Εν Πειραιεί τη 15η Απριλίου 2015
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
(2ον)
Μετά τα εισαγωγικά της προηγούμενης
δημοσιεύσεως, προχωρούμε στον ερμηνευτικό σχολιασμό της αποστολικής περικοπής της
Κυριακής του Πάσχα.
«Τον μεν πρώτον λόγον εποιησάμην περί πάντων, ω
Θεόφιλε, ων ήρξατο ο Ιησούς ποιείν τε και διδάσκειν» (Πρ.1,1).
Στον
πρώτο αυτό στίχο ο ευαγγελιστής απευθύνεται προς τον Θεόφιλο, προς τον οποίο
αφιέρωσε τον πρώτο λόγο του, το ευαγγέλιό του, και τώρα αφιερώνει και τον
δεύτερο, τις Πράξεις. Η λέξη «λόγος» εδώ έχει την σημασία του έργου,
της ιστορικής πραγματείας, του βιβλίου. Στο πρώτο μου έργο, το ευαγγέλιο, λέει
ο Λουκάς, σου έγραψα «περί πάντων». Ο ευαγγελιστής δεν έγραψε
λεπτομερώς τα πάντα, αλλά με περιληπτικό τρόπο τα κατεπείγοντα και αναγκαιότερα,
δηλαδή κεφαλαιωδώς και αδρομερώς. Δεν έγραψε μιά
πλήρη βιογραφία της ζωής του Χριστού, απλώς για να ικανοποιήσει την περιέργεια
του Θεοφίλου. Διότι τούτο και αδύνατο είναι και περιττό, σύμφωνα με τον λόγο
του ευαγγελιστού Ιωάννου: «Έστι δε και άλλα πολλά όσα εποίησε ο
Ιησούς…» (Ιω.21,25). Το ίδιο κάνει τώρα και στις Πράξεις. Εκείνο που
ενδιαφέρει τον Λουκά είναι να παρουσιάσει όχι την ζωή των αποστόλων, αλλά την
ζωή και την δράση της πρώτης Εκκλησίας και σε τελική ανάλυση την δράση του
αγίου Πνεύματος. Πώς δηλαδή η Εκκλησία που ξεκίνησε την ημέρα της Πεντηκοστής
από μια χούφτα ανθρώπους, εξαπλώθηκε σ’ όλο τον κόσμο. «Ών ήρξατο ο Ιησούς ποιείν τε και
διδάσκειν». Με την φράση αυτή συμπεριλαμβάνει όλο το απολυτρωτικό έργο
του Κυρίου, δηλαδή τα θαύματα, τη διδασκαλία του, την όλη αγία και αναμάρτητη
ζωή του, το πάθος, τον σταυρό και την ανάστασή του.
«Άχρι ης ημέρας εντειλάμενος τοις αποστόλοις διά
Πνεύματος αγίου ους εξελέξατο ανελήφθη» (1,2). Αυτό το απολυτρωτικό
έργο, που ξεκίνησε με το βάπτισμα, ολοκληρώθηκε την ημέρα της αναλήψεως. Προτού
όμως αναληφθή, έδωσε κάποια πολύ σημαντική εντολή στους αποστόλους. Να μην απομακρυνθούν
από την Ιερουσαλήμ, μέχρις ότου λάβουν το Πνεύμα το άγιο. Χωρίς Αυτό δεν θα
μπορέσουν να επιτύχουν τίποτε. Ούτε σοφία έχουν, ούτε δύναμη, ούτε οπλισμό. Αλλά
και αν ακόμη τα είχαν όλα αυτά, πάλι τίποτε δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν. Με
το πρώτο φύσημα του εχθρού θα εξαφανιστούν. Μόνον αν οπλιστούν με το άγιο
Πνεύμα, θα μπορέσουν να φέρουν εις πέρας το έργο αυτό, το οποίο καμία ανθρώπινη
δύναμη δεν μπορεί να πραγματοποιήσει. «Οις και παρέστησεν εαυτόν ζώντα μετά το
παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις, δι’ ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος αυτοίς
και λέγων τα περί της βασιλείας του Θεού» (1,3). Εδώ ομιλεί για την
ανάσταση, προσθέτοντας ορισμένες ακόμη πληροφορίες για το διάστημα, που
μεσολάβησε από την ανάσταση μέχρι την ανάληψη και στη συνέχεια περιγράφει, όπως
θα δούμε παρά κάτω, για δεύτερη φορά το γεγονός της αναλήψεως. Έτσι συνδέει το
πρώτο βιβλίο με το δεύτερο, το ευαγγέλιο με τις Πράξεις. Από την ανάσταση μέχρι την ανάληψη μεσολάβησαν 40
ημέρες, κατά την διάρκεια των οποίων «παρέστησεν εαυτὸν ζώντα», παρουσίασε δηλαδή τον
εαυτό του ζωντανό. Είναι οι διάφορες εμφανίσεις, μερικές από τις οποίες
παραθέτουν οι ευαγγελιστές. Στο 40ήμερο αυτό δεν έμενε συνεχώς μαζί τους, όπως
πρό της αναστάσεως, για να τους δείξει, ότι τώρα δεν πρόκειται να συνεχίσει την
παλαιά ζωή, αλλά ο σκοπός του είναι να τους διαβεβαιώσει, ότι όντως αναστήθηκε
και μάλιστα «εν πολλοίς τεκμηρίοις», δηλαδή με πολλά τεκμήρια, με πολλές αποδείξεις,
ντοκουμέντα. Τον είδαν με τα μάτια τους, τον άκουσαν με τα αυτιά τους, τον
ψηλάφησαν με τα χέρια τους, συνομίλησαν μαζί του, οσφράνθηκαν την παρουσία του.
Δεν ήταν στιγμιαίες και φευγαλέες εμφανίσεις. Κάθησε και έφαγε μαζί τους. Και όλα
αυτά, διότι το γεγονός της αναστάσεως έπρεπε να βεβαιωθεί από πολλούς αυτόπτες
μάρτυρες και με πολλούς τρόπους ως ένα αναντίρητο ιστορικό γεγονός. Και τούτο
πάλι διότι η ανάσταση είναι το θεμέλιο της πίστεως. Δεν στηρίζεται η ανάσταση
στην πίστη, αλλά η πίστη στηρίζεται στην ανάσταση. «Καὶ λέγων τὰ περὶ της βασιλείας του Θεού». Το σύνηθες αντικείμενο
των συζητήσεων ήταν η βασιλεία του Θεού. Η βασιλεία του Θεού είναι ο ίδιος ο
Χριστός, ο οποίος δημιουργεί με την ένσαρκη οικονομία του μια καινή κτίση, νέα
δημιουργία, νέα ανθρωπότητα. Προ της αναστάσεως τους δίδαξε πολλά με παραβολές,
(βλ. Ματθ.13), για την βασιλεία του Θεού. Σε λίγο, μετά την Πεντηκοστή, αυτή η
βασιλεία θα πάρει μια πιο συγκεκριμένη μορφή. Από δω και μπρός θα είναι η
Εκκλησία του, η οποία είναι το σώμα του, το οποίο θα ζεί και θα κινείται με την
δύναμη του αγίου Πνεύματος.
«Και συναλιζόμενος παρήγγειλεν αυτοίς από
Ιεροσολύμων μη χωρίζεσθαι, αλλά περιμένειν την επαγγελίαν του πατρός ην
ηκούσατέ μου» (1,4). Έτρωγε και έπινε μαζί τους. Μετά την ανάσταση ο Χριστός δεν
είχε ανάγκη να φάει και να πιεί, αλλά το έκανε για να βεβαιώσει την ανάστασή
του, να δούν ότι δεν είναι φάντασμα, αλλά ο ίδιος ο αγαπημένος τους διδάσκαλος.
Έτσι αργότερα θα πεί ο Πέτρος: Εμείς φάγαμε και ήπιαμε μαζί του, (Πραξ.10,41).
Και ο απόστολος Ιωάννης: «Ο ήν απ’ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν
τοις οφθαλμοίς, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν … μαρτυρούμεν και
απαγγέλομεν υμίν» (Α΄ Ίω.1,1). Τους παρήγγειλε επίσης «απὸ Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι», να μην απομακρυνθούν απὸ τα Ιεροσόλυμα, διότι εκεί θα έστελνε το
άγιο Πνεύμα. Ο Χριστός ήθελε ακριβώς στον τόπο όπου σταυρώθηκε, όπου
ονειδίστηκε, εμαστιγώθηκε κ.λ.π., εκεί να φανεί και η ολοκλήρωση της δόξης του,
η οποία πραγματοποιήθηκε με την ανάληψη και την Πεντηκοστή. Θα έπρεπε λοιπόν να
περιμένουν στα Ιεροσόλυμα, μέχρις ότου λάβουν «τὴν επαγγελίαν του πατρὸς» του. Η επαγγελία του
Πατρός είναι η υπόσχεση, που έδωσε ο Θεός διά του προφήτου Ιωήλ, ότι θα στείλει
το άγιο Πνεύμα: «Και έσται εν ταις εσχάταις ημέραις εκχεώ από του Πνεύματός μου επί
πάσαν σάρκα…» (κεφ.2). Αυτή την υπόσχεση ανανέωσε ο Κύριος κατά το
τελευταίο δείπνο ολίγον πρό του πάθους. Για να έλθει όμως, πρέπει προηγουμένως
να απέλθει ο Κύριος, για να μεσιτεύσει στον Πατέρα του δυνάμει της
απολυτρωτικής του θυσίας. Μέσα στην παρουσία του αγίου Πνεύματος θα αισθάνονται
οι μαθητές την παρουσία του ιδίου του Χριστού.
«Ότι Ιωάννης μεν εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε
βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι αγίω ου μετά πολλάς ταύτας ημέρας» (1,5). Όπως
βαπτίσθηκαν με νερό στα νερά του Ιορδάνου, έτσι θα βαπτισθούν τώρα με έναν άλλο
τρόπο όχι με νερό, αλλά με Πνεύμα άγιο. Όταν βαπτίσθηκαν στον Ιορδάνη, το νερό
του βαπτίσματος έβρεξε μόνο εξωτερικά το σώμα τους. Τώρα που θα βαπτισθούν με Πνεύμα
άγιο θα γίνει κάτι πολύ μεγαλύτερο. Όλη η ύπαρξή τους, όλη η σκέψη τους, η
καρδιά τους, θα γεμίσει και θα διαποτιστεί με Πνεύμα άγιο. Για παράδειγμα, αν βυθίσουμε
στο νερό ένα μεταλικό αντικείμενο, τούτο βρέχεται μόνο εξωτερικά. Αν όμως
βυθίσουμε ένα σφουγγάρι, τότε αυτό διαποτίζεται εξ’ ολοκλήρου με το νερό. Βλέπουμε επίσης ότι και εδώ στο χωρίο
αυτό, αλλά και παντού στην Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος για βάπτισμα, που
σημαίνει εξ ολοκλήρου βύθισμα στο νερό και όχι για ράντισμα. Ωστόσο παρά τις
ρητές αυτές μαρτυρίες της Γραφής οι Παπικοί ήδη από τον 13ον αιώνα
έχουν εισαγάγει την καινοτομία του βαπτίσματος διά ραντίσματος, την οποία διατηρούν μέχρι
σήμερα. Δυστυχώς όμως και πολλοί Ορθόδοξοι κληρικοί σήμερα τείνουν να μιμηθούν
τους Παπικούς και όταν βαπτίζουν, δεν βυθίζουν το νήπιο εξ’ ολοκλήρου στο νερό,
αλλά περιορίζονται απλώς να ρίξουν λίγο νερό με την χούφτα.
«Οι μεν ουν συνελθόντες επηρώτων αυτόν
λέγοντες, Κύριε, ει εν τω χρόνω τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν τω Ισραήλ;»
(1,6). Του έκαναν όλοι μαζί αυτή την ερώτηση, διότι ήταν ένα θέμα, που
τους έκαιγε, τους απασχολούσε όλους: Τώρα που σε βλέπουμε αναστημένο, ένδοξο,
ήλθε πλέον ο καιρός να επανιδρύσεις την ένδοξη βασιλεία του Δαυΐδ; Συνδέουν την
έλευση του αγίου Πνεύματος με την ανοικοδόμηση της βασιλείας του Δαυΐδ.
Πιστεύουν βέβαια στο Χριστό και στη δύναμή του, αλλά περιορίζουν την βασιλεία
του σ’ ένα επίγειο βασίλειο. Από τα λόγια αυτά των αποστόλων καταλαβαίνουμε τι
θα πεί έλλειψη αγίου Πνεύματος. Ότι δηλαδή μετά από τόσες διδασκαλίες περί της
βασιλείας του Θεού, δεν κατάλαβαν ακόμη ποιά είναι η φύση αυτής της βασιλείας,
ότι δηλαδή έχει καθαρά πνευματικό χαρακτήρα.
«Είπε δε προς αυτούς. Ουχ υμών εστι γνώναι
χρόνους η καιρούς ους ο πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία» (1,7). Δεν είναι θέμα δικό
σας, δεν σας αφορά αυτό το πράγμα. Μην σας απασχολεί αυτό το ζήτημα, το οποίο ο
Θεός προγραμμάτισε και καθώρισε με την εξουσία του και το οποίο δεν θέλησε να αποκαλύψει στους
ανθρώπους. Διότι αυτή η περιέργεια δεν σας ωφελεί σε τίποτε. Εσείς θα έχετε
εμπιστοσύνη στον Πατέρα και θα περιμένετε να κάνει ό,τι θέλει ο Πατήρ. Και στην
παρούσα περίπτωση, όπως και σε άλλες, (όπως όταν τον ρώτησαν πότε θα γίνει η
Δευτέρα παρουσία του), ο Κύριος αρνείται να τους δώσει περισσότερες εξηγήσεις.
Περιορίζεται να τους αποκαλύψει μόνον ό,τι έχει σχέση με την σωτηρία των
ανθρώπων και την μελλοντική τους αποστολή. Αλλά μήπως όταν ήρθε το Πνεύμα το
άγιο την ημέρα της Πεντηκοστής, τους αποκαλύφθηκε ο χρόνος της δευτέρας
παρουσίας του και γενικά οι «χρόνοι και οι καιροί» περί ους ο λόγος; Ούτε τότε.
Διότι ναι μεν τους προανήγγειλε, ότι το Πνεύμα το άγιο θα τους οδηγήσει «εις
πάσαν την αλήθειαν», αλλά εδώ ως «αλήθεια» εννοούσε την σωτηριώδη
αλήθεια, αυτή που αφορά την σωτηρία των ανθρώπων.
«Αλλά λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του αγίου
Πνεύματος εφ' υμάς, και έσεσθέ μοι μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη
Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης» (1,8). Το Πνεύμα το άγιο, που
θα έρθει, δεν θα ιδρύσει κάποια εγκόσμια βασιλεία, αλλά θα έρθει για να δώσει
δύναμη σε σας. Διότι χωρίς Αυτό τίποτε δεν θα μπορέσετε να κάνετε. Αυτό είναι
εκείνο, που θα πρέπει να σας απασχολεί, όπως επίσης και η μεγάλη αποστολή, την
οποία σας έχω αναθέσει. «Καὶ έσεσθέ μοι μάρτυρες εν τε Ἱερουσαλὴμ». Θα είσθε δικοί μου μάρτυρες και θα μαρτυρείτε για μένα.
Θα δώσετε την μαρτυρία του πάθους και της αναστάσεώς μου και θα αποστομώνετε με
την σοφία των λόγων σας τους αντιλέγοντας. Το άγιο Πνεύμα θα σας εμπνέει κατά
τέτοιο τρόπο, ώστε να διακηρύσσετε την ιδική μου Θεότητα και την ιδική μου
διδασκαλία. Το κήρυγμα θα ξεκινήσει από την Ιερουσαλήμ. Ο λαός της πόλεως
αυτής, που τον εσταύρωσε ως κακούργο, έπρεπε να πάρει το μάθημά του. Να
καταλάβει από την έκβαση των γεγονότων, ποιός ήταν αυτός, τον οποίον εσταύρωσε
και πόσο πλανήθηκε. Να συναισθανθεί το μεγάλο αμάρτημα, το οποίο διέπραξε και
να μετανοήσει. Στη συνέχεια το κήρυγμα θα έπρεπε να επεκταθή παντού, σ’ όλο τον
κόσμο, «εν πάση
τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης». Και τούτο διότι η
σωτηρία που προσφέρει ο Χριστός προορίζεται για όλους και όχι μόνο για τους
Εβραίους.
«Και ταύτα ειπών βλεπόντων αυτών επήρθη και
νεφέλη υπέλαβεν αυτόν από των οφθαλμών αυτών» (1,9). Και αφού έδωσε
σ’ αυτούς τις τελευταίες του οδηγίες και παραγγελίες, που αφορούσαν την έλευση
του αγίου Πνεύματος, άρχισε να ανυψώνεται μπροστά στα μάτια τους. Από την άλλη
διήγηση του ιδίου γεγονότος της αναλήψεως στο κατά Λουκάν, πληροφορούμεθα ότι
καθ’ όν χρόνον αποχωριζόταν από αυτούς και ανυψωνόταν, ύψωσε τα χέρια του και
τους ευλόγησε. Έτσι μ’ αυτόν τον τρόπο με απλωμένα τα χέρια σε σχήμα ευλογίας,
τους αποχαιρέτησε, ενώ συγχρόνως ανυψωνόταν προς τον ουρανό. Και ενώ τον
έβλεπαν, ενώ ανυψωνόταν, στη συνέχεια ήρθε κάποια νεφέλη κάτω από τα πόδια του,
η οποία τον παρέλαβε, σαν να ήταν κάποιο όχημα, κάποιο μεταφορικό μέσον. Στην
Παλαιά Διαθήκη παρουσιάζονται τα χερουβίμ να είναι το όχημα, ή ο θρόνος, πάνω
στον οποίο κάθεται ο Θέος: «Ο καθήμενος επί των χερουβίμ εμφάνηθι»
(ψαλ.79,2). Άλλοτε παρουσιάζεται να κάθεται πάνω σε νεφέλες, σαν να
είναι το άρμα του: «Ο τιθείς νέφη την επίβασιν αυτού, ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων»
(ψαλ. 103,3). Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν εμφανίζεται και εδώ ο Κύριος
καθισμένος πάνω σε νεφέλη με δόξα και μεγαλοπρέπεια, όπως ακριβώς και ο Πατέρας
του, ενώ οι αγγελικές δυνάμεις τον υπηρετούν. Καθώς ανυψωνόταν, όλο και πιό
δύσκολα μπορούσαν να τον διακρίνουν. Στη συνέχεια τον έχασαν από τα μάτια τους,
δεν τον έβλεπαν πιά. Έμειναν εκεί εκστατικοί, έκθαμβοι, ακίνητοι, με καρφωμένα
τα μάτια στον ουρανό για πολλή ώρα. Ήταν ένα γεγονός, που ποτέ δεν είχαν
ξαναδεί στη ζωή τους. Ο Λουκάς στο ευαγγέλιό του συμπληρώνει, ότι τον
προσκύνησαν και είχαν μεγάλη χαρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου