23/8/14

π. Δημήτριος Μπόκος, Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (Γ΄)

Α Γ Ι Ο Σ   Κ Ο Σ Μ Α Σ   Ο   Α Ι Τ Ω Λ Ο Σ
Γ΄
Δι­δα­χς-θαύ­μα­τα-προ­φη­τε­ες
(ἀφηγηματικὴ σύνθεση)
π.   Δ η μ η τ ρ ί ο υ   Μ π ό κ ο υ
­γιος ­φη­σε γι λί­γο τ βλέμ­μα του ν πλα­νη­θε στς κο­ρυ­φς γύ­ρω του. ­να­το­λι­κ κα νό­τια ­πλώ­νον­ταν ­τέ­λει­ω­τες βου­νο­κορ­φς τ ­γρα­φα. Συμπαγς κα χιονόλευκος γκος τ Τζουμέρκα πόμακρα, ρθωναν μεγαλόπρεπο τ νάστημά τους στν βορειο-δυτικ ρίζοντα. Α­θόρ­μη­τα σή­κω­σε τ χέ­ρι του κα τ ε­λό­γη­σε.

-   Ε­λο­γη­μέ­να βου­νά! ­να­φώ­νη­σε. Πό­σα γυ­ναι­κό­παι­δα θ σώ­σε­τε, πό­σες ψυ­χές, ­ταν λ­θουν τ δύ­σκο­λα χρό­νια! Κα­λό­τυ­χοι ­σες πο βρε­θή­κα­τε ­δ, πά­νω στ ψη­λ βου­νά, για­τ α­τ θ σς φυ­λά­ξουν ­π πολ­λ δει­νά. Θ ­κο­τε κα δν θ βλέ­πε­τε τν κίν­δυ­νο.
-   Θ λευ­τε­ρω­θο­με πο­τέ, ­γι­ε το Θε­ο; ρω­το­σαν μ λα­χτά­ρα ο σκλά­βοι.
-   Α­τ μι μέ­ρα θ γί­νει ρω­μαί­ι­κο κα κα­λό­τυ­χος ­ποι­ος ζή­σει σ κε­νο τ βα­σί­λει­ο.
-   Πό­τε θ γί­νει α­τό, ­γι­ε;
-   Τ πο­θού­με­νο θ γί­νει στν τρί­τη γε­νιά. Θ τ ­δον τ γ­γό­νια σας. Τ βά­σα­να ε­ναι πολ­λ ­κό­μη. Θυ­μη­θε­τε τ λό­για μου. Το­το σς λέ­γω κα σς πα­ραγ­γέλ­λω: κν ο­ρα­νς ν κα­τέ­βει κά­τω, κν γ ν ­νέ­βει ­πά­νω, κν ­λος κό­σμος ν χα­λά­σει, κα­θς μέλ­λει ν χα­λά­σει, σή­με­ρον, α­ριον, ν μ σς μέλ­λει τί ­χει ν κά­μει Θε­ός. Τ κορ­μί σας ς τ κά­ψουν, ς τ τη­γα­νί­σουν, τ πράγ­μα­τά σας ς τ πά­ρουν. Μ σς μέλ­λει. Δ­στε τα. Δν ε­ναι δι­κά σας. Ψυ­χ κα Χρι­στς σς χρει­ά­ζον­ται. Α­τ τ δύ­ο ­λος κό­σμος ν πέ­σει, δν μπο­ρε ν σς τ πά­ρει, ­κτς κα τ δώ­σε­τε μ τ θέ­λη­μά σας. Α­τ τ δύ­ο ν τ φυ­λά­γε­τε, ν μν τ χά­σε­τε.
­ως ­του κλεί­σει πλη­γ α­τ το πλά­τα­νου, συ­νέ­χι­σε δεί­χνον­τας τ δέν­τρο πο σκί­α­ζε τν πλα­τεί­α, τ χω­ριό σας θά ΄ναι σκλα­βω­μέ­νο κα δυ­στυ­χι­σμέ­νο.
­ταν πέ­σουν δυ­ πα­σχα­λι­ς μα­ζί, θ ρ­θει τ πο­θού­με­νο.
­ταν δε­τε τ χι­λι­άρ­με­νο στ λ­λη­νι­κ νε­ρά, τό­τε θ λυ­θε τ ζή­τη­μα τς Πό­λης.
Ο ν­τί­χρι­στοι (=ο Τορ­κοι) θ φύ­γουν, λ­λ θά ‘ρθουν πά­λι κα θ φθά­σουν ς τ ­ξα­μί­λια. ­πει­τα θ τος κυ­νη­γή­σε­τε ­ως τν Κόκ­κι­νη Μη­λιά. ­π τος Τούρ­κους τ ­να τρί­το θ σκο­τω­θε, τ λ­λο τρί­το θ βα­πτι­σθε κα μο­νά­χα τ ­να τρί­το θ πά­ει στν Κόκ­κι­νη Μη­λιά.
Θ ρ­θει και­ρς πο ο Ρω­μιο θ τρώ­γον­ται με­τα­ξύ τους. ­γ συ­στή­νω ­μό­νοι­α κα ­γά­πη.
Τ λό­για του φω­τι­σμέ­να, προ­φη­τι­κά, ­ρι­χναν στά­λα-στά­λα τν λ­πί­δα στς τυ­ρα­γνι­σμέ­νες ψυ­χς τν σκλά­βων. Θέ­ρι­ευ­αν τ λα­χτά­ρα τους, δυ­νά­μω­ναν τν ­πο­μο­νή τους. ­ταν τε­λεί­ω­σε, φώ­να­ξε τος ­ε­ρες πο τν συ­νό­δευ­αν ν ση­κω­θον. Σκορ­πί­στη­καν μέ­σα στ πλ­θος γι ν ­ξο­μο­λο­γη­θον ­σοι ­θε­λαν. Τέ­λε­σαν Ε­χέ­λαι­ο κα πέ­ρα­σαν ­λοι ο Χρι­στια­νο ν χρι­σθον. Βά­πτι­σαν ­λα τ παι­δι πο ­ταν ­βά­πτι­στα.
­λιος ­γερ­νε, ­ταν τέ­λει­ω­σαν ­λα α­τά. ­γιος ­ταν κα­τά­κο­πος. Τν π­ραν σ’ ­να σπί­τι ν τν φι­λο­ξε­νή­σουν. νοι­κο­κυ­ρ ­φε­ρε μι κα­θα­ρ λ­λα­ξι το ν­τρα της κα ζή­τη­σε δι­α­κρι­τι­κ ­π’ τν ­γιο ν το πλύ­νει τ που­κά­μι­σο. Τ ­πλυ­νε ε­λα­βι­κ κα ­στε­ρα ζή­τη­σε ν τ κρα­τή­σει. Γι ε­λο­γί­α το σπι­τι­κο της κα ­λου το χω­ριο. Γι ­ε­ρ κει­μή­λιο. ­γιος δν ρ­νή­θη­κε.
Πρω­-πρω­ τος ξύ­πνη­σε καμ­πά­να. Ο πλα­γι­ς κα τ φα­ράγ­για ν­τι­λά­λη­σαν. Χρό­νια ε­χα­νε ν’ ­κού­σουν τ χαρμό­συ­νο, γλυ­κό της κε­λά­δη­μα. Ε­χαν κα­ταν­τή­σει ­λι­βά­νι­στοι. Μι με­λαγ­χο­λι­κ σι­γ σκέ­πα­ζε τ πάν­τα, ­π τό­τε πο ­μει­ναν χω­ρς πα­π. Ο Χρι­στια­νο νη­στε­μέ­νοι κι ­ξο­μο­λο­γη­μέ­νοι λει­τουργή­θη­καν κα με­τά­λα­βαν. Τ νε­ο­φώ­τι­στα παι­δι κρα­το­σαν λαμ­πά­δες ­ναμ­μέ­νες. ­γιος ε­πε κα μοί­ρα­σαν σ’ ­λους κε­ριά, ­π α­τ πο κου­βα­λο­σε συ­νο­δεί­α του. Τ’ ­να­ψαν ­λα κα τα­πει­νή τους κ­κλη­σι ­στρα­πο­βό­λη­σε. Πλημμυρισμένες π χαρ ο καρδιές τους, λάφρωσαν λίγο π’  τ πλάκωμα τς σκλαβις. Τος φά­νη­κε σν νά ‘χαν Λαμ­πρή.
­θε­λαν ν τν κρα­τή­σουν ­κό­μα, μ ­γιος βι­α­ζό­ταν. Ε­χε ν πε­ρά­σει ­μέ­τρη­τους τό­πους κα χω­ριά. Παν­το τν πε­ρί­με­ναν. Μ δά­κρυ­α στ μά­τια τν ξε­προ­βό­δι­σαν. ­φε­ραν ­να μου­λά­ρι γι ν τν κα­τε­βά­σουν ­π τ’ ­γρια μο­νο­πά­τια. Ε­παν στ παι­δ πο τρα­βο­σε τ σχοι­νί, ν συμ­βε τί­πο­τε κά­τω στς κα­κο­το­πι­ές, ν τρέ­ξει ψη­λ στν ­πέ­ναν­τι ρά­χη κα ν φω­νά­ξει. ­γιος χα­μο­γέ­λα­σε.
-   Θά ‘ρθει και­ρός, τος ε­πε, πο ο ν­θρω­ποι θ μι­λον ­π ­να μα­κρι­ν μέ­ρος σ λ­λο, σν ν βρί­σκον­ται σ πλα­γι­ν δω­μά­τια. Δν θ τα­ξι­δεύ­ε­τε πι μ τ ζ­α. Θ δε­τε στν κάμ­πο ­μά­ξι χω­ρς ­λο­γα ν τρέ­χει γρη­γο­ρώ­τε­ρα ­π’ τν λα­γό. Θ βγον πράγ­μα­τα ­π’ τ σχο­λε­α, πο νος σας δν τ φαν­τά­ζε­ται. ­μως ­π’ τος δι­α­βα­σμέ­νους θ ‘ρθε κα με­γά­λο κα­κό. Θ δε­τε ν πε­τ­νε ν­θρω­ποι στν ο­ρα­ν σν μαυ­ρο­πού­λια κα ν ρί­χνουν φω­τι στν κό­σμο.
Ο ­πλο­ϊ­κο ν­θρω­ποι δν μπο­ρο­σαν ν κα­τα­λά­βουν τ προ­φη­τι­κά του λό­για, μ τ φύ­λα­ξαν ε­λα­βι­κ στν καρ­διά τους. Θ τ ζο­σαν κα θ τ κα­τα­λά­βαι­ναν κα­λ ο κα­το­πι­νς γε­νι­ές.
­γιος τος ε­λό­γη­σε, χαι­ρέ­τη­σε κα ­φυ­γε. δρό­μος του ­ταν μα­κρύς. Ε­χε ν ρ­γώ­σει ­π’ ­κρη σ’ ­κρη τν λ­λά­δα, γι ν ξα­να­στυ­λώ­σει τ ­φα­νι­σμέ­νο του γέ­νος. Γι ε­κο­σι ­λό­κλη­ρα χρό­νια ­τρε­χε. Κα τ κα­τά­φε­ρε.
«­κα­τά­στη­σε σχο­λε­α παν­τα­χο, τό­σον λ­λη­νι­κ (γυ­μνά-σια-λύ­κεια), ­σον κα κοι­ν (δη­μο­τι­κά), δι ν πη­γαί­νουν τ παι­δί­α κα ν μα­θαί­νουν δω­ρε­ν τ ­ε­ρ γράμ­μα­τα. ­κα­τά­πει­σε τος πλου­σί­ους κα ­γό­ρα­σαν ­πρ τς τέσ­σα­ρας χι­λιά­δας κο­λυμ­βή­θρας με­γά­λας χαλ­κω­μα­τέ­νιας, πρς δώ­δε­κα γρό­σια τν κα­θε­μί­αν, δι ν βα­πτί­ζων­ται κα­θς πρέ­πει τ παι­δί­α τν Χρι­στια­νν. Βι­βλί­α ­μοί­ρα­ζε χά­ρι­σμα ες ­κεί­νους ­που ­ξευ­ραν γράμ­μα­τα.
Κομ­βο­σχοί­νια κα σταυ­ρού­δια ­μοί­ρα­ζεν (­πρ τς πεν­τα­κο­σί­ας χι­λιά­δας) ες τν κοι­νν λα­όν, δι ν συγ­χω­ρον τος ­γο­ρά­ζον­τας. Ε­χε τεσ­σα­ρά­κον­τα πεν­τή­κον­τα ­ε­ρες ­που τν ­κο­λού­θουν, κα ­ταν ­μελ­λε ν ­πά­γ ­π μί­αν χώ­ραν ες λ­λην, ­πα­ράγ­γελ­λε ες τος Χρι­στια­νος ν ­ξο­μο­λο­γη­θον, ν νη­στεύ­σουν κα ν κά­μουν ­γρυ­πνί­αν.
Μοι­ρά­ζον­τας ες ­λους κη­ρί­α δω­ρε­άν, ­βαλ­λε τος ­ε­ρες κα ­δι­ά­βα­ζαν τ ­γιον Ε­χέ­λαι­ον κα ­χρί­ον­το ­λοι ο Χρι­στια­νοί. ­πει­δ τν ­κο­λού­θει λα­ς πο­λύς, δύ­ο κα τρες χι­λιά­δες, ­πρό­στα­ζεν ­π τ ­σπέ­ρας κα ­τοί­μα­ζαν σακ­κί­α πολ­λ ψω­μ κα κα­ζά­νι σι­τά­ρι βρα­σμέ­νον, κα ο­τως ­παιρ­ναν ­λοι ­π ­κε­να κα ­συγ­χώ­ρουν ζν­τας κα τε­θνε­­τας».
­γιος Κο­σμς Α­τω­λς πέ­θα­νε μαρ­τυ­ρι­κά, μ ­παγ­χο­νι­σμό, στς 24 Α­γού­στου 1779, ­μέ­ρα Σάβ­βα­το, στ χώ­μα­τα τς Βο­ρεί­ου ­πεί­ρου. φω­τι­σμέ­νη του μορ­φ ­μει­νε βα­θι χα­ραγ­μέ­νη στ μνή­μη το λα­ο μας. ­γι­νε δά­σκα­λος κα ­δη­γς το γέ­νους μας. ς κα­θο­δη­γε κα ­μς στος δύ­σκο­λους και­ρούς μας, ν εμα­στε ­ξιοι τς ­λευ­θε­ρί­ας πο θέ­λη­σε ν μς χα­ρί­σει.
Ν ­χου­με τν ε­χή του!

(ΤΕΛΟΣ)

π. Δημήτριος Μπόκος, Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (B΄)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)