ΠΛΗΣΙΟΝ ΤΩΝ ΠΑΣΧΟΝΤΩΝ
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση
Τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς πάσχοντες ἦταν ἔμπρακτο. Δὲν περιοριζόταν στὰ παρηγορητικὰ λόγια, ἀλλὰ προχωροῦσε στὴ θεραπεία τους, στὴ πλήρη ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας τους. Ἦταν πάντα στοργικὸς ἀπέναντί τους καὶ πάντα τοὺς ζητοῦσε νὰ ἐκφράσουν τὴν ἐπιθυμία τους καὶ νὰ περιγράψουν τὴν κατάστασή τους. Χαρακτηριστικὴ περίπτωση ὁ παράλυτος τῶν Ἱεροσολύμων, ποὺ ἐπὶ τριάντα ὀχτὼ χρόνια στὴν προβατικὴ κολυμβήθρα περίμενε τὴ θεραπεία του, χωρὶς ὅμως νὰ τὴν πετυχαίνει, γιατὶ μόνος του δὲν μποροῦσε νὰ μπεῖ ἔγκαιρα στὴν κολυμβήθρα. Στὴν ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ «θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;» ὁ παράλυτος ἀπάντησε μὲ τὸ συγκλονιστικὸ παράπονο: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν• ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει»......
Τόσα χρόνια περίμενε ὁ παράλυτος καὶ δὲν εἶχε βρεθεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ τοῦ συμπαρασταθεῖ, νὰ δείξει ἕνα ἐνδιαφέρον γι᾽ αὐτόν, νὰ τὸν πάρει καὶ νὰ τὸν βάλει στὴν κολυμβήθρα. Τὸ ἴδιο παρατηρεῖται ὅλες τὶς ἐποχές. Οἱ ἄνθρωποι συνήθως δὲν σκύβουν στὸν πόνο καὶ τὴ δυστυχία τῶν ἄλλων. Μένουν ἀδιάφοροι καὶ τοὺς προσπερνοῦν βιαστικά. Αὐτὸ δείχνει ἀναλγησία καὶ εἶναι ἀπαράδεκτο γιὰ τοὺς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι πρέπει νὰ ἔχουν ἀγάπη γιὰ τοὺς δυστυχεῖς καὶ νὰ τὴν ἐκδηλώνουν. Ὁ πόνος ἐκείνων πρέπει νὰ εἶναι καὶ δικός τους πόνος.
Εὔκολα ὅλοι μας μιλᾶμε γιὰ τὴν πρὸς τὸνπλησίον ἀγάπη, ἀλλὰ δύσκολα τὴν κάνουμε πράξη.Δὲν διαθέτουμε τὸν ἀνάλογο χρόνο, δὲν προσφέρουμε τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ποὺ χρειάζονται καὶ δὲν συστρατευόμαστε σὲ ἔργα φιλανθρωπίας. Συνήθως περιοριζόμαστε στὸ κέρμα, ποὺ ρίχνουμε στὸ δίσκο τοῦ φιλόπτωχου ταμείου τῆς ἐνορίας μας. Ἔτσι καθησυχάζουμε τὴ συνείδησή μας καὶ συνεχίζουμε νὰ εἴμαστε «σώφρονες» οἰκονόμοι καὶ σταθεροὶ πλεονέκτες. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀποδεικνύουμε τὴν ἀνυπαρξία μας στοὺς πονεμένους ἀδελφούς μας.
Τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς πάσχοντες ἦταν ἔμπρακτο. Δὲν περιοριζόταν στὰ παρηγορητικὰ λόγια, ἀλλὰ προχωροῦσε στὴ θεραπεία τους, στὴ πλήρη ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας τους. Ἦταν πάντα στοργικὸς ἀπέναντί τους καὶ πάντα τοὺς ζητοῦσε νὰ ἐκφράσουν τὴν ἐπιθυμία τους καὶ νὰ περιγράψουν τὴν κατάστασή τους. Χαρακτηριστικὴ περίπτωση ὁ παράλυτος τῶν Ἱεροσολύμων, ποὺ ἐπὶ τριάντα ὀχτὼ χρόνια στὴν προβατικὴ κολυμβήθρα περίμενε τὴ θεραπεία του, χωρὶς ὅμως νὰ τὴν πετυχαίνει, γιατὶ μόνος του δὲν μποροῦσε νὰ μπεῖ ἔγκαιρα στὴν κολυμβήθρα. Στὴν ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ «θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;» ὁ παράλυτος ἀπάντησε μὲ τὸ συγκλονιστικὸ παράπονο: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν• ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει»......
Τόσα χρόνια περίμενε ὁ παράλυτος καὶ δὲν εἶχε βρεθεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ τοῦ συμπαρασταθεῖ, νὰ δείξει ἕνα ἐνδιαφέρον γι᾽ αὐτόν, νὰ τὸν πάρει καὶ νὰ τὸν βάλει στὴν κολυμβήθρα. Τὸ ἴδιο παρατηρεῖται ὅλες τὶς ἐποχές. Οἱ ἄνθρωποι συνήθως δὲν σκύβουν στὸν πόνο καὶ τὴ δυστυχία τῶν ἄλλων. Μένουν ἀδιάφοροι καὶ τοὺς προσπερνοῦν βιαστικά. Αὐτὸ δείχνει ἀναλγησία καὶ εἶναι ἀπαράδεκτο γιὰ τοὺς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι πρέπει νὰ ἔχουν ἀγάπη γιὰ τοὺς δυστυχεῖς καὶ νὰ τὴν ἐκδηλώνουν. Ὁ πόνος ἐκείνων πρέπει νὰ εἶναι καὶ δικός τους πόνος.
Εὔκολα ὅλοι μας μιλᾶμε γιὰ τὴν πρὸς τὸνπλησίον ἀγάπη, ἀλλὰ δύσκολα τὴν κάνουμε πράξη.Δὲν διαθέτουμε τὸν ἀνάλογο χρόνο, δὲν προσφέρουμε τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ποὺ χρειάζονται καὶ δὲν συστρατευόμαστε σὲ ἔργα φιλανθρωπίας. Συνήθως περιοριζόμαστε στὸ κέρμα, ποὺ ρίχνουμε στὸ δίσκο τοῦ φιλόπτωχου ταμείου τῆς ἐνορίας μας. Ἔτσι καθησυχάζουμε τὴ συνείδησή μας καὶ συνεχίζουμε νὰ εἴμαστε «σώφρονες» οἰκονόμοι καὶ σταθεροὶ πλεονέκτες. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀποδεικνύουμε τὴν ἀνυπαρξία μας στοὺς πονεμένους ἀδελφούς μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου