20/12/08

Εισηγήσεις Ημερίδας Θεολόγων «Οικολογία και Ορθόδοξη Θεολογία» (2)

Πραγματοποιήθηκε, κατόπιν εγκρίσεως του Περιφερειακού Δ/ντου Α/θμιας και Β/θμιας Εκπ/σης Ηπείρου, η Γ΄ Επιμορφωτική Ημερίδα των Θεολόγων καθηγητών Ηπείρου, Κερκύρας και Λευκάδος, υπό την αιγίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Άρτης και με τη φροντίδα και το συντονισμό του Σχολικού Συμβούλου Θεολόγων κ. Τριαντάφυλλου Σιούλη το Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2008 στο Ξενοδοχείο «ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ» με γενικό θέμα: «Οικολογία και Ορθόδοξη Θεολογία».
.
Θα δημοσιεύσουμε σταδιακά στο blog τις πιο σημαντικές εισηγήσεις της Ημερίδας αυτής.

Κοινωνικές επιπτώσεις του οικολογικού προβλήματος
.
Γράφει ο:

Βα­σί­λει­ος Τ. Γι­ούλ­τσης
Ομότιμος Κα­θη­γη­τής Κοι­νω­νι­ο­λο­γί­ας
στη Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή του Α.Π.Θ.

.
Α΄ Εισαγωγικά
.
Η με­λέ­τη της ι­στο­ρί­ας των πο­λι­τι­σμών έ­δει­ξε ό­τι σχε­δόν ό­λοι τους κα­τευ­θύ­νο­νται α­πό μι­α α­δι­ό­ρα­τη νο­μο­τέ­λει­α, που ο­δη­γεί κά­ποι­ες στι­γμές σε πο­λύ κρί­σι­μα α­δι­έ­ξο­δα. Στην ευ­θεί­α αυ­τή πρα­γμα­το­ποι­εί­ται στις μέρες μας η πα­ρά­χρη­ση του φυ­σι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος, που ο­δή­γη­σε στην οι­κο­λο­γι­κή α­να­στρο­φή. Ο πο­λι­τι­σμός μας, πο­λι­τι­σμός α­λό­γι­στων καύ­σε­ων λει­ώ­νει τα πα­γό­βου­να των πό­λων, μει­ώ­νει το ο­ξυ­γό­νο της α­τμό­σφαι­ρας, ε­λα­χι­στο­ποι­εί τον α­να­πνεύ­σι­μο χώ­ρο του πλα­νή­τη, ε­νώ πα­ράλ­λη­λα κα­τα­στρέ­φει τα τρο­πι­κά δά­ση και σπα­τα­λά τα γλυ­κά νε­ρά του πλα­νή­τη μας. Ο άλ­λο­τε γα­λα­ζο­πρά­σι­νος πλα­νή­της φαί­νε­ται α­πό το δι­ά­στη­μα με χρώ­μα­τα με­τα­ξύ του γκρι σκού­ρου και του κα­φέ.
Το ερώτημα από πότε άρχισαν να παρατηρούνται τέτοιες τάσεις και τι είναι εκείνο που τις κατευθύνει, είναι απλό. Κα­τά το δεύ­τε­ρο ή­μι­συ του 20ού αι­ώ­να εκ­δη­λώ­θη­καν οι πε­ρισ­σό­τε­ρες αρ­νη­τι­κές συ­νέ­πει­ες α­πό μι­α ε­πι­κίν­δυ­νη λο­γι­κο­ποί­η­ση του πο­λι­τι­σμού. Η λο­γι­κο­ποί­η­ση εκείνη υ­περ­τό­νι­σε τις τε­χνο­λο­γι­κές κα­τα­κτή­σεις του αν­θρώ­που, με­τα­τό­πι­σε τα αν­θρώ­πι­να ο­ρά­μα­τα στις πε­ρι­ο­χές του κα­τα­να­λω­τι­σμού και του ευ­δαι­μο­νι­σμού και δι­α­βά­θμι­σε σε δευ­τε­ρεύ­ου­σα θέ­ση τις με­τα­φυ­σι­κές και συ­ναι­σθη­μα­τι­κές α­να­ζη­τή­σεις του. Η α­νά­γκη βελ­τί­ω­σης του πο­λι­τι­στι­κού ε­πι­πέ­δου και ε­ξα­σφά­λι­σης μι­ας πο­λυ­ε­πί­πε­δης ευ­η­με­ρί­ας έ­γι­νε κε­ντρι­κό μέ­λη­μα των δυ­τι­κών κοι­νω­νι­ών που ό­μως πα­ρα­σύρ­θη­καν πολ­λές φο­ρές σε μο­νό­δρο­μες υ­λο­κρα­τι­κές ε­πι­λο­γές.
Δεν εί­ναι του πα­ρό­ντος η α­να­ζή­τη­ση των πο­σο­στών της ευ­θύ­νης. Βρι­σκό­μα­στε στα ό­ρι­α των τε­λι­κών ε­πι­λο­γών, που ο­ρι­ο­θε­τούν ό­χι μό­νο την πα­ρα­πέ­ρα πο­ρεί­α του πο­λι­τι­σμού, αλ­λά α­παι­τούν κυ­ρί­ως α­πά­ντη­ση στο τρα­γι­κό ε­ρώ­τη­μα: «συ­νε­χί­ζου­με την ι­στο­ρί­α της δη­μι­ουρ­γί­ας ή την στα­μα­τού­με με την α­λό­γι­στη φθο­ρά και κα­τα­στρο­φή της;­». Το ε­ρώ­τη­μα εί­ναι η ε­μπει­ρι­κή δι­α­πί­στω­ση μι­ας σει­ράς πρα­γμα­τι­κών κιν­δύ­νων που μας α­πει­λούν και θα α­πει­λή­σουν αύ­ρι­ο με ι­δι­αί­τε­ρη ο­ξύ­τη­τα.
Ό­λοι οι κίν­δυ­νοι συν­δέ­ο­νται με την α­ντι­κει­με­νο­ποί­η­ση της α­ξί­ας του υ­λι­κο-μη­χα­νο­λο­γι­κού πο­λι­τι­σμού, τη σχε­τι­κο­ποί­η­ση της με­τα­φυ­σι­κής α­νά­γκης και την α­πο­λυ­το­ποί­η­ση της αν­θρώ­πι­νης λο­γι­κής ως μέ­τρου α­ξι­ο­λο­γι­κής ε­κτί­μη­σης. Στον πο­λι­τι­σμό των μη­χα­νών δεν προ­βλέ­πε­ται θέ­ση γι­α την ψυ­χή και τα συ­ναι­σθή­μα­τα του αν­θρώ­που, γι’ αυ­τό και πολ­λές ι­δε­ο­λο­γί­ες έ­χουν ε­κτι­μή­σει τις α­ξί­ες αυ­τές ως «μυ­θι­κά σύμ­βο­λα του πα­ρελ­θό­ντος»­.΄Ο­λα συν­δέ­ο­νται ά­με­σα με τη με­τα­βο­λή της σχέ­σης του αν­θρώ­που με τη δη­μι­ουρ­γί­α.
Σε έ­να βι­βλί­ο, με τον τίτ­λο: R­o­y­a­u­me de l’ E­s­p­r­it et R­o­y­a­u­me de C­é­s­ar, ο γνω­στός Ρώ­σος δι­α­νο­η­τής, N­i­c­o­l­as B­e­r­d­i­a­e­ff, ση­μει­ώ­νει με θλί­ψη τα ε­ξής: «Η θέ­ση του αν­θρώ­που έ­να­ντι των κο­σμι­κών δυ­νά­με­ων εί­ναι ο­λό­τε­λα και­νούρ­γι­α. Ο κό­σμος με την αρ­χαί­α ελ­λη­νι­κή ση­μα­σί­α της λέ­ξης, ο κό­σμος του Α­ρι­στο­τέ­λη, του Θω­μά του Α­κι­νά­τη, του Δά­ντη δεν υ­πάρ­χει πι­α. Η φύ­ση δεν εί­ναι μι­α ι­ε­ραρ­χι­κή τά­ξη που α­πο­κα­τα­στά­θη­κε α­πό το Θε­ό.­.. Σή­με­ρα οι ε­πι­στή­μο­νες δι­α­κη­ρύσ­σουν ό­τι οι α­να­κα­λύ­ψεις με τις τε­χνο­λο­γι­κές τους συ­νέ­πει­ες μπο­ρούν να α­να­τι­νά­ξουν την κο­σμι­κή τά­ξη και να προ­κα­λέ­σουν κο­σμι­κές κα­τα­στρο­φές.­.. Η μη­χα­νή και η τε­χνο­λο­γί­α έ­χουν μι­α κο­σμο­γο­νι­κή ση­μα­σί­α. Εκ­προ­σω­πούν μι­α νέ­α η­μέ­ρα της δη­μι­ουρ­γί­ας ή μάλ­λον μι­α νέ­α νύ­χτα, α­φού μπο­ρούν να σκοτεινιάσουν ακόμη και τον ήλιο»[1].
Στη φά­ση αυ­τή, έ­να νέ­ο κο­σμο­λο­γι­κό και πο­λι­τι­σμι­κό μέ­γε­θος, η ε­πι­στη­μο­νι­κή τε­χνο­λο­γί­α, α­πο­κτά κο­σμο­γο­νι­κή ση­μα­σί­α. Τα πα­ρά­γω­γά της, η μη­χα­νή και τα προ­ϊ­ό­ντα της, δη­μι­ουρ­γή­μα­τα του αν­θρώ­που και α­πο­τε­λέ­σμα­τα του νου και της με­τα­βλη­τής βού­λη­σής του, συ­νε­πώς με­τα­βλη­τά και φθαρ­τά, ε­πεν­δύ­ο­νται με υ­πο­κα­τά­στα­τα με­τα­φυ­σι­κής γο­η­τεί­ας. Σα­γη­νεύ­ουν, συ­γκι­νούν και ε­πι­βάλ­λο­νται στην αν­θρώ­πι­νη σκέ­ψη, που την υ­πο­δου­λώ­νουν τε­λι­κά. Κλο­νί­ζε­ται η σχέ­ση του αν­θρώ­που ό­χι μό­νο με τη δη­μι­ουρ­γί­α, αλ­λά και με τον ί­δι­ο τον Δη­μι­ουρ­γό. Στο πρό­σω­πο του αν­θρώ­που δι­α­τα­ράσ­σε­ται η ι­σορ­ρο­πί­α της κτί­σης και αλ­λοι­ώ­νε­ται ο σκο­πός της δη­μι­ουρ­γί­ας. Η κλο­νι­σμέ­νη σχέ­ση ε­ξε­λίσ­σε­ται σε δι­α­λε­κτι­κή α­ντι­πα­ρά­θε­ση. Εκ­φρά­ζε­ται ως α­λα­ζο­νεί­α, άρ­νη­ση της πα­ρου­σί­ας του Θε­ού στον κό­σμο, θε­ο­ποί­η­ση του «ε­γώ», δι­ά­σπα­ση της κοι­νω­νί­ας σχέ­σε­ων με τον «άλ­λον», που εί­ναι ο Θε­ός και ο συ­νάν­θρω­πος.
.
Β΄
Πτώση και κοινωνικός προβληματισμός
.
Η κα­τα­νό­η­ση του ό­λου οι­κο­λο­γι­κού προ­βλή­μα­τος ως κοι­νω­νι­κού κα­κού εί­ναι α­δύ­να­τη έ­ξω α­πό τη θε­ο­λο­γι­κή ερ­μη­νεί­α της πα­ρα­κο­ής και της πτώ­σης του αν­θρώ­που. Στην προ­ο­πτι­κή αυ­τή α­πο­κα­λύ­πτο­νται οι η­θι­κές προ­ε­κτά­σεις του προ­βλή­μα­τος και γί­νε­ται εμ­φα­νής η δι­α­κοι­νω­νι­κή τους εμ­βέ­λει­α. Με μι­α τέ­τοι­α το­πο­θέ­τη­ση το οι­κο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα συν­δέ­ε­ται με την κα­κή χρή­ση του αυ­τε­ξου­σί­ου, της ε­λευ­θε­ρί­ας μας.
Κα­τά τον ι­ε­ρό Χρυ­σό­στο­μο, που σχο­λι­ά­ζει το γνω­στό χω­ρί­ο του Α­πο­στό­λου Παύ­λου (Προς Ρω­μαί­ους 8,22), η πτώ­ση του αν­θρώ­που συ­νε­πά­γε­ται και την πτώ­ση της κτί­σε­ως, που «συ­στε­νά­ζει και συ­νω­δί­νει ά­χρι του νυν»˙ και ε­ρω­τά: «Τί­νος έ­νε­κεν στε­νά­ζει; τί­νος έ­νε­κεν ω­δί­νει;­»­[2]. Η α­πά­ντη­ση στο ε­ρώ­τη­μα εί­ναι προ­φα­νής. Έ­νε­κα του αν­θρώ­που πά­σχει και ω­δί­νει η ό­λη δη­μι­ουρ­γί­α. Η λε­πτο­μέ­ρει­α αυ­τή ερ­μη­νεύ­ει έμ­με­σα τη δι­δα­σκα­λί­α της Εκ­κλη­σί­ας γι­α την «ο­λό­τη­τα της δη­μι­ουρ­γί­ας», και ά­με­σα τη συλ­λο­γι­κή κα­τεύ­θυν­σή της στην προ­ο­πτι­κή της τε­λεί­ω­σης.
Ως γνω­στό βα­σι­κή θέ­ση της ορ­θό­δο­ξης θε­ο­λο­γί­ας εί­ναι ό­τι τα ό­ντα έ­χουν κοι­νό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τους την τρε­πτό­τη­τα και τη με­τα­βο­λή. Γι’ αυ­τό και ο ι­ε­ρός πα­τήρ θε­ω­ρεί πως ό,τι εί­ναι κτι­στό δη­μι­ούρ­γη­μα, βρί­σκε­ται σε κα­τά­στα­ση δυ­να­μι­κής με­τα­βο­λής: «(η κτί­σις) τα μέλ­λο­ντα ε­κεί­να προσ­δο­κώ­σα α­γα­θά και ε­πι­θυ­μού­σα την ε­πί το βέλ­τι­ον με­τα­βο­λήν.­..Όταν δε α­κού­σης ό­τι στε­νά­ζει και ω­δί­νει, μη λο­γι­κήν εί­ναι νό­μι­ζε, αλ­λά μάν­θα­νε της Γρα­φής το εί­δος. Ό­ταν γαρ βού­λη­ται ο Θε­ός μέ­γα και χρη­στόν α­ναγ­γεί­λαι τοις αν­θρώ­ποις..­., και αυ­τά τα ά­ψυ­χα αι­σθά­νε­σθαι ποι­εί των γινομένων θαυμάτων το μέγεθος»[3]. Τα πά­ντα, έμ­ψυ­χα και ά­ψυ­χα, βρί­σκο­νται σε μι­α με­τα­μορ­φω­τι­κή πο­ρεί­α. Η πο­ρεί­α ό­μως αυ­τή α­πο­τε­λεί συ­νάρ­τη­ση της σχέ­σης τους με τον Θε­ό και εί­ναι θε­τι­κή, ό­ταν ε­ντάσ­σε­ται στο σκο­πό της δη­μι­ουρ­γί­ας ή αρ­νη­τι­κή, ό­ταν α­πο­μα­κρύ­νε­ται α­πό τη βού­λη­ση και την α­γά­πη του Θε­ού[4].
Ο κό­σμος, με τη ση­μα­σί­α της ο­ρα­τής δη­μι­ουρ­γί­ας εί­ναι δη­μι­ούρ­γη­μα του Θε­ού «εκ του μη όντος»[5]. Αυ­τή η δη­μι­ουρ­γί­α α­πό το μη­δέν δεν ερ­μη­νεύ­ε­ται ως α­πο­τέ­λε­σμα, που τε­λι­κά γί­νε­ται α­νε­ξάρ­τη­το. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι Θε­ός και κό­σμος εί­ναι ε­τε­ρό­τη­τες, που ό­μως συν­δέ­ο­νται με α­κα­τά­λυ­τους δε­σμούς. Η αι­τί­α της σχέ­σης πρέ­πει να α­να­ζη­τη­θεί στον τρό­πο της δη­μι­ουρ­γί­ας του κό­σμου. Ε­πει­δή δη­μι­ουρ­γεί­ται α­πό το μη­δέν και α­πο­κτά ύ­παρ­ξη μόνο με την πα­ρέμ­βα­ση του Θε­ού, δεν μπο­ρεί να αυ­το­νο­μη­θεί, ού­τε καν να δι­α­φύ­γει της προ­σο­χής Του. Γι’ αυ­τό δεν εί­ναι σε θέ­ση να στα­θεί μό­νος του, χω­ρίς τη στή­ρι­ξη Εκείνου. «Ουκ έ­στι κτί­σις α­φα­νής ε­νώ­πι­ον αυ­τού, πά­ντα δε γυ­μνά και τε­τρα­χη­λι­σμέ­να τοις οφθαλμοίς αυτού»[6], ση­μει­ώ­νει ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος. Α­ντί­θε­τα προς την αρ­χαί­α ελ­λη­νι­κή φιλοσοφία[7], η δη­μι­ουρ­γί­α, κα­τά τη θε­ο­λο­γί­α της Ορ­θό­δο­ξης Εκ­κλη­σί­ας, έ­χει τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της χρο­νι­κό­τη­τας, της κτι­στό­τη­τας και της φθο­ράς. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι η δη­μι­ουρ­γί­α δεν προ­έρ­χε­ται α­πό τη θεί­α ου­σί­α, συ­νε­πώς δεν εί­ναι ά­κτι­στη, αλ­λά α­πό τη θεί­α βού­λη­ση που δη­μι­ουρ­γεί, κα­τευ­θύ­νει και προ­φυ­λάσ­σει το σκο­πό της δημιουργίας[8].
Μί­α ε­πί­σης βα­σι­κή θέ­ση της ορ­θό­δο­ξης θε­ο­λο­γί­ας δέ­χε­ται ό­τι ο κό­σμος δεν α­πο­τε­λεί αυ­το­α­ξί­α και αυ­το­σκο­πό. Η δη­μι­ουρ­γί­α, η ά­λο­γη κτί­ση, α­πο­κτά την α­ξί­α της μό­νον ως έρ­γο του Δημιουργού[9] και α­να­φέ­ρε­ται στον Θε­ό και τον άν­θρω­πο που εί­ναι η ει­κό­να Του στον κό­σμο. Γι­α τον λό­γο αυ­τόν το φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον δεν μπο­ρεί να με­λε­τη­θεί έ­ξω α­πό τη σχέ­ση του με τον άν­θρω­πο και τον Θε­ό, ού­τε βέ­βαι­α και ε­ρή­μην του αν­θρώ­πι­νου προ­ο­ρι­σμού. Ει­δι­κό­τε­ρα μά­λι­στα η σχέ­ση αν­θρώ­που και κτί­σης εί­ναι τό­σο στε­νά συν­δε­δε­μέ­νη, ώ­στε κά­θε πρά­ξη του αν­θρώ­που να ε­πη­ρε­ά­ζει ά­με­σα και το φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Σε ο­μι­λί­α του, «Εις την εί­σο­δον της α­γί­ας Τεσ­σα­ρα­κο­στής», ο ι­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος ση­μει­ώ­νει: «... κα­θά­περ εξ αρ­χής του πρω­το­πλά­στου α­μαρ­τώ­ντος, η γη την κα­τά­ραν ε­δέ­ξα­το, ού­τω και νυν του αν­θρώ­που μέλ­λο­ντος α­φα­νί­ζε­σθαι, και τα ά­λο­γα κοι­νω­νεί της τι­μω­ρί­ας. Ώ­σπερ δε ευ­δο­κι­μού­ντος του αν­θρώ­που, και η κτί­σις κοι­νω­νεί τη του αν­θρώ­που ευη­με­ρί­α»[10].
Άν­θρω­πος και κτί­ση, λοι­πόν, δε χω­ρί­ζο­νται στο σχέ­δι­ο της φυ­σι­κής δη­μι­ουρ­γί­ας, γι’ αυ­τό και ευ­θύ­νη της αν­θρω­πό­τη­τας εί­ναι η δι­α­τή­ρη­ση της α­γα­θής σχέ­σης της με τον κτι­στό κό­σμο. Η πα­ρα­μο­νή ό­μως του αν­θρώ­που στην κα­τά­στα­ση της πτώ­σης πα­ρα­τεί­νει τη δι­άρ­κει­α της πτώ­σης του φυ­σι­κού κό­σμου και συμ­βάλ­λει στην ε­ξα­χρεί­ω­σή του. Έ­τσι δί­πλα στην «η­θι­κή του αν­θρώ­που» υ­πάρ­χει και η «η­θι­κή του φυ­σι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος». Οι δύ­ο η­θι­κές α­να­φέ­ρο­νται σε δι­α­φο­ρε­τι­κά υ­πο­κεί­με­να, αλ­λά εί­ναι συν­δε­δε­μέ­νες με­τα­ξύ τους και εκ­δη­λώ­νο­νται με α­κο­λου­θί­α που προ­τάσ­σει (ε­νο­χο­ποι­εί) τον άν­θρω­πο, α­φού το έλ-λο­γο του αν­θρώ­που ε­πέ­βα­λε τις συ­νέ­πει­ες των ε­πι­λο­γών του στο ά-λο­γο της κτί­σης.
Η με­τα­πτω­τι­κή α­δυ­να­μί­α του αν­θρώ­που να προ­σεγ­γί­σει τα άρ­ρη­τα μυ­στι­κά της δη­μι­ουρ­γί­ας, να κοι­νω­νή­σει με το πε­ρι­βάλ­λον του και να α­πο­κα­τα­στή­σει α­γα­θές σχέ­σεις μα­ζί του, δεν ο­φεί­λε­ται στην ε­πι­φα­νει­α­κή ε­χθρό­τη­τα του φυ­σι­κού κό­σμου, αλ­λά στους ε­σω­τε­ρι­κούς φό­βους του αν­θρώ­που α­πό την α­πει­λή του θα­νά­του. Ο θά­να­τος, α­πο­τέ­λε­σμα της φυ­γής του αν­θρώ­που α­πό τη ζω­ή, που εί­ναι δώ­ρο του Θε­ού, ο­δή­γη­σε στην α­πό­γνω­ση και α­πο­προ­σα­να­τό­λι­σε την ύ­παρ­ξη α­πό την πί­στη στην πρό­νοι­α του Δη­μι­ουρ­γού. Ε­πό­με­νη φά­ση και συ­νέ­πει­α της σύγ­χυ­σης αυ­τής ή­ταν η α­νά­δυ­ση συ­ναι­σθη­μά­των α­να­σφά­λει­ας και αβεβαιότητας[11].
Κά­τω α­πό την α­πει­λή αυ­τή ο άν­θρω­πος πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στη σφαί­ρα του «ε­γώ» και α­πο­δύ­ε­ται σε α­γώ­να γι­α την α­πό­κτη­ση υ­λι­κών α­γα­θών, με τα ο­ποί­α πι­στεύ­ει ό­τι θα ε­πι­τύ­χει να κρα­τη­θεί στη ζω­ή. Στην προ­σπά­θει­α αυ­τή η α­πό­κτη­ση των α­γα­θών ε­κτι­μά­ται ως ευ­τυ­χί­α και α­σφά­λει­α, ε­νώ η έλ­λει­ψή τους με­τα­φρά­ζε­ται σε α­γω­νί­α και α­βε­βαι­ό­τη­τα. Χω­ρίς πί­στη και α­γά­πη, η δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τά του κυ­ρι­αρ­χεί­ται α­πό ι­δι­ο­τέ­λει­α και πλε­ο­νε­ξί­α. Στα συ­ναι­σθή­μα­τα αυ­τά πρέ­πει να α­να­ζη­τη­θεί η κα­τά­χρη­ση ή η προ­νο­μι­α­κή χρή­ση των φυ­σι­κών α­γα­θών α­πό λί­γους, αλ­λά και η σκλη­ρό­τη­τα στις πε­ρι­ο­χές της οι­κο­νο­μι­κής και κοι­νω­νι­κής ε­κμε­τάλ­λευ­σης.

* * *
Ως γνω­στό το οι­κο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα συν­δέ­ε­ται ά­με­σα με τις υ­περ­βο­λές στην ε­κμε­τάλ­λευ­ση των ε­νερ­γει­α­κών πη­γών. Τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα της χρή­σης αυ­τής με­τα­φρά­ζο­νται σε κα­τα­να­λω­τι­κές πα­ρο­χές στα με­γά­λα κοι­νω­νι­κά σύ­νο­λα, που τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες ό­χι μό­νο συ­νή­θι­σαν, αλ­λά και θε­ω­ρούν αυ­το­νό­η­τη την κα­τα­σπα­τά­λη­σή τους. Στις δυ­τι­κές κοι­νω­νί­ες, με το πρό­σχη­μα της πο­λι­τι­στι­κής α­νά­πτυ­ξης ή του εκ­συγ­χρο­νι­σμού, α­πο­σύ­ρο­νται α­πό τη χρή­ση προ­ϊ­ό­ντα που έ­χουν α­κό­μη με­γά­λη δι­άρ­κει­α ζω­ής, χω­ρίς να υ­πο­λο­γί­ζε­ται το κό­στος σε φυ­σι­κά υ­λι­κά που ή­δη λι­γο­στεύ­ουν στον πλα­νή­τη μας. Δεν εί­ναι, συ­νε­πώς, υ­περ­βο­λή ό­τι η πα­ρά­χρη­ση των φυ­σι­κών πη­γών προ­κά­λε­σε έ­ναν «οι­κο­λο­γι­κό α­μο­ρα­λι­σμό», που στέ­κει α­δι­ά­φο­ρος μπρο­στά στις α­πει­λές. Οι κά­ποι­ες κραυ­γα­λέ­ες πρω­το­βου­λί­ες α­πο­κτούν ι­δε­ο­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα, ε­γκλω­βί­ζο­νται σε μα­χη­τι­κά ου­το­πι­κά σχή­μα­τα, γι’ αυ­τό και δεν συ­γκι­νούν τις σι­ω­πη­λές πλει­ο­ψη­φί­ες. Τε­λι­κά, το οι­κο­λο­γι­κό, αν και μα­κρο-­κοι­νω­νι­κό πρό­βλη­μα, πα­ρα­μέ­νει α­θέ­α­το κοι­νω­νι­κό κα­κό[12].
.
Γ΄
Οικολογική κρίση και παγκόσμιες απειλές

.
Εί­ναι φα­νε­ρό ό­τι τα πλε­ο­νε­κτή­μα­τα α­πό την ε­κμε­τάλ­λευ­ση των φυ­σι­κών πό­ρων με­γι­στο­ποι­ούν τα ο­φέ­λη των βι­ο­μη­χα­νι­κών χω­ρών, αλ­λά τα μει­ο­νε­κτή­μα­τα δι­α­μοι­ρά­ζο­νται σε ο­λό­κλη­ρη την αν­θρω­πό­τη­τα, αν και συ­νή­θως ε­πι­βα­ρύ­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο τους λα­ούς της έν­δει­ας, τους λα­ούς του Τρί­του Κό­σμου. Εν­δει­κτι­κό πα­ρά­δει­γμα α­πο­τε­λεί η α­λό­γι­στη πα­ρα­γω­γή χλω­ρο­φθο­ραν­θρά­κων (C­FC) α­πό τον Κα­να­δά και την Κί­να κα­τά τη δε­κα­ε­τί­α του ’70[13]. Η πα­ρα­γω­γή ε­πέ­δρα­σε αρ­νη­τι­κά στην «ο­ζο­ντι­κή α­σπί­δα», με ει­σβο­λή ε­πι­κίν­δυ­νης κο­σμι­κής α­κτι­νο­βο­λί­ας ό­χι μό­νο στις δύ­ο προ­η­γού­με­νες χώ­ρες, αλ­λά σε ο­λό­κλη­ρο τον πλα­νή­τη. Α­κό­μη, η αύ­ξη­ση σε μη α­να­κυ­κλώ­σι­μες πο­σό­τη­τες του δι­ο­ξει­δί­ου του άν­θρα­κα (C­O2), ε­πι­βά­ρυ­νε ι­δι­αί­τε­ρα το «φαι­νό­με­νο του θερμοκηπίου»[14]. Τέ­λος, η υ­πε­ρα­λί­ευ­ση στις α­σι­α­τι­κές α­κτές, γι­α τη με­τα­τρο­πή των α­λι­ευ­μά­των σε λι­πά­σμα­τα, μεί­ω­σε τον ε­νά­λι­ο πλού­το του Ει­ρη­νι­κού και προ­κά­λε­σε ζη­μί­α στην οι­κο­νο­μί­α των χω­ρών της πε­ρι­ο­χής, που ζουν α­πό την α­λι­εί­α.
Α­πό τον πε­ρα­σμέ­νο αι­ώ­να δι­α­τυ­πώ­θη­καν δι­α­μαρ­τυ­ρί­ες γι­α τη ρύ­παν­ση των πο­τα­μών και των θα­λασ­σών. Α­στι­κά και βι­ο­μη­χα­νι­κά α­πό­βλη­τα μό­λυ­ναν ε­πι­κίν­δυ­να ό­χθες και α­κτές, γι­α να με­τα­τρέ­ψουν υ­πέ­ρο­χα φυ­σι­κά το­πί­α σε τό­πους α­πο­στρο­φής. Η ρύ­παν­ση με­τα­φέρ­θη­κε στους ω­κε­α­νούς, στην α­τμό­σφαι­ρα, αλ­λά και έ­ξω α­πό αυ­τήν, στο γει­το­νι­κό μας δι­ά­στη­μα. Στα βι­ο­μη­χα­νι­κά α­στι­κά κέ­ντρα η φω­το­χη­μι­κή αι­θα­λο­μί­χλη ε­ξε­λί­χθη­κε σε μό­νι­μη α­τμο­σφαι­ρι­κή σύν­θε­ση, που α­πει­λεί στα­θε­ρά πλέ­ον την αν­θρώ­πι­νη υ­γεί­α.
Οι προ­η­γού­με­νες α­πει­λές α­πο­τε­λούν εν­δει­κτι­κή μό­νον α­να­φο­ρά στον ευ­ρύ­τε­ρο προ­βλη­μα­τι­σμό. Μι­α ει­δι­κό­τε­ρη προ­σέγ­γι­ση α­πο­κα­λύ­πτει έ­ναν με­γα­λύ­τε­ρο α­ρι­θμό έμ­με­σων α­πει­λών που ει­σβάλ­λουν σε κά­θε πε­ρι­ο­χή της ζω­ής, της οι­κο­νο­μί­ας και του πο­λι­τι­σμού. Έ­χει δι­α­πι­στω­θεί ό­τι η οι­κο­λο­γι­κή α­να­στρο­φή με­τέ­βα­λε τις κλι­μα­το­λο­γι­κές ι­σορ­ρο­πί­ες των η­πεί­ρων, άλ­λα­ξε τις ε­πο­χές και α­ντέ­στρε­ψε ου­σι­α­στι­κά την ι­σο­με­ρή πε­ρι­ο­δι­κό­τη­τά τους. Πα­ρα­τε­τα­μέ­νοι χει­μώ­νες και μα­κρά κα­λο­καί­ρι­α συρ­ρί­κνω­σαν τη δι­άρ­κει­α της ά­νοι­ξης και του φθι­νο­πώ­ρου. Μι­α φο­βε­ρή ε­πι­τά­χυν­ση της φθο­ράς των μνη­μεί­ων του πα­ρελ­θό­ντος ο­φεί­λε­ται στη νι­τρο­ποί­η­ση του μαρ­μά­ρου α­πό τα ο­ξεί­δι­α του α­ζώ­του και τα προ­ϊ­ό­ντα της οξείδωσης τους[15]. Στους γήινους, ποτάμιους και θαλάσσιους βιοτόπους μειώνε-ται καθημερινά ο πληθυσμός των φυσικών ειδών[16], ενώ τα δά­ση, φυ­σι­κοί πνεύ­μο­νες του πλα­νή­τη μας, κα­τα­καί­ο­νται κα­θη­με­ρι­νά και μει­ώ­νο­νται τα α­πο­θέ­μα­τα του ε­πί­γει­ου και υ­πό­γει­ου υ­δά­τι­νου πλού­του σε «γλυ­κά νε­ρά», με συ­νέ­πει­ες στην υ­γεί­α των λα­ών.
Ό­λα τα φαι­νό­με­να εκ­προ­σω­πούν ό­ψεις του κοι­νω­νι­κού κα­κού που α­πει­λεί ο­λό­κλη­ρη την αν­θρω­πό­τη­τα. Ταυ­τό­χρο­να εί­ναι οι αι­τί­ες που προ­κά­λε­σαν το εν­δι­α­φέ­ρον γι­α τον ε­ντο­πι­σμό των κοι­νω­νι­κών συ­νε­πει­ών του οι­κο­λο­γι­κού προ­βλή­μα­τος. Στην κα­τεύ­θυν­ση αυ­τή δι­α­πι­στώ­νου­με:
1. Μι­α ε­πι­κίν­δυ­νη δι­εύ­ρυν­ση του χά­σμα­τος των οι­κο­νο­μι­κών με­γε­θών με­τα­ξύ βι­ο­μη­χα­νι­κών χω­ρών και χω­ρών του Τρί­του Κό­σμου. Οι τε­λευ­ταί­ες α­δυ­να­τούν να πα­ρα­κο­λου­θή­σουν την πο­ρεί­α της εκ­βι­ο­μη­χά­νι­σης των πρώ­των, εκ­ποι­ούν τον φυ­σι­κό ε­θνι­κό πλού­το τους και ο­δη­γού­νται στην έ­σχα­τη ε­ξάρ­τη­ση και ε­ξα­θλί­ω­ση. Αν σε ό­λα αυ­τά προ­σθέ­σου­με τις γε­ω­κλι­μα­το­λο­γι­κές α­ντι­ξο­ό­τη­τες, κυ­ρί­ως στις χώ­ρες του Τρί­του Κό­σμου, την πα­ρα­τε­τα­μέ­νη ξη­ρα­σί­α, τους εμ­φυ­λί­ους πο­λέ­μους, το χα­μη­λό βι­ο­τι­κό και πο­λι­τι­στι­κό ε­πί­πε­δο, θα α­ντι­λη­φθού­με το μέ­γε­θος του κοι­νω­νι­κού προ­βλη­μα­τι­σμού.
2. Η δι­ό­γκω­ση της οι­κο­νο­μι­κής ευρ­ρω­στί­ας των με­γά­λων βι­ο­μη­χα­νι­κών χω­ρών προ­κά­λε­σε εκ­δη­λώ­σεις η­γε­μο­νι­σμού σε βά­ρος των οι­κο­νο­μι­κά α­σθε­νέ­στε­ρων χω­ρών με σο­βα­ρές συ­νέ­πει­ες στη γε­νι­κό­τε­ρη α­ντι­με­τώ­πι­σή τους. Υ­πεν­θυ­μί­ζε­ται η ε­πι­λο­γή πε­ρι­ο­χών μα­κρι­ά α­πό τα μη­τρο­πο­λι­τι­κά κέ­ντρα των πυ­ρη­νι­κών υ­περ­δυ­νά­με­ων γι­α την πρα­γμα­το­ποί­η­ση πυ­ρη­νι­κών δο­κι­μών ή την τα­φή πυ­ρη­νι­κών α­πο­βλή­των (Μο­ρου­ρό­α, Α­λά­σκα, Κα­ζακ­στάν, Κε­ντρι­κός Ει­ρη­νι­κός).
3. Η φθο­ρά και η πα­ρά­χρη­ση των φυ­σι­κών πη­γών των χω­ρών του Τρί­του Κό­σμου α­πό τις α­να­πτυ­γμέ­νες χώ­ρες πρα­γμα­το­ποι­ή­θη­κε με στρα­τη­γι­κές οι­κο­νο­μι­κής, πο­λι­τι­κής και δι­πλω­μα­τι­κής πα­γκο­σμι­ό­τη­τας που πε­ρι­φρό­νη­σε τις το­πι­κές συν­θή­κες, πα­ρα­δό­σεις, πί­στεις, νό­μους, α­νά­γκες και προ­ο­πτι­κές. Ει­δι­κά στις χώ­ρες της Λα­τι­νι­κής Α­με­ρι­κής, στην Ιν­δο­κί­να και στο νη­σι­ω­τι­κό σύ­μπλε­γμα του Νο­τί­ου Ει­ρη­νι­κού, η ε­πέμ­βα­ση πρα­γμα­το­ποι­ή­θη­κε με πα­ρα­βι­ά­σεις ό­χι μό­νον των κα­νό­νων του δι­ε­θνούς δι­καί­ου, αλ­λά και των στοι­χει­ω­δών αν­θρω­πι­στι­κών δε­σμεύ­σε­ων. Εί­ναι φα­νε­ρό ό­τι στις πε­ρι­ο­χές αυ­τές πρα­γμα­το­ποι­ή­θη­κε αρ­πα­γή ε­θνι­κών α­γα­θών α­πό ξέ­νες προς τα το­πι­κά συμ­φέ­ρο­ντα δυ­νά­μεις.
4. Η αύ­ξη­ση της θνη­σι­μό­τη­τας στις α­σθε­νέ­στε­ρες οι­κο­νο­μι­κά τά­ξεις των πε­ρι­ο­χών αυ­τών έ­δει­ξε την α­δι­α­φο­ρί­α των πλου­σί­ων χω­ρών γι­α τα προ­βλή­μα­τα που δη­μι­ούρ­γη­σε η οι­κο­λο­γι­κή κρί­ση. Ο­ρι­σμέ­νες στι­γμές αν­θρω­πι­στι­κών ε­ξάρ­σε­ων του δυ­τι­κού κό­σμου γι­α το δρά­μα της πε­νί­ας της Δυ­τι­κής Α­φρι­κής εί­χαν μό­νο πε­ρι­στα­σι­α­κό χα­ρα­κτή­ρα και σύ­ντο­μα α­τό­νι­σαν και εκ­φυ­λί­στη­καν.
5. Η δι­αι­ώ­νι­ση της ε­ξάρ­τη­σης των οι­κο­νο­μι­κά α­σθε­νέ­στε­ρων α­πό τις με­γά­λες βι­ο­μη­χα­νι­κές χώ­ρες α­πο­τε­λεί την πι­ο σο­βα­ρή α­πό­δει­ξη δι­α­μόρ­φω­σης ε­νός πα­γκό­σμι­ου συ­στή­μα­τος με κύ­ρι­ο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του την ά­νι­ση κα­τα­νο­μή των φυ­σι­κών πό­ρων του πλα­νή­τη και μά­λι­στα ε­ρή­μην των χω­ρών που δι­α­θέ­τουν το μέ­γι­στο του φυ­σι­κού πλού­του.
6. Η εμ­φά­νι­ση των κυ­ρι­αρ­χι­κών τά­σε­ων των βι­ο­μη­χα­νι­κών χω­ρών δι­αι­ρεί α­να­πό­φευ­κτα την αν­θρω­πό­τη­τα σε δι­α­λε­κτι­κά α­ντί­θε­τες συλ­λο­γι­κό­τη­τες που λο­γι­κά κα­τα­φεύ­γουν σε ι­δε­ο­λο­γι­κά σχή­μα­τα α­ντι­θέ­σε­ων και ε­χθρό­τη­τας. Το φαι­νό­με­νο των κά­θε λο­γής μα­χη­τι­κών φυ­λε­τι­σμών στο κέ­ρας της Α­φρι­κής, στις Φι­λιπ­πί­νες και την Ιν­δο­κί­να, αλ­λά και στις ισ­λα­μι­κές χώ­ρες και σ’ αυ­τήν την Ευ­ρώ­πη, α­πο­τε­λεί την πι­ο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή έν­δει­ξη μι­ας α­πο­λυ­το­ποί­η­σης που ο­φεί­λε­ται σε ε­θνι­κι­στι­κές, οι­κο­νο­μι­κές η και θρη­σκευ­τι­κές πι­κρί­ες α­πό α­ποι­κι­ο­κρα­τι­κές ε­ξαρ­τή­σεις κά­θε τύ­που, ξε­νο­φο­βί­α η ε­μπει­ρί­ες κοινωνικού διαχωρισμού[17].
Οι δι­α­πι­στώ­σεις αυ­τές συν­δέ­ο­νται ά­με­σα, ως κοι­νω­νι­κό κα­κό, με ο­ρι­σμέ­να κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα που θε­ω­ρού­νται κρί­σι­μα γι­α την τρέ­χου­σα δε­κα­ε­τί­α. Τέ­τοι­α προ­βλή­μα­τα εί­ναι η π ε ί ν α, που φαί­νε­ται να α­πο­κτά κα­θη­με­ρι­νά τρο­μα­κτι­κές δι­α­στά­σεις, α­φού α­φα­νί­ζει με­γά­λα πλη­θυ­σμι­α­κά σύ­νο­λα σε πε­ρι­ο­χές της Γης, που πλήτ­το­νται τε­λευ­ταί­α α­πό την ε­πέ­κτα­ση του «φαι­νο­μέ­νου Σα­χά­ρα» στην Α­να­το­λι­κή Α­φρι­κή και τη Μέ­ση Α­να­το­λή. Σε άλ­λες η­πεί­ρους, ό­πως η Λα­τι­νι­κή Α­με­ρι­κή και η Αυ­στρα­λί­α, η πεί­να ο­φεί­λε­ται στην α­πο­ψί­λω­ση των δα­σών και τη βί­αι­η α­πο­μά­κρυν­ση των ι­θα­γε­νών α­πό τις ε­στί­ες τους. Ε­νώ, τέ­λος, το ίδιο φαινόμενο στις δυ­τι­κές κοι­νω­νί­ες πλήτ­τει ε­πι­κίν­δυ­να τους ξέ­νους με­τα­νά­στες, που ε­γκα­τέ­λει­ψαν τις φτω­χές χώ­ρες τους και α­να­ζή­τη­σαν κα­λύ­τε­ρη τύ­χη στις βι­ο­μη­χα­νι­κές χώ­ρες, σε πε­ρί­ο­δο ό­μως οι­κο­νο­μι­κής λι­τό­τη­τας και α­νερ­γί­ας.
Η α ν ε ρ γ ι α, βέ­βαι­α, α­πο­τε­λεί έ­να άλ­λο ε­πί­σης σο­βα­ρό κοι­νω­νι­κό πρό­βλη­μα, που ο­φεί­λε­ται στον πε­ρι­ο­ρι­σμό των δυ­να­το­τή­των α­πα­σχό­λη­σης στις χώ­ρες που πλήτ­το­νται α­πό ξη­ρα­σί­α, οι­κο­νο­μι­κό μα­ρα­σμό, κα­τα­στρο­φή των φυ­σι­κών πό­ρων και γε­νι­κά κοι­νω­νι­κή ε­ξα­θλί­ω­ση.

* * *
Μπρο­στά σε αυ­τά τα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα εί­ναι λο­γι­κά α­να­πό­φευ­κτη η α­ντι­πα­ρά­θε­ση των συμ­φε­ρό­ντων. Οι ει­δι­κοί δεν δυ­σκο­λεύ­ο­νται να δι­α­κρί­νουν στο ά­με­σο μέλ­λον την α­λυ­σι­δω­τή έ­κρη­ξη π ο λ έ μ ω ν. Ή­δη πολ­λοί α­πό τους πο­λέ­μους των τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τι­ών συν­δέ­ο­νται α­να­πό­σπα­στα με δι­εκ­δι­κή­σεις στρα­τη­γι­κών πε­ρι­ο­χών γι­α τον έ­λεγ­χο των ε­νερ­γει­α­κών α­πο­θε­μά­των. Και φυ­σι­κά δεν μπο­ρεί να εί­ναι μα­κρι­ά έ­νας πό­λε­μος γι­α το νε­ρό. Πριν λί­γα χρό­νι­α, ως υ­πουρ­γός ε­ξω­τε­ρι­κών της Αι­γύ­πτου, ο άλ­λο­τε Γε­νι­κός Γραμ­μα­τέ­ας του Ο.Η.Ε., Μπού­τρος Μπού­τρος Γκά­λι εί­χε πει σε ο­μι­λί­α του στα Η­νω­μέ­να Έ­θνη ό­τι «ο ε­πό­με­νος πό­λε­μος στην πε­ρι­ο­χή μας θα γί­νει γι­α το νε­ρό. Δεν θα έ­χει σχέ­ση με την πο­λι­τι­κή». Και εί­ναι α­να­πό­φευ­κτος α­πό τη στι­γμή που το ε­ρώ­τη­μα σε «ποι­όν α­νή­κει ο Νεί­λος;» α­πα­σχο­λεί εν­νέ­α χώ­ρες που ζουν α­πό τα νε­ρά του. Α­φού, ως γνω­στό, ο πο­τα­μός, πριν τε­λι­κά εκ­βά­λει στη Με­σό­γει­ο, ξε­δι­ψά το Ζα­ΐρ, την Ταν­ζα­νί­α, την Κέ­νυ­α, την Ου­γκά­ντα, τη Ρου­ά­ντα, το Μπου­ρού­ντι, την Αι­θι­ο­πί­α, το Σου­δάν και την Αί-γυπτο[18]. Α­νά­λο­γα προ­βλή­μα­τα υ­πάρ­χουν ε­πί­σης στη Μέ­ση Ανα­το­λή με­τα­ξύ Τουρ­κί­ας, Συ­ρί­ας, Λι­βά­νου, Ι­ορ­δα­νί­ας, Ισ­ρα­ήλ και Ι­ράκ. Ε­δώ ιδι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α α­πο­κτούν τα νε­ρά του Ευ­φράτη μόλις ο­λο­κλη­ρω­θεί στην Τουρ­κία το τε­ρά­στι­ο υ­δρο­η­λε­κτρι­κό φρά­γμα «Κεμάλ Ατα­τούρκ» που σχε­δι­άστη­κε να πο­τίσει ε­κα­το­ντά­δες χι­λι­ά­δες εκτά­ρι­α άγο­νων σή­με­ρα πε­ρι­ο­χών.
Φυ­σι­κά, τα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα δεν κλεί­νο­νται ού­τε κα­τα­λή­γουν πά­ντο­τε σε πο­λε­μι­κές α­να­με­τρή­σεις. Συ­χνά απο­λυ­το­ποι­ού­νται σε «ιδε­ο­λο­γί­ες» δι­χα­σμού που α­πο­μα­κρύ­νουν τη δι­αν­θρώ­πι­νη προ­σέγ­γι­ση και οξύ­νουν πι­ο ε­πι­κίν­δυ­να την α­ντι­πα­λό­τη­τα με­τα­ξύ αν­θρώ­πων και λα­ών. Έ­τσι εκ­δη­λώ­νε­ται ο «κοι­νω­νι­κός δι­α­χω­ρι­σμός» α­νά­με­σα σε ε­κεί­νους που α­πο­λαμ­βά­νουν και στους άλ­λους που στε­ρού­νται. Οι κοι­νω­νι­κοί δι­α­χω­ρι­σμοί πά­ντο­τε κα­τα­λή­γουν σέ συ­γκρού­σεις.
.
Δ'
Το πρόβλημα και η ορθόδοξη απάντηση
.
Η προ­σέγ­γι­ση των πτυ­χών του οι­κο­λο­γι­κού προ­βλή­μα­τος εί­ναι φα­νε­ρό ό­τι δη­μι­ουρ­γεί α­παι­σι­ο­δο­ξί­α γι­α το μέλ­λον του πλα­νή­τη μας. Ό­μως τα συ­ναι­σθή­μα­τα αυ­τά εί­ναι α­νά­γκη να με­τα­στρα­φούν με έ­ναν πρα­γμα­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό προς την ελ­πί­δα. Μι­α πα­γκό­σμι­α εκ­στρα­τεί­α ευ­αι­σθη­το­ποί­η­σης της κοι­νής γνώ­μης κα­τά τα τε­λευ­ταί­α δέ­κα χρό­νι­α, φαί­νε­ται ό­τι άρ­χι­σε να α­πο­δί­δει καρ­πούς. Στην πρω­το­πο­ρεί­α αυ­τών των κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων βρέ­θη­καν α­πό νω­ρίς οι Θρη­σκεί­ες και οι δι­ε­θνείς αν­θρω­πι­στι­κοί ορ­γα­νι­σμοί που α­νά­γκα­σαν τε­λι­κά τους δι­ε­θνείς βι­ο­μη­χα­νι­κούς κο­λοσ­σούς και τους πο­λι­τι­κούς σχη­μα­τι­σμούς να προ­γραμ­μα­τί­σουν τη γνω­στή δι­ά­σκε­ψη του Ρί­ο (3-13 Ι­ου­νί­ου 1992). Δεν εί­ναι σκό­πι­μο να ει­σέλ­θου­με στις δι­α­πι­στώ­σεις και τις α­πο­φά­σεις της δι­ά­σκε­ψης. Θα ση­μει­ώ­σου­με μό­νο ό­τι οι πρώ­τες ει­ση­γή­σεις γι­α την προ­στα­σί­α του πε­ρι­βάλ­λο­ντος α­πο­τε­λούν δρα­μα­τι­κές εκ­κλή­σεις αρχηγών Εκ­κλη­σι­ών[19] και Θρησκειών[20], πορίσματα διορθοδόξων, διαχριστιανικών και διαθρησκειακών συνεδρίων, που πίσω από τη μόλυνση του περιβάλλοντος είδαν την πνευματική και υπαρξιακή αλλοτρίωση της ανθρώπινης εικόνας.
Στην προ­ο­πτι­κή αυ­τή η ορ­θό­δο­ξη α­πά­ντη­ση κλεί­νει τη μο­να­δι­κή δυ­να­τό­τη­τα γι­α τη δι­έ­ξο­δο α­πό τον κύ­κλο του πα­ρα­λό­γου της πτώ­σης. Εί­ναι η ε­πι­στρο­φή του αν­θρώ­που στο «κα­τ’ ει­κό­να», η έ­ξο­δος α­πό τις ψευ­δαι­σθή­σεις της α­να­σφά­λει­ας που πα­ρω­θεί στη δι­εκ­δί­κη­ση δύ­να­μης και α­γα­θών. Τί­πο­τε στην κτι­στή δη­μι­ουρ­γί­α δεν εί­ναι ο­ρι­στι­κά τε­λι­κό και α­πό­λυ­το. Και ο πλού­τος, και η δύ­να­μη, και η φτώ­χει­α, και τα προ­νό­μι­α και η δό­ξα του κό­σμου εί­ναι σχε­τι­κά και με­τα­βαλ­λό­με­να. Την ί­δι­α φθο­ρά υ­πό­κει­ται και ο ι­στο­ρι­κός χρό­νος και ο ο­ρι­σμέ­νος χώ­ρος. Γι’ αυ­τό μι­α ου­σι­α­στι­κή υ­πέρ­βα­ση της φθο­ράς πρέ­πει να εί­ναι και υ­πέρ­βα­ση της σχε­τι­κό­τη­τας του κό­σμου, γι­α την α­να­σύν­δε­ση της ει­κό­νας με το πρω­τό­τυ­πο.
Η υ­πέρ­βα­ση αυ­τή, κα­τά τη δι­δα­σκα­λί­α της Εκ­κλη­σί­ας μας, θε­ω­ρή­θη­κε ως η δυ­να­τό­τη­τα του αν­θρώ­που να ε­πι­στρέ­ψει στην προ­πτω­τι­κή α­γα­θό­τη­τα. Εί­ναι μι­α η­ρω­ι­κή κί­νη­ση που α­πο­δέ­χε­ται ως μέ­τρο ζω­ής τη με­σό­τη­τα, την α­πο­δέ­σμευ­ση α­πό τα πε­ριτ­τά και τον πε­ρι­ο­ρι­σμό στα α­να­γκαί­α. Μι­α τέ­τοι­α υ­πέρ­βα­ση εκ­προ­σω­πεί στην πα­ρά­δο­ση της Εκ­κλη­σί­ας η μο­να­στι­κή ζω­ή με το α­σκη­τι­κό ι­δε­ώ­δες, που μέ­σα α­πό τη νέ­κρω­ση του «ε­γώ» δί­νει το πλαί­σι­ο γι­α την α­νά­δυ­ση της αυ­θε­ντι­κής κοι­νω­νι­κό­τη­τας με τους «άλ­λους» και την κτί­ση ο­λό­κλη­ρη. Η κί­νη­ση αυ­τή ξε­κι­νά α­πό την αυ­το­γνω­σί­α και εί­ναι αρ­χι­κά συμ­φι­λί­ω­ση του αν­θρώ­που με τον Θε­ό και τον ε­αυ­τό του και στη συ­νέ­χει­α συμ­φι­λί­ω­ση με τον συ­νάν­θρω­πο και το πε­ρι­βάλ­λον. Στις βι­ο­γρα­φί­ες των α­σκη­τών της ε­ρή­μου του Σι­νά, του Α­γί­ου Ό­ρους και της πα­γω­μέ­νης στέπ­πας πέ­ρα α­πό τον Βόλ­γα, πο­λύ συ­χνά ά­γρι­α θη­ρί­α υ­πη­ρε­τούν και δι­α­λέ­γο­νται με τον τρό­πο τους με τους μο­να­χούς της ά­σκη­σης και της προ­σευ­χής.
Ε­δώ δι­α­φαί­νε­ται μί­α α­πό τις πι­ο βα­σι­κές θέ­σεις της ορ­θό­δο­ξης θε­ο­λο­γί­ας. Η συμ­φι­λί­ω­ση του αν­θρώ­που με τη φύ­ση α­πο­κα­θι­στά τις τα­ρα­γμέ­νες σχέ­σεις τους και δη­μι­ουρ­γεί προ­ϋ­πο­θέ­σεις κοι­νω­νι­κό­τη­τας ε­κεί που πριν κυ­ρι­αρ­χού­σε η ε­χθρό­τη­τα και η α­γρι­ό­τη­τα. Στην προ­ο­πτι­κή αυ­τή λει­τουρ­γεί το μυ­στή­ρι­ο της Εκ­κλη­σί­ας, που α­γκα­λι­ά­ζει τα ο­ρα­τά και τα α­ό­ρα­τα, τα λο­γι­κά και τα ά-λο­γα σε μι­α υ­περ­λο­γι­κή ε­νό­τη­τα. Ε­δώ ε­ξα­γι­ά­ζε­ται άν­θρω­πος και κτί­ση σε έ­ναν «εκκλη-σιασμό»[21] του κόσμου, που δένει το πνεύμα με την ύλη, για να πνευματοποιήσει κι αυ­τήν τε­λι­κά. Στην Εκ­κλη­σί­α, αυ­τή τη θε­αν­θρώ­πι­νη και κο­σμι­κή συ­νά­ντη­ση, η ευ­χα­ρι­στι­α­κή κοι­νω­νί­α οι­κο­δο­μεί αυ­θε­ντι­κή κοι­νω­νι­κό­τη­τα, και αυ­τή με τη σει­ρά της α­πο­μα­κρύ­νει τα στοι­χεί­α της πτώ­σης και ε­νο­ποι­εί τα δι­ε­στώ­τα. Μο­να­δι­κή δυ­να­τό­τη­τα συμ­φι­λίω­σης του αν­θρώ­που με την κτί­ση προ­σφέ­ρει το μυ­στή­ρι­ο της Εκ­κλη­σί­ας, ό­που ο Πα­ρά­κλη­τος χα­ρι­τώ­νει με τις δω­ρε­ές Του την «πτω­χεύ­σα­σαν φύ­σιν».
Κα­τά βά­θος, λοι­πόν, χρει­ά­ζε­ται ε­ξαν­θρω­πι­σμός και α­γι­α­σμός του αν­θρώ­που και αυ­τός εί­ναι α­δύ­να­τος έ­ξω α­πό την ε­νερ­γο­ποί­η­ση της σχέ­σης του με τον Θε­ό. Μι­α τέ­τοι­α σχέ­ση θα α­πα­λύ­νει και θα η­με­ρώ­σει την α­γρι­ό­τη­τα της «πε­πτω­κυί­ας φύ­σε­ως» και θα με­τα­βά­λει τον άν­θρω­πο α­πό δυ­νά­στη της δη­μι­ουρ­γί­ας σε προ­νο­η­τή και συν­δη­μι­ουρ­γό του Δη­μι­ουρ­γού.
____________________________
1. Royaume de l’ Esprit et royaume de César, Paris 1951, σσ. 42-44.
[2]. Ο­μι­λί­α, Εις το απο­στο­λι­κόν ρη­τόν το λέ­γον «Ου μό­νον δέ, αλ­λά και καυ­χώ­με­θα εν ταις θλί­ψε­σιν, ειδό­τες, ότι η θλίψις υπο­μο­νήν κα­τερ­γά­ζε­ται», PG 51, 159, 16-17˙ (στο εξής οι πα­ρα­πο­μπές στην P­a­t­r­o­l­o­g­ia G­r­a­e­ca θα συ­νο­δεύ­ο­νται και α­πό την α­ντί­στοι­χη α­να­φο­ρά στο T­h­e­s­a­u­r­us L­i­n­g­u­ae G­r­a­e­c­ae, συ­ντο­μο­γρα­φί­α T­LG) και ε­πί­σης T­LG, M­u­s­a­i­os, De g­l­o­r­ia in t­r­i­b­u­l­a­t­i­o­n­i­b­us, V­ol. 51, pg 159, In 15-17.
[3]. Όπ. π. PG 51, 159, 22-27˙ και επίσης T­LG, Vol. 51, pg 159, In 17-19˙ 22-27.
[4]. Βλ. Όπ. π. PG 51, 160, 30-41˙ και επίσης T­LG, V­ol. 51, pg 160, In 30-41. «ο Θε­ός υπέρ η­μών των α­γνω­μό­νων έδω­κεν οικε­τών, και τους μυ­ρί­οις βε­βα­ρυ­μέ­νους αμαρ­τή­μα­σι, και το­σού­τοις φορ­τί­οις πι­ε­ζο­μέ­νους πλημ­με­λη­μά­των, ου­χί των α­μαρ­τη­μά­των α­πήλ­λα­ξε μό­νον, αλ­λά και δι­καί­ους ειρ­γά­σα­το, ουδέν φορ­τι­κόν, ου­δέ επί­πο­νον επι­τά­ξας, ουδέ επα­χθές, αλ­λά πί­στιν ζη­τή­σας πα­ρ’ η­μών μό­νον, και δι­καί­ους εποί­η­σε και α­γί­ους κα­τε­σκεύ­α­σε, και υιούς Θε­ού α­πέ­φη­νε, και βα­σι­λεί­ας κλη­ρο­νό­μους α­πέ­δει­ξε, και του Μο­νο­γε­νούς συ­γκλη­ρο­νό­μους α­πειρ­γά­σα­το, και ανά­στα­σιν επηγ­γεί­λα­το, και α­φθαρ­σί­αν σω­μά­των.­.­.­».
[5]. «Α­ξι­ώ σε, τέ­κνον, ανα­βλέ­ψα­ντα εις τον ουρα­νόν­ και την γην και τα εν αυ­τοίς πά­ντα ιδό­ντα γνώ­ναι ό­τι ουκ εξ όντων εποί­η­σεν αυτά ο Θε­ός. Και το των αν­θρώ­πων γέ­νος ούτω γί­νε­ται». Β΄ Μακ. 7,28.
[6]. Εβρ. 4,13.
[7]. Στην αρ­χαί­α ελ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α δι­α­κρί­νο­νται ου­σι­α­στι­κά τρεις από­ψεις­ σχε­τι­κά με την προ­έ­λευ­ση του κό­σμου. Η πρώ­τη, που α­πο­δί­δε­ται στον Η­ρά­κλει­το (Από­σπα­σμα 3 D­i­e­ls I, 157-158), αρ­νεί­ται τη δη­μι­ουρ­γί­α του από κά­ποι­α θε­ό­τη­τα, και θε­ω­ρεί τον κό­σμο αι­ώ­νι­ο. Η δεύ­τε­ρη ά­πο­ψη, που α­πο­δί­δε­ται στον Πλά­τω­να ( Νό­μοι Ι, 886a 2-5), με­τα­θέ­τει επί­σης την αιτί­α του κό­σμου εκτός του σύ­μπα­ντος­ και ταυ­τό­χρο­να θε­ο­ποι­εί τη φύ­ση. Τέ­λος η τρί­τη ά­πο­ψη, που συν­δέ­ε­ται με τον Α­ρι­στο­τέ­λη (Πε­ρί φι­λο­σο­φί­ας 12a F­r­a­g­m­e­n­ta S­e­l­e­c­ta, ed. W. D. R­o­ss, O­x­o­n­ii 1964, σ. 80) δέ­χε­ται την α­να­γω­γή της αιτί­ας του κό­σμου σε κά­ποι­α θεί­α αρ­χή, κά­ποι­ον δη­μι­ουρ­γό Θε­ό.
[8]. Βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία PG 91,664D.
[9]. Πρβλ. Ν. Μα­τσού­κα, Κό­σμος, άν­θρω­πος, κοι­νω­νί­α κα­τά τον Μά­ξι­μο Ομο­λο­γη­τή, Α­θή­να 1980, σσ. 49-50.
[10]. Λό­γος πα­ραι­νε­τι­κός εις την εισο­δον της Α­γί­ας Τεσ­σα­ρο­κο­στής, Ο­μι­λί­α ΚΒ΄, PG 53, 193, 16-21˙ και επί­σης T­LG, In G­e­n­e­s­im X­X­II, V­ol 53, pg 193, In 16-21.
[11]. Βλ. Όπ. π., Ομιλία Θ΄, PG 53,78-79˙ και ε­πί­σης T­LG, Vol, 53,78-79.
[12]. Βλ. J. Hertel, The Environment, Chicago 1993, σ. 159.
[13]. Οι δύ­ο χώ­ρες, πέ­ρα από τη με­γά­λη πα­ρα­γω­γή χλω­ρο­φθο­ραν­θρά­κων, ευ­θύ­νο­νται και γι­α δύ­ο σο­βα­ρά βι­ο­μη­χα­νι­κά α­τυ­χή­μα­τα. Το 1979 μί­α έκρη­ξη στο βι­ο­μη­χα­νι­κό συ­γκρό­τη­μα του Κα­να­δά είχε ως α­πο­τέ­λε­σμα τη δι­αρ­ρο­ή τρο­μα­κτι­κών πο­σο­τή­των υγρού φρέ­ο­ντος που α­μέ­σως εξα­ε­ρώ­θη­κε και ως πτη­τι­κό προ­ω­θή­θη­κε στα ανώ­τε­ρα στρώμ­α­τα της α­τμό­σφαι­ρας. Τό­τε δεν εκτι­μή­θη­κε σω­στά η συ­νέ­πει­α της δι­αρ­ρο­ής γι­α την οι­κο­λο­γι­κή ισορ­ρο­πί­α. Αυ­τό έ­γι­νε με ένα δεύ­τε­ρο α­τύ­χη­μα, τη φο­ρά αυ­τή στην Κί­να, και με πολ­λα­πλά­σι­α σε πο­σό­τη­τα δι­αρ­ρο­ή χλω­ρο­φθο­ραν­θρά­κων. Οι πρώ­τες πα­ρα­τη­ρή­σεις στη στοι­βά­δα του όζο­ντος έ­δει­ξαν αρ­χι­κά μια λέ­πτυν­ση, που προ­ο­δευ­τι­κά ε­ξε­λί­χθη­κε σε σχι­σμή, την «τρύ­πα του όζο­ντος», που κα­λύ­πτει μι­α α­πό­στα­ση από τα δυ­τι­κά της Α­νταρ­κτι­κής ώς το ά­κρο της Γης του Πυ­ρός. Πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. P. David, Les CFCs industriels et l´ozone, Paris 1988, σσ. 55-71.
[14]. Το φαι­νό­με­νο οφεί­λε­ται στον πε­ρι­ο­ρι­σμό του «ζω­τι­κού α­τμο­σφαι­ρι­κού χώ­ρου» και στην προ­ώ­θη­ση θερ­μών πτη­τι­κών το­ξι­κών αε­ρί­ων (μο­νο­ξεί­δι­α και δι­ο­ξεί­δι­α) στα α­νώ­τε­ρα στρώμ­α­τα της α­τμό­σφαι­ρας. Τα θερ­μά α­έ­ρι­α είναι α­πο­τέ­λε­σμα των συ­νε­χών καύ­σε­ων που μοι­ραία αυξά­νουν προ­ο­δευ­τι­κά τη μέ­ση θερ­μο­κρα­σί­α του πλα­νή­τη. Σύμ­φω­να με πρό­σφα­τες με­τρή­σεις η θερ­μο­κρα­σί­α αυ­τή αυ­ξά­νει κα­τά 0,5΄ Κελ­σί­ου ανά δε­κα­ε­τί­α. Η αύξη­ση αυτή με­τα­βάλ­λει τις στα­θε­ρές ισορ­ρο­πί­ες και δη­μι­ουρ­γεί με­τα­πτώ­σεις στις γε­ω­λο­γι­κές, κλι­μα­το­λο­γι­κές και επο­χει­α­κές στα­θε­ρές και κύ­κλους. Με­τα­ξύ άλ­λων θε­ω­ρείται η βα­σι­κή αιτί­α αύ­ξη­σης του α­ρι­θμού και της έντα­σης των κυ­κλώ­νων και των τυ­φώ­νων στις ανα­το­λι­κές α­κτές της Αμερικής και της Ασίας. Η πι­ο ση­μα­ντι­κή συ­νέ­πει­α όμως ε­ντο­πί­ζε­ται στην προ­ο­δευ­τι­κή νέ­κρω­ση της γε­ω­φυ­σι­κής ζωτικότητας ορισμένων πε­ρι­ο­χών του πλα­νή­τη (Α­να­το­λι­κή Α­φρι­κή) και οι α­συ­νή­θι­στες κα­ταρ­ρα­κτώ­δεις βροχές σε πε­ρι­ο­χές μα­κριά από τους τρο­πι­κούς κύ­κλους.
[15]. Ει­δι­κό­τε­ρα βλ. S­i­k­i­o­t­is, D., P­h­o­t­o­c­h­e­m­i­c­al P­o­l­l­u­t­i­on a­nd t­he P­r­o­t­e­c­t­i­on of t­he E­n­vir­o­n­m­e­nt, P­u­b­l­i­s­hed by t­he A­s­s­o­c­i­a­t­i­on of G­r­e­ek C­h­e­m­i­s­ts, A­t­h­e­ns 1979.
[16]. Ει­δι­κά γι­ά την προ­στα­σί­α των ελ­λη­νι­κών βι­ο­τό­πων έχουν ήδη συ­ντα­χθεί σο­βα­ρές πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κές με­λέ­τες, όπως των Κου­τσό­που­λου, Κ., Χρή­στου, Κ. και Λα­γου­δά­κη Τ., Χω­ρο­τα­ξι­κή ορ­γά­νω­ση των χερ­σαί­ων και θα­λάσ­σι­ων πό­ρων των Βο­ρεί­ων Σπο­ρά­δων και πλαί­σι­ο γι­α την ίδρυ­ση θα­λασ­σί­ου πάρ­κου, Α­θή­να 1987 και επί­σης K­o­n­t­o­y­i­a­n­ni, A.-A­l­i­f­a­k­i­o­t­is T., P­r­o­g­r­e­ss r­e­p­o­r­ts to E­EC-DG XI f­or t­he p­r­o­j­e­c­ts: A­s­s­i­s­t­a­n­ce to t­he i­n­f­o­r­m­a­t­i­on a­nd r­e­s­c­ue s­y­s­t­em, i­n­v­e­s­t­i­g­a­t­i­on of m­o­o­nk s­e­al p­o­p­u­l­a­t­i­o­ns a­nd t­h­e­ir h­a­b­i­t­a­n­ts. P­r­o­p­o­s­ed m­e­a­s­u­r­es f­or c­o­n­s­e­r­v­a­t­i­on, U­n­i­v­e­r­s­i­ty of T­h­e­s­s­a­ly, M­ay 1991.
[17]. Ειδικότερα για τις κοινωνικές συνέπειες του οικολογικού προβλήματος βλ. R. Rimmer, The Social Consequences of the Ecological Crisis, New York 1992, σσ. 155-191.
[18]. Βλ. S­o­rj C­h­a­l­a­n­t­on, «Σε ποι­ον ανή­κει ο Νείλος», «W­o­r­ld M­e­d­ia» - «Το Βη­μα», 7/7/ 1992, σ. 9.
[19]. Εν­δει­κτι­κά ανα­φέ­ρου­με το «Μή­νυ­μα της Αυτού Θει­ο­τά­της Πα­να­γι­ό­τη­τος του Οικου­με­νι­κού Πα­τρι­άρ­χου Κυ­ρί­ου Δημητριου επί τη η­μέ­ρα προ­στα­σί­ας του πε­ρι­βάλ­λο­ντος» που με α­ρι­θμ. πρωτ. 629 εκ­δό­θη­κε την 1η Σε­πτεμ­βρί­ου 1989 και κα­θι­έ­ρω­σε από τό­τε την η­μέ­ρα αυτή ως «Πα­γκό­σμι­α Η­μέ­ρα Πε­ρι­βάλ­λο­ντος».
[20]. Στο δι­ά­στη­μα με­τα­ξύ 12-21 Μα­ΐ­ου 1990 το Πα­γκό­σμι­ο Συμ­βού­λι­ο Εκ­κλη­σι­ών δι­ορ­γά­νω­σε στην Κuala Lumpur της Malaysia, δι­α­θρη­σκει­α­κό συ­νέ­δρι­ο, προ­πα­ρα­σκευ­α­στι­κό της Ζ΄ Γε­νι­κής Συ­νέλευσης του, με κε­ντρι­κό θέ­μα: «Giver of Life - Sustain Your Creation». Στο συ­νέ­δρι­ο, πέ­ραν των Εκ­κλη­σι­ών με­λών του Π.Σ.Ε. έλα­βαν μέ­ρος εκ­πρό­σω­ποι των με­γά­λων θρη­σκει­ών της Ασί­ας, του Ισ­λα­μι­σμού, του Βου­δι­σμού, του Κομ­φου­κι­α­νι­σμού, του Ιν­δο­ϊ­σμού και άλ­λων λι­γό­τε­ρο γνω­στών θρη­σκευ­μά­των, και με ειδι­κές ειση­γή­σεις ε­πε­σή­μα­ναν τη φθο­ρά της δη­μι­ουρ­γί­ας και την α­νά­γκη κοι­νής δι­α­θρη­σκει­α­κής συ­νερ­γα­σί­ας γι­α την ευ­αι­σθη­το­ποί­η­ση της πα­γκό­σμι­ας κοι­νό­τη­τας μπρο­στά στις οι­κο­λο­γι­κές α­πει­λές.
[21]. Λε­πτο­μέ­ρει­ες γι­α τη θε­ο­λο­γι­κή ερ­μη­νεί­α και τη ση­μα­σί­α του ό­ρου βλ. Α. Κε­σε­λό­που­λου, Άν­θρω­πος και φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Σπου­δή στον Άγι­ο Συ­με­ών το Νέ­ο Θε­ο­λό­γο, Α­θή­να 1989, σσ. 194-206.
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)