19/5/09

Ειρήνη Π.Χριστινάκη - Γλάρου, Συνταγματική και νομική κατοχύρωση του μαθήματος των Θρησκευτικών στην ελληνική εκπαίδευση

Συνταγματική και νομική κατοχύρωση του μαθήματος των Θρησκευτικών στην ελληνική εκπαίδευση. [Θεσμική ανάλυση. Θέσεις Ανεξάρτητων Αρχών. Κριτική και σχετικές δικαστικές αποφάσεις]

Εισήγηση στην Ημερίδα που έγινε στη Σπαρτη στις 10.03.2009 με θέμα: "Το Μάθημα των Θρησκευτικών στο Σύγχρονο Σχολείο - Θέσεις και Αντιθέσεις - Προοπτικές"

Της Ειρήνης Π. Χριστινάκη – Γλάρου,
Δρ. Θ. Καθηγήτριας Πανεπιστημίου Αθηνών Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω
(Ορισμένα σημεία του παρόντος άρθρου λαμβάνονται από προηγούμενο άρθρο μου με τίτλο «Θρησκευτική αγωγή και προσηλυτισμός στην ελληνική πραγματικότητα», δημο­σιευθέν στο συλλογικό τόμο Η Θρησκευτική αγωγή στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, Προ­βληματισμοί και Προοπτικές, επιμ. Κ. Σταυριανού, εκδ. Γρη­γόρης, σελ. 67-88.)

Το άρ­θρο 16§2 του ελ­λη­νικού Συ­ντάγ­μα­ος [1]ο­ρί­ζει ό­τι η α­νά­πτυ­ξη της θρησκευτικής συ­νεί­δη­σης συγκαταλέγεται στους σκοπούς της Παι­δεί­ας. Το Σύ­νταγ­μα δί­δει γε­νι­κή κα­τευ­θυ­ντή­ρια αρ­χή. Δεν κά­νει μνεί­α του εί­δους της θρη­σκευ­τι­κής εκπαίδευ­σης που θα πρέ­πει να πα­ρέ­χε­ται στους μα­θη­τές προ­κει­μέ­νου αυ­τοί να α­να­πτύ­ξουν τη θρη­σκευ­τι­κή τους συ­νεί­δη­ση[2]. Οι συ­νταγ­μα­τι­κά κα­το­χυ­ρω­μέ­νοι σκο­ποί της Παι­δεί­ας εί­ναι δε­σμευ­τι­κοί για την ελ­λη­νι­κή έν­νο­μη τάξη [3] και πρέ­πει να συ­σχε­τι­σθούν κα­τά τέ­τοιο τρό­πο, ώ­στε να α­πο­τε­λούν συνεκτικό α­ξια­κό όλο [4].
Α­πο­τε­λεί δυ­σε­πί­λυ­το ζή­τη­μα αν το α­ξια­κό μο­ντέ­λο της ελληνικής Παι­δεί­ας, μπο­ρεί να προ­κύ­ψει μέ­σα α­πό μια υ­πε­ρα­πλου­στευ­μέ­νη ε­πι­λο­γή με­τα­ξύ της ι­στο­ρι­κής – υ­πο­κει­με­νι­κής, της συ­στη­μα­τι­κής ή της α­ντι­κει­με­νι­κής – τελεο­λο­γι­κής μεθό­δου [5].
Α­παι­τεί­ται ο ορ­θολο­γι­κός συν­δυα­σμός ό­λων των ερ­μη­νευ­τι­κών με­θό­δων για να δο­θεί έ­να σα­φές πε­ρί­γραμ­μα του α­ξιακού μο­ντέλου, που έχει επιλέξει ο συνταγματικός νομοθέτης. Εί­ναι δε­δο­μέ­νο ό­τι βα­σι­κός σκο­πός της Παι­δεί­ας, σύμ­φω­να με τη βού­λη­ση του ι­στο­ρι­κού συ­νταγ­ματι­κού νο­μο­θέ­τη εί­ναι η διά­πλα­ση ε­λεύ­θε­ρων και υ­πεύ­θυ­νων πο­λιτών[6].Είναι ε­πί­σης δε­δο­μέ­νο ό­τι η α­νά­πτυ­ξη της θρη­σκευ­τι­κής συ­νεί­δη­σης πρέ­πει να ε­ναρ­μο­νί­ζε­ται με τους λοι­πούς εκπαιδευτικούς σκο­πούς του Σ 16§2, με το δι­καί­ω­μα ε­λεύ­θε­ρης ανάπτυ­ξης της προ­σω­πι­κό­τη­τας του Σ 5§1, της ε­λευ­θε­ρί­ας της έκ­φρα­σης του Σ 14§1, της θρη­σκευ­τι­κής ε­λευ­θε­ρί­ας του Σ 13§§1 και 2, ι­διαί­τε­ρα δε της ε­λευ­θε­ρί­ας της θρησκευ­τι­κής συ­νεί­δη­σης.
Σε θε­σμι­κό ε­πί­πε­δο δεν θα πρέ­πει να α­γνο­η­θούν και άλ­λοι πα­ρά­με­τροι, όπως η υ­πο­χρέ­ω­ση της Πο­λι­τεί­ας να πα­ρέ­χει προ­στα­σία στην α­ξί­α του αν­θρώ­που (Σ 2§1), να με­ρι­μνά για την κοι­νω­νι­κή πρό­ο­δο μέ­σα σε κλί­μα ε­λευ­θε­ρί­ας και δι­καιο­σύ­νης (Σ 25§2) και να εγ­γυά­ται για τα α­το­μι­κά και κοι­νω­νι­κά δι­καιώ­μα­τα των πο­λι­τών, τη­ρώ­ντας την αρχή της α­να­λο­γι­κό­τη­τας (Σ 25§2)
[7].Σε ό­λα τα α­νω­τέρω πρέ­πει να λη­φθεί ιδιαίτερα υ­πό­ψη και το Σ 3§1 πε­ρί ε­πι­κρα­τού­σας θρη­σκεί­ας, κα­θώς και η πε­ρί α­πα­γο­ρεύ­σε­ως του προ­ση­λυ­τι­σμού διά­τα­ξη του Σ 13§2.
Το ε­νιαί­ο α­ξια­κό μο­ντέ­λο της ελ­λη­νι­κής Παι­δεί­ας, δεν προ­κύ­πτει πλέ­ον μό­νο α­πό το ελ­λη­νι­κό Σύ­νταγ­μα. Η Ευ­ρω­πα­ϊ­κή διά­στα­ση της Παι­δεί­ας, ό­πως αυ­τή λαμβάνει σχήμα α­πό την Ευ­ρω­παϊ­κή νο­μο­θε­σί­α, τους α­νά­λο­γους Ευρωπαϊκούς θε­σμούς, τις κοι­νω­νι­κές δο­μές και πραγ­ματικό­τη­τες[8]
προσ­δί­δει έ­να ευ­ρύ­τε­ρο πε­ρί­γραμ­μα στους σκο­πούς της Παι­δείας [9]με κε­ντρι­κό, κα­τά τη γνώ­μη μας, ά­ξο­να σε ε­πί­πε­δο νο­μι­κής θε­σμο­λο­γί­ας, το δι­καί­ω­μα της θρη­σκευ­τι­κής ε­λευ­θε­ρί­ας. Αυ­τό συμ­βαί­νει διό­τι η Ευ­ρω­πα­ϊ­κή θε­τι­κή στά­ση α­πέ­να­ντι στην πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τα εί­ναι ά­με­σα συνδε­δε­μέ­νη με την ε­πί­σης θετική στά­ση α­πέ­να­ντι στο θρη­σκευ­τι­κό φαι­νό­μενο [10]
Συ­νε­πώς, αν στην ε­θνι­κή νο­μο­θε­σί­α προ­σθέ­σει κα­νείς την Ευ­ρω­πα­ϊκή και τις Διε­θνείς Συν­θή­κες που έ­χει κυ­ρώ­σει η Ελ­λά­δα, τα πράγμα­τα γί­νο­νται α­κό­μη πιο σύν­θε­τα. Η κατά το ορθόδοξο δόγμ
α [11]διδασκαλία του μα­θήματος των Θρησκευτικών στα σχο­λεί­α ε­ρεί­δε­ται στη συ­νταγ­μα­τι­κή α­να­γνώ­ρι­ση της Ορθο­δο­ξί­ας ως ε­πι­κρα­τού­σας θρη­σκεί­ας (Σ 3§1) σε συν­δυα­σμό με το ε­πί­σης συ­νταγ­μα­τι­κά κα­το­χυ­ρωμέ­νο δι­καί­ω­μα του γο­νέ­α να δια­παι­δα­γω­γεί τα τέκνα του σύμ­φω­να με τις θρη­σκευ­τικές του πε­ποι­θή­σεις (Σ 13) [12]δικαί­ω­μα αυ­τό των γο­νέ­ων, κα­το­χυ­ρώ­νε­ται και α­πό το άρ­θρο 18 του Διε­θνούς Συμ­φώ­νου για τα Αν­θρώ­πι­να Δι­καιώ­ματα [13] καθώς επίσης το άρ­θρο 2 του Πρώ­του Πρό­σθε­του Πρω­το­κόλ­λου της Ευ­ρω­πα­ϊ­κής Σύμ­βα­σης των Δι­καιω­μά­των του Αν­θρώ­που [14] Ο Χάρ­της των Θε­με­λιω­δών Ε­λευ­θε­ριών, ό­πως τον δια­κή­ρυ­ξε η Δια­κυ­βερ­νη­τι­κή Διά­σκε­ψη της Νί­καιας, προ­βλέ­πει στο άρ­θρο 4§3 την ε­λευ­θε­ρί­α της εκ­παί­δευ­σης και στο άρ­θρο 22 τον σε­βα­σμό της θρη­σκευ­τι­κής πο­λυ­μορ­φίας στο ε­σω­τε­ρι­κό της Ευ­ρω­πα­ϊ­κής Έ­νω­σης.
Στην Ελλάδα, το 1984, ε­πι­χει­ρή­θη­κε από την τότε κυβέρνηση ο πε­ριο­ρι­σμός των ω­ρών δι­δα­σκα­λί­ας του μα­θή­μα­τος των Θρη­σκευ­τι­κών στη Μέ­ση Εκ­παί­δευ­ση. Με την ΣτΕ 548/1984 κρί­θη­κε ό­τι η μία ώ­ρα δι­δασκα­λί­ας στη Γ΄ Λυκεί­ου έρ­χε­ται σε α­ντί­θε­ση με το Σ 16§
4 [15]Η εκ­δο­ση της α­πο­φάσε­ως αυ­τής σή­μα­νε μια νέ­α πε­ρί­ο­δο της ελ­λη­νι­κής νο­μι­κής και εκ­παι­δευ­τικής φι­λο­λο­γί­ας, η ο­ποί­α δεν έ­χει α­κό­μη λή­ξει, με θέμα τον ιδεολογικό ορίζοντα της σχο­λι­κής θρη­σκευ­τι­κής α­γω­γής. Οι ώ­ρες δι­δα­σκα­λί­ας, η συ­νταγ­μα­τική ή μη κα­τοχύρω­ση του κα­τη­χη­τι­κού ή ομολο­γιακού χα­ρα­κτή­ρα του μα­θή­μα­τος, ο τρό­πος προσεγγίσεως του θρησκευτι­κού φαινόμενου, α­κό­μη και αυ­τή κα­θ­αυ­τή η ύ­παρ­ξη του μα­θή­μα­τος, α­πο­τε­λούν ό­λα αυ­τά τα χρό­νια α­ντι­κεί­με­νο συ­ζη­τή­σε­ων στην ε­πι­στη­μο­νι­κή κοι­νό­τη­τα.
Με τον N. 1532/85 κυ­ρώ­θη­κε στην Ελ­λά­δα το Διε­θνές Σύμ­φω­νο της Νέ­ας Υόρ­κης για τα Οι­κο­νο­μι­κά, Κοι­νω­νι­κά και Μορ­φω­τι­κά Δι­καιώ­μα­τα (1966), το ο­ποί­ο με­τα­ξύ άλ­λων ο­ρί­ζει ό­τι η α­πό­λαυ­ση των ε­ξα­σφα­λι­σμέ­νων α­πό το Κρά­τος δι­καιω­μά­των, μπο­ρεί να υ­πο­βλη­θεί σε νο­μι­κούς πε­ριο­ρι­σμούς μέ­χρι του ση­μεί­ου που ται­ριά­ζει στη φύ­ση των δι­καιω­μά­των αυ­τών α­πο­κλει­στι­κά και μό­νο για να ε­ξυ­πη­ρε­τη­θεί η γε­νι­κή ευ­η­με­ρί­α μέ­σα σε μια δη­μο­κρα­τι­κή κοι­νω­νί­α. Με βά­ση την α­νω­τέ­ρω δια­τύ­πω­ση, δι­καιο­λο­γη­τι­κός λό­γος του πε­ριο­ρι­σμού των μορ­φω­τι­κών δι­καιω­μά­των εί­ναι το ω­φε­λι­μι­στι­κό κρι­τή­ριο της γε­νι­κής ευ­η­με­ρί­ας. Κυ­ρί­αρ­χο όρ­γα­νο ε­ξει­δι­κεύ­σε­ως του κρι­τη­ρί­ου αυ­τού, σε μια σύγ­χρο­νη πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κή δη­μοκρα­τι­κή κοι­νω­νί­α δεν εί­ναι α­πλώς η ι­κα­νο­ποί­η­ση των μορ­φω­τι­κών α­να­γκών της πλειο­ψη­φί­ας εις βά­ρος της μειο­ψη­φί­ας [16]
αλ­λά η στάθ­μι­ση ό­λων των πα­ρα­μέ­τρων που συ­ντεί­νουν στη γε­νι­κή ευ­η­με­ρί­α, η ο­ποί­α, ση­μειω­τέ­ον, συ­νι­στά α­ό­ρι­στη νο­μι­κή έν­νοια.
Η υ­πο­χώ­ρη­ση ο­ρι­σμέ­νων ποιο­τι­κών ή πο­σο­τι­κών χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών της Παι­δεί­ας που α­ντι­στοι­χούν στην ι­κα­νο­ποίη­ση μορ­φω­τι­κών δι­καιω­μά­των, ό­πως ε­δώ για πα­ρά­δειγ­μα της θρη­σκευ­τι­κής εκπαί­δευ­σης, εν ο­νό­μα­τι της γε­νι­κής ευ­η­με­ρί­ας, θέ­τει, κατά τη γνώ­μη μας, έ­να ρε­α­λι­στι­κό οι­κο­νο­μο­τε­χνι­κό κρι­τή­ριο που δια­φέ­ρει α­πό Κρά­τος σε Κρά­τος και α­πό κοι­νω­νί­α σε κοι­νω­νί­α. Η ε­ξι­σορ­ρό­πη­ση αυ­τού του κρι­τη­ρί­ου ε­πι­διώ­κε­ται με την α­να­γω­γή της φύ­σε­ως του ε­κά­στο­τε μορ­φω­τι­κού δι­καιώ­μα­τος σε ό­ριο με­τα­ξύ του σχε­τι­κού περιο­ρι­σμού και της ου­σια­στι­κής κα­ταρ­γήσε­ώς του. Ο όρος «μορφωτικό δικαίωμα» εί­ναι ε­πί­σης μια α­ό­ρι­στη νο­μι­κή έν­νοια, που ε­πι­δέ­χε­ται πολ­λα­πλές ερ­μη­νεί­ες α­πό τον ε­κά­στο­τε ε­θνικό νο­μο­θέ­τη.
Το έ­τος κα­τά το ο­ποί­ο κυ­ρώ­θη­κε το α­νω­τέ­ρω Διε­θνές Σύμ­φω­νο στην Ελ­λά­δα, ψη­φί­στη­κε ε­πί­σης ο Ν. 1566/1985. Στο πρώ­το άρ­θρο του ο­ρί­ζει τους σκο­πούς της Παι­δεί­ας, με­τα­ξύ των ο­ποί­ων εί­ναι και η ο­λό­πλευρη, αρ­μο­νι­κή και ι­σόρ­ρο­πη α­νά­πτυ­ξη των δια­νο­η­τι­κών και ψυ­χο­σω­μα­τικών δυ­νά­με­ων των μα­θη­τών, ώ­στε, α­νε­ξάρ­τητα α­πό φύ­λο και κα­ταγω­γή, να έ­χουν τη δυ­να­τό­τη­τα να ε­ξε­λι­χθούν σε ο­λο­κλη­ρω­μέ­νες προ­σω­πι­κό­τη­τες, να ζή­σουν δη­μιουρ­γι­κά, να ε­μπνέ­ο­νται α­πό α­γά­πη προς τον άν­θρω­πο, τη ζω­ή και τη φύ­ση και να δια­κα­τέ­χο­νται α­πό τα «γνή­σια στοι­χεί­α» της ορ­θό­δο­ξης χρι­στια­νι­κής Πα­ρά­δο­σης.
Ο Έλ­λη­νας νο­μο­θέ­της δεν εί­ναι α­πο­λύ­τως σα­φής ως προς τη σκο­πο­θε­σί­α της θρη­σκευ­τι­κής α­γω­γής, ό­ταν κά­νει λό­γο για «δια­κα­το­χή» των «γνή­σιων στοι­χεί­ων της ορ­θό­δο­ξης χρι­στια­νι­κής πα­ρά­δο­σης». Έ­χει α­σκη­θεί ή­δη κρι­τι­κή στην α­σά­φεια του κει­μέ­νου, με αιχ­μές ως προς τις προ­θέ­σεις του νο­μο­θέτη [17].
Πά­ντως, το νό­η­μα που προ­σλαμ­βά­νει η δια­τύ­πω­ση αυ­τή, ερ­μη­νεύ­ε­ται σε συ­νά­φεια και με άλ­λους προ­βλε­πό­με­νους α­πό το ί­διο άρ­θρο σκο­πούς της Παι­δεί­ας, ό­πως την ε­νη­μέ­ρω­ση γύ­ρω α­πό τα α­γα­θά του σύγ­χρο­νου πο­λι­τι­σμού κα­θώς και των α­ξιών της λα­ϊ­κής πα­ρά­δο­σης, τη χρή­ση και α­ξιο­ποί­ηση των α­γα­θών αυ­τών, την α­νά­πτυ­ξη της δη­μιουρ­γι­κής και κρι­τι­κής σκέ­ψης, τη δια­φύ­λα­ξη του πο­λι­τι­σμού και τη δη­μιουρ­γί­α πνεύ­μα­τος φι­λί­ας και συ­νερ­γα­σί­ας με ό­λους τους λα­ούς της γης, προ­σβλέ­πο­ντας σε έ­ναν κό­σμο κα­λύ­τε­ρο, δι­καιό­τε­ρο και ει­ρη­νι­κό. Το ρή­μα δια­κα­τέ­χο­μαι ση­μαί­νει «αι­σθά­νο­μαι, κυ­ριεύ­ο­μαι α­πό συ­ναί­σθη­μα»[18] Συ­νε­πώς, ο στό­χος της ελ­λη­νι­κής θρη­σκευ­τι­κής εκ­παί­δευ­σης δεν εί­ναι α­πλώς γνω­σιο­λο­γι­κός αλ­λά α­πο­βλέ­πει στη δη­μιουρ­γί­α ε­νός βα­θύ­τε­ρου δε­σμού των μα­θη­τών με την ορ­θό­δο­ξη Πα­ρά­δο­ση. Φαί­νε­ται ό­τι ο Έλ­λη­νας νο­μο­θέ­της, δέχθη­κε σε έ­να προ­δι­και­ι­κό στά­διο ό­τι η ορ­θό­δο­ξη Πα­ρά­δο­ση συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στα α­γα­θά του σύγ­χρο­νου πο­λι­τι­σμού και ε­ναρ­μο­νί­ζε­ται με τις προ­ο­πτι­κές της γε­νι­κής ευ­η­με­ρί­ας στην ελλη­νι­κή κοι­νω­νί­α.
Η υπ’ α­ριθ­μ. 21072α/Γ2/2003 Υ­πουρ­γι­κή Α­πό­φα­ση με τί­τλο «Δια­θε­μα­τι­κό Ε­νιαί­ο Πλαί­σιο Προ­γραμ­μά­των Σπου­δών (Δ.Ε.Π.Π.Σ.) και Α­να­λυ­τι­κά Προ­γράμ­μα­τα Σπουδών» κα­τα­δει­κνύ­ει έ­να νέ­ο προ­σα­να­το­λι­σμό της σχο­λι­κής εκ­παί­δευ­σης που δεν α­φή­νει α­νε­πη­ρέ­α­στη τη θρη­σκευ­τι­κή α­γω­γή. Η δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα ευ­νο­εί την α­νά­πτυ­ξη κρι­τι­κού πνεύ­μα­τος, αλ­λά συγ­χρό­νως κα­θι­στά δυσχερέστερη τη διά­κρι­ση με­τα­ξύ των φαινομενολογικών δεδομένων –ζητήματα γνώσης και παρατήρησης– και των αποκαλυπτικών ή μεταφυ­σικών στοιχείων –ζητήματα πίστης– της διδακτικής ύλης. Ε­πι­πλέ­ον δη­μιουρ­γεί προ­βλη­μα­τι­σμούς σε σχέ­ση με τη διά­χυση κα­τη­χη­τικών – ομολο­γιακών στοι­χεί­ων στα άλ­λα μα­θή­μα­τα. Ο ρη­τός ή σιω­πη­ρός ε­ξο­στρα­κι­σμός τους α­πό τη δια­θε­μα­τι­κή προ­σέγ­γι­ση των α­ντι­κει­μέ­νων της σχο­λι­κής μά­θη­σης δεν εί­ναι λύ­ση, διό­τι κα­ταρ­γεί έ­να ου­σιώ­δες και κυ­ρί­αρ­χο στοι­χεί­ο του πο­λι­τι­στι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος στο ο­ποί­ο ζουν και α­να­τρέ­φο­νται τα παι­διά. Για παράδειγμα, η θρησκευτική αγωγή μπορεί να χρησιμεύσει ως αποτελε­σματικό μέσο διαμόρφωσης υγιούς οικολογικής συνείδησης στους νέους [19].

Πέ­ρα α­πό τον στρατηγικό σχεδιασμό προσφοράς του μορφωτικού αγαθού της θρησκευτικής εκπαίδευσης –α­να­λυ­τικά προ­γράμ­μα­τα, βι­βλί­α, δυνατότητα σχολικού εκκλησιασμού, κ.λπ.– μία ουσιώδης παράμετρος ως προς την επίτευξη του μορφωτικού στόχου εί­ναι το πρό­σω­πο του δι­δά­σκο­ντος. Είναι ένα καίριο και ειλικρινές ερώτημα, το κα­τά πό­σον, ο δά­σκα­λος της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης λαμ­βά­νει σε ε­πί­πε­δο προ­πτυ­χια­κών σπου­δών τα α­πα­ραί­τη­τα γνω­σιο­λο­γι­κά ε­φό­δια για να πα­ρέ­χει τη θρη­σκευ­τι­κή εκ­παί­δευ­ση ε­παρ­κώς, αλλά και τις α­να­γκαί­ες παι­δα­γω­γι­κές δε­ξιότη­τες, ώ­στε να με­τα­δί­δει τη γνώ­ση κα­τά τον τρό­πο που του έ­χει υ­πο­δει­χθεί α­πό την Πο­λι­τεί­α, χω­ρίς να ε­μπλέ­κει τη δι­κή του προ­σωπι­κή στά­ση α­πέ­να­ντι στο θρη­σκευ­τι­κό φαι­νόμε­νο. Γενικά, ο εκπαιδευτικός με ανύπαρκτο ή άχρωμο ή έστω χλιαρό εκκλησιαστικό φρόνημα αδυνατεί να με­τα­δώ­σει κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό γνώ­σεις στα παιδιά κα­τά τη δι­δα­σκα­λί­α ενός ομολογιακού μα­θή­μα­τος, ό­πως εί­ναι ε­πί­σης πο­λύ δύ­σκο­λο έ­νας ευσεβής ορθόδοξος χρι­στιανός, όταν λειτουργεί από τη θέση του δασκάλου να προσφέρει το μάθη­μα κα­τά τρό­πο α­πλώς πλη­ρο­φο­ρια­κό. Ωστόσο, γί­νε­ται εύ­κο­λα α­ντι­λη­πτό ό­τι θα ήταν ο­λέ­θριο για ο­ποιο­δή­πο­τε εκ­παι­δευ­τι­κό σύ­στη­μα, να ε­πι­τρέ­πει στον παι­δα­γωγό να με­τα­δί­δει αντι­φα­τι­κά μη­νύ­μα­τα και α­ντί­θε­τες με τις θε­με­λιώ­δεις δο­μές του συ­στή­μα­τος α­πό­ψεις [20],
ιδιαίτερα όταν αυτό συμβαί­νει στο πλαίσιο ενός μαθητοκεντρικού μοντέλου διδασκαλίας, που ακολου­θείται πλέον από τα σύγχρονα σχολεία [21].
Είναι γε­γονός ό­τι περισ­σό­τε­ρο α­πό το πο­σοτι­κό κριτήριο της θρη­σκευ­τι­κής εκ­παί­δευ­σης (α­ριθ­μός ω­ρών δι­δα­σκα­λί­ας του μα­θήμα­τος των Θρη­σκευ­τι­κών), α­πα­σχο­λεί σήμερα την ελ­λη­νι­κή νο­μι­κή θε­ω­ρί­α το ποιο­τι­κό. Υ­πο­στη­ρί­ζε­ται ό­τι με βά­ση το άρ­θρο 9 της Σύμ­βα­σης της Ρώ­μης και το Σ 13, το σχο­λεί­ο πρέ­πει να α­πέ­χει α­πό τη μο­νό­πλευ­ρη ε­πι­βο­λή μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης στάσης α­πέ­να­ντι στο θεί­ο. Σύμ­φω­να με την ά­πο­ψη αυ­τή, η έν­νοια του Σ 16 §2 δεν ε­πι­τάσ­σει τον προ­σα­να­το­λι­σμό της θρη­σκευ­τι­κής εκπαί­δευ­σης προς μια συ­γκε­κρι­μέ­νη κα­τεύ­θυν­ση αλ­λά τη θρη­σκειο­λο­γι­κή ε­νη­μέ­ρω­ση των μα­θη­τών ή έ­στω την πα­ρο­χή της θρη­σκευ­τι­κής εκ­παί­δευ­σης σε προ­αι­ρε­τι­κή βάση [22].

Στο ί­διο πνεύ­μα κι­νεί­ται και η θέ­ση πε­ρί δήθεν νο­μι­κού «ε­ξο­στρα­κι­σμού» του Σ 16§2 δια του Σ 5§1, διό­τι η βα­σι­κή αρ­χή της ε­λεύ­θε­ρης α­νά­πτυ­ξης της προ­σω­πι­κό­τη­τας (Σ 5§1) α­ναι­ρεί­ται, αν δε­χθεί κα­νείς τη δυ­να­τό­τη­τα της Παι­δεί­ας να ορ­γα­νώ­νε­ται ως όρ­γα­νο ε­πι­βο­λής μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης συ­νεί­δη­σης [23].
Το νο­μι­κό αυτό ε­πι­χεί­ρη­μα, ω­στό­σο, ε­λέγ­χε­ται υ­πό το πρί­σμα της γε­νι­κής αρ­χής του δι­καί­ου πε­ρί ε­φαρ­μο­γής της ει­δικό­τε­ρης διά­τα­ξης ό­ταν αυ­τή συ­γκρού­ε­ται με μια γε­νι­κή. Η γε­νι­κή ρή­τρα του Σ 5§1 κα­θώς και οι ρυθ­μί­σεις του Σ 13§1 πε­ρί θρησκευ­τι­κής ε­λευ­θε­ρί­ας και ε­λεύ­θε­ρης α­νά­πτυ­ξης της θρη­σκευ­τι­κής συ­νεί­δη­σης δεν μπο­ρούν να κα­ταρ­γή­σουν μια ί­σου κύ­ρους διά­τα­ξη, η ο­ποί­α ρυθ­μί­ζει έ­να ει­δι­κό­τε­ρο θέ­μα. Α­πλώς, ο συ­νταγ­μα­τι­κός νο­μο­θέ­της και με τα τρί­α α­νω­τέ­ρω άρ­θρα πε­ρι­γρά­φει τρεις ε­πι­μέ­ρους υ­πο­χρε­ώ­σεις της Πο­λι­τεί­ας. Στα Σ 5§1 και Σ 13§1 οι υ­πο­χρε­ώ­σεις αυ­τές αντι­στοι­χούν στον εκ μέ­ρους της Πο­λι­τεί­ας και ό­λων των κοι­νω­νών του δι­καί­ου σε­βα­σμό δύ­ο επι­μέ­ρους θε­με­λιω­δών δι­καιω­μά­των των πο­λι­τών. Στο Σ 16§2 προ­βλέ­πε­ται η κρα­τι­κή –και όχι κα­θο­λι­κή– υ­πο­χρέω­ση πα­ρο­χής σε συλ­λο­γι­κό και γε­νι­κευ­μέ­νο ε­πί­πε­δο των μορ­φω­τικών αγαθών που θα βο­η­θή­σουν στην α­νά­πτυ­ξη της θρη­σκευ­τι­κής συ­νεί­δη­σης των νέ­ων. Αυ­τό δε ση­μαί­νει ό­τι ο κα­θέ­νας ει­δι­κό­τε­ρα δεν έ­χει το δι­καί­ω­μα να μη λά­βει την πα­ρο­χή αυ­τή.
Συ­νε­πώς, σε α­το­μι­κό ε­πί­πε­δο, δί­δε­ται η δυ­να­τό­τη­τα σε κά­θε γο­νέ­α να ζη­τή­σει την ε­ξαί­ρε­ση των παι­διών του α­πό την πα­ρα­κο­λού­θη­ση του μα­θή­μα­τος των Θρη­σκευ­τι­κών, για λό­γους θρη­σκευ­τι­κής συ­νεί­δη­σης, χω­ρίς να α­παι­τεί­ται κά­ποια α­πο­δει­κτι­κή δια­δι­κα­σί­α του θρη­σκεύ­μα­τος τους, που άλ­λω­στε προ­σβάλ­λει το δι­καί­ω­μα μη α­πο­κά­λυ­ψης των θρη­σκευ­τι­κών πε­ποι­θή­σεων [24].
Σχε­τι­κά με τη θρη­σκευ­τι­κή εκ­παί­δευ­ση στα ι­διω­τι­κά σχο­λεί­α της Κα­θο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας δι­δά­σκε­ται το δόγ­μα των Κα­θο­λι­κών σε μα­θη­τές που πρε­σβεύ­ουν το ί­διο θρή­σκευ­μα. Στα δη­μό­σια σχο­λεί­α της Σύ­ρου και Τή­νου το μά­θη­μα των Θρη­σκευ­τι­κών προ­σφέ­ρε­ται κα­τά το δόγ­μα των Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κών α­πό κλη­ρι­κούς και λα­ϊ­κούς. Οι Ρωμαιοκαθολικοί της Ελλάδας, μάλιστα, έχουν αποδεχτεί τη χρήση των ίδιων διδακτικών βιβλίων με τους ορθοδόξου [25]. Έχουν νομοθετικά θεσμοθετηθεί τα μειονοτικά μουσουλμανικά σχολεία της Θράκης, ενώ με το Π.Δ. 294/1979 έχουν αναγνωριστεί εορτές και αργίες των Ρωμαιοκα-θολικών και των Μουσουλμάνων. Οι Προ­τε­στά­ντες δεν ζη­τούν την ει­σα­γω­γή μα­θη­μά­των στη δη­μό­σια εκ­παί­δευ­ση, αλ­λά προ­τι­μούν οι γο­νείς να α­να­λαμ­βά­νουν τη θρη­σκευ­τι­κή εκ­παί­δευ­ση των παι­διών τους, τα οποί­α κατ’ αί­τη­ση των κη­δε­μό­νων τους α­παλ­λάσ­σο­νται α­πό την υ­πο­χρέ­ω­ση πα­ρα­κο­λού­θη­σης του μα­θή­μα­τος των Θρη­σκευ­τικών [26].
Έ­χει ε­πί­σης υ­πο­στη­ρι­χθεί ό­τι οι μα­θη­τές ε­φό­σον έ­χουν φθά­σει σε έ­να ση­μεί­ο ω­ρί­μαν­σης μπο­ρούν να α­σκούν το δι­καί­ω­μα της θρη­σκευ­τι­κής ε­λευ­θε­ρί­ας αυ­τοπρο­σώ­πως [27],
και ά­ρα να ζη­τούν και μό­νοι τους την ε­ξαί­ρε­ση α­πό το μά­θη­μα των Θρη­σκευ­τι­κών για λό­γους συ­νεί­δη­σης. Κα­τά τη γνώμη μας, δεν υπάρχουν νόμιμα ερείσματα που να επιτρέπουν τη χρονική πρόταξη της άσκησης ενός τέτοιου δικαιώματος α­πό άλ­λα δι­καιώ­μα­τα του α­νη­λί­κου, που πε­ριο­ρί­ζο­νται μέ­χρι την ε­νη­λι­κί­ω­σή του, ό­πως η πλή­ρης δι­καιο­πρα­κτι­κή ι­κα­νό­τη­τα, το δι­καί­ω­μα του εκλέ­γειν κ.λπ. Ό­πως έ­χουν τα πράγ­μα­τα σή­με­ρα στην ελ­λη­νι­κή έν­νο­μη τά­ξη, αυ­τός που έ­χει δι­καί­ω­μα να κρί­νει αν ο μα­θη­τής έ­χει φθά­σει σε ε­πί­πε­δο ω­ρί­μαν­σης, ώ­στε να α­πο­φα­σί­ζει μό­νος του αν θα πα­ρα­κο­λου­θεί το μά­θη­μα των Θρη­σκευτι­κών ή ό­χι, εί­ναι οι α­σκού­ντες επ’ αυ­τού τη γο­νι­κή μέ­ρι­μνα και έ­χο­ντες την ε­πι­μέ­λεια του προ­σώ­που του [28]. Δια­φο­ρε­τι­κά θα ή­ταν τα πράγ­μα­τα, αν υ­πήρ­χε ex lege σχε­τι­κή χει­ρα­φέ­τη­ση του ανήλικου μα­θη­τή σε μι­κρό­τε­ρη α­πό το 18ο έ­τος η­λι­κί­α, ως προς το θέ­μα αυ­τό.
Όλοι οι παραπάνω προβληματισμοί κι­νού­νται σε ένα πεδίο α­να­ζη­τή­σε­ως του lege ferenda, του πως δη­λα­δή θα έ­πρε­πε να βελτιωθεί ο νό­μος και ό­χι του lege lata, του πως πράγματι εί­ναι και ι­σχύ­ει σή­με­ρα ο νό­μος αυτός [29].
Με μια α­πόφα­ση σταθ­μό του ΣτΕ (3356/1995) δια­μορ­φώ­νε­ται η κρα­τού­σα στη Νο­μο­λογί­α γνώ­μη ό­τι η ελληνική Πο­λι­τεί­α υ­πο­χρε­ού­ται να δι­δά­σκει στα σχο­λεί­α Δη­μο­τι­κής και Μέ­σης Εκ­παίδευσης το μά­θη­μα των Θρη­σκευ­τι­κών κα­τά το ορ­θό­δο­ξο χρι­στια­νι­κό δόγ­μα, για­τί αυτό συνιστά τη θρη­σκεί­α της πλειο­ψη­φί­ας των Ελ­λή­νων, οι ο­ποί­οι έ­χουν το συνταγματικά κατοχυρω­μένο δι­καί­ω­μα να α­ξιώ­σουν α­πό την Πο­λι­τεί­α να πα­ρέ­χει στα παι­διά τους την αντίστοιχη θρη­σκευ­τι­κή εκ­παί­δευ­ση. Η απόφαση επαναλαμβάνει την παγία νομολογία ότι το μά­θη­μα πρέ­πει να δι­δά­σκε­ται στα σχο­λεί­α σύμφω­να με τις αρ­χές της ορθό­δο­ξης χρι­στια­νι­κής θρη­σκεί­ας «ε­πί ι­κα­νόν α­ριθ­μόν ω­ρών δι­δα­σκα­λί­ας ε­βδο­μα­διαίως" [30]
Το ΣτΕ δέ­χε­ται τον κα­ταρ­χήν υ­πο­χρε­ω­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα του μα­θή­μα­τος των Θρη­σκευ­τι­κών και των σχο­λι­κών θρη­σκευ­τι­κών εκ­δη­λώ­σε­ων (εκ­κλη­σια­σμός, προ­σευ­χή). Ω­στό­σο, με βά­ση το Σ 13 πε­ρί θρη­σκευ­τι­κής ε­λευ­θε­ρί­ας α­να­γνω­ρί­ζεται το δι­καίω­μα των ε­τε­ρο­δό­ξων, αλ­λο­θρή­σκων, α­-θρή­σκων ή α­θέ­ων να μην πα­ρα­κο­λου­θούν το μά­θη­μα των Θρη­σκευ­τι­κών και να μη με­τέ­χουν στην προ­σευ­χή και τον εκ­κλη­σια­σμό. Μη α­νή­κων στην Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α κα­θη­γη­τής α­πο­κλεί­ε­ται α­πό τη Μέ­ση Εκ­παί­δευ­ση μό­νο α­πό το μά­θη­μα των Θρη­σκευ­τι­κών και ό­χι α­πό τα άλλα [31].
Ε­πί­σης, εί­ναι σύμ­φω­νο με τη συ­στη­μα­τι­κή ερ­μη­νεί­α των σχε­τικών συ­νταγ­μα­τι­κών δια­τά­ξε­ων ό­τι ο μη ορ­θό­δο­ξος δά­σκα­λος το­πο­θε­τεί­ται σε πο­λυ­θέ­σιο σχο­λεί­ο και δι­δά­σκει ό­λα τα μα­θή­μα­τα πλην των Θρη­σκευ­τι­κών [32].Στις Θε­ο­λο­γι­κές Σχο­λές γί­νο­νται δε­κτοί μη ορ­θό­δο­ξοι φοι­τη­τές [33].Εί­ναι αυ­το­νό­η­το ό­τι σε μια πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κή κοι­νω­νί­α κα­νείς δεν θα εί­χε α­ντίρ­ρη­ση να λαμ­βά­νουν και οι θρησκευτικές μειο­νό­τη­τες στα σχο­λεί­α το εί­δος της θρη­σκευ­τι­κής α­γω­γής που α­ντι­στοι­χεί στο δόγ­μα τους.
Εί­ναι γε­γο­νός, ό­τι η κρα­τού­σα στη νο­μο­λο­γί­α γνώ­μη και ά­ρα το ε­φαρ­μο­ζό­με­νο δί­καιο στην Ελ­λά­δα, δεν θα μπο­ρού­σε να ή­ταν δια­φο­ρε­τικό, αφού ο Έλλη­νας δι­κα­στής δε­σμεύ­ε­ται α­πο­λύ­τως α­πό τον νό­μο και οι α­πο­φά­σεις τους έ­χουν ε­λά­χι­στα πε­ρι­θώ­ρια δικαιο­πλα­στικής ε­νέρ­γειας. Πρέ­πει να ση­μειω­θεί ό­τι και ο ε­πι­στη­μο­νι­κός διά­λο­γος ως προς το lege ferenda δεν εί­ναι ά­μοι­ρος και άσχε­τος α­πό τον κοι­νω­νι­κό διά­λο­γο και τη δη­μο­κρα­τι­κή αρ­χή. Σε κάθε δη­μο­κρα­τι­κή κοι­νωνί­α ο νό­μος ι­σχύ­ει διότι τον ψη­φί­ζει ή τον δια­τη­ρεί σε ισχύ η ε­κλεγ­μέ­νη α­πό τον λα­ό νο­μοθε­τι­κή ε­ξου­σί­α. Αφενός το άρ­θρο 16§2 του συνταγματικού νομοθέτη περιέ­χει γε­νι­κή κα­τευ­θυ­ντή­ρια αρ­χή, αφετέρου η αρχή αυτή, κατ’ επιλογή του κοινού νομοθέτη, ε­ξακολουθεί να εξει­δι­κεύ­ε­ται με τον Ν. 1566 /1985.
Η απόφαση 17/2003 η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων κάνει δεκτή την τήρηση αρχείου με προσωπικά δεδομένα μαθητή που αφορούν στην υγεία του, εφόσον κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο για τη διαπί­στωση της ύπαρξης υποχρέωσης εκ μέρους του μαθητή για την παρα­κολούθηση του μαθήματος της Γυμναστικής. Δεν μετατρέπει το μάθημα από υποχρεωτικό σε προαιρετικό, για να μην προκύπτει έμμεση γνωστο­ποίηση προβλήματος υγείας του παιδιού. Δεν ίσχυσαν όμως τα όμοια και στην περίπτωση του μαθήματος των Θρησκευτικών. Η υπ’ αριθμ. 17/2002 απόφαση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων κατα­λήγει σε διαφορετικές λύσεις. Ασκεί κριτική στην μέχρι τότε ισχύουσα Εγκύκλιο του ΥΠΕΠΘ (1995) η οποία προέβλεπε ως αναγκαία προϋπόθεση για την απαλλαγή μαθητή από το μάθημα των Θρησκευτικών την υποχρεωτική δήλωση του θρησκεύματός του. Αναζητεί νομικό έρεισμα στο άρθρο Σ13 περί θρησκευτικής ελευθερίας. Αποφαίνεται ότι η υποχρεωτική δήλωση του θρησκεύματος αντιβαίνει στην αρνητική θρησκευτική ελευ­θερία τόσο των ενδιαφερόμενων μαθητών όσο και των γονέων και κηδε­μόνων τους και επίσης προσκρούει στο ειδικότερο δικαίωμα των γονέων να εξασφαλίζουν την μόρφωση και εκπαίδευση των παιδιών σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις (άρθρο 2 Πρώτου Πρωτόκολλου ΕΣΔΑ). Η απόφαση επίσης, επικαλείται αορίστως κάποιες ερμηνείες των δικαιοδοτικών οργάνων του Στρασβούργου, τα οποία δεν κατονομάζει, ότι το δικαίωμα αυτό αναφέρεται και στις γενικότερες κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις τις οποίες, πέραν των αμιγώς θρησκευτικών, οι γονείς ενδεχομένως ακολουθούν και βάσει των οποίων, επιθυμούν να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά τους. Από το 2002 λοιπόν η αρχή αποφαίνεται ότι «δεν είναι συνεπώς απαραίτητο να είναι άθεοι, ετερόδοξοι ή ετερόθρησκοι, για να ζητήσουν την απαλλαγή των παιδιών τους από τα μάθημα των θρησκευτικών». Με την ανωτέρω διατύπωση επιχειρείται η υποβάθμιση του μαθήματος των Θρη­σκευτικών από υποχρεωτικό σε προαιρετικό. Σε αντι­στάθμισμα αυτής της θέσεως, η οποία έμμεσα προσπαθεί να μεταβάλλει το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά στο μάθημα, χωρίς να ληφθεί νέα νομοθετική πρωτοβουλία, η απόφαση σημειώνει ότι η παρα­κολούθηση ή μη του μαθή­ματος των θρησκευτικών και η αναγραφή του σχετικού βαθμού στον τίτλο δεν υπο­δηλώνει απαραίτητα το θρήσκευμα του κατόχου, αφού και ο άθεος ή ο αλλόθρησκος που επιθυμεί, μπορεί να το παρακολουθήσει, αν δεν προβεί σε σχετική δήλωση. Η τοποθέτηση αυτή αν και με μια πρώτη ματιά μπορεί να ερμηνευθεί ως ενισχυτική του μαθήματος, στην πραγματικότητα το αποδυ­ναμώνει τελείως διότι συνεπάγεται, μολονότι δεν λέγεται ρητά την ορθο­λογική αντιστοίχηση αυτού του επιχειρήματος με το εξής ανάλογο: Εφόσον η παρακολούθηση δεν υποδηλώνει το ορθόδοξο θρήσκευμα των μαθητών, τότε και η αρνητική δήλωση κατ’ επίκληση των πεποιθήσεων τους δεν υποδηλώνει το μη ορθόδοξο θρήσκευμά τους. Από το 2002 δηλαδή, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων είχε έμμεσα τοποθετηθεί υπέρ της ουσιαστικά αναιτιολόγητης δήλωσης απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών, της υποβαθμίσεώς του δηλαδή από υποχρεωτικό σε προαιρετικό. Η τελευταία δήλωση της αποφάσεως ότι η διοίκηση (ο υπεύθυνος επεξεργασίας διευθυντής του σχολείου) δικαιούται να ελέγχει τη σοβαρότητα των σχετικών δηλώσεων, παραμένει γράμμα κενό, αν υιοθετήσει κανείς την άποψη ότι η δήλωση απαλλαγής πρέπει να είναι αναιτιολόγητη και να μη συνδέεται με το διαφορετικό του ορθοδόξου θρήσκευμα του δηλούντος.
Με την απόφαση αυτή η Αρχή απηύθυνε σύσταση, προειδοποίηση και κλήση προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μέσα σε εύλογο χρόνο –και πάντως όχι περισσότερο απ’ όσο είναι αναγκαίος για την τροποποίηση των σχετικών ρυθμίσεων και την προσαρμογή των σχετικών πρακτικών– να συμμορφωθεί προς το περιεχόμενο της απόφασης της και ειδικότερα: Να εκδώσει κάθε αναγκαία οδηγία προς τις οικείες εκπαιδευτικές αρχές και τους διευθυντές των σχολείων ώστε, εφεξής, από τους γονείς ή κηδεμόνες που επιθυμούν τα παιδιά τους να απαλλαγούν από το μάθημα των Θρησκευτικών να μην ζητείται να δηλώνουν, αν είναι άθρησκοι, ετερόδοξοι ή ετερόθρησκοι, αλλά να ασκούν το δικαίωμα τους αυτό, κατ’ επίκληση των πεποιθήσεών τους και χωρίς να προβαίνουν σε καμία περαιτέρω διευκρίνιση.
To ΥΠΕΠΘ αντιμετωπίζοντας την ανωτέρω σύσταση και προκειμένου να εφαρμόσει τόσο το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο περί της υποχρεωτικής σχο­λικής θρησκευτικής εκπαίδευσης των ορθοδόξων ελληνοπαίδων, αλλά και το Σ 13 περί θρησκευτικής ελευθερίας καθώς και τον Ν. 2472/1997 περί προστα­σίας των προσωπικών δεδομένων, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 61723/Γ2/13-6-2002 Εγκύκλιο, όπου ορίζεται ότι γίνεται δεκτή η απαλλαγή των μαθητών από το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία, εφόσον δηλωθεί αρμοδίως ότι ο μαθητής δεν είναι χριστιανός ορθόδοξος, και χωρίς να απαιτείται ρητή δήλωση του θρησκεύματος στο οποίο ανήκει.
Το καλοκαίρι του 2008 ο Υπουργός Παιδείας εξέδωσε τρεις εγκυκλίους (υπ’ αριθμ. 91109/Γ2/10-7-2008, 104071/Γ2/4-8-2008 και Φ12/ 977/109744/ Γ1/ 26-8-08), που αφορούσαν στην απαλλαγή μιας ορισμένης κατηγορίας μαθητών από το μάθημα των Θρησκευτικών.
Από τη συνδυαστική ερμηνεία του Σ 16§2 (η Παιδεία «αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και της διάπλασής τους σε ελεύθερους πολίτες»), το άρθρο 1§1α του Ν. 1566/1985 (το οποίο ορίζει ότι το σχολείο έχει ως αποστολή τη δημιουργία ελευθέρων, υπευθύνων και δημοκρατικών πολιτών, οι οποίοι θα «διακα­τέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης»), το άρθρο 2 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλη­σίας της Ελλάδος (Ν. 590/77) το οποίο προβλέπει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος «συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, ως τα της χριστιανικής αγωγής της νεότητος» και των τριών Εγκυκλίων του ΥΠΕΠΘ (Ιουλίου και Αυγούστου 2008), οι οποίες έχουν διευκρινιστικό χαρακτήρα και δεν καταργούν την ανωτέρω υπ’ αριθμ. 61723/Γ2/13-6-2002 Εγκύκλιο, συνάγεται ότι διατηρείται σε ισχύ και δεν έχει καταργηθεί το υποχρεωτικό του μαθήματος των Θρησκευτικών για τους ορθόδοξους μαθητές της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Παρά το γεγονός ότι η stricto sensu ερμηνεία όλων των ανωτέρω διατάξεων είναι απλή, το ιστορικό αυτής της υποθέσεως υπήρξε αρκετά περίπλοκο. Η υπ’ αριθμ. 91109/Γ2/10-7-2008 Εγκύκλιος εκδόθηκε ως διευκρινιστική της υπ’ αριθμ. 61723/Γ2/13-6-2002. Η διατύπωσή της ήταν ασαφής, ο δε τρόπος προβολής της στον τύπο και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δημιούργησε σύγχυση στο διοικητικό και εκπαιδευτικό προσωπικό της πρωτοβάθμιας και δευτερο­βάθμιας εκπαίδευσης, στις Θεολογικές Σχολές των ελληνικών Πανεπι­στημίων και σε όλη την κοινωνία. Ορισμένοι μεμονωμένοι φορείς και φυσικά πρόσωπα θεώρησαν ότι καταργείται το υποχρεωτικό του μαθήματος των Θρησκευτικών για τους ορθόδοξους μαθητές. H ασάφεια της Εγκυκλίου οφείλεται στη διατύπωσή της περί αναιτιολογήτου δηλώσεως απαλλαγής εκ μέρους των γονέων των ανηλίκων μαθητών ή των ενηλίκων μαθητών. Η Εγκύκλιος δηλαδή δεν ακολούθησε καν την σύσταση της απόφασης της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, η οποία τουλάχιστον προέβλεπε την επίκληση των πεποιθήσεων των μαθητών και τη σοβαρότητα αυτής της επικλήσεως. Αντίθετα, παρέλειψε να σημειώσει ότι το αναιτιολόγητο της δηλώσεως δεν περιλαμβάνει τους λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, οι οποίοι με βάση το άρθρο Σ 13 και την υπ’ αριθμ. 61723/Γ2/13-6-2002 Εγκύκλιο πρέπει να προβάλλονται ως νόμιμοι λόγοι απαλλαγής από το καταρχήν και δια νόμου θεσπισθέν υποχρεωτικό μάθημα των Θρησκευτικών. Η παράλειψη αυτή, βέβαια, δεν ήταν ικανή να μεταβάλλει ουσιαστικά το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, αντιλαμβανόμαστε όμως όλοι ότι μία Εγκύκλιος οφείλει να είναι απόλυτα σαφής, διότι οι εφαρμοστές της (Δ/ντες σχολείων) δεν έχουν τις περισσότερες φορές την απαιτούμενη νομική κατάρτιση για να προβούν σε νομική ερμηνεία του κειμένου της. Την ανωτέρω ασάφεια επιχείρησε να άρει η υπ’ αριθμ. 104071/Γ2/ 4-8-2008 Εγκύκλιος του ΥΠΕΠΘ, η οποία έκανε ρητή μνεία της επικλήσεως «λόγων συνειδήσεως» κατά τη δήλωση απαλλαγής. Ωστόσο, δημιούργησε την εντύπωση σε ορισμένους κύκλους ότι τους «λόγους συνειδήσεως» μπορούν να επικαλεστούν για την απαλλαγή τους από το μάθημα των Θρησκευτικών και οι ορθόδοξοι μαθητές. Κάτι τέτοιο όμως δεν έχει έρεισμα στον νόμο, καθώς ένας ορθόδοξος χριστιανός δε νομιμοποιείται να επικαλεστεί «λόγους συνειδήσεως» όταν το περιεχόμενο του μαθήματος, όπως έχει διαμορφωθεί με βάση τα Αναλυτικά Προγράμματα του ΥΠΕΠΘ βασίζεται στις αξίες και τα διδάγματα του χριστιανισμού και της ορθόδοξης παράδοσης.
Ο θόρυβος και η σύγχυση ήταν τέτοιος, ώστε το ΥΠΕΠΘ εξέδωσε και τρίτη Εγκύκλιο, την Φ12/977/109744/Γ1/26-8-08, η οποία και αυτή εκδόθηκε ως διευκρινιστική όλων των προηγουμένων. Με αυτή την καθίσταται σαφές ότι οι «λόγοι συνειδήσεως» είναι λόγοι που μπορούν να επικαλεστούν αποκλειστικά οι ετερόδοξοι και αλλόθρησκοι μαθητές, των οποίων η ιδιότητά τους αυτή θα πρέπει να αποδεικνύεται με απλή αρνητική δήλωση ότι δεν είναι Ορθόδοξοι. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι και οι τρεις Εγκύκλιοι του 2008 ήταν απολύτως περιττές και δεν μετέβαλαν το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών για τους ορθόδοξους μαθητές.
Συνοψίζοντας τη νομική αξιολόγηση και ερμηνεία των τριών αυτών Εγκυκλίων, παρατηρούμε ότι όχι μόνο δεν κατήργησαν την Εγκύκλιο του 2002, αλλά ενίσχυσαν και ανανέωσαν το κύρος της, αφού απλώς έδωσαν έμφαση στο γεγονός ότι αφενός απαγορεύεται η υποβολή αιτιολογη-μένης δηλώσεως απαλλαγής από το μάθημα περιέχουσα μνεία του θρησκεύματος του μαθητή, και αφετέρου επιβάλλεται η δήλωση απαλλαγής να περιορίζεται στο σημείο ότι ο μαθητής δεν είναι ορθόδοξος, ώστε να προκύπτει η ιδιότητα του μαθητή ως ετεροδόξου ή αλλοθρήσκου και να διασφαλίζεται ότι η απαλλαγή ζητείται για «λόγους συνειδήσεως» και όχι για άλλους λόγους. Παρά την ανωτέρω διαπίστωση ότι από πλευράς νόμου δεν έχει αλλάξει τίποτε ουσιαστικά, πράγμα που επιβεβαίωσε με συνεντεύξεις του ο Υπουργός Παιδείας, ο ίδιος Υπουργός ανέχθηκε την de facto κατάργηση του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μαθήματος από ορισμένους Δ/ντες σχολείων, οι οποίοι ερμήνευσαν εσφαλμένα τις τρεις Εγκυκλίους και άρχισαν να δέχονται αιτήσεις απαλλα­γής από το μάθημα από ορθόδοξους μαθητές.
Στην Ευρώπη η θρησκευτική εκπαίδευση είναι ενταγμένη στην κρατική. Στα 25 από τα 46 κράτη της Ευρώπης (και η Τουρκία) τα Θρησκευτικά είναι μάθημα υποχρεωτικό, και στην πλειοψηφία ομολογιακό. Η Ένωση προτιμά το ομολογιακό περιεχόμενο του μαθήματος, όπως αποδεικνύεται από το πρό­γραμμα των λεγομένων Ευρωπαϊκών Σχολείων. Τα σχολεία αυτά απευ­θύνονται σε τέκνα υπαλ-λήλων των διαφόρων υπηρεσιών της Ενώσεως στις Βρυξέλλες, στο Στρα-σβούργο, στο Λουξεμβούργο και αλλού. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Commission) είναι υπεύθυνη για τον καθορισμό του προγράμματος και της ύλης και τα χρηματοδοτεί. Το μάθημα των Θρησκευτικών διδάσκεται ως υποχρεωτικό και στην πρωτοβάθμια και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ παρέχεται η δυνατότητα εναλλακτικού μαθήματος Ηθικής. Οι γονείς δηλώνουν το θρήσκευμα τους, προκειμένου τα παιδιά να παρακολουθήσουν το μάθημα των Θρησκευτικών κατά το δόγμα της πίστης τους. Η ηγεσία των τοπικών θρησκευτικών κοινοτήτων επιλέγει τους διδάσκοντες και καθορίζει την διδακτέα ύλη. Η ύλη που διδάσκεται στο Ελληνικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Γυμνασίου του Λουξεμβούργου περιλαμβάνει τα βιβλία των Θρησκευτικών του ΟΕΔΒ και άλλα κείμενα, όπως η Καινή Διαθήκη από το πρωτότυπο και από μετάφραση, η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου κ.λπ. [34].

Ένα κείμενο που προκαλεί προβληματισμό είναι η Σύσταση με τίτλο «Θρησκεία και Εκπαίδευση» 1720/2005 [35]
Κοινοβουλευτικής Συνελεύ-σεως του Συμβουλίου της Ευρώπης, διευρυμένο όργανο με 46 Κράτη-μέλη και όχι 27. Οι Συστάσεις προς τα μέλη του έχουν συμβουλευτικό και όχι υποχρεωτικό χαρακτήρα. Η Σύσταση 1720/2005 του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι γεγονός ότι σε ορισμένα σημεία της δεικνύει μια πρόθεση ομολογιακού αποχρω­ματισμού της σχολικής θρησκευτικής εκπαίδευσης. Η Σύσταση αυτή θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως επιχείρημα των πολεμίων του ομολογιακού μαθήματος. Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Σύσταση δεν ασκεί πολεμική κατά της ομολογιακής θρησκευτικής εκπαίδευσης. Η σκοπιμότητά της συνδέεται με την πολιτική Κρατών, τα οποία για διάφορους λόγους δεν παρείχαν σχολική θρησκευτική εκπαίδευση στους πολίτες τους, όπως η Γαλλία και οι πρώην κομμουνιστικές χώρες [36]. Η στάση αυτή του Συμβουλίου της Ευρώπης. Προδίδει, κατά την εκτίμησή μου, μια στάση άμυνας απέναντι στην τρομοκρατία που λειτουργεί με το ιδεολογικό επικάλυμμα του θρησκευτικού φανατισμού. Η Σύσταση του 2005 υπήρξε το «μουδιασμένο» αποτέλεσμα μιας πρώτης περιόδου επεξεργασίας της μετά την 11η Σεπτεμβρίου διαμορφωθείσας νέας κατάστασης. Η Ευρώπη του σήμερα δεν αποστασιοποιείται από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (1997) και όλα τα μέχρι σήμερα υποχρεωτικού χαρακτήρα νομοθετήματά της [37]. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ ορίζει ρητά ότι οι σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας σε όλα τα επιμέρους ζητήματα, και άρα σε ό,τι αφορά τα αναλυτικά προγράμματα και το περιεχόμενο της σχολικής θρησκευτικής αγωγής δεν υπάγονται στη νομοθετική αρμοδιότητα της Ένωσης. Ο σεβασμός της Ένωσης προς την εθνική, πολιτιστική ταυτότητα των λαών της και τη θρησκευτική συνείδηση των πολιτών είναι δεδομένη. Όπως δεδομένη είναι και η προσή­λωσή της στις Διεθνείς Συμβάσεις περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε κάθε νομοθετική της πρωτοβουλία.
Στην Ελλάδα, από τους χρόνους της μεταπολίτευσης μέχρι και σήμερα, δεν λείπουν φαινόμενα ασκήσεως πολεμικής κατά του μαθήματος των Θρησκευτικών, η οποία γνωρίζει καιρούς ύφεσης και στιγμές όξυνσης (απόπειρα μείωσης των ωρών διδασκαλίας, υποβάθμισης του μαθήματος εν τοις πράγμασι και χωρίς ξεκάθαρο πολιτικό λόγο σε προαιρετικό, μείωση του αριθμού διοριστέων καθηγητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, κ.λπ.) και συνδέεται άμεσα με το πρόβλημα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας και του χωρι-σμού ή μη της πρώτης από το Κράτος, αλλά και των σχέσεων του τελευταίου με τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες που ζουν και ενεργο­ποιούνται στην Ελλάδα.
Το νομικό υπόβαθρο όλων αυτών των σχέσεων δεν είναι άσχετο με την ιστορία του Γένους και αυτού καθαυτού του Ελληνικού Κράτους [38].
Από την άλλη πλευρά, το θεολογικό υπόβαθρο της Ορθοδοξίας προσφέρει περισσότε­ρες δυνατότητες ειλικρινούς συνάντησης και διαλόγου με τα άλλα δόγματα και θρησκεύματα [39]π.χ. το Ισλάμ, απ’ όσο η δυτική χριστιανοσύνη.
Η αναφορά μου στην ιστορία της Ελλάδας και στη θεολογία της Ορ­θοδοξίας, οι οποίες λειτουργούν σε ένα προδικαιικό στάδιο ως υπερ-θετικές παράμετροι του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου δεν είναι τυχαία. Συνδέεται άμεσα με ένα κείμενο, που κατά τη γνώμη μου, εκτιμάται ως σημαντικό στοιχείο πρόβλεψης του μέλλοντος του μαθήματος στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα απόσπασμα της επιστολής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών προς τον Υπουργό Παιδείας (αριθμ. πρωτ. 70/2008), η οποία συντάχθηκε με αφορμή τα γεγονότα των τριών Εγκυκλίων του καλοκαιριού του 2008. Η Γενική Συνέλευση της Σχολής σημειώνει και για τις δύο Θεολογικές Σχολές στην Ελλάδα ότι «παρέχουν δια των προγραμμάτων σπουδών όλα τα εφόδια στους αποφοίτους τους για να διδάξουν το μάθημα των Θρησκευτικών με βάση το Ορθόδοξο περιεχόμενό του, αλλά ταυτόχρονα με υπεύθυνη και αντικειμενική στάση, σεβασμό και ανεκτικότητα προς τις μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις των άλλων λαών, οι οποίες ήδη κατά τα ισχύοντα αναλυτικά προγράμματα διδάσκονται στη δευτεροβάθμια κυρίως εκπαίδευση σε γνωστικό και παιδα­γωγικό επίπεδο».
Η επιστολή σε άλλο σημείο αφήνει να διαφανεί το πνεύμα που επικρατεί στη Θεολογική σχολή Αθηνών ως προς την αναγκαιότητα, ποιότητα και σκοποθεσία του μαθήματος των Θρησκευτικών επισημαίνοντας ότι «στη σύγχρονη εκπαιδευτική πραγματικότητα του δυτικού κόσμου, όπου οι πολι­τικές και οι διαπολιστισμικές προκλήσεις και οι διαθρησκειακές επαφές, αλλά και οι συγκρούσεις σε επίπεδο επιμέρους κοινωνικών ομάδων είναι περισσότερο έντονες από ποτέ, οι αξίες πρέπει να επανατοποθετηθούν στο επίκεντρο της Παιδείας προκειμένου: α) να λειτουργήσουν εξισορροπητικά στην αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογικής προόδου και της αποθέωσης του οικονομικού κέρδους εις βάρος των ανθρωπιστικών ιδεωδών, ώστε να αποσοβηθεί ο κίνδυνος διάπλασης ατόμων που να ενδιαφέρονται μόνο για την ανάπτυξη ορισμένων δεξιοτήτων τους και όχι για τη δημιουργία μιας ελεύθερης και ολοκληρωμένης προσωπικότητας, όπως απαιτεί το ελληνικό Σύνταγμα αλλά και όλα τα Συντάγματα των δημοκρατικών Κρατών, β) να καλλιεργηθεί ακόμη περισσότερο στη νεολαία και τον κοινωνικό ιστό το πνεύμα της ανεκτικότητας, του σεβασμού απέναντι στο διαφορετικό, της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των αδυνάτων και των ολίγων, αξίες που κατά βάση ο Χριστιανισμός έχει προσφέρει στην ανθρωπότητα δια του ευαγγελισμού της εν Χριστώ αγάπης, γ) να αντιμετωπιστούν αρνητικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης όπως, η ηθική σχετικοκρατία, ο θρησκευτικός συγκρητισμός, ο αντιδραστικός φονταμενταλισμός και να ενισχυθούν οι θετικές παράμετροι του παγκόσμιου αυτού φαινομένου, όπως η διάθεση επικράτησης της ειρήνης, της αλληλεγγύης και της συνεργασίας των λαών. [...] Η αναβάθμιση, ο εμπλουτισμός και η πλήρης αξιοποίηση του μαθήματος των Θρησκευτικών στις σχολικές μονάδες καθώς και η τοποθέτηση θεολόγων καθηγητών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση θα προσ­φέρει υπολογίσιμο κοινωνικό και μορφωτικό όφελος, καθώς θα ενισχύσει την άμεση σύνδεση του ελληνικού Πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας και την κοινωνία γενικότερα, θα αυξήσει την απορροφητικότητα των αποφοίτων των Θεολογικών Σχολών στα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία με ταυτόχρονη μείωση της ανεργίας των νέων θεολόγων επιστημόνων και θα αποτελεί εγγύηση για μια υπεύθυνη και νηφάλια θρησκευτική αγωγή που θα λειτουργεί ως ανασταλτικό μέσο στη μισαλλοδοξία, στο θρησκευτικό φανατισμό, στην κοινωνική αδικία και κάθε είδους διαχωρισμό, επιθετικότητα, βία ή άλλο εμπόδιο στην επικοινωνία μεταξύ των ανθρώ-πων και των επιμέρους κοινωνικών ομάδων" [40].

Το κείμενο αυτό μεταδίδει ένα αισιόδοξο μήνυμα. Η ελληνική ακα­δημαϊκή θεολογία όχι απλώς παρακολουθεί αλλά, ως οφείλει, έχει αναλά­βει ένα συνειδητό και σημαίνοντα ρόλο στην έρευνα, στον προ-βληματισμό και στην αναζήτηση λύσεων απέναντι στο ζήτημα της πολυπολιτισμι­κότητας, της παγκοσμιοποίησης και του υπερτροφικού υλοκρατικού τεχνο­λογισμού σε βάρος των αξιών, της κοινωνικής ηθικής και του ανθρώπινου πνεύματος. Ακόμη πιο αισιόδοξο είναι το γεγονός ότι αν μελετήσει κανείς τα ανάλογα κείμενα του «Παιδαγωγικού Ινστιτούτου" [41]
και της «Πα­νελλήνιας Ένωσης Θεολόγων" [42]που επίσης εκδόθηκαν εκείνη την περίοδο ως απάντηση και εξ αφορμής των τριών Εγκυκλίων του ΥΠΕΠΘ, θα διαπιστώσει κανείς σύγκληση απόψεων, τόσο επί του άκαιρου και άστοχου αυτής της κυβερνητικής πρωτοβουλίας, όσο και επί της δέουσας σκοποθεσίας της σχολικής θρησκευτικής αγωγής. Δεν θα πρέπει να χαθεί, κατά τη γνώμη μου, η ευκαιρία να λειτουργήσει αυτή η διαπίστωση ως έναυσμα για την αρχή μιας νέας περιόδου διαλόγου και συνεργασίας των ανωτέρω φορέων με στόχο τη συγκρότηση μιας κοινής κατά βάση θεολογικής-παιδαγωγικής πρότασης προς τους λοιπούς μορφωτικούς, νομικούς, θρησκευτικούς και πολιτικούς φορείς της χώρας, με τελικό στόχο την όσο το δυνατόν ευρύτερη κοινωνική συναίνεση σε όποια μελλοντική νομοθετική μεταβολή.
Είναι γεγονός ότι το σχο­λεί­ο εί­ναι χώ­ρος προ­ε­τοιμα­σί­ας για την έ­ξοδο προς την κοι­νω­νί­α. Η ι­δέ­α του θρη­σκευτι­κού α­πο­χρω­μα­τι­σμού του εί­ναι σύμ­φυ­τη με το α­το­μο­κρα­τι­κό πνεύ­μα της α­πο­στα­σιο­ποί­η­σης του αυ­ρια­νού πο­λί­τη α­πό τις ρε­α­λι­στι­κές κοι­νωνι­κές συν­θή­κες και ο­δη­γεί σε μια σχε­τι­κο­κρα­τι­κή α­ντί­λη­ψη πε­ρί η­θι­κής. Η δη­μιουργί­α υ­πεύ­θυ­νων πο­λι­τών προ­ϋ­πο­θέ­τει τη γνώ­ση που βα­σί­ζε­ται στο προ­σω­πι­κό – υ­παρ­ξια­κό βί­ω­μα, καθώς και στην κα­τα­νό­η­ση των ανα­γκών ε­πι­κοι­νω­νί­ας και, για­τί ό­χι, των πλε­ο­νε­κτη­μά­των που προ­κύ­πτουν α­πό τη συν–ύ­παρ­ξη με συ­μπο­λί­τες που βιώ­νουν δια­φο­ρε­τι­κά το θρη­σκευτι­κό φαι­νό­με­νο. Εί­ναι εύ­κο­λο να προ­τεί­νει κα­νείς τον ε­ξο­βε­λι­σμό του στα­θε­ρού πε­ρι­γράμ­μα­τος της θρη­σκευ­τι­κής πί­στης α­πό τα σχο­λεί­α. Δύ­σκο­λο ό­μως να α­ντιπρο­τεί­νει έ­να λει­τουρ­γι­κό ι­σο­δύ­να­μο αντι­προ­σω­πευ­τι­κό του ενιαί­ου α­ξιακού μο­ντέ­λο της κοι­νω­νί­ας, το ο­ποί­ο να λει­τουρ­γεί α­να­σχε­τικά στις σύγ­χρονες εκ­δη­λώ­σεις της πα­θο­λο­γί­ας του, ό­πως η δει­σι­δαι­μο­νί­α, η α­ντί­λη­ψη της με­τα­φυ­σι­κής ε­μπει­ρί­ας ως κα­τα­να­λω­τι­κού α­γα­θού που υ­πο­πί­πτει στους νό­μους της προ­σφο­ράς και της ζή­τησης ή ο μη­δε­νι­σμός.
Ο Α­δα­μά­ντιος Κο­ρα­ής στην Αδελφική Διδασκαλία υ­πο­γραμ­μί­ζει: «Ὅ­στις με­τὰ προ­σο­χῆς ἀνα­γνώ­σει τὸ Εὐαγ­γέ­λιον, τὰς Πρά­ξεις καὶ τὰς Ε­πι­στο­λάς θέ­λει πα­ντα­χοῦ εὕ­ρῃ μίαν δη­μο­κρα­τι­κὴν ἰ­σο­νο­μί­αν, μί­αν ἐ­λευ­θε­ρί­αν φρό­νι­μον, πε­ριω­ρι­σμέ­νην εἰς μό­νους τοὺς νό­μους. «Οὐκ ἔ­νι Ἰου­δαῖ­ος, οὐ­δέ Ἕλ­λην, οὐκ ἔ­νι δοῦ­λος οὐ­δὲ ἐ­λεύ­θε­ρος, οὐκ ἔ­νι ἄρ­σεν καὶ θῆ­λυ. Πά­ντες γὰρ ὑ­μεῖς εἷς ἐ­στὲ ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ (Γαλ. 3,28). Καὶ βέβαια ἂν ὁ σκοπὸς καὶ τὸ τέλος τῆς διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ ἦτον ἡ βελτίωσις τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, πῶς ἠδύνατο νὰ πράξῃ τὴν ἀρετὴν ὁ ἄνθρωπος, ἂν δὲν ἦτον ἐλεύθερος;" [43]

Το ι­δε­ώ­δες της ελ­λη­νο­χρι­στια­νι­κής παι­δεί­ας δεν ταυ­τί­ζε­ται με την κα­θο­δή­γη­ση των νέ­ων Ελ­λή­νων σε μια ε­θνο­φυ­λε­τι­κή εκ­δο­χή της Ορ­θο­δο­ξί­ας. Τα χρι­στια­νι­κά ι­δε­ώ­δη δεί­χνουν στον άν­θρω­πο τον δρό­μο για την έ­ξο­δο προς την ε­λευ­θε­ρί­α της ζω­ής, της γνώ­σης και του πνεύ­μα­τος, μέ­σα α­πό την α­γά­πη ό­χι μό­νο προς τον αλ­λό­θρη­σκο και αλ­λο­ε­θνή αλ­λά τον ί­διο τον ε­χθρό. Α­πό την άλ­λη πλευ­ρά, το ι­δα­νι­κό της κα­ταρ­γή­σε­ως των συλ­λο­γι­κών δια­κρί­σε­ων εις βά­ρος των μειο­νο­τή­των δεν ε­παγγέλ­λε­ται την κα­τάρ­γη­ση του κοι­νω­νι­κού α­γα­θού της σχο­λι­κής θρη­σκευ­τικής α­γω­γής της πλειο­ψη­φί­ας, αλ­λά την α­νά­γκη πα­ρο­χής της α­νά­λο­γης α­γω­γής και στα μέ­λη της κοι­νω­νί­ας που α­νή­κουν σε θρη­σκευ­τι­κές μειο­νό­τη­τες. Η πε­ρί­πτω­ση της ο­λο­σχε­ρούς κα­τάρ­γη­σης του μα­θή­ματος των Θρη­σκευ­τι­κών προ­ϋ­πο­θέ­τει την α­πο­δο­χή μιας ισο­πε­δω­τι­κής λο­γι­κής, κα­τά την ο­ποί­α, η κοι­νω­νι­κή ι­σό­τη­τα, ό­ταν αυ­τή δο­κι­μά­ζε­ται ως προς τη δυ­να­τό­τη­τα α­πό­κτη­σης ε­νός πα­ρε­χό­με­νου μό­νο σε μια με­ρί­δα του πλη­θυ­σμού μορ­φω­τικού α­γα­θού, μπο­ρεί να ε­πι­τευ­χθεί μό­νο μέ­σα α­πό την κα­θο­λι­κή α­πό­συρ­σή του. Έ­να τέ­τοιο δόγ­μα δεν συμ­βάλ­λει στην πρό­ο­δο και στη γε­νι­κή ευ­η­με­ρί­α και ε­πι­φέ­ρει ι­σχυ­ρό πλήγ­μα στον α­ξια­κό κώ­δι­κα της Ευ­ρω­πα­ϊ­κής κοι­νω­νί­ας. Σύμ­φω­να με αυ­τόν, η ι­σό­τη­τα στην εκ­παί­δευ­ση και στην α­γω­γή πρέ­πει πά­ντα να ε­πι­διώ­κε­ται μέ­σα α­πό την αύ­ξη­ση και ό­χι τον πε­ριο­ρι­σμό των δυ­να­το­τή­των πα­ρο­χής μορ­φω­τι­κών α­γαθών, μέ­σα α­πό την πλή­ρω­ση και ό­χι τη γε­νί­κευ­ση των ελ­λειμ­μά­των, α­σχέ­τως αν το έλ­λειμ­μα υ­φί­στα­ται στους πολ­λούς ή στους λί­γους. Η α­πο­φυ­γή των δια­κρί­σε­ων εις βά­ρος των ο­λί­γων θα μπο­ρού­σε να ε­πι­τευ­χθεί με την πα­ρο­χή και σε αυ­τούς της σχο­λι­κής θρη­σκευ­τι­κής α­γω­γής που ε­πι­θυ­μούν, και με την πα­ράλ­λη­λη έμ­φα­ση στη –χρι­στια­νι­κής προ­ελεύ­σε­ως– δι­δα­σκα­λί­α πε­ρί α­πα­ξιώ­σε­ως κά­θε μορ­φής ρα­τσι­σμού, θρη­σκευ­τι­κού ή κοι­νω­νι­κού δια­χω­ρι­σμού. Μί­α τέ­τοια θε­ώ­ρη­ση στο­χεύ­ει ό­χι α­πλώς στην κά­λυ­ψη των ανα­γκών θρη­σκευ­τι­κής α­γω­γής σε όλο τον πλη­θυ­σμό, αλ­λά στη δη­μιουρ­γί­α σχο­λεί­ων πνευμα­τι­κής α­φθο­νί­ας και μορ­φω­τι­κού πλε­ο­νά­σμα­τος
Ομολογουμένως, έχει ήδη επισημανθεί ο κίνδυνος θρησκευτικής ομο-σπονδοποίησης του σχολείου, στην περίπτωση παροχής στην ίδια σχολική μονάδα διαφόρων ομολογιακών μαθημάτων που θα προσφέρονται σε ισά­ριθμες ομάδες μαθητών ιδίου θρησκεύματος [44].
Η επισήμανση αυτή έχει ιδιαίτερη αξία στον επιστημονικό και πολιτικό διάλογο για το ζήτημα του περιεχομένου του μαθήματος. Η εφαρμογή ενός πλουραλιστικού – ομολο­γιακού μοντέλου σχολικής θρησκευτικής αγωγής, θα πρέπει να συνοδεύεται από τις απαιτούμενες παιδαγωγικές παρεμβάσεις και πρακτικές σε επίπεδο σχολικής εκπαίδευσης, αλλά και από την πρόοδο ανάλογων κοινωνικών διεργασιών που ενισχύουν την έννοια της ανεκτικότητας προς την θρησκευ­τική ετερότητα στη συνεί-δηση του γενικού πληθυσμού. Το απο­τέλεσμα των ανωτέρω παρεμβά-σεων και διεργασιών θα πρέπει να εξασφαλίζει τη συνοχή της μαθη-τικής κοινότητας και τον εξοβελισμό της θρησκευτικής ετερότητας ως αποκλειστικού κριτηρίου συσσωμάτωσης των μαθητών σε μικρότερες ομάδες φιλίας ή συνεργασίας, για να είναι εφαρμόσιμο το μοντέλο αυτό στην ελληνική πραγματικότητα. Ποιές μπορούν να είναι αυτές οι πρακτικές και παρεμβάσεις αποτελεί θέμα μιας ευρύτατης συζήτησης, η οποία δεν έχει ακόμη προοδεύσει στην Ελλάδα, επειδή πολλοί παιδαγωγοί –δάσκαλοι και θεολόγοι–, διανοούμενοι, πολιτικοί και νομικοί, δεν συμφωνούν ως προς την αναγκαιότητά της. Ορισμένοι τάσσονται υπέρ του θρησκειολογικού μαθήματος που θα μπορεί να διδαχθεί σε όλα τα παιδιά, εγκαταλείποντας την προβολή ενός αποκλειστικού τρόπου σωτηρίας, άλλοι επιμένουν στη διατήρηση ενός σταθερού κορμού βασιζόμενου στην ορθόδοξη σωτηριολογία επί της οποίας θα αναπτύσσεται η όποια διαλεκτική με τα άλλα δόγματα και θρησκείες. Οι ενδιάμεσες μεταξύ αυτών των δύο τάσεων επιμέρους θέσεις τόσο επί ποιοτικού όσο και επί ποσοτικού κριτηρίου του περιεχομένου του μαθήματος είναι πολλές. Η πολυφωνία στην προ-κειμένη περίπτωση λειτουργεί μάλλον ως βαβυλωνία, όπου διατυπώ-σεις και λέξεις όπως «κατήχηση», «ομολογιακή διδασκαλία», «ανοικτή θεματολογία», «διαλε­κτική δομή» ή «κριτική θεώρηση» του περιεχο-μένου του μαθήματος λαμβά­νουν διαφορετική σημασιολογική χροιά αναλόγως τον χρήστη τους και λειτουργούν ως επιχειρήματα άλλοτε υπέρ και άλλοτε κατά της μιας ή της άλλης τάσης. Αν, όμως, δεν κατορθωθεί ο ειλικρινής και γόνιμος διάλογος, χωρίς προκαταλήψεις και φρονηματικούς ιδεασμούς, δεν υπάρχει καμιά προοπτική επιτυχούς εφαρμογής του πλουραλιστικού – ομολογιακού μοντέ­λου σχολικής θρησκευτικής αγωγής στην Ελλάδα, διότι ο κίνδυνος της θρησκευ­τικής ομοσπονδοποίησης θα εξακολουθεί να υφίσταται.
Από την άλλη πλευρά ένας εσπευσμένος και πρόχειρος σχεδιασμός εισαγωγής του θρησκειολογικού υποχρεωτικού μαθήματος στα σχολεία, ενέχει τον κίνδυνο της διαμόρφωσης πολιτών με συγκεχυμένες αντιλήψεις περί το θείο, και της μακροπρόθεσμης διολίσθησης της κοινωνίας στον θρησκευτικό συγκρητισμό και την σχετικοκρατία. Kατά τον πατέρα Γεώργιο Μεταλληνό, η προτεινόμενη, έντονα μάλιστα, θρησκειολογική μετασκευή του μαθήματος λησμονεί την θεμελιώδη επιστημονική αρχή ότι η κατανόηση της ετερότητας προϋποθέτει καλή γνώση του ίδιου και οικείου, με βάση την αριστοτελική θεμελίωση της γνωσιολογίας στις αρχές της ομοιότητας και της αντίθεσης – διαφοράς [45].

Οι παραδοσιακές μεγάλες θρησκείες λειτουργούν ως αρχετυπικά μοντέλα και συστήματα αξιών δοκιμασμένα στο χρόνο και ικανά να συντηρήσουν την πνευματικότητα των ανθρωπίνων κοινωνιών. Τυχόν αποδόμησή τους θα ενισχύσει το σχετικά καινοφανές φαινόμενο της «ατομικής θρησκείας» και των «κλειστών ομάδων» ή «αιρέσεων», των οποίων η αναπτυσσόμενη κοινωνική παθολογία θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες στο μέλλον. Για να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος θα πρέπει να λάβει χώρα ένας υπεύθυνος σχεδιασμός του μαθήματος, όπου τα δογματικά όρια μεταξύ των θρησκειών θα είναι σαφή και το κοινόν ή ετεροειδές αυτών θα περιγράφεται σε άλλα πεδία, όπως αυτό της αξιολογίας, της ατομικής ή κοινωνικής ηθικής, της πολιτιστικής ταυτότητας. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, ο δρόμος για το εφικτό μιας αμιγώς θρησκειολογικής εκπαίδευσης στην ελληνική πραγμα-τικότητα είναι μακρύς. Απαιτείται μακρόπνοος σχεδιασμός, κυρίως, για την κατάρτιση των παιδαγωγών που θα αναλάβουν αυτό το έργο. Θα καλούνται να τηρούν ίσες αποστάσεις από τις θρησκείες και να αντι­μετωπίζουν ικανο­ποιητικά τις κριτικές παρατηρήσεις, ενστάσεις ή απορίες των μαθητών χωρίς (;) υποκειμενικές αξιολογικές κρίσεις. Πέραν των ανω­τέρω δυσκολιών, φαίνεται πολύ περιορισμένη η ψυχολογική ετοιμότητα του μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής κοινωνίας να αποδεχτεί το θρησκειο­λογικό μοντέλο.
Μεταξύ του ομολογιακού και του θρησκειολογικού μαθήματος τοποθε­τούνται και άλλες ενδιάμεσες απόψεις που δίδουν το προβάδισμα στην Ορθοδοξία είτε ως προς τον όγκο της διδακτέας ύλης, είτε ως προς την αντιμετώπισή της ως βάση διαλόγου με τα άλλα θρησκεύματα. Δεν λείπουν και προβληματισμοί σε σχέση με τον τρόπο πραγμάτωσης αυτού του διαλόγου στο πλαίσιο της αγωγής, με τήν παρατήρηση ότι η Ορθοδοξία βρίσκεται στον αντίποδα της μεταφυσικής, κάνει διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου και υπερβαίνει τη στείρα νοησιαρχική γνωσιολογία, καθώς δεν ερμηνεύει απλώς τον κόσμο και τον άνθρωπο αλλά επιδιώκει την ανακαίνιση και τον φωτισμό του [46].
Ο δε προβληματισμός αυτός δεν έχει θεωρητικό περιεχόμενο αλλά συνδέεται με το γενικότερο ερώτημα κατά ποσόν ο άνθρωπος μέσω γνωστικών και νοητικών διεργασιών μπορεί να κατορθώσει να σέβεται και να αγαπά τον άλλον, σκοποθεσίες που κανείς δεν αρνείται ότι εμπίπτουν στου στόχους της θρησκευτικής αγωγής [47].
Στη σύγχρονη πραγματικότητα η πλέον ρεαλιστική βάση της σχολικής θρησκευτικής αγωγής είναι αυτή της θεολογίας της ετερότητας , η οποία «δεν θα έχει τίποτε κοινό με το πνεύμα του συγκρητισμού», αλλά θα αποδέχεται τον πλουραλισμό και την ετερότητα των άλλων χωρίς να «υποτιμά, συμβιβάζει, πολύ δε περισσότερο εγκαταλείπει την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία και ετερότητα" [48].
Δεν πρέπει να λησμονείται ότι, όπως όλα τα ανάλογα προβλήματα, το ζήτημα της διαμόρφωσης ακόμη και αυτό της υπάρξεως του μαθήματος των Θρησκευτικών ερείδεται στην αρχή της ωρίμανσης των κοινωνικών συνθηκών και της μέσης κοινής αντίληψης περί του πρακτέου. Οι κοινωνικές ανάγκες προ­καλούν την εξέλιξη στους νομικούς θεσμούς, διαφορετικά η παιδαγωγική λειτουργία του νόμου επί των κοινωνιών είτε καταντά στείρα, είτε προκαλεί κοινωνικές συγκρούσεις. Η Παιδεία είναι ο καθρέφτης κάθε Πολιτισμού. Η όποια εξέλιξη στην εκπαιδευτική πολιτική μίας ευνομούμενης χώρας οφείλει να ανταποκρίνεται στον κοινωνικό πολιτισμό της και να τον ενισχύει. Συνεπώς, θα πρέπει να λαμβάνει χώρα όσο το δυνατόν πιο συναινετικά και χωρίς να προκαλεί έντονα συγκρουσιακά φαινόμενα στον γενικό πληθυσμό. Προτείνουμε μια νηφάλια τοποθέτηση απέναντι σε κάθε νέα πρόκληση των καιρών, χωρίς φόβο προς το καινούργιο, αλλά και χωρίς σπουδή για υιοθέτηση του αδοκίμαστου και ξένου στα ελληνικά δεδομένα. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει χρεία ριζικής ανα-δόμησης της θεολογικής πλατφόρμας του μαθήματος των Θρησκευτικών, αφενός διότι η πλειοψηφία των μαθητών εξακολουθεί να ανήκει στο ορθόδοξο δόγμα, και αφετέρου επειδή η χριστιανική περί αγάπης διδασκαλία προσφέρεται για την καλλιέργεια της ανεκτικότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης [49] δύο πράγματι επιτακτικές ανάγκες των καιρών μας. Ήδη κάποια νομοθετικά βήματα επί της πολυπολιτισμικής εκπαίδευσης έχουν λάβει χώρα και έχουν τύχει γενικής αποδοχής. Τυχόν, όμως, κυβερνητική σπουδή για νομοθετικές μεταβολές στη σχολική θρησκευτική εκπαίδευση που δεν θα υλοποιηθούν με κοινωνική συναίνεση, αλλά θα ικανοποιούν μονομερώς τις εκάστοτε προσκαίρως επικρατούσες γνώμες πολιτικών ή επιστημονικών ομάδων δεν προδίδει μία υπεύθυνη στάση. Μάλλον, ακυρώνει αυτή καθαυτή τη σκοποθεσία της θρησκευτικής αγωγής, η οποία στην κορωνίδα των αξιών της οφείλει να τοποθετεί τον σεβασμό στο ανθρώπινο πρόσωπο, και κατ’ επέκταση τη διατήρηση της αυτοσυνειδησίας της ταυτότητας του ως ατόμου αλλά και ως μέλους ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου.
________________________________________
1. Τα άρ­θρα του Συ­ντάγ­ματος θα α­να­φέ­ρο­νται στο ε­ξής υ­πό την έν­δει­ξη «Σ».
2. Βλ. Κ. Χρυ­σο­γό­νου, Α­το­μι­κά και Κοι­νω­νι­κά Δι­καιώ­μα­τα, Α­θή­να - Κο­μο­τη­νή 2002, σελ. 227.
3. Βλ. Κ. Κυ­ρια­ζο­πού­λου, Πε­ριο­ρι­σμοί στην ε­λευ­θε­ρί­α δι­δα­σκα­λί­ας των μειο­νο­τι­κών θρη­σκευ­μά­των, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1999, σελ. 281, Β. Βου­τσά­κη, «Παι­δεί­α και α­νά­πτυ­ξη της θρη­σκευ­τι­κής συ­νεί­δη­σης», Νο­μο­κα­νο­νι­κά Γ΄ (2004) τεύχ. 1, σελ. 11-56, εδώ: σελ. 13. Βλ. α­ντί­θε­τη γνώμη Α. Μά­νε­ση, Συνταγματι­κή Θε­ω­ρί­α και Πρά­ξη, Θεσσα­λο­νί­κη 1980, σελ. 696. Άλ­λως, βλ. Κ. Χρυ­σο­γό­νου, ό.π., σελ. 310 επ.
4. Β. Βου­τσά­κη, ό.π., σελ. 14.
5. Η υπο­κει­με­νι­κή – ι­στο­ρι­κή ερ­μη­νεία α­ντλεί τα κρι­τήριά της α­πό τη βού­λη­ση του ι­στο­ρι­κού νο­μο­θέ­τη και τις ι­στο­ρι­κές συν­θή­κες της θε­σπί­σε­ως του νό­μου. Η συ­στη­μα­τική συ­νί­στα­ται στην ε­πι­λο­γή της ορ­θό­τε­ρης α­πό τις ε­ναλ­λα­κτι­κές ερ­μη­νευ­τι­κές με κρι­τή­ρια που α­ντλού­νται α­πό τη θέ­ση της ερ­μη­νευό­μενης διά­τα­ξης στην έν­νο­μη τά­ξη. Η α­ντι­κει­με­νική – τελε­ο­λο­γική στρέ­φε­ται πέ­ρα α­πό το κεί­με­νο στο «πνεύ­μα» του νόμου, τις αρ­χές που δι­καιο­λο­γούν την εγκλειό­με­νη στο κεί­με­νο ρύθ­μι­ση σε συ­νάρ­τη­ση με τις αρ­χές που διέ­πουν ό­λη την έν­νο­μη τά­ξη και της προσ­δί­δουν αξιο­λο­γι­κή αλ­λη­λου­χί­α (Π. Σουρ­λα, Justi atque injusti scientia, Μια ει­σα­γω­γή στην ε­πι­στή­μη του δι­καί­ου, εκ­δ. Α­ντ. Σάκ­κου­λα, Α­θή­να – Κο­μο­τη­νή 1995, σελ. 169-180).
6. Βλ. Πρα­κτι­κά Ο­λο­μέ­λειας της Βου­λής ε­πί του Συ­ντάγ­μα­τος του 1975, Α­θή­να 1975, σελ. 514-523.
7. Β. Βου­τσά­κη, ό.π., σελ. 23.
8. Για τη δια­λε­κτι­κή με­τα­ξύ της ευ­ρω­πα­ϊ­κής διά­στα­σης της έν­νοιας και των σκο­πών της Παι­δεί­ας και της ελ­λη­νι­κής ορ­θό­δο­ξης α­γω­γής, βλ. α­ντί άλ­λων Εμ. Περ­σε­λή, Χρι­στια­νι­κή ἀγωγή καί σύγ­χρο­νος κό­σμος, Θέ­μα­τα θε­ω­ρί­ας καί πρά­ξης τῆς χρι­στια­νικῆς ἀγωγῆς, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθή­να 1994, σελ. 93 -126.
9. Πρβλ. Α. Κα­κα­βού­λη, Ευ­ρω­πα­ϊ­κή Διά­στα­ση στην Παι­δεί­α, Ε­ρευνη­τι­κή Προ­σέγ­γι­ση – Προ­βλη­μα­τι­σμοί, Α­θή­να 1993, σελ. 21-55.
10. Για τη σχέ­ση θρη­σκεί­ας και πο­λι­τι­σμού βλ. α­ντί άλ­λων Στ. Πορ­τε­λά­νου, Δια­πο­λι­τι­σμι­κή Θε­ο­λο­γί­α, Πρότα­ση Διαθε­μα­τι­κής Δι­δα­κτι­κής, Ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα, Α­θή­να 2002, σελ. 26-31.
11. Προτιμούμε αυτόν τον χαρακτηρισμό καθώς, κατά τη γνώμη μας, τα εγχειρίδια των Θρησκευτικών τα τελευταία χρόνια έχουν από πλευράς περιεχομένου απο­μακρυνθεί από την σκοποθεσία της παραδοσιακής εκκλησιαστικής κατήχησης, ώστε να μην είναι απολύτως ακριβής πλέον η πληροφορία ότι το μάθημα είναι καθολο­κληρίαν κατηχητικό. Παραμένει όμως ομολογιακό.
12. Α. Μαρινου, «Η έννοια του θρησκευτικού προσηλυτισμού κατά το νέο Σύνταγ­μα», Ελληνική Δικαιοσύνη 25 (1984) 1-17 (ανάτυπο).
13. Το Διε­θνές Σύμ­φω­νο πε­ρί Α­το­μι­κών και Πο­λι­τι­κών Δικαιω­μά­των ψη­φί­σθη­κε α­πό τα Η­νω­μέ­να Έ­θνη στις 16-12-1966 και τέ­θη­κε σε ι­σχύ στις 23-3-1976. Έ­χει κυ­ρω­θεί α­πό 138 χώ­ρες. Στην Ελ­λά­δα κυ­ρώθη­κε με το Ν. 2462/97.
14. Το πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο υπογράφηκε στο Παρίσι στις 20-3-1952 και τέθηκε σε ισχύ στις 18-5-1954. Το έχουν επικυρώσει 37 Κράτη μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Για τη διεθνή κατοχύρωση του δικαιώματος βλ. αντί άλλων Α. Μα­ρί­νου, Τό Σύ­νταγμα, ἡ δη­μο­κρα­τί­α καί τό μά­θη­μα τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν, ἐκδ. Ἐκκλησιαστικοῦ Ἐπι­στημονικοῦ καί Μορφωτικού Ἱδρύματος Ἰωάννου καί Ἐριέττης Γρηγοριάδου, Ἀθήνα 1981, σελ. 19-20.
15. Βλ. ΣτΕ 548/1984 (Β Τμημ. Δια­κο­πών), Πρα­κτι­κό ε­πε­ξερ­γα­σί­ας Πρ. Δια­τάγ­μα­τος: «Τρο­πο­ποί­η­ση τοῦ ἀνα­λυ­τι­κοῦ προ­γράμ­μα­τος τῶν σχο­λεί­ων Μέ­σης Γε­νι­κής Εκ­παι­δεύ­σε­ως» της 17-8-1984, Χρι­στια­νός ΚΓ΄ (1984) 133-135.
16.Για την αμ­φι­σβή­τη­ση του α­το­μι­κι­στι­κού πυ­ρή­να της σύγ­χρο­νης κα­τα­νό­η­σης της ε­λευ­θε­ρί­ας σε συνδυα­σμό με την η­θι­κή θε­με­λί­ω­ση της νο­μι­κής α­να­γνώ­ρι­σης των δι­καιω­μά­των της μειο­ψη­φί­ας, α­νε­ξαρ­τή­τως της θε­λή­σε­ως της πλειο­ψη­φί­ας βλ. J. Habermas, Α­γώ­νες α­να­γνώ­ρι­σης στο δη­μο­κρα­τι­κό κρά­τος δι­καί­ου, Προ­λε­γό­με­να: Μ. Στα­θό­που­λος, Με­τά­φρα­ση – Ε­πι­μέ­λεια: Θε­ό­δω­ρος Γε­ωρ­γί­ου, εκ­δ. Νέ­α Σύ­νο­ρα, Α. Α. Λι­βά­νη, Α­θή­να 1994, passim.
17.Η. Ρε­ρά­κη, «Η Θρη­σκευ­τι­κή Εκ­παι­δευ­τι­κή Με­ταρ­ρύθ­μι­ση στην Ελ­λά­δα (Νό­μος 1566 του 1985)», Νέ­α Παι­δεί­α 64 (1992) 32-46
18.
Γ. Μπα­μπι­νιώ­τη, Λε­ξι­κό της Νέ­ας Ελ­λην­ι­κής Γλώσ­σας, Α­θή­να 2005, σελ. 482.
19.Σ. Πορτελaνου, «Η Θρησκευτική Αγωγή και Διδακτική για το περιβάλλον. Μια διαθεματική προσέγγιση στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση», Νέα Παιδεία 114(2005) 85-98.
20.Για τις περί διδακτικής του μαθήματος αρχές υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία και ποικιλία απόψεων. Ενδεικτικά αναφέρουμε με χρονολογική σειρά Κ. Γεωργούλη, Ἡ οὐσία καὶ ἡ διδακτικὴ τῶν θρησκευτικῶν, ἐκδ. Δ. Ν. Παπαδήμα, Ἀθῆναι 1975, Α. Νικα, Διδακτική του θρησκευτικού μαθήματος – Θεωρία και πράξη, Αθήνα 1992, Χ. Βασιλο­πουλου, Διδακτική του μαθήματος των Θρησκευτικών, Θεσσαλονίκη 19962, Χ. Τερεζη - Κουστουρακη, Μεθοδολογικά προλεγόμενα στη Διδακτική των Θρησκευ­τικών, τόμος Α´, εκδ. Τυπωθήτω Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 1996.
21.Κριτήρια επιλογής του διδακτικού υλικού για την ευόδωση του μαθητοκεντρικού μοντέλου διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών βλ. Εμ. Περσελη, «Θρησκευ­τική γνώση καί διδακτική πράξη. Προβληματισμοί σέ θέματα διδακτικῆς τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν μέ βάση ἀποτελέσματα ἐμπειρικῆς ἔρευνας», στο Σχολική Θρησκευ­τική Ἀγωγή, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1998, σελ. 76-116, και ειδικότερα, σελ. 108-111. Πρβλ. Χ. Βασιλοπουλου, Ὁ Μαθητής ὡς κριτήριο τοῦ περιεχομένου τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευ­τικῶν στή Μέση Εκπαίδευση, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1988.
22. Γ. Σω­τη­ρέλ­λη, Θρη­σκεί­α και Εκ­παί­δευ­ση κατά το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση, από τον κατηχητισμό στην πολυφωνία, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 1993, σελ. 213, 330 επ.
23. Δ. Τσά­τσου, Συ­νταγ­μα­τι­κό Δί­καιο Γ΄, Θε­με­λιώ­δη Δι­καιώ­μα­τα. 1. Γενι­κό Μέ­ρος, εκ­δ. Α­ντ. Σάκκου­λα, Α­θή­να – Κο­μο­τη­νή 1988, σελ. 323-4.
24. Βλ. Κ. Χρυ­σο­γό­νου, ό.π., σελ. 226.
25. Στ. Γιαγκαζογλου, «Η θεολογία της ετερότητας και το θρησκευτικό μάθημα στην Ελλάδα. Διαπολιτισμικές δυνατότητες και προοπτικές». Ανακτήθηκε 3-4-2009 από http://www.pi-schools.gr/lessons/religious/syn_prosgiseis/diapolitism/9giagazoglou.doc.
26.Χ. Μιχαηλιδου, «Οι θρησκευτικές μειονότητες στην Ελλάδα, ιδίως κατά την έκθεση του ειδικού εισηγητή της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ», στο συλλογικό τόμο της σειράς Δικανικοί Διάλογοι (ΙΙ) με τίτλο Η θρησκευτική ελευθερία, θεωρία και πράξη στην ελληνική κοινωνία και την έννομη τάξη, επιμέλεια έκδοσης Κ. Μπέης, εκδ. Eunomia Verlag, Αθήνα 1997 (στό εξής ΘΕΛ), 159-206, εδώ: σελ. 187-188, 190.
27.Βλ. Π. Δη­μη­τρό­που­λου, «Η α­νά­πτυ­ξη της θρη­σκευ­τι­κής συ­νεί­δη­σης των μα­θη­τών», στο Ν. Κ. Χλε­πα – Π. Δη­μη­τρο­που­λου, Ζη­τή­μα­τα Θρη­σκευ­τι­κής Ε­λευ­θε­ρί­ας στο χώ­ρο της Εκ­παί­δευ­σης, πα­ράλ­λη­λες προ­σεγγί­σεις και απο­κλί­σεις στη νο­μο­λο­γί­α των Α­νω­τά­των Δι­κα­στη­ρί­ων της Γερ­μα­νί­ας και της Ελ­λά­δας, εκ­δ. Αντ. Σάκ­κου­λα, Α­θή­να – Κο­μο­τη­νή 1998, σελ. 78 επ.
28.Η θρη­σκευ­τι­κή α­γω­γή των τέ­κνων α­πο­τε­λεί στοι­χεί­ο της ε­πι­μέ­λειάς τους (Γ. Κου­μά­ντου – Θ. Πα­πα­χρί­στου, Ένας ο­δη­γός στο νέ­ο Οι­κο­γε­νεια­κό Δί­καιο, Α­θή­να 1983, σελ. 56, 65 επ.).
29.Βλ. ΣτΕ 548/1984, ό.π., υποσ. 14.
30.Το κεί­με­νο της α­πό­φα­σης κα­θώς και σχό­λια επ’ αυ­τής του Γ. Στα­ρα­ντζή βλ. ΘΕΛ, σελ. 450-461.
31.ΣτΕ 3533/1986, Το Σύ­νταγ­μα (1987) 126, Πρβλ. Α. Μά­νε­ση, Συνταγ­μα­τι­κά Δι­καιώ­μα­τα Α΄, Α­το­μι­κές Ε­λευ­θε­ρί­ες, εκ­δ. Σάκ­κου­λα, Θε­σαλ­λο­νί­κη 1982, σελ. 252-253, Π. Δαλ­τό­γλου, Α­το­μι­κά Δι­καιώ­μα­τα, Α΄, εκ­δ. Α­ντ. Σάκ­κου­λα, Α­θή­να – Κο­μο­τη­νή 1991, σελ. 373, Ευ. Βε­νι­ζέ­λου – Κ. Χρυ­σο­γό­νου, Πρα­κτι­κά Θέ­μα­τα Ευ­ρω­πα­ϊ­κού Δι­καί­ου και Συ­νταγ­μα­τι­κών Ε­λευ­θε­ριών, εκ­δ. Α­ντ. Σάκ­κου­λα, Α­θή­να – Κο­μο­τη­νή 1993, σελ. 151-152.
32.Ευ. Βε­νι­ζέ­λου – Κ. Χρυ­σο­γό­νου, ό.π., σελ. 152-155, ό­που και το κεί­με­νο και σχο­λια­σμός της Διοικ. Εφ. Αθ. 299/88, προ­βάλ­λου­σα τα α­νω­τέ­ρω ως ά­πο­ψη ε­νός μειο­ψη­φού­ντος μέ­λους.
33.ΣτΕ 194/1987 ΝοΒ 351 (1987), σελ. 607 επ. (σχό­λιο Ν. Ρώ­τη).
34.Κ. Χολεβα, «Στην Ευρώπη επικρατεί το ομολογιακό και όχι το θρησκειολογικό μάθημα». Ανακτήθηκε 4-4-2009 από http://www.ecclesia.gr/greek/HolySynod/commitees /eu­rope/xolevas_2.html. Βλ. Γ. Κρίππα, Η συνταγματική κατοχύρωση του Μαθήματος των Θρησκευτικών παρ᾽ ημίν και εν τη αλλοδαπή, Αθήνα 2001 και Του Ιδίου, Συνταγματική θεώρηση του μαθήματος των θρησκευτικών στην Ελλάδα και την Ευρώπη, Πύργος 2008. Πρβλ. και το άρθρο του Κ. Χολέβα, στην Κοινωνία ΝΑ´ (2008), σελ. 319 επ.
35.Βλ. το κείμενο της Συστάσεως δημοσιευμένο στην ελληνική βιβλιογραφία σε άρθρο του Εμ. Περσελή, «Θρησκεία και Σχολική Εκπαίδευση στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Σχέσεις και προοπτικές», στο Η Θρησκευτική αγωγή στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, Προβληματισμοί και Προοπτικές, σελ. 29-30, υποσ. 13. Βλ. και σύντομη κριτική προσέγγιση στο άρθρο Η. Φραγκοπούλου, «Περί τῶν ἀρχῶν τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος στά σχολεῖα τῆς Εὐρώπης (ἡ οδηγία 1720/2005) τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης)» Κοινωνία ΜΗ´ (2005) 341-346
36.
Κ. Χολεβα, «Στην Ευρώπη επικρατεί το ομολογιακό και όχι το θρησκειολογικό μάθημα». Ανακτήθηκε 4-4-2009 από http://www.ecclesia.gr/greek/HolySynod/commitees /eu­rope/xolevas_2.html.
37.Σε πρόσφατη επίσκεψή μου στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στις Βρυξέλλες (Οκτώβριος 2008), ως μέλος της αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος για την ενημέρωσή της σε Ευρωπαϊκά θέματα, διαπίστωσα ότι στο ζήτημα της θρησκευτικής εκ­παι­­δεύσεως τα αρμόδια όργανα της Ευρώπης τάσσονται υπέρ της εφαρμογής των αρχών της επικουρικότητας και της αναγκαιότητας.
38. Βλ. σύντομη ιστορική επισκόπηση των σχέσεων στο Σπ. Τρωιάνου – Γ. Πουλή, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 20032, σελ. 53-185.
39. Βλ. Κ. Σταυριανού, «Η στάση των Ορθοδόξων έναντι των ετεροθρήσκων κατά τον Ευγένιο Βούλγαρη», στο Η Θρησκευτική αγωγή στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, Προβλη­ματισμοί και Προοπτικές, σελ. 53-66.
40.To πλήρες κείμενο βλ. στο Ἐκκλησία ΠΕ´ (2008) 702-705.
41.Υπόμνημα προς τον Υπουργό Παιδείας. Ανακτήθηκε 23-9-2008 από http:www.dide.ach.sch.gr/thriskeftika/news/Ypomnhma4_9_2008.doc
42. Δελτίο Τύπου ΠΕΘ με αριθμ. πρωτ. 144/2-9-2008. Ανακτήθηκε 23-9-2008 από http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=252&Itemid=118
43. Ο Α­δα­μά­ντιος Κο­ρα­ής δη­μο­σί­ευ­σε την Α­δελ­φι­κή Δι­δα­σκα­λί­α στο Πα­ρί­σι το 1798. Βλ. Α. Κο­ρα­η, Ἀδελ­φικὴ Δι­δα­σκα­λί­α. Πρὸς τοὺς εὑρι­σκο­μέ­νους κατὰ πά­σαν τὴν Ὀθω­μα­νικὴν Ἐπι­κρά­τειαν Γραι­κούς, ἐπιμ. Γ. Βα­λέ­τα, ἐκ­δ. Πη­γή, Ἀθή­να 1949.
44. Βλ. Στ. Γιαγκαζογλου, «Τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καὶ τὸ ζήτημα τῆς ἀπαλ­λαγῆς», Ἐκκλησία ΠΕ´ (2008), σελ. 706-713, εδώ: σελ. 710.
45.Βλ. Γ. Μεταλληνου, «Το μάθημα των Θρησκευτικών η ουσία και η εθνική σημασία του» Ανακτήθηκε 4-4-2008 από http://thriskeftika.blogspot.com/2009/02/blog-post_7358.html.
46.Βλ. Αθ. Στογιαννιδη, Μεταμοντέρνο και ορθόδοξη χριστιανική αγωγή. Ένας διάλογος με τους Jean – Franaçois Lyotard, Wofgang Welsch και Gianni Vatimo, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 163.
47.Ό.π., σελ. 162.
48. Στ. Γιαγκαζογλου, «Η θεολογία της ετερότητας και το θρησκευτικό μάθημα στην Ελλάδα. Διαπολιτισμικές δυνατότητες και προοπτικές».
49. Βλ. Δ. Λιαππα, Διαλογική ἐπικοινωνία καί παιδαγωγική ἀγάπη στό σύγχρονο σχολεῖο, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2007.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)