19/5/09

Απόστολος Νικολαϊδης, Το μάθημα των Θρησκευτικών: Κοινωνιολογική προσέγγιση

ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Εισήγηση στην Ημερίδα που έγινε στη Σπαρτη στις 10.03.2009 με θέμα: "Το Μάθημα των Θρησκευτικών στο Σύγχρονο Σχολείο - Θέσεις και Αντιθέσεις - Προοπτικές"

Του Ἀποστόλου Β. Νικολαῒδη,
Καθηγητῆ τῆς Κοινωνιολογίας τῆς Θρησκείας καί Κοινωνικῆς Ἠθικῆς

στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν

Τό θέμα τῆς εἰσήγησης εἶναι συγκεκριμένο καί θά περιοριστῶ μόνο σ’ αὐτό. Στό χρόνο πού ἔχω στή διάθεσή μου θά καταγράψω κοινωνικές δράσεις καί συμπεριφορές στίς ὁποῖες παραπέμπει ἡ ὕπαρξη καί ἡ τυχόν ἀπομάκρυνση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν.
Θά ξεκινήσω ἀπό τό γεγονός ὅτι τό πείραμα ἀπομάκρυνσης τοῦ μαθήματος ἀπό τή δημόσια σχολική ἐκπαίδευση δοκιμάστηκε σέ χώρες του ἐξωτερικοῦ, ἡ δέ σύνδεση τῆς ἀπομάκρυνσης μέ συγκεκριμένα ἀρνητικά κυρίως κοινωνικά φαινόμενα, ὅπως π.χ. ἡ κατακόρυφη αὔξηση τῆς ἐγκληματικότητας, ὁδήγησε στή βιαστική ἐπιστροφή του. Κανείς δέν εἶναι τόσο ἀφελής νά ν
ομίζει ὅτι ἡ ἐπαναφορά ὀφειλόταν σέ θρησκευτικούς λόγους ἤ στό ξαφνικό ἐνδιαφέρον τῆς κοινωνίας γιά τήν Ἐκκλησία καί τά συμφέροντά της. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ κοινωνία καί μάλιστα ἡ ἐκκοσμικευμένη κοινωνία ἐνδιαφέρεται γιά τά δικά της καί μόνο συμφέροντα. Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τήν πολιτική ἐξουσία. Ἡ διατήρηση ἤ ὄχι τοῦ μαθήματος εἶναι πλέον θέμα πολιτικοῦ κόστους. Εἶμαι σίγουρος ὅτι ἄν ἡ διατήρηρή του εἶχε κόστος καμιά πολιτική ἐξουσία οὔτε καί ἡ δεξιά, πού θεωρεῖται παρακοιμώμενη τῆς Ἐκκλησίας, ὑπῆρχε περίπτωση νά τό διατηρήσει.
Εἶναι σαφές λοιπόν ὅτι ἡ τύχη τοῦ μαθήματος ἐξαρτᾶται ἀπό τό βαθμό χρησιμότητας εἴτε στήν ἐξασφάλιση τῶν εὐσεβῶν ψήφων, ἄν ἀναφερόμαστε στήν πολιτική, εἴτε στήν ἱκανοποίηση τῶν κοινωνικῶν ἀναγκῶν, ἄν μιλᾶμε γιά τήν κοινωνία. Πιστεύω δέ ὅτι τό τελευταῖο εἶναι κατά πολύ ἰσχυρότερο, ἀφοῦ ὑποτίθεται ὅτι καί ἡ πολιτική ἔχει λόγο ὕπαρξης μόνο στό βαθμό πού και αὐτή χρησιμεύει στήν πραγμάτωση τοῦ κοινοῦ ἀγαθοῦ.
Καί μιά ἀκόμη διευκρίνιση. Τό μάθημα ἀπό μόνο του ἤ ἐκπροσωπούμενο ἀπό ἀνθρώπους πού τό ἀντιμετωπίζουν ὡς μέσο ἐξασφάλισης τῆς ὑπαλληλικῆς ἰδιότητας ἤ ὡς πάρεργο, ἀπό ἀνθρώπους πού μετάνιωσαν, γιατί σπούδασαν θεολογία, ἤ ἀπό ἀνθρώπους πού ντρέπονται γι’ αὐτό πού κάνουν, δέν εἶναι ἱκανά νά ἀποδείξουν τήν ἀξία ἤ ἀπαξία του. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ καταξίωση καί λειτουργικότητά του ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτούς πού τό ἐμψυχώνουν. Ὅσα θά ἀκολουθήσουν στηρίζονται στήν ὑπόθεση ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἐπιτελεῖ μέ τόν καλύτερο δυνατό τρόπο τούς σκοπούς πού δικαιολογοῦν τήν ὕπαρξή του. Ἑπομένως τό μόνο βασικό ἐρώτημα πού μένει γιά νά ἐξετάσουμε εἶναι οἱ κοινωνικές συνέπειες πού ἀπορρέουν ἀπό τή διατήρηση ἤ τήν ἀπομάκρυνση τῆς δημόσιας θρησκευτικῆς παιδείας. Θά ἀποδείξω δέ ὅτι ἡ κοινωνία μόνο ὠφέλη μπορεῖ νά ἔχει ἀπό αὐτή καί καμιά ζημιά, ἐκτός καί ἄν ἀλλάξουμε τελείως ἄποψη γιά τό τί εἶναι ὀρθό καί χρήσιμο, ἄν δηλαδή ἀντιστρέψουμε τό περιεχόμενο τῶν ἐννοιῶν, καί θεωρήσουμε τό ὀρθό ὡς λάθος καί τό χρήσιμο ὡς βλαπτικό, ἄν ποῦμε π.χ. ὅτι τό μίσος καί ὁ ἐγωκεντρισμός εἶναι οἱ ἀξίες, ἐνῶ ἡ ἡ ἀγάπη καί θυσία ἀπαξίες. Ἄν γίνει αὐτό, τότε δέν ἔχει νόημα ἡ ὁποιαδήποτε συζήτηση ὄχι μόνο γιά τή διατήρηση τῆς θρησκευτικῆς παιδείας, ἀλλά τῆς θρησκείας τῆς ἴδιας καί ὁλόκληρου τοῦ πολιτισμικοῦ συστήματος ἀξιῶν. Ὑποθέτουμε ὅτι κάτι τέτοιο δέν ἔχει συμβεῖ ἀκόμη, ὁπότε μποροῦμε πρός τό παρόν νά οἰκοδομήσουμε τόν προβληματισμό.
Μεθοδολογικά θά ἐπιμείνω περισσότερο στίς κοινωνικές συνέπειες ἀπό τή θεσμοθέτηση καί δραστηριοποίηση τῆς θρησκευτικῆς παιδείας, παρά στούς κοινωνικούς λόγους πού τήν ἐπέβαλαν. Θά μποροῦσα μάλιστα καί νά τά ταυτίσω, ἄν δέν γνώριζα ὅτι πέραν ὅλων τῶν ἄλλων ἡ θεσμοθέτηση, ἡ διατήρηση καί ἡ τύχη της δέν ἐξαρτᾶται μόνον ἀπό τίς θετικές ἤ ἀρνητικές συμβολές της στή γενικότερη παιδεία καί τήν κοινωνία ἀλλά καί ἀπό τό θεσμικό καθεστώς πού τήν διέπει, καί ἀναφέρομαι στήν ἰδιαίτερη σχέση ἑλληνισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας, Πολι-τείας καί Ἐκκλησίας, καί τίς συνταγματικές καί ἄλλες νομικές κατοχυ-ρώσεις, πού μέ τούτη ἤ τήν ἄλλη μορφή ὑφίστανται καί σέ ἄλλες χῶρες τῆς Εὐρώπης. Θά ἤθελα μόνο νά ἐπισημάνω μέ τήν εὐκαιρία, ὅτι, ὅ,τι ἐπιβάλλεται δέν ἔχει μεγάλο χρόνο ζωῆς καί ὅτι ἡ ποιότητά του δέν εἶναι διαχρονικά διασφαλισμένη. Θέλω δηλαδή νά ἐπισημάνω, χωρίς αὐτό νά παραπέμπει σέ κάτι ἄλλο ἀπό αὐτά πού αὐτή τή στιγμή σᾶς λέω, ὅτι δέν μπορεῖ κανείς ἄλλος ὅσο καί ἄν εἶναι ἐξουσιοδοτημένος, νά ἐξυπηρετή-σει καλύτερα τήν ὑπόθεσή μας ἐκτός ἀπό μᾶς τούς ἴδιους. Ἡ ἀνάθεση τῶν ὑποθέσεων τοῦ Θεοῦ, τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Ἐκκλησίας στό κράτος, δηλαδή στόν καίσαρα, μπορεῖ νά εἶναι προσωρινά βολική καί ξεκούραστη, ἀλλά δέν μπορεῖ σέ καμιά περίπτωση νά εἶναι ἀποτελεσματική, γιατί ἁπλούστατα ὁ καίσαρας εἶναι μέ τό Θεό καί τοῦ κάνει τά χατίρια μόνο ὅσο ἐξυπηρετοῦνται τά συμφέροντά του, ὅταν αὐτό πάψει νά ἰσχύει τότε δέν ἔχει κανένα λόγο νά συνεχίσει νά τό κάνει. Ὅταν δέ φθάσει αὐτή ἡ στιγμή, τότε ἀλλοίμονο σ’ αὐτούς πού εἶναι ἀνέτοιμοι γιά τήν ἀνάληψη τῶν εὐθυνῶν τους. Στήν περίπτωση αὐτή ὑποχρεοῦνται νά ἀποδείξουν καί νά πείσουν οἱ ἴδιοι καί ὄχι οἱ διαταγές καί οἱ ἐγκύκλιοι τοῦ Kαίσαρα ὅτι ἀξίζει ὁ νέος ἄνθρωπος νά ἐκπαιδεύεται ἐκκλησιαστικά, νά κοινωνεῖ δηλαδή μέ τό Θεό καί νά συμμετέχει στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, νά προσεύχεται καί νά ἀσκεῖται, νά ἀγαπᾶ τούς ἀνθρώπους, νά σέβεται τούς δασκάλους, τόν ἔρωτα καί τή φύση, γιατί εἶναι θεόσδοτα.
Δέν θά συνεχίσω ὅμως ἔτσι, ἀλλά θά ἀναφερθῶ ἐπιγραμματικά καί ἀναγκαστικά ἀποσπασματικά στίς κοινωνικές προεκτάσεις τῆς θρησκευτικῆς παιδείας καί ἐκπαίδευσης, καί στή συνέχεια θά ἀπαντήσω στό ἐρώτημα, σέ τί θά μποροῦσε νά «ζημιώσει» ἡ θρησκευτική ἐκπαίδευση τή σύγχρονη κοινωνία.
Στό βαθμό πού ἡ θρησκευτική παιδεία δέν εὐνουχίζει τά δόγματα ἀπό τήν κοινωνική τους διάσταση, ἀλλά ἐπαγγέλλεται π.χ. ἕνα Θεό ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δέν εἶναι τρομοκράτης, ἀλλά μόνο καλό μπορεῖ νά κάνει στούς ἀνθρώπους ἀνεξάρτητα ἀπό καλούς-κακούς, εὐσεβεῖς-ἀσεβεῖς, φυλές, ἰδεολογίες καί γλῶσσες, ἕνα Θεό δηλαδή τῆς ἀγάπης καί τῆς συνεχοῦς φροντίδας καί ἀγωνίας γιά τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο, εἶναι σέ θέση νά προτείνει στάσεις ἀγάπης καί ἀλληλοπεριχώρησης ὄχι μόνο στά μεμονωμένα ἄτομα καί τίς διαπροσωπικές τους σχέσεις ἀλλά καί σέ φορεῖς πού διαχειρίζονται τίς τύχες τῶν κοινωνιῶν καί τῶν ἐθνῶν. Ἐντυπωσιάστηκα πρίν ἀπό μερικά χρόνια ὅταν διάβασα ὅτι κοινωνικές θεωρίες, ὅπως αὐτή τῆς «Σχολῆς τῆς Φρανκφούρτης" [1]
υἱοθέτησαν τή χριστιανική καί ὄχι κάποια ἄλλη ἀγάπη ἤ ἀγαπισμό ὡς μοχλό κοινωνικῆς συμβίωσης, πολιτικῆς δράσης καί πολιτισμικῆς ἔκφρασης, ὑπογραμμίζοντας μάλιστα ὅτι «δέν ὑπάρχει καμιά πίστη χωρίς τήν ἀγάπη», ὅ,τι δηλαδή εἶπε καί ὁ Παῦλος. Αὐτός εἶναι καί ὁ βασικός λόγος γιά τόν ὁποῖο ἤθελαν οἱ ἐκπρόσωποί της, ἡ Κοινωνική Ἠθική νά πηγάζει μόνο ἀπό τή θρησκεία καί ἰδιαίτερα τό Χριστιανισμό καί ὄχι ἀπό ἰδεολογίες, ὀρθολογισμούς καί συστήματα πού διεκδικοῦν τό ἀπόλυτο καί ἀλάθητο μέ τραγικές συνέπειες γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν κοινωνία του. Γιά νά δεῖτε τόν προσανατολισμό αὐτῆς τῆς συγκεκριμένης σχολῆς πού καμιά σχέση δέν εἶχε πρός τή θεολογία καί μάλιστα τή χριστιανική, (ὁ ἀρχηγός της εἶχε μάλιστα ἰουδαϊκή καταγωγή καί ἀνατροφή) σᾶς παραπέμπω σέ ἐλάχιστα χωρία ὅπως «χωρίς τή θεολογία δέν μποροῦμε νά βροῦμε καινούριο οὐρανό γιά νά ὁδηγήσουμε τήν κοινωνία πρός αὐτόν, οὔτε κάν γήινο οὐρανό», καί ἀλλοῦ «εἶναι μάταιο νά σώσεις ἕνα ἀναγκαῖο, ἕνα ἀπόλυτο νόημα χωρίς τό θεό», γιατί «τό νά σώσεις ἕνα νόημα χωρίς θεό εἶναι χωρίς ἀξία».
Στό βαθμό πού ἡ θρησκευτική παιδεία προτείνει ὡς τό πλέον ἀντικειμενικό κριτήριο τῆς ὀρθότητας ἤ μή τόσο τῶν ἀτομικῶν ὅσο καί τῶν θεσμικῶν συμπεριφορῶν τό Θεό, μπορεῖ νά σχετικοποιήσει ἀπόλυτα, ἀνθρωποκεντρικά καί ἰδιοτελῆ κριτήρια πού βασίζονται στήν ὑποκειμενική λογική, δηλαδή στή λογική τῶν συμφερόντων, πού εἶναι καί ἡ βασική αἰτία γιά τίς πάσης φύσεως κοινωνικές, πολιτικές καί οἰκονομικές ἀκαταστασίες.
Στό βαθμό πού ἡ θρησκευτική παιδεία καταξιώνει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, θεμελιώνει μέ τόν καλύτερο τρόπο τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια καί τά στοιχειώδη ἀνθρώπινα δικαιώματα, ἐπιμένει στήν ἀξία καί τό σεβασμό τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, συμβάλλει σημαντικά στήν κοινή δράση γιά ἀπαξίωση, σχετικοποίηση καί ἐν τέλει ἐκρίζωση ὅλων τῶν μορφῶν ὁλοκληρωτισμῶν ὁπουδήποτε καί ἄν αὐτές ἐμφανίζονται. Καί δέν ἐννοῶ μόνο τό χῶρο τῆς πολιτικῆς, τῆς τεχνολογίας, τῆς ἐργασίας ἤ τῆς οἰκονομίας, ἀλλά καί τό χῶρο τῆς σχολικῆς, ἀκόμη καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Στό βαθμό πού ἡ θρησκευτική παιδεία ὑπογραμμίζει π.χ. μέ ἔμφαση τήν ἀρχή τῆς ἐλευθερίας καί τήν ἀξία τῆς ἐλεύθερης συγκατάθεσης σέ ὅλες τίς ἐπιλογές συμπεριφορῶν, συμβάλλει στήν καλλιέργεια ἐλεύθερων καί ἰσορροπημένων ψυχικά προσωπικοτήτων, ἕτοιμων νά ἀντισταθοῦν σέ κάθε μορφή καταπίεσης, πλύσης ἐγκεφάλου καί ἐκβιασμοῦ ἀπό ὅπου καί ἄν ὅλα αὐτά προέρχονται. Σᾶς ἀναφέρω καί πάλι μιά θέση τοῦ Διαφωτισμοῦ, ὅπως τήν παραπέμπει ἡ Σχολή τῆς Φρανκφούρτης, γιά νά δεῖτε τί σημαίνει ὁλοκληρωτισμός: «ἀφαιρέστε τό θεό ἀπό τό λαό πού θέλετε νά ὑποτάξετε καί ἐξαχρειῶστε τον ἠθικά. Ὅσο καιρό δέν θά προσκυνᾶ ἄλλο θεό ἐκτός ἀπό σᾶς, ὅσο καιρό δέν θά ἔχει ἄλλα ἤθη ἐκτός ἀπό τά δικά σας, θά εἶστε πάντα ὁ κύριός του.. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἀφῆστε τον νά εἶναι ὅσο πιό ἐγκληματικός γίνεται..., μήν τόν τιμωρεῖτε παρά μόνο ἄν στραφεῖ ἐναντίον σας».
Ἔγραψε ὁ Χόρκχαϊμερ. «Χωρίς θεολογία εἶναι λογικά ἀδύνατο νά δώσεις νόημα στή ζωή ὡς ὅλο καί στίς μεμονωμένες ἀνθρώπινες ἐνέργειες». Στό βαθμό λοιπόν πού ἡ θρησκευτική παιδεία ἀπαντᾶ μέ εἰλικρίνεια στό ἐρώτημα γιά τό νόημα τῆς ζωῆς, πού δέν τίθεται στό χρόνο ζωῆς πού μᾶς διατίθεται, ἀλλά κινεῖται στά ἐρωτήματα «ἀπό ποῦ ἐρχόμαστε», «ποιοί ἀλήθεια εἴμαστε» καί ἰδιαίτερα «ποῦ πορευόμαστε», εἶναι σέ θέση νά ὑπενθυμίζει σέ ἄτομα καί φορεῖς, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκ τῶν πραγμάτων ἕνα πεπερασμένο ὄν ἀνεξάρτητα ἀπό τήν θρησκευτική, οἰκονομική, κοινωνική ἤ πολιτική του δύναμη καί ἐπιρροή, καί νά προβληματίζει ἰδιαίτερα τούς ἄρχοντες καί ὅσους κινοῦν τίς τύχες τῆς οἰκονομίας ὅτι οἱ μέρες τους εἶναι μετρημένες καί ὅτι ἐπίκειται κρίση, ἄν ὄχι ἀπό τό θεό τουλάχιστον ἀπό τήν ἱστορία.
Ἔγραφε ἡ Κριτική Θεωρία «πίσω ἀπό κάθε γνήσια πράξη στέκεται ἡ θεολογία». Στό βαθμό λοιπόν πού ἡ θρησκευτική παιδεία ἐμβολιάζει τούς νέους ἀνθρώπους μέ ἀρχές καί αἰσθήματα ἀλληλο-σεβασμοῦ, ἀλληλεγγύης, συμπόνοιας, φιλανθρωπίας, συναντίληψης, δικαιοσύνης καί ἐν τέλει ἀνθρωπιᾶς, εἶναι σέ θέση νά πείσει τούς νέους νά συμπεριφέρονται ὡς ἄνθρωποι πρός ἀνθρώπους, ἀποφεύγοντας συμπεριφορές πού ἐξουθενώνουν, εὐτελίζουν, χρησι-μοποιοῦν, ἀδικοῦν, ζημιώνουν τό συνάνθρωπο καί τήν κοινωνία. Μέ τέτοια αἰσθήματα προκύπτει ἕνας θαυμάσιος πολιτισμός στό πλαίσιο τοῦ ὁποίου ὁ νέος ἄνθρωπος μαθαίνει νά ἐρωτεύεται ὑπεύθυνα καί ἀγαπητικά, νά διαλέγεται μέ σεβασμό στήν ἄλλη ἄποψη, νά συνεργάζεται γιά κοινούς σκοπούς, νά δημιουργεῖ καί νά μετέχει σέ ἰσχυρές συζυγίες καί γνήσιες οἰκογενειακές σχέσεις, νά διαφυλάσσει τό κύρος τῆς δημοκρατίας. Πιστεύω ὅτι κανένα παιδί μέ θρησκευτική παιδεία δέν φόρεσε κουκούλα καί μετεῖχε στά ἔκτροπα πού ζήσαμε στήν Ἀθήνα τόν περασμένο μῆνα, καί δέν ἐννοῶ τίς διαδηλώσεις. Ἐπαληθεύεται ὅμως ὁ λόγος ὅτι παιδεία ἤ πολιτισμός χωρίς θεό εἶναι δαιμονιώδης καί ἐπικίνδυνα.
Στό βαθμό πού ἡ θρησκευτική παιδεία δέν παραπέμπει τή λύση τῶν προβλημάτων στό ἐπέκεινα μέ ἀναφορές σέ κολάσεις καί παραδείσους σέ ἕναν ἄλλο κόσμο, ἀλλά τά συνδέει καί τά ἐντοπίζει στήν πραγματικότητα, δηλαδή ἐδῶ καί τώρα, δέν μπορεῖ νά κατηγορηθεῖ ὅτι ἐκπροσωπεῖ μιά θρησκεία πού ναρκώνει τό λαό, ἀλλά μιά θρησκεία πού χωρίς νά ἀρνεῖται τόν ἑαυτό της καί τήν ἀποστολή της, εἶναι σέ θέση νά προσφέρει λύσεις ἐνταγμένες σέ μιά ἄλλη λογική πού ξεπερνᾶ τήν κοσμική ἐκπεσμένη λογική. Μέ δεδομένη π.χ. τήν ὕπαρξη τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας μέχρι τή συντέλεια τῶν αἰώνων ἀφοῦ ἡ αἰτία της βρίσκεται στήν ἀνθρώπινη ἁμαρτία καί ὄχι σέ ἐπιφαινόμενα, ἡ λύση δέν ἔγκειται στή βίαιη ἤ δημοκρατική ἀλλαγή τῶν συνθηκῶν, ὅπως συνήθως γίνεται χωρίς ἀποτέλεσμα, καθώς δέν ἔγκειται καί στή δημιουργία κοινωνικῶν οὐτοπιῶν, ὅπως ἐπίσης ἐπιχειρήθηκε, ἀλλά μέ τή σωστή καί θεάρεστη ἀντιμετώπισή της, ὅπως τό εἶδαν οἱ πατέρες: θεάρεστη χρήση αὐτοῦ πού εἶσαι καί ἔχεις. Δέν κρίνεσαι μέ βάση αὐτό πού θά ἤθελες νά εἶσαι ἤ νά ἔχεις, ἀλλά μέ βάση αὐτό πού αὐτή τή στιγμή εἶσαι καί ἔχεις. Ὑπάρχει ρεαλιστικότερη λύση ἀπό αὐτή;
Στό βαθμό πού ἡ θρησκευτική παιδεία ὑπογραμμίζει μέ ἔμφαση α) ὅτι ὁ φυσικός κόσμος δέν εἶναι δημιούργημα οὔτε καί ἰδιοκτησία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί συνδημιούργημα τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ὁ ἀνθρωπος εἶναι διαχειριστής τῆς δημιουργίας καί ἑπομένως ὑποχρεωμένος νά δώσει λόγο γιά τά πεπραγμένα του ὄχι μόνο στό Θεό ἀλλά καί στίς ἑπόμενες γενιές, β) ὅτι μοναδικός τρόπος γιά τήν ὑπέρβαση τῆς οἰκολογικῆς κρίσης εἶναι ἡ ἄσκηση πού ἐπιτρέπει στή φύση νά προλαβαίνει νά ἀποκαθιστᾶ τίς ἀνισορροπίες πού προκαλεῖ ἡ ἀνθρώπινη παρέμβαση, εἶναι σέ θέση νά συμβάλλει ἐνεργά καί ἀποτελεσματικά στό διάλογο γιά τή διάσωση τοῦ πλανήτη ὄχι μόνο γιά χάρη τοῦ σημεριμοῦ ἀνθρώπου πού κινδυνεύει μέ ἀφανισμό, ἀλλά καί γιά νά δοθεῖ ἡ εὐκαιρία καί στά παιδιά μας νά ἀπολαύσουν τά ἀγαθά πού ἑκατομύρια χρόνια τώρα ἑτοιμάζει ἡ φύση γιά μᾶς.
Ἄν ὅλα αὐτά καί ἄλλα πολλά πού δέν ἔχουμε τό χρόνο νά ἀναφέρουμε, ἰσχύουν, τότε τίθενται τά ἐρωτήματα: Τί κακό μπορεῖ νά διαπράξει ἀλήθεια ἡ θρησκευτική ἐκπαίδευση, ἔτσι ὥστε νά εἶναι συνεχῶς στό στόχαστρο; Γιά ποιούς κοινωνικούς λόγους ἀντιμε-τωπίζεται μέ τόση καχυποψία ἀπό δεξιούς καί ἀριστερούς, πλούσιους καί φτωχούς, ἰσχυρούς καί ἀνίσχυρους;
Θέλω νά εἶμαι εἰλικρινής. Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν δέν εἶναι οὔτε μόνο του οὔτε καί καινούριο. Ἔχει τή δική του ἱστορία, φέρει ὅμως στήν πλάτη του καί ὁλόκληρη τήν παράδοση καί ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς θρησκείας γενικότερα. Παράδοση πού στό σύνολό της κρινόμενη δέν ἐμπεριέχει μόνο τή θετική της συμβολή στήν ἱστορία ἀλλά καί τήν ἀρνητική της.
Σχετικά μέ τήν ἱστορία τοῦ μαθήματος ἔχουν γραφεῖ ἀρκετά καί γράφονται συνέχεια, ἄλλα στή λογική τοῦ θετικισμοῦ, ὅτι ὅλα πᾶνε καλά, οἱ ἄλλοι καί οἱ σκοτεινές δυνάμεις φταῖνε, ἄλλα στό πεδίο τῆς οἰκοδομητικῆς κριτικῆς καί αὐτοκριτικῆς, καί ἄλλα στό πεδίο μιᾶς πολεμικῆς καί ἀπορριπτικῆς κριτικῆς στό ὄνομα τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ καί τοῦ σύγχρονου κοινωνικοῦ ὀρθολογισμοῦ. Πιστεύω ὅτι στή χειρότερη θέση ἀπό τίς παραπάνω κατηγορίες βρίσκονται αὐτοί πού ἐπανα-παύονται καί ρίχνουν τίς εὐθύνες σέ ἄλλους. Εἶναι σταθερή πεποίθησή μου ὅτι ἡ ζημιά, ἡ δολιοφθορά, καί μάλιστα ὅταν πρόκειται γιά ἕνα θεάρεστο ἔργο, γίνεται πάντοτε ἀπό μέσα καί ποτέ ἀπό ἔξω. Μόνο οἱ χριστιανοί μποροῦν νά δολοφονήσουν καί νά θάψουν τό θεό, ἀλλά καί μόνο αὐτοί μποροῦν νά τόν ἀναστήσουν.
Σχετικά μέ τό θρησκευτικό περιβάλλον στό ὁποῖο εἶναι ἐνταγμένο τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν σημειώνω μόνο τοῦτο. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία στήν κοσμική της ἔκφραση στέκεται σωστά, τότε στέκεται σωστά καί τό μάθημα, ὅταν ἐκείνη εἶναι σέ κρίση, τότε τά πράγματα εἶναι δύσκολα. Ἐσεῖς καί ὅλοι ὅσοι εἴμαστε μάχιμοι, καθώς λέμε, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἀπολογούμαστε γιά τίς διαχρονικές ἀρνητικές πρακτικές τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης καί τά προβλήματα πού αὐτή δημιούργησε στήν κοινωνία. Μπορῶ μάλιστα νά ἰσχυριστῶ ὅτι ὄχι τόσο σέ ἐπίπεδο αἰτιῶν ὅσο σέ ἐπίπεδο ἀφορμῶν οἱ περισσότερες ἀπό τίς ἐπιφυλάξεις τῶν ἐπικριτῶν τοῦ μαθήματος ἔχουν σχέση μέ τήν ἀρνητική εἰκόνα πού σχηματίζεται στά μάτια τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου καί μάλιστα τῶν νέων, ἀνεξάρτητα ἀπό τή δική τους ἀναμαρτησία ἤ ἁμαρτωλότητα, ἀπό τίς μεμονωμένες ἤ καί ὀργανωμένες συμπεριφορές ὅσων ἰσχυρίζονται ὅτι ἐκπροσωποῦν ἐπαξίως τήν ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας του. Τά τελευταῖα γεγονότα, πού ὅλοι σας γνωρίζετε, εἶναι ἐνδεικτικά. Δεῖτε, πότε ἐπανεμφανίζεται καί ὀξύνεται ἡ κριτική ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας καί θά καταλάβετε τί ἐννοῶ.
Ὅλα λοιπόν αὐτά τά ἔχετε ὑπόψιν σας καί δέν χρειάζεται νά ἐπιμείνω. Θέλω ὅμως νά σημειώσω καί χωρίς νά ὑπεκφεύγω ἀπό τή δική μας εὐθύνη, ὅτι ὅσα ἀρνητικά καί ἐπικριτικά ἀκοῦμε εἶναι ἀφορμές, ἐνῶ ἡ αἰτία εἶναι μία. Ἡ ἐκκοσμικευμένη κοινωνία ἐπιθυμεῖ χειραφέτηση ἀπό κάθε εἴδους μεταφυσική πού ἐπιβάλλεται ἄνωθεν καί ἔρχεται ἀπό τό παρελθόν. Ἐπιθυμεῖ νά βαδίζει αὐτόνομη μέ μιά μεταφυσική πού κατακευάζει ἡ ἴδια στά δικά της μέτρα καί γιά τούς δικούς της σκοπούς. Ὅπως ἀπό καιρό σημείωσε μέ ἐπιτυχία ἡ Σχολή τῆς Φρανκφούρτης καί ὅπως ἀπό καιρό συνηθίζω νά γράφω καί νά λέω καί ὁ ἴδιος, ζοῦμε στήν ἐποχή τῶν θρησκευτικῶν ὑποκατάστατων. Ἐπειδή ἡ κοινωνία συνεχίζει νά χρειάζεται τή θρησκεία, γιατί χωρίς αὐτή δέν μπορεῖ νά ἐπιβάλλει σχεδόν τίποτε οὔτε καί νά ἱκανοποιήσει βασικές της ἀνάγκες, ἐπειδή γνωρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι φύσει θρησκευτικό καί λατρευτικό ὄν, κατασκευάζει ἡ ἴδια θρησκευτικά ὑποκατάστατα, ὅπως ἐθνικές, πολιτικές, οἰκονομικές, πολιτισμικές καί ἐπιστημονικές ἰδεολογίες καί συστήματα, μέ τίς δικές της προδιαγραφές σέ ἐπίπεδο ἀρχῶν, ἀρετῶν καί παθῶν, καί τούς δικούς της σκοπούς. Καί τό ἐρώτημα εἶναι, τί μποροῦμε νά κάνουμε ἐμεῖς ἐπ’ αὐτοῦ.
Ἡ ἐλπίδα μας γιά τό μέλλον καί πάντα σέ σχέση πρός τήν προοπτική ἐπιστροφῆς τῆς κοινωνίας μας στίς ἀναζωογονητικές πηγές τῆς ἀρχαίας ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, στήν ὁποία παραπέμπει ἡ θρησκευτική παιδεία, στηρίζεται σέ δύο ἐνδεχόμενα:
- στήν ἀπογοήτευση τῆς κοινωνίας λόγω τῶν φρικτῶν ἐμπειριῶν πού εἶχε, ἔχει καί θά ἔχει ἡ λειτουργία τῶν θρησκευτικῶν ὑποκατά-στατων, πού καθώς ὑπογραμμίζει ὁ Χόρκχαϊμερ, εἶναι πολλαπλασίως ἐπικινδυνότερα καί ἀπό τήν πλέον ἀρνητικά κρινόμενη παραδοσιακή θρησκεία, καί τήν ἀπόφασή της νά ἐπανεξετάσει τόν προσανατολισμό της.
-στήν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας καί ὅσων διαχειρίζονται τήν ἱστορική της πορεία νά ἐπανεξετάσει τή σχέση της πρός τόν κόσμο, τήν ἀποστολή της στή σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, τό ρόλο της στή ρεαλιστική λύση τῶν αὐξανόμενων προβλημάτων, πάντα σέ ἀναφορά πρός τόν ἀρχέγονο ἑαυτό της. Εἶναι ἡ ἴδια ἀπόφαση πού ἀφορᾶ καί τή θρησκευτική παιδεία, ἀνεξάρτητα ἄν καλλιεργεῖται στή δημόσια κρατική ἐκπαίδευση ἤ στήν ἴδια τήν Ἐκκλησία. Θέλω νά πῶ, ἀλλοίμονο σέ μᾶς, ἄν ὅταν ἀλλάξει ροῦ ἤ ἄποψη ἡ κοινωνία καί ἀποφασίσει νά στρέψει τά βλέματά της σέ μᾶς, μᾶς βρεῖ ἴδιους μέ τότε πού μᾶς ἔκρινε, μᾶς ἀπέρριψε ἤ μᾶς ἄφησε. Αὐτή ἡ εὐθύνη εἶναι δική μας καί κανενός ἄλλου.
Αὐτά μπόρεσα μόνο νά σᾶς πῶ, καί σᾶς εὐχαριστῶ πού μέ ἀκούσατε.
_____________________________
1. Ὅσα ἀναφέρονται σ’ αὐτή τήν Εἰσήγηση γιά τή Σχολή τῆς Φρανκφούρτης καί ἄλλα περισσότερα μπορεῖ νά βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στό ἔργο μας «Κριτική Θεωρία» καί κοινωνική λειτουργία τῆς Θρησκείας, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2006, ὅπου καί σχετική βιβλιογραφία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)