Πραγματοποιήθηκε, κατόπιν εγκρίσεως του Περιφερειακού Δ/ντου Α/θμιας και Β/θμιας Εκπ/σης Ηπείρου, η Γ΄ Επιμορφωτική Ημερίδα των Θεολόγων καθηγητών Ηπείρου, Κερκύρας και Λευκάδος, υπό την αιγίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Άρτης και με τη φροντίδα και το συντονισμό του Σχολικού Συμβούλου Θεολόγων κ. Τριαντάφυλλου Σιούλη το Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2008 στο Ξενοδοχείο «ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ» με γενικό θέμα: «Οικολογία και Ορθόδοξη Θεολογία».
.
Θα δημοσιεύσουμε σταδιακά στο blog τις πιο σημαντικές εισηγήσεις της Ημερίδας αυτής.
Κοινωνικές επιπτώσεις του οικολογικού προβλήματος
.
.
Γράφει ο:
Βασίλειος Τ. Γιούλτσης
Ομότιμος Καθηγητής Κοινωνιολογίας
στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ.
Ομότιμος Καθηγητής Κοινωνιολογίας
στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ.
.
Α΄ Εισαγωγικά
.
Η μελέτη της ιστορίας των πολιτισμών έδειξε ότι σχεδόν όλοι τους κατευθύνονται από μια αδιόρατη νομοτέλεια, που οδηγεί κάποιες στιγμές σε πολύ κρίσιμα αδιέξοδα. Στην ευθεία αυτή πραγματοποιείται στις μέρες μας η παράχρηση του φυσικού περιβάλλοντος, που οδήγησε στην οικολογική αναστροφή. Ο πολιτισμός μας, πολιτισμός αλόγιστων καύσεων λειώνει τα παγόβουνα των πόλων, μειώνει το οξυγόνο της ατμόσφαιρας, ελαχιστοποιεί τον αναπνεύσιμο χώρο του πλανήτη, ενώ παράλληλα καταστρέφει τα τροπικά δάση και σπαταλά τα γλυκά νερά του πλανήτη μας. Ο άλλοτε γαλαζοπράσινος πλανήτης φαίνεται από το διάστημα με χρώματα μεταξύ του γκρι σκούρου και του καφέ.
Το ερώτημα από πότε άρχισαν να παρατηρούνται τέτοιες τάσεις και τι είναι εκείνο που τις κατευθύνει, είναι απλό. Κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα εκδηλώθηκαν οι περισσότερες αρνητικές συνέπειες από μια επικίνδυνη λογικοποίηση του πολιτισμού. Η λογικοποίηση εκείνη υπερτόνισε τις τεχνολογικές κατακτήσεις του ανθρώπου, μετατόπισε τα ανθρώπινα οράματα στις περιοχές του καταναλωτισμού και του ευδαιμονισμού και διαβάθμισε σε δευτερεύουσα θέση τις μεταφυσικές και συναισθηματικές αναζητήσεις του. Η ανάγκη βελτίωσης του πολιτιστικού επιπέδου και εξασφάλισης μιας πολυεπίπεδης ευημερίας έγινε κεντρικό μέλημα των δυτικών κοινωνιών που όμως παρασύρθηκαν πολλές φορές σε μονόδρομες υλοκρατικές επιλογές.
Δεν είναι του παρόντος η αναζήτηση των ποσοστών της ευθύνης. Βρισκόμαστε στα όρια των τελικών επιλογών, που οριοθετούν όχι μόνο την παραπέρα πορεία του πολιτισμού, αλλά απαιτούν κυρίως απάντηση στο τραγικό ερώτημα: «συνεχίζουμε την ιστορία της δημιουργίας ή την σταματούμε με την αλόγιστη φθορά και καταστροφή της;». Το ερώτημα είναι η εμπειρική διαπίστωση μιας σειράς πραγματικών κινδύνων που μας απειλούν και θα απειλήσουν αύριο με ιδιαίτερη οξύτητα.
Όλοι οι κίνδυνοι συνδέονται με την αντικειμενοποίηση της αξίας του υλικο-μηχανολογικού πολιτισμού, τη σχετικοποίηση της μεταφυσικής ανάγκης και την απολυτοποίηση της ανθρώπινης λογικής ως μέτρου αξιολογικής εκτίμησης. Στον πολιτισμό των μηχανών δεν προβλέπεται θέση για την ψυχή και τα συναισθήματα του ανθρώπου, γι’ αυτό και πολλές ιδεολογίες έχουν εκτιμήσει τις αξίες αυτές ως «μυθικά σύμβολα του παρελθόντος».΄Ολα συνδέονται άμεσα με τη μεταβολή της σχέσης του ανθρώπου με τη δημιουργία.
Σε ένα βιβλίο, με τον τίτλο: Royaume de l’ Esprit et Royaume de César, ο γνωστός Ρώσος διανοητής, Nicolas Berdiaeff, σημειώνει με θλίψη τα εξής: «Η θέση του ανθρώπου έναντι των κοσμικών δυνάμεων είναι ολότελα καινούργια. Ο κόσμος με την αρχαία ελληνική σημασία της λέξης, ο κόσμος του Αριστοτέλη, του Θωμά του Ακινάτη, του Δάντη δεν υπάρχει πια. Η φύση δεν είναι μια ιεραρχική τάξη που αποκαταστάθηκε από το Θεό... Σήμερα οι επιστήμονες διακηρύσσουν ότι οι ανακαλύψεις με τις τεχνολογικές τους συνέπειες μπορούν να ανατινάξουν την κοσμική τάξη και να προκαλέσουν κοσμικές καταστροφές... Η μηχανή και η τεχνολογία έχουν μια κοσμογονική σημασία. Εκπροσωπούν μια νέα ημέρα της δημιουργίας ή μάλλον μια νέα νύχτα, αφού μπορούν να σκοτεινιάσουν ακόμη και τον ήλιο»[1].
Στη φάση αυτή, ένα νέο κοσμολογικό και πολιτισμικό μέγεθος, η επιστημονική τεχνολογία, αποκτά κοσμογονική σημασία. Τα παράγωγά της, η μηχανή και τα προϊόντα της, δημιουργήματα του ανθρώπου και αποτελέσματα του νου και της μεταβλητής βούλησής του, συνεπώς μεταβλητά και φθαρτά, επενδύονται με υποκατάστατα μεταφυσικής γοητείας. Σαγηνεύουν, συγκινούν και επιβάλλονται στην ανθρώπινη σκέψη, που την υποδουλώνουν τελικά. Κλονίζεται η σχέση του ανθρώπου όχι μόνο με τη δημιουργία, αλλά και με τον ίδιο τον Δημιουργό. Στο πρόσωπο του ανθρώπου διαταράσσεται η ισορροπία της κτίσης και αλλοιώνεται ο σκοπός της δημιουργίας. Η κλονισμένη σχέση εξελίσσεται σε διαλεκτική αντιπαράθεση. Εκφράζεται ως αλαζονεία, άρνηση της παρουσίας του Θεού στον κόσμο, θεοποίηση του «εγώ», διάσπαση της κοινωνίας σχέσεων με τον «άλλον», που είναι ο Θεός και ο συνάνθρωπος.
.
Β΄
Πτώση και κοινωνικός προβληματισμός
.
Η κατανόηση του όλου οικολογικού προβλήματος ως κοινωνικού κακού είναι αδύνατη έξω από τη θεολογική ερμηνεία της παρακοής και της πτώσης του ανθρώπου. Στην προοπτική αυτή αποκαλύπτονται οι ηθικές προεκτάσεις του προβλήματος και γίνεται εμφανής η διακοινωνική τους εμβέλεια. Με μια τέτοια τοποθέτηση το οικολογικό πρόβλημα συνδέεται με την κακή χρήση του αυτεξουσίου, της ελευθερίας μας.
Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, που σχολιάζει το γνωστό χωρίο του Αποστόλου Παύλου (Προς Ρωμαίους 8,22), η πτώση του ανθρώπου συνεπάγεται και την πτώση της κτίσεως, που «συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν»˙ και ερωτά: «Τίνος ένεκεν στενάζει; τίνος ένεκεν ωδίνει;»[2]. Η απάντηση στο ερώτημα είναι προφανής. Ένεκα του ανθρώπου πάσχει και ωδίνει η όλη δημιουργία. Η λεπτομέρεια αυτή ερμηνεύει έμμεσα τη διδασκαλία της Εκκλησίας για την «ολότητα της δημιουργίας», και άμεσα τη συλλογική κατεύθυνσή της στην προοπτική της τελείωσης.
Ως γνωστό βασική θέση της ορθόδοξης θεολογίας είναι ότι τα όντα έχουν κοινό χαρακτηριστικό τους την τρεπτότητα και τη μεταβολή. Γι’ αυτό και ο ιερός πατήρ θεωρεί πως ό,τι είναι κτιστό δημιούργημα, βρίσκεται σε κατάσταση δυναμικής μεταβολής: «(η κτίσις) τα μέλλοντα εκείνα προσδοκώσα αγαθά και επιθυμούσα την επί το βέλτιον μεταβολήν...Όταν δε ακούσης ότι στενάζει και ωδίνει, μη λογικήν είναι νόμιζε, αλλά μάνθανε της Γραφής το είδος. Όταν γαρ βούληται ο Θεός μέγα και χρηστόν αναγγείλαι τοις ανθρώποις..., και αυτά τα άψυχα αισθάνεσθαι ποιεί των γινομένων θαυμάτων το μέγεθος»[3]. Τα πάντα, έμψυχα και άψυχα, βρίσκονται σε μια μεταμορφωτική πορεία. Η πορεία όμως αυτή αποτελεί συνάρτηση της σχέσης τους με τον Θεό και είναι θετική, όταν εντάσσεται στο σκοπό της δημιουργίας ή αρνητική, όταν απομακρύνεται από τη βούληση και την αγάπη του Θεού[4].
Ο κόσμος, με τη σημασία της ορατής δημιουργίας είναι δημιούργημα του Θεού «εκ του μη όντος»[5]. Αυτή η δημιουργία από το μηδέν δεν ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα, που τελικά γίνεται ανεξάρτητο. Αυτό σημαίνει ότι Θεός και κόσμος είναι ετερότητες, που όμως συνδέονται με ακατάλυτους δεσμούς. Η αιτία της σχέσης πρέπει να αναζητηθεί στον τρόπο της δημιουργίας του κόσμου. Επειδή δημιουργείται από το μηδέν και αποκτά ύπαρξη μόνο με την παρέμβαση του Θεού, δεν μπορεί να αυτονομηθεί, ούτε καν να διαφύγει της προσοχής Του. Γι’ αυτό δεν είναι σε θέση να σταθεί μόνος του, χωρίς τη στήριξη Εκείνου. «Ουκ έστι κτίσις αφανής ενώπιον αυτού, πάντα δε γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς αυτού»[6], σημειώνει ο Απόστολος Παύλος. Αντίθετα προς την αρχαία ελληνική φιλοσοφία[7], η δημιουργία, κατά τη θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έχει τα χαρακτηριστικά της χρονικότητας, της κτιστότητας και της φθοράς. Αυτό σημαίνει ότι η δημιουργία δεν προέρχεται από τη θεία ουσία, συνεπώς δεν είναι άκτιστη, αλλά από τη θεία βούληση που δημιουργεί, κατευθύνει και προφυλάσσει το σκοπό της δημιουργίας[8].
Μία επίσης βασική θέση της ορθόδοξης θεολογίας δέχεται ότι ο κόσμος δεν αποτελεί αυτοαξία και αυτοσκοπό. Η δημιουργία, η άλογη κτίση, αποκτά την αξία της μόνον ως έργο του Δημιουργού[9] και αναφέρεται στον Θεό και τον άνθρωπο που είναι η εικόνα Του στον κόσμο. Για τον λόγο αυτόν το φυσικό περιβάλλον δεν μπορεί να μελετηθεί έξω από τη σχέση του με τον άνθρωπο και τον Θεό, ούτε βέβαια και ερήμην του ανθρώπινου προορισμού. Ειδικότερα μάλιστα η σχέση ανθρώπου και κτίσης είναι τόσο στενά συνδεδεμένη, ώστε κάθε πράξη του ανθρώπου να επηρεάζει άμεσα και το φυσικό περιβάλλον. Σε ομιλία του, «Εις την είσοδον της αγίας Τεσσαρακοστής», ο ιερός Χρυσόστομος σημειώνει: «... καθάπερ εξ αρχής του πρωτοπλάστου αμαρτώντος, η γη την κατάραν εδέξατο, ούτω και νυν του ανθρώπου μέλλοντος αφανίζεσθαι, και τα άλογα κοινωνεί της τιμωρίας. Ώσπερ δε ευδοκιμούντος του ανθρώπου, και η κτίσις κοινωνεί τη του ανθρώπου ευημερία»[10].
Άνθρωπος και κτίση, λοιπόν, δε χωρίζονται στο σχέδιο της φυσικής δημιουργίας, γι’ αυτό και ευθύνη της ανθρωπότητας είναι η διατήρηση της αγαθής σχέσης της με τον κτιστό κόσμο. Η παραμονή όμως του ανθρώπου στην κατάσταση της πτώσης παρατείνει τη διάρκεια της πτώσης του φυσικού κόσμου και συμβάλλει στην εξαχρείωσή του. Έτσι δίπλα στην «ηθική του ανθρώπου» υπάρχει και η «ηθική του φυσικού περιβάλλοντος». Οι δύο ηθικές αναφέρονται σε διαφορετικά υποκείμενα, αλλά είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους και εκδηλώνονται με ακολουθία που προτάσσει (ενοχοποιεί) τον άνθρωπο, αφού το έλ-λογο του ανθρώπου επέβαλε τις συνέπειες των επιλογών του στο ά-λογο της κτίσης.
Η μεταπτωτική αδυναμία του ανθρώπου να προσεγγίσει τα άρρητα μυστικά της δημιουργίας, να κοινωνήσει με το περιβάλλον του και να αποκαταστήσει αγαθές σχέσεις μαζί του, δεν οφείλεται στην επιφανειακή εχθρότητα του φυσικού κόσμου, αλλά στους εσωτερικούς φόβους του ανθρώπου από την απειλή του θανάτου. Ο θάνατος, αποτέλεσμα της φυγής του ανθρώπου από τη ζωή, που είναι δώρο του Θεού, οδήγησε στην απόγνωση και αποπροσανατόλισε την ύπαρξη από την πίστη στην πρόνοια του Δημιουργού. Επόμενη φάση και συνέπεια της σύγχυσης αυτής ήταν η ανάδυση συναισθημάτων ανασφάλειας και αβεβαιότητας[11].
Κάτω από την απειλή αυτή ο άνθρωπος περιορίζεται στη σφαίρα του «εγώ» και αποδύεται σε αγώνα για την απόκτηση υλικών αγαθών, με τα οποία πιστεύει ότι θα επιτύχει να κρατηθεί στη ζωή. Στην προσπάθεια αυτή η απόκτηση των αγαθών εκτιμάται ως ευτυχία και ασφάλεια, ενώ η έλλειψή τους μεταφράζεται σε αγωνία και αβεβαιότητα. Χωρίς πίστη και αγάπη, η δημιουργικότητά του κυριαρχείται από ιδιοτέλεια και πλεονεξία. Στα συναισθήματα αυτά πρέπει να αναζητηθεί η κατάχρηση ή η προνομιακή χρήση των φυσικών αγαθών από λίγους, αλλά και η σκληρότητα στις περιοχές της οικονομικής και κοινωνικής εκμετάλλευσης.
* * *
Ως γνωστό το οικολογικό πρόβλημα συνδέεται άμεσα με τις υπερβολές στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών. Τα αποτελέσματα της χρήσης αυτής μεταφράζονται σε καταναλωτικές παροχές στα μεγάλα κοινωνικά σύνολα, που τις τελευταίες δεκαετίες όχι μόνο συνήθισαν, αλλά και θεωρούν αυτονόητη την κατασπατάλησή τους. Στις δυτικές κοινωνίες, με το πρόσχημα της πολιτιστικής ανάπτυξης ή του εκσυγχρονισμού, αποσύρονται από τη χρήση προϊόντα που έχουν ακόμη μεγάλη διάρκεια ζωής, χωρίς να υπολογίζεται το κόστος σε φυσικά υλικά που ήδη λιγοστεύουν στον πλανήτη μας. Δεν είναι, συνεπώς, υπερβολή ότι η παράχρηση των φυσικών πηγών προκάλεσε έναν «οικολογικό αμοραλισμό», που στέκει αδιάφορος μπροστά στις απειλές. Οι κάποιες κραυγαλέες πρωτοβουλίες αποκτούν ιδεολογικό χαρακτήρα, εγκλωβίζονται σε μαχητικά ουτοπικά σχήματα, γι’ αυτό και δεν συγκινούν τις σιωπηλές πλειοψηφίες. Τελικά, το οικολογικό, αν και μακρο-κοινωνικό πρόβλημα, παραμένει αθέατο κοινωνικό κακό[12].
.
Γ΄
Οικολογική κρίση και παγκόσμιες απειλές
.
Είναι φανερό ότι τα πλεονεκτήματα από την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων μεγιστοποιούν τα οφέλη των βιομηχανικών χωρών, αλλά τα μειονεκτήματα διαμοιράζονται σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, αν και συνήθως επιβαρύνουν περισσότερο τους λαούς της ένδειας, τους λαούς του Τρίτου Κόσμου. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η αλόγιστη παραγωγή χλωροφθορανθράκων (CFC) από τον Καναδά και την Κίνα κατά τη δεκαετία του ’70[13]. Η παραγωγή επέδρασε αρνητικά στην «οζοντική ασπίδα», με εισβολή επικίνδυνης κοσμικής ακτινοβολίας όχι μόνο στις δύο προηγούμενες χώρες, αλλά σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ακόμη, η αύξηση σε μη ανακυκλώσιμες ποσότητες του διοξειδίου του άνθρακα (CO2), επιβάρυνε ιδιαίτερα το «φαινόμενο του θερμοκηπίου»[14]. Τέλος, η υπεραλίευση στις ασιατικές ακτές, για τη μετατροπή των αλιευμάτων σε λιπάσματα, μείωσε τον ενάλιο πλούτο του Ειρηνικού και προκάλεσε ζημία στην οικονομία των χωρών της περιοχής, που ζουν από την αλιεία.
Από τον περασμένο αιώνα διατυπώθηκαν διαμαρτυρίες για τη ρύπανση των ποταμών και των θαλασσών. Αστικά και βιομηχανικά απόβλητα μόλυναν επικίνδυνα όχθες και ακτές, για να μετατρέψουν υπέροχα φυσικά τοπία σε τόπους αποστροφής. Η ρύπανση μεταφέρθηκε στους ωκεανούς, στην ατμόσφαιρα, αλλά και έξω από αυτήν, στο γειτονικό μας διάστημα. Στα βιομηχανικά αστικά κέντρα η φωτοχημική αιθαλομίχλη εξελίχθηκε σε μόνιμη ατμοσφαιρική σύνθεση, που απειλεί σταθερά πλέον την ανθρώπινη υγεία.
Οι προηγούμενες απειλές αποτελούν ενδεικτική μόνον αναφορά στον ευρύτερο προβληματισμό. Μια ειδικότερη προσέγγιση αποκαλύπτει έναν μεγαλύτερο αριθμό έμμεσων απειλών που εισβάλλουν σε κάθε περιοχή της ζωής, της οικονομίας και του πολιτισμού. Έχει διαπιστωθεί ότι η οικολογική αναστροφή μετέβαλε τις κλιματολογικές ισορροπίες των ηπείρων, άλλαξε τις εποχές και αντέστρεψε ουσιαστικά την ισομερή περιοδικότητά τους. Παρατεταμένοι χειμώνες και μακρά καλοκαίρια συρρίκνωσαν τη διάρκεια της άνοιξης και του φθινοπώρου. Μια φοβερή επιτάχυνση της φθοράς των μνημείων του παρελθόντος οφείλεται στη νιτροποίηση του μαρμάρου από τα οξείδια του αζώτου και τα προϊόντα της οξείδωσης τους[15]. Στους γήινους, ποτάμιους και θαλάσσιους βιοτόπους μειώνε-ται καθημερινά ο πληθυσμός των φυσικών ειδών[16], ενώ τα δάση, φυσικοί πνεύμονες του πλανήτη μας, κατακαίονται καθημερινά και μειώνονται τα αποθέματα του επίγειου και υπόγειου υδάτινου πλούτου σε «γλυκά νερά», με συνέπειες στην υγεία των λαών.
Όλα τα φαινόμενα εκπροσωπούν όψεις του κοινωνικού κακού που απειλεί ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ταυτόχρονα είναι οι αιτίες που προκάλεσαν το ενδιαφέρον για τον εντοπισμό των κοινωνικών συνεπειών του οικολογικού προβλήματος. Στην κατεύθυνση αυτή διαπιστώνουμε:
1. Μια επικίνδυνη διεύρυνση του χάσματος των οικονομικών μεγεθών μεταξύ βιομηχανικών χωρών και χωρών του Τρίτου Κόσμου. Οι τελευταίες αδυνατούν να παρακολουθήσουν την πορεία της εκβιομηχάνισης των πρώτων, εκποιούν τον φυσικό εθνικό πλούτο τους και οδηγούνται στην έσχατη εξάρτηση και εξαθλίωση. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε τις γεωκλιματολογικές αντιξοότητες, κυρίως στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, την παρατεταμένη ξηρασία, τους εμφυλίους πολέμους, το χαμηλό βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο, θα αντιληφθούμε το μέγεθος του κοινωνικού προβληματισμού.
2. Η διόγκωση της οικονομικής ευρρωστίας των μεγάλων βιομηχανικών χωρών προκάλεσε εκδηλώσεις ηγεμονισμού σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων χωρών με σοβαρές συνέπειες στη γενικότερη αντιμετώπισή τους. Υπενθυμίζεται η επιλογή περιοχών μακριά από τα μητροπολιτικά κέντρα των πυρηνικών υπερδυνάμεων για την πραγματοποίηση πυρηνικών δοκιμών ή την ταφή πυρηνικών αποβλήτων (Μορουρόα, Αλάσκα, Καζακστάν, Κεντρικός Ειρηνικός).
3. Η φθορά και η παράχρηση των φυσικών πηγών των χωρών του Τρίτου Κόσμου από τις αναπτυγμένες χώρες πραγματοποιήθηκε με στρατηγικές οικονομικής, πολιτικής και διπλωματικής παγκοσμιότητας που περιφρόνησε τις τοπικές συνθήκες, παραδόσεις, πίστεις, νόμους, ανάγκες και προοπτικές. Ειδικά στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, στην Ινδοκίνα και στο νησιωτικό σύμπλεγμα του Νοτίου Ειρηνικού, η επέμβαση πραγματοποιήθηκε με παραβιάσεις όχι μόνον των κανόνων του διεθνούς δικαίου, αλλά και των στοιχειωδών ανθρωπιστικών δεσμεύσεων. Είναι φανερό ότι στις περιοχές αυτές πραγματοποιήθηκε αρπαγή εθνικών αγαθών από ξένες προς τα τοπικά συμφέροντα δυνάμεις.
4. Η αύξηση της θνησιμότητας στις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις των περιοχών αυτών έδειξε την αδιαφορία των πλουσίων χωρών για τα προβλήματα που δημιούργησε η οικολογική κρίση. Ορισμένες στιγμές ανθρωπιστικών εξάρσεων του δυτικού κόσμου για το δράμα της πενίας της Δυτικής Αφρικής είχαν μόνο περιστασιακό χαρακτήρα και σύντομα ατόνισαν και εκφυλίστηκαν.
5. Η διαιώνιση της εξάρτησης των οικονομικά ασθενέστερων από τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες αποτελεί την πιο σοβαρή απόδειξη διαμόρφωσης ενός παγκόσμιου συστήματος με κύριο χαρακτηριστικό του την άνιση κατανομή των φυσικών πόρων του πλανήτη και μάλιστα ερήμην των χωρών που διαθέτουν το μέγιστο του φυσικού πλούτου.
6. Η εμφάνιση των κυριαρχικών τάσεων των βιομηχανικών χωρών διαιρεί αναπόφευκτα την ανθρωπότητα σε διαλεκτικά αντίθετες συλλογικότητες που λογικά καταφεύγουν σε ιδεολογικά σχήματα αντιθέσεων και εχθρότητας. Το φαινόμενο των κάθε λογής μαχητικών φυλετισμών στο κέρας της Αφρικής, στις Φιλιππίνες και την Ινδοκίνα, αλλά και στις ισλαμικές χώρες και σ’ αυτήν την Ευρώπη, αποτελεί την πιο χαρακτηριστική ένδειξη μιας απολυτοποίησης που οφείλεται σε εθνικιστικές, οικονομικές η και θρησκευτικές πικρίες από αποικιοκρατικές εξαρτήσεις κάθε τύπου, ξενοφοβία η εμπειρίες κοινωνικού διαχωρισμού[17].
Οι διαπιστώσεις αυτές συνδέονται άμεσα, ως κοινωνικό κακό, με ορισμένα κοινωνικά προβλήματα που θεωρούνται κρίσιμα για την τρέχουσα δεκαετία. Τέτοια προβλήματα είναι η π ε ί ν α, που φαίνεται να αποκτά καθημερινά τρομακτικές διαστάσεις, αφού αφανίζει μεγάλα πληθυσμιακά σύνολα σε περιοχές της Γης, που πλήττονται τελευταία από την επέκταση του «φαινομένου Σαχάρα» στην Ανατολική Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Σε άλλες ηπείρους, όπως η Λατινική Αμερική και η Αυστραλία, η πείνα οφείλεται στην αποψίλωση των δασών και τη βίαιη απομάκρυνση των ιθαγενών από τις εστίες τους. Ενώ, τέλος, το ίδιο φαινόμενο στις δυτικές κοινωνίες πλήττει επικίνδυνα τους ξένους μετανάστες, που εγκατέλειψαν τις φτωχές χώρες τους και αναζήτησαν καλύτερη τύχη στις βιομηχανικές χώρες, σε περίοδο όμως οικονομικής λιτότητας και ανεργίας.
Η α ν ε ρ γ ι α, βέβαια, αποτελεί ένα άλλο επίσης σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα, που οφείλεται στον περιορισμό των δυνατοτήτων απασχόλησης στις χώρες που πλήττονται από ξηρασία, οικονομικό μαρασμό, καταστροφή των φυσικών πόρων και γενικά κοινωνική εξαθλίωση.
* * *
Μπροστά σε αυτά τα κοινωνικά προβλήματα είναι λογικά αναπόφευκτη η αντιπαράθεση των συμφερόντων. Οι ειδικοί δεν δυσκολεύονται να διακρίνουν στο άμεσο μέλλον την αλυσιδωτή έκρηξη π ο λ έ μ ω ν. Ήδη πολλοί από τους πολέμους των τελευταίων δεκαετιών συνδέονται αναπόσπαστα με διεκδικήσεις στρατηγικών περιοχών για τον έλεγχο των ενεργειακών αποθεμάτων. Και φυσικά δεν μπορεί να είναι μακριά ένας πόλεμος για το νερό. Πριν λίγα χρόνια, ως υπουργός εξωτερικών της Αιγύπτου, ο άλλοτε Γενικός Γραμματέας του Ο.Η.Ε., Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι είχε πει σε ομιλία του στα Ηνωμένα Έθνη ότι «ο επόμενος πόλεμος στην περιοχή μας θα γίνει για το νερό. Δεν θα έχει σχέση με την πολιτική». Και είναι αναπόφευκτος από τη στιγμή που το ερώτημα σε «ποιόν ανήκει ο Νείλος;» απασχολεί εννέα χώρες που ζουν από τα νερά του. Αφού, ως γνωστό, ο ποταμός, πριν τελικά εκβάλει στη Μεσόγειο, ξεδιψά το Ζαΐρ, την Τανζανία, την Κένυα, την Ουγκάντα, τη Ρουάντα, το Μπουρούντι, την Αιθιοπία, το Σουδάν και την Αί-γυπτο[18]. Ανάλογα προβλήματα υπάρχουν επίσης στη Μέση Ανατολή μεταξύ Τουρκίας, Συρίας, Λιβάνου, Ιορδανίας, Ισραήλ και Ιράκ. Εδώ ιδιαίτερη σημασία αποκτούν τα νερά του Ευφράτη μόλις ολοκληρωθεί στην Τουρκία το τεράστιο υδροηλεκτρικό φράγμα «Κεμάλ Ατατούρκ» που σχεδιάστηκε να ποτίσει εκατοντάδες χιλιάδες εκτάρια άγονων σήμερα περιοχών.
Φυσικά, τα κοινωνικά προβλήματα δεν κλείνονται ούτε καταλήγουν πάντοτε σε πολεμικές αναμετρήσεις. Συχνά απολυτοποιούνται σε «ιδεολογίες» διχασμού που απομακρύνουν τη διανθρώπινη προσέγγιση και οξύνουν πιο επικίνδυνα την αντιπαλότητα μεταξύ ανθρώπων και λαών. Έτσι εκδηλώνεται ο «κοινωνικός διαχωρισμός» ανάμεσα σε εκείνους που απολαμβάνουν και στους άλλους που στερούνται. Οι κοινωνικοί διαχωρισμοί πάντοτε καταλήγουν σέ συγκρούσεις.
.
Δ'
Το πρόβλημα και η ορθόδοξη απάντηση
.
Η προσέγγιση των πτυχών του οικολογικού προβλήματος είναι φανερό ότι δημιουργεί απαισιοδοξία για το μέλλον του πλανήτη μας. Όμως τα συναισθήματα αυτά είναι ανάγκη να μεταστραφούν με έναν πραγματικό προσανατολισμό προς την ελπίδα. Μια παγκόσμια εκστρατεία ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, φαίνεται ότι άρχισε να αποδίδει καρπούς. Στην πρωτοπορεία αυτών των κινητοποιήσεων βρέθηκαν από νωρίς οι Θρησκείες και οι διεθνείς ανθρωπιστικοί οργανισμοί που ανάγκασαν τελικά τους διεθνείς βιομηχανικούς κολοσσούς και τους πολιτικούς σχηματισμούς να προγραμματίσουν τη γνωστή διάσκεψη του Ρίο (3-13 Ιουνίου 1992). Δεν είναι σκόπιμο να εισέλθουμε στις διαπιστώσεις και τις αποφάσεις της διάσκεψης. Θα σημειώσουμε μόνο ότι οι πρώτες εισηγήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος αποτελούν δραματικές εκκλήσεις αρχηγών Εκκλησιών[19] και Θρησκειών[20], πορίσματα διορθοδόξων, διαχριστιανικών και διαθρησκειακών συνεδρίων, που πίσω από τη μόλυνση του περιβάλλοντος είδαν την πνευματική και υπαρξιακή αλλοτρίωση της ανθρώπινης εικόνας.
Στην προοπτική αυτή η ορθόδοξη απάντηση κλείνει τη μοναδική δυνατότητα για τη διέξοδο από τον κύκλο του παραλόγου της πτώσης. Είναι η επιστροφή του ανθρώπου στο «κατ’ εικόνα», η έξοδος από τις ψευδαισθήσεις της ανασφάλειας που παρωθεί στη διεκδίκηση δύναμης και αγαθών. Τίποτε στην κτιστή δημιουργία δεν είναι οριστικά τελικό και απόλυτο. Και ο πλούτος, και η δύναμη, και η φτώχεια, και τα προνόμια και η δόξα του κόσμου είναι σχετικά και μεταβαλλόμενα. Την ίδια φθορά υπόκειται και ο ιστορικός χρόνος και ο ορισμένος χώρος. Γι’ αυτό μια ουσιαστική υπέρβαση της φθοράς πρέπει να είναι και υπέρβαση της σχετικότητας του κόσμου, για την ανασύνδεση της εικόνας με το πρωτότυπο.
Η υπέρβαση αυτή, κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, θεωρήθηκε ως η δυνατότητα του ανθρώπου να επιστρέψει στην προπτωτική αγαθότητα. Είναι μια ηρωική κίνηση που αποδέχεται ως μέτρο ζωής τη μεσότητα, την αποδέσμευση από τα περιττά και τον περιορισμό στα αναγκαία. Μια τέτοια υπέρβαση εκπροσωπεί στην παράδοση της Εκκλησίας η μοναστική ζωή με το ασκητικό ιδεώδες, που μέσα από τη νέκρωση του «εγώ» δίνει το πλαίσιο για την ανάδυση της αυθεντικής κοινωνικότητας με τους «άλλους» και την κτίση ολόκληρη. Η κίνηση αυτή ξεκινά από την αυτογνωσία και είναι αρχικά συμφιλίωση του ανθρώπου με τον Θεό και τον εαυτό του και στη συνέχεια συμφιλίωση με τον συνάνθρωπο και το περιβάλλον. Στις βιογραφίες των ασκητών της ερήμου του Σινά, του Αγίου Όρους και της παγωμένης στέππας πέρα από τον Βόλγα, πολύ συχνά άγρια θηρία υπηρετούν και διαλέγονται με τον τρόπο τους με τους μοναχούς της άσκησης και της προσευχής.
Εδώ διαφαίνεται μία από τις πιο βασικές θέσεις της ορθόδοξης θεολογίας. Η συμφιλίωση του ανθρώπου με τη φύση αποκαθιστά τις ταραγμένες σχέσεις τους και δημιουργεί προϋποθέσεις κοινωνικότητας εκεί που πριν κυριαρχούσε η εχθρότητα και η αγριότητα. Στην προοπτική αυτή λειτουργεί το μυστήριο της Εκκλησίας, που αγκαλιάζει τα ορατά και τα αόρατα, τα λογικά και τα ά-λογα σε μια υπερλογική ενότητα. Εδώ εξαγιάζεται άνθρωπος και κτίση σε έναν «εκκλη-σιασμό»[21] του κόσμου, που δένει το πνεύμα με την ύλη, για να πνευματοποιήσει κι αυτήν τελικά. Στην Εκκλησία, αυτή τη θεανθρώπινη και κοσμική συνάντηση, η ευχαριστιακή κοινωνία οικοδομεί αυθεντική κοινωνικότητα, και αυτή με τη σειρά της απομακρύνει τα στοιχεία της πτώσης και ενοποιεί τα διεστώτα. Μοναδική δυνατότητα συμφιλίωσης του ανθρώπου με την κτίση προσφέρει το μυστήριο της Εκκλησίας, όπου ο Παράκλητος χαριτώνει με τις δωρεές Του την «πτωχεύσασαν φύσιν».
Κατά βάθος, λοιπόν, χρειάζεται εξανθρωπισμός και αγιασμός του ανθρώπου και αυτός είναι αδύνατος έξω από την ενεργοποίηση της σχέσης του με τον Θεό. Μια τέτοια σχέση θα απαλύνει και θα ημερώσει την αγριότητα της «πεπτωκυίας φύσεως» και θα μεταβάλει τον άνθρωπο από δυνάστη της δημιουργίας σε προνοητή και συνδημιουργό του Δημιουργού.
____________________________
1. Royaume de l’ Esprit et royaume de César, Paris 1951, σσ. 42-44.
[2]. Ομιλία, Εις το αποστολικόν ρητόν το λέγον «Ου μόνον δέ, αλλά και καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες, ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται», PG 51, 159, 16-17˙ (στο εξής οι παραπομπές στην Patrologia Graeca θα συνοδεύονται και από την αντίστοιχη αναφορά στο Thesaurus Linguae Graecae, συντομογραφία TLG) και επίσης TLG, Musaios, De gloria in tribulationibus, Vol. 51, pg 159, In 15-17.
[3]. Όπ. π. PG 51, 159, 22-27˙ και επίσης TLG, Vol. 51, pg 159, In 17-19˙ 22-27.
[4]. Βλ. Όπ. π. PG 51, 160, 30-41˙ και επίσης TLG, Vol. 51, pg 160, In 30-41. «ο Θεός υπέρ ημών των αγνωμόνων έδωκεν οικετών, και τους μυρίοις βεβαρυμένους αμαρτήμασι, και τοσούτοις φορτίοις πιεζομένους πλημμελημάτων, ουχί των αμαρτημάτων απήλλαξε μόνον, αλλά και δικαίους ειργάσατο, ουδέν φορτικόν, ουδέ επίπονον επιτάξας, ουδέ επαχθές, αλλά πίστιν ζητήσας παρ’ ημών μόνον, και δικαίους εποίησε και αγίους κατεσκεύασε, και υιούς Θεού απέφηνε, και βασιλείας κληρονόμους απέδειξε, και του Μονογενούς συγκληρονόμους απειργάσατο, και ανάστασιν επηγγείλατο, και αφθαρσίαν σωμάτων...».
[5]. «Αξιώ σε, τέκνον, αναβλέψαντα εις τον ουρανόν και την γην και τα εν αυτοίς πάντα ιδόντα γνώναι ότι ουκ εξ όντων εποίησεν αυτά ο Θεός. Και το των ανθρώπων γένος ούτω γίνεται». Β΄ Μακ. 7,28.
[6]. Εβρ. 4,13.
[7]. Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία διακρίνονται ουσιαστικά τρεις απόψεις σχετικά με την προέλευση του κόσμου. Η πρώτη, που αποδίδεται στον Ηράκλειτο (Απόσπασμα 3 Diels I, 157-158), αρνείται τη δημιουργία του από κάποια θεότητα, και θεωρεί τον κόσμο αιώνιο. Η δεύτερη άποψη, που αποδίδεται στον Πλάτωνα ( Νόμοι Ι, 886a 2-5), μεταθέτει επίσης την αιτία του κόσμου εκτός του σύμπαντος και ταυτόχρονα θεοποιεί τη φύση. Τέλος η τρίτη άποψη, που συνδέεται με τον Αριστοτέλη (Περί φιλοσοφίας 12a Fragmenta Selecta, ed. W. D. Ross, Oxonii 1964, σ. 80) δέχεται την αναγωγή της αιτίας του κόσμου σε κάποια θεία αρχή, κάποιον δημιουργό Θεό.
[8]. Βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία PG 91,664D.
[9]. Πρβλ. Ν. Ματσούκα, Κόσμος, άνθρωπος, κοινωνία κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, Αθήνα 1980, σσ. 49-50.
[10]. Λόγος παραινετικός εις την εισοδον της Αγίας Τεσσαροκοστής, Ομιλία ΚΒ΄, PG 53, 193, 16-21˙ και επίσης TLG, In Genesim XXII, Vol 53, pg 193, In 16-21.
[11]. Βλ. Όπ. π., Ομιλία Θ΄, PG 53,78-79˙ και επίσης TLG, Vol, 53,78-79.
[12]. Βλ. J. Hertel, The Environment, Chicago 1993, σ. 159.
[13]. Οι δύο χώρες, πέρα από τη μεγάλη παραγωγή χλωροφθορανθράκων, ευθύνονται και για δύο σοβαρά βιομηχανικά ατυχήματα. Το 1979 μία έκρηξη στο βιομηχανικό συγκρότημα του Καναδά είχε ως αποτέλεσμα τη διαρροή τρομακτικών ποσοτήτων υγρού φρέοντος που αμέσως εξαερώθηκε και ως πτητικό προωθήθηκε στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας. Τότε δεν εκτιμήθηκε σωστά η συνέπεια της διαρροής για την οικολογική ισορροπία. Αυτό έγινε με ένα δεύτερο ατύχημα, τη φορά αυτή στην Κίνα, και με πολλαπλάσια σε ποσότητα διαρροή χλωροφθορανθράκων. Οι πρώτες παρατηρήσεις στη στοιβάδα του όζοντος έδειξαν αρχικά μια λέπτυνση, που προοδευτικά εξελίχθηκε σε σχισμή, την «τρύπα του όζοντος», που καλύπτει μια απόσταση από τα δυτικά της Ανταρκτικής ώς το άκρο της Γης του Πυρός. Περισσότερα βλ. P. David, Les CFCs industriels et l´ozone, Paris 1988, σσ. 55-71.
[14]. Το φαινόμενο οφείλεται στον περιορισμό του «ζωτικού ατμοσφαιρικού χώρου» και στην προώθηση θερμών πτητικών τοξικών αερίων (μονοξείδια και διοξείδια) στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας. Τα θερμά αέρια είναι αποτέλεσμα των συνεχών καύσεων που μοιραία αυξάνουν προοδευτικά τη μέση θερμοκρασία του πλανήτη. Σύμφωνα με πρόσφατες μετρήσεις η θερμοκρασία αυτή αυξάνει κατά 0,5΄ Κελσίου ανά δεκαετία. Η αύξηση αυτή μεταβάλλει τις σταθερές ισορροπίες και δημιουργεί μεταπτώσεις στις γεωλογικές, κλιματολογικές και εποχειακές σταθερές και κύκλους. Μεταξύ άλλων θεωρείται η βασική αιτία αύξησης του αριθμού και της έντασης των κυκλώνων και των τυφώνων στις ανατολικές ακτές της Αμερικής και της Ασίας. Η πιο σημαντική συνέπεια όμως εντοπίζεται στην προοδευτική νέκρωση της γεωφυσικής ζωτικότητας ορισμένων περιοχών του πλανήτη (Ανατολική Αφρική) και οι ασυνήθιστες καταρρακτώδεις βροχές σε περιοχές μακριά από τους τροπικούς κύκλους.
[15]. Ειδικότερα βλ. Sikiotis, D., Photochemical Pollution and the Protection of the Environment, Published by the Association of Greek Chemists, Athens 1979.
[16]. Ειδικά γιά την προστασία των ελληνικών βιοτόπων έχουν ήδη συνταχθεί σοβαρές περιβαλλοντικές μελέτες, όπως των Κουτσόπουλου, Κ., Χρήστου, Κ. και Λαγουδάκη Τ., Χωροταξική οργάνωση των χερσαίων και θαλάσσιων πόρων των Βορείων Σποράδων και πλαίσιο για την ίδρυση θαλασσίου πάρκου, Αθήνα 1987 και επίσης Kontoyianni, A.-Alifakiotis T., Progress reports to EEC-DG XI for the projects: Assistance to the information and rescue system, investigation of moonk seal populations and their habitants. Proposed measures for conservation, University of Thessaly, May 1991.
[17]. Ειδικότερα για τις κοινωνικές συνέπειες του οικολογικού προβλήματος βλ. R. Rimmer, The Social Consequences of the Ecological Crisis, New York 1992, σσ. 155-191.
[18]. Βλ. Sorj Chalanton, «Σε ποιον ανήκει ο Νείλος», «World Media» - «Το Βημα», 7/7/ 1992, σ. 9.
[19]. Ενδεικτικά αναφέρουμε το «Μήνυμα της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίου Δημητριου επί τη ημέρα προστασίας του περιβάλλοντος» που με αριθμ. πρωτ. 629 εκδόθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1989 και καθιέρωσε από τότε την ημέρα αυτή ως «Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος».
[20]. Στο διάστημα μεταξύ 12-21 Μαΐου 1990 το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών διοργάνωσε στην Κuala Lumpur της Malaysia, διαθρησκειακό συνέδριο, προπαρασκευαστικό της Ζ΄ Γενικής Συνέλευσης του, με κεντρικό θέμα: «Giver of Life - Sustain Your Creation». Στο συνέδριο, πέραν των Εκκλησιών μελών του Π.Σ.Ε. έλαβαν μέρος εκπρόσωποι των μεγάλων θρησκειών της Ασίας, του Ισλαμισμού, του Βουδισμού, του Κομφουκιανισμού, του Ινδοϊσμού και άλλων λιγότερο γνωστών θρησκευμάτων, και με ειδικές εισηγήσεις επεσήμαναν τη φθορά της δημιουργίας και την ανάγκη κοινής διαθρησκειακής συνεργασίας για την ευαισθητοποίηση της παγκόσμιας κοινότητας μπροστά στις οικολογικές απειλές.
[21]. Λεπτομέρειες για τη θεολογική ερμηνεία και τη σημασία του όρου βλ. Α. Κεσελόπουλου, Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον. Σπουδή στον Άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, Αθήνα 1989, σσ. 194-206.
Α΄ Εισαγωγικά
.
Η μελέτη της ιστορίας των πολιτισμών έδειξε ότι σχεδόν όλοι τους κατευθύνονται από μια αδιόρατη νομοτέλεια, που οδηγεί κάποιες στιγμές σε πολύ κρίσιμα αδιέξοδα. Στην ευθεία αυτή πραγματοποιείται στις μέρες μας η παράχρηση του φυσικού περιβάλλοντος, που οδήγησε στην οικολογική αναστροφή. Ο πολιτισμός μας, πολιτισμός αλόγιστων καύσεων λειώνει τα παγόβουνα των πόλων, μειώνει το οξυγόνο της ατμόσφαιρας, ελαχιστοποιεί τον αναπνεύσιμο χώρο του πλανήτη, ενώ παράλληλα καταστρέφει τα τροπικά δάση και σπαταλά τα γλυκά νερά του πλανήτη μας. Ο άλλοτε γαλαζοπράσινος πλανήτης φαίνεται από το διάστημα με χρώματα μεταξύ του γκρι σκούρου και του καφέ.
Το ερώτημα από πότε άρχισαν να παρατηρούνται τέτοιες τάσεις και τι είναι εκείνο που τις κατευθύνει, είναι απλό. Κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα εκδηλώθηκαν οι περισσότερες αρνητικές συνέπειες από μια επικίνδυνη λογικοποίηση του πολιτισμού. Η λογικοποίηση εκείνη υπερτόνισε τις τεχνολογικές κατακτήσεις του ανθρώπου, μετατόπισε τα ανθρώπινα οράματα στις περιοχές του καταναλωτισμού και του ευδαιμονισμού και διαβάθμισε σε δευτερεύουσα θέση τις μεταφυσικές και συναισθηματικές αναζητήσεις του. Η ανάγκη βελτίωσης του πολιτιστικού επιπέδου και εξασφάλισης μιας πολυεπίπεδης ευημερίας έγινε κεντρικό μέλημα των δυτικών κοινωνιών που όμως παρασύρθηκαν πολλές φορές σε μονόδρομες υλοκρατικές επιλογές.
Δεν είναι του παρόντος η αναζήτηση των ποσοστών της ευθύνης. Βρισκόμαστε στα όρια των τελικών επιλογών, που οριοθετούν όχι μόνο την παραπέρα πορεία του πολιτισμού, αλλά απαιτούν κυρίως απάντηση στο τραγικό ερώτημα: «συνεχίζουμε την ιστορία της δημιουργίας ή την σταματούμε με την αλόγιστη φθορά και καταστροφή της;». Το ερώτημα είναι η εμπειρική διαπίστωση μιας σειράς πραγματικών κινδύνων που μας απειλούν και θα απειλήσουν αύριο με ιδιαίτερη οξύτητα.
Όλοι οι κίνδυνοι συνδέονται με την αντικειμενοποίηση της αξίας του υλικο-μηχανολογικού πολιτισμού, τη σχετικοποίηση της μεταφυσικής ανάγκης και την απολυτοποίηση της ανθρώπινης λογικής ως μέτρου αξιολογικής εκτίμησης. Στον πολιτισμό των μηχανών δεν προβλέπεται θέση για την ψυχή και τα συναισθήματα του ανθρώπου, γι’ αυτό και πολλές ιδεολογίες έχουν εκτιμήσει τις αξίες αυτές ως «μυθικά σύμβολα του παρελθόντος».΄Ολα συνδέονται άμεσα με τη μεταβολή της σχέσης του ανθρώπου με τη δημιουργία.
Σε ένα βιβλίο, με τον τίτλο: Royaume de l’ Esprit et Royaume de César, ο γνωστός Ρώσος διανοητής, Nicolas Berdiaeff, σημειώνει με θλίψη τα εξής: «Η θέση του ανθρώπου έναντι των κοσμικών δυνάμεων είναι ολότελα καινούργια. Ο κόσμος με την αρχαία ελληνική σημασία της λέξης, ο κόσμος του Αριστοτέλη, του Θωμά του Ακινάτη, του Δάντη δεν υπάρχει πια. Η φύση δεν είναι μια ιεραρχική τάξη που αποκαταστάθηκε από το Θεό... Σήμερα οι επιστήμονες διακηρύσσουν ότι οι ανακαλύψεις με τις τεχνολογικές τους συνέπειες μπορούν να ανατινάξουν την κοσμική τάξη και να προκαλέσουν κοσμικές καταστροφές... Η μηχανή και η τεχνολογία έχουν μια κοσμογονική σημασία. Εκπροσωπούν μια νέα ημέρα της δημιουργίας ή μάλλον μια νέα νύχτα, αφού μπορούν να σκοτεινιάσουν ακόμη και τον ήλιο»[1].
Στη φάση αυτή, ένα νέο κοσμολογικό και πολιτισμικό μέγεθος, η επιστημονική τεχνολογία, αποκτά κοσμογονική σημασία. Τα παράγωγά της, η μηχανή και τα προϊόντα της, δημιουργήματα του ανθρώπου και αποτελέσματα του νου και της μεταβλητής βούλησής του, συνεπώς μεταβλητά και φθαρτά, επενδύονται με υποκατάστατα μεταφυσικής γοητείας. Σαγηνεύουν, συγκινούν και επιβάλλονται στην ανθρώπινη σκέψη, που την υποδουλώνουν τελικά. Κλονίζεται η σχέση του ανθρώπου όχι μόνο με τη δημιουργία, αλλά και με τον ίδιο τον Δημιουργό. Στο πρόσωπο του ανθρώπου διαταράσσεται η ισορροπία της κτίσης και αλλοιώνεται ο σκοπός της δημιουργίας. Η κλονισμένη σχέση εξελίσσεται σε διαλεκτική αντιπαράθεση. Εκφράζεται ως αλαζονεία, άρνηση της παρουσίας του Θεού στον κόσμο, θεοποίηση του «εγώ», διάσπαση της κοινωνίας σχέσεων με τον «άλλον», που είναι ο Θεός και ο συνάνθρωπος.
.
Β΄
Πτώση και κοινωνικός προβληματισμός
.
Η κατανόηση του όλου οικολογικού προβλήματος ως κοινωνικού κακού είναι αδύνατη έξω από τη θεολογική ερμηνεία της παρακοής και της πτώσης του ανθρώπου. Στην προοπτική αυτή αποκαλύπτονται οι ηθικές προεκτάσεις του προβλήματος και γίνεται εμφανής η διακοινωνική τους εμβέλεια. Με μια τέτοια τοποθέτηση το οικολογικό πρόβλημα συνδέεται με την κακή χρήση του αυτεξουσίου, της ελευθερίας μας.
Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, που σχολιάζει το γνωστό χωρίο του Αποστόλου Παύλου (Προς Ρωμαίους 8,22), η πτώση του ανθρώπου συνεπάγεται και την πτώση της κτίσεως, που «συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν»˙ και ερωτά: «Τίνος ένεκεν στενάζει; τίνος ένεκεν ωδίνει;»[2]. Η απάντηση στο ερώτημα είναι προφανής. Ένεκα του ανθρώπου πάσχει και ωδίνει η όλη δημιουργία. Η λεπτομέρεια αυτή ερμηνεύει έμμεσα τη διδασκαλία της Εκκλησίας για την «ολότητα της δημιουργίας», και άμεσα τη συλλογική κατεύθυνσή της στην προοπτική της τελείωσης.
Ως γνωστό βασική θέση της ορθόδοξης θεολογίας είναι ότι τα όντα έχουν κοινό χαρακτηριστικό τους την τρεπτότητα και τη μεταβολή. Γι’ αυτό και ο ιερός πατήρ θεωρεί πως ό,τι είναι κτιστό δημιούργημα, βρίσκεται σε κατάσταση δυναμικής μεταβολής: «(η κτίσις) τα μέλλοντα εκείνα προσδοκώσα αγαθά και επιθυμούσα την επί το βέλτιον μεταβολήν...Όταν δε ακούσης ότι στενάζει και ωδίνει, μη λογικήν είναι νόμιζε, αλλά μάνθανε της Γραφής το είδος. Όταν γαρ βούληται ο Θεός μέγα και χρηστόν αναγγείλαι τοις ανθρώποις..., και αυτά τα άψυχα αισθάνεσθαι ποιεί των γινομένων θαυμάτων το μέγεθος»[3]. Τα πάντα, έμψυχα και άψυχα, βρίσκονται σε μια μεταμορφωτική πορεία. Η πορεία όμως αυτή αποτελεί συνάρτηση της σχέσης τους με τον Θεό και είναι θετική, όταν εντάσσεται στο σκοπό της δημιουργίας ή αρνητική, όταν απομακρύνεται από τη βούληση και την αγάπη του Θεού[4].
Ο κόσμος, με τη σημασία της ορατής δημιουργίας είναι δημιούργημα του Θεού «εκ του μη όντος»[5]. Αυτή η δημιουργία από το μηδέν δεν ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα, που τελικά γίνεται ανεξάρτητο. Αυτό σημαίνει ότι Θεός και κόσμος είναι ετερότητες, που όμως συνδέονται με ακατάλυτους δεσμούς. Η αιτία της σχέσης πρέπει να αναζητηθεί στον τρόπο της δημιουργίας του κόσμου. Επειδή δημιουργείται από το μηδέν και αποκτά ύπαρξη μόνο με την παρέμβαση του Θεού, δεν μπορεί να αυτονομηθεί, ούτε καν να διαφύγει της προσοχής Του. Γι’ αυτό δεν είναι σε θέση να σταθεί μόνος του, χωρίς τη στήριξη Εκείνου. «Ουκ έστι κτίσις αφανής ενώπιον αυτού, πάντα δε γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς αυτού»[6], σημειώνει ο Απόστολος Παύλος. Αντίθετα προς την αρχαία ελληνική φιλοσοφία[7], η δημιουργία, κατά τη θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έχει τα χαρακτηριστικά της χρονικότητας, της κτιστότητας και της φθοράς. Αυτό σημαίνει ότι η δημιουργία δεν προέρχεται από τη θεία ουσία, συνεπώς δεν είναι άκτιστη, αλλά από τη θεία βούληση που δημιουργεί, κατευθύνει και προφυλάσσει το σκοπό της δημιουργίας[8].
Μία επίσης βασική θέση της ορθόδοξης θεολογίας δέχεται ότι ο κόσμος δεν αποτελεί αυτοαξία και αυτοσκοπό. Η δημιουργία, η άλογη κτίση, αποκτά την αξία της μόνον ως έργο του Δημιουργού[9] και αναφέρεται στον Θεό και τον άνθρωπο που είναι η εικόνα Του στον κόσμο. Για τον λόγο αυτόν το φυσικό περιβάλλον δεν μπορεί να μελετηθεί έξω από τη σχέση του με τον άνθρωπο και τον Θεό, ούτε βέβαια και ερήμην του ανθρώπινου προορισμού. Ειδικότερα μάλιστα η σχέση ανθρώπου και κτίσης είναι τόσο στενά συνδεδεμένη, ώστε κάθε πράξη του ανθρώπου να επηρεάζει άμεσα και το φυσικό περιβάλλον. Σε ομιλία του, «Εις την είσοδον της αγίας Τεσσαρακοστής», ο ιερός Χρυσόστομος σημειώνει: «... καθάπερ εξ αρχής του πρωτοπλάστου αμαρτώντος, η γη την κατάραν εδέξατο, ούτω και νυν του ανθρώπου μέλλοντος αφανίζεσθαι, και τα άλογα κοινωνεί της τιμωρίας. Ώσπερ δε ευδοκιμούντος του ανθρώπου, και η κτίσις κοινωνεί τη του ανθρώπου ευημερία»[10].
Άνθρωπος και κτίση, λοιπόν, δε χωρίζονται στο σχέδιο της φυσικής δημιουργίας, γι’ αυτό και ευθύνη της ανθρωπότητας είναι η διατήρηση της αγαθής σχέσης της με τον κτιστό κόσμο. Η παραμονή όμως του ανθρώπου στην κατάσταση της πτώσης παρατείνει τη διάρκεια της πτώσης του φυσικού κόσμου και συμβάλλει στην εξαχρείωσή του. Έτσι δίπλα στην «ηθική του ανθρώπου» υπάρχει και η «ηθική του φυσικού περιβάλλοντος». Οι δύο ηθικές αναφέρονται σε διαφορετικά υποκείμενα, αλλά είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους και εκδηλώνονται με ακολουθία που προτάσσει (ενοχοποιεί) τον άνθρωπο, αφού το έλ-λογο του ανθρώπου επέβαλε τις συνέπειες των επιλογών του στο ά-λογο της κτίσης.
Η μεταπτωτική αδυναμία του ανθρώπου να προσεγγίσει τα άρρητα μυστικά της δημιουργίας, να κοινωνήσει με το περιβάλλον του και να αποκαταστήσει αγαθές σχέσεις μαζί του, δεν οφείλεται στην επιφανειακή εχθρότητα του φυσικού κόσμου, αλλά στους εσωτερικούς φόβους του ανθρώπου από την απειλή του θανάτου. Ο θάνατος, αποτέλεσμα της φυγής του ανθρώπου από τη ζωή, που είναι δώρο του Θεού, οδήγησε στην απόγνωση και αποπροσανατόλισε την ύπαρξη από την πίστη στην πρόνοια του Δημιουργού. Επόμενη φάση και συνέπεια της σύγχυσης αυτής ήταν η ανάδυση συναισθημάτων ανασφάλειας και αβεβαιότητας[11].
Κάτω από την απειλή αυτή ο άνθρωπος περιορίζεται στη σφαίρα του «εγώ» και αποδύεται σε αγώνα για την απόκτηση υλικών αγαθών, με τα οποία πιστεύει ότι θα επιτύχει να κρατηθεί στη ζωή. Στην προσπάθεια αυτή η απόκτηση των αγαθών εκτιμάται ως ευτυχία και ασφάλεια, ενώ η έλλειψή τους μεταφράζεται σε αγωνία και αβεβαιότητα. Χωρίς πίστη και αγάπη, η δημιουργικότητά του κυριαρχείται από ιδιοτέλεια και πλεονεξία. Στα συναισθήματα αυτά πρέπει να αναζητηθεί η κατάχρηση ή η προνομιακή χρήση των φυσικών αγαθών από λίγους, αλλά και η σκληρότητα στις περιοχές της οικονομικής και κοινωνικής εκμετάλλευσης.
* * *
Ως γνωστό το οικολογικό πρόβλημα συνδέεται άμεσα με τις υπερβολές στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών. Τα αποτελέσματα της χρήσης αυτής μεταφράζονται σε καταναλωτικές παροχές στα μεγάλα κοινωνικά σύνολα, που τις τελευταίες δεκαετίες όχι μόνο συνήθισαν, αλλά και θεωρούν αυτονόητη την κατασπατάλησή τους. Στις δυτικές κοινωνίες, με το πρόσχημα της πολιτιστικής ανάπτυξης ή του εκσυγχρονισμού, αποσύρονται από τη χρήση προϊόντα που έχουν ακόμη μεγάλη διάρκεια ζωής, χωρίς να υπολογίζεται το κόστος σε φυσικά υλικά που ήδη λιγοστεύουν στον πλανήτη μας. Δεν είναι, συνεπώς, υπερβολή ότι η παράχρηση των φυσικών πηγών προκάλεσε έναν «οικολογικό αμοραλισμό», που στέκει αδιάφορος μπροστά στις απειλές. Οι κάποιες κραυγαλέες πρωτοβουλίες αποκτούν ιδεολογικό χαρακτήρα, εγκλωβίζονται σε μαχητικά ουτοπικά σχήματα, γι’ αυτό και δεν συγκινούν τις σιωπηλές πλειοψηφίες. Τελικά, το οικολογικό, αν και μακρο-κοινωνικό πρόβλημα, παραμένει αθέατο κοινωνικό κακό[12].
.
Γ΄
Οικολογική κρίση και παγκόσμιες απειλές
.
Είναι φανερό ότι τα πλεονεκτήματα από την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων μεγιστοποιούν τα οφέλη των βιομηχανικών χωρών, αλλά τα μειονεκτήματα διαμοιράζονται σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, αν και συνήθως επιβαρύνουν περισσότερο τους λαούς της ένδειας, τους λαούς του Τρίτου Κόσμου. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η αλόγιστη παραγωγή χλωροφθορανθράκων (CFC) από τον Καναδά και την Κίνα κατά τη δεκαετία του ’70[13]. Η παραγωγή επέδρασε αρνητικά στην «οζοντική ασπίδα», με εισβολή επικίνδυνης κοσμικής ακτινοβολίας όχι μόνο στις δύο προηγούμενες χώρες, αλλά σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ακόμη, η αύξηση σε μη ανακυκλώσιμες ποσότητες του διοξειδίου του άνθρακα (CO2), επιβάρυνε ιδιαίτερα το «φαινόμενο του θερμοκηπίου»[14]. Τέλος, η υπεραλίευση στις ασιατικές ακτές, για τη μετατροπή των αλιευμάτων σε λιπάσματα, μείωσε τον ενάλιο πλούτο του Ειρηνικού και προκάλεσε ζημία στην οικονομία των χωρών της περιοχής, που ζουν από την αλιεία.
Από τον περασμένο αιώνα διατυπώθηκαν διαμαρτυρίες για τη ρύπανση των ποταμών και των θαλασσών. Αστικά και βιομηχανικά απόβλητα μόλυναν επικίνδυνα όχθες και ακτές, για να μετατρέψουν υπέροχα φυσικά τοπία σε τόπους αποστροφής. Η ρύπανση μεταφέρθηκε στους ωκεανούς, στην ατμόσφαιρα, αλλά και έξω από αυτήν, στο γειτονικό μας διάστημα. Στα βιομηχανικά αστικά κέντρα η φωτοχημική αιθαλομίχλη εξελίχθηκε σε μόνιμη ατμοσφαιρική σύνθεση, που απειλεί σταθερά πλέον την ανθρώπινη υγεία.
Οι προηγούμενες απειλές αποτελούν ενδεικτική μόνον αναφορά στον ευρύτερο προβληματισμό. Μια ειδικότερη προσέγγιση αποκαλύπτει έναν μεγαλύτερο αριθμό έμμεσων απειλών που εισβάλλουν σε κάθε περιοχή της ζωής, της οικονομίας και του πολιτισμού. Έχει διαπιστωθεί ότι η οικολογική αναστροφή μετέβαλε τις κλιματολογικές ισορροπίες των ηπείρων, άλλαξε τις εποχές και αντέστρεψε ουσιαστικά την ισομερή περιοδικότητά τους. Παρατεταμένοι χειμώνες και μακρά καλοκαίρια συρρίκνωσαν τη διάρκεια της άνοιξης και του φθινοπώρου. Μια φοβερή επιτάχυνση της φθοράς των μνημείων του παρελθόντος οφείλεται στη νιτροποίηση του μαρμάρου από τα οξείδια του αζώτου και τα προϊόντα της οξείδωσης τους[15]. Στους γήινους, ποτάμιους και θαλάσσιους βιοτόπους μειώνε-ται καθημερινά ο πληθυσμός των φυσικών ειδών[16], ενώ τα δάση, φυσικοί πνεύμονες του πλανήτη μας, κατακαίονται καθημερινά και μειώνονται τα αποθέματα του επίγειου και υπόγειου υδάτινου πλούτου σε «γλυκά νερά», με συνέπειες στην υγεία των λαών.
Όλα τα φαινόμενα εκπροσωπούν όψεις του κοινωνικού κακού που απειλεί ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ταυτόχρονα είναι οι αιτίες που προκάλεσαν το ενδιαφέρον για τον εντοπισμό των κοινωνικών συνεπειών του οικολογικού προβλήματος. Στην κατεύθυνση αυτή διαπιστώνουμε:
1. Μια επικίνδυνη διεύρυνση του χάσματος των οικονομικών μεγεθών μεταξύ βιομηχανικών χωρών και χωρών του Τρίτου Κόσμου. Οι τελευταίες αδυνατούν να παρακολουθήσουν την πορεία της εκβιομηχάνισης των πρώτων, εκποιούν τον φυσικό εθνικό πλούτο τους και οδηγούνται στην έσχατη εξάρτηση και εξαθλίωση. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε τις γεωκλιματολογικές αντιξοότητες, κυρίως στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, την παρατεταμένη ξηρασία, τους εμφυλίους πολέμους, το χαμηλό βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο, θα αντιληφθούμε το μέγεθος του κοινωνικού προβληματισμού.
2. Η διόγκωση της οικονομικής ευρρωστίας των μεγάλων βιομηχανικών χωρών προκάλεσε εκδηλώσεις ηγεμονισμού σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων χωρών με σοβαρές συνέπειες στη γενικότερη αντιμετώπισή τους. Υπενθυμίζεται η επιλογή περιοχών μακριά από τα μητροπολιτικά κέντρα των πυρηνικών υπερδυνάμεων για την πραγματοποίηση πυρηνικών δοκιμών ή την ταφή πυρηνικών αποβλήτων (Μορουρόα, Αλάσκα, Καζακστάν, Κεντρικός Ειρηνικός).
3. Η φθορά και η παράχρηση των φυσικών πηγών των χωρών του Τρίτου Κόσμου από τις αναπτυγμένες χώρες πραγματοποιήθηκε με στρατηγικές οικονομικής, πολιτικής και διπλωματικής παγκοσμιότητας που περιφρόνησε τις τοπικές συνθήκες, παραδόσεις, πίστεις, νόμους, ανάγκες και προοπτικές. Ειδικά στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, στην Ινδοκίνα και στο νησιωτικό σύμπλεγμα του Νοτίου Ειρηνικού, η επέμβαση πραγματοποιήθηκε με παραβιάσεις όχι μόνον των κανόνων του διεθνούς δικαίου, αλλά και των στοιχειωδών ανθρωπιστικών δεσμεύσεων. Είναι φανερό ότι στις περιοχές αυτές πραγματοποιήθηκε αρπαγή εθνικών αγαθών από ξένες προς τα τοπικά συμφέροντα δυνάμεις.
4. Η αύξηση της θνησιμότητας στις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις των περιοχών αυτών έδειξε την αδιαφορία των πλουσίων χωρών για τα προβλήματα που δημιούργησε η οικολογική κρίση. Ορισμένες στιγμές ανθρωπιστικών εξάρσεων του δυτικού κόσμου για το δράμα της πενίας της Δυτικής Αφρικής είχαν μόνο περιστασιακό χαρακτήρα και σύντομα ατόνισαν και εκφυλίστηκαν.
5. Η διαιώνιση της εξάρτησης των οικονομικά ασθενέστερων από τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες αποτελεί την πιο σοβαρή απόδειξη διαμόρφωσης ενός παγκόσμιου συστήματος με κύριο χαρακτηριστικό του την άνιση κατανομή των φυσικών πόρων του πλανήτη και μάλιστα ερήμην των χωρών που διαθέτουν το μέγιστο του φυσικού πλούτου.
6. Η εμφάνιση των κυριαρχικών τάσεων των βιομηχανικών χωρών διαιρεί αναπόφευκτα την ανθρωπότητα σε διαλεκτικά αντίθετες συλλογικότητες που λογικά καταφεύγουν σε ιδεολογικά σχήματα αντιθέσεων και εχθρότητας. Το φαινόμενο των κάθε λογής μαχητικών φυλετισμών στο κέρας της Αφρικής, στις Φιλιππίνες και την Ινδοκίνα, αλλά και στις ισλαμικές χώρες και σ’ αυτήν την Ευρώπη, αποτελεί την πιο χαρακτηριστική ένδειξη μιας απολυτοποίησης που οφείλεται σε εθνικιστικές, οικονομικές η και θρησκευτικές πικρίες από αποικιοκρατικές εξαρτήσεις κάθε τύπου, ξενοφοβία η εμπειρίες κοινωνικού διαχωρισμού[17].
Οι διαπιστώσεις αυτές συνδέονται άμεσα, ως κοινωνικό κακό, με ορισμένα κοινωνικά προβλήματα που θεωρούνται κρίσιμα για την τρέχουσα δεκαετία. Τέτοια προβλήματα είναι η π ε ί ν α, που φαίνεται να αποκτά καθημερινά τρομακτικές διαστάσεις, αφού αφανίζει μεγάλα πληθυσμιακά σύνολα σε περιοχές της Γης, που πλήττονται τελευταία από την επέκταση του «φαινομένου Σαχάρα» στην Ανατολική Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Σε άλλες ηπείρους, όπως η Λατινική Αμερική και η Αυστραλία, η πείνα οφείλεται στην αποψίλωση των δασών και τη βίαιη απομάκρυνση των ιθαγενών από τις εστίες τους. Ενώ, τέλος, το ίδιο φαινόμενο στις δυτικές κοινωνίες πλήττει επικίνδυνα τους ξένους μετανάστες, που εγκατέλειψαν τις φτωχές χώρες τους και αναζήτησαν καλύτερη τύχη στις βιομηχανικές χώρες, σε περίοδο όμως οικονομικής λιτότητας και ανεργίας.
Η α ν ε ρ γ ι α, βέβαια, αποτελεί ένα άλλο επίσης σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα, που οφείλεται στον περιορισμό των δυνατοτήτων απασχόλησης στις χώρες που πλήττονται από ξηρασία, οικονομικό μαρασμό, καταστροφή των φυσικών πόρων και γενικά κοινωνική εξαθλίωση.
* * *
Μπροστά σε αυτά τα κοινωνικά προβλήματα είναι λογικά αναπόφευκτη η αντιπαράθεση των συμφερόντων. Οι ειδικοί δεν δυσκολεύονται να διακρίνουν στο άμεσο μέλλον την αλυσιδωτή έκρηξη π ο λ έ μ ω ν. Ήδη πολλοί από τους πολέμους των τελευταίων δεκαετιών συνδέονται αναπόσπαστα με διεκδικήσεις στρατηγικών περιοχών για τον έλεγχο των ενεργειακών αποθεμάτων. Και φυσικά δεν μπορεί να είναι μακριά ένας πόλεμος για το νερό. Πριν λίγα χρόνια, ως υπουργός εξωτερικών της Αιγύπτου, ο άλλοτε Γενικός Γραμματέας του Ο.Η.Ε., Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι είχε πει σε ομιλία του στα Ηνωμένα Έθνη ότι «ο επόμενος πόλεμος στην περιοχή μας θα γίνει για το νερό. Δεν θα έχει σχέση με την πολιτική». Και είναι αναπόφευκτος από τη στιγμή που το ερώτημα σε «ποιόν ανήκει ο Νείλος;» απασχολεί εννέα χώρες που ζουν από τα νερά του. Αφού, ως γνωστό, ο ποταμός, πριν τελικά εκβάλει στη Μεσόγειο, ξεδιψά το Ζαΐρ, την Τανζανία, την Κένυα, την Ουγκάντα, τη Ρουάντα, το Μπουρούντι, την Αιθιοπία, το Σουδάν και την Αί-γυπτο[18]. Ανάλογα προβλήματα υπάρχουν επίσης στη Μέση Ανατολή μεταξύ Τουρκίας, Συρίας, Λιβάνου, Ιορδανίας, Ισραήλ και Ιράκ. Εδώ ιδιαίτερη σημασία αποκτούν τα νερά του Ευφράτη μόλις ολοκληρωθεί στην Τουρκία το τεράστιο υδροηλεκτρικό φράγμα «Κεμάλ Ατατούρκ» που σχεδιάστηκε να ποτίσει εκατοντάδες χιλιάδες εκτάρια άγονων σήμερα περιοχών.
Φυσικά, τα κοινωνικά προβλήματα δεν κλείνονται ούτε καταλήγουν πάντοτε σε πολεμικές αναμετρήσεις. Συχνά απολυτοποιούνται σε «ιδεολογίες» διχασμού που απομακρύνουν τη διανθρώπινη προσέγγιση και οξύνουν πιο επικίνδυνα την αντιπαλότητα μεταξύ ανθρώπων και λαών. Έτσι εκδηλώνεται ο «κοινωνικός διαχωρισμός» ανάμεσα σε εκείνους που απολαμβάνουν και στους άλλους που στερούνται. Οι κοινωνικοί διαχωρισμοί πάντοτε καταλήγουν σέ συγκρούσεις.
.
Δ'
Το πρόβλημα και η ορθόδοξη απάντηση
.
Η προσέγγιση των πτυχών του οικολογικού προβλήματος είναι φανερό ότι δημιουργεί απαισιοδοξία για το μέλλον του πλανήτη μας. Όμως τα συναισθήματα αυτά είναι ανάγκη να μεταστραφούν με έναν πραγματικό προσανατολισμό προς την ελπίδα. Μια παγκόσμια εκστρατεία ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, φαίνεται ότι άρχισε να αποδίδει καρπούς. Στην πρωτοπορεία αυτών των κινητοποιήσεων βρέθηκαν από νωρίς οι Θρησκείες και οι διεθνείς ανθρωπιστικοί οργανισμοί που ανάγκασαν τελικά τους διεθνείς βιομηχανικούς κολοσσούς και τους πολιτικούς σχηματισμούς να προγραμματίσουν τη γνωστή διάσκεψη του Ρίο (3-13 Ιουνίου 1992). Δεν είναι σκόπιμο να εισέλθουμε στις διαπιστώσεις και τις αποφάσεις της διάσκεψης. Θα σημειώσουμε μόνο ότι οι πρώτες εισηγήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος αποτελούν δραματικές εκκλήσεις αρχηγών Εκκλησιών[19] και Θρησκειών[20], πορίσματα διορθοδόξων, διαχριστιανικών και διαθρησκειακών συνεδρίων, που πίσω από τη μόλυνση του περιβάλλοντος είδαν την πνευματική και υπαρξιακή αλλοτρίωση της ανθρώπινης εικόνας.
Στην προοπτική αυτή η ορθόδοξη απάντηση κλείνει τη μοναδική δυνατότητα για τη διέξοδο από τον κύκλο του παραλόγου της πτώσης. Είναι η επιστροφή του ανθρώπου στο «κατ’ εικόνα», η έξοδος από τις ψευδαισθήσεις της ανασφάλειας που παρωθεί στη διεκδίκηση δύναμης και αγαθών. Τίποτε στην κτιστή δημιουργία δεν είναι οριστικά τελικό και απόλυτο. Και ο πλούτος, και η δύναμη, και η φτώχεια, και τα προνόμια και η δόξα του κόσμου είναι σχετικά και μεταβαλλόμενα. Την ίδια φθορά υπόκειται και ο ιστορικός χρόνος και ο ορισμένος χώρος. Γι’ αυτό μια ουσιαστική υπέρβαση της φθοράς πρέπει να είναι και υπέρβαση της σχετικότητας του κόσμου, για την ανασύνδεση της εικόνας με το πρωτότυπο.
Η υπέρβαση αυτή, κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, θεωρήθηκε ως η δυνατότητα του ανθρώπου να επιστρέψει στην προπτωτική αγαθότητα. Είναι μια ηρωική κίνηση που αποδέχεται ως μέτρο ζωής τη μεσότητα, την αποδέσμευση από τα περιττά και τον περιορισμό στα αναγκαία. Μια τέτοια υπέρβαση εκπροσωπεί στην παράδοση της Εκκλησίας η μοναστική ζωή με το ασκητικό ιδεώδες, που μέσα από τη νέκρωση του «εγώ» δίνει το πλαίσιο για την ανάδυση της αυθεντικής κοινωνικότητας με τους «άλλους» και την κτίση ολόκληρη. Η κίνηση αυτή ξεκινά από την αυτογνωσία και είναι αρχικά συμφιλίωση του ανθρώπου με τον Θεό και τον εαυτό του και στη συνέχεια συμφιλίωση με τον συνάνθρωπο και το περιβάλλον. Στις βιογραφίες των ασκητών της ερήμου του Σινά, του Αγίου Όρους και της παγωμένης στέππας πέρα από τον Βόλγα, πολύ συχνά άγρια θηρία υπηρετούν και διαλέγονται με τον τρόπο τους με τους μοναχούς της άσκησης και της προσευχής.
Εδώ διαφαίνεται μία από τις πιο βασικές θέσεις της ορθόδοξης θεολογίας. Η συμφιλίωση του ανθρώπου με τη φύση αποκαθιστά τις ταραγμένες σχέσεις τους και δημιουργεί προϋποθέσεις κοινωνικότητας εκεί που πριν κυριαρχούσε η εχθρότητα και η αγριότητα. Στην προοπτική αυτή λειτουργεί το μυστήριο της Εκκλησίας, που αγκαλιάζει τα ορατά και τα αόρατα, τα λογικά και τα ά-λογα σε μια υπερλογική ενότητα. Εδώ εξαγιάζεται άνθρωπος και κτίση σε έναν «εκκλη-σιασμό»[21] του κόσμου, που δένει το πνεύμα με την ύλη, για να πνευματοποιήσει κι αυτήν τελικά. Στην Εκκλησία, αυτή τη θεανθρώπινη και κοσμική συνάντηση, η ευχαριστιακή κοινωνία οικοδομεί αυθεντική κοινωνικότητα, και αυτή με τη σειρά της απομακρύνει τα στοιχεία της πτώσης και ενοποιεί τα διεστώτα. Μοναδική δυνατότητα συμφιλίωσης του ανθρώπου με την κτίση προσφέρει το μυστήριο της Εκκλησίας, όπου ο Παράκλητος χαριτώνει με τις δωρεές Του την «πτωχεύσασαν φύσιν».
Κατά βάθος, λοιπόν, χρειάζεται εξανθρωπισμός και αγιασμός του ανθρώπου και αυτός είναι αδύνατος έξω από την ενεργοποίηση της σχέσης του με τον Θεό. Μια τέτοια σχέση θα απαλύνει και θα ημερώσει την αγριότητα της «πεπτωκυίας φύσεως» και θα μεταβάλει τον άνθρωπο από δυνάστη της δημιουργίας σε προνοητή και συνδημιουργό του Δημιουργού.
____________________________
1. Royaume de l’ Esprit et royaume de César, Paris 1951, σσ. 42-44.
[2]. Ομιλία, Εις το αποστολικόν ρητόν το λέγον «Ου μόνον δέ, αλλά και καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες, ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται», PG 51, 159, 16-17˙ (στο εξής οι παραπομπές στην Patrologia Graeca θα συνοδεύονται και από την αντίστοιχη αναφορά στο Thesaurus Linguae Graecae, συντομογραφία TLG) και επίσης TLG, Musaios, De gloria in tribulationibus, Vol. 51, pg 159, In 15-17.
[3]. Όπ. π. PG 51, 159, 22-27˙ και επίσης TLG, Vol. 51, pg 159, In 17-19˙ 22-27.
[4]. Βλ. Όπ. π. PG 51, 160, 30-41˙ και επίσης TLG, Vol. 51, pg 160, In 30-41. «ο Θεός υπέρ ημών των αγνωμόνων έδωκεν οικετών, και τους μυρίοις βεβαρυμένους αμαρτήμασι, και τοσούτοις φορτίοις πιεζομένους πλημμελημάτων, ουχί των αμαρτημάτων απήλλαξε μόνον, αλλά και δικαίους ειργάσατο, ουδέν φορτικόν, ουδέ επίπονον επιτάξας, ουδέ επαχθές, αλλά πίστιν ζητήσας παρ’ ημών μόνον, και δικαίους εποίησε και αγίους κατεσκεύασε, και υιούς Θεού απέφηνε, και βασιλείας κληρονόμους απέδειξε, και του Μονογενούς συγκληρονόμους απειργάσατο, και ανάστασιν επηγγείλατο, και αφθαρσίαν σωμάτων...».
[5]. «Αξιώ σε, τέκνον, αναβλέψαντα εις τον ουρανόν και την γην και τα εν αυτοίς πάντα ιδόντα γνώναι ότι ουκ εξ όντων εποίησεν αυτά ο Θεός. Και το των ανθρώπων γένος ούτω γίνεται». Β΄ Μακ. 7,28.
[6]. Εβρ. 4,13.
[7]. Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία διακρίνονται ουσιαστικά τρεις απόψεις σχετικά με την προέλευση του κόσμου. Η πρώτη, που αποδίδεται στον Ηράκλειτο (Απόσπασμα 3 Diels I, 157-158), αρνείται τη δημιουργία του από κάποια θεότητα, και θεωρεί τον κόσμο αιώνιο. Η δεύτερη άποψη, που αποδίδεται στον Πλάτωνα ( Νόμοι Ι, 886a 2-5), μεταθέτει επίσης την αιτία του κόσμου εκτός του σύμπαντος και ταυτόχρονα θεοποιεί τη φύση. Τέλος η τρίτη άποψη, που συνδέεται με τον Αριστοτέλη (Περί φιλοσοφίας 12a Fragmenta Selecta, ed. W. D. Ross, Oxonii 1964, σ. 80) δέχεται την αναγωγή της αιτίας του κόσμου σε κάποια θεία αρχή, κάποιον δημιουργό Θεό.
[8]. Βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία PG 91,664D.
[9]. Πρβλ. Ν. Ματσούκα, Κόσμος, άνθρωπος, κοινωνία κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, Αθήνα 1980, σσ. 49-50.
[10]. Λόγος παραινετικός εις την εισοδον της Αγίας Τεσσαροκοστής, Ομιλία ΚΒ΄, PG 53, 193, 16-21˙ και επίσης TLG, In Genesim XXII, Vol 53, pg 193, In 16-21.
[11]. Βλ. Όπ. π., Ομιλία Θ΄, PG 53,78-79˙ και επίσης TLG, Vol, 53,78-79.
[12]. Βλ. J. Hertel, The Environment, Chicago 1993, σ. 159.
[13]. Οι δύο χώρες, πέρα από τη μεγάλη παραγωγή χλωροφθορανθράκων, ευθύνονται και για δύο σοβαρά βιομηχανικά ατυχήματα. Το 1979 μία έκρηξη στο βιομηχανικό συγκρότημα του Καναδά είχε ως αποτέλεσμα τη διαρροή τρομακτικών ποσοτήτων υγρού φρέοντος που αμέσως εξαερώθηκε και ως πτητικό προωθήθηκε στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας. Τότε δεν εκτιμήθηκε σωστά η συνέπεια της διαρροής για την οικολογική ισορροπία. Αυτό έγινε με ένα δεύτερο ατύχημα, τη φορά αυτή στην Κίνα, και με πολλαπλάσια σε ποσότητα διαρροή χλωροφθορανθράκων. Οι πρώτες παρατηρήσεις στη στοιβάδα του όζοντος έδειξαν αρχικά μια λέπτυνση, που προοδευτικά εξελίχθηκε σε σχισμή, την «τρύπα του όζοντος», που καλύπτει μια απόσταση από τα δυτικά της Ανταρκτικής ώς το άκρο της Γης του Πυρός. Περισσότερα βλ. P. David, Les CFCs industriels et l´ozone, Paris 1988, σσ. 55-71.
[14]. Το φαινόμενο οφείλεται στον περιορισμό του «ζωτικού ατμοσφαιρικού χώρου» και στην προώθηση θερμών πτητικών τοξικών αερίων (μονοξείδια και διοξείδια) στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας. Τα θερμά αέρια είναι αποτέλεσμα των συνεχών καύσεων που μοιραία αυξάνουν προοδευτικά τη μέση θερμοκρασία του πλανήτη. Σύμφωνα με πρόσφατες μετρήσεις η θερμοκρασία αυτή αυξάνει κατά 0,5΄ Κελσίου ανά δεκαετία. Η αύξηση αυτή μεταβάλλει τις σταθερές ισορροπίες και δημιουργεί μεταπτώσεις στις γεωλογικές, κλιματολογικές και εποχειακές σταθερές και κύκλους. Μεταξύ άλλων θεωρείται η βασική αιτία αύξησης του αριθμού και της έντασης των κυκλώνων και των τυφώνων στις ανατολικές ακτές της Αμερικής και της Ασίας. Η πιο σημαντική συνέπεια όμως εντοπίζεται στην προοδευτική νέκρωση της γεωφυσικής ζωτικότητας ορισμένων περιοχών του πλανήτη (Ανατολική Αφρική) και οι ασυνήθιστες καταρρακτώδεις βροχές σε περιοχές μακριά από τους τροπικούς κύκλους.
[15]. Ειδικότερα βλ. Sikiotis, D., Photochemical Pollution and the Protection of the Environment, Published by the Association of Greek Chemists, Athens 1979.
[16]. Ειδικά γιά την προστασία των ελληνικών βιοτόπων έχουν ήδη συνταχθεί σοβαρές περιβαλλοντικές μελέτες, όπως των Κουτσόπουλου, Κ., Χρήστου, Κ. και Λαγουδάκη Τ., Χωροταξική οργάνωση των χερσαίων και θαλάσσιων πόρων των Βορείων Σποράδων και πλαίσιο για την ίδρυση θαλασσίου πάρκου, Αθήνα 1987 και επίσης Kontoyianni, A.-Alifakiotis T., Progress reports to EEC-DG XI for the projects: Assistance to the information and rescue system, investigation of moonk seal populations and their habitants. Proposed measures for conservation, University of Thessaly, May 1991.
[17]. Ειδικότερα για τις κοινωνικές συνέπειες του οικολογικού προβλήματος βλ. R. Rimmer, The Social Consequences of the Ecological Crisis, New York 1992, σσ. 155-191.
[18]. Βλ. Sorj Chalanton, «Σε ποιον ανήκει ο Νείλος», «World Media» - «Το Βημα», 7/7/ 1992, σ. 9.
[19]. Ενδεικτικά αναφέρουμε το «Μήνυμα της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίου Δημητριου επί τη ημέρα προστασίας του περιβάλλοντος» που με αριθμ. πρωτ. 629 εκδόθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1989 και καθιέρωσε από τότε την ημέρα αυτή ως «Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος».
[20]. Στο διάστημα μεταξύ 12-21 Μαΐου 1990 το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών διοργάνωσε στην Κuala Lumpur της Malaysia, διαθρησκειακό συνέδριο, προπαρασκευαστικό της Ζ΄ Γενικής Συνέλευσης του, με κεντρικό θέμα: «Giver of Life - Sustain Your Creation». Στο συνέδριο, πέραν των Εκκλησιών μελών του Π.Σ.Ε. έλαβαν μέρος εκπρόσωποι των μεγάλων θρησκειών της Ασίας, του Ισλαμισμού, του Βουδισμού, του Κομφουκιανισμού, του Ινδοϊσμού και άλλων λιγότερο γνωστών θρησκευμάτων, και με ειδικές εισηγήσεις επεσήμαναν τη φθορά της δημιουργίας και την ανάγκη κοινής διαθρησκειακής συνεργασίας για την ευαισθητοποίηση της παγκόσμιας κοινότητας μπροστά στις οικολογικές απειλές.
[21]. Λεπτομέρειες για τη θεολογική ερμηνεία και τη σημασία του όρου βλ. Α. Κεσελόπουλου, Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον. Σπουδή στον Άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, Αθήνα 1989, σσ. 194-206.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου