πηγή: Ευγένιος Βούλγαρης
Γράφει ο ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
Ἦταν ἄνθρωποι ἐργαζόμενοι καὶ μάλιστα χειρωνακτικά. Ἁλιεὺς ὁ ἕνας σκηνοποιὸς ὁ ἄλλος. Ἐργαζόταν σκληρὰ καὶ ἀδιάκοπα. Ὅλη τὴ νύχτα ὁ Πέτρος (Λούκ. 5,5), ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ ὁ Παῦλος (Ἅ΄ Θέσ. 2,9-Β΄ Θέσ. 3,7-9). Κι ἐνῷ ὁ Πέτρος ἔπαυσε νὰ ἐργάζεται ὡς ἁλιεὺς ὅταν ἔγινε ἀπόστολος, ὁ Παῦλος συνέχιζε νὰ κάνει σκηνὲς καὶ νὰ τρέφει τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς συνεργάτες του καὶ ὡς ἀπόστολος. Δὲν δέχθηκε νὰ πάρει τὴν ἐλάχιστη ἀμοιβὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία οὔτε κάποια ἄλλη ἐνίσχυση γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ βιοπορισμοῦ του καὶ ἐργαζόταν γιὰ νὰ παραμένει ἀβαρὴς καὶ μὴ ἐνοχλῶν κανένα γιὰ τὸν ἐπισιτισμό του. Ποῦ εὕρισκε χρόνο, διάθεση, καὶ ἀντοχὴ μετὰ τὰ ποιμαντικὰ ξενύχτια, τὸ διαρκὲς κήρυγμα, τὶς ἀτέλειωτες προσευχές, τὶς πορεῖες, τὰ ναυάγια, τοὺς λιθοβολισμούς, τὶς μαστιγώσεις, τὶς φυλακίσεις, τοὺς κατατρεγμούς, τὶς συκοφαντίες, τὸν σκόλοπα τῆς σάρκας, τὶς νηστεῖες, τὰ δάκρυα, καὶ ὅλα τὰ συναφῆ. Μέγα θαῦμα καὶ σπάνιο παράδειγμα ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτη, ποὺ ἐν τέλει βρίσκει κάποιους μιμητές, σπανίους βέβαια........
Ἦταν ἀνάργυροι καὶ ἀφιλάργυροι. Δὲν εἶχαν χρήματα ἀλλὰ οὔτε καὶ τὴν τάση νὰ τὰ ἀποκτήσουν. «΄Ὅρος τῆς ἀφιλαργυρίας οὕτω θέλειν τὸ μὴ ἔχειν, ὡς θέλει τὶς τὸ ἔχειν» λέγει ὁ ἅγιος Διάδοχος, ἐπίσκοπος Φωτικὴς τῆς Ἠπείρου (σημερινῆς Παραμυθιᾶς-5ος αἰῶνας μ.Χ.).
Ἔτσι ὁ Παῦλος λέγει' «ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπιθύμησα' αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταὶς χρείαις μου καὶ τοὶς οὔσι μετ’ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἳ χεῖρες αὗται» (Πράξ. 20,33-34). Καὶ συμβούλευε' «ἔχοντες δὲ διατροφᾶς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα. οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεὶν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλᾶς ἀνοήτους καὶ βλαβερᾶς αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν. ρίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινὲς ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαὶς (Ἅ΄ Τῖμ. 6,8-10). Ἐπίσης ἐπαναλάμβανε τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ' «μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν» (Πράξ. 20,35) ὁ ὁποῖος ἀνήκει στὰ λεγόμενα ἄγραφα λόγια τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ σ’ αὐτὰ ποὺ δὲν τὰ ἀναφέρουν οἱ εὐαγγελιστὲς ἀλλὰ τὰ διασῴζουν ἄλλες πηγές.
Ὁ δὲ Πέτρος εὑρισκόμενος μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη πρὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος καὶ βλέποντας ἕνα χωλὸ ἐκ γενετῆς νὰ τοὺς ζητὰ ἐλεημοσύνη εἶπε τὸ γνωστό' «ἀργύριον καὶ χρυσίον οὒχ ὑπάρχει μοί' ὁ δὲ ἔχω τοῦτο σοὶ δίδωμι' ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιεπάτει» (Πράξ. 3,6). Καὶ ὁ χωλὸς ἔγινε ἀμέσως καλά. Λέγεται, ὅτι ὅταν κάποτε ἕνας πάπας ξεναγοῦσε ἕνα ἐπίσημο προσκεκλημένο του στὰ παλάτια καὶ τὰ θησαυροφυλάκια τοῦ Βατικανοῦ, εἶπε ἐπηρμένος καὶ γεμάτος κοσμικὸ φρόνημα' «Ὁ ἀπόστολος Πέτρος δὲν εἶχε αὐτὰ ποὺ ἔχω ἐγώ». Καὶ ὁ φιλοξενούμενος τοῦ εἶπε θυμόσοφα' «Ἐσὺ ὅμως δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις θαύματα οὔτε ἔχεις Ἅγιο Πνεῦμα».
Ἦταν θεόπτες. Ὁ Πέτρος εἶδε τὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ στὸ Θαβὼρ καὶ ὁ Παῦλος στὸν δρόμο πρὸς τὴν Δαμασκὸ καὶ ἄλλες φορὲς (πρβλ. Πράξ. 9ο κέφ. καὶ Β΄ Κόρ. 12ο κέφ.). Ἄξιο προσοχῆς εἶναι ὅτι ὁ Πέτρος ἂν καὶ θεόπτης, ἂν καὶ χαρισματοῦχος καὶ θαυματουργὸς καὶ πλήρης ἀγάπης πρὸς τὸ Χριστὸ ἀργότερα τὸν ἀρνήθηκε. Καὶ ὁ Παῦλος στὴν πρώτη του θεοπτία ἐπειδὴ ἦταν διώκτης τυφλώθηκε. Ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ἐπαναπαυόμαστε στὴν ἀρετὴ καὶ ἁγιότητα ποὺ τυχὸν ἔχουμε, διότι πάντοτε ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος νὰ πέσουμε' οὔτε νὰ θέλουμε νὰ τύχουμε θείων ἀποκαλύψεων καὶ δωρεῶν, ὅταν ζοῦμε μέσα στὴ πλάνη καὶ τὴν ἁμαρτία, γιατί θὰ πάθουμε κάτι κακό.
Ἡ ζωὴ τοὺς ἦταν ἕνα διαρκὲς μαρτύριο. Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς ἀρκεῖ νὰ παρουσιάσουμε μία μόνο περικοπῆ ἀπὸ τὰ ὅσα ἔγραψε ὁ Παῦλος' «ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαὶς ὑπερβαλλόντως, ἐν φυλακαὶς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις πολλάκις' ὑπὸ Ἰουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μία ἔλαβον, τρὶς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθημερὸν ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα' ὀδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις' ἐν κόπῳ καὶ μόχθω, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι' χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς μου, ἡ καθ’ ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν. τὶς ἀσθενεῖ καὶ ἐγὼ οὐκ ἀσθενῶ; τὶς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; (Β΄ Κόρ. 11,23-30).
Αὐτὸ τὸ διαρκές τους μαρτύριο ἦταν τὸ μεγαλύτερό τους παράσημο καὶ τὸ μεγαλύτερό τους ἀξίωμα. Αὐτὸ ἦταν τὸ μόνο τοὺς καύχημα. «εἰ καυχάσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι» (Β΄ Κόρ. 11,30). Καὶ στοὺς Ἐφεσίους, γράφοντάς τους γιὰ ἕνα λεπτὸ θέμα, ὁ Παῦλος παραλείπει τοὺς τίτλους τοῦ ἀποστόλου, τοῦ χαρισματούχου, τοῦ θαυματουργοῦ, τοῦ θεόπτου, τοῦ οὐρανοβάμονος, καὶ χρησιμοποιεῖ τὸν τίτλο τῆς κακοπαθείας μόνο' «παρακαλῶ οὒν ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ» (Ἐφεσ. 4,1). Γιατί αὐτὸ θεωροῦσε ὡς τὸ μεγαλύτερο ἔπαινο καὶ κατόρθωμα.
Ἔγγαμος ἦταν ὁ Πέτρος, ἄγαμος ἦταν ὁ Παῦλος. Ὅπως ἔγγαμος ἦταν ὁ Μωυσῆς καὶ ἄγαμος ὁ Ἠλίας, οἱ μεγαλύτεροι προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἐμφανίσθηκαν στὸ Θαβὼρ ἀριστερὰ καὶ δεξιά του Χριστοῦ. Τί δείχνουν ὅλα αὐτά; Ὅτι ὁ γάμος καὶ ἡ ἀγαμία εἶναι δυὸ δρόμοι ποὺ ὁδηγοῦν στὸ μαρτύριο, στὰ χαρίσματα, στὸ Θαβώρ, στὴ θέωση ὅταν βιώνονται ἐν Χριστῷ. Ἃς ἀξιοποιήσουμε λοιπὸν τοὺς θεσμοὺς αὐτοὺς πρὸς ἁγιασμὸ τῆς ὑπάρξεώς μας ἀφοῦ γι’ αὐτὸ ὑπάρχουν.
Διώκτης ὁ Παῦλος πρὶν γνωρίσει τὸν Χριστὸ καὶ ἀρνητὴς ὁ Πέτρος ἀφοῦ γνώρισε τὸν Χριστό. Μεγάλα ἐγκλήματα καὶ τὰ δυό. Μεγάλες ἁμαρτίες καὶ μεγάλες πτώσεις. Ὁ Παῦλος εἶχε τὸ δικαιολογητικό της ἀγνοίας ἐνῷ ὁ Πέτρος γνώριζε τὸν Χριστό' τὸν εἶχε δεῖ σὰν Θεὸ στὸ Θαβώρ, σὰν ποιοῦντα συνεχῶς τέρατα-σημεῖα- δυνάμεις, καὶ τὸν εἶχε ὁμολογήσει σὰν Θεό. Βέβαια τὸ οὐσιῶδες στὴν πτώση τους δὲν εἶναι τὸ μέγεθος τῆς ἁμαρτίας τους καὶ ὁ βαθμὸς ὑπαιτιότητός τους, ἀλλὰ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας ποὺ ἔχυναν συνεχῶς στὴ μνήμη τῶν ἁμαρτημάτων τους. Ἔκλαιγε ὁ Πέτρος ὅποτε ἄκουγε πετεινὸ καὶ στέναζε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν θυμόταν τὸ παρελθὸν τοῦ λέγοντας' «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλείσθαι ἀπόστολος» (Ἅ΄ Κόρ. 15,9).
Ἦταν παράφοροι ἐραστὲς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἦταν γι’ αὐτοὺς τὸ πᾶν. Ἦταν ὁ μόνος σκοπὸς τῆς ζωῆς τους καὶ τῆς ὑπάρξεώς τους. «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γάλ.2,20) καὶ «ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεὶν κέρδος» (Φιλιπ.1,21)' ἔλεγε ὁ Παῦλος. Αὐτὲς οἱ δυὸ φράσεις εἶναι τὰ κλειδιὰ γιὰ νὰ κατανοήσει κανεὶς τὴν προσωπικότητα τῶν δυὸ μεγάλων καὶ πρωτοκορυφαίων ἀποστόλων. Τοῦ Πέτρου, ποὺ ὀνομάσθηκε «στόμα τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ» καὶ τοῦ Παύλου, ποὺ ὀνομάσθηκε «στόμα τοῦ Χριστοῦ».
Τὸ ἦθος τους καὶ τὸ παράδειγμά τους ἃς εἶναι τὸ ἀστέρι ποὺ θὰ καθοδηγεῖ καὶ θὰ ἐμπνέει τὴ ζωή μας.
Γράφει ο ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
Ἦταν ἄνθρωποι ἐργαζόμενοι καὶ μάλιστα χειρωνακτικά. Ἁλιεὺς ὁ ἕνας σκηνοποιὸς ὁ ἄλλος. Ἐργαζόταν σκληρὰ καὶ ἀδιάκοπα. Ὅλη τὴ νύχτα ὁ Πέτρος (Λούκ. 5,5), ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ ὁ Παῦλος (Ἅ΄ Θέσ. 2,9-Β΄ Θέσ. 3,7-9). Κι ἐνῷ ὁ Πέτρος ἔπαυσε νὰ ἐργάζεται ὡς ἁλιεὺς ὅταν ἔγινε ἀπόστολος, ὁ Παῦλος συνέχιζε νὰ κάνει σκηνὲς καὶ νὰ τρέφει τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς συνεργάτες του καὶ ὡς ἀπόστολος. Δὲν δέχθηκε νὰ πάρει τὴν ἐλάχιστη ἀμοιβὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία οὔτε κάποια ἄλλη ἐνίσχυση γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ βιοπορισμοῦ του καὶ ἐργαζόταν γιὰ νὰ παραμένει ἀβαρὴς καὶ μὴ ἐνοχλῶν κανένα γιὰ τὸν ἐπισιτισμό του. Ποῦ εὕρισκε χρόνο, διάθεση, καὶ ἀντοχὴ μετὰ τὰ ποιμαντικὰ ξενύχτια, τὸ διαρκὲς κήρυγμα, τὶς ἀτέλειωτες προσευχές, τὶς πορεῖες, τὰ ναυάγια, τοὺς λιθοβολισμούς, τὶς μαστιγώσεις, τὶς φυλακίσεις, τοὺς κατατρεγμούς, τὶς συκοφαντίες, τὸν σκόλοπα τῆς σάρκας, τὶς νηστεῖες, τὰ δάκρυα, καὶ ὅλα τὰ συναφῆ. Μέγα θαῦμα καὶ σπάνιο παράδειγμα ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτη, ποὺ ἐν τέλει βρίσκει κάποιους μιμητές, σπανίους βέβαια........
Ἦταν ἀνάργυροι καὶ ἀφιλάργυροι. Δὲν εἶχαν χρήματα ἀλλὰ οὔτε καὶ τὴν τάση νὰ τὰ ἀποκτήσουν. «΄Ὅρος τῆς ἀφιλαργυρίας οὕτω θέλειν τὸ μὴ ἔχειν, ὡς θέλει τὶς τὸ ἔχειν» λέγει ὁ ἅγιος Διάδοχος, ἐπίσκοπος Φωτικὴς τῆς Ἠπείρου (σημερινῆς Παραμυθιᾶς-5ος αἰῶνας μ.Χ.).
Ἔτσι ὁ Παῦλος λέγει' «ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπιθύμησα' αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταὶς χρείαις μου καὶ τοὶς οὔσι μετ’ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἳ χεῖρες αὗται» (Πράξ. 20,33-34). Καὶ συμβούλευε' «ἔχοντες δὲ διατροφᾶς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα. οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεὶν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλᾶς ἀνοήτους καὶ βλαβερᾶς αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν. ρίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινὲς ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαὶς (Ἅ΄ Τῖμ. 6,8-10). Ἐπίσης ἐπαναλάμβανε τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ' «μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν» (Πράξ. 20,35) ὁ ὁποῖος ἀνήκει στὰ λεγόμενα ἄγραφα λόγια τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ σ’ αὐτὰ ποὺ δὲν τὰ ἀναφέρουν οἱ εὐαγγελιστὲς ἀλλὰ τὰ διασῴζουν ἄλλες πηγές.
Ὁ δὲ Πέτρος εὑρισκόμενος μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη πρὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος καὶ βλέποντας ἕνα χωλὸ ἐκ γενετῆς νὰ τοὺς ζητὰ ἐλεημοσύνη εἶπε τὸ γνωστό' «ἀργύριον καὶ χρυσίον οὒχ ὑπάρχει μοί' ὁ δὲ ἔχω τοῦτο σοὶ δίδωμι' ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιεπάτει» (Πράξ. 3,6). Καὶ ὁ χωλὸς ἔγινε ἀμέσως καλά. Λέγεται, ὅτι ὅταν κάποτε ἕνας πάπας ξεναγοῦσε ἕνα ἐπίσημο προσκεκλημένο του στὰ παλάτια καὶ τὰ θησαυροφυλάκια τοῦ Βατικανοῦ, εἶπε ἐπηρμένος καὶ γεμάτος κοσμικὸ φρόνημα' «Ὁ ἀπόστολος Πέτρος δὲν εἶχε αὐτὰ ποὺ ἔχω ἐγώ». Καὶ ὁ φιλοξενούμενος τοῦ εἶπε θυμόσοφα' «Ἐσὺ ὅμως δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις θαύματα οὔτε ἔχεις Ἅγιο Πνεῦμα».
Ἦταν θεόπτες. Ὁ Πέτρος εἶδε τὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ στὸ Θαβὼρ καὶ ὁ Παῦλος στὸν δρόμο πρὸς τὴν Δαμασκὸ καὶ ἄλλες φορὲς (πρβλ. Πράξ. 9ο κέφ. καὶ Β΄ Κόρ. 12ο κέφ.). Ἄξιο προσοχῆς εἶναι ὅτι ὁ Πέτρος ἂν καὶ θεόπτης, ἂν καὶ χαρισματοῦχος καὶ θαυματουργὸς καὶ πλήρης ἀγάπης πρὸς τὸ Χριστὸ ἀργότερα τὸν ἀρνήθηκε. Καὶ ὁ Παῦλος στὴν πρώτη του θεοπτία ἐπειδὴ ἦταν διώκτης τυφλώθηκε. Ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ἐπαναπαυόμαστε στὴν ἀρετὴ καὶ ἁγιότητα ποὺ τυχὸν ἔχουμε, διότι πάντοτε ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος νὰ πέσουμε' οὔτε νὰ θέλουμε νὰ τύχουμε θείων ἀποκαλύψεων καὶ δωρεῶν, ὅταν ζοῦμε μέσα στὴ πλάνη καὶ τὴν ἁμαρτία, γιατί θὰ πάθουμε κάτι κακό.
Ἡ ζωὴ τοὺς ἦταν ἕνα διαρκὲς μαρτύριο. Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς ἀρκεῖ νὰ παρουσιάσουμε μία μόνο περικοπῆ ἀπὸ τὰ ὅσα ἔγραψε ὁ Παῦλος' «ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαὶς ὑπερβαλλόντως, ἐν φυλακαὶς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις πολλάκις' ὑπὸ Ἰουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μία ἔλαβον, τρὶς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθημερὸν ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα' ὀδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις' ἐν κόπῳ καὶ μόχθω, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι' χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς μου, ἡ καθ’ ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν. τὶς ἀσθενεῖ καὶ ἐγὼ οὐκ ἀσθενῶ; τὶς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; (Β΄ Κόρ. 11,23-30).
Αὐτὸ τὸ διαρκές τους μαρτύριο ἦταν τὸ μεγαλύτερό τους παράσημο καὶ τὸ μεγαλύτερό τους ἀξίωμα. Αὐτὸ ἦταν τὸ μόνο τοὺς καύχημα. «εἰ καυχάσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι» (Β΄ Κόρ. 11,30). Καὶ στοὺς Ἐφεσίους, γράφοντάς τους γιὰ ἕνα λεπτὸ θέμα, ὁ Παῦλος παραλείπει τοὺς τίτλους τοῦ ἀποστόλου, τοῦ χαρισματούχου, τοῦ θαυματουργοῦ, τοῦ θεόπτου, τοῦ οὐρανοβάμονος, καὶ χρησιμοποιεῖ τὸν τίτλο τῆς κακοπαθείας μόνο' «παρακαλῶ οὒν ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ» (Ἐφεσ. 4,1). Γιατί αὐτὸ θεωροῦσε ὡς τὸ μεγαλύτερο ἔπαινο καὶ κατόρθωμα.
Ἔγγαμος ἦταν ὁ Πέτρος, ἄγαμος ἦταν ὁ Παῦλος. Ὅπως ἔγγαμος ἦταν ὁ Μωυσῆς καὶ ἄγαμος ὁ Ἠλίας, οἱ μεγαλύτεροι προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἐμφανίσθηκαν στὸ Θαβὼρ ἀριστερὰ καὶ δεξιά του Χριστοῦ. Τί δείχνουν ὅλα αὐτά; Ὅτι ὁ γάμος καὶ ἡ ἀγαμία εἶναι δυὸ δρόμοι ποὺ ὁδηγοῦν στὸ μαρτύριο, στὰ χαρίσματα, στὸ Θαβώρ, στὴ θέωση ὅταν βιώνονται ἐν Χριστῷ. Ἃς ἀξιοποιήσουμε λοιπὸν τοὺς θεσμοὺς αὐτοὺς πρὸς ἁγιασμὸ τῆς ὑπάρξεώς μας ἀφοῦ γι’ αὐτὸ ὑπάρχουν.
Διώκτης ὁ Παῦλος πρὶν γνωρίσει τὸν Χριστὸ καὶ ἀρνητὴς ὁ Πέτρος ἀφοῦ γνώρισε τὸν Χριστό. Μεγάλα ἐγκλήματα καὶ τὰ δυό. Μεγάλες ἁμαρτίες καὶ μεγάλες πτώσεις. Ὁ Παῦλος εἶχε τὸ δικαιολογητικό της ἀγνοίας ἐνῷ ὁ Πέτρος γνώριζε τὸν Χριστό' τὸν εἶχε δεῖ σὰν Θεὸ στὸ Θαβώρ, σὰν ποιοῦντα συνεχῶς τέρατα-σημεῖα- δυνάμεις, καὶ τὸν εἶχε ὁμολογήσει σὰν Θεό. Βέβαια τὸ οὐσιῶδες στὴν πτώση τους δὲν εἶναι τὸ μέγεθος τῆς ἁμαρτίας τους καὶ ὁ βαθμὸς ὑπαιτιότητός τους, ἀλλὰ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας ποὺ ἔχυναν συνεχῶς στὴ μνήμη τῶν ἁμαρτημάτων τους. Ἔκλαιγε ὁ Πέτρος ὅποτε ἄκουγε πετεινὸ καὶ στέναζε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν θυμόταν τὸ παρελθὸν τοῦ λέγοντας' «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλείσθαι ἀπόστολος» (Ἅ΄ Κόρ. 15,9).
Ἦταν παράφοροι ἐραστὲς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἦταν γι’ αὐτοὺς τὸ πᾶν. Ἦταν ὁ μόνος σκοπὸς τῆς ζωῆς τους καὶ τῆς ὑπάρξεώς τους. «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γάλ.2,20) καὶ «ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεὶν κέρδος» (Φιλιπ.1,21)' ἔλεγε ὁ Παῦλος. Αὐτὲς οἱ δυὸ φράσεις εἶναι τὰ κλειδιὰ γιὰ νὰ κατανοήσει κανεὶς τὴν προσωπικότητα τῶν δυὸ μεγάλων καὶ πρωτοκορυφαίων ἀποστόλων. Τοῦ Πέτρου, ποὺ ὀνομάσθηκε «στόμα τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ» καὶ τοῦ Παύλου, ποὺ ὀνομάσθηκε «στόμα τοῦ Χριστοῦ».
Τὸ ἦθος τους καὶ τὸ παράδειγμά τους ἃς εἶναι τὸ ἀστέρι ποὺ θὰ καθοδηγεῖ καὶ θὰ ἐμπνέει τὴ ζωή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου