Αναδημοσιεύουμε ομιλία* του Οικουμενικού Πατριάρχη μας κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ που πραγματοποιήθηκε το 2005 στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, σχετικά με τον χαρακτήρα της θρησκευτικής αγωγής των μαθητών. Ο Παναγιώτατος με την ομιλία αυτή τοποθετείται σαφώς υπέρ της χριστιανικής αγωγής των μαθητών και κατά της Θρησκειολογίας.
* Το πρωτότυπο κείμενο στο πολυτονικό, είναι δημοσιευμένο στο Επίσημο Δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος “ΕΚΚΛΗΣΙΑ” έτος ΠΒ’ ,τευχ. 9 , Αθήνα Οκτώβριος 2005.
Εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου
Οι θέσεις του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου για το Μάθημα των Θρησκευτικών
Οι θέσεις του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου για το Μάθημα των Θρησκευτικών
Σας είναι γνωστόν ότι κατά τους τελευταίους χρόνους οξεία διεξάγεται συζήτησις περί της χρησιμότητας της θρησκευτικής αγωγής εις την δημοσίαν εκπαίδευσιν. Οι μεν, επικαλούμενοι την παράδοσιν του Γένους ημών και την εισφοράν της Εκκλησίας εις την διατήρησιν της πολιτιστικής ταυτότητος ημών ως και πολλά άλλα επιχειρήματα, φρονούν ότι η θρησκευτική αγωγή είναι λίαν απαραίτητος και χρήσιμος δια τους νέους και το κράτος.
Οι δε, επικαλούμενοι κυρίως την θρησκευτικήν ελευθερίαν και την λεγομένην ουδετερότητα του κράτους έναντι των θρησκειών, προτείνουν να καταργηθή τελείως η θρησκευτική αγωγή από την δημοσίαν εκπαίδευσιν ή τουλάχιστον να μετατραπή εις θρησκειολογικήν εγκυκλοπαιδικήν γνώσιν, ώστε να δύναται ο νέος εν καιρώ να επιλέξει ελευθέρως αν θα έχη θρησκευτικήν πίστιν και ποία θα είναι αυτή.
Κρίνοντες με κριτήρια τελείως αντικειμενικά, χωρίς ουδεμίαν προκατάληψιν προερχομένην εκ της εν τη Χριστιανική Εκκλησία ηγετικής θέσεως ημών, έχομεν πεισθή ότι η χριστιανική θρησκευτική αγωγή είναι χρησιμώτατον και πολυτιμότατον στοιχείον της καθόλου αγωγής του νέου.
Κατ' αρχήν, αι διεθνείς συμβάσεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών αναγνωρίζουν εις τους γονείς το δικαίωμα να δίδουν εις τα τέκνα των την προτιμωμένην από αυτούς θρησκευτικήν και φιλοσοφική αγωγήν. Ασφαλώς το δικαίωμα των αυτό δύνανται να το ασκήσουν και δια της αξιώσεως όπως και εις τα δημόσια σχολεία δίδεται η ανάλογος θρησκευτική αγωγή, ιδίως εις τας κοινωνίας εκείνας όπου τεράστιαι πληθυσμιακαί ομάδες ανήκουν εις το αυτό θρήσκευμα, διότι εις αυτάς δεν υπάρχει θρησκευτικός κατακερματισμός, προκαλών δυσχέρειας εις τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Τούτο δεν σημαίνει ότι αι δυσχέρειαι αύται, όπου τυχόν υπάρχουν, αποτελούν επαρκείς και ανεπίδεκτους υπερβάσεως λόγους, δια τους οποίους να αποκλεισθή η θρησκευτική αγωγή από τα δημόσια σχολεία, διότι με ολίγην προσπάθειαν και καλήν θέλησιν ευρίσκονται πάντοτε ικανοποιητικαί λύσεις.
Η χριστιανική θρησκευτική αγωγή συντελεί εις το να απόκτηση ο νέος ηθικάς αρχάς συμπεριφοράς. Βεβαίως πολλαί πηγαί ηθικής προτείνονται, αλλά εκείνη η οποία ασκεί την εντονωτέραν επίδρασιν εις την ψυχήν του παιδός και του νέου είναι η έχουσα ως αναφοράν της την πίστιν εις τον Θεόν της αγάπης, τον πάνσοφον και πατρικόν, ο όποιος δίδει οδηγίας συμπεριφοράς ακριβώς δια το καλόν του άνθρωπου και όχι ως εκδήλωσιν μιας αυθαιρέτου ισχυράς θελήσεως.
Αι εγκληματολογικαι στατιστικαί και αι κοινωνιολογικαί έρευναι παρέχουν πλήθος στοιχείων πειθόντων και τους πλέον δύσπιστους ότι οι στερούμενοι υγιούς χριστιανικής θρησκευτικής πίστεως και αγωγής είναι επιρρεπείς εις τας παραβάσεις και την αντικοινωνικήν συμπεριφοράν, την χρήσιν εξαρτησιογόνων ουσιών και την αποφυγήν της παραγωγικής εργασίας. Ασφαλώς η ομάς αυτή των ανθρώπων επιβαρύνει την κοινωνίαν δια τεραστίων δαπανών προστατευτικών των λοιπών μελών αυτής και αναμορφωτικών των δραστών, με επισφαλή πάντοτε αποτελέσματα. Η αρχή του προμηθείν είναι πάντοτε λυσιτελεστέρατης του επιμηθείν και, εάν δεν έχομεν προκατάληψιν κατά της χριστιανικής αγωγής, θα δεχθώμεν ότι αύτη ως μέθοδος προλήψεως αντικοινωνικών φαινομένων είναι αποδοτική.
Επομένως, και αν ακόμη προσωπικώς δεν μετέχομεν της Χριστιανικής Ορθοδόξου Πίστεως, θα πρέπει να επικροτήσωμεν την διδασκαλίαν αυτής εις τα δημόσια σχολεία, ιδία κατά το ηθικόν μέρος αυτής, διότι εξ αυτής θα προέλθουν μεγάλα κοινωνικά οφέλη, ως η μείωσις της παραβατικότητας και της εν γένει αντικοινωνικής συμπεριφοράς.
Η χριστιανική διδασκαλία, εφ' όσον είναι ανόθευτος από ανθρωπίνας παρανοήσεις, περιέχει ως βασικά στοιχεία αυτής την ελευθερίαν και την γνώσιν αφ' ενός, την αγάπην και την καταλλαγήν αφ' ετέρου και την εργασίαν και την αυτοσυγκράτησιν εκ τρίτου. Όλα δε αυτά εντάσσονται εντός ενός πλαισίου απηλλαγμένου υπερτροφικού εγωισμού και φιλοδοξίας και χρωματισμένου από σεβασμόν προς τον συνάνθρωπον και την ελευθερίαν του και από την αποφυγήν της καταχρήσεως της ισχύος των ισχυρών εις βάρος των αδυνάτων.
Πιστεύομεν ότι ουδεμία σύγχρονος πολιτισμένη κοινωνία έχει λόγους να διαφωνή δια την εμφύτευσιν αυτών των άρχων εις τους νέους αυτής δια της δημοσίας εκπαιδεύσεως.
Η Αποστολική διαπίστωσις «ου δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία» (Β' Κορ. 3,18) και η Αποστολική διακήρυξις «επ' ελευθερία εκλήθητε» (Γαλ. 5, 13), κονιορτοποιούν τους αντίλογους εκείνων, οι όποιοι ισχυρίζονται ότι η Ορθόδοξος Χριστιανική Πίστις περιορίζει την ελευθερίαν του ατόμου. Άλλα ελευθερία είναι η απεξάρτησις από τας άλογους επιθυμίας του ατόμου και η δυνατότης αυτοελέγχου δια της χρήσεως του κυβερνήτου νου και όχι η καταναγκαστική ψυχολογικώς υπόκυψις εις τας οιασδήποτε ορμεμφύτους και ενστικτώδεις παρορμήσεις. Η σοφία των Αγίων έχει επιγραμματικώς διακηρύξει την αλήθειαν ότι «ω γαρ τις ήττηται, τούτω και δεδούλωται» (Β' Πέτρ. 2, 20). Αυτό σημαίνει ότι η ήττα απέναντι εις την επιθυμίαν δεν αποτελεί πράξιν ελευθερίας, ως εσφαλμένως νομίζεται υπό πολλών, αλλά υποδούλωσιν εις το πάθος, ήτοι την ψυχικήν ανελευθερίαν.
Υπό την έννοιαν ταύτην η χριστιανική αγωγή είναι όντως αγωγή ελευθερίας, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα υπό τίνων, θεωρούντων τας ηθικάς επιταγάς ως φραγμούς κατά της ελευθερίας, είναι εσφαλμένα και οφείλονται εις την παρανόησιν της εννοίας της διαρκούς ελευθερίας, εν αντιβολή προς την έννοιαν της στιγμιαίας ελευθερίας. Διότι, πράγματι, πάς άνθρωπος είναι ελεύθερος να επιλέξη την δουλείαν, άλλ' αφ' ης στιγμής επιλέξη ταύτην χάνει μονίμως πλέον την ελευθερίαν του. Αντιθέτως, εκείνος ο όποιος αρνείται να δουλωθή, πράττει εξ ίσου ελευθέρως με εκείνον ο όποιος προτιμά την δουλείαν, με την διαφοράν ότι ευρίσκεται διαρκώς εν εγρηγόρσει και εν αγώνι διατηρήσεως της ελευθερίας του, διότι η ελευθερία είναι αγαθόν διαρκές, κινδύνευαν διαρκώς και χρήζον διαφυλάξεως διαρκούς. Η εφ' άπαξ κατανάλωσις της ελευθερίας οδηγεί εις την μόνιμον δουλείαν, οιονδήποτε κατ' ευφημισμόν όνομα δήθεν ελευθέρου και αν δίδεται εις την κατάστασιν του πνευματικώς δούλου.
Επί πλέον, η Ορθόδοξος Χριστιανική αντίληψις περί της ελευθερίας, η οποία στηρίζεται εις τον λόγον του Ιησού Χριστού «γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθέρωση υμάς» (Ίωάν. 8,32), συνδυάζει κατά τρόπον εναργή την γνώσιν της αληθείας προς την ελευθερίαν και ενθυμίζει τον ποιητήν, ο οποίος είπεν ότι «συλλογάται σωστά, οποίος συλλογάται ελεύθερα», υπό την έννοιαν ότι γνώσις της αληθείας και κρίσις περί αυτής και ελευθερία του πνεύματος από προκαταλήψεις είναι, έννοιαι σύστοιχοι και συνυπάρχουσαι. Αυτό αποκαλύπτει την μεγάλην σημασίαν την οποίαν αποδίδει η Ορθόδοξος Εκκλησία εις την γνώσιν της αληθείας και την μεγάλην πλάνην εκείνων, οι όποιοι ισχυρίζονται ότι η πίστις απορρίπτει την γνώσιν. Ισχύει το ακριβώς αντίθετον. Ο Χριστός χαίρει ερευνώμενος, ως λέγει τροπάριόν τι αναφερόμενον εις την ψηλάφησιν του Θωμά, διότι όσον βαθύτερα είναι και αντικειμενικωτέρα η ερευνά τόσον σαφέστερον αποκαλύπτεται η αλήθεια της Χριστιανικής Πίστεως.
* * *
Μεταξύ των σκοπών της αγωγής περιλαμβάνεται και η διαμόρφωσις του χαρακτήρας των εκπαιδευομένων επί τη βάσει ωρισμένων προτύπων, αποδεκτών κοινωνικώς. Ατυχώς σήμερον τα προτεινόμενα πρότυπα υπό των μέσων ενημερώσεως δεν είναι οι εργάται του καλού, της επιστήμης και της αρετής, αλλά οι κερδίζοντες χρήματα, δόξαν ή φήμην και απολαύσεις. Εν τούτοις, τα πρότυπα αυτά δεν είναι τα πλέον χρήσιμα εις την κοινωνίαν, διότι εμφορούνται από υπερβολικόν ατομισμόν και καθιστούν τον εαυτόν των επίκεντρον του κόσμου. Η Χριστιανική αγωγή εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου προβάλλει υγιά πρότυπα χρήσιμα εις εαυτά και εις την κοινωνίαν. Είναι οι μεγάλοι φιλάνθρωποι, οι μεγάλοι ευεργέται, οι μεγάλοι Άγιοι, οι μεγάλοι σοφοί, αλλά και οι ταπεινοί συνάνθρωποι με την μεγάλην καρδίαν και την πολλήν αγάπην προς τον συνάνθρωπον. Η χριστιανική πίστις έχει πρότυπα δια πάσαν ηλικίαν και πάσαν μορφωτικήν και κοινωνικήν κατάστασιν, δια τα μωρά του κόσμου και δια τους σοφούς αυτού, δια τους αδυνάτους και δια τους ισχυρούς, δια τους πλουσίους και δια τους πτωχούς. Δεδομένης δε της μεγάλης επιδράσεως του παραδείγματος εις την ψυχήν των νέων και της τάσεως αυτών όπως επιλέγουν ήρωας ως πρότυπα προς μίμησιν, η τοιαύτα πρότυπα προβάλλουσα χριστιανική αγωγή, είναι χρησιμωτάτη δια την μόρφωσιν των νέων κατά μίμησιν αυτών και δια την συνακόλουθον αύξησιν του αριθμού των νέων ευεργετών της τοπικής κοινωνίας μας και της ανθρωπότητας γενικώτερον.
Μερικοί αντιλέγουν και περιορίζουν τους σκοπούς της παιδείας εις την μετάδοσιν γνώσεων χρησίμων εις την μέλλουσαν επαγγελματικήν ζωήν των νέων. Άλλ' αι γνώσεις αύται άνευ της απαραιτήτου αρετής πανουργία καθίστανται κατά τους αρχαίους. Εξ άλλου, είναι ελλιπής η στοχοθεσία του εκπαιδευτικού συστήματος όταν τούτο σκοπεύη μόνον να κατάρτιση καλούς εργαζομένους από απόψεως σχετικών επαγγελματικών γνώσεων, όχι δε και ηθικούς χρήστας αυτών των γνώσεων. Επί πλέον δε ο νέος ο οποίος εκπαιδεύεται μόνον εις το να καταστή καλός εργαζόμενος αντιμετωπίζεται μηχανιστικώς ως χρήσιμον εργαλείο εις τους μέλλοντας να μισθώσουν τας εργασιακάς ικανότητας του. Αυτό υποβαθμίζει την ανθρωπίνην υπόστασιν του, διότι μεταχειρίζεται αυτόν κατά τρόπον τελείως αντίθετον προς την αξίαν του ανθρωπίνου προσώπου, το όποιον απαιτεί να αναχθή ο νέος εις πρόσωπον εύδαιμον και ελεύθερον με ενσωματωμένα εις τον χαρακτήρα του ηθικάς αρχάς και αξίας.
Ασφαλώς ο πραγματιστικός προσανατολισμός της παιδείας προς την επαγγελματικήν κατάρτισιν των νέων δεν είναι απορριπτέος, υπό τον όρον ότι θα προσφέρεται και η προσήκουσα ανθρωπιστική και χριστιανική αγωγή, ώστε ο νέος να αποκτά μαζί με τας χρησίμους επαγγελματικάς γνώσεις και το ήθος εκείνο το όποιον θα τον προφύλαξη από τας βλαβεράς δι' αυτόν και την κοινωνίαν εκτροπάς. Πιστεύομεν δε ότι τούτο επιτυγχάνεται όταν ο νέος παιδαγωγήται «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», όταν δηλαδή γαλουχήται δια του απέραντου πλούτου της χριστιανικής εμπειρίας και ζωής. Λέγομεν δε «εμπειρίας και ζωής» δια να τονίσωμεν ότι δεν αρκεί η γνωσιολογική ενημέρωσις των νέων περί των χριστιανικών διδασκαλιών, ως γίνεται αυτή προκειμένου περί νεκρών ήδη θρησκειών ή αδιαφορών φιλοσοφικών συστημάτων, άλλ' απαιτείται εμπνευσμένη χειραγώγησις προς το ορθόδοξον ήθος και την ορθόδοξον χριστιανικήν ζωήν, ώστε η εμπειρική επαφή με αυτήν να δώση εις τον νέον την δυνατότητα της επιλογής της ή της τυχόν απορρίψεως της εν επιγνώσει του πραγματικού περιεχομένου της και όχι επί τη βάσει επιφανειακών πληροφοριών μόνο «εξ ακοής» περί του ουσιωδέστατου δια την ζωήν του και την ευδαιμονίαν του θέματος της διαμορφώσεως της πίστεως του, του χαρακτήρας και της ιεραρχήσεως των αξιών του. Σημειωτέον, ότι αι περισσότεραι επικρίσεις κατά της χριστιανικής πίστεως και ζωής προέρχονται από ελλιπείς περί αυτής εμπειρικάς γνώσεις ή από παραδείγματα ενεργειών γενομένων μεν εν ονόματι του Χριστιανισμού, τελουσών όμως εις μεγάλην αντίθεσιν προς την ορθήν χριστιανικήν διδασκαλίαν.
Αυτονόητον είναι ότι η χριστιανική διαπαιδαγώγησις πρέπει να άρχεται ήδη εις τας προσχολικάς εκπαιδευτικάς μονάδας, αι οποίαι δεν δύνανται να είναι αδιάφοροι δια την θρησκευτικήν αγωγήν, διότι αν προτιμήσουν την παράλειψιν της χριστιανικής αγωγής επικαλούμεναι το ουδετερόθρησκον κράτος, θα έχουν καταπάτηση αυτήν την ουδετερότητα υπέρ ενός αχριστιανικού ή αντιχριστιανικού μορφώματος ζωής κατά το σχήμα «ο μη ων μεθ' ημών καθ' ημών εστί».
Είναι δε παρατηρημένον ότι οι παιδαγωγοί, οι όποιοι επικαλούνται αυτήν την ουδετερότητα και ένεκα αυτής αρνούνται την χριστιανικήν αγωγήν των μικρών παιδιών, κατ' ουσίαν προχωρούν εκουσίως ή ακουσίως και ανεπιγνώστως εις αντιχριστιανικήν τοποθέτησιν και χειραγώγησιν, προς την οποίαν προσωπικώς κλίνουν. Ούτοι συνεπεία της αρνητικής στάσεως των προς την χριστιανικήν πίστιν και ζωήν απαντούν εις το έμφυτον θρησκευτικόν ερώτημα των μικρών παιδιών κατά τρόπον, ο οποίος προκαλεί εις την ψυχήν των αμφιβολίας δια την πίστιν του οικογενειακού και κοινωνικού των περιβάλλοντος, γεγονός το όποιον δεν βοηθεί αυτά εις την ψυχικήν των ισορροπίαν, διότι θέτει αυτά προώρως προ διλημμάτων πίστεως, τα όποια δεν έχουν την ωριμότητα ν' αντιμετωπίσουν. Τα διλήμματα αυτά θα εμφανισθούν φυσιολογικώς κατά την εφηβείαν και θα κριθούν κατά την φάσιν της ηλικιακής ωριμάνσεως, χωρίς να εμποδίζεται η ελευθερία του νέου ν' αποφασίση διαφορετικά από το οικογενειακόν και κοινωνικόν περιβάλλον του, εκ του γεγονότος δηλαδή ότι εμεγάλωσεν εντός της χριστιανικής πίστεως αυτού, την οποίαν είχον δικαίωμα και καθήκον οι γονείς και οι διδάσκαλοι αυτού να του μεταδώσουν.
Δια των ανωτέρω καταφαίνεται ότι εις τας πλείστας τουλάχιστον των περιπτώσεων ή ην επικαλούνται τίνες ουδετερότης του κράτους έναντι των θρησκειών μετατρέπεται, ίσως αθελήτως, εις εχθρότητα έναντι της επικρατούσης θρησκείας, διότι εμμέσως εξισώνει αυτήν προς πάσαν άλλην, ενώ η υπεροχική αξία του ορθού Χριστιανισμού είναι δεδομένη εκ του ότι ο ηθικός ανθρωπισμός και τα κινήματα ελευθερίας και δικαιοσύνης έχουν εγκολπωθή και αφομοιώσει τας πλείστας των ηθικών αρχών του ορθού Χριστιανισμού. Ο σεβασμός του προσώπου, η κατάργησις της δουλείας, η ισότης των φύλων, η φιλάνθρωπος διάθεσις, η κοινωνική πρόνοια, η καταλλαγή, η ανεξιθρησκία είναι αποτελέσματα της επικρατήσεως της ορθής χριστιανικής απόψεως περί των θεμάτων αυτών, παρ' όλον ότι κατά την ιστορικήν διαδρομήν κυρίως εις την Δύσιν πολλοί των χριστιανών ηγετών υπεστήριζαν αντιθέτους απόψεις ως δήθεν ευαγγελικάς.
Είναι άδικον ηθικώς και ανακόλουθον λογικώς να δρέπωμεν τους καρπούς του δένδρου και να μη καλλιεργώμεν, ακόμη δε χειρότερον να εκριζώνωμεν αυτό ή ν' αρνούμεθα ότι οι εν λόγω καρποί προήλθον εξ αυτού. Η παιδεία και η νουθεσία Κυρίου είναι πολλαπλώς καρποφόρος και ολιγοδάπανος, η δε κατ' αυτής πολεμική μαρτυρεί την μεγάλην αυτής αξίαν. Εάν δε συγκριθή αυτή με τα παντοειδή υποκατάστατα, δια των οποίων πληρούται ο χώρος εκ του οποίου αυτή εξοβελίζεται, φαίνεται ο εντυπωσιακός πλούτος αυτής και η άκρα πτώχεια εκείνων.
Εάν καταργήσωμεν την εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου αγωγήν της νεότητος παραχωρούμεν τον χώρον της ψυχής της, η οποία ούτως ή άλλως έχει μεταφυσικάς αναζητήσεις, εις δοξασίας αλλότριας και αλλοτριωτικάς τούτο μόνον και μόνον δια να διατηρήσωμεν την ψευδεπίγραφον εικόνα του ουδετέρου θρησκευτικώς κράτους. Φρονούμεν ότι ούτε ως άνθρωποι, ούτε ως πολίται και υπεύθυνοι παιδαγωγοί έχομεν το δικαίωμα να παραδώσωμεν την νεότητα μας εις παραθρησκευτικάς δοξασίας, προς τας οποίας μοιραίως ρέπει όταν δεν ενημερώνεται επαρκώς δια την χριστιανικήν αλήθειαν. Η εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου αγωγή των νέων είναι καθήκον μας, το όποιον αποβλέπει εις την ωφέλειαν αυτών των ιδίων και όχι άλλου τινός.
Και επειδή αγαπώμεν τα τέκνα μας οφείλομεν να δώσωμεν εις αυτά τον καλλίτερον διαθέσιμον πνευματικόν εξοπλισμόν, ο όποιος θα τα βοηθήση εις την ζωήν των. Αυτής είναι η παιδεία και νουθεσία Κυρίου, η οποία επιγραμματικώς ανακεφαλαιούται εις τας ολίγας λέξεις του Θεανθρώπου: «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς».
Η αλήθεια περί της χριστιανικής πίστεως και ζωής δεν πρέπει να κρύπτεται από τους νέους.
* * *
Σάς ευχαριστούμεν δια την προσοχήν σας και την αγάπην σας.
Οι δε, επικαλούμενοι κυρίως την θρησκευτικήν ελευθερίαν και την λεγομένην ουδετερότητα του κράτους έναντι των θρησκειών, προτείνουν να καταργηθή τελείως η θρησκευτική αγωγή από την δημοσίαν εκπαίδευσιν ή τουλάχιστον να μετατραπή εις θρησκειολογικήν εγκυκλοπαιδικήν γνώσιν, ώστε να δύναται ο νέος εν καιρώ να επιλέξει ελευθέρως αν θα έχη θρησκευτικήν πίστιν και ποία θα είναι αυτή.
Κρίνοντες με κριτήρια τελείως αντικειμενικά, χωρίς ουδεμίαν προκατάληψιν προερχομένην εκ της εν τη Χριστιανική Εκκλησία ηγετικής θέσεως ημών, έχομεν πεισθή ότι η χριστιανική θρησκευτική αγωγή είναι χρησιμώτατον και πολυτιμότατον στοιχείον της καθόλου αγωγής του νέου.
Κατ' αρχήν, αι διεθνείς συμβάσεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών αναγνωρίζουν εις τους γονείς το δικαίωμα να δίδουν εις τα τέκνα των την προτιμωμένην από αυτούς θρησκευτικήν και φιλοσοφική αγωγήν. Ασφαλώς το δικαίωμα των αυτό δύνανται να το ασκήσουν και δια της αξιώσεως όπως και εις τα δημόσια σχολεία δίδεται η ανάλογος θρησκευτική αγωγή, ιδίως εις τας κοινωνίας εκείνας όπου τεράστιαι πληθυσμιακαί ομάδες ανήκουν εις το αυτό θρήσκευμα, διότι εις αυτάς δεν υπάρχει θρησκευτικός κατακερματισμός, προκαλών δυσχέρειας εις τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Τούτο δεν σημαίνει ότι αι δυσχέρειαι αύται, όπου τυχόν υπάρχουν, αποτελούν επαρκείς και ανεπίδεκτους υπερβάσεως λόγους, δια τους οποίους να αποκλεισθή η θρησκευτική αγωγή από τα δημόσια σχολεία, διότι με ολίγην προσπάθειαν και καλήν θέλησιν ευρίσκονται πάντοτε ικανοποιητικαί λύσεις.
Η χριστιανική θρησκευτική αγωγή συντελεί εις το να απόκτηση ο νέος ηθικάς αρχάς συμπεριφοράς. Βεβαίως πολλαί πηγαί ηθικής προτείνονται, αλλά εκείνη η οποία ασκεί την εντονωτέραν επίδρασιν εις την ψυχήν του παιδός και του νέου είναι η έχουσα ως αναφοράν της την πίστιν εις τον Θεόν της αγάπης, τον πάνσοφον και πατρικόν, ο όποιος δίδει οδηγίας συμπεριφοράς ακριβώς δια το καλόν του άνθρωπου και όχι ως εκδήλωσιν μιας αυθαιρέτου ισχυράς θελήσεως.
Αι εγκληματολογικαι στατιστικαί και αι κοινωνιολογικαί έρευναι παρέχουν πλήθος στοιχείων πειθόντων και τους πλέον δύσπιστους ότι οι στερούμενοι υγιούς χριστιανικής θρησκευτικής πίστεως και αγωγής είναι επιρρεπείς εις τας παραβάσεις και την αντικοινωνικήν συμπεριφοράν, την χρήσιν εξαρτησιογόνων ουσιών και την αποφυγήν της παραγωγικής εργασίας. Ασφαλώς η ομάς αυτή των ανθρώπων επιβαρύνει την κοινωνίαν δια τεραστίων δαπανών προστατευτικών των λοιπών μελών αυτής και αναμορφωτικών των δραστών, με επισφαλή πάντοτε αποτελέσματα. Η αρχή του προμηθείν είναι πάντοτε λυσιτελεστέρατης του επιμηθείν και, εάν δεν έχομεν προκατάληψιν κατά της χριστιανικής αγωγής, θα δεχθώμεν ότι αύτη ως μέθοδος προλήψεως αντικοινωνικών φαινομένων είναι αποδοτική.
Επομένως, και αν ακόμη προσωπικώς δεν μετέχομεν της Χριστιανικής Ορθοδόξου Πίστεως, θα πρέπει να επικροτήσωμεν την διδασκαλίαν αυτής εις τα δημόσια σχολεία, ιδία κατά το ηθικόν μέρος αυτής, διότι εξ αυτής θα προέλθουν μεγάλα κοινωνικά οφέλη, ως η μείωσις της παραβατικότητας και της εν γένει αντικοινωνικής συμπεριφοράς.
Η χριστιανική διδασκαλία, εφ' όσον είναι ανόθευτος από ανθρωπίνας παρανοήσεις, περιέχει ως βασικά στοιχεία αυτής την ελευθερίαν και την γνώσιν αφ' ενός, την αγάπην και την καταλλαγήν αφ' ετέρου και την εργασίαν και την αυτοσυγκράτησιν εκ τρίτου. Όλα δε αυτά εντάσσονται εντός ενός πλαισίου απηλλαγμένου υπερτροφικού εγωισμού και φιλοδοξίας και χρωματισμένου από σεβασμόν προς τον συνάνθρωπον και την ελευθερίαν του και από την αποφυγήν της καταχρήσεως της ισχύος των ισχυρών εις βάρος των αδυνάτων.
Πιστεύομεν ότι ουδεμία σύγχρονος πολιτισμένη κοινωνία έχει λόγους να διαφωνή δια την εμφύτευσιν αυτών των άρχων εις τους νέους αυτής δια της δημοσίας εκπαιδεύσεως.
Η Αποστολική διαπίστωσις «ου δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία» (Β' Κορ. 3,18) και η Αποστολική διακήρυξις «επ' ελευθερία εκλήθητε» (Γαλ. 5, 13), κονιορτοποιούν τους αντίλογους εκείνων, οι όποιοι ισχυρίζονται ότι η Ορθόδοξος Χριστιανική Πίστις περιορίζει την ελευθερίαν του ατόμου. Άλλα ελευθερία είναι η απεξάρτησις από τας άλογους επιθυμίας του ατόμου και η δυνατότης αυτοελέγχου δια της χρήσεως του κυβερνήτου νου και όχι η καταναγκαστική ψυχολογικώς υπόκυψις εις τας οιασδήποτε ορμεμφύτους και ενστικτώδεις παρορμήσεις. Η σοφία των Αγίων έχει επιγραμματικώς διακηρύξει την αλήθειαν ότι «ω γαρ τις ήττηται, τούτω και δεδούλωται» (Β' Πέτρ. 2, 20). Αυτό σημαίνει ότι η ήττα απέναντι εις την επιθυμίαν δεν αποτελεί πράξιν ελευθερίας, ως εσφαλμένως νομίζεται υπό πολλών, αλλά υποδούλωσιν εις το πάθος, ήτοι την ψυχικήν ανελευθερίαν.
Υπό την έννοιαν ταύτην η χριστιανική αγωγή είναι όντως αγωγή ελευθερίας, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα υπό τίνων, θεωρούντων τας ηθικάς επιταγάς ως φραγμούς κατά της ελευθερίας, είναι εσφαλμένα και οφείλονται εις την παρανόησιν της εννοίας της διαρκούς ελευθερίας, εν αντιβολή προς την έννοιαν της στιγμιαίας ελευθερίας. Διότι, πράγματι, πάς άνθρωπος είναι ελεύθερος να επιλέξη την δουλείαν, άλλ' αφ' ης στιγμής επιλέξη ταύτην χάνει μονίμως πλέον την ελευθερίαν του. Αντιθέτως, εκείνος ο όποιος αρνείται να δουλωθή, πράττει εξ ίσου ελευθέρως με εκείνον ο όποιος προτιμά την δουλείαν, με την διαφοράν ότι ευρίσκεται διαρκώς εν εγρηγόρσει και εν αγώνι διατηρήσεως της ελευθερίας του, διότι η ελευθερία είναι αγαθόν διαρκές, κινδύνευαν διαρκώς και χρήζον διαφυλάξεως διαρκούς. Η εφ' άπαξ κατανάλωσις της ελευθερίας οδηγεί εις την μόνιμον δουλείαν, οιονδήποτε κατ' ευφημισμόν όνομα δήθεν ελευθέρου και αν δίδεται εις την κατάστασιν του πνευματικώς δούλου.
Επί πλέον, η Ορθόδοξος Χριστιανική αντίληψις περί της ελευθερίας, η οποία στηρίζεται εις τον λόγον του Ιησού Χριστού «γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθέρωση υμάς» (Ίωάν. 8,32), συνδυάζει κατά τρόπον εναργή την γνώσιν της αληθείας προς την ελευθερίαν και ενθυμίζει τον ποιητήν, ο οποίος είπεν ότι «συλλογάται σωστά, οποίος συλλογάται ελεύθερα», υπό την έννοιαν ότι γνώσις της αληθείας και κρίσις περί αυτής και ελευθερία του πνεύματος από προκαταλήψεις είναι, έννοιαι σύστοιχοι και συνυπάρχουσαι. Αυτό αποκαλύπτει την μεγάλην σημασίαν την οποίαν αποδίδει η Ορθόδοξος Εκκλησία εις την γνώσιν της αληθείας και την μεγάλην πλάνην εκείνων, οι όποιοι ισχυρίζονται ότι η πίστις απορρίπτει την γνώσιν. Ισχύει το ακριβώς αντίθετον. Ο Χριστός χαίρει ερευνώμενος, ως λέγει τροπάριόν τι αναφερόμενον εις την ψηλάφησιν του Θωμά, διότι όσον βαθύτερα είναι και αντικειμενικωτέρα η ερευνά τόσον σαφέστερον αποκαλύπτεται η αλήθεια της Χριστιανικής Πίστεως.
* * *
Μεταξύ των σκοπών της αγωγής περιλαμβάνεται και η διαμόρφωσις του χαρακτήρας των εκπαιδευομένων επί τη βάσει ωρισμένων προτύπων, αποδεκτών κοινωνικώς. Ατυχώς σήμερον τα προτεινόμενα πρότυπα υπό των μέσων ενημερώσεως δεν είναι οι εργάται του καλού, της επιστήμης και της αρετής, αλλά οι κερδίζοντες χρήματα, δόξαν ή φήμην και απολαύσεις. Εν τούτοις, τα πρότυπα αυτά δεν είναι τα πλέον χρήσιμα εις την κοινωνίαν, διότι εμφορούνται από υπερβολικόν ατομισμόν και καθιστούν τον εαυτόν των επίκεντρον του κόσμου. Η Χριστιανική αγωγή εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου προβάλλει υγιά πρότυπα χρήσιμα εις εαυτά και εις την κοινωνίαν. Είναι οι μεγάλοι φιλάνθρωποι, οι μεγάλοι ευεργέται, οι μεγάλοι Άγιοι, οι μεγάλοι σοφοί, αλλά και οι ταπεινοί συνάνθρωποι με την μεγάλην καρδίαν και την πολλήν αγάπην προς τον συνάνθρωπον. Η χριστιανική πίστις έχει πρότυπα δια πάσαν ηλικίαν και πάσαν μορφωτικήν και κοινωνικήν κατάστασιν, δια τα μωρά του κόσμου και δια τους σοφούς αυτού, δια τους αδυνάτους και δια τους ισχυρούς, δια τους πλουσίους και δια τους πτωχούς. Δεδομένης δε της μεγάλης επιδράσεως του παραδείγματος εις την ψυχήν των νέων και της τάσεως αυτών όπως επιλέγουν ήρωας ως πρότυπα προς μίμησιν, η τοιαύτα πρότυπα προβάλλουσα χριστιανική αγωγή, είναι χρησιμωτάτη δια την μόρφωσιν των νέων κατά μίμησιν αυτών και δια την συνακόλουθον αύξησιν του αριθμού των νέων ευεργετών της τοπικής κοινωνίας μας και της ανθρωπότητας γενικώτερον.
Μερικοί αντιλέγουν και περιορίζουν τους σκοπούς της παιδείας εις την μετάδοσιν γνώσεων χρησίμων εις την μέλλουσαν επαγγελματικήν ζωήν των νέων. Άλλ' αι γνώσεις αύται άνευ της απαραιτήτου αρετής πανουργία καθίστανται κατά τους αρχαίους. Εξ άλλου, είναι ελλιπής η στοχοθεσία του εκπαιδευτικού συστήματος όταν τούτο σκοπεύη μόνον να κατάρτιση καλούς εργαζομένους από απόψεως σχετικών επαγγελματικών γνώσεων, όχι δε και ηθικούς χρήστας αυτών των γνώσεων. Επί πλέον δε ο νέος ο οποίος εκπαιδεύεται μόνον εις το να καταστή καλός εργαζόμενος αντιμετωπίζεται μηχανιστικώς ως χρήσιμον εργαλείο εις τους μέλλοντας να μισθώσουν τας εργασιακάς ικανότητας του. Αυτό υποβαθμίζει την ανθρωπίνην υπόστασιν του, διότι μεταχειρίζεται αυτόν κατά τρόπον τελείως αντίθετον προς την αξίαν του ανθρωπίνου προσώπου, το όποιον απαιτεί να αναχθή ο νέος εις πρόσωπον εύδαιμον και ελεύθερον με ενσωματωμένα εις τον χαρακτήρα του ηθικάς αρχάς και αξίας.
Ασφαλώς ο πραγματιστικός προσανατολισμός της παιδείας προς την επαγγελματικήν κατάρτισιν των νέων δεν είναι απορριπτέος, υπό τον όρον ότι θα προσφέρεται και η προσήκουσα ανθρωπιστική και χριστιανική αγωγή, ώστε ο νέος να αποκτά μαζί με τας χρησίμους επαγγελματικάς γνώσεις και το ήθος εκείνο το όποιον θα τον προφύλαξη από τας βλαβεράς δι' αυτόν και την κοινωνίαν εκτροπάς. Πιστεύομεν δε ότι τούτο επιτυγχάνεται όταν ο νέος παιδαγωγήται «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», όταν δηλαδή γαλουχήται δια του απέραντου πλούτου της χριστιανικής εμπειρίας και ζωής. Λέγομεν δε «εμπειρίας και ζωής» δια να τονίσωμεν ότι δεν αρκεί η γνωσιολογική ενημέρωσις των νέων περί των χριστιανικών διδασκαλιών, ως γίνεται αυτή προκειμένου περί νεκρών ήδη θρησκειών ή αδιαφορών φιλοσοφικών συστημάτων, άλλ' απαιτείται εμπνευσμένη χειραγώγησις προς το ορθόδοξον ήθος και την ορθόδοξον χριστιανικήν ζωήν, ώστε η εμπειρική επαφή με αυτήν να δώση εις τον νέον την δυνατότητα της επιλογής της ή της τυχόν απορρίψεως της εν επιγνώσει του πραγματικού περιεχομένου της και όχι επί τη βάσει επιφανειακών πληροφοριών μόνο «εξ ακοής» περί του ουσιωδέστατου δια την ζωήν του και την ευδαιμονίαν του θέματος της διαμορφώσεως της πίστεως του, του χαρακτήρας και της ιεραρχήσεως των αξιών του. Σημειωτέον, ότι αι περισσότεραι επικρίσεις κατά της χριστιανικής πίστεως και ζωής προέρχονται από ελλιπείς περί αυτής εμπειρικάς γνώσεις ή από παραδείγματα ενεργειών γενομένων μεν εν ονόματι του Χριστιανισμού, τελουσών όμως εις μεγάλην αντίθεσιν προς την ορθήν χριστιανικήν διδασκαλίαν.
Αυτονόητον είναι ότι η χριστιανική διαπαιδαγώγησις πρέπει να άρχεται ήδη εις τας προσχολικάς εκπαιδευτικάς μονάδας, αι οποίαι δεν δύνανται να είναι αδιάφοροι δια την θρησκευτικήν αγωγήν, διότι αν προτιμήσουν την παράλειψιν της χριστιανικής αγωγής επικαλούμεναι το ουδετερόθρησκον κράτος, θα έχουν καταπάτηση αυτήν την ουδετερότητα υπέρ ενός αχριστιανικού ή αντιχριστιανικού μορφώματος ζωής κατά το σχήμα «ο μη ων μεθ' ημών καθ' ημών εστί».
Είναι δε παρατηρημένον ότι οι παιδαγωγοί, οι όποιοι επικαλούνται αυτήν την ουδετερότητα και ένεκα αυτής αρνούνται την χριστιανικήν αγωγήν των μικρών παιδιών, κατ' ουσίαν προχωρούν εκουσίως ή ακουσίως και ανεπιγνώστως εις αντιχριστιανικήν τοποθέτησιν και χειραγώγησιν, προς την οποίαν προσωπικώς κλίνουν. Ούτοι συνεπεία της αρνητικής στάσεως των προς την χριστιανικήν πίστιν και ζωήν απαντούν εις το έμφυτον θρησκευτικόν ερώτημα των μικρών παιδιών κατά τρόπον, ο οποίος προκαλεί εις την ψυχήν των αμφιβολίας δια την πίστιν του οικογενειακού και κοινωνικού των περιβάλλοντος, γεγονός το όποιον δεν βοηθεί αυτά εις την ψυχικήν των ισορροπίαν, διότι θέτει αυτά προώρως προ διλημμάτων πίστεως, τα όποια δεν έχουν την ωριμότητα ν' αντιμετωπίσουν. Τα διλήμματα αυτά θα εμφανισθούν φυσιολογικώς κατά την εφηβείαν και θα κριθούν κατά την φάσιν της ηλικιακής ωριμάνσεως, χωρίς να εμποδίζεται η ελευθερία του νέου ν' αποφασίση διαφορετικά από το οικογενειακόν και κοινωνικόν περιβάλλον του, εκ του γεγονότος δηλαδή ότι εμεγάλωσεν εντός της χριστιανικής πίστεως αυτού, την οποίαν είχον δικαίωμα και καθήκον οι γονείς και οι διδάσκαλοι αυτού να του μεταδώσουν.
Δια των ανωτέρω καταφαίνεται ότι εις τας πλείστας τουλάχιστον των περιπτώσεων ή ην επικαλούνται τίνες ουδετερότης του κράτους έναντι των θρησκειών μετατρέπεται, ίσως αθελήτως, εις εχθρότητα έναντι της επικρατούσης θρησκείας, διότι εμμέσως εξισώνει αυτήν προς πάσαν άλλην, ενώ η υπεροχική αξία του ορθού Χριστιανισμού είναι δεδομένη εκ του ότι ο ηθικός ανθρωπισμός και τα κινήματα ελευθερίας και δικαιοσύνης έχουν εγκολπωθή και αφομοιώσει τας πλείστας των ηθικών αρχών του ορθού Χριστιανισμού. Ο σεβασμός του προσώπου, η κατάργησις της δουλείας, η ισότης των φύλων, η φιλάνθρωπος διάθεσις, η κοινωνική πρόνοια, η καταλλαγή, η ανεξιθρησκία είναι αποτελέσματα της επικρατήσεως της ορθής χριστιανικής απόψεως περί των θεμάτων αυτών, παρ' όλον ότι κατά την ιστορικήν διαδρομήν κυρίως εις την Δύσιν πολλοί των χριστιανών ηγετών υπεστήριζαν αντιθέτους απόψεις ως δήθεν ευαγγελικάς.
Είναι άδικον ηθικώς και ανακόλουθον λογικώς να δρέπωμεν τους καρπούς του δένδρου και να μη καλλιεργώμεν, ακόμη δε χειρότερον να εκριζώνωμεν αυτό ή ν' αρνούμεθα ότι οι εν λόγω καρποί προήλθον εξ αυτού. Η παιδεία και η νουθεσία Κυρίου είναι πολλαπλώς καρποφόρος και ολιγοδάπανος, η δε κατ' αυτής πολεμική μαρτυρεί την μεγάλην αυτής αξίαν. Εάν δε συγκριθή αυτή με τα παντοειδή υποκατάστατα, δια των οποίων πληρούται ο χώρος εκ του οποίου αυτή εξοβελίζεται, φαίνεται ο εντυπωσιακός πλούτος αυτής και η άκρα πτώχεια εκείνων.
Εάν καταργήσωμεν την εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου αγωγήν της νεότητος παραχωρούμεν τον χώρον της ψυχής της, η οποία ούτως ή άλλως έχει μεταφυσικάς αναζητήσεις, εις δοξασίας αλλότριας και αλλοτριωτικάς τούτο μόνον και μόνον δια να διατηρήσωμεν την ψευδεπίγραφον εικόνα του ουδετέρου θρησκευτικώς κράτους. Φρονούμεν ότι ούτε ως άνθρωποι, ούτε ως πολίται και υπεύθυνοι παιδαγωγοί έχομεν το δικαίωμα να παραδώσωμεν την νεότητα μας εις παραθρησκευτικάς δοξασίας, προς τας οποίας μοιραίως ρέπει όταν δεν ενημερώνεται επαρκώς δια την χριστιανικήν αλήθειαν. Η εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου αγωγή των νέων είναι καθήκον μας, το όποιον αποβλέπει εις την ωφέλειαν αυτών των ιδίων και όχι άλλου τινός.
Και επειδή αγαπώμεν τα τέκνα μας οφείλομεν να δώσωμεν εις αυτά τον καλλίτερον διαθέσιμον πνευματικόν εξοπλισμόν, ο όποιος θα τα βοηθήση εις την ζωήν των. Αυτής είναι η παιδεία και νουθεσία Κυρίου, η οποία επιγραμματικώς ανακεφαλαιούται εις τας ολίγας λέξεις του Θεανθρώπου: «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς».
Η αλήθεια περί της χριστιανικής πίστεως και ζωής δεν πρέπει να κρύπτεται από τους νέους.
* * *
Σάς ευχαριστούμεν δια την προσοχήν σας και την αγάπην σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου