ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΔΙΑΛΟΓΟΝ ΜΕΤΑΞΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΥ
Παρέμβασις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου εις την Ιεραρχίαν της Εκκλησιας της Ελλάδος, που κατετέθη εις τα Πρακτικά της Συνόδου.
ΤΟ ΘΕΜΑ της συμμετοχής της Εκκλησίας μας στον διάλογο μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και «Ρωμαιοκαθολικής», αλλά κυρίως του τρόπου με τον οποίον συμμετέχει είναι μεγάλο, όμως εδώ θα αρκεσθώ να παρουσιάσω συνοπτικά μερικές απόψεις.
1. Ο διάλογος είναι αναγκαίος να γίνεται,........
αλλά με τις αναγκαίες θεολογικές, εκκλησιολογικές και κανονικές προϋποθέσεις. Δηλαδή, η Εκκλησία δεν πρέπει εν ονόματι του διαλόγου να αρνείται την θεολογία της, την εκκλησιολογία της και το κανονικό της δίκαιο.
2. Καίτοι υπάρχουν εκκρεμή θέματα, όπως το θέμα της Ουνίας, καθώς επίσης και άλλα βασικά θεολογικά θέματα, όπως η διδασκαλία του actus purus, που σαφέστατα επηρεάζει την όλη θεολογία (filioque) και εκκλησιολογία του Παπισμού, εν τούτοις μπορεί να συζητηθή το θέμα της σχέσεως μεταξύ πρωτείου και συνοδικότητος, δεδομένου ότι ήταν ένα βασικό θέμα, που απησχόλησε την πρώτη χιλιετία.
Θεωρώ ότι η σταδιακή απόσχιση της Παλαιάς Ρώμης από τα Πατριαρχεία της Ανατολής, άρχισε από το πρωτείο του Πάπα στην Εκκλησία, και αργότερα από τους Φράγκους επεβλήθη στην θεολογία της Παλαιάς Ρώμης το filioque. Δηλαδή, ο Πάπας ποτέ δεν μπόρεσε να συμβιβασθή με τα ίσα πρεσβεία τιμής, που απεδόθησαν από την Δ/ Οικουμενική Σύνοδο στον Επίσκοπο της Νέας Ρώμης.
3. Καίτοι ο διάλογος για την σχέση μεταξύ συνοδικότητος και πρωτείου είναι σημαντικός και μέσα από το πρίσμα αυτό θεωρείται ότι θα προχωρήσουν και σε άλλα ζητήματα, εν τούτοις υφίστανται μερικά προβλήματα, τα οποία πρέπει να επισημανθούν.
Πρώτον. Ο τρόπος με τον οποίο συμμετέχει η Εκκλησία μας στον διάλογο δεν είναι ο κατάλληλος. Γίνεται με άκρα μυστικότητα. Τα κείμενα, που υπογράφονται από τις έως τώρα συναντήσεις (Μόναχο, Μπάρι, Νέο Βάλαμο, Ραβέννα) και από τους εκπροσώπους της Εκκλησίας μας είναι προβληματικός. Ποτέ δεν έγινε συζήτηση στην Ιεραρχία, για το ποια πρέπει να είναι η στάση των εκπροσώπων μας στις συναντήσεις αυτές και ποτέ τα κείμενα δεν συζητήθηκαν στην Ιεραρχία μετά την υπογραφή τους. Οπότε, δεν λειτουργεί το Συνοδικό πολίτευμα στο σημείο αυτό. Οι Ιεράρχες, που είμαστε εκφραστές και θεματοφύλακες της πίστεως παραμένουμε στο περιθώριο, στο «σκοτάδι».
Δεύτερον. Οι δηλώσεις, που γίνονται από Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς εκπροσώπους δείχνουν την προβληματικότητα, γιατί φανερώνουν ότι υπάρχει μια προσπάθεια να επέλθη η «ένωση των Εκκλησιών» όχι με ξεκάθαρο τρόπο. Υπάρχουν αυτές οι δηλώσεις, οι οποίες αν χρειασθή μπορεί να μνημονευθούν.
Τρίτον. Στην Α/ χιλιετία αντιμετωπίσθηκε από πλευράς Ορθοδόξου Εκκλησίας το θέμα των πρεσβείων του Πάπα της Ρώμης.
Αυτό έγινε στην Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου (879 – 880 μ.Χ.), η οποία από πολλούς Ορθοδόξους θεωρείται ως Η/ Οικουμενική Σύνοδος. Στην Σύνοδο αυτή παρουσιάσθηκαν τα δύο είδη εκκλησιολογίας, ήτοι της Παπικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης Φώτιος ανεγνώριζε τα πρεσβεία τιμής στον Πάπα, αλλά μέσα σε ορθόδοξα εκκλησιολογικά πλαίσια, ότι ο Πάπας έχει μόνον τα πρεσβεία τιμής μέσα στην Εκκλησία και δεν μπορεί να τεθή υπεράνω της Εκκλησίας. Επομένως, στην συζήτηση, που γίνεται για το πρωτείο του Πάπα πρέπει να ληφθή σοβαρά υπ όψη η απόφαση της Συνόδου αυτής. Βέβαια, στην Σύνοδο αυτή μαζί με το πρωτείο συζητήθηκε και το filioque, οπότε όταν συζητούμε σήμερα το θέμα του πρωτείου, πρέπει να το δούμε μέσα από τα πρεσβεία τιμής, όπως και την αίρεση του filioque.
Τέταρτον. Ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία το σύστημα της διοικήσεώς της είναι Συνοδικό, στην «Ρωμαιοκαθολική» το σύστημα της διοικήσεως είναι «παποκεντρικό». Αυτό φαίνεται σαφέστατα στις αποφάσεις της Β/ Βατικανείου Συνόδου και σε άλλα συνοδικά κείμενα, στα οποία υποστηρίζεται ότι ο Πάπας είναι «αρχηγός του συλλόγου των Επισκόπων», είναι «η πέτρα της Εκκλησίας», είναι «η αιώνια και ορατή αρχή και θεμέλιο της ενότητας, που συνδέει τόσο τους επισκόπους μεταξύ τους, ως και το πλήθος των πιστών», είναι «αντιπρόσωπος του Χριστού και ως Ποιμένας όλης της Εκκλησίας, έχει πλήρη, υπερτάτη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία, την οποία μπορεί πάντοτε ελεύθερα να ασκεί». Επίσης πρέπει να υπογραμμισθή η εκκλησιολογία του Παπισμού ότι «δεν μπορεί να υπάρξη Οικουμενική Σύνοδος αν δεν επικυρωθεί, η τουλάχιστον αν δεν γίνει δεκτή από το διάδοχο του Πέτρου».
Επομένως, η παποκεντρική αυτή αντίληψη και η υπεροχή του Πάπα και από αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους αίρει την συνοδικότητα και συνιστά μίαν άλλη εκκλησιολογία. Η άποψη των παπικών ότι οι Εκκλησίες, δηλαδή οι Ορθόδοξες, που δεν δέχονται ως αρχηγό τους τον Πάπα είναι ελλιπείς, δηλαδή έχουν ελλείψεις, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Πέμπτον. Στο σχέδιο του κειμένου, που πρόκειται να συζητηθή στην Κύπρο τον Οκτώβριο, καίτοι υπάρχουν πολλά σημαντικά σημεία, που δείχνουν το πως λειτουργούσε το πρωτείο του Πάπα στην πρώτη χιλιετία, εν τούτοις δεν θίγεται καθόλου η σχέση μεταξύ του πρωτείου του πάπα και των Οικουμενικών Συνόδων. Ένα κείμενο, που δεν έχει καθαρότητα σκέψεως δεν μπορεί να επικρατήση και να βοηθήση για την επανένταξη των αποσχισθέντων στην Καθολική Εκκλησία.
Έκτον. Είναι γεγονός ότι το βασικό πρόβλημα του Πάπα είναι ότι δεν αποδέχθηκε ουσιαστικά ποτέ τον 28ο Κανόνα της Δ/ Οικουμενικής Συνόδου, που έδιδε ίσα πρεσβεία τιμής στην Εκκλησία της Νέας Ρώμης και το δικαίωμα να χειροτονή Επισκόπους στις βαρβαρικές χώρες. Αυτό αποδεικνύεται και από το ότι σε καμμία Οικουμενική Σύνοδο δεν παρέστη ο Πάπας, παρά μόνον αντιπρόσωποί του.
Έβδομον. Όταν μελετήση κανείς προσεκτικά τα κείμενα των προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών διαπιστώνει ότι ναί μεν συμφωνούν για την συνέχιση του διαλόγου, αλλά θέτουν σαφείς προϋποθέσεις, όπως για παράδειγμα να καταδικασθή απεριφράστως η Ουνία και δια του πρωτείου να προχωρήση ο διάλογος και σε άλλα ουσιαστικά θεολογικά ζητήματα.
Όγδοον. Από την συνάντηση της Ραβέννας αποχώρησε το Πατριαρχείο Μόσχας με αφορμή την παρουσία του Αρχιεπισκόπου Εσθονίας και επομένως δεν υπέγραψε το κείμενο, όπως δεν το υπέγραψε και το Πατριαρχείο Γεωργίας. Πρέπει να αναζητηθούν οι αποφάσεις των άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών πάνω στο κείμενο της Ραβέννας.
Ύστερα απ όλα αυτά, προτείνω να δίδεται κατεύθυνση στους εκπροσώπους μας, μετά από συζήτηση και απόφαση στην Ιεραρχία, για το τι θα υποστηρίξουν κατά τον διάλογο και μετά την υπογραφή των κειμένων να γίνεται συζήτηση στην Ιεραρχία. Συγχρόνως να δηλωθή σαφέστατα ότι, εάν οι εκπρόσωποί μας υπογράψουν ένα κείμενο, που είναι έξω από τις κατευθυντήριες γραμμές, που θα τους δοθούν από την Εκκλησία, τότε αυτό το κείμενο δεν δεσμεύει την Εκκλησία μας.
_____________________________________________
MITROPOLITUL IEROTHEOS VLAHOS DENUNŢĂ TRASEELE SUBTERANE ALE ECUMENIŞTILOR
1. Ο διάλογος είναι αναγκαίος να γίνεται,........
αλλά με τις αναγκαίες θεολογικές, εκκλησιολογικές και κανονικές προϋποθέσεις. Δηλαδή, η Εκκλησία δεν πρέπει εν ονόματι του διαλόγου να αρνείται την θεολογία της, την εκκλησιολογία της και το κανονικό της δίκαιο.
2. Καίτοι υπάρχουν εκκρεμή θέματα, όπως το θέμα της Ουνίας, καθώς επίσης και άλλα βασικά θεολογικά θέματα, όπως η διδασκαλία του actus purus, που σαφέστατα επηρεάζει την όλη θεολογία (filioque) και εκκλησιολογία του Παπισμού, εν τούτοις μπορεί να συζητηθή το θέμα της σχέσεως μεταξύ πρωτείου και συνοδικότητος, δεδομένου ότι ήταν ένα βασικό θέμα, που απησχόλησε την πρώτη χιλιετία.
Θεωρώ ότι η σταδιακή απόσχιση της Παλαιάς Ρώμης από τα Πατριαρχεία της Ανατολής, άρχισε από το πρωτείο του Πάπα στην Εκκλησία, και αργότερα από τους Φράγκους επεβλήθη στην θεολογία της Παλαιάς Ρώμης το filioque. Δηλαδή, ο Πάπας ποτέ δεν μπόρεσε να συμβιβασθή με τα ίσα πρεσβεία τιμής, που απεδόθησαν από την Δ/ Οικουμενική Σύνοδο στον Επίσκοπο της Νέας Ρώμης.
3. Καίτοι ο διάλογος για την σχέση μεταξύ συνοδικότητος και πρωτείου είναι σημαντικός και μέσα από το πρίσμα αυτό θεωρείται ότι θα προχωρήσουν και σε άλλα ζητήματα, εν τούτοις υφίστανται μερικά προβλήματα, τα οποία πρέπει να επισημανθούν.
Πρώτον. Ο τρόπος με τον οποίο συμμετέχει η Εκκλησία μας στον διάλογο δεν είναι ο κατάλληλος. Γίνεται με άκρα μυστικότητα. Τα κείμενα, που υπογράφονται από τις έως τώρα συναντήσεις (Μόναχο, Μπάρι, Νέο Βάλαμο, Ραβέννα) και από τους εκπροσώπους της Εκκλησίας μας είναι προβληματικός. Ποτέ δεν έγινε συζήτηση στην Ιεραρχία, για το ποια πρέπει να είναι η στάση των εκπροσώπων μας στις συναντήσεις αυτές και ποτέ τα κείμενα δεν συζητήθηκαν στην Ιεραρχία μετά την υπογραφή τους. Οπότε, δεν λειτουργεί το Συνοδικό πολίτευμα στο σημείο αυτό. Οι Ιεράρχες, που είμαστε εκφραστές και θεματοφύλακες της πίστεως παραμένουμε στο περιθώριο, στο «σκοτάδι».
Δεύτερον. Οι δηλώσεις, που γίνονται από Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς εκπροσώπους δείχνουν την προβληματικότητα, γιατί φανερώνουν ότι υπάρχει μια προσπάθεια να επέλθη η «ένωση των Εκκλησιών» όχι με ξεκάθαρο τρόπο. Υπάρχουν αυτές οι δηλώσεις, οι οποίες αν χρειασθή μπορεί να μνημονευθούν.
Τρίτον. Στην Α/ χιλιετία αντιμετωπίσθηκε από πλευράς Ορθοδόξου Εκκλησίας το θέμα των πρεσβείων του Πάπα της Ρώμης.
Αυτό έγινε στην Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου (879 – 880 μ.Χ.), η οποία από πολλούς Ορθοδόξους θεωρείται ως Η/ Οικουμενική Σύνοδος. Στην Σύνοδο αυτή παρουσιάσθηκαν τα δύο είδη εκκλησιολογίας, ήτοι της Παπικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης Φώτιος ανεγνώριζε τα πρεσβεία τιμής στον Πάπα, αλλά μέσα σε ορθόδοξα εκκλησιολογικά πλαίσια, ότι ο Πάπας έχει μόνον τα πρεσβεία τιμής μέσα στην Εκκλησία και δεν μπορεί να τεθή υπεράνω της Εκκλησίας. Επομένως, στην συζήτηση, που γίνεται για το πρωτείο του Πάπα πρέπει να ληφθή σοβαρά υπ όψη η απόφαση της Συνόδου αυτής. Βέβαια, στην Σύνοδο αυτή μαζί με το πρωτείο συζητήθηκε και το filioque, οπότε όταν συζητούμε σήμερα το θέμα του πρωτείου, πρέπει να το δούμε μέσα από τα πρεσβεία τιμής, όπως και την αίρεση του filioque.
Τέταρτον. Ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία το σύστημα της διοικήσεώς της είναι Συνοδικό, στην «Ρωμαιοκαθολική» το σύστημα της διοικήσεως είναι «παποκεντρικό». Αυτό φαίνεται σαφέστατα στις αποφάσεις της Β/ Βατικανείου Συνόδου και σε άλλα συνοδικά κείμενα, στα οποία υποστηρίζεται ότι ο Πάπας είναι «αρχηγός του συλλόγου των Επισκόπων», είναι «η πέτρα της Εκκλησίας», είναι «η αιώνια και ορατή αρχή και θεμέλιο της ενότητας, που συνδέει τόσο τους επισκόπους μεταξύ τους, ως και το πλήθος των πιστών», είναι «αντιπρόσωπος του Χριστού και ως Ποιμένας όλης της Εκκλησίας, έχει πλήρη, υπερτάτη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία, την οποία μπορεί πάντοτε ελεύθερα να ασκεί». Επίσης πρέπει να υπογραμμισθή η εκκλησιολογία του Παπισμού ότι «δεν μπορεί να υπάρξη Οικουμενική Σύνοδος αν δεν επικυρωθεί, η τουλάχιστον αν δεν γίνει δεκτή από το διάδοχο του Πέτρου».
Επομένως, η παποκεντρική αυτή αντίληψη και η υπεροχή του Πάπα και από αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους αίρει την συνοδικότητα και συνιστά μίαν άλλη εκκλησιολογία. Η άποψη των παπικών ότι οι Εκκλησίες, δηλαδή οι Ορθόδοξες, που δεν δέχονται ως αρχηγό τους τον Πάπα είναι ελλιπείς, δηλαδή έχουν ελλείψεις, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Πέμπτον. Στο σχέδιο του κειμένου, που πρόκειται να συζητηθή στην Κύπρο τον Οκτώβριο, καίτοι υπάρχουν πολλά σημαντικά σημεία, που δείχνουν το πως λειτουργούσε το πρωτείο του Πάπα στην πρώτη χιλιετία, εν τούτοις δεν θίγεται καθόλου η σχέση μεταξύ του πρωτείου του πάπα και των Οικουμενικών Συνόδων. Ένα κείμενο, που δεν έχει καθαρότητα σκέψεως δεν μπορεί να επικρατήση και να βοηθήση για την επανένταξη των αποσχισθέντων στην Καθολική Εκκλησία.
Έκτον. Είναι γεγονός ότι το βασικό πρόβλημα του Πάπα είναι ότι δεν αποδέχθηκε ουσιαστικά ποτέ τον 28ο Κανόνα της Δ/ Οικουμενικής Συνόδου, που έδιδε ίσα πρεσβεία τιμής στην Εκκλησία της Νέας Ρώμης και το δικαίωμα να χειροτονή Επισκόπους στις βαρβαρικές χώρες. Αυτό αποδεικνύεται και από το ότι σε καμμία Οικουμενική Σύνοδο δεν παρέστη ο Πάπας, παρά μόνον αντιπρόσωποί του.
Έβδομον. Όταν μελετήση κανείς προσεκτικά τα κείμενα των προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών διαπιστώνει ότι ναί μεν συμφωνούν για την συνέχιση του διαλόγου, αλλά θέτουν σαφείς προϋποθέσεις, όπως για παράδειγμα να καταδικασθή απεριφράστως η Ουνία και δια του πρωτείου να προχωρήση ο διάλογος και σε άλλα ουσιαστικά θεολογικά ζητήματα.
Όγδοον. Από την συνάντηση της Ραβέννας αποχώρησε το Πατριαρχείο Μόσχας με αφορμή την παρουσία του Αρχιεπισκόπου Εσθονίας και επομένως δεν υπέγραψε το κείμενο, όπως δεν το υπέγραψε και το Πατριαρχείο Γεωργίας. Πρέπει να αναζητηθούν οι αποφάσεις των άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών πάνω στο κείμενο της Ραβέννας.
Ύστερα απ όλα αυτά, προτείνω να δίδεται κατεύθυνση στους εκπροσώπους μας, μετά από συζήτηση και απόφαση στην Ιεραρχία, για το τι θα υποστηρίξουν κατά τον διάλογο και μετά την υπογραφή των κειμένων να γίνεται συζήτηση στην Ιεραρχία. Συγχρόνως να δηλωθή σαφέστατα ότι, εάν οι εκπρόσωποί μας υπογράψουν ένα κείμενο, που είναι έξω από τις κατευθυντήριες γραμμές, που θα τους δοθούν από την Εκκλησία, τότε αυτό το κείμενο δεν δεσμεύει την Εκκλησία μας.
_____________________________________________
MITROPOLITUL IEROTHEOS VLAHOS DENUNŢĂ TRASEELE SUBTERANE ALE ECUMENIŞTILOR
PARTICIPAREA BISERICII NOASTRE
LA DIALOGUL
DINTRE BISERICA ORTODOXĂ ŞI PAPISM
LA DIALOGUL
DINTRE BISERICA ORTODOXĂ ŞI PAPISM
- Intervenţia Înaltpreasfinţitului Ierotheos, Mitropolit de Navpaktos şi Aghios Vlasios în cadrul Ierarhiei Bisericii Eladei, care a fost expusă în Actele Sinodului -
Tema participării Bisericii noastre la Dialogul dintre Biserica Ortodoxă şi “cea romano-catolică”, dar mai ales a modului în care participă este vastă, însă aici mă voi limita doar la a prezenta în rezumat câteva puncte de vedere:
1. Dialogul este necesar, dar cu indispensabilele condiţii teologice, eclesiologice şi canonice. Adică: Biserica nu trebuie ca în numele dialogului să se lepede de teologia ei, de eclesiologia şi de Dreptul ei canonic.
2. Chiar dacă există teme în suspans, precum tema Uniaţiei, precum şi alte teme teologice de bază, precum învăţătura despre “actus purus”, care influenţează foarte vizibil întreaga teologie (“Filioque”) şi eclesiologie a papismului, cu toate acestea se poate dezbate tema raportului dintre primat şi sinodalitate, dat fiind că a fost o temă de bază, care a preocupat primul mileniu. Consider că îndepărtarea treptată a Romei celei Vechi de către Patriarhiile Răsăritului, a început cu primatul papei în Biserică, iar mai târziu cu introducerea “Filioque-lui” de către franci în teologia Romei celei Vechi. Adică: papa nu a putut accepta niciodată ca aceleaşi privilegii de onoare să fie acordate de către Sinodul al IV-lea Ecumenic episcopului Noii Rome.
3. Cu toate că dialogul referitor la raportul dintre sinodalitate şi primat este important şi că prin prisma acestuia se consideră că se va înainta şi la alte chestiuni, cu toate acestea există câteva probleme care trebuie semnalate.
I. Modul în care Biserica noastră participă la dialog nu este cel potrivit. Se face cu o extremă secretomanie. Textele care au fost semnate la Întrunirile de până acum (Monaco, Bari, Noul Valaam şi Ravenna) şi de către reprezentanţii Bisericii noastre sunt problematice. Niciodată nu a avut loc în cadrul Ierarhiei o dezbatere referitoare la chestiunea: Care ar trebui să fie poziţia reprezentanţilor noştri în cadrul acestor întruniri? Şi niciodată textele nu au fost dezbătute în cadrul Ierarhiei după ce au fost semnate. Înseamnă că în acest punct nu funcţionează sistemul sinodal. Noi, ierarhii, ca interpreţi şi păzitori ai Credinţei, suntem abandonaţi la periferie, în “întuneric”.
II. Declaraţiile făcute de către reprezentanţii ortodocşi şi romano-catolici arată problematizarea, pentru că demonstrează că există o încercare de a impune “unirea bisericilor” nu într-un mod cinstit. Există aceste declaraţii, care - dacă va trebui - pot fi citate.
III. În primul mileniu Biserica Ortodoxă s-a confruntat cu tema privilegiilor papei Romei. Aceasta s-a întâmplat în cadrul Sinodului convocat de Sfântul Fotie ce Mare (879-880 d.Hr.), (sinod) care este considerat de către mulţi ortodocşi ca al VIII-lea Sinod Ecumenic. La acest sinod au fost prezentate cele două tipuri de eclesiologie, adică a “bisericii papale” şi a Bisericii Ortodoxe. Patriarhul Fotie a recunoscut privilegiile de onoare ale papei, dar în cadrul ecleziologic orthodox: papa are doar privilegii de onoare în Biserică şi nu poate să se situeze deasupra Bisericii. Prin urmare, în dezbaterea care are loc asupra primatului papal trebuie să se acorde o maximă importanţă hotărârii acestui Sinod. Desigur, în cadrul acestui Sinod, împreună cu primatul a fost dezbătut şi adaosul “Filioque”. De aceea, atunci când dezbatem astăzi tema primatului, trebuie să o considerăm în cadrul privilegiilor de onoare. La fel, cu dezbaterea ereziei “Filioque”.
IV. În timp ce în Biserica Ortodoxă sistemul ei administrativ este sinodal, în “cea romano-catolică” sistemul administrativ este “papocentric”. Aceasta se vede foarte bine din hotărârile Conciliului II Vatican şi din alte texte conciliare, în care se susţine că papa este “conducător al colegiului episcopilor”, este “piatra Bisericii”, este “conducătorul veşnic şi văzut şi temelia unităţii, care îi leagă atât pe episcopi întreolaltă, cât şi mulţimea credincioşilor”, este “reprezentantul lui Hristos şi ca păstor peste toată Biserica, are autoritate desăvârşită, supremă şi universală în Biserică, pe care o poate exercita întotdeauna liber”. De asemenea, trebuie să se sublinieze că, potrivit eclesiologiei papismului, “nu poate să existe un Sinod Ecumenic dacă nu este autorizat sau cel puţin dacă nu este acceptat de către succesorul lui Petru”.
Prin urmare, această concepţie papocentrică şi superioritatea papei chiar şi asupra Sinoadelor Ecumenice desfiinţează sinodalitatea şi constituie o altă eclesiologie. Opinia catolicilor că Bisericile, adică cele Ortodoxe, care nu-l acceptă drept conducător al lor pe papa sunt deficitare, adică au anumite lipsuri, este inacceptabilă.
V. În proiectul textului, care trebuie să se dezbată în Cipru în luna octombrie, deşi există multe puncte importante, care arată cum a funcţionat primatul papal în primul mileniu, cu toate acestea nu se atinge deloc relaţia dintre primatul papal şi Sinoadele Ecumenice. Un text, care nu are claritate în gândire nu poate să se impună şi să ajute la readucerea celor despărţiţi în Biserica Universală.
VI. Este un fapt incontestabil că problema de bază a papei este că nu a acceptat în mod esenţial Canonul 28 al Sinodului al IV-lea Ecumenic, care oferă aceleaşi privilegii de onoare Bisericii Noii Rome şi dreptul de a hirotoni episcopi pentru ţinuturile barbare. Aceasta se vede şi din faptul că la nici un Sinod Ecumenic papa nu a fost de faţă, ci doar reprezentanţii săi.
VII. Dacă cineva studiază cu atenţie textele Întâistătătorilor Bisericilor Ortodoxe îşi dă seama că aceştia pe de o parte conglăsuiesc asupra continuării dialogului, dar pe de altă parte pun condiţii clare, precum, de pildă, să fie condamnată Uniaţia fără echivoc, iar după primat dialogul să înainteze şi la alte chestiuni teologice esenţiale.
VIII. De la Întâlnirea la Ravenna Patriarhia Moscovei s-a retras pretextând prezenţa arhiepiscopului Estoniei şi prin urmare nu a semnat textul, după cum nu l-a semnat nici Patriarhia Georgiei. Trebuie să fie rediscutate hotărârile tuturor Bisericilor Ortodoxe asupra textului de la Ravenna.
După toate acestea, propun ca după o dezbatere şi o hotărâre în cadrul Ierarhiei, să se dea reprezentanţilor noştri o îndrumare, asupra a ce vor susţine în cadrul dialogului, iar după semnarea textelor să aibă loc o dezbatere în cadrul Ierarhiei. În acelaşi timp, să se declare clar că dacă reprezentanţii noştri vor semna un text, care este în afara liniilor trasate lor de către Biserică, atunci acest text Biserica noastră nu şi-l asumă.
(Textul a fost publicat în ziarul săptămânal Ορθόδοξος Τύπος, 27/11/2009 şi de către Sfânta Mănăstire Pantocrator-Melissohori de unde l-am şi preluat; traducere din greacă: ierom. Fotie)
1 σχόλιο:
Χαιρόμαστε ιδιαίτερα για τις διαπιστώσεις του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη Ναυπάκτου.
Τον παρακαλούμε εφεξής να είναι ανύστακτος στο θέμα των διαλόγων. Προπαντός ας επιτηρεί τους εν παντί αφερέγγυους εκπροσώπους της Εκκλησίας της Ελλάδος στο διάλογο με τους Παπικούς, οι οποίοι ήδη με τιςσυμπροσευχές τους παρέβησαν τις εντολές της Ιεραρχίας για να διεξάγουν το διάλογο μέσα στα κανονικά πλαίσια της πίστης μας.
Θεάρεστο φυσικά θα ήταν αν η ιεραρχία αντικαταστήσει τους ορκισμένους αυτούς οικουμενιστές με άλλους παραδοσιακούς ιεράρχες μας.
Δημοσίευση σχολίου