Δήλωση του ν. 1599/1986, του ίδιου του μαθητή (αν είναι ενήλικος) ή και των δύο γονέων του (αν είναι ανήλικος), στην οποία θα αναφέρεται ότι ο μαθητής δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος και εξ αυτού επικαλείται λόγους θρησκευτικής συνείδησης, χωρίς να είναι υποχρεωτική η αναφορά του θρησκεύματος στο οποίο ανήκει, εκτός αν το επιθυμεί». Στην ίδια εγκύκλιο επισημαίνονταν επίσης τα ακόλουθα: «Επειδή έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα κατάχρησης του δικαιώματος απαλλαγής από τα Θρησκευτικά για λόγους που δεν συνδέονται με την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, εφιστάται η προσοχή στους Διευθυντές των σχολικών μονάδων να ελέγχουν την τεκμηρίωση των προβαλλόμενων λόγων, επισημαίνοντας σε κάθε ενδιαφερόμενο τη σοβαρότητα των σχετικών Υπεύθυνων Δηλώσεων και κατόπιν να προβαίνουν στη χορήγηση νόμιμης απαλλαγής του μαθητή, πάντοτε εντός των προβλεπομένων χρονικών ορίων. Η προσυπογραφή της Υπεύθυνης Δήλωσης από τον διδάσκοντα είναι απαραίτητη, ώστε να ενημερώνεται για τους μαθητές που θα έχει στην τάξη του στις ώρες του μαθήματος των Θρησκευτικών». Το ΕΔΔΑ, στην ως άνω απόφασή του, εκτιμώντας ότι το κύριο ζήτημα που ανέκυπτε ενώπιόν του ήταν η υποχρέωση των γονέων να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση ότι τα τέκνα τους δεν είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, προκειμένου τα τελευταία να τύχουν απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών και όχι το περιεχόμενο του μαθήματος, υπενθύμισε εν πρώτοις τη θετική υποχρέωση κάθε Συμβαλλόμενου Κράτους, όταν το μάθημα των θρησκευτικών περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα σπουδών, να αποφεύγει, κατά το δυνατόν, τη δημιουργία κατάστασης σύγκρουσης μεταξύ της παρεχόμενης από το σχολείο θρησκευτικής αγωγής και των θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων των γονέων, επισημαίνοντας συναφώς ότι, όσον αφορά τη θρησκευτική αγωγή στην Ευρώπη και παρά την ποικιλομορφία των διδακτικών προσεγγίσεων, σχεδόν όλα τα κράτη μέλη προσφέρουν τουλάχιστον μία οδό, μέσω της οποίας οι μαθητές μπορούν να επιλέξουν να μην παρακολουθήσουν το μάθημα των θρησκευτικών, παρέχοντας έναν μηχανισμό απαλλαγής ή την επιλογή να παρακολουθήσουν κάποιο εναλλακτικό μάθημα, ή προβλέποντας ότι η παρακολούθηση του μαθήματος των θρησκευτικών είναι απολύτως προοαιρετική. Στο πλαίσιο αυτό διαπίστωσε ότι, με βάση το άρθρο 16 παρ. 2 του Ελληνικού Συντάγματος και την εκπαιδευτική νομοθεσία, το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές, η δε από 23.1.2015 εγκύκλιος προέβλεπε ότι οι μη Ορθόδοξοι Χριστιανοί μαθητές, δηλαδή οι αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι ή άθεοι μαθητές οι οποίοι επικαλούνταν λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, μπορούσαν να απαλλαγούν από την παρακολούθηση του μαθήματος. Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ έλαβε υπόψη ότι η ως άνω εγκύκλιος δεν απαιτούσε μεν για την αίτηση απαλλαγής την αναφορά του θρησκεύματος στο οποίο ανήκει ο μαθητής, παρατήρησε, εντούτοις, ότι οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να καταθέσουν στον διευθυντή του σχολείου υπεύθυνη δήλωση, προσυπογεγραμμένη από τον διδάσκοντα, ότι το τέκνο τους δεν είναι Ορθόδοξος Χριστιανός, ο δε διευθυντής του σχολείου ήταν υπεύθυνος να ελέγχει την τεκμηρίωση των προβαλλόμενων λόγων από τους γονείς, επισημαίνοντάς τους τη σοβαρότητα των σχετικών υπεύθυνων δηλώσεων που υπέβαλλαν. Ενόψει δε των ρυθμίσεων αυτών της ελληνικής νομοθεσίας, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι α) ο έλεγχος της σοβαρότητας της υπεύθυνης δήλωσης συνεπαγόταν ότι ο διευθυντής του σχολείου όφειλε να ελέγξει αν η δήλωση περιείχε ψευδή στοιχεία, δηλαδή να διασταυρώσει τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του τέκνου, στην οποία αναφερόταν το θρήσκευμα των γονέων του, η οποία έπρεπε να υποβληθεί στις σχολικές αρχές, με το περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσης, β) ότι σύμφωνα με τις σχετικές υπουργικές αποφάσεις, στο Δημοτικό, το Γυμνάσιο και το Λύκειο ήταν υποχρεωτική η αναγραφή του θρησκεύματος στα πιστοποιητικά σπουδών και γ) ότι, σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ της ληξιαρχικής πράξης γέννησης και της υπεύθυνης δήλωσης, ο διευθυντής του σχολείου ήταν υποχρεωμένος να ειδοποιήσει τον εισαγγελέα για το ενδεχόμενο κατάθεσης ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης, η οποία συνιστούσε αξιόποινη πράξη σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 6 του ν. 1599/1986 και το άρθρο 37 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Με τα δεδομένα αυτά, το ΕΔΔΑ, οδηγήθηκε στην κρίση ότι το τεθέν ενώπιόν του σύστημα απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών της 12773/Δ2/23.1.2015 εγκυκλίου του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων ήταν ικανό να επιβάλει ένα απαράδεκτο βάρος στους γονείς με κίνδυνο έκθεσης ευαίσθητων πτυχών της προσωπικής τους ζωής και ότι το ενδεχόμενο σύγκρουσης ήταν πιθανό να τους αποτρέψει από το να καταθέσουν αίτηση απαλλαγής, ιδίως σε περίπτωση που ζούσαν σε μια μικρή και θρησκευτικά συμπαγή κοινότητα, όπως, στην περίπτωση των προσφευγόντων, η Σίφνος και η Μήλος, όπου ο κίνδυνος στιγματισμού ήταν πολύ μεγαλύτερος σε σχέση με τις μεγάλες πόλεις. Επίσης, διατύπωσε την κρίση ότι, αν και οι προσφεύγοντες δεν ήταν υποχρεωμένοι να αποκαλύψουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, η υποχρέωση υποβολής υπεύθυνης δήλωσης ισοδυναμούσε με εξαναγκασμό να υιοθετήσουν μια συμπεριφορά από την οποία θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι οι ίδιοι και τα τέκνα τους είχαν -ή δεν είχαν- συγκεκριμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ενόψει αυτών, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι είχε λάβει χώρα παραβίαση των δικαιωμάτων των προσφευγόντων βάσει του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, ερμηνευόμενου υπό το φως του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ (σκέψεις 81-90).

11. Επειδή, ο ν. 4777/2021 «Εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις» (Α΄ 25) προέβλεψε, στο άρθρο 37 αυτού, τα εξής: «Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων καθορίζονται η διαδικασία και οι προϋποθέσεις απαλλαγής μαθητών, οι οποίοι φοιτούν στην πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, από τη συμμετοχή στα μαθήματα της Φυσικής Αγωγής, της Μουσικής και των Θρησκευτικών, και ρυθμίζεται κάθε άλλο συναφές ειδικότερο θέμα, όπως ιδίως οι λόγοι που δικαιολογούν τη χορήγηση και τη διάρκεια της απαλλαγής, ο τύπος, το περιεχόμενο, η προθεσμία υποβολής της αίτησης απαλλαγής καθώς και τα απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα, το όργανο της σχολικής μονάδας στο οποίο υποβάλλονται η αίτηση και τα δικαιολογητικά, καθώς και η διάρκεια και ο τρόπος τήρησης, φύλαξης και επεξεργασίας αυτών, η διαδικασία και τα όργανα αξιολόγησης της αίτησης, οι σχετικές εγγραφές που γίνονται σε υπηρεσιακά βιβλία της σχολικής μονάδας και ο τρόπος και το είδος της απασχόλησης των μαθητών κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας του μαθήματος από την υποχρέωση παρακολούθησης του οποίου έχουν απαλλαγεί». Κατ’ επίκληση της ως άνω διατάξεως εκδόθηκε η 61178/ΓΔ4/28.5.2021 κοινή απόφαση της Υπουργού και της Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων (Β´ 2286), με την οποία αντικαταστάθηκε το άρθρο 25 της 79942/ΓΔ4/21.5.2019 υπουργικής αποφάσεως «Εγγραφές, μετεγγραφές, φοίτηση και θέματα οργάνωσης της σχολικής ζωής στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Β΄ 2005)», το οποίο ρύθμιζε τη δυνατότητα απαλλαγής των μαθητών/τριών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από το μάθημα των θρησκευτικών. Η ανωτέρω 61178/ΓΔ4/28.5.2021 κοινή υπουργική απόφαση ακυρώθηκε με την απόφαση 1478/2022 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, ως προς όλες τις διατάξεις που αφορούσαν την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών. Και τούτο με τη σκέψη ότι, κατά την έννοια του άρθρου 36 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)» (L 119/4.5.2016), στην ένδικη περίπτωση, κατά την οποία προσβαλλόταν κανονιστική πράξη με περιεχόμενο την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ειδικής κατηγορίας κατά το άρθρο 9 παρ. 1 του εν λόγω Κανονισμού, τα οποία συνδέονταν με την άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος, απαιτείτο ως ουσιώδης τύπος, η έλλειψη του οποίου οδηγούσε σε ακύρωση της πράξεως, η παροχή γνώμης της εποπτικής αρχής πριν από την έκδοσή της. Εφ’ όσον δε, πριν από την έκδοση της προσβληθείσας πράξεως δεν είχε τηρηθεί, ως ουσιώδης τύπος, η παροχή γνώμης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κρίθηκε ότι η πράξη αυτή έπρεπε να ακυρωθεί ως προς όλες τις διατάξεις της που αφορούσαν την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών (άρθρο 25 παρ. 3 και οι παρ. 4 και 5 του ίδιου άρθρου κατά το μέρος που αφορούν το ζήτημα αυτό). Με την ίδια απόφαση, εξάλλου, απορρίφθηκε ως αβάσιμος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβαλλόταν παραβίαση του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, ερμηνευόμενου υπό το φως του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, ως εκ του ότι, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, δεν εκπληρωνόταν η υποχρέωση της Πολιτείας για τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος συναφούς περιεχομένου με το μάθημα των θρησκευτικών, από το οποίο απαλλάσσονταν. Και τούτο, με τη σκέψη ότι η ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία ο Διευθυντής ή η Διευθύντρια της σχολικής μονάδας, σε συνεργασία με τον Σύλλογο των διδασκόντων, αποφασίζουν κατά περίπτωση για τον τρόπο που απασχολούνται υποχρεωτικά οι απαλλασσόμενοι/ες μαθητές/τριες (ενδεικτικά διαφορετικό διδακτικό αντικείμενο σε άλλο τμήμα της ίδιας τάξης ή ερευνητική δημιουργική δραστηριότητα), ήταν συνταγματικώς ανεκτή, ως μεταβατική, μέχρι την οριστική ρύθμιση του θέματος εντός ευλόγου χρόνου. Ως εύλογος δε χρόνος κρίθηκε το τέλος του σχολικού έτους 2022-2023, δοθέντος ότι, πέραν των δυσχερειών που μνημονεύονταν στην εγκριθείσα με το 37/23.7.2020 πρακτικό του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής εισήγηση της Επιστημονικής Επιτροπής για το μάθημα των θρησκευτικών, η Πολιτεία καλείτο για πρώτη φορά να ρυθμίσει το ζήτημα αυτό, δηλαδή να θεσπίσει ένα ισότιμο μάθημα συναφούς περιεχομένου για τους μαθητές που απαλλάσσονται από το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών, σύμφωνα με την ερμηνεία των συνταγματικών και υπερνομοθετικών διατάξεων της ΕΣΔΑ που είχε δοθεί με τις προεκτεθείσες 1749-1750/2019 αποφάσεις του Δικαστηρίου.

12. Επειδή, μετά ταύτα και κατόπιν του σχετικού 96336/Δ2/1.8.2022 εγγράφου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων προς την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η εν λόγω Αρχή εξέδωσε την 2/2022 γνωμοδότηση, στην οποία, στο πλαίσιο της συμβουλευτικής της αρμοδιότητας και ενόψει των κριθέντων με την προαναφερθείσα 1478/2022 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εξέτασε το υποβληθέν σχέδιο κοινής υπουργικής αποφάσεως και παρέσχε τη γνώμη της για σειρά ζητημάτων τεχνικού κυρίως χαρακτήρα σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων των μαθητών τα οποία καταχωρούνται στο πληροφοριακό σύστημα «myschool» του Υπουργείου Παιδείας. Ακολούθως, μετά τη γνωμοδότηση της Αρχής, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, η οποία έλαβε υπόψη ως προς τα ζητήματα αυτά, μεταξύ άλλων, τις 1749, 1750/2019 και 1478/2022 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας καθώς και την ανωτέρω γνωμοδότηση. Εξάλλου, με την ως άνω 2/2022 γνωμοδότησή της, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα εξέφρασε και την άποψη ότι, για την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, σύμφωνη με το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ «είναι μια δήλωση των ενδιαφερομένων γονέων ή μαθητών, συμπεριλαμβανομένων και των Χριστιανών Ορθοδόξων που τυχόν το επιθυμούν, στην οποία θα αναφέρεται απλώς ότι “Λόγοι συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των θρησκευτικών”».

13. Επειδή, με την προσβαλλομένη απόφαση αντικαταστάθηκε (εκ νέου) το άρθρο 25 της προμνησθείσας 79942/ΓΔ4/21.5.2019 υπουργικής αποφάσεως, ως εξής: «Απαλλαγή μαθητών/τριών από την ενεργό συμμετοχή σε μαθήματα 1) Φυσική Αγωγή α) ... β) ... γ) ... δ) ... ε) ... 2) Μουσική α) ..., β) ... γ) … 3) Θρησκευτικά α) Μαθητές/τριες οι οποίοι/ες δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι (δηλαδή αλλόθρησκοι, ετερόδοξοι άθρησκοι, άθεοι, αγνωστικιστές), δύνανται, εφόσον το επιθυμούν, να απαλλαγούν από την υποχρέωση παρακολούθησης του μαθήματος των Θρησκευτικών, υποβάλλοντας σχετική αίτηση στον/στη Διευθυντή/ντρια της σχολικής μονάδας στην οποία θα αναφέρεται το εξής: “Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των Θρησκευτικών”. Η αίτηση υπογράφεται από τον ίδιο/ίδια τον/τη μαθητή/τρια, εάν είναι ενήλικος/η, ή και από τους δύο γονείς/κηδεμόνες του/της, εάν είναι ανήλικος/η. Μόνον στην περίπτωση που η γονική μέριμνα ασκείται από τον ένα γονέα, αρκεί η υπογραφή του/της ασκούντος/ούσης τη γονική μέριμνα. β) Η ως άνω αίτηση, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του/της ίδιου/ας μαθητή/τριας (αν είναι ενήλικος/η) ή και των δύο γονέων του/της (αν είναι ανήλικος/η), παραλαμβάνεται από τον/τη Διευθυντή/ντρια του σχολείου εντός αποκλειστικής χρονικής προθεσμίας που διαρκεί από την 1η Σεπτεμβρίου έως και την πέμπτη ημέρα μετά την έναρξη των μαθημάτων κάθε σχολικού έτους. Το γνήσιο της υπογραφής δύναται να βεβαιώνει κατά την παρ. 1 του άρθρου 11 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45) και ο/η Διευθυντής/ντρια της σχολικής μονάδας κατά την υποβολή της αίτησης, η οποία υπογράφεται ενώπιόν του/της. Ο/Η Διευθυντής/ντρια ενημερώνει για την υποβολή της σχετικής αίτησης τον/την καθηγητή/τρια που διδάσκει το μάθημα των Θρησκευτικών στο τμήμα στο οποίο φοιτά ο/η απαλλασσόμενος/η μαθητής/τρια, ώστε να γνωρίζει ποιοι/ποιες μαθητές/τριες θα βρίσκονται στην τάξη του/της κατά τη διάρκεια διεξαγωγής του μαθήματος. Οι μαθητές/τριες που απαλλάσσονται από το μάθημα των Θρησκευτικών δεν επιτρέπεται να περιφέρονται εντός ή εκτός της σχολικής μονάδας ή να απουσιάζουν αδικαιολόγητα. Ο/Η Διευθυντής/ντρια της σχολικής μονάδας σε συνεργασία με τον Σύλλογο των Διδασκόντων/ουσών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1566/1985 (Α΄ 167) και της υπό στοιχεία Φ.353.1/324/105657/Δ1/8-10-2002 (Β΄ 1340) υπουργικής απόφασης, αποφασίζουν κατά περίπτωση για τον τρόπο που απασχολούνται υποχρεωτικά οι απαλλασσόμενοι/ες μαθητές/τριες, συντάσσοντας σχετική πράξη στο Βιβλίο Πράξεων του Συλλόγου Διδασκόντων/ουσών (όπως ενδεικτικά διαφορετικό διδακτικό αντικείμενο σε άλλο τμήμα της ίδιας τάξης ή ερευνητική δημιουργική δραστηριότητα), και έχοντας την πλήρη ευθύνη. Σε περίπτωση που η τάξη στην οποία φοιτούν οι απαλλασσόμενοι/ες μαθητές/τριες λειτουργεί μόνο με ένα τμήμα, οι μαθητές/τριες αυτοί/ές παρακολουθούν εκπαιδευτικό πρόγραμμα που καθορίζεται από τον Σύλλογο Διδασκόντων/ουσών. γ) Η απαλλαγή αρχίζει από την έναρξη των μαθημάτων, αφορά ολόκληρο το σχολικό έτος και δύναται να ανανεωθεί για κάθε επόμενο σχολικό έτος με την ίδια διαδικασία. Ο Σύλλογος Διδασκόντων/ουσών συντάσσει σχετική πράξη στο Βιβλίο Πράξεων του Συλλόγου Διδασκόντων/ουσών, στην οποία καταγράφονται οι δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχει ο/η απαλλασσόμενος/η μαθητής/τρια την ώρα διεξαγωγής του μαθήματος των Θρησκευτικών. δ) Οι μαθητές/τριες που απαλλάσσονται από το μάθημα των Θρησκευτικών απαλλάσσονται και από την προσευχή και τον εκκλησιασμό, εφόσον το έχουν δηλώσει στην αίτησή τους για την απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών. Την ώρα της προσευχής και του εκκλησιασμού παραμένουν στο σχολείο και εφαρμόζεται αναλόγως το τέταρτο εδάφιο της ανωτέρω περ. β΄ της παρούσας παραγράφου. 4) Αιτήσεις, υπεύθυνες δηλώσεις, ιατρικές βεβαιώσεις και γνωματεύσεις και λοιπά δικαιολογητικά που υποβάλλονται στον/στη Διευθυντή/ντρια της σχολικής μονάδας από τους μαθητές/τριες και/ή από τους γονείς/κηδεμόνες τους στο πλαίσιο εφαρμογής του παρόντος άρθρου, φυλάσσονται με ευθύνη του Διευθυντή/ντριας εντός κλειστών φακέλων σε σημείο του γραφείου του/της στο οποίο έχει πρόσβαση μόνο εκείνος/η και καταστρέφονται από εκείνον/εκείνη μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από το τέλος του σχολικού έτους το οποίο αφορούν, συντασσομένου σχετικού πρωτοκόλλου καταστροφής. 5) Επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των υποκειμένων. α) Στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος άρθρου υποβάλλονται σε επεξεργασία τα προσωπικά δεδομένα που περιλαμβάνονται στις αιτήσεις για την απαλλαγή από τα ανωτέρω μαθήματα και στα λοιπά συνυποβαλλόμενα δικαιολογητικά. β) Υπεύθυνος επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία για την εφαρμογή της παρούσας είναι: i) για όλες τις εκπαιδευτικές δομές της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων δια της εκάστοτε σχολικής μονάδας και ii) για όλες τις εκπαιδευτικές δομές της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας ιδιωτικής εκπαίδευσης το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ή άλλου είδους νομική οντότητα ανεξαρτήτως νομικής προσωπικότητας, στο οποίο έχει χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας της αντίστοιχης ιδιωτικής εκπαιδευτικής δομής. γ) Σκοπός της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων είναι ο έλεγχος της συνδρομής των προϋποθέσεων για τη χορήγηση της αιτούμενης απαλλαγής από την ενεργό συμμετοχή στα ανωτέρω μαθήματα. δ) Νομική βάση της επεξεργασίας είναι η περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 6 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων, “Γ.Κ.Π.Δ.”) συνδυαστικά με την περ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 6 του Γ.Κ.Π.Δ. (η έκδοση της πράξης χορήγησης ή μη της απαλλαγής λαμβάνει χώρα κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας). Όσον αφορά στα προσωπικά δεδομένα ειδικών κατηγοριών, νομική βάση της επεξεργασίας είναι η περ. στ΄ της παρ. 2 του άρθρου 9 του Γ.Κ.Π.Δ., ήτοι η θεμελίωση, άσκηση και υποστήριξη νομικής αξίωσης, υπό την έννοια της άσκησης του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας και της προβολής των εξ αυτού απορρεουσών αξιώσεων. Ταυτόχρονα, νομική βάση για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων ειδικών κατηγοριών είναι και η περ. ζ της παρ. 2 του άρθρου 9 ΓΚΠΔ. ε) Η χορήγηση της απαλλαγής σε μαθητή/τρια από την ενεργό συμμετοχή σε κάποιο από τα ανωτέρω μαθήματα καταχωρίζεται στο βιβλίο Πράξεων Συλλόγου Διδασκόντων/ουσών της σχολικής μονάδας με την ακόλουθη διατύπωση: ... “Χορήγηση απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών”, “Χορήγηση απαλλαγής από την προσευχή και τον εκκλησιασμό” χωρίς να καταχωρίζεται οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία που αφορά στους λόγους χορήγησης της απαλλαγής ή σχετίζεται με αυτούς. Η χορήγηση της απαλλαγής καταχωρίζεται και στο πληροφοριακό σύστημα “myschool”, επομένως αποδέκτης αυτής της πληροφορίας είναι και το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία “Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων "Διόφαντος"”, το οποίο έχει αναπτύξει και διαχειρίζεται το ως άνω πληροφοριακό σύστημα για λογαριασμό του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η καταχώριση και στο εν λόγω πληροφοριακό σύστημα είναι απαραίτητη για την οργάνωση και άσκηση του εκπαιδευτικού έργου και την άσκηση περαιτέρω αρμοδιοτήτων που συνέχονται με αυτό, όπως ενδεικτικώς η έκδοση τίτλων σπουδών και λοιπών πιστοποιητικών/αποδεικτικών. Στο πληροφοριακό σύστημα καταχωρίζεται μόνο η πληροφορία της απαλλαγής του/της μαθητή/τριας από την ενεργό συμμετοχή στα ανωτέρω μαθήματα χωρίς να καταχωρίζεται οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία που αφορά στους λόγους χορήγησης της απαλλαγής ή σχετίζεται με αυτούς. στ) Τα προσωπικά δεδομένα που περιλαμβάνονται στις αιτήσεις για την απαλλαγή από τα ανωτέρω μαθήματα και στα λοιπά συνυποβαλλόμενα δικαιολογητικά διαγράφονται μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από το τέλος του σχολικού έτους το οποίο αφορούν, συντασσομένου σχετικού πρωτοκόλλου καταστροφής των ως άνω αιτήσεων και λοιπών συνυποβληθέντων δικαιολογητικών. Ειδικότερα, τα προσωπικά δεδομένα που καταχωρίζονται στο πληροφοριακό σύστημα “myschool” τηρούνται για το απολύτως απαραίτητο χρονικό διάστημα για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. ζ) Πρόσβαση στα ως άνω δεδομένα έχουν μόνο ο/η Διευθυντής/ντρια της σχολικής μονάδας και κατάλληλα εξουσιοδοτημένοι από εκείνον/η εκπαιδευτικοί της συγκεκριμένης σχολικής μονάδας, εφόσον αυτό κρίνεται απαραίτητο για την άσκηση των καθηκόντων τους. Περαιτέρω, τα τηρούμενα στο πληροφοριακό σύστημα “myschool” δεδομένα προστατεύονται μέσω κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων, τα οποία περιλαμβάνουν, κατ’ ελάχιστον, την καταγραφή και παρακολούθηση των προσβάσεων, τη διασφάλιση ιχνηλασιμότητας και την προστασία από κάθε τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια, μεταβολή, άνευ αδείας κοινολόγηση ή πρόσβαση. η) Τα Υποκείμενα των Δεδομένων έχουν και δύνανται να ασκούν το δικαίωμα πρόσβασης, το δικαίωμα διόρθωσης, το δικαίωμα διαγραφής των προσωπικών τους δεδομένων, του περιορισμού της επεξεργασίας και εναντίωσης στην επεξεργασία».

14. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η αίτηση για την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών κατ’ επίκληση λόγων θρησκευτικής συνειδήσεως, όπως προβλέπεται στο τροποποιούμενο με την προσβαλλόμενη απόφαση άρθρο 25 παρ. 3 περ. α΄ της 79942/ΓΔ4/ 21.5.2019 υπουργικής αποφάσεως, καθ’ ο μέρος υποχρεώνει τους γονείς και τους μαθητές να προβούν σε αρνητική αποκάλυψη των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 13 παρ. 1 και 16 παρ. 2 του Συντάγματος, του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύθηκαν με τις 1759-1760/2019 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας καθώς και, όσον αφορά τις διατάξεις του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, με την απόφαση του ΕΔΔΑ της 31.10.2019 Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος. Ειδικότερα, οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι, ενόψει των κριθέντων με την 1478/2022 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου περί της θεσπίσεως ισότιμου μαθήματος συναφούς περιεχομένου για τους απαλλασσόμενους μαθητές, προκειμένου να είναι δυνατή η επιλογή του μαθήματος αυτού από τους απαλλασσόμενους, κατά τρόπο που δεν θα αποθαρρύνει τους γονείς από την επιλογή του, αρκεί η υποβολή δήλωσης απαλλαγής με μόνη μνεία το αίτημα περί παρακολούθησης του ισότιμου μαθήματος, ενώ δήλωση για απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, αναφερομένη είτε σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, όπως προβλέπεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, είτε σε λόγους συνειδήσεως, όπως αναφέρεται στην 2/2022 γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, άγουσα σε εξακρίβωση του θρησκεύματος, παραβιάζει τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος της ΕΣΔΑ και του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ.

15. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να απαλλαγεί ο μαθητής από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αρκεί η υποβολή αιτήσεως, του ίδιου (αν είναι ενήλικος) ή των γονέων του, στον διευθυντή του σχολείου με το περιεχόμενο «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των Θρησκευτικών». Η αίτηση αυτή δεν συνιστά υπεύθυνη δήλωση ούτε υπόκειται σε οποιαδήποτε άδεια, έγκριση, εξακρίβωση θρησκεύματος, έλεγχο αξιοπιστίας ούτε απαιτεί οποιαδήποτε αιτιολόγηση. Με μόνη την υποβολή της εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, ο μαθητής απαλλάσσεται από το μάθημα για το σχολικό έτος κατά το οποίο υποβάλλεται. Η αναφορά δε σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως δεν συνιστά αιτιολόγηση ούτε αποκαλύπτει συγκεκριμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις, αλλά συνιστά επίκληση της νομικής βάσης στην οποία στηρίζεται η αξίωση απαλλαγής από το μάθημα (διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ για τη θρησκευτική ελευθερία και την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως), προκειμένου το εν λόγω δικαίωμα να ασκείται ενσυνείδητα και με σοβαρότητα και όχι με επιπόλαιο τρόπο. Η αίτηση απαλλαγής περιέχει το ελάχιστο περιεχόμενο, ώστε να εκπληρώνεται και να εναρμονίζεται η συνταγματική υποχρέωση για παροχή παιδείας με σκοπό, μεταξύ άλλων, και την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο, με το δικαίωμα των γονέων να ορίζουν τη θρησκευτική εκπαίδευση των ανηλίκων τέκνων τους. Οι ρυθμίσεις, εξάλλου, αυτές της προσβαλλόμενης αποφάσεως διαφέρουν ουσιωδώς από εκείνες της υποθέσεως Παπαγεωργίου και λοιποί κατά Ελλάδος (βλ. ανωτέρω σκέψη 10), ενόψει των οποίων το ΕΔΔΑ διεπίστωσε, με την προαναφερθείσα απόφασή του, παραβίαση των δικαιωμάτων των προσφευγόντων βάσει του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 2 του ΠΠΠ ερμηνευθέντος υπό το φως του άρθρου 9. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως έλαβε υπόψη και υιοθέτησε ερμηνεία των επίδικων διατάξεων σύμφωνη τόσο με τα κριθέντα στην απόφαση Παπαγεωργίου του ΕΔΔΑ, όσο και με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθόσον: α) ενώ με βάση την εγκύκλιο του έτους 2015 για την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών ήταν αναγκαία η υποβολή υπεύθυνης δήλωσης ότι ο δηλών ή το τέκνο του δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, η προσβαλλόμενη πράξη απαιτεί μόνο μία αίτηση στον διευθυντή του σχολείου με την αναφορά «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των Θρησκευτικών» ως μόνη προϋπόθεση για την απαλλαγή, β) ενώ η προηγούμενη διαδικασία προέβλεπε τη χορήγηση της απαλλαγής κατόπιν εγκρίσεως από τον διευθυντή του σχολείου και προβλεπόταν έλεγχος της σοβαρότητας της υπεύθυνης δήλωσης από αυτόν με την απειλή ποινικής διώξεως σε περίπτωση δήλωσης ψευδών στοιχείων, η προσβαλλόμενη πράξη δεν προβλέπει την άσκηση ελέγχου ούτε συνδέεται με την επιβολή κυρώσεων, γ) η αίτηση απαλλαγής με την ως άνω αναφορά σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως αποτελεί ένα ιδιωτικό έγγραφο, με περιορισμένη χρονική ισχύ, το οποίο κατατίθεται και φυλάσσεται υπό συνθήκες εμπιστευτικότητας και καταστρέφεται 3 μήνες μετά τη λήξη του σχολικού έτους, δ) η αίτηση δεν απαιτεί οποιουδήποτε είδους αιτιολόγηση για την απαλλαγή, αλλά αρκεί να περιέχει την επίκληση της νομικής βάσης που στηρίζει την αξίωση απαλλαγής (ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως), προκειμένου ο αιτών να τελεί σε γνώση ότι ασκεί συνταγματικό δικαίωμα. Επικουρικώς δε σημειώνεται ότι, εν προκειμένω, οι αιτούσες δεν κατοικούν σε περιοχή με μικρή και θρησκευτικά συμπαγή κοινότητα, όπως στην υπόθεση Παπαγεωργίου αλλά στην πρωτεύουσα της χώρας, όπου ουδείς κίνδυνος στιγματισμού δύναται να στοιχειοθετηθεί. Τα ανωτέρω ενισχύονται και από το γεγονός ότι οι αιτούσες στην υπό κρίση υπόθεση, σε αντίθεση με τα πραγματικά περιστατικά της αποφάσεως Παπαγεωργίου, ζήτησαν και έλαβαν την απαλλαγή τηρώντας τη διαδικασία της προσβαλλόμενης πράξης, ενώ, εξάλλου, δεν προβάλλουν ότι υπέστησαν οποιαδήποτε διακριτική μεταχείριση λόγω της αναφοράς τους σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως προκειμένου να χορηγηθεί η εν λόγω απαλλαγή. Και προβάλλουν μεν οι αιτούσες ότι το περιεχόμενο της επίμαχης αιτήσεως θα έπρεπε να αναφέρεται γενικώς σε απαλλαγή, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε λόγους συνειδήσεως ή λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, εφ’ όσον με μόνη την υποβολή της επίμαχης αιτήσεως περί απαλλαγής ενδέχεται να αποκαλύπτονται εμμέσως θρησκευτικές πεποιθήσεις (δεδομένου ότι την απαλλαγή δύνανται να ζητούν, εφ’ όσον το επιθυμούν, μαθητές αλλόθρησκοι, ετερόδοξοι, άθρησκοι, άθεοι, αγνωστικιστές), όμως, ενόψει του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών για τους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές, ο ισχυρισμός προβάλλεται αβασίμως και πρέπει να απορριφθεί, διότι, η δυνατότητα απαλλαγής με μόνη την αίτηση χωρίς αναφορά σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως θα καθιστούσε το μάθημα εντελώς προαιρετικό, κατά περιγραφή της δοθείσας ερμηνείας των συνταγματικών διατάξεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ Ολομ. 1749-1750/ 2019, σκ. 15, 942/2020, σκ. 14). Επιπλέον, δε, ο ισχυρισμός είναι και αλυσιτελής, διότι, ακόμα και αν αρκούσε για την απαλλαγή μόνη η υποβολή αιτήσεως χωρίς αναφορά στη νομική βάση της αξιώσεως, τούτο δεν θα προφύλασσε από ενδεχόμενη αποκάλυψη αρνητικών θρησκευτικών πεποιθήσεων των μαθητών ή των γονέων τους, η οποία θα προέκυπτε από την ίδια την υποβολή της αιτήσεως. Εν πάση δε περιπτώσει, ακόμη και υπό την εκδοχή των αιτουσών, ότι η υποβολή αιτήσεως περί απαλλαγής συνιστά έμμεση αποκάλυψη θρησκευτικών πεποιθήσεων (δεδομένου ότι την απαλλαγή δύνανται να ζητούν, εφ’ όσον το επιθυμούν, μαθητές αλλόθρησκοι, ετερόδοξοι, άθρησκοι, άθεοι, αγνωστικιστές), ωστόσο η διαδικασία που προβλέπεται με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβιάζει τις διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ για τη θρησκευτική ελευθερία. Και τούτο, διότι επιτυγχάνει μια δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ της αποστολής του κράτους για την παροχή θρησκευτικής εκπαιδεύσεως στους μαθητές και του δικαιώματος των γονέων να λαμβάνουν τα τέκνα τους θρησκευτική εκπαίδευση σύμφωνη με τις πεποιθήσεις τους, το οποίο περιλαμβάνει και την άσκηση του δικαιώματος απαλλαγής. Ειδικότερα: α) η υποβολή αιτήσεως με το ως άνω περιεχόμενο προβλέπεται από συγκεκριμένο κανόνα δικαίου (δηλαδή την προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, η οποία ακολουθεί τη σταθερή σχετική νομολογία του Δικαστηρίου), β) εξυπηρετεί την εκ του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος αποστολή του κράτους για την ανάπτυξη -μεταξύ άλλων- και της θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δηλαδή επιδιώκει θεμιτό σκοπό, αναγόμενο στην προστασία της δημόσιας τάξης κατά την έννοια του άρθρου 9 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, ενώ παράλληλα επιτρέπει την ευχερή άσκηση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας των μαθητών, που για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως δεν επιθυμούν να παρακολουθήσουν το μάθημα των θρησκευτικών, γ) η υποβαλλόμενη αίτηση δεν αποτελεί δημόσιο έγγραφο (σε αντίθεση με τις περιπτώσεις της αναγραφής του θρησκεύματος σε επίσημο κρατικό έγγραφο – αστυνομική ταυτότητα ή απολυτήριο λυκείου, πρβ. και τις σχετικές αποφάσεις ΕΔΔΑ Σοφιανόπουλος κατά Ελλάδος, Sinan Isik κατά Τουρκίας, Grzelak κατά Πολωνίας, καθώς και ΣτΕ 1759-1760/2019 Ολομ. και 2280-2285/2001 Ολομ.), παραλαμβάνεται δε από τον διευθυντή υπό συνθήκες εμπιστευτικότητας κατά την έναρξη κάθε σχολικού έτους, φυλάσσεται με ευθύνη του σε κλειστό φάκελο σε σημείο του γραφείου του, στο οποίο έχει μόνο εκείνος πρόσβαση, καταστρέφεται δε τρεις (3) μήνες μετά τη λήξη του σχολικού έτους το οποίο αφορά, συντασσομένου σχετικού πρωτοκόλλου καταστροφής (παρ. 4, καθώς και περ. στ΄ της παρ. 5 του άρθρου 25). Παράλληλα, στο Βιβλίο Πράξεων του Συλλόγου Διδασκόντων και στο ατομικό δελτίο στο πληροφοριακό σύστημα «myschool» καταχωρίζεται μόνο η πληροφορία της απαλλαγής από την ενεργό συμμετοχή στο μάθημα, χωρίς μνεία του περιεχομένου της αιτήσεως (άρθρο 3 παρ. 5 περ. ε΄ της προσβαλλόμενης). Τέλος, η υποβολή της αιτήσεως συνοδεύεται από την υποχρέωση του κράτους, εφ’ όσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών, να παράσχει ισοδύναμο εναλλακτικό υποχρεωτικό μάθημα θρησκειολογικού - πληροφοριακού περιεχομένου με ουδέτερο και αντικειμενικό χαρακτήρα για όλους τους αιτούμενους απαλλαγή. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ενδεχόμενη έμμεση αποκάλυψη θρησκευτικών πεποιθήσεων των μαθητών ή των γονέων των αιτουμένων την απαλλαγή, δεν θα ήταν, πάντως, δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ο οποίος τείνει στην προάσπιση των δικαιωμάτων αυτών, καθώς επιτρέπει κατ’ αποτέλεσμα την άσκηση του δικαιώματός τους στη θρησκευτική ελευθερία για την απαλλαγή από νόμιμη υποχρέωση (πρβ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 17.02.2011, Wasmuth κατά Γερμανίας, παρ. 52-64, αριθ. προσφυγής 12884/03, απόφαση της 13.7.2006, Kosteski κατά ΠΓΔΜ, αριθ. προσφυγής 55170/00, επίσης και την απόφαση της Επιτροπής επί του παραδεκτού της 12.3.1981, Χ κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. προσφυγής 8160/78). Εξάλλου, ο ισχυρισμός των αιτουσών ότι «για να υποδεχθεί θεσμικά το εκπαιδευτικό σύστημα το δικαίωμα των μαθητών να διαλέξουν αυτό το μάθημα, θα πρέπει πρώτα να θεσμοθετηθεί μια διαδικασία απαλλαγής από το ομολογιακό μάθημα των θρησκευτικών που δεν θα αποθαρρύνει τους γονείς να επιλέξουν το ισότιμο μάθημα», αν ήθελε θεωρηθεί ότι συνιστά αυτοτελή λόγο ακυρώσεως, είναι απορριπτέος, διότι δεν πλήττει την επίδικη ρύθμιση αλλά αμφισβητεί τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών, ο οποίος, όμως, όπως συνάγεται σαφώς από τη μέχρι τούδε νομολογία του Δικαστηρίου (ΣτΕ Ολομ. 666, 926/2018, 1749, 1750/2019, σκ. 15, 942/2020, σκ. 14), προκύπτει ευθέως από το Σύνταγμα. Με τα δεδομένα αυτά, η στάθμιση, στην οποία προέβη ο κανονιστικός νομοθέτης με την προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση κατά τη ρύθμιση της διαδικασίας απαλλαγής των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, κείται εντός της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 37 του ν. 4777/2021 και η προβλεπόμενη υποβολή αιτήσεως (και όχι δηλώσεως, όπως ανακριβώς προβάλλουν οι αιτούσες) περί απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, ως προϋπόθεση ασκήσεως του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας των μαθητών, δεν αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος και του άρθρου 2 παρ. 2 του ΠΠΠ σε συνδυασμό με το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ. Δεν συνάγεται δε το αντίθετο από τις αποφάσεις της Ολομελείας 1759-1760/2019 που επικαλούνται οι αιτούσες, με τις οποίες ακυρώθηκαν υπουργικές αποφάσεις που προέβλεπαν το πεδίο «θρήσκευμα» στα απολυτήρια και στα πιστοποιητικά σπουδών, δεδομένου ότι οι αποφάσεις αυτές αντιμετώπισαν διαφορετικά νομικά ζητήματα, αναγόμενα στο περιεχόμενο δημοσίων εγγράφων και όχι τα τιθέμενα εν προκειμένω ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής του κράτους στα πλαίσια των άρθρων 16 παρ. 2 του Συντάγματος και 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και, ειδικότερα, το ζήτημα των υποχρεωτικώς διδασκομένων μαθημάτων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και της κατά το Σύνταγμα επιβαλλόμενης δυνατότητας απαλλαγής των μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών, τα οποία έχει αντιμετωπίσει το Δικαστήριο με σταθερή νομολογία (βλ. ΣτΕ 3356/1995, 2176/1998 7μ., 660, 926/2018 Ολομ., 1749-1750/2019 και 942/2020 Ολομ. σε μείζονα σύνθεση, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα στην όγδοη σκέψη).

16. Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η επίδικη ρύθμιση, η οποία δεν υιοθέτησε την 2/2022 Γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα αλλά διέλαβε ότι οι αιτούμενοι απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών θα πρέπει να υποβάλουν δήλωση «για λόγους θρησκευτικής συνείδησης», παραβιάζει το άρθρο 9Α του Συντάγματος και τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 στοιχείο γ του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ» και την προβλεπόμενη σε αυτό αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων. Και τούτο, διότι, κατά τις αιτούσες, το περιεχόμενο αυτό της δηλώσεως επιτρέπει συλλογή περισσότερων δεδομένων από όσα είναι αναγκαία ενόψει του σκοπού της επεξεργασίας, ενώ, εφ’ όσον το μάθημα των θρησκευτικών απηχεί τις διδαχές της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας και είναι υποχρεωτικό μόνο για τους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, για την απαλλαγή δεν χρειάζεται καν δήλωση για λόγους συνειδήσεως, όπως δέχθηκε η Αρχή, αλλά αρκεί το αίτημα της απαλλαγής, το οποίο, διαχωρίζοντας τις αιτούσες από τους υπόλοιπους μαθητές που θα παρακολουθήσουν το μάθημα, είναι προφανές ότι γίνεται για λόγους συνειδήσεως, είτε θρησκευτικής είτε γενικότερης αντίληψης. Στο πλαίσιο αυτό, και προκειμένου να είναι συμβατή η σχετική αίτηση με το θεσμικό πλαίσιο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, αρκεί απλώς, όπως υποστηρίζουν, να διατυπώνεται το αίτημα περί απαλλαγής, χωρίς να απαιτείται αιτιολόγησή του με αναφορά στον συνειδησιακό κόσμο και στις πνευματικές πεποιθήσεις των αιτουσών, άποψη που, κατά τις αιτούσες, ενισχύεται από το γεγονός ότι στην ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση προβλέπεται ότι για την καταχώριση της πληροφορίας της χορήγησης απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών στο ηλεκτρονικό πληροφοριακό σύστημα «myschool» δεν επιτρέπεται η αναγραφή αιτιολόγησης της απαλλαγής.

17. Επειδή, το άρθρο 9Α του Συντάγματος, το οποίο προστέθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 84), ορίζει ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει ...», και στο άρθρο 16 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι: «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. 2. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, …, θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, καθώς και από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης …» (παρόμοιες ρυθμίσεις περιέχονται και στο άρθρο 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Η προστασία των δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων σε σχέση με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχει αποτελέσει αντικείμενο ρυθμίσεως στην ενωσιακή έννομη τάξη με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)» (L 119), ο οποίος έχει άμεση ισχύ στα κράτη μέλη. Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (εφεξής «ΓΚΠΔ») οι διατάξεις του εφαρμόζονται στην, εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης (παρ. 1), ενώ δεν εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε σχέση με δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις α΄ έως δ΄ της παρ. 2 του ιδίου άρθρου. Ο εν λόγω Κανονισμός στο άρθρο 4 ορίζει ότι: «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως: 1) “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”: κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο (“υποκείμενο των δεδομένων”)· το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου, 2) “επεξεργασία”: κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή». Στο άρθρο 5 του ΓΚΠΔ, με το οποίο καθορίζονται οι «Αρχές» που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (οι οποίες εξειδικεύονται σε επόμενες διατάξεις του Κανονισμού), ορίζονται τα εξής: «1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα: α) υποβάλλονται σε σύννομη και θεμιτή επεξεργασία με διαφανή τρόπο σε σχέση με το υποκείμενο των δεδομένων (“νομιμότητα, αντικειμενικότητα και διαφάνεια”), β) συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς· η περαιτέρω επεξεργασία για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον ή σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς δεν θεωρείται ασύμβατη με τους αρχικούς σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1 (“περιορισμός του σκοπού”), γ) είναι κατάλληλα, συναφή και περιορίζονται στο αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία (“ελαχιστοποίηση των δεδομένων”), δ) είναι ακριβή και, όταν είναι αναγκαίο, επικαιροποιούνται· πρέπει να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για την άμεση διαγραφή ή διόρθωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι ανακριβή, σε σχέση με τους σκοπούς της επεξεργασίας (“ακρίβεια”), ε) διατηρούνται υπό μορφή που επιτρέπει την ταυτοποίηση των υποκειμένων των δεδομένων μόνο για το διάστημα που απαιτείται για τους σκοπούς της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να αποθηκεύονται για μεγαλύτερα διαστήματα, εφόσον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς, σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1 και εφόσον εφαρμόζονται τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που απαιτεί ο παρών κανονισμός για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων (“περιορισμός της περιόδου αποθήκευσης”), στ) υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο που εγγυάται την ενδεδειγμένη ασφάλεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων την προστασία τους από μη εξουσιοδοτημένη ή παράνομη επεξεργασία και τυχαία απώλεια, καταστροφή ή φθορά, με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων τεχνικών ή οργανωτικών μέτρων (“ακεραιότητα και εμπιστευτικότητα”). 2. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας φέρει την ευθύνη και είναι σε θέση να αποδείξει τη συμμόρφωση με την παράγραφο 1 (“λογοδοσία”)». Περαιτέρω, το άρθρο 6 του Κανονισμού σχετικά με τη νομιμότητα της επεξεργασίας ορίζει ότι: «1. Η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) το υποκείμενο των δεδομένων έχει συναινέσει στην επεξεργασία … γ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας, δ) … ε) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας, στ) …». Ειδικώς όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων ειδικών κατηγοριών στο άρθρο 9 του Κανονισμού με τίτλο «Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» προβλέπονται τα εξής: «1. Απαγορεύεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων με σκοπό την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου, δεδομένων που αφορούν την υγεία ή δεδομένων που αφορούν τη σεξουαλική ζωή φυσικού προσώπου ή τον γενετήσιο προσανατολισμό. 2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) το υποκείμενο των δεδομένων έχει παράσχει ρητή συγκατάθεση για την επεξεργασία αυτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς, εκτός εάν το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους προβλέπει ότι η απαγόρευση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν μπορεί να αρθεί από το υποκείμενο των δεδομένων, β) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση των υποχρεώσεων και την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων του υπευθύνου επεξεργασίας ή του υποκειμένου των δεδομένων στον τομέα του εργατικού δικαίου και του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας, εφόσον επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους ή από συλλογική συμφωνία σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο παρέχοντας κατάλληλες εγγυήσεις για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων, γ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου, εάν το υποκείμενο των δεδομένων είναι σωματικά ή νομικά ανίκανο να συγκατατεθεί, δ) η επεξεργασία διενεργείται, με κατάλληλες εγγυήσεις, στο πλαίσιο των νόμιμων δραστηριοτήτων ιδρύματος, οργάνωσης ή άλλου μη κερδοσκοπικού φορέα με πολιτικό, φιλοσοφικό, θρησκευτικό ή συνδικαλιστικό στόχο και υπό την προϋπόθεση ότι η επεξεργασία αφορά αποκλειστικά τα μέλη ή τα πρώην μέλη του φορέα ή πρόσωπα τα οποία έχουν τακτική επικοινωνία μαζί του σε σχέση με τους σκοπούς του και ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν κοινοποιούνται εκτός του συγκεκριμένου φορέα χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων, ε) η επεξεργασία αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία έχουν προδήλως δημοσιοποιηθεί από το υποκείμενο των δεδομένων, στ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων ή όταν τα δικαστήρια ενεργούν υπό τη δικαιοδοτική τους ιδιότητα, ζ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για λόγους ουσιαστικού δημόσιου συμφέροντος, βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους, το οποίο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο στόχο, σέβεται την ουσία του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων και προβλέπει κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, η) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για σκοπούς προληπτικής ή επαγγελματικής ιατρικής, εκτίμησης της ικανότητας προς εργασία του εργαζομένου, ιατρικής διάγνωσης, παροχής υγειονομικής ή κοινωνικής περίθαλψης ή θεραπείας ή διαχείρισης υγειονομικών και κοινωνικών συστημάτων και υπηρεσιών βάσει του ενωσιακού δικαίου ή του δικαίου κράτους μέλους ή δυνάμει σύμβασης με επαγγελματία του τομέα της υγείας και με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων και των εγγυήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3, θ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για λόγους δημόσιου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας, όπως η προστασία έναντι σοβαρών διασυνοριακών απειλών κατά της υγείας ή η διασφάλιση υψηλών προτύπων ποιότητας και ασφάλειας της υγειονομικής περίθαλψης και των φαρμάκων ή των ιατροτεχνολογικών προϊόντων, βάσει του δικαίου της Ένωσης ή του δικαίου κράτους μέλους, το οποίο προβλέπει κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων, ειδικότερα δε του επαγγελματικού απορρήτου, ή ι) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1 βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους, οι οποίοι είναι ανάλογοι προς τον επιδιωκόμενο στόχο, σέβονται την ουσία του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων και προβλέπουν κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων. 3. ...».

18. Επειδή, στην παρ. 4 του άρθρου 36 του προαναφερθέντος Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων με τίτλο «Προηγούμενη διαβούλευση» ορίζεται ότι: «Τα κράτη μέλη ζητούν τη γνώμη της εποπτικής αρχής κατά την εκπόνηση προτάσεων νομοθετικών μέτρων προς θέσπιση από τα εθνικά κοινοβούλια ή κανονιστικών μέτρων που βασίζονται σε τέτοια νομοθετικά μέτρα, τα οποία αφορούν την επεξεργασία». Περαιτέρω, σχετικό με τις ανεξάρτητες εποπτικές αρχές είναι το Κεφάλαιο VI του Γενικού Κανονισμού, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 51 («Εποπτική αρχή») «1. Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι μία ή περισσότερες ανεξάρτητες δημόσιες αρχές επιφορτίζονται με την παρακολούθηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, με σκοπό την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας [των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα] που τα αφορούν ... 2. Κάθε εποπτική αρχή συμβάλλει στη συνεκτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε ολόκληρη την Ένωση ...». Άρθρο 52 («Ανεξαρτησία») «1. Κάθε εποπτική αρχή εκτελεί τα καθήκοντά της και ασκεί τις εξουσίες της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό με πλήρη ανεξαρτησία. 2. ...». Περαιτέρω, στην περ. κβ΄ της παρ. 1 του άρθρου 57 του ίδιου ως άνω Κανονισμού με τίτλο «Καθήκοντα» ορίζεται ότι: «Με την επιφύλαξη των άλλων καθηκόντων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, κάθε εποπτική αρχή στο έδαφός της: α) ... κβ) εκπληρώνει κάθε άλλο καθήκον σχετικό με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» και στις περ. α΄ και β΄ της παρ. 3 του άρθρου 58 του ίδιου Κανονισμού με τίτλο «Εξουσίες» ότι: «Κάθε αρχή ελέγχου διαθέτει όλες τις ακόλουθες αδειοδοτικές και συμβουλευτικές εξουσίες: α) να παρέχει συμβουλές στον υπεύθυνο επεξεργασίας σύμφωνα με τη διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 36, β) να εκδίδει, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος, γνώμες προς το εθνικό κοινοβούλιο, την κυβέρνηση του κράτους μέλους ή, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους, προς άλλα όργανα και οργανισμούς, καθώς και προς το κοινό, για κάθε θέμα το οποίο σχετίζεται με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, γ) ...». Στην αιτιολογική σκέψη 96 του Κανονισμού αναφέρεται ότι «διαβούλευση με την εποπτική αρχή θα πρέπει επίσης να πραγματοποιείται κατά την εκπόνηση ενός νομοθετικού ή κανονιστικού μέτρου που προβλέπει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση της σχεδιαζόμενης επεξεργασίας προς τον παρόντα κανονισμό και, ιδίως, να μετριάζονται οι κίνδυνοι για το υποκείμενο των δεδομένων».

19. Επειδή, ο ν. 4624/2019 «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 και άλλες διατάξεις» (Α΄ 137) προβλέπει στο άρθρο 9 αυτού ότι: «Η εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων του ΓΚΠΔ, του παρόντος και άλλων ρυθμίσεων που αφορούν την προστασία του ατόμου έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ελληνική Επικράτεια ασκείται από την Αρχή που έχει συσταθεί με τον ν. 2472/1997 (Α΄ 50). Η Αρχή αποτελεί ανεξάρτητη δημόσια αρχή κατά το άρθρο 9Α του Συντάγματος και εδρεύει στην Αθήνα» και στο άρθρο 13 με τον τίτλο «Καθήκοντα της αρχής» ότι: «1. Επιπλέον των καθηκόντων της δυνάμει του άρθρου 57 του ΓΚΠΔ, η Αρχή: α) ... γ) παρέχει γνώμη για κάθε ρύθμιση που πρόκειται να περιληφθεί σε νόμο ή σε κανονιστική πράξη, η οποία αφορά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η διαβούλευση πραγματοποιείται κατά το στάδιο εκπόνησης της ρύθμισης σε χρόνο και με τρόπο που καθιστά εφικτή την έγκαιρη διατύπωση γνώμης από την Αρχή και τη σχετική διαβούλευση επί του περιεχομένου του σχεδίου ρύθμισης, δ) ...».

20. Επειδή, η διαδικασία απαλλαγής των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών κατ’ επίκληση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, η οποία θεσμοθετείται στην προσβαλλόμενη απόφαση, περιλαμβάνει επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικών με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, δηλαδή δραστηριότητα που εμπίπτει, καταρχάς, στον ιδιαιτέρως ευρύ ορισμό του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του ΓΚΠΔ, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 αυτού και δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των περιπτώσεων επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που, κατά το άρθρο 2 παρ. 2 περ. αʹ έως δʹ του ΓΚΠΔ, αποκλείονται από το εν λόγω πεδίο εφαρμογής. Ειδικώς δε σε σχέση με την περ. α´ της παρ. 2 του άρθρου 2 του ΓΚΠΔ, η οποία ορίζει ότι ο Κανονισμός αυτός δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται «στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης», το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι ο μοναδικός σκοπός της διατάξεως αυτής είναι ο αποκλεισμός από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω Κανονισμού της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται από τις κρατικές αρχές στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία αποσκοπεί στη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας ή δραστηριότητας δυνάμενης να υπαχθεί στην ίδια κατηγορία (βλ. ΔΕΕ C-439/19, Latvijas Republikas Saeima, σκ. 62-66), περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω (πρβ. ΣτΕ 2175/2022 7μ., σκ. 46). Η διαπίστωση αυτή, εν πάση περιπτώσει, δεν αναιρείται ούτε από την αρχή της οργανωτικής αυτονομίας των θρησκευτικών κοινοτήτων, που απορρέει από το άρθρο 17 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, (βλ. και αιτιολογική σκέψη 165 του Κανονισμού, κατά την οποία ο ΓΚΠΔ «σέβεται και δεν θίγει το καθεστώς που έχουν, σύμφωνα με το ισχύον συνταγματικό δίκαιο οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες στα κράτη μέλη, όπως αναγνωρίζεται στο άρθρο 17 ΣΛΕΕ»). Συγκεκριμένα, η υποχρέωση κάθε προσώπου να συμμορφώνεται προς τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν μπορεί να θεωρηθεί επέμβαση στην οργανωτική αυτονομία των εν λόγω κοινοτήτων (βλ. ΔΕΕ C-25/17, Τμήμα μείζονος συνθέσεως, απόφαση της 10.7.2018, jehovan todistajat-uskonnollinen yhdyskunta).

21. Επειδή, περαιτέρω, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικών με θρησκευτικές πεποιθήσεις εμπίπτει στην κατηγορία των «ειδικών» δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του άρθρου 9 του ΓΚΠΔ, των οποίων, κατ’ αρχήν, η επεξεργασία απαγορεύεται (παρ. 1 του άρθρου 9). Οι προϋποθέσεις για τη νόμιμη επεξεργασία τους, όπως αυτές καθορίζονται προκειμένου για τα δεδομένα ειδικών κατηγοριών στo άρθρο 9 του ΓΚΠΔ, συνιστούν εκδήλωση της στάθμισης μεταξύ της ανάγκης προστασίας των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της προαγωγής άλλων εννόμων αγαθών που προστατεύονται επίσης από την έννομη τάξη, δεδομένου ότι από τις προεκτεθείσες διατάξεις του εθνικού και ενωσιακού δικαίου συνάγεται ότι το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο, αλλά εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία, σταθμιζόμενο με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα και κοινωνικά αγαθά σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (ΣτΕ 467/2023 Ολομ., σκ. 26). Άλλωστε, και από τη νομολογία του ΕΔΔΑ αναγνωρίζεται ότι το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της Συμβάσεως, όπως και το δικαίωμα μη αποκάλυψης θρησκευτικών πεποιθήσεων βάσει του άρθρου 9 της Συμβάσεως, είναι δεκτικά σταθμίσεων προς εξυπηρέτηση του σκοπού της διασφαλίσεως των δικαιωμάτων των εκκλησιών και των θρησκευτικών κοινοτήτων (βλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 17.2.2011 Wasmuth κατά Γερμανίας, αριθ. προσφυγής 12884/03). Ως εκ τούτου, οι εξαιρέσεις από την απαγόρευση επεξεργασίας των δεδομένων αυτών πρέπει να ερμηνεύονται πάντοτε με γνώμονα τη βέλτιστη εξισορρόπηση των διακυβευομένων εννόμων αγαθών, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Εξάλλου, από το πλέγμα των ανωτέρω διατάξεων, συνάγεται ότι, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ο περιορισμός της προστασίας των δεδομένων των ειδικών αυτών κατηγοριών χωρεί μόνον στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου σκοπού επεξεργασίας, όπως επιτάσσει και η αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων, η οποία, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. γ΄ του ΓΚΠΔ, διέπει την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και σύμφωνα με την οποία τα δεδομένα πρέπει να είναι κατάλληλα και συναφή με τους σκοπούς, για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία και να περιορίζονται στο αναγκαίο μέτρο για την επεξεργασία αυτή (ΣτΕ 1838/2022 7μ.).

22. Επειδή, η θεσμοθέτηση, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω στην 13η σκέψη, διαδικασίας προαιρετικής αιτήσεως περί απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών και η συνακόλουθη συλλογή και επεξεργασία του προσωπικού αυτού δεδομένου που εξ αντικειμένου ενδέχεται να αποκαλύπτει θρησκευτικές πεποιθήσεις, επιτρέπει και διασφαλίζει το δικαίωμα απαλλαγής των μαθητών, οι οποίοι για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως αδυνατούν να παρακολουθήσουν το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών. Η υποβολή αιτήσεως είναι αναγκαία για τη ρύθμιση της συμμετοχής ή μη και στις λοιπές εκδηλώσεις θρησκευτικού περιεχομένου που πραγματοποιούνται στον χώρο του σχολείου (προσευχή και εκκλησιασμός, κατά την περ. δ΄ της παρ. 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως), παράλληλα, δε, είναι αναγκαία και για την εν γένει οργάνωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της σχολικής ζωής (ενημέρωση των διδασκόντων ώστε να μην καταχωρίζονται απουσίες των μαθητών κατά τη διδασκαλία του συγκεκριμένου μαθήματος, οργάνωση του ισότιμου εναλλακτικού μαθήματος, διανομή των σχολικών εγχειριδίων κ.λπ.). Με τα δεδομένα αυτά, η συλλογή και επεξεργασία των ειδικής αυτής κατηγορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα παρίσταται νόμιμη και θεμιτή, κατά την έννοια του άρθρου 5 αλλά και του άρθρου 9 παρ. 1 και 2 του Γενικού Κανονισμού 2016/679, εφ’ όσον είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και αφορά σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, την οργάνωση της εκπαιδευτικής πολιτικής του κράτους κατά τρόπο ώστε να εκπληρώνεται αφ’ ενός η συνταγματική υποχρέωση για την οργάνωση της διδασκαλίας μαθήματος των θρησκευτικών υποχρεωτικού χαρακτήρα προς τον σκοπό της ανάπτυξης της θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών (άρθρο 16 παρ. 2 Συντ.) και, αφ’ ετέρου, η συνταγματική υποχρέωση για τη διασφάλιση στους φορείς του δικαιώματος απαλλαγής της δυνατότητας να απαλλαγούν από την υποχρέωση παρακολούθησης του μαθήματος των θρησκευτικών, ενόψει της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως (άρθρο 13 παρ. 1 Συντ). Εξάλλου, η εν λόγω επεξεργασία είναι απαραίτητη και για την άσκηση νομικής αξιώσεως των φορέων του δικαιώματος απαλλαγής μαθητών και των γονέων τους, αξίωση η οποία απορρέει από το δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, δεδομένου ότι η ένδικη διαδικασία θεσπίζεται χάριν απαλλαγής των μη ορθόδοξων χριστιανών μαθητών από την, επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και τον νόμο, υποχρέωση παρακολουθήσεως του μαθήματος αυτού. Αποτελούν δε επαρκείς νομικές βάσεις επεξεργασίας για τα εν προκειμένω ειδικής κατηγορίας προσωπικά δεδομένα η περ. στ´ της παρ. 2 του άρθρου 9 του Κανονισμού, δηλαδή η περίπτωση της επεξεργασίας που είναι απαραίτητη για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων, σε συνδυασμό με την περ. ζ´ της παρ. 2 του άρθρου 9 του Κανονισμού, δηλαδή η περίπτωση της επεξεργασίας που είναι απαραίτητη για λόγους ουσιαστικού δημόσιου συμφέροντος, βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους, το οποίο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο στόχο, σέβεται την ουσία του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων και προβλέπει κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων (περ. δ΄ παρ. 5 του άρθρου 3 της προσβαλλομένης). Όσον αφορά, ειδικότερα, το περιεχόμενο της αιτήσεως απαλλαγής, η υποβολή αιτήσεως με την αναφορά «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των θρησκευτικών», περιέχει το ελάχιστο περιεχόμενο που απαιτείται για την απαλλαγή από ένα υποχρεωτικό μάθημα από τους φορείς του δικαιώματος αυτού, συνιστάμενο στο συνταγματικό έρεισμα του δικαιώματος. Άλλωστε, ενόψει του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, το οποίο διέπεται από τις διατάξεις του Συντάγματος και την πάγια ερμηνεία τους και αναγνωρίζει στο πλαίσιο του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα απαλλαγής μόνο σε μη ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές, ουδεμία επιρροή ασκεί, από απόψεως προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας υπό την ειδικότερη μορφή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων, το περιεχόμενο της αιτήσεως (δηλαδή αν έχει ή όχι οποιαδήποτε αναφορά είτε σε λόγους συνειδήσεως είτε σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως), δεδομένου ότι είτε με τη μία είτε με την άλλη εκδοχή, παρέχεται μία και η αυτή πληροφορία (αίτηση απαλλαγής για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως). Εν πάση δε περιπτώσει, η υπό κρίση αίτηση δεν εξειδικεύει ποια είναι τα περαιτέρω προσωπικά δεδομένα που αποκαλύπτονται με την αόριστη και γενική αναφορά σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως στην αίτηση περί απαλλαγής, σε σχέση με εκείνα που θα προέκυπταν αν στην αίτηση περί απαλλαγής δεν υπήρχε αυτή η αναφορά. Κατά συνέπεια, τα περιεχόμενα στην αίτηση απαλλαγής προσωπικά δεδομένα τελούν σε αναγκαία σύνδεση με τους προεκτεθέντες σκοπούς της επεξεργασίας (απαλλαγή από υποχρεωτικό μάθημα στους δικαιούμενους την απαλλαγή και αντίστοιχη οργάνωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, με μεταφορά σε άλλο τύπο μαθήματος/ απασχόλησης), η δε συλλογή και η μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τους, για την οποία και μόνο παραπονούνται με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούσες, χωρίς να αμφισβητούν την περαιτέρω καταχώριση της απαλλαγής στο πληροφοριακό σύστημα, δεν προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή αποτυπώνεται και στην περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 του Γενικού Κανονισμού, υπό την ειδικότερη μορφή της αρχής της ελαχιστοποίησης των προσωπικών δεδομένων. Ειδικότερα, τα προσωπικά δεδομένα που υποβάλλονται με τη μορφή της έγχαρτης αιτήσεως απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών με το περιεχόμενο που περιλαμβάνει η προσβαλλόμενη απόφαση συλλέγονται για ρητά καθορισμένους και νόμιμους σκοπούς, είναι κατάλληλα, συναφή και περιορίζονται στον αναγκαίο -για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία- βαθμό και διατηρούνται υπό τη μορφή της έγχαρτης αιτήσεως μόνο για ένα τρίμηνο από τη λήξη του σχολικού έτους για το οποίο υποβάλλονται. Επομένως, η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων που λαμβάνει χώρα δυνάμει της αιτήσεως με το συγκεκριμένο περιεχόμενο που προβλέπει η προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο και, επομένως, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

23. Επειδή, περαιτέρω, αβασίμως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν εφάρμοσε τη Γνωμοδότηση 2/2022 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, δεδομένου ότι, όπως υποστηρίζει η Διοίκηση στο έγγραφο των απόψεών της και προκύπτει από την παράγραφο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως με τίτλο «Επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των υποκειμένων», η γνώμη της Αρχής ελήφθη υπόψη και υιοθετήθηκε στα σημεία που αφορούν στη διαχείριση και προστασία των προσωπικών δεδομένων των μαθητών κατά την καταχώρισή τους στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Τα ζητήματα αυτά, επί των οποίων αρμοδίως γνωμοδότησε η Αρχή, είχαν θέσει οι αιτούσες με αίτηση ακυρώσεως που είχαν ασκήσει κατά της προγενέστερης 61178/ΓΔ4/ 28.5.2021 κοινής αποφάσεως της Υπουργού και της Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία ακυρώθηκε με την προεκτεθείσα 1478/2022 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεδομένου ότι δεν είχε τηρηθεί ο ουσιώδης τύπος της γνωμοδοτήσεως της Αρχής πριν από την έκδοσή της. Δεν αποτελούν δε αντικείμενο εξέτασης στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς, δεδομένου ότι δεν αμφισβητούνται από τις αιτούσες, οι οποίες εν προκειμένω παραπονούνται μόνο για το περιεχόμενο της αιτήσεως που υποβάλλεται για την απαλλαγή των μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών. Και ναι μεν επί του τελευταίου αυτού ζητήματος η Αρχή στην ως άνω γνωμοδότησή της διατύπωσε την άποψη ότι η αναφορά απλώς σε «λόγους συνείδησης» στην αίτηση απαλλαγής αντί για «λόγους θρησκευτικής συνείδησης» θα διασφάλιζε σε μεγαλύτερο βαθμό από ποιοτική άποψη την αρχή της «ελαχιστοποίησης των δεδομένων», άποψη η οποία δεν υιοθετήθηκε από την προσβαλλόμενη πράξη. Πλην οι αιτούσες, οι οποίες με την αίτησή τους επιδιώκουν την απαλλαγή των μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών, καθώς και την επιλογή, από της θεσπίσεώς του, ισότιμου εναλλακτικού μαθήματος (βλ. ΣτΕ 1478/2022 Ολομ., σκ. 10), χωρίς οποιαδήποτε αναφορά ούτε σε «λόγους συνείδησης» ούτε σε «λόγους θρησκευτικής συνείδησης», αλυσιτελώς επικαλούνται την ως άνω γνωμοδότηση της Αρχής. Πέραν αυτού, όπως προεκτέθηκε, ενόψει του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου για τη χορήγηση της απαλλαγής, το οποίο αναγνωρίζει στο πλαίσιο του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα απαλλαγής μόνο σε μη ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές, ουδεμία επιρροή ασκεί, από απόψεως προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας υπό την ειδικότερη μορφή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων, το περιεχόμενο της αιτήσεως (δηλαδή αν έχει ή όχι αναφορά είτε σε λόγους συνειδήσεως είτε σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως), δεδομένου ότι είτε με τη μία είτε με την άλλη εκδοχή, παρέχεται η ίδια και η αυτή πληροφορία. Eξάλλου, η σύσταση στα κράτη μέλη εποπτικών αρχών, εξουσιοδοτημένων να εκτελούν τα καθήκοντά τους και να ασκούν τις εξουσίες τους με πλήρη ανεξαρτησία, αποτελεί, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική σκέψη 117 του Κανονισμού 2016/679, ουσιώδη συνιστώσα της προστασίας των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα (βλ. ΣτΕ 561/2022 και ΔΕΕ, Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως, απόφαση της 15.6.2021, C-645/19, Facebook Ireland Ltd, ιδίως σκέψη 67). Για τον λόγο αυτόν, ο Κανονισμός επιβάλλει στα κράτη μέλη τη σύσταση εποπτικών αρχών (άρθρο 51), λαμβάνει πρόνοια για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας τους και τη θέσπιση κανόνων σχετικών με την επιλογή των μελών τους (άρθρα 52 και 53), εξοπλίζει δε τις αρχές αυτές με εξουσίες έρευνας, αδειοδοτικές και συμβουλευτικές καθώς και διορθωτικές εξουσίες (άρθρο 58). Αντίστοιχες ρυθμίσεις και μέτρα εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού περιέχει, εξάλλου, και το εθνικό δίκαιο (ν. 4624/2019). Στο πλαίσιο αυτό, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ασκώντας τη γνωμοδοτική αρμοδιότητα που της παρέχει η ειδική διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 περ. γ΄ του ν. 4624/2019, εξέδωσε την 2/2022 γνωμοδότησή της σε σχέση με την προωθούμενη ρύθμιση, η οποία αφορούσε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ειδικής κατηγορίας, και η οποία, όπως κρίθηκε με την 1478/2022 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, απαιτείτο, ως ουσιώδης τύπος, πριν την έκδοση της ρυθμίσεως αυτής. Ενόψει, όμως, της διαφυλάξεως της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων, την οποία η ενωσιακή έννομη τάξη αναγνωρίζει και έναντι των αρχών προστασίας προσωπικών δεδομένων (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 24.3.2022, C- 245/20), δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να αποτελέσει μομφή για το καθού η αίτηση Υπουργείο η υιοθέτηση ερμηνείας συνταγματικών ή υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων που έχει διατυπωθεί από το αρμόδιο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο. Ούτε, άλλωστε, μπορεί να αποτελέσει μομφή για τη Διοίκηση η διατήρηση του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών για τους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές, αντί για τη μετατροπή του σε μάθημα επιλογής ή σε εντελώς προαιρετικό για όλους τους μαθητές, στην οποία κατατείνει, εντέλει, η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως. Και τούτο, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό κατά το Σύνταγμα, δεν αντίκειται δε ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του μαθήματος στην ΕΣΔΑ.

24. Επειδή, κατόπιν αυτών και εφ’ όσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος ακυρώσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απορρίπτει την αίτηση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει σε βάρος των αιτουσών τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 24 Μαΐου 2023

Η ΠρόεδροςΗ Γραμματέας

Ευαγγελία ΝίκαΕλένη Γκίκα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023.

Ο Πρόεδρος       Η Γραμματέας

του Γ΄ Θερινού Τμήματος

Κωνσταντίνος Κουσούλης     Ελένη Γκίκα



Στοιχεία Απόφασης

Συμβούλιο της Επικρατείας
Ολομέλεια
Απόφαση
Α1535/2023
07/09/2023
Αίτηση ακυρώσεως
Ε1946/2022
Ολομέλεια
ECLI:EL:COS:2023:0907A1535.22E1946
*** *** κ.λπ. (2)
ΥΠ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
___________________________
Αριθμός 1536/2023

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Μαρτίου 2023, με την εξής σύνθεση: Ευαγγελία Νίκα, Πρόεδρος, Μιχαήλ Πικραμένος, Γεώργιος Τσιμέκας, Παναγιώτα Καρλή, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Βαρβάρα Ραφτοπούλου, Δημήτριος Μακρής, Ηλίας Μάζος, Αναστασία-Μαρία Παπαδημητρίου, Βασιλική Κίντζιου, Όλγα Παπαδοπούλου, Μαρία Σωτηροπούλου, Χριστίνα Σιταρά, Χρήστος Λιάκουρας, Νικόλαος Σκαρβέλης, Φραντζέσκα Γιαννακού, Δημήτριος Βασιλειάδης, Αικατερίνη Ρωξάνα, Άννα Μπόνου, Χριστιάνα Μπολόφη, Σύμβουλοι, Χρήστος Παπανικολάου, Ανδρέας Σκούφαλος, Μαρία Μπαμπίλη, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Χριστίνα Σιταρά και Δημήτριος Βασιλειάδης, καθώς και η Πάρεδρος Μαρία Μπαμπίλη, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελένη Γκίκα.

Για να δικάσει την από 4 Οκτωβρίου 2022 αίτηση:

του σωματείου με την επωνυμία «Ένωση Αθέων», που εδρεύει στην Αθήνα (Μενεκράτους 69), το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Βασίλειο Σωτηρόπουλο (Α.Μ. 27027), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία παρέστη με τη Βασιλική Παπαθεοδώρου, Νομική Σύμβουλο του Κράτους,

και κατά των παρεμβαινουσών: 1. Εκκλησίας της Ελλάδος, που εδρεύει στην Αθήνα (Ιω. Γενναδίου 14 και Ιασίου 1), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Θεόδωρο Παπαγεωργίου (Α.Μ. 24288), που τον διόρισε με εντολή και εξουσιοδότηση της Ιεράς Συνόδου και 2. Εκκλησίας της Κρήτης, που εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης (Αγίου Μηνά 25), η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε με εντολή και εξουσιοδότηση της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 14ης Νοεμβρίου 2022 πράξης της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδ. γ΄ (όπως ισχύει), 20 και 21 του π.δ. 18/1989.

Με την αίτηση αυτή το αιτούν σωματείο επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 106646/ΓΔ4/2.9.2022 (ΦΕΚ Β΄ 4644/2.9.2022) κοινή απόφαση της Υπουργού και της Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Αικατερίνης Ρωξάνα.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος σωματείου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο των παρεμβαινουσών Εκκλησιών και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (κωδικός πληρωμής ηλεκτρονικού παραβόλου 536043014953 0329 0045/2022).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η εν μέρει ακύρωση της 106646/ΓΔ4/2.9.2022 κοινής αποφάσεως της Υπουργού και της Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων «Τροποποίηση της υπό στοιχεία 79942/ΓΔ4/21.5.2019 υπουργικής απόφασης “Εγγραφές, μετεγγραφές, φοίτηση και θέματα οργάνωσης της σχολικής ζωής στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης” (Β΄ 2005)» (Β΄ 4644/2.9.2022). Ειδικότερα, ζητείται η ακύρωση της διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 25 της προαναφερόμενης 79942/ΓΔ4/21.05.2019 υπουργικής αποφάσεως, όπως αυτή τροποποιείται με την προσβαλλόμενη, κατά το μέρος που αφορά στο περιεχόμενο της αιτήσεως, που πρέπει να υποβάλλεται για την απαλλαγή των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών.

3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου λόγω σπουδαιότητας, κατόπιν της από 14.11.2022 πράξεως της Προέδρου του, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 παρ. 2 εδάφ. γ΄ του π.δ. 18/1989 (Α´ 8), όπως ισχύει.

4. Επειδή, η Εκκλησία της Ελλάδος, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Καταστατικού της Χάρτη (ν. 590/1977, Α΄ 146), «συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, ως τα της χριστιανικής αγωγής της νεότητος». Εξάλλου, η Εκκλησία της Κρήτης, σύμφωνα με το άρθρο 10 περ. 9 του Καταστατικού Χάρτη της, ο οποίος εγκρίθηκε με τον ν. 4149/1961 (Α´ 41) επαγρυπνεί, μεταξύ άλλων, «επί του κατά την Ορθόδοξον Χριστιανικήν διδασκαλίαν βίου του πληρώματος της Εκκλησίας της Κρήτης δια του κηρύγματος του θείου λόγου, δι’ εκδόσεως ηθικοθρησκευτικών βιβλίων, περιοδικών και άλλων εντύπων, δια παραινετικών γραμμάτων και δια παντός άλλου καταλλήλου τρόπου». Βάσει των διατάξεων αυτών, στις οποίες στηρίζουν το έννομο συμφέρον τους, παραδεκτώς παρεμβαίνουν στη δίκη υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης αποφάσεως η Εκκλησία της Ελλάδος και η Εκκλησία της Κρήτης, επιδιώκοντας να διασφαλίσουν τη διατήρηση της υποχρεωτικότητας του μαθήματος των θρησκευτικών για τα ανήλικα τέκνα των ορθοδόξων χριστιανών γονέων – μελών των ως άνω θρησκευτικών κοινοτήτων (ΣτΕ Ολομ. 942/2020, 1751, 1752/2019).

5. Επειδή, το αιτούν σωματείο έχει, σύμφωνα με το άρθρο 2 του καταστατικού του, ως βασικό σκοπό την προώθηση της εκκοσμικεύσεως της πολιτείας, της θρησκευτικής ελευθερίας, του ανθρωπισμού, του σκεπτικισμού, του ορθολογισμού, της κριτικής σκέψεως και της αθεϊστικής οπτικής. Ειδικότερα, σκοποί του αιτούντος είναι, κατά το ανωτέρω άρθρο του καταστατικού του, μεταξύ άλλων, ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους, ο θρησκευτικός αποχρωματισμός των δημόσιων υπηρεσιών και του κράτους εν γένει, η διεκδίκηση ίσης αντιμετωπίσεως των πολιτών από το κράτος ανεξαρτήτως των θρησκευτικών ή φιλοσοφικών τους πεποιθήσεων και η υπεράσπιση της θρησκευτικής ελευθερίας και των δικαιωμάτων των αθρήσκων, αθέων και αγνωστικιστών διά της νομικής οδού. Περαιτέρω, στο άρθρο 3 του καταστατικού του αναφέρεται, μεταξύ των μέσων για την επίτευξη του σκοπού του, και η υποβολή ενδίκων βοηθημάτων στις αρμόδιες δικαστικές αρχές όταν προκύψει ζήτημα για το οποίο η Ένωση προκρίνει μία τέτοια δράση ως πρόσφορη για την ίδια ή τα μέλη της. Με την κρινόμενη αίτηση το αιτούν σωματείο προβάλλει ότι έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή της, διότι η προσβαλλόμενη πράξη περιλαμβάνει διατάξεις που θίγουν το δικαίωμα στην ελευθερία συνειδήσεως και θρησκείας και το δικαίωμα στην πληροφοριακή αυτοδιάθεση των αθρήσκων, αθέων και αγνωστικιστών, η υπεράσπιση της θρησκευτικής ελευθερίας και των δικαιωμάτων των οποίων αποτελεί καταστατικό σκοπό του. Ως εκ τούτου, ενόψει των καταστατικών σκοπών του αιτούντος σωματείου, του περιεχομένου της προσβαλλόμενης ρύθμισης (διαδικασία απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών) και του ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως εστιάζουν στην παραβίαση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, η υπεράσπιση της οποίας συνιστά, κατά τα ανωτέρω, καταστατικό σκοπό του, μολονότι το προστατευόμενο από το άρθρο 2 παρ. 2 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΔΔΑ δικαίωμα των γονέων σε εκπαίδευση των τέκνων τους σε συμφωνία προς τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους, παραβίαση του οποίου, μεταξύ άλλων, επικαλείται το αιτούν, δύναται να το επικαλεσθεί μόνο το παιδί ή ο γονέας ως εκπρόσωπός του και όχι ενώσεις προσώπων (ΕΔΔΑ, απόφαση επί του παραδεκτού της 7.4.1997, αριθ. Προσφυγής 34614/97ΣΠΠ, Scientology Kirche Deutchland κατά Γερμανίας), το Δικαστήριο κρίνει ότι με έννομο συμφέρον το αιτούν σωματείο ασκεί την κρινόμενη αίτηση (ΣτΕ Ολομ. 1752, 1759- 1760/2019). 

6. Επειδή, στην αρχή του ισχύοντος Συντάγματος γίνεται επίκληση της Αγίας Τριάδος («Eις τo όνoμα της Aγίας και Oμooυσίoυ και Aδιαιρέτoυ Tριάδoς»), στο δε άρθρο 2 παρ. 1, το οποίο εντάσσεται στο Τμήμα Α΄ του Μέρους Πρώτου αυτού, ορίζεται ότι: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Εν συνεχεία, στο άρθρο 3, το οποίο εντάσσεται στο Τμήμα Β΄ αυτού (με τίτλο: «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας») του Μέρους Πρώτου του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «1. Eπικρατoύσα θρησκεία στην Eλλάδα είναι η θρησκεία της Aνατoλικής Oρθόδoξης Eκκλησίας τoυ Xριστoύ. H Oρθόδoξη Eκκλησία της Eλλάδας, πoυ γνωρίζει κεφαλή της τoν Kύριo ημών Iησoύ Xριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δoγματικά με τη Mεγάλη Eκκλησία της Kωνσταντινoύπoλης και με κάθε άλλη oμόδoξη Eκκλησία τoυ Xριστoύ· τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τoυς ιερoύς απoστoλικoύς και συνoδικoύς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Eίναι αυτoκέφαλη, διoικείται από την Iερά Σύνoδo των εν ενεργεία Aρχιερέων και από τη Διαρκή Iερά Σύνoδo πoυ πρoέρχεται από αυτή και συγκρoτείται όπως oρίζει ο Kαταστατικός Xάρτης της Eκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων τoυ Πατριαρχικoύ Tόμoυ της κθ΄ (29) Ioυνίoυ 1850 και της Συνoδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίoυ 1928. 2. To εκκλησιαστικό καθεστώς πoυ υπάρχει σε oρισμένες περιoχές τoυ Kράτoυς δεν αντίκειται στις διατάξεις της πρoηγoύμενης παραγράφoυ. 3. To κείμενo της Aγίας Γραφής τηρείται αναλλoίωτo. H επίσημη μετάφρασή τoυ σε άλλo γλωσσικό τύπo απαγoρεύεται χωρίς την έγκριση της Aυτoκέφαλης Eκκλησίας της Eλλάδας και της Mεγάλης τoυ Xριστoύ Eκκλησίας στην Kωνσταντινoύπoλη». Περαιτέρω, στο Μέρος Δεύτερο του Συντάγματος με τίτλο: «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα» ορίζεται, στο μεν άρθρο 5 αυτού, ότι: «1. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. 2. Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο … 3. … 4. … 5. ...», στο δε άρθρο 13 αυτού ορίζεται ότι: «1. H ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. H απόλαυση των ατoμικών και πoλιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεπoιθήσεις καθενός. 2. Kάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελoύνται ανεμπόδιστα υπό την πρoστασία των νόμων. H άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να πρoσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. O πρoσηλυτισμός απαγoρεύεται. 3. ... 4. Kανένας δεν μπoρεί, εξαιτίας των θρησκευτικών τoυ πεπoιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υπoχρεώσεων πρoς τo Kράτoς ή να αρνηθεί να συμμoρφωθεί πρoς τoυς νόμoυς. 5. ...». Σύμφωνα δε με το άρθρο 14 παρ. 3, επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η κατάσχεση εφημερίδων ή άλλων εντύπων, μεταξύ άλλων για προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας. Εξάλλου, στο άρθρο 16 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. ... 2. H παιδεία απoτελεί βασική απoστoλή τoυ Kράτoυς και έχει σκoπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Eλλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τoυς σε ελεύθερoυς και υπεύθυνoυς πoλίτες. 3. Tα έτη υπoχρεωτικής φoίτησης δεν μπoρεί να είναι λιγότερα από εννέα. 4. … 5. …», στο δε άρθρο 21 αυτού ορίζεται ότι: «1. Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους … και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. 2. … 3. … 4. … 5. ... 6. ... 7. …». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 110 (παρ. 1) δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση, μεταξύ άλλων, και οι ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 13 παρ. 1 αυτού.

7. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως «για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε το πρώτον με τον νόμο 2329/1953 (Α΄ 68) και εκ νέου με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), αποδόθηκε δε στη δημοτική γλώσσα με το άρθρο πρώτο του π.δ. 76/2022 (Α΄ 205, με έναρξη ισχύος 1.2.2023), εγγυάται, στην παρ. 1, την ελευθερία της θρησκείας, ενώ στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέπονται οι περιορισμοί του δικαιώματος αυτού. Ειδικότερα, το άρθρο 9 ορίζει ότι: «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας· το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, καθώς και την ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, μεμονωμένα ή συλλογικά, δημόσια ή κατ’ ιδίαν, μέσω της λατρείας, της διδασκαλίας και της άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείμενο άλλων περιορισμών πέρα από εκείνους που προβλέπονται από τον νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία για τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της δημόσιας τάξης, της υγείας ή της ηθικής ή την προάσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων». Ακολούθως, στο άρθρο 14 της Συμβάσεως αυτής ορίζεται ότι: «Η απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών, που αναγνωρίζονται στην παρούσα Σύμβαση, πρέπει να εξασφαλιστεί χωρίς καμία διάκριση που να βασίζεται ιδίως στο φύλο, τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, τη συμμετοχή σε εθνική μειονότητα, την περιουσία, τη γέννηση ή κάθε άλλη κατάσταση». Εξάλλου, το άρθρο 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (ΠΠΠ) της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε ομοίως με το ως άνω ν.δ. 53/1974 και αποδόθηκε επίσης στη δημοτική γλώσσα με το άρθρο πρώτο του προαναφερθέντος π.δ/τος 76/2022, κατοχυρώνει το δικαίωμα στην εκπαίδευση, ορίζει δε ειδικότερα ότι: «Kανείς δεν μπορεί να στερηθεί το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Το Κράτος, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του στο πεδίο της εκπαίδευσης και της διδασκαλίας, σέβεται το δικαίωμα των γονέων να διασφαλίσουν την εκπαίδευση και τη διδασκαλία αυτή σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις».

8. Επειδή, το κατά το άρθρο 13 του Συντάγματος ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, που υπόκειται μόνο στους προβλεπόμενους από το ίδιο το Σύνταγμα περιορισμούς, περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως αφ’ ενός (παρ. 1) και την ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων αφ’ ετέρου, με ρητή αναφορά στην ανεμπόδιστη άσκηση της λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας (παρ. 2). Εξάλλου, η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, με την οποία προστατεύεται προεχόντως το ενδιάθετο φρόνημα του ατόμου αναφορικά με το θείο από κάθε κρατική επέμβαση, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει το θρήσκευμα που ακολουθεί ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του. Τούτο έχει την έννοια ότι κανένας δεν μπορεί να εξαναγκασθεί με οποιονδήποτε τρόπο, να αποκαλύψει είτε αμέσως είτε εμμέσως, το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του, υποχρεούμενος σε πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες θα τεκμαίρεται η ύπαρξη ή η ανυπαρξία τους, και καμία κρατική αρχή ή κρατικό όργανο δεν επιτρέπεται να επεμβαίνουν στον απαραβίαστο, κατά το Σύνταγμα, χώρο αυτόν της συνειδήσεως του ατόμου και να αναζητούν το θρησκευτικό του φρόνημα, πολύ δε περισσότερο να επιβάλλουν την εξωτερίκευση των όποιων πεποιθήσεων του ατόμου αναφορικά με το θείο (ΣτΕ Ολομ. 1822/2020, 2100-2101, 1759-1760/2019, 2280-2285/2001). Διάφορο, όμως, είναι το ζήτημα της οικειοθελούς προς τις κρατικές αρχές γνωστοποίησης του θρησκεύματος του ατόμου, η οποία γίνεται με πρωτοβουλία του και για την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως η ίδρυση ναού ή ευκτηρίου οίκου, η ίδρυση σωματείου θρησκευτικού χαρακτήρα, η μη εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων για λόγους συνειδησιακής αντίρρησης, καθώς και η απαλλαγή από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών και από συναφείς σχολικές υποχρεώσεις, όπως ο εκκλησιασμός και η σχολική προσευχή (ΣτΕ Ολομ. 1759-1760/2019, 2280-2285/2001).

9. Επειδή, περαιτέρω, η περιεχόμενη στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος αναφορά ως «επικρατούσης» στην Ελλάδα της θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού -όπως, άλλωστε, και η επίκληση στην κεφαλίδα του Συντάγματος της «Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος»- συναρτάται με τον καίριο ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού, ιδίως κατά την προηγηθείσα της εθνικής ανεξαρτησίας χρονική περίοδο της τουρκοκρατίας, αποτελεί δε και την, κατά την αντίληψη του συντακτικού νομοθέτη, διαπίστωση του πραγματικού γεγονότος ότι τη θρησκεία αυτή πρεσβεύει η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ενώ δεν στερείται η αναφορά αυτή και κανονιστικών συνεπειών (όπως, ενδεικτικώς, η καθιέρωση χριστιανικών εορτών ως υποχρεωτικών αργιών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, βλ. και απόφαση του ΕΔΔΑ της 25.5.1993, Κοκκινάκης κατά Ελλάδος, αριθ. προσφυγής 14307/1988, σκ. 14 σχετικά με τον ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη διατήρηση του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας, καθώς και στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, η οποία αναγορεύει την παιδεία ως βασική αποστολή του Κράτους, συγκαταλέγει μεταξύ των σκοπών της την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων. Η έννοια της «εθνικής» και της «θρησκευτικής» συνειδήσεως κατά την εν λόγω συνταγματική διάταξη, είναι, ενόψει και της χρήσεως οριστικού άρθρου, συγκεκριμένη και δεν αφορά σε οποιοδήποτε έθνος και σε οποιοδήποτε θρήσκευμα. Ειδικότερα, ως ανάπτυξη της «εθνικής» συνειδήσεως νοείται ευλόγως, εφ’ όσον το ελληνικό Κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό Κράτος, η ανάπτυξη της ελληνικής -και όχι άλλης- εθνικής συνειδήσεως, ως ανάπτυξη δε της «θρησκευτικής» συνειδήσεως νοείται, για την πλειοψηφία, βεβαίως, των Ελλήνων πολιτών που ασπάζονται το δόγμα αυτό, η ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως, ενόψει του ότι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χαρακτηριζόμενη ως «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα», αναγνωρίζεται από τον συνταγματικό νομοθέτη, όπως προεκτέθηκε, ως η θρησκεία της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Στην ανάπτυξη, άλλωστε, θρησκευτικής συνειδήσεως των ελληνοπαίδων σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας αποβλέπουν και οι γονείς τους, αντλώντας από τη διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγματος, το δικαίωμα, που κατοχυρώνεται ευθέως και από το άρθρο 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (ΠΠΠ) της Συμβάσεως της ΕΣΔΑ, να «εξασφαλίζουν» τη μόρφωση και εκπαίδευση των τέκνων τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις. Περαιτέρω, δοθέντος ότι η θρησκευτική συνείδηση γεννάται και διαμορφώνεται σταδιακά, πριν ακόμη από την έναρξη του σχολικού βίου, στο πλαίσιο της οικογένειας (η οποία, ως «θεμέλιο της συντηρήσεως και προαγωγής του Έθνους» τελεί -όπως και η παιδική ηλικία- υπό την προστασία του Κράτους, κατά το άρθρο 21 του Συντάγματος), από τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 13 αυτού και του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ συνάγεται ότι ως «ανάπτυξη» της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνειδήσεως κατά τα ανωτέρω νοείται η εμπέδωση και ενίσχυση της συγκεκριμένης αυτής θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών με τη διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ως εκ τούτου δε αφορά αποκλειστικά τους μαθητές, οι οποίοι, ανήκοντες στην κατά τα άνω πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Το κυριότερο μέσο, με το οποίο -εκτός άλλων (προσευχή, εκκλησιασμός)- υπηρετείται ο ανωτέρω συνταγματικός σκοπός είναι η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών. Περαιτέρω, η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, που πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, είναι συμβατή με την, καθιερούμενη στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, απαραβίαστη θρησκευτική ελευθερία, διότι δεν συνιστά επιβολή πίστεως προς την επικρατούσα θρησκεία, αφού το μάθημα αυτό, μέσω του οποίου πραγματώνεται ως σκοπός της παιδείας η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» υπό το προεκτεθέν κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 16 του Συντάγματος περιεχόμενο (ήτοι η ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως), απευθύνεται αποκλειστικά, ως εκ του ανωτέρω περιεχομένου του, στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι στους ετερόδοξους, αλλόθρησκους ή άθεους μαθητές. Οι τελευταίοι, απολαύοντες της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία κατοχυρώνεται ως απαραβίαστη με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, έχουν ευθέως βάσει της συνταγματικής αυτής διατάξεως δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, χωρίς καμία δυσμενή συνέπεια, εφ’ όσον οι γονείς τους, ή οι ίδιοι αν είναι ενήλικοι, υποβάλουν δήλωση ότι δεν επιθυμούν, για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, να παρακολουθήσουν τα τέκνα τους τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών που έχει το προεκτεθέν περιεχόμενο (ΣτΕ Ολομ. 942/2020, 1749-1750/2019, 660, 926/2018). Εξάλλου, με τις 1749-1750/2019 και 942/2020 αποφάσεις της Ολομελείας έγινε δεκτό ότι η κατά τα ανωτέρω υποβαλλομένη δήλωση, που θα μπορούσε να έχει το εξής περιεχόμενο: «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των θρησκευτικών», δεν παραβιάζει τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, εφ’ όσον γίνεται χάριν απαλλαγής των μαθητών αυτών από την, επιβαλλόμενη κατ’ αρχήν από το Σύνταγμα και τον νόμο, υποχρέωση παρακολουθήσεως του μαθήματος αυτού [πρβ. σε σχέση με την ΕΣΔΑ την απόφαση του ΕΔΔΑ της 26.9.2007 Folgero και λοιποί κατά Νορβηγίας (αριθ. προσφυγής 15472/02), σκ. 96-102, καθώς και την απόφαση του ΕΔΔΑ της 31.10.2019 Παπαγεωργίου και λοιποί κατά Ελλάδος (αριθ. προσφυγών 4762 και 6140/18), σκ. 81-89].

10. Επειδή, εξάλλου, κατά την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία τόσο υπό τη θετική της έκφανση, δηλαδή ως ελευθερία του ατόμου να έχει θρησκευτικές πεποιθήσεις και να εκδηλώνει τη θρησκεία του μόνος του και κατ’ ιδίαν ή μαζί με άλλους, δημοσίως και εντός του κύκλου των ομοθρήσκων του, όσο και υπό την αρνητική της πτυχή, δηλαδή ως το δικαίωμα του ατόμου να μην διαθέτει θρησκευτικές πεποιθήσεις και να μην υποχρεούται να τις αποκαλύψει, αμέσως ή εμμέσως, καθώς και να μην υποχρεούται να ενεργεί με τρόπο που να μπορεί να δίνει τη δυνατότητα να συμπεράνει κανείς ότι έχει ή δεν έχει τέτοιες πεποιθήσεις. Συνεπώς, οι κρατικές αρχές δεν δικαιούνται να επεμβαίνουν στη σφαίρα της ελευθερίας συνειδήσεως ενός ατόμου και να επιδιώκουν να ανακαλύψουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ή να το υποχρεώνουν να αποκαλύψει αυτές τις πεποιθήσεις [πρβλ. ΕΔΔΑ Σοφιανόπουλος κ.λπ. κατά Ελλάδος, 12.12.2002 (αρ. προσφ. 1997/02, 1977/02), Αλεξανδρίδης κατά Ελλάδας, 21.2.2008 (αρ. προσφ. 19516/2006), Sinan Isik κατά Τουρκίας, 2.2.2010 (αρ. προσφ. 21924/05), Grzelak κατά Πολωνίας, 15.6.2010 (αρ. προσφ. 7710/02), Δημητράς κ.ά. κατά Ελλάδας, 3.6.2010 (αρ. προσφ. 42837/2006), Wasmuth κατά Γερμανίας, 17.2.2011 (αρ. προσφ. 12884/2003)].

11. Επειδή, επί προσφυγών ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αναφορικά με τη συμβατότητα προς τις διατάξεις της ΕΣΔΑ της διαδικασίας απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, όπως αυτή προβλεπόταν στην 12773/ Δ2/23.1.2015 εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, δημοσιεύθηκε η απόφασή του, της 31.10.2019, Παπαγεωργίου και λοιποί κατά Ελλάδος (αριθ. προσφυγών 4762/2018 και 6140/2018), με την οποία διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ερμηνευόμενου υπό το φως του άρθρου 9 της Συμβάσεως. Η ως άνω εγκύκλιος του Υπουργείου προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Η απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών χορηγείται ύστερα από Υπεύθυνη Δήλωση του ν. 1599/1986, του ίδιου του μαθητή (αν είναι ενήλικος) ή και των δύο γονέων του (αν είναι ανήλικος), στην οποία θα αναφέρεται ότι ο μαθητής δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος και εξ αυτού επικαλείται λόγους θρησκευτικής συνείδησης, χωρίς να είναι υποχρεωτική η αναφορά του θρησκεύματος στο οποίο ανήκει, εκτός αν το επιθυμεί». Στην ίδια εγκύκλιο επισημαίνονταν επίσης τα ακόλουθα: «Επειδή έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα κατάχρησης του δικαιώματος απαλλαγής από τα Θρησκευτικά για λόγους που δεν συνδέονται με την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, εφιστάται η προσοχή στους Διευθυντές των σχολικών μονάδων να ελέγχουν την τεκμηρίωση των προβαλλόμενων λόγων, επισημαίνοντας σε κάθε ενδιαφερόμενο τη σοβαρότητα των σχετικών Υπεύθυνων Δηλώσεων και κατόπιν να προβαίνουν στη χορήγηση νόμιμης απαλλαγής του μαθητή, πάντοτε εντός των προβλεπομένων χρονικών ορίων. Η προσυπογραφή της Υπεύθυνης Δήλωσης από τον διδάσκοντα είναι απαραίτητη, ώστε να ενημερώνεται για τους μαθητές που θα έχει στην τάξη του στις ώρες του μαθήματος των Θρησκευτικών». Το ΕΔΔΑ, στην ως άνω απόφασή του, εκτιμώντας ότι το κύριο ζήτημα που ανέκυπτε ενώπιόν του ήταν η υποχρέωση των γονέων να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση ότι τα τέκνα τους δεν είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, προκειμένου τα τελευταία να τύχουν απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών και όχι το περιεχόμενο του μαθήματος, υπενθύμισε εν πρώτοις τη θετική υποχρέωση κάθε Συμβαλλόμενου Κράτους, όταν το μάθημα των θρησκευτικών περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα σπουδών, να αποφεύγει, κατά το δυνατόν, τη δημιουργία κατάστασης σύγκρουσης μεταξύ της παρεχόμενης από το σχολείο θρησκευτικής αγωγής και των θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων των γονέων, επισημαίνοντας συναφώς ότι, όσον αφορά τη θρησκευτική αγωγή στην Ευρώπη και παρά την ποικιλομορφία των διδακτικών προσεγγίσεων, σχεδόν όλα τα κράτη μέλη προσφέρουν τουλάχιστον μία οδό, μέσω της οποίας οι μαθητές μπορούν να επιλέξουν να μην παρακολουθήσουν το μάθημα των θρησκευτικών, παρέχοντας έναν μηχανισμό απαλλαγής ή την επιλογή να παρακολουθήσουν κάποιο εναλλακτικό μάθημα, ή προβλέποντας ότι η παρακολούθηση του μαθήματος των θρησκευτικών είναι απολύτως προοαιρετική. Στο πλαίσιο αυτό διαπίστωσε ότι, με βάση το άρθρο 16 παρ. 2 του Ελληνικού Συντάγματος και την εκπαιδευτική νομοθεσία, το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές, η δε από 23.1.2015 εγκύκλιος προέβλεπε ότι οι μη Ορθόδοξοι Χριστιανοί μαθητές, δηλαδή οι αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι ή άθεοι μαθητές οι οποίοι επικαλούνταν λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, μπορούσαν να απαλλαγούν από την παρακολούθηση του μαθήματος. Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ έλαβε υπόψη ότι η ως άνω εγκύκλιος δεν απαιτούσε μεν για την αίτηση απαλλαγής την αναφορά του θρησκεύματος στο οποίο ανήκει ο μαθητής, παρατήρησε, εντούτοις, ότι οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να καταθέσουν στον διευθυντή του σχολείου υπεύθυνη δήλωση, προσυπογεγραμμένη από τον διδάσκοντα, ότι το τέκνο τους δεν είναι Ορθόδοξος Χριστιανός, ο δε διευθυντής του σχολείου ήταν υπεύθυνος να ελέγχει την τεκμηρίωση των προβαλλόμενων λόγων από τους γονείς, επισημαίνοντάς τους τη σοβαρότητα των σχετικών υπεύθυνων δηλώσεων που υπέβαλλαν. Ενόψει δε των ρυθμίσεων αυτών της ελληνικής νομοθεσίας, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι α) ο έλεγχος της σοβαρότητας της υπεύθυνης δήλωσης συνεπαγόταν ότι ο διευθυντής του σχολείου όφειλε να ελέγξει αν η δήλωση περιείχε ψευδή στοιχεία, δηλαδή να διασταυρώσει τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του τέκνου, στην οποία αναφερόταν το θρήσκευμα των γονέων του, η οποία έπρεπε να υποβληθεί στις σχολικές αρχές, με το περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσης, β) ότι σύμφωνα με τις σχετικές υπουργικές αποφάσεις, στο Δημοτικό, το Γυμνάσιο και το Λύκειο ήταν υποχρεωτική η αναγραφή του θρησκεύματος στα πιστοποιητικά σπουδών και γ) ότι, σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ της ληξιαρχικής πράξης γέννησης και της υπεύθυνης δήλωσης, ο διευθυντής του σχολείου ήταν υποχρεωμένος να ειδοποιήσει τον εισαγγελέα για το ενδεχόμενο κατάθεσης ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης, η οποία συνιστούσε αξιόποινη πράξη σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 6 του ν. 1599/1986 και το άρθρο 37 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Με τα δεδομένα αυτά, το ΕΔΔΑ, οδηγήθηκε στην κρίση ότι το τεθέν ενώπιόν του σύστημα απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών της 12773/Δ2/23.1.2015 εγκυκλίου του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων ήταν ικανό να επιβάλει ένα απαράδεκτο βάρος στους γονείς με κίνδυνο έκθεσης ευαίσθητων πτυχών της προσωπικής τους ζωής και ότι το ενδεχόμενο σύγκρουσης ήταν πιθανό να τους αποτρέψει από το να καταθέσουν αίτηση απαλλαγής, ιδίως σε περίπτωση που ζούσαν σε μια μικρή και θρησκευτικά συμπαγή κοινότητα, όπως, στην περίπτωση των προσφευγόντων, η Σίφνος και η Μήλος, όπου ο κίνδυνος στιγματισμού ήταν πολύ μεγαλύτερος σε σχέση με τις μεγάλες πόλεις. Επίσης, διατύπωσε την κρίση ότι, αν και οι προσφεύγοντες δεν ήταν υποχρεωμένοι να αποκαλύψουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, η υποχρέωση υποβολής υπεύθυνης δήλωσης ισοδυναμούσε με εξαναγκασμό να υιοθετήσουν μια συμπεριφορά από την οποία θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι οι ίδιοι και τα τέκνα τους είχαν -ή δεν είχαν- συγκεκριμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ενόψει αυτών, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι είχε λάβει χώρα παραβίαση των δικαιωμάτων των προσφευγόντων βάσει του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, ερμηνευόμενου υπό το φως του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ (σκέψεις 81-90).

12. Επειδή, ο ν. 4777/2021 «Εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις» (Α΄ 25) προέβλεψε, στο άρθρο 37 αυτού, τα εξής: «Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων καθορίζονται η διαδικασία και οι προϋποθέσεις απαλλαγής μαθητών, οι οποίοι φοιτούν στην πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, από τη συμμετοχή στα μαθήματα της Φυσικής Αγωγής, της Μουσικής και των Θρησκευτικών, και ρυθμίζεται κάθε άλλο συναφές ειδικότερο θέμα, όπως ιδίως οι λόγοι που δικαιολογούν τη χορήγηση και τη διάρκεια της απαλλαγής, ο τύπος, το περιεχόμενο, η προθεσμία υποβολής της αίτησης απαλλαγής καθώς και τα απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα, το όργανο της σχολικής μονάδας στο οποίο υποβάλλονται η αίτηση και τα δικαιολογητικά, καθώς και η διάρκεια και ο τρόπος τήρησης, φύλαξης και επεξεργασίας αυτών, η διαδικασία και τα όργανα αξιολόγησης της αίτησης, οι σχετικές εγγραφές που γίνονται σε υπηρεσιακά βιβλία της σχολικής μονάδας και ο τρόπος και το είδος της απασχόλησης των μαθητών κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας του μαθήματος από την υποχρέωση παρακολούθησης του οποίου έχουν απαλλαγεί». Κατ’ επίκληση της ως άνω διατάξεως εκδόθηκε η 61178/ΓΔ4/28.5.2021 κοινή απόφαση της Υπουργού και της Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων (Β´ 2286), με την οποία αντικαταστάθηκε το άρθρο 25 της 79942/ΓΔ4/21.5.2019 υπουργικής αποφάσεως «Εγγραφές, μετεγγραφές, φοίτηση και θέματα οργάνωσης της σχολικής ζωής στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Β΄ 2005)», το οποίο ρύθμιζε τη δυνατότητα απαλλαγής των μαθητών/τριών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από το μάθημα των θρησκευτικών. Η ανωτέρω 61178/ΓΔ4/28.5.2021 κοινή υπουργική απόφαση ακυρώθηκε με την απόφαση 1478/2022 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, ως προς όλες τις διατάξεις που αφορούσαν την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών. Και τούτο με τη σκέψη ότι, κατά την έννοια του άρθρου 36 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)» (L 119/4.5.2016), στην ένδικη περίπτωση, κατά την οποία προσβαλλόταν κανονιστική πράξη με περιεχόμενο την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ειδικής κατηγορίας κατά το άρθρο 9 παρ. 1 του εν λόγω Κανονισμού, τα οποία συνδέονταν με την άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος, απαιτείτο ως ουσιώδης τύπος, η έλλειψη του οποίου οδηγούσε σε ακύρωση της πράξεως, η παροχή γνώμης της εποπτικής αρχής πριν από την έκδοσή της. Εφ’ όσον δε, πριν από την έκδοση της προσβληθείσας πράξεως δεν είχε τηρηθεί, ως ουσιώδης τύπος, η παροχή γνώμης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κρίθηκε ότι η πράξη αυτή έπρεπε να ακυρωθεί ως προς όλες τις διατάξεις της που αφορούσαν την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών (άρθρο 25 παρ. 3 και οι παρ. 4 και 5 του ίδιου άρθρου κατά το μέρος που αφορούν το ζήτημα αυτό). Με την ίδια απόφαση, εξάλλου, απορρίφθηκε ως αβάσιμος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβαλλόταν παραβίαση του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, ερμηνευόμενου υπό το φως του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, ως εκ του ότι, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, δεν εκπληρωνόταν η υποχρέωση της Πολιτείας για τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος συναφούς περιεχομένου με το μάθημα των θρησκευτικών, από το οποίο απαλλάσσονταν. Και τούτο, με τη σκέψη ότι η ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία ο Διευθυντής ή η Διευθύντρια της σχολικής μονάδας, σε συνεργασία με τον Σύλλογο των διδασκόντων, αποφασίζουν κατά περίπτωση για τον τρόπο που απασχολούνται υποχρεωτικά οι απαλλασσόμενοι/ες μαθητές/τριες (ενδεικτικά διαφορετικό διδακτικό αντικείμενο σε άλλο τμήμα της ίδιας τάξης ή ερευνητική δημιουργική δραστηριότητα), ήταν συνταγματικώς ανεκτή, ως μεταβατική, μέχρι την οριστική ρύθμιση του θέματος εντός ευλόγου χρόνου. Ως εύλογος δε χρόνος κρίθηκε το τέλος του σχολικού έτους 2022-2023, δοθέντος ότι, πέραν των δυσχερειών που μνημονεύονταν στην εγκριθείσα με το 37/23.7.2020 πρακτικό του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής εισήγηση της Επιστημονικής Επιτροπής για το μάθημα των θρησκευτικών, η Πολιτεία καλείτο για πρώτη φορά να ρυθμίσει το ζήτημα αυτό, δηλαδή να θεσπίσει ένα ισότιμο μάθημα συναφούς περιεχομένου για τους μαθητές που απαλλάσσονται από το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών, σύμφωνα με την ερμηνεία των συνταγματικών και υπερνομοθετικών διατάξεων της ΕΣΔΑ που είχε δοθεί με τις προεκτεθείσες 1749-1750/2019 αποφάσεις του Δικαστηρίου.

13. Επειδή, μετά ταύτα και κατόπιν του σχετικού 96336/Δ2/1.8.2022 εγγράφου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων προς την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η εν λόγω Αρχή εξέδωσε την 2/2022 γνωμοδότηση, στην οποία, στο πλαίσιο της συμβουλευτικής της αρμοδιότητας και ενόψει των κριθέντων με την προαναφερθείσα 1478/2022 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εξέτασε το υποβληθέν σχέδιο κοινής υπουργικής αποφάσεως και παρέσχε τη γνώμη της για σειρά ζητημάτων τεχνικού κυρίως χαρακτήρα σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων των μαθητών τα οποία καταχωρούνται στο πληροφοριακό σύστημα «myschool» του Υπουργείου Παιδείας. Ακολούθως, μετά τη γνωμοδότηση της Αρχής, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, η οποία έλαβε υπόψη ως προς τα ζητήματα αυτά, μεταξύ άλλων, τις 1749, 1750/2019 και 1478/2022 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας καθώς και την ανωτέρω γνωμοδότηση. Εξάλλου, με την ως άνω 2/2022 γνωμοδότησή της, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα εξέφρασε και την άποψη ότι, για την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, σύμφωνη με το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ «είναι μια δήλωση των ενδιαφερομένων γονέων ή μαθητών, συμπεριλαμβανομένων και των Χριστιανών Ορθοδόξων που τυχόν το επιθυμούν, στην οποία θα αναφέρεται απλώς ότι “Λόγοι συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των θρησκευτικών”».

14. Επειδή, με την προσβαλλομένη απόφαση αντικαταστάθηκε (εκ νέου) το άρθρο 25 της προμνησθείσας 79942/ΓΔ4/21.5.2019 υπουργικής αποφάσεως, ως εξής: «Απαλλαγή μαθητών/τριών από την ενεργό συμμετοχή σε μαθήματα 1) Φυσική Αγωγή α) ... β) ... γ) ... δ) ... ε) ... 2) Μουσική α) ..., β) ... γ) … 3) Θρησκευτικά α) Μαθητές/τριες οι οποίοι/ες δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι (δηλαδή αλλόθρησκοι, ετερόδοξοι άθρησκοι, άθεοι, αγνωστικιστές), δύνανται, εφόσον το επιθυμούν, να απαλλαγούν από την υποχρέωση παρακολούθησης του μαθήματος των Θρησκευτικών, υποβάλλοντας σχετική αίτηση στον/στη Διευθυντή/ντρια της σχολικής μονάδας στην οποία θα αναφέρεται το εξής: “Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των Θρησκευτικών”. Η αίτηση υπογράφεται από τον ίδιο/ίδια τον/τη μαθητή/τρια, εάν είναι ενήλικος/η, ή και από τους δύο γονείς/κηδεμόνες του/της, εάν είναι ανήλικος/η. Μόνον στην περίπτωση που η γονική μέριμνα ασκείται από τον ένα γονέα, αρκεί η υπογραφή του/της ασκούντος/ούσης τη γονική μέριμνα. β) Η ως άνω αίτηση, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του/της ίδιου/ας μαθητή/τριας (αν είναι ενήλικος/η) ή και των δύο γονέων του/της (αν είναι ανήλικος/η), παραλαμβάνεται από τον/τη Διευθυντή/ντρια του σχολείου εντός αποκλειστικής χρονικής προθεσμίας που διαρκεί από την 1η Σεπτεμβρίου έως και την πέμπτη ημέρα μετά την έναρξη των μαθημάτων κάθε σχολικού έτους. Το γνήσιο της υπογραφής δύναται να βεβαιώνει κατά την παρ. 1 του άρθρου 11 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45) και ο/η Διευθυντής/ντρια της σχολικής μονάδας κατά την υποβολή της αίτησης, η οποία υπογράφεται ενώπιόν του/της. Ο/Η Διευθυντής/ντρια ενημερώνει για την υποβολή της σχετικής αίτησης τον/την καθηγητή/τρια που διδάσκει το μάθημα των Θρησκευτικών στο τμήμα στο οποίο φοιτά ο/η απαλλασσόμενος/η μαθητής/τρια, ώστε να γνωρίζει ποιοι/ποιες μαθητές/τριες θα βρίσκονται στην τάξη του/της κατά τη διάρκεια διεξαγωγής του μαθήματος. Οι μαθητές/τριες που απαλλάσσονται από το μάθημα των Θρησκευτικών δεν επιτρέπεται να περιφέρονται εντός ή εκτός της σχολικής μονάδας ή να απουσιάζουν αδικαιολόγητα. Ο/Η Διευθυντής/ντρια της σχολικής μονάδας σε συνεργασία με τον Σύλλογο των Διδασκόντων/ουσών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1566/1985 (Α΄ 167) και της υπό στοιχεία Φ.353.1/324/105657/Δ1/8-10-2002 (Β΄ 1340) υπουργικής απόφασης, αποφασίζουν κατά περίπτωση για τον τρόπο που απασχολούνται υποχρεωτικά οι απαλλασσόμενοι/ες μαθητές/τριες, συντάσσοντας σχετική πράξη στο Βιβλίο Πράξεων του Συλλόγου Διδασκόντων/ουσών (όπως ενδεικτικά διαφορετικό διδακτικό αντικείμενο σε άλλο τμήμα της ίδιας τάξης ή ερευνητική δημιουργική δραστηριότητα), και έχοντας την πλήρη ευθύνη. Σε περίπτωση που η τάξη στην οποία φοιτούν οι απαλλασσόμενοι/ες μαθητές/τριες λειτουργεί μόνο με ένα τμήμα, οι μαθητές/τριες αυτοί/ές παρακολουθούν εκπαιδευτικό πρόγραμμα που καθορίζεται από τον Σύλλογο Διδασκόντων/ουσών. γ) Η απαλλαγή αρχίζει από την έναρξη των μαθημάτων, αφορά ολόκληρο το σχολικό έτος και δύναται να ανανεωθεί για κάθε επόμενο σχολικό έτος με την ίδια διαδικασία. Ο Σύλλογος Διδασκόντων/ουσών συντάσσει σχετική πράξη στο Βιβλίο Πράξεων του Συλλόγου Διδασκόντων/ουσών, στην οποία καταγράφονται οι δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχει ο/η απαλλασσόμενος/η μαθητής/τρια την ώρα διεξαγωγής του μαθήματος των Θρησκευτικών. δ) Οι μαθητές/τριες που απαλλάσσονται από το μάθημα των Θρησκευτικών απαλλάσσονται και από την προσευχή και τον εκκλησιασμό, εφόσον το έχουν δηλώσει στην αίτησή τους για την απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών. Την ώρα της προσευχής και του εκκλησιασμού παραμένουν στο σχολείο και εφαρμόζεται αναλόγως το τέταρτο εδάφιο της ανωτέρω περ. β΄ της παρούσας παραγράφου. 4) Αιτήσεις, υπεύθυνες δηλώσεις, ιατρικές βεβαιώσεις και γνωματεύσεις και λοιπά δικαιολογητικά που υποβάλλονται στον/στη Διευθυντή/ντρια της σχολικής μονάδας από τους μαθητές/τριες και/ή από τους γονείς/κηδεμόνες τους στο πλαίσιο εφαρμογής του παρόντος άρθρου, φυλάσσονται με ευθύνη του Διευθυντή/ντριας εντός κλειστών φακέλων σε σημείο του γραφείου του/της στο οποίο έχει πρόσβαση μόνο εκείνος/η και καταστρέφονται από εκείνον/εκείνη μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από το τέλος του σχολικού έτους το οποίο αφορούν, συντασσομένου σχετικού πρωτοκόλλου καταστροφής. 5) Επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των υποκειμένων. α) Στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος άρθρου υποβάλλονται σε επεξεργασία τα προσωπικά δεδομένα που περιλαμβάνονται στις αιτήσεις για την απαλλαγή από τα ανωτέρω μαθήματα και στα λοιπά συνυποβαλλόμενα δικαιολογητικά. β) Υπεύθυνος επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία για την εφαρμογή της παρούσας είναι: i) για όλες τις εκπαιδευτικές δομές της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων δια της εκάστοτε σχολικής μονάδας και ii) για όλες τις εκπαιδευτικές δομές της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας ιδιωτικής εκπαίδευσης το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ή άλλου είδους νομική οντότητα ανεξαρτήτως νομικής προσωπικότητας, στο οποίο έχει χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας της αντίστοιχης ιδιωτικής εκπαιδευτικής δομής. γ) Σκοπός της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων είναι ο έλεγχος της συνδρομής των προϋποθέσεων για τη χορήγηση της αιτούμενης απαλλαγής από την ενεργό συμμετοχή στα ανωτέρω μαθήματα. δ) Νομική βάση της επεξεργασίας είναι η περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 6 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων, “Γ.Κ.Π.Δ.”) συνδυαστικά με την περ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 6 του Γ.Κ.Π.Δ. (η έκδοση της πράξης χορήγησης ή μη της απαλλαγής λαμβάνει χώρα κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας). Όσον αφορά στα προσωπικά δεδομένα ειδικών κατηγοριών, νομική βάση της επεξεργασίας είναι η περ. στ΄ της παρ. 2 του άρθρου 9 του Γ.Κ.Π.Δ., ήτοι η θεμελίωση, άσκηση και υποστήριξη νομικής αξίωσης, υπό την έννοια της άσκησης του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας και της προβολής των εξ αυτού απορρεουσών αξιώσεων. Ταυτόχρονα, νομική βάση για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων ειδικών κατηγοριών είναι και η περ. ζ της παρ. 2 του άρθρου 9 ΓΚΠΔ. ε) Η χορήγηση της απαλλαγής σε μαθητή/τρια από την ενεργό συμμετοχή σε κάποιο από τα ανωτέρω μαθήματα καταχωρίζεται στο βιβλίο Πράξεων Συλλόγου Διδασκόντων/ουσών της σχολικής μονάδας με την ακόλουθη διατύπωση: ... “Χορήγηση απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών”, “Χορήγηση απαλλαγής από την προσευχή και τον εκκλησιασμό” χωρίς να καταχωρίζεται οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία που αφορά στους λόγους χορήγησης της απαλλαγής ή σχετίζεται με αυτούς. Η χορήγηση της απαλλαγής καταχωρίζεται και στο πληροφοριακό σύστημα “myschool”, επομένως αποδέκτης αυτής της πληροφορίας είναι και το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία “Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων "Διόφαντος"”, το οποίο έχει αναπτύξει και διαχειρίζεται το ως άνω πληροφοριακό σύστημα για λογαριασμό του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η καταχώριση και στο εν λόγω πληροφοριακό σύστημα είναι απαραίτητη για την οργάνωση και άσκηση του εκπαιδευτικού έργου και την άσκηση περαιτέρω αρμοδιοτήτων που συνέχονται με αυτό, όπως ενδεικτικώς η έκδοση τίτλων σπουδών και λοιπών πιστοποιητικών/αποδεικτικών. Στο πληροφοριακό σύστημα καταχωρίζεται μόνο η πληροφορία της απαλλαγής του/της μαθητή/τριας από την ενεργό συμμετοχή στα ανωτέρω μαθήματα χωρίς να καταχωρίζεται οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία που αφορά στους λόγους χορήγησης της απαλλαγής ή σχετίζεται με αυτούς. στ) Τα προσωπικά δεδομένα που περιλαμβάνονται στις αιτήσεις για την απαλλαγή από τα ανωτέρω μαθήματα και στα λοιπά συνυποβαλλόμενα δικαιολογητικά διαγράφονται μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από το τέλος του σχολικού έτους το οποίο αφορούν, συντασσομένου σχετικού πρωτοκόλλου καταστροφής των ως άνω αιτήσεων και λοιπών συνυποβληθέντων δικαιολογητικών. Ειδικότερα, τα προσωπικά δεδομένα που καταχωρίζονται στο πληροφοριακό σύστημα “myschool” τηρούνται για το απολύτως απαραίτητο χρονικό διάστημα για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. ζ) Πρόσβαση στα ως άνω δεδομένα έχουν μόνο ο/η Διευθυντής/ντρια της σχολικής μονάδας και κατάλληλα εξουσιοδοτημένοι από εκείνον/η εκπαιδευτικοί της συγκεκριμένης σχολικής μονάδας, εφόσον αυτό κρίνεται απαραίτητο για την άσκηση των καθηκόντων τους. Περαιτέρω, τα τηρούμενα στο πληροφοριακό σύστημα “myschool” δεδομένα προστατεύονται μέσω κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων, τα οποία περιλαμβάνουν, κατ’ ελάχιστον, την καταγραφή και παρακολούθηση των προσβάσεων, τη διασφάλιση ιχνηλασιμότητας και την προστασία από κάθε τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια, μεταβολή, άνευ αδείας κοινολόγηση ή πρόσβαση. η) Τα Υποκείμενα των Δεδομένων έχουν και δύνανται να ασκούν το δικαίωμα πρόσβασης, το δικαίωμα διόρθωσης, το δικαίωμα διαγραφής των προσωπικών τους δεδομένων, του περιορισμού της επεξεργασίας και εναντίωσης στην επεξεργασία».

15. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η αίτηση για την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών κατ’ επίκληση λόγων θρησκευτικής συνειδήσεως, όπως προβλέπεται στο τροποποιούμενο με την προσβαλλόμενη απόφαση άρθρο 25 παρ. 3 περ. α΄ της 79942/ΓΔ4/21.5.2019 υπουργικής αποφάσεως, καθ’ ο μέρος υποχρεώνει τους γονείς και τους μαθητές να προβούν σε αρνητική αποκάλυψη των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 13 παρ. 1 και 16 παρ. 2 του Συντάγματος, του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύθηκαν με τις 1759-1760/2019 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας καθώς και, όσον αφορά τις διατάξεις του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, με την απόφαση του ΕΔΔΑ της 31.10.2019 Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος. Ειδικότερα, το αιτούν υποστηρίζει ότι, ενόψει των κριθέντων με την 1478/2022 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου περί της θεσπίσεως ισότιμου μαθήματος συναφούς περιεχομένου για τους απαλλασσόμενους μαθητές, προκειμένου να είναι δυνατή η επιλογή του μαθήματος αυτού από τους απαλλασσόμενους κατά τρόπο που δεν θα αποθαρρύνει τους γονείς από την επιλογή του, αρκεί η υποβολή δήλωσης απαλλαγής με μόνη μνεία το αίτημα περί παρακολούθησης του ισότιμου μαθήματος, ενώ δήλωση για απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, αναφερομένη είτε σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, όπως προβλέπεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, είτε σε λόγους συνειδήσεως, όπως αναφέρεται στην 2/2022 γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, άγουσα σε εξακρίβωση του θρησκεύματος, παραβιάζει τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος της ΕΣΔΑ και του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ.

16. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να απαλλαγεί ο μαθητής από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αρκεί η υποβολή αιτήσεως, του ίδιου (αν είναι ενήλικος) ή των γονέων του, στον διευθυντή του σχολείου με το περιεχόμενο «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των Θρησκευτικών». Η αίτηση αυτή δεν συνιστά υπεύθυνη δήλωση ούτε υπόκειται σε οποιαδήποτε άδεια, έγκριση, εξακρίβωση θρησκεύματος, έλεγχο αξιοπιστίας ούτε απαιτεί οποιαδήποτε αιτιολόγηση. Με μόνη την υποβολή της εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, ο μαθητής απαλλάσσεται από το μάθημα για το σχολικό έτος κατά το οποίο υποβάλλεται. Η αναφορά δε σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως δεν συνιστά αιτιολόγηση ούτε αποκαλύπτει συγκεκριμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις, αλλά συνιστά επίκληση της νομικής βάσης στην οποία στηρίζεται η αξίωση απαλλαγής από το μάθημα (διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ για τη θρησκευτική ελευθερία και την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως), προκειμένου το εν λόγω δικαίωμα να ασκείται ενσυνείδητα και με σοβαρότητα και όχι με επιπόλαιο τρόπο. Η αίτηση απαλλαγής περιέχει το ελάχιστο περιεχόμενο, ώστε να εκπληρώνεται και να εναρμονίζεται η συνταγματική υποχρέωση για παροχή παιδείας με σκοπό, μεταξύ άλλων, και την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο, με το δικαίωμα των γονέων να ορίζουν τη θρησκευτική εκπαίδευση των ανηλίκων τέκνων τους. Οι ρυθμίσεις, εξάλλου, αυτές της προσβαλλόμενης αποφάσεως διαφέρουν ουσιωδώς από εκείνες της υποθέσεως Παπαγεωργίου και λοιποί κατά Ελλάδος (βλ. ανωτέρω σκέψη 10), ενόψει των οποίων το ΕΔΔΑ διεπίστωσε, με την προαναφερθείσα απόφασή του, παραβίαση των δικαιωμάτων των προσφευγόντων βάσει του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 2 του ΠΠΠ ερμηνευθέντος υπό το φως του άρθρου 9. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως έλαβε υπόψη και υιοθέτησε ερμηνεία των επίδικων διατάξεων σύμφωνη τόσο με τα κριθέντα στην απόφαση Παπαγεωργίου του ΕΔΔΑ, όσο και με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθόσον: α) ενώ με βάση την εγκύκλιο του έτους 2015 για την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών ήταν αναγκαία η υποβολή υπεύθυνης δήλωσης ότι ο δηλών ή το τέκνο του δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, η προσβαλλόμενη πράξη απαιτεί μόνο μία αίτηση στον διευθυντή του σχολείου με την αναφορά «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των Θρησκευτικών» ως μόνη προϋπόθεση για την απαλλαγή, β) ενώ η προηγούμενη διαδικασία προέβλεπε τη χορήγηση της απαλλαγής κατόπιν εγκρίσεως από τον διευθυντή του σχολείου και προβλεπόταν έλεγχος της σοβαρότητας της υπεύθυνης δήλωσης από αυτόν με την απειλή ποινικής διώξεως σε περίπτωση δήλωσης ψευδών στοιχείων, η προσβαλλόμενη πράξη δεν προβλέπει την άσκηση ελέγχου ούτε συνδέεται με την επιβολή κυρώσεων, γ) η αίτηση απαλλαγής με την ως άνω αναφορά σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως αποτελεί ένα ιδιωτικό έγγραφο, με περιορισμένη χρονική ισχύ, το οποίο κατατίθεται και φυλάσσεται υπό συνθήκες εμπιστευτικότητας και καταστρέφεται 3 μήνες μετά τη λήξη του σχολικού έτους, δ) η αίτηση δεν απαιτεί οποιουδήποτε είδους αιτιολόγηση για την απαλλαγή, αλλά αρκεί να περιέχει την επίκληση της νομικής βάσης που στηρίζει την αξίωση απαλλαγής (ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως), προκειμένου ο αιτών να τελεί σε γνώση ότι ασκεί συνταγματικό δικαίωμα. Και προβάλλει μεν το αιτούν ότι το περιεχόμενο της επίμαχης αιτήσεως θα έπρεπε να αναφέρεται γενικώς σε απαλλαγή, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε λόγους συνειδήσεως ή λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, εφ’ όσον με μόνη την υποβολή της επίμαχης αιτήσεως περί απαλλαγής ενδέχεται να αποκαλύπτονται εμμέσως θρησκευτικές πεποιθήσεις (δεδομένου ότι την απαλλαγή δύνανται να ζητούν, εφ’ όσον το επιθυμούν, μαθητές αλλόθρησκοι, ετερόδοξοι, άθρησκοι, άθεοι, αγνωστικιστές), όμως, ενόψει του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών για τους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές, ο ισχυρισμός προβάλλεται αβασίμως και πρέπει να απορριφθεί, διότι, η δυνατότητα απαλλαγής με μόνη την αίτηση χωρίς αναφορά σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως θα καθιστούσε το μάθημα εντελώς προαιρετικό, κατά περιγραφή της δοθείσας ερμηνείας των συνταγματικών διατάξεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ Ολομ. 1749-1750/ 2019, σκ. 15, 942/2020, σκ. 14). Επιπλέον, δε, ο ισχυρισμός είναι και αλυσιτελής, διότι, ακόμα και αν αρκούσε για την απαλλαγή μόνη η υποβολή αιτήσεως χωρίς αναφορά στη νομική βάση της αξιώσεως, τούτο δεν θα προφύλασσε από ενδεχόμενη αποκάλυψη αρνητικών θρησκευτικών πεποιθήσεων των μαθητών ή των γονέων τους, η οποία θα προέκυπτε από την ίδια την υποβολή της αιτήσεως. Εν πάση δε περιπτώσει, ακόμη και υπό την εκδοχή του αιτούντος, ότι η υποβολή αιτήσεως περί απαλλαγής συνιστά έμμεση αποκάλυψη θρησκευτικών πεποιθήσεων (δεδομένου ότι την απαλλαγή δύνανται να ζητούν, εφ’ όσον το επιθυμούν, μαθητές αλλόθρησκοι, ετερόδοξοι, άθρησκοι, άθεοι, αγνωστικιστές), ωστόσο η διαδικασία που προβλέπεται με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβιάζει τις διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ για τη θρησκευτική ελευθερία. Και τούτο, διότι επιτυγχάνει μια δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ της αποστολής του κράτους για την παροχή θρησκευτικής εκπαιδεύσεως στους μαθητές και του δικαιώματος των γονέων να λαμβάνουν τα τέκνα τους θρησκευτική εκπαίδευση σύμφωνη με τις πεποιθήσεις τους, το οποίο περιλαμβάνει και την άσκηση του δικαιώματος απαλλαγής. Ειδικότερα: α) η υποβολή αιτήσεως με το ως άνω περιεχόμενο προβλέπεται από συγκεκριμένο κανόνα δικαίου (δηλαδή την προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, η οποία ακολουθεί τη σταθερή σχετική νομολογία του Δικαστηρίου), β) εξυπηρετεί την εκ του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος αποστολή του κράτους για την ανάπτυξη -μεταξύ άλλων- και της θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δηλαδή επιδιώκει θεμιτό σκοπό, αναγόμενο στην προστασία της δημόσιας τάξης κατά την έννοια του άρθρου 9 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, ενώ παράλληλα επιτρέπει την ευχερή άσκηση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας των μαθητών, που για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως δεν επιθυμούν να παρακολουθήσουν το μάθημα των θρησκευτικών, γ) η υποβαλλόμενη αίτηση δεν αποτελεί δημόσιο έγγραφο (σε αντίθεση με τις περιπτώσεις της αναγραφής του θρησκεύματος σε επίσημο κρατικό έγγραφο – αστυνομική ταυτότητα ή απολυτήριο λυκείου, πρβ. και τις σχετικές αποφάσεις ΕΔΔΑ Σοφιανόπουλος κατά Ελλάδος, Sinan Isik κατά Τουρκίας, Grzelak κατά Πολωνίας, καθώς και ΣτΕ 1759-1760/2019 Ολομ. και 2280-2285/2001 Ολομ.), παραλαμβάνεται δε από τον διευθυντή υπό συνθήκες εμπιστευτικότητας κατά την έναρξη κάθε σχολικού έτους, φυλάσσεται με ευθύνη του σε κλειστό φάκελο σε σημείο του γραφείου του, στο οποίο έχει μόνο εκείνος πρόσβαση, καταστρέφεται δε τρεις (3) μήνες μετά τη λήξη του σχολικού έτους το οποίο αφορά, συντασσομένου σχετικού πρωτοκόλλου καταστροφής (παρ. 4, καθώς και περ. στ΄ της παρ. 5 του άρθρου 25). Παράλληλα, στο Βιβλίο Πράξεων του Συλλόγου Διδασκόντων και στο ατομικό δελτίο στο πληροφοριακό σύστημα «myschool» καταχωρίζεται μόνο η πληροφορία της απαλλαγής από την ενεργό συμμετοχή στο μάθημα, χωρίς μνεία του περιεχομένου της αιτήσεως (άρθρο 3 παρ. 5 περ. ε΄ της προσβαλλόμενης). Τέλος, η υποβολή της αιτήσεως συνοδεύεται από την υποχρέωση του κράτους, εφ’ όσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών, να παράσχει ισοδύναμο εναλλακτικό υποχρεωτικό μάθημα θρησκειολογικού - πληροφοριακού περιεχομένου με ουδέτερο και αντικειμενικό χαρακτήρα για όλους τους αιτούμενους απαλλαγή. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ενδεχόμενη έμμεση αποκάλυψη θρησκευτικών πεποιθήσεων των μαθητών ή των γονέων των αιτουμένων την απαλλαγή, δεν θα ήταν, πάντως, δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ο οποίος τείνει στην προάσπιση των δικαιωμάτων αυτών, καθώς επιτρέπει κατ’ αποτέλεσμα την άσκηση του δικαιώματός τους στη θρησκευτική ελευθερία για την απαλλαγή από νόμιμη υποχρέωση (πρβ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 17.02.2011, Wasmuth κατά Γερμανίας, παρ. 52-64, αριθ. προσφυγής 12884/03, απόφαση της 13.7.2006, Kosteski κατά ΠΓΔΜ, αριθ. προσφυγής 55170/00, επίσης και την απόφαση της Επιτροπής επί του παραδεκτού της 12.3.1981, Χ κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. προσφυγής 8160/78). Εξάλλου, ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι «για να υποδεχθεί θεσμικά το εκπαιδευτικό σύστημα το δικαίωμα των μαθητών να διαλέξουν αυτό το μάθημα, θα πρέπει πρώτα να θεσμοθετηθεί μια διαδικασία απαλλαγής από το ομολογιακό μάθημα των θρησκευτικών που δεν θα αποθαρρύνει τους γονείς να επιλέξουν το ισότιμο μάθημα», αν ήθελε θεωρηθεί ότι συνιστά αυτοτελή λόγο ακυρώσεως, είναι απορριπτέος, διότι δεν πλήττει την επίδικη ρύθμιση αλλά αμφισβητεί τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών, ο οποίος όμως, όπως συνάγεται σαφώς από τη μέχρι τούδε νομολογία του Δικαστηρίου (ΣτΕ Ολομ. 666, 926/2018, 1749, 1750/2019, σκ. 15, 942/2020, σκ. 14), προκύπτει ευθέως από το Σύνταγμα. Με τα δεδομένα αυτά, η στάθμιση, στην οποία προέβη ο κανονιστικός νομοθέτης με την προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση κατά τη ρύθμιση της διαδικασίας απαλλαγής των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, κείται εντός της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 37 του ν. 4777/2021 και η προβλεπόμενη υποβολή αιτήσεως (και όχι δηλώσεως, όπως ανακριβώς προβάλλει το αιτούν) περί απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, ως προϋπόθεση ασκήσεως του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας των μαθητών, δεν αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος και του άρθρου 2 παρ. 2 του ΠΠΠ σε συνδυασμό με το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ. Δεν συνάγεται δε το αντίθετο από τις αποφάσεις της Ολομελείας 1759-1760/2019 που επικαλείται το αιτούν, με τις οποίες ακυρώθηκαν υπουργικές αποφάσεις που προέβλεπαν το πεδίο «θρήσκευμα» στα απολυτήρια και στα πιστοποιητικά σπουδών, δεδομένου ότι οι αποφάσεις αυτές αντιμετώπισαν διαφορετικά νομικά ζητήματα, αναγόμενα στο περιεχόμενο δημοσίων εγγράφων και όχι τα τιθέμενα εν προκειμένω ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής του κράτους στα πλαίσια των άρθρων 16 παρ. 2 του Συντάγματος και 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και, ειδικότερα, το ζήτημα των υποχρεωτικώς διδασκομένων μαθημάτων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και της κατά το Σύνταγμα επιβαλλόμενης δυνατότητας απαλλαγής των μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών, τα οποία έχει αντιμετωπίσει το Δικαστήριο με σταθερή νομολογία (βλ. ΣτΕ 3356/1995, 2176/1998 7μ., 660, 926/2018 Ολομ., 1749-1750/2019 και 942/2020 Ολομ. σε μείζονα σύνθεση, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα στην ένατη σκέψη).

17. Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η επίδικη ρύθμιση, η οποία δεν υιοθέτησε την 2/2022 Γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα αλλά διέλαβε ότι οι αιτούμενοι απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών θα πρέπει να υποβάλουν δήλωση «για λόγους θρησκευτικής συνείδησης», παραβιάζει το άρθρο 9Α του Συντάγματος και τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 στοιχείο γ του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ» και την προβλεπόμενη σε αυτό αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων. Και τούτο, διότι, κατά το αιτούν, το περιεχόμενο αυτό της δηλώσεως επιτρέπει συλλογή περισσότερων δεδομένων από όσα είναι αναγκαία ενόψει του σκοπού της επεξεργασίας, ενώ, εφ’ όσον το μάθημα των θρησκευτικών απηχεί τις διδαχές της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας και είναι υποχρεωτικό μόνο για τους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, για την απαλλαγή δεν χρειάζεται καν δήλωση για λόγους συνειδήσεως, όπως δέχθηκε η Αρχή, αλλά αρκεί το αίτημα της απαλλαγής, το οποίο, διαχωρίζοντας το αιτούν από τους υπόλοιπους μαθητές που θα παρακολουθήσουν το μάθημα, είναι προφανές ότι γίνεται για λόγους συνειδήσεως, είτε θρησκευτικής είτε γενικότερης αντίληψης. Στο πλαίσιο αυτό, και προκειμένου να είναι συμβατή η σχετική αίτηση με το θεσμικό πλαίσιο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, αρκεί απλώς, όπως υποστηρίζει, να διατυπώνεται το αίτημα περί απαλλαγής, χωρίς να απαιτείται αιτιολόγησή του με αναφορά στον συνειδησιακό κόσμο και στις πνευματικές πεποιθήσεις των αιτούντων, άποψη που, κατά το αιτούν, ενισχύεται από το γεγονός ότι στην ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση προβλέπεται ότι για την καταχώριση της πληροφορίας της χορήγησης απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών στο ηλεκτρονικό πληροφοριακό σύστημα «myschool» δεν επιτρέπεται η αναγραφή αιτιολόγησης της απαλλαγής.

18. Επειδή, το άρθρο 9Α του Συντάγματος, το οποίο προστέθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 84), ορίζει ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει ...», και στο άρθρο 16 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι: «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. 2. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, …, θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, καθώς και από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης …» (παρόμοιες ρυθμίσεις περιέχονται και στο άρθρο 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Η προστασία των δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων σε σχέση με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχει αποτελέσει αντικείμενο ρυθμίσεως στην ενωσιακή έννομη τάξη με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)» (L 119), ο οποίος έχει άμεση ισχύ στα κράτη μέλη. Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (εφεξής «ΓΚΠΔ») οι διατάξεις του εφαρμόζονται στην, εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης (παρ. 1), ενώ δεν εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε σχέση με δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις α΄ έως δ΄ της παρ. 2 του ιδίου άρθρου. Ο εν λόγω Κανονισμός στο άρθρο 4 ορίζει ότι: «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως: 1) “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”: κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο (“υποκείμενο των δεδομένων”)· το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου, 2) “επεξεργασία”: κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή». Στο άρθρο 5 του ΓΚΠΔ, με το οποίο καθορίζονται οι «Αρχές» που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (οι οποίες εξειδικεύονται σε επόμενες διατάξεις του Κανονισμού), ορίζονται τα εξής: «1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα: α) υποβάλλονται σε σύννομη και θεμιτή επεξεργασία με διαφανή τρόπο σε σχέση με το υποκείμενο των δεδομένων (“νομιμότητα, αντικειμενικότητα και διαφάνεια”), β) συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς· η περαιτέρω επεξεργασία για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον ή σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς δεν θεωρείται ασύμβατη με τους αρχικούς σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1 (“περιορισμός του σκοπού”), γ) είναι κατάλληλα, συναφή και περιορίζονται στο αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία (“ελαχιστοποίηση των δεδομένων”), δ) είναι ακριβή και, όταν είναι αναγκαίο, επικαιροποιούνται· πρέπει να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για την άμεση διαγραφή ή διόρθωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι ανακριβή, σε σχέση με τους σκοπούς της επεξεργασίας (“ακρίβεια”), ε) διατηρούνται υπό μορφή που επιτρέπει την ταυτοποίηση των υποκειμένων των δεδομένων μόνο για το διάστημα που απαιτείται για τους σκοπούς της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να αποθηκεύονται για μεγαλύτερα διαστήματα, εφόσον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς, σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1 και εφόσον εφαρμόζονται τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που απαιτεί ο παρών κανονισμός για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων (“περιορισμός της περιόδου αποθήκευσης”), στ) υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο που εγγυάται την ενδεδειγμένη ασφάλεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων την προστασία τους από μη εξουσιοδοτημένη ή παράνομη επεξεργασία και τυχαία απώλεια, καταστροφή ή φθορά, με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων τεχνικών ή οργανωτικών μέτρων (“ακεραιότητα και εμπιστευτικότητα”). 2. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας φέρει την ευθύνη και είναι σε θέση να αποδείξει τη συμμόρφωση με την παράγραφο 1 (“λογοδοσία”)». Περαιτέρω, το άρθρο 6 του Κανονισμού σχετικά με τη νομιμότητα της επεξεργασίας ορίζει ότι: «1. Η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) το υποκείμενο των δεδομένων έχει συναινέσει στην επεξεργασία … γ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας, δ) … ε) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας, στ) …». Ειδικώς όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων ειδικών κατηγοριών στο άρθρο 9 του Κανονισμού με τίτλο «Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» προβλέπονται τα εξής: «1. Απαγορεύεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων με σκοπό την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου, δεδομένων που αφορούν την υγεία ή δεδομένων που αφορούν τη σεξουαλική ζωή φυσικού προσώπου ή τον γενετήσιο προσανατολισμό. 2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) το υποκείμενο των δεδομένων έχει παράσχει ρητή συγκατάθεση για την επεξεργασία αυτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς, εκτός εάν το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους προβλέπει ότι η απαγόρευση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν μπορεί να αρθεί από το υποκείμενο των δεδομένων, β) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση των υποχρεώσεων και την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων του υπευθύνου επεξεργασίας ή του υποκειμένου των δεδομένων στον τομέα του εργατικού δικαίου και του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας, εφόσον επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους ή από συλλογική συμφωνία σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο παρέχοντας κατάλληλες εγγυήσεις για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων, γ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου, εάν το υποκείμενο των δεδομένων είναι σωματικά ή νομικά ανίκανο να συγκατατεθεί, δ) η επεξεργασία διενεργείται, με κατάλληλες εγγυήσεις, στο πλαίσιο των νόμιμων δραστηριοτήτων ιδρύματος, οργάνωσης ή άλλου μη κερδοσκοπικού φορέα με πολιτικό, φιλοσοφικό, θρησκευτικό ή συνδικαλιστικό στόχο και υπό την προϋπόθεση ότι η επεξεργασία αφορά αποκλειστικά τα μέλη ή τα πρώην μέλη του φορέα ή πρόσωπα τα οποία έχουν τακτική επικοινωνία μαζί του σε σχέση με τους σκοπούς του και ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν κοινοποιούνται εκτός του συγκεκριμένου φορέα χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων, ε) η επεξεργασία αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία έχουν προδήλως δημοσιοποιηθεί από το υποκείμενο των δεδομένων, στ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων ή όταν τα δικαστήρια ενεργούν υπό τη δικαιοδοτική τους ιδιότητα, ζ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για λόγους ουσιαστικού δημόσιου συμφέροντος, βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους, το οποίο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο στόχο, σέβεται την ουσία του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων και προβλέπει κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, η) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για σκοπούς προληπτικής ή επαγγελματικής ιατρικής, εκτίμησης της ικανότητας προς εργασία του εργαζομένου, ιατρικής διάγνωσης, παροχής υγειονομικής ή κοινωνικής περίθαλψης ή θεραπείας ή διαχείρισης υγειονομικών και κοινωνικών συστημάτων και υπηρεσιών βάσει του ενωσιακού δικαίου ή του δικαίου κράτους μέλους ή δυνάμει σύμβασης με επαγγελματία του τομέα της υγείας και με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων και των εγγυήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3, θ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για λόγους δημόσιου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας, όπως η προστασία έναντι σοβαρών διασυνοριακών απειλών κατά της υγείας ή η διασφάλιση υψηλών προτύπων ποιότητας και ασφάλειας της υγειονομικής περίθαλψης και των φαρμάκων ή των ιατροτεχνολογικών προϊόντων, βάσει του δικαίου της Ένωσης ή του δικαίου κράτους μέλους, το οποίο προβλέπει κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων, ειδικότερα δε του επαγγελματικού απορρήτου, ή ι) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1 βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους, οι οποίοι είναι ανάλογοι προς τον επιδιωκόμενο στόχο, σέβονται την ουσία του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων και προβλέπουν κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων. 3. ...».

19. Επειδή, στην παρ. 4 του άρθρου 36 του προαναφερθέντος Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων με τίτλο «Προηγούμενη διαβούλευση» ορίζεται ότι: «Τα κράτη μέλη ζητούν τη γνώμη της εποπτικής αρχής κατά την εκπόνηση προτάσεων νομοθετικών μέτρων προς θέσπιση από τα εθνικά κοινοβούλια ή κανονιστικών μέτρων που βασίζονται σε τέτοια νομοθετικά μέτρα, τα οποία αφορούν την επεξεργασία». Περαιτέρω, σχετικό με τις ανεξάρτητες εποπτικές αρχές είναι το Κεφάλαιο VI του Γενικού Κανονισμού, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 51 («Εποπτική αρχή») «1. Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι μία ή περισσότερες ανεξάρτητες δημόσιες αρχές επιφορτίζονται με την παρακολούθηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, με σκοπό την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας [των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα] που τα αφορούν ... 2. Κάθε εποπτική αρχή συμβάλλει στη συνεκτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε ολόκληρη την Ένωση ...». Άρθρο 52 («Ανεξαρτησία») «1. Κάθε εποπτική αρχή εκτελεί τα καθήκοντά της και ασκεί τις εξουσίες της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό με πλήρη ανεξαρτησία. 2. ...». Περαιτέρω, στην περ. κβ΄ της παρ. 1 του άρθρου 57 του ίδιου ως άνω Κανονισμού με τίτλο «Καθήκοντα» ορίζεται ότι: «Με την επιφύλαξη των άλλων καθηκόντων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, κάθε εποπτική αρχή στο έδαφός της: α) ... κβ) εκπληρώνει κάθε άλλο καθήκον σχετικό με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» και στις περ. α΄ και β΄ της παρ. 3 του άρθρου 58 του ίδιου Κανονισμού με τίτλο «Εξουσίες» ότι: «Κάθε αρχή ελέγχου διαθέτει όλες τις ακόλουθες αδειοδοτικές και συμβουλευτικές εξουσίες: α) να παρέχει συμβουλές στον υπεύθυνο επεξεργασίας σύμφωνα με τη διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 36, β) να εκδίδει, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος, γνώμες προς το εθνικό κοινοβούλιο, την κυβέρνηση του κράτους μέλους ή, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους, προς άλλα όργανα και οργανισμούς, καθώς και προς το κοινό, για κάθε θέμα το οποίο σχετίζεται με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, γ) ...». Στην αιτιολογική σκέψη 96 του Κανονισμού αναφέρεται ότι «διαβούλευση με την εποπτική αρχή θα πρέπει επίσης να πραγματοποιείται κατά την εκπόνηση ενός νομοθετικού ή κανονιστικού μέτρου που προβλέπει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση της σχεδιαζόμενης επεξεργασίας προς τον παρόντα κανονισμό και, ιδίως, να μετριάζονται οι κίνδυνοι για το υποκείμενο των δεδομένων».

20. Επειδή, ο ν. 4624/2019 «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 και άλλες διατάξεις» (Α΄ 137) προβλέπει στο άρθρο 9 αυτού ότι: «Η εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων του ΓΚΠΔ, του παρόντος και άλλων ρυθμίσεων που αφορούν την προστασία του ατόμου έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ελληνική Επικράτεια ασκείται από την Αρχή που έχει συσταθεί με τον ν. 2472/1997 (Α΄ 50). Η Αρχή αποτελεί ανεξάρτητη δημόσια αρχή κατά το άρθρο 9Α του Συντάγματος και εδρεύει στην Αθήνα» και στο άρθρο 13 με τον τίτλο «Καθήκοντα της αρχής» ότι: «1. Επιπλέον των καθηκόντων της δυνάμει του άρθρου 57 του ΓΚΠΔ, η Αρχή: α) ... γ) παρέχει γνώμη για κάθε ρύθμιση που πρόκειται να περιληφθεί σε νόμο ή σε κανονιστική πράξη, η οποία αφορά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η διαβούλευση πραγματοποιείται κατά το στάδιο εκπόνησης της ρύθμισης σε χρόνο και με τρόπο που καθιστά εφικτή την έγκαιρη διατύπωση γνώμης από την Αρχή και τη σχετική διαβούλευση επί του περιεχομένου του σχεδίου ρύθμισης, δ) ...».

21. Επειδή, η διαδικασία απαλλαγής των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών κατ’ επίκληση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, η οποία θεσμοθετείται στην προσβαλλόμενη απόφαση, περιλαμβάνει επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικών με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, δηλαδή δραστηριότητα που εμπίπτει, καταρχάς, στον ιδιαιτέρως ευρύ ορισμό του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του ΓΚΠΔ, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 αυτού και δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των περιπτώσεων επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που, κατά το άρθρο 2 παρ. 2 περ. αʹ έως δʹ του ΓΚΠΔ, αποκλείονται από το εν λόγω πεδίο εφαρμογής. Ειδικώς δε σε σχέση με την περ. α´ της παρ. 2 του άρθρου 2 του ΓΚΠΔ, η οποία ορίζει ότι ο Κανονισμός αυτός δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται «στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης», το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι ο μοναδικός σκοπός της διατάξεως αυτής είναι ο αποκλεισμός από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω Κανονισμού της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται από τις κρατικές αρχές στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία αποσκοπεί στη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας ή δραστηριότητας δυνάμενης να υπαχθεί στην ίδια κατηγορία (βλ. ΔΕΕ C-439/19, Latvijas Republikas Saeima, σκ. 62-66), περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω (πρβ. ΣτΕ 2175/2022 7μ., σκ. 46). Η διαπίστωση αυτή, εν πάση περιπτώσει, δεν αναιρείται ούτε από την αρχή της οργανωτικής αυτονομίας των θρησκευτικών κοινοτήτων, που απορρέει από το άρθρο 17 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, (βλ. και αιτιολογική σκέψη 165 του Κανονισμού, κατά την οποία ο ΓΚΠΔ «σέβεται και δεν θίγει το καθεστώς που έχουν, σύμφωνα με το ισχύον συνταγματικό δίκαιο οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες στα κράτη μέλη, όπως αναγνωρίζεται στο άρθρο 17 ΣΛΕΕ»). Συγκεκριμένα, η υποχρέωση κάθε προσώπου να συμμορφώνεται προς τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν μπορεί να θεωρηθεί επέμβαση στην οργανωτική αυτονομία των εν λόγω κοινοτήτων (βλ. ΔΕΕ C-25/17, Τμήμα μείζονος συνθέσεως, απόφαση της 10.7.2018, jehovan todistajat-uskonnollinen yhdyskunta).

22. Επειδή, περαιτέρω, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικών με θρησκευτικές πεποιθήσεις εμπίπτει στην κατηγορία των «ειδικών» δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του άρθρου 9 του ΓΚΠΔ, των οποίων, κατ’ αρχήν, η επεξεργασία απαγορεύεται (παρ. 1 του άρθρου 9). Οι προϋποθέσεις για τη νόμιμη επεξεργασία τους, όπως αυτές καθορίζονται προκειμένου για τα δεδομένα ειδικών κατηγοριών στo άρθρο 9 του ΓΚΠΔ, συνιστούν εκδήλωση της στάθμισης μεταξύ της ανάγκης προστασίας των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της προαγωγής άλλων εννόμων αγαθών που προστατεύονται επίσης από την έννομη τάξη, δεδομένου ότι από τις προεκτεθείσες διατάξεις του εθνικού και ενωσιακού δικαίου συνάγεται ότι το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο, αλλά εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία, σταθμιζόμενο με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα και κοινωνικά αγαθά σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (ΣτΕ 467/2023 Ολομ., σκ. 26). Άλλωστε, και από τη νομολογία του ΕΔΔΑ αναγνωρίζεται ότι το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της Συμβάσεως, όπως και το δικαίωμα μη αποκάλυψης θρησκευτικών πεποιθήσεων βάσει του άρθρου 9 της Συμβάσεως, είναι δεκτικά σταθμίσεων προς εξυπηρέτηση του σκοπού της διασφαλίσεως των δικαιωμάτων των εκκλησιών και των θρησκευτικών κοινοτήτων (βλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 17.2.2011 Wasmuth κατά Γερμανίας, αριθ. προσφυγής 12884/03). Ως εκ τούτου, οι εξαιρέσεις από την απαγόρευση επεξεργασίας των δεδομένων αυτών πρέπει να ερμηνεύονται πάντοτε με γνώμονα τη βέλτιστη εξισορρόπηση των διακυβευομένων εννόμων αγαθών, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Εξάλλου, από το πλέγμα των ανωτέρω διατάξεων, συνάγεται ότι, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ο περιορισμός της προστασίας των δεδομένων των ειδικών αυτών κατηγοριών χωρεί μόνον στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου σκοπού επεξεργασίας, όπως επιτάσσει και η αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων, η οποία, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. γ΄ του ΓΚΠΔ, διέπει την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και σύμφωνα με την οποία τα δεδομένα πρέπει να είναι κατάλληλα και συναφή με τους σκοπούς, για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία και να περιορίζονται στο αναγκαίο μέτρο για την επεξεργασία αυτή (ΣτΕ 1838/2022 7μ.).

23. Επειδή, η θεσμοθέτηση, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω στην 14η σκέψη, διαδικασίας προαιρετικής αιτήσεως περί απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών και η συνακόλουθη συλλογή και επεξεργασία του προσωπικού αυτού δεδομένου που εξ αντικειμένου ενδέχεται να αποκαλύπτει θρησκευτικές πεποιθήσεις, επιτρέπει και διασφαλίζει το δικαίωμα απαλλαγής των μαθητών, οι οποίοι για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως αδυνατούν να παρακολουθήσουν το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών. Η υποβολή αιτήσεως είναι αναγκαία για τη ρύθμιση της συμμετοχής ή μη και στις λοιπές εκδηλώσεις θρησκευτικού περιεχομένου που πραγματοποιούνται στον χώρο του σχολείου (προσευχή και εκκλησιασμός, κατά την περ. δ΄ της παρ. 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως), παράλληλα, δε, είναι αναγκαία και για την εν γένει οργάνωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της σχολικής ζωής (ενημέρωση των διδασκόντων ώστε να μην καταχωρίζονται απουσίες των μαθητών κατά τη διδασκαλία του συγκεκριμένου μαθήματος, οργάνωση του ισότιμου εναλλακτικού μαθήματος, διανομή των σχολικών εγχειριδίων κ.λπ.). Με τα δεδομένα αυτά, η συλλογή και επεξεργασία των ειδικής αυτής κατηγορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα παρίσταται νόμιμη και θεμιτή, κατά την έννοια του άρθρου 5 αλλά και του άρθρου 9 παρ. 1 και 2 του Γενικού Κανονισμού 2016/679, εφ’ όσον είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και αφορά σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, την οργάνωση της εκπαιδευτικής πολιτικής του κράτους κατά τρόπο ώστε να εκπληρώνεται αφ’ ενός η συνταγματική υποχρέωση για την οργάνωση της διδασκαλίας μαθήματος των θρησκευτικών υποχρεωτικού χαρακτήρα προς τον σκοπό της ανάπτυξης της θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών (άρθρο 16 παρ. 2 Συντ.) και, αφ’ ετέρου, η συνταγματική υποχρέωση για τη διασφάλιση στους φορείς του δικαιώματος απαλλαγής της δυνατότητας να απαλλαγούν από την υποχρέωση παρακολούθησης του μαθήματος των θρησκευτικών, ενόψει της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως (άρθρο 13 παρ. 1 Συντ). Εξάλλου, η εν λόγω επεξεργασία είναι απαραίτητη και για την άσκηση νομικής αξιώσεως των φορέων του δικαιώματος απαλλαγής μαθητών και των γονέων τους, αξίωση η οποία απορρέει από το δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, δεδομένου ότι η ένδικη διαδικασία θεσπίζεται χάριν απαλλαγής των μη ορθόδοξων χριστιανών μαθητών από την, επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και τον νόμο, υποχρέωση παρακολουθήσεως του μαθήματος αυτού. Αποτελούν δε επαρκείς νομικές βάσεις επεξεργασίας για τα εν προκειμένω ειδικής κατηγορίας προσωπικά δεδομένα η περ. στ´ της παρ. 2 του άρθρου 9 του Κανονισμού, δηλαδή η περίπτωση της επεξεργασίας που είναι απαραίτητη για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων, σε συνδυασμό με την περ. ζ´ της παρ. 2 του άρθρου 9 του Κανονισμού, δηλαδή η περίπτωση της επεξεργασίας που είναι απαραίτητη για λόγους ουσιαστικού δημόσιου συμφέροντος, βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους, το οποίο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο στόχο, σέβεται την ουσία του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων και προβλέπει κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων (περ. δ΄ παρ. 5 του άρθρου 3 της προσβαλλομένης). Όσον αφορά, ειδικότερα, το περιεχόμενο της αιτήσεως απαλλαγής, η υποβολή αιτήσεως με την αναφορά «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των θρησκευτικών», περιέχει το ελάχιστο περιεχόμενο που απαιτείται για την απαλλαγή από ένα υποχρεωτικό μάθημα από τους φορείς του δικαιώματος αυτού, συνιστάμενο στο συνταγματικό έρεισμα του δικαιώματος. Άλλωστε, ενόψει του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, το οποίο διέπεται από τις διατάξεις του Συντάγματος και την πάγια ερμηνεία τους και αναγνωρίζει στο πλαίσιο του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα απαλλαγής μόνο σε μη ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές, ουδεμία επιρροή ασκεί, από απόψεως προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας υπό την ειδικότερη μορφή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων, το περιεχόμενο της αιτήσεως (δηλαδή αν έχει ή όχι οποιαδήποτε αναφορά είτε σε λόγους συνειδήσεως είτε σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως), δεδομένου ότι είτε με τη μία είτε με την άλλη εκδοχή, παρέχεται μία και η αυτή πληροφορία (αίτηση απαλλαγής για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως). Εν πάση δε περιπτώσει, η υπό κρίση αίτηση δεν εξειδικεύει ποια είναι τα περαιτέρω προσωπικά δεδομένα που αποκαλύπτονται με την αόριστη και γενική αναφορά σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως στην αίτηση περί απαλλαγής, σε σχέση με εκείνα που θα προέκυπταν αν στην αίτηση περί απαλλαγής δεν υπήρχε αυτή η αναφορά. Κατά συνέπεια, τα περιεχόμενα στην αίτηση απαλλαγής προσωπικά δεδομένα τελούν σε αναγκαία σύνδεση με τους προεκτεθέντες σκοπούς της επεξεργασίας (απαλλαγή από υποχρεωτικό μάθημα στους δικαιούμενους την απαλλαγή και αντίστοιχη οργάνωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, με μεταφορά σε άλλο τύπο μαθήματος/ απασχόλησης), η δε συλλογή και η μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τους, για την οποία και μόνο παραπονείται με την κρινόμενη αίτηση το αιτούν, χωρίς να αμφισβητεί την περαιτέρω καταχώριση της απαλλαγής στο πληροφοριακό σύστημα, δεν προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή αποτυπώνεται και στην περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 του Γενικού Κανονισμού, υπό την ειδικότερη μορφή της αρχής της ελαχιστοποίησης των προσωπικών δεδομένων. Ειδικότερα, τα προσωπικά δεδομένα που υποβάλλονται με τη μορφή της έγχαρτης αιτήσεως απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών με το περιεχόμενο που περιλαμβάνει η προσβαλλόμενη απόφαση συλλέγονται για ρητά καθορισμένους και νόμιμους σκοπούς, είναι κατάλληλα, συναφή και περιορίζονται στον αναγκαίο -για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία- βαθμό και διατηρούνται υπό τη μορφή της έγχαρτης αιτήσεως μόνο για ένα τρίμηνο από τη λήξη του σχολικού έτους για το οποίο υποβάλλονται. Επομένως, η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων που λαμβάνει χώρα δυνάμει της αιτήσεως με το συγκεκριμένο περιεχόμενο που προβλέπει η προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο και, επομένως, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

24. Επειδή, περαιτέρω, αβασίμως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν εφάρμοσε τη Γνωμοδότηση 2/2022 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, δεδομένου ότι, όπως υποστηρίζει η Διοίκηση στο έγγραφο των απόψεών της και προκύπτει από την παράγραφο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως με τίτλο «Επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των υποκειμένων», η γνώμη της Αρχής ελήφθη υπόψη και υιοθετήθηκε στα σημεία που αφορούν στη διαχείριση και προστασία των προσωπικών δεδομένων των μαθητών κατά την καταχώρισή τους στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Τα ζητήματα αυτά, επί των οποίων αρμοδίως γνωμοδότησε η Αρχή, είχαν τεθεί με αιτήσεις ακυρώσεως που είχαν ασκηθεί κατά της προγενέστερης 61178/ΓΔ4/28.5.2021 κοινής αποφάσεως της Υπουργού και της Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία ακυρώθηκε με την προεκτεθείσα 1478/2022 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεδομένου ότι δεν είχε τηρηθεί ο ουσιώδης τύπος της γνωμοδοτήσεως της Αρχής πριν από την έκδοσή της. Δεν αποτελούν δε αντικείμενο εξέτασης στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς, δεδομένου ότι δεν αμφισβητούνται από το αιτούν, το οποίο εν προκειμένω παραπονείται μόνο για το περιεχόμενο της αιτήσεως που υποβάλλεται για την απαλλαγή των μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών. Και ναι μεν επί του τελευταίου αυτού ζητήματος η Αρχή στην ως άνω γνωμοδότησή της διατύπωσε την άποψη ότι η αναφορά απλώς σε «λόγους συνείδησης» στην αίτηση απαλλαγής αντί για «λόγους θρησκευτικής συνείδησης» θα διασφάλιζε σε μεγαλύτερο βαθμό από ποιοτική άποψη την αρχή της «ελαχιστοποίησης των δεδομένων», άποψη η οποία δεν υιοθετήθηκε από την προσβαλλόμενη πράξη. Πλην το αιτούν, το οποίο με την αίτησή του επιδιώκει την απαλλαγή των μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών, καθώς και την επιλογή, από της θεσπίσεώς του, ισότιμου εναλλακτικού μαθήματος (βλ. ΣτΕ 1478/2022 Ολομ., σκ. 10), χωρίς οποιαδήποτε αναφορά ούτε σε «λόγους συνείδησης» ούτε σε «λόγους θρησκευτικής συνείδησης», αλυσιτελώς επικαλείται την ως άνω γνωμοδότηση της Αρχής. Πέραν αυτού, όπως προεκτέθηκε, ενόψει του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου για τη χορήγηση της απαλλαγής, το οποίο αναγνωρίζει στο πλαίσιο του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα απαλλαγής μόνο σε μη ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές, ουδεμία επιρροή ασκεί, από απόψεως προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας υπό την ειδικότερη μορφή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων, το περιεχόμενο της αιτήσεως (δηλαδή αν έχει ή όχι αναφορά είτε σε λόγους συνειδήσεως είτε σε λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως), δεδομένου ότι είτε με τη μία είτε με την άλλη εκδοχή, παρέχεται η ίδια και η αυτή πληροφορία. Eξάλλου, η σύσταση στα κράτη μέλη εποπτικών αρχών, εξουσιοδοτημένων να εκτελούν τα καθήκοντά τους και να ασκούν τις εξουσίες τους με πλήρη ανεξαρτησία, αποτελεί, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική σκέψη 117 του Κανονισμού 2016/679, ουσιώδη συνιστώσα της προστασίας των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα (βλ. ΣτΕ 561/2022 και ΔΕΕ, Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως, απόφαση της 15.6.2021, C-645/19, Facebook Ireland Ltd, ιδίως σκέψη 67). Για τον λόγο αυτόν, ο Κανονισμός επιβάλλει στα κράτη μέλη τη σύσταση εποπτικών αρχών (άρθρο 51), λαμβάνει πρόνοια για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας τους και τη θέσπιση κανόνων σχετικών με την επιλογή των μελών τους (άρθρα 52 και 53), εξοπλίζει δε τις αρχές αυτές με εξουσίες έρευνας, αδειοδοτικές και συμβουλευτικές καθώς και διορθωτικές εξουσίες (άρθρο 58). Αντίστοιχες ρυθμίσεις και μέτρα εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού περιέχει, εξάλλου, και το εθνικό δίκαιο (ν. 4624/2019). Στο πλαίσιο αυτό, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ασκώντας τη γνωμοδοτική αρμοδιότητα που της παρέχει η ειδική διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 περ. γ΄ του ν. 4624/2019, εξέδωσε την 2/2022 γνωμοδότησή της σε σχέση με την προωθούμενη ρύθμιση, η οποία αφορούσε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ειδικής κατηγορίας, και η οποία, όπως κρίθηκε με την 1478/2022 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, απαιτείτο, ως ουσιώδης τύπος, πριν την έκδοση της ρυθμίσεως αυτής. Ενόψει, όμως, της διαφυλάξεως της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων, την οποία η ενωσιακή έννομη τάξη αναγνωρίζει και έναντι των αρχών προστασίας προσωπικών δεδομένων (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 24.3.2022, C- 245/20), δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να αποτελέσει μομφή για το καθού η αίτηση Υπουργείο η υιοθέτηση ερμηνείας συνταγματικών ή υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων που έχει διατυπωθεί από το αρμόδιο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο. Ούτε, άλλωστε, μπορεί να αποτελέσει μομφή για τη Διοίκηση η διατήρηση του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών για τους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές, αντί για τη μετατροπή του σε μάθημα επιλογής ή σε εντελώς προαιρετικό για όλους τους μαθητές, στην οποία κατατείνει, εντέλει, η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως. Και τούτο, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό κατά το Σύνταγμα, δεν αντίκειται δε ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του μαθήματος στην ΕΣΔΑ.

25. Επειδή, προβάλλεται ακόμη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, καθό μέρος εξαρτά την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών των ανήλικων μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από την υποβολή αιτήσεως εκ μέρους των γονέων τους, παραβιάζει το δικαίωμα των ανηλίκων να αυτοπροσδιορίζονται ως άθεοι, άθρησκοι ή αγνωστικιστές, στερώντας τους το δικαίωμα να επιλέξουν οι ίδιοι ελεύθερα την απαλλαγή τους από το μάθημα των θρησκευτικών, ανεξάρτητα από το θρήσκευμα ή τις πεποιθήσεις των γονέων τους, κατά παράβαση του άρθρου 14 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού γίνεται επίκληση των τελικών παρατηρήσεων της Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Παιδιού για την Ελλάδα [υπό στοιχεία CRC/C/GRC/CO/4-6/3 Μαΐου - 3 Ιουνίου 2022 και CRC/C/GRC/CO/2-3 (παρ. 35) έγγραφα].

26. Επειδή, η κυρωθείσα με τον ν. 2101/1992 (Α΄ 192) Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οποία υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το 1989 και τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα στις 10.6.1993 (βλ. σχετικά την Φ.0546/76/ΑΣ461/ Μ.3980/16.9.1993 ανακοίνωση Υπουργείου Εξωτερικών, Α´ 166), περιλαμβάνει ειδικές ρυθμίσεις για την προστασία των ανηλίκων. Ειδικότερα, στο άρθρο 4 της συμβάσεως αυτής ορίζεται ότι: «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη υποχρεούνται να παίρνουν όλα τα νομοθετικά, διοικητικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των αναγνωρισμένων στην παρούσα Σύμβαση δικαιωμάτων. Στην περίπτωση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων, παίρνουν τα μέτρα αυτά μέσα στα όρια των πόρων που διαθέτουν και, όπου είναι αναγκαίο, μέσα στα πλαίσια της διεθνούς συνεργασίας», στο άρθρο 14 ότι: «1. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη σέβονται το δικαίωμα του παιδιού για ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. 2. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη σέβονται το δικαίωμα και το καθήκον των γονέων ή, κατά περίπτωση, των νόμιμων εκπροσώπων του παιδιού, να το καθοδηγούν στην άσκηση του παραπάνω δικαιώματος κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του. 3. Η ελευθερία της δήλωσης της θρησκείας του ή των πεποιθήσεών του μπορεί να υπόκειται μόνο στους περιορισμούς που ορίζονται από το νόμο και που είναι αναγκαίοι για τη διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της δημόσιας υγείας και των δημόσιων ηθών, ή των ελευθεριών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των άλλων». Τέλος, στο άρθρο 43 της ως άνω συμβάσεως προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι προς τον σκοπό της έρευνας της προόδου που έχει συντελεστεί από τα Συμβαλλόμενα Κράτη σε σχέση με την τήρηση των υποχρεώσεων, οι οποίες συμφωνήθηκαν δυνάμει της Συμβάσεως αυτής, συγκροτείται Επιτροπή του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού, στο δε άρθρο 44 ορίζονται τα εξής: «1. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να υποβάλλουν στην Επιτροπή, μέσω του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, εκθέσεις σχετικά με τα μέτρα που έχουν υιοθετήσει για την ενεργοποίηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στην παρούσα Σύμβαση, καθώς και σχετικά με την πρόοδο που σημειώθηκε ως προς την απόλαυση αυτών των δικαιωμάτων: α) Εντός των δύο πρώτων ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας Σύμβασης για κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος. β) Κατόπιν, κάθε πέντε χρόνια. 2. Οι εκθέσεις που συντάσσονται σε εφαρμογή του παρόντος άρθρου, πρέπει να επισημαίνουν τους παράγοντες και τις δυσκολίες, εάν υπάρχουν, που εμποδίζουν τα Συμβαλλόμενα Κράτη να τηρήσουν πλήρως τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα Σύμβαση. Πρέπει επίσης να περιέχουν επαρκείς πληροφορίες, για να δώσουν στην Επιτροπή μια ακριβή εικόνα της εφαρμογής της Σύμβασης στην εν λόγω χώρα. 3. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη τα οποία έχουν υποβάλει στην Επιτροπή μια αρχική πλήρη έκθεση, δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνουν στις επόμενες εκθέσεις που υποβάλλουν, σύμφωνα με το εδάφιο β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τις βασικές πληροφορίες που έχουν ήδη κοινοποιήσει. 4. Η Επιτροπή μπορεί να ζητά από τα Συμβαλλόμενα Κράτη συμπληρωματικές πληροφορίες, σχετικές με την εφαρμογή της Σύμβασης. 5. Η Επιτροπή υποβάλλει κάθε δύο χρόνια στη Γενική Συνέλευση, μέσω του Κοινωνικού και Οικονομικού Συμβουλίου, εκθέσεις για τις δραστηριότητες της. 6. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη καθιστούν ευρέως προσιτές τις εκθέσεις τους στο κοινό της χώρας τους». Εξάλλου, στην υιοθετηθείσα στην 90ή σύνοδο της Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Παιδιού της 3.5-3.6.2022 Εξέταση των εκθέσεων που υποβλήθηκαν από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 44 της εν λόγω διεθνούς συμβάσεως - Καταληκτικές Παρατηρήσεις για την Ελλάδα (CRC/C/GRC/CO/4-6), αναφέρεται στη σκέψη 23 ότι «παρότι είναι θετική η τροποποίηση της εθνικής νομοθεσίας που απαγορεύει στα σχολεία να τηρούν αρχεία για το θρήσκευμα των μαθητών και προβλέπει τη δυνατότητα απαλλαγής των μη Χριστιανών Ορθοδόξων από το μάθημα των θρησκευτικών», ωστόσο η Επιτροπή συστήνει στην Ελλάδα «… να εξασφαλίσει ότι όλοι οι μαθητές, ανεξαρτήτως των θρησκευτικών πεποιθήσεων των γονέων τους, θα μπορούν να απαλλαγούν από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών».

27. Επειδή, η νομοθετική κύρωση και ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη μιας διεθνούς συμβάσεως δεν συνεπάγεται ότι αναγνωρίζεται άνευ ετέρου άμεσο αποτέλεσμα (αυτοδύναμη εφαρμογή) στο σύνολο των διατάξεων της συμβάσεως αυτής και μάλιστα στις διατάξεις της εκείνες οι οποίες, λόγω της γενικής και αόριστης διατύπωσής τους, δεν δημιουργούν αγώγιμες αξιώσεις. Οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να προβληθούν στα ελληνικά δικαστήρια για την υποστήριξη ισχυρισμών, χωρίς να προηγηθεί η θέσπιση νομοθετικών μέτρων εφαρμογής του διεθνούς κανόνα. Και τούτο ενόψει του ότι η ελληνική έννομη τάξη και ιδίως το άρθρο 28 του Συντάγματος, δεν αγνοεί ότι το διεθνές δίκαιο δεν αναγνωρίζει άμεσο αποτέλεσμα σε όλες τις διεθνείς συμβάσεις ή σε όλες τις επί μέρους διατάξεις των διεθνών συμβάσεων αδιακρίτως και, συνεπώς, δεν επιβάλλει στον εθνικό δικαστή την υποχρέωση να αφήσει ανεφάρμοστη διάταξη εθνικού νόμου για τον λόγο ότι αντίκειται σε διάταξη του διεθνούς δικαίου, η οποία στερείται αμέσου αποτελέσματος (ΣτΕ 177/2023 Ολομ., σκ. 32). Στην προκειμένη περίπτωση η προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 14 της Διεθνούς Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού δημιουργεί μόνον υποχρεώσεις μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών χωρίς να δημιουργεί δικαιώματα για τους ιδιώτες, ώστε να είναι δεκτική απευθείας επικλήσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (βλ. ad hoc για το άρθρο 14 της εν λόγω συμβάσεως Conseil d’ État απόφαση της 3.7.1996, M.X., αρ. 140872). Ενόψει αυτών, η ως άνω διάταξη, η εφαρμογή της οποίας με τον τρόπο που υποστηρίζει η αιτούσα Ένωση θα έθιγε το καθήκον και δικαίωμα των γονέων στη μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τους, η οποία περιλαμβάνει τη μόρφωση και την εκπαίδευσή τους (βλ. άρθρα 1510 και 1518 του Αστικού Κώδικα), καθώς και το δικαίωμά τους να εξασφαλίζουν τη μόρφωση και την εκπαίδευση των τέκνων τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις (άρθρο 2 παρ. 2 ΠΠΠ ΕΣΔΑ, ΣτΕ Ολομ. 1749, 1750/2019), δεν είναι εν προκειμένω δεκτική απευθείας επικλήσεως. Περαιτέρω, η αναφορά του αιτούντος στις υιοθετηθείσες από την Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού Καταληκτικές Παρατηρήσεις για την Ελλάδα ουδεμία επιρροή ασκεί εν προκειμένω. Τούτο, διότι πρόκειται για κείμενο μη δεσμευτικού χαρακτήρα και θέτει όχι εξαναγκαστό προς τήρηση δίκαιο, με την ίδρυση αγώγιμου δικαιώματος ή αναγνώριση εννόμου συμφέροντος προς τούτο, αλλά «ήπιο δίκαιο», με προτροπή προς εκούσια συμμόρφωση σε αυτό (πρβλ. ΣτΕ 2347-2348/2017 Ολομ., 3936/2014, 429/2014, 886/2011, 4044/2009, 4055-4056/2008). Με τα δεδομένα αυτά, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, περί παραβιάσεως του άρθρου 14 της Διεθνούς Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού, ανεξαρτήτως του παραδεκτού της προβολής του, είναι απορριπτέος στο σύνολό του, προεχόντως για τον λόγο της μη αυτοδύναμης εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως.

28. Επειδή, το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει τα εξής: «Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις: α) επί της ερμηνείας των Συνθηκών, β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι η απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ’ αυτού. Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο ...».

29. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο της Επικρατείας κρίνει ότι, ενόψει όσων έχουν αναλυτικά εκτεθεί στις προηγούμενες σκέψεις, δεν καταλείπεται καμία εύλογη αμφιβολία ως προς το ότι η υποβολή αιτήσεως στην οποία θα αναφέρεται «λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των θρησκευτικών» για την απαλλαγή των μαθητών από το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών είναι συμβατή με τις διατάξεις του Γενικού Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 για την Προστασία Δεδομένων. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, όπως αβασίμως προβάλλει το αιτούν με το κατατεθέν μετά τη συζήτηση υπόμνημα, κατ’ επίκληση της αποφάσεως του ΕΔΔΑ Γεωργίου κατά Ελλάδος της 14.3.2023 (πρβ. ΣτΕ 561/2022).

30. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 1 του 16ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το οποίο κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4596/2019 (Α΄ 32) ορίζονται τα εξής: «1. Τα ανώτατα δικαστήρια ενός Υψηλού Συμβαλλόμενου Κράτους Μέλους, όπως καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 10, μπορούν να ζητήσουν από το Δικαστήριο να εκδώσει γνωμοδοτήσεις επί ζητημάτων αρχής που σχετίζονται με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των δικαιωμάτων και ελευθεριών που ορίζονται στη Σύμβαση ή στα πρωτόκολλα αυτής. 2. Το αιτούν δικαστήριο μπορεί να ζητήσει γνωμοδότηση μόνο στο πλαίσιο υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιόν του. 3. Το αιτούν δικαστήριο αιτιολογεί το αίτημά του και παρέχει το σχετικό και πραγματικό πλαίσιο της εκκρεμούς υπόθεσης». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του ως άνω κυρωτικού νόμου 4596/2019 ορίζονται τα εξής: «Υποβολή αιτήματος γνωμοδότησης. 1. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ο Άρειος Πάγος, το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο ορίζονται ως τα αρμόδια δικαστήρια που μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου να ζητήσουν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), στο πλαίσιο υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιόν τους, να εκδώσει γνωμοδοτήσεις επί ζητημάτων αρχής τα οποία σχετίζονται με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των δικαιωμάτων και ελευθεριών, που ορίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ν.δ. 53/1974) ή στα Πρωτόκολλα αυτής που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα. 2. Αίτημα γνωμοδότησης μπορεί να υποβληθεί από τα δικαστήρια της παραγράφου 1 είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματος των διαδίκων, σε κάθε στάση της δίκης έως την έκδοση της απόφασης. Σε κάθε περίπτωση, η υποβολή αιτήματος γνωμοδότησης προς το ΕΔΔΑ εναπόκειται στην απόλυτη κρίση των δικαστηρίων αυτών».

31. Επειδή, με το ως άνω πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ διευρύνεται η γνωμοδοτική αρμοδιότητα του ΕΔΔΑ, στο πλαίσιο της προσπάθειας για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του μηχανισμού επίβλεψης της Συμβάσεως αυτής, καθώς και της ενίσχυσης του διαλόγου μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του ΕΔΔΑ. Η γνωμοδοτική αυτή διαδικασία που θεσπίζεται με σκοπό την ενίσχυση περαιτέρω της αλληλεπίδρασης μεταξύ του ΕΔΔΑ και των εθνικών αρχών και την ενδυνάμωση της εφαρμογής της Συμβάσεως, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, έχει προαιρετικό χαρακτήρα. Η υποβολή του αιτήματος εναπόκειται στην απόλυτη κρίση του αιτούντος ανωτάτου δικαστηρίου, πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να αφορά ζητήματα αρχής σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των δικαιωμάτων και ελευθεριών της ΕΣΔΑ που αναφύονται στο πλαίσιο εκκρεμούς υποθέσεως.

32. Επειδή, στην παρούσα υπόθεση το Συμβούλιο της Επικρατείας κρίνει ότι, ενόψει των γενομένων δεκτών στις προηγούμενες σκέψεις σε σχέση με τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως, δεν συντρέχει λόγος υποβολής αιτήματος γνωμοδότησης στο ΕΔΔΑ κατ’ εφαρμογή του 16ου πρωτοκόλλου, όπως ζητεί το αιτούν σωματείο με το κατατεθέν μετά τη συζήτηση υπόμνημα.

33. Επειδή, κατόπιν αυτών και εφ’ όσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος ακυρώσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απορρίπτει την αίτηση.

Δέχεται τις παρεμβάσεις.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος σωματείου τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου και των παρεμβαινουσών Εκκλησίας της Ελλάδος και Εκκλησίας της Κρήτης, η οποία ανέρχεται για καθένα νομικό πρόσωπο στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 24 Μαΐου 2023

Η ΠρόεδροςΗ Γραμματέας

Ευαγγελία ΝίκαΕλένη Γκίκα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023.

Ο ΠρόεδροςΗ Γραμματέας

του Γ΄ Θερινού Τμήματος

Κωνσταντίνος ΚουσούληςΕλένη Γκίκα

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.

Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.

Αθήνα, ..............................................

Η Πρόεδρος   H Γραμματέας

Στοιχεία Απόφασης

Συμβούλιο της Επικρατείας
Ολομέλεια
Απόφαση
Α1536/2023
07/09/2023
Αίτηση ακυρώσεως
Ε2103/2022
Ολομέλεια
ECLI:EL:COS:2023:0907A1536.22E2103
ΣΩΜ. "ΕΝΩΣΗ ΑΘΕΩΝ"
ΥΠ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)