Διαβάστε και: Video: Zeitgeist - Η Αναίρεση , Zeitgeist και Νέα Εποχή , Αναίρεση του Zeitgeist - Μέρος Β΄, Τα ψέματα του Zeitgeist για τον Μωϋσή
ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΑ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ZEITGEIST
Αφού μας φλομώσανε στα ψέματα οι Zeitgeist-ές, προσπαθούν στην συνέχεια να μας πείσουν ότι και οι απολογητές της Εκκλησίας, όπως ο άγιος Ιουστίνος ο μάρτυς, είπαν τα ίδια. Ακούγεται στην ταινία:
«Ο μάρτυρας Ιουστίνος, ένας από τους πρώτους ιστορικούς έγραψε: “όταν λέμε ότι ο Ιησούς Χριστός, ο δάσκαλός μας, γεννήθηκε χωρίς σαρκική ένωση, σταυρώθηκε και πέθανε, και αναστήθηκε ξανά, και αναλήφθηκε στον ουρανό, δεν διατυπώνουμε κάτι διαφορετικό από ό,τι εσείς πιστεύετε, αναφορικά με αυτούς που εκτιμάτε ως γιους του Δία”......
Σε ένα άλλο κείμενο, ο Ιουστίνος είπε “Γεννήθηκε από παρθένο, δεχθείτε αυτό ως ίδιο με αυτό που πιστεύετε για τον Περσέα”. Είναι προφανές ότι ο Ιουστίνος και άλλοι από τους πρώτους Χριστιανούς γνώριζαν πόσο όμοιος είναι ο Χριστιανισμός με τις παγανιστικές θρησκείες. Ωστόσο, ο Ιουστίνος είχε την λύση. Γι’ αυτόν, ο διάβολος έφταιγε. Ο διάβολος πρόλαβε να έρθει πριν τον Χριστό, και να δημιουργήσει αυτά τα χαρακτηριστικά στον ειδωλολατρικό κόσμο».
Προκειμένου να κατανοήσουμε το έργο του Αγίου Ιουστίνου του εκ φιλοσόφων, είναι απαραίτητο να ρίξουμε μια ματιά στα βιογραφικά του στοιχεία και στο περιβάλλον της εποχής του.
Ο Άγιος Ιουστίνος, φιλόσοφος και Μάρτυς, ήταν ένας από τους πρώτους απολογητές της χριστιανικής πίστεως. Γεννήθηκε στην Φλαβία Νεάπολη της Σαμάριας στις αρχές του β’ αιώνα μ.Χ. (πιθανόν το 100) και υπέστη μαρτυρικό θάνατο στην Ρώμη πιθανότατα το 165 μ.Χ.
Ανατράφηκε σε ειδωλολατρικό περιβάλλον. Οι νεανικές του ανησυχίες και αναζητήσεις τον οδήγησαν αρχικά στην σπουδή της φιλοσοφίας. Αρχικά μαθήτευσε στον Στωικισμό. Γρήγορα εγκατέλειψε αυτήν την σχολή διότι οι Στωικοί, όπως αντιλήφθηκε δεν γνώριζαν τίποτα για τον Θεό και δεν είχαν θεολογία. Στράφηκε στην περιπατητική σχολή, την οποία εγκατέλειψε, όταν ο διδάσκαλός του ζήτησε δίδακτρα, γεγονός ανάρμοστο για φιλόσοφο. Στον πυθαγορισμό δεν έγινε δεκτός διότι δεν είχε μελετήσει τα αναγκαία προπαιδεύματα, μουσική, αστρονομία, γεωμετρία. Στην Καισάρεια της Παλαιστίνης γνώρισε τον πλατωνισμό.
Η μεταστροφή του στον Χριστιανισμό πιθανολογείτε περίπου το 135 μ.Χ. στην Αθήνα. Είναι γνωστή μία συνάντηση που είχε με έναν ηλικιωμένο και ο διάλογος μαζί του, κατά τον οποίο ο ηλικιωμένος Χριστιανός αναίρεσε τις πλατωνικές δοξασίες περί αθανασίας της ψυχής και μετεμψυχώσεως. Από την συζήτηση πείσθηκε ότι δεν είναι δυνατόν να δει τον Θεό ο νους του ανθρώπου, αν δεν τον φωτίσει το Άγιο Πνεύμα. Ο Χριστιανός του συνέστησε να μελετήσει την Αγία Γραφή και στην συνέχεια εξαφανίσθηκε[i].
Το 136 μ.Χ. μετέβη στην Ρώμη. Εκεί άνοιξε φιλοσοφική σχολή. Δίδαξε, αντί του εκλεκτικισμού της εποχής, τον Χριστιανισμό, ώστε «επιγνόντι σοι τον Χριστόν του Θεού και τελείω γενομένω ευδαιμονείν[ii]».
Το 160 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Τίτος Αίλιος Ανδριανός Αντωνίνος Πίος (138-161) ήταν γέρος και η εξουσία πέρασε στον γιο του Μάρκο Αυρήλιο Αντωνίνο Αύγουστο (161-180). Κατά την βασιλεία του οι διωγμοί των Χριστιανών εντατικοποιήθηκαν. Ο Άγιος Ιουστίνος εξέφρασε τους φόβους του ότι επρόκειτο να καταδοθεί στις αρχές από τον κυνικό φιλόσοφο Κρήσκη[iii]. Ο δεύτερος φθονούσε τον Άγιο διότι έβλεπε ότι η χριστιανική σχολή του προσήλκυε τους νέους. Μετά το μαρτύριο του μαθητή του Πτολεμαίου το 160 μ.Χ. αναχώρησε από την Ρώμη για να επανέλθει βραδύτερον. Οι φόβοι του επαληθεύτηκαν. Κατά την διάρκεια της επαρχίας του Ιουνίου Ρουστικού (162-167) συνελήφθη και αποκεφαλίσθηκε μαζί με ομάδα έξι μαθητών του, το 165 μ.Χ.
Τα έργα του χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες
α) τα σωζόμενα
β) τα απολεσθέντα
γ) τα ψευδεπίγραφα
Τα σωζόμενα έργα του είναι τρία απολογητικά, τα Απολογία Α’ & Β’ και Διάλογος προς Τρύφωνα.
Η περίοδος των τριών πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού είναι η περίοδος των διωγμών. Οι διωγμοί δεν σταμάτησαν κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, άσχετα αν κάποιοι από τους ιστορικούς της Δύσεως θεωρούν ότι διωγμοί υφίσταντο μόνο όταν αποδεικνύονταν από συναξάρι που πληρούσε τις λογοτεχνικές προϋποθέσεις της αρεσκείας τους. Στην πραγματικότητα, ακόμη και όταν δεν πραγματοποιούνταν αυτοκρατορικές διώξεις, τοπικοί άρχοντες μπορούσαν να οδηγούν στο μαρτύριο Χριστιανούς, εφόσον οι αυτοκρατορικοί νόμοι δεν είχαν καταργηθεί. Έτσι ήταν θέμα προτίμησης η εφαρμογή των διώξεων ακόμη και σε περιόδους ύφεσης.
Στην ουσία της η δίωξη ασκούνταν λόγω του ονόματος. Αρκούσε δηλαδή να αποδειχθεί κατά την ανάκριση ότι ο κατηγορούμενος ήταν Χριστιανός, για ν’ απαγγελθεί η ποινή. Δεν χρειαζόταν ν’ αποδειχθεί αξιόποινη πράξη. Αν και οι Χριστιανοί κατηγορούνταν για θυέστια δείπνα και οιδιπόδειες μίξεις, οι κατηγορίες αυτές ήταν φήμες που κυκλοφορούσαν στον κοινωνικό περίγυρο, όχι στις αίθουσες των δικαστηρίων. Στους φιλοσοφικούς κύκλους ο Χριστιανισμός ήταν μια βαρβαρική θρησκεία που διέδιδε μυθεύματα. Οι φιλοσοφικοί νόες δεν μπορούσαν να υποτάξουν στις προϋποθέσεις της κάθε σχολής τις αλήθειες της χριστιανικής πίστης, γι’ αυτό και τις απέρριπταν ασυζητητί. Θεωρούσαν τον φιλοσοφικό βίο της επηρμένης οφρύς ανώτερο της χριστιανικής ταπείνωσης. Αλλά η συμφωνία θεωρίας και πράξης του χριστιανικού τρόπου ζωής, με αποκορύφωμα το μαρτύριο, εντυπωσίασε τόσο την κοινωνία, όσο και τους ειδωλολάτρες φιλοσόφους, ώστε να υπάρχει αθρόα μεταστροφή. Αργότερα, προς αντιμετώπιση του φαινομένου οι διάφορες φιλοσοφικές σχολές αναγκάστηκαν να συνδιαλλαγούν μεταξύ τους, με τελευταία την προσπάθεια σύνθεσης συστήματος με πλατωνικά και αριστοτελικά στοιχεία. Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από την επίδραση της ανώτερης χριστιανικής θεολογίας. Ως αποτέλεσμα της κίνησης διαμορφώθηκε ο νεοπλατωνισμός με στοιχεία χριστιανικής θεολογίας από τον Αμμώνιο Σακκά και τον μαθητή του Πλωτίνο. Τα στοιχεία αυτά έγιναν εμφανέστερα στο νεοπλατωνικό σύστημα του Πρόκλου. Από αυτά καταλαβαίνουμε πόσο γελοία είναι η άποψη της υιοθέτησης φιλοσοφικών όρων για την διαμόρφωση του Χριστιανισμού, και πόσο απαράδεκτη αυτή που θέλει τους Πατέρες της Εκκλησίας να επηρεάζονται από τους νεοπλατωνικούς. Στις περιπτώσεις που αυτό γίνονταν προέκυπτε αίρεση που καταδεικνύονταν και καταδικάζονταν από τους Πατέρες.
Τα παραπάνω φαινόμενα της εποχής γέννησαν την ανάγκη της απολογίας. Οι πρώτοι απολογητές ανέλαβαν ν’ αμυνθούν έναντι των Ιουδαίων, των πρώτων διωκτών του Χριστιανισμού. Το είδος αυτό της απολογίας εκπροσωπείται από τους λόγους του Πρωτομάρτυρα Στέφανου και του Αποστόλου Παύλου, που υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη. Όταν αργότερα ξεκίνησαν οι διωγμοί της αυτοκρατορίας, αποδέκτες της απολογίας ήταν οι αυτοκράτορες ή οι τοπικοί άρχοντες. Η εν Ρώμη διαβιούντες απολογητές, όπως ο Άγιος Ιουστίνος, μπορούσαν να προσεγγίσουν τους αυτοκράτορες και να παρουσιάσουν το έργο τους.
Οι απολογητές ήταν επίσης και φιλόσοφοι. Έτσι, μια δεύτερη κατηγορία αποδεκτών των απολογητικών έργων ήταν οι Έλληνες φιλόσοφοι. Σε αυτά τα έργα κύριο γνώρισμα της απολογητικής γραμμής ήταν η απόδειξη της ανωτερότητας του χριστιανικού έναντι του φιλοσοφικού βίου. Σε κάποιες περιπτώσεις η αποδοκιμασία του φιλοσοφικού βίου και της φιλοσοφικής σκέψης ήταν ήπια. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, όπως αυτή του Τατιανού, είναι εμφανής ο ζήλος.
Το περιεχόμενο των απολογιών είχε κάποια κοινά χαρακτηριστικά ανάλογα με τους αποδέκτες. Έτσι στις απολογίες που απευθύνονταν στους αυτοκράτορες κι επιδίωκαν τον εξευμενισμό της πολιτείας έναντι της χριστιανικής υπόθεσης, ένα πρώτο θέμα ήταν η παρουσίαση της αρχαιότητας της χριστιανικής πίστεως. Αυτό είχε ως αφετηρία τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν οι Ρωμαίοι την έννοια της θρησκείας. Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για ν’ αναλύσουμε αυτό το θέμα[iv]. Επιγραμματικά θα πούμε ότι οι Ρωμαίοι αντιλαμβάνονταν με νομικιστικούς όρους την κάθε θρησκεία, ως προσπάθεια συνδιαλλαγής με τους θεούς, στοιχείο που πέρασε αργότερα στην σχολαστική θεολογία του Παπισμού, ως αποτέλεσμα της φράγκικης συμφεροντολογίας και πολιτικής. Ως μέρος αυτής της συνδιαλλαγής οι θεοί είχαν χαρίσει στους Ρωμαίους την αυτοκρατορία τους. Αυτό, όμως μπορούσε ν’ αλλάξει τόσο εύκολα, όσο εύκολα άλλαζαν νοοτροπία οι ειδωλολατρικοί θεοί. Μια μονοθεϊστική θρησκεία, με την συνακόλουθη άρνηση της λατρείας των δαιμόνων, θα μπορούσε να επιφέρει την καταστροφή της αυτοκρατορίας και οι αυτοκράτορες το απεύχονταν. Ο Ιουδαϊσμός, αν και μονοθεϊστική θρησκεία, είχε επιτραπεί στην αυτοκρατορία, διότι με την αρχαιότητά του εξασφάλισε την ανοχή των αρχών, εξαιτίας του σεβασμού των Ρωμαίων στις πατρογονικές παραδόσεις. Μόνο γι’ αυτό. Ο Χριστιανισμός, ως καινοφανής πίστη, αρχικά επετράπη, διότι οι αρχές τον εξέλαβαν ως ιουδαϊκή αίρεση. Όταν έγινε κατανοητό ότι επρόκειτο για κάτι διαφορετικό, ξεκίνησαν οι διώξεις. Συνεπώς, οι απολογητές προσπαθούσαν ν’ αποδείξουν την αρχαιότητα της πίστης τους και ν’ αναιρέσουν συνάμα την κατηγορία της αθεΐας.
Δεύτερο θέμα ήταν η παρουσίαση της καθαρότητας και της ανωτερότητας του χριστιανικού βίου. Μέρος της μεθοδολογίας ήταν η αναίρεση των κατηγοριών για θυέστεια δείπνα και οιδιπόδειες μίξεις. Η απόρριψη των κατηγοριών για ανηθικότητα, αθεΐα, και συνομωσία, αποδείκνυαν ότι οι Χριστιανοί δεν διώκονταν για τίποτε άλλο παρά μόνο για το όνομα. Αυτό δεν είχε προηγούμενο στο ρωμαϊκό δίκαιο, αλλά και σε κανένα άλλο σύστημα δικαίου ανά τον κόσμο. Οι προσπάθειες σύγχρονων μελετητών να βρουν ερείσματα στο εν λόγω δίκαιο, υπήρξαν άκαρπες, μάταιες, και αν μη τι άλλο δείχνουν την επιθυμία μερικών να υπερασπισθούν αρχαίες περιπτώσεις κρατικής αυθαιρεσίας.
Κατακλείδα της παραπάνω απολογητικής γραμμής ήταν η παρουσίαση του Χριστιανού ως νομοταγή πολίτη. Στο πνεύμα αυτό συντάχθηκε και η πρώτη απολογία του Αγίου Ιουστίνου. Παραλήπτες της ήταν ο αυτοκράτορας Αντωνίνος ο Ευσεβής (Πίος), οι γιοι του Μάρκος Αυρήλιος (Βηρίσσιμος) και Λούκιος Αίλιος Βήρος, η σύγκλητος και ο δήμος:
Αυτοκράτορι Τίτω Αιλίω Αντωνίνω Ευσεβεί
Σεβαστώ Καίσαρι
Και Ουηρισσίμω υιώ Φιλοσόφω
Και Λουκίω φιλοσόφου Καίσαρος φύσει υιώ
Και Ευσεβούς εισποιητώ, παιδείας εραστή,
Ιερά τε Συγκλήτω και Δήμω παντί Ρωμαίων.
Τα θέματα που εξετάζονται στην απολογία αυτή είναι τα εξής:
Α) Πρόλογος κεφ. 1
Β) Έκκληση για δίκαιη κρίση της χριστιανικής υπόθεσης κεφ. 2-8
Γ) Χριστιανική πίστη και βίος κεφ. 9-20
Δ) Ανωτερότητα του Χριστιανισμού έναντι της ειδωλολατρίας κεφ. 21-29
Ε) Μαρτυρίες της θεότητος του Ιησού κεφ. 30-53
Στ) Η ειδωλολατρία ως μίμηση του Χριστιανισμού κεφ. 54-60
Ζ) Η χριστιανική λατρεία κεφ. 61-67
Η) Επίλογος κεφ. 68.
Το πρώτο απόσπασμα που χρησιμοποιούν οι Zeitgeist-ές βρίσκεται στο 21ο κεφ. και έχει ως εξής:
«Εξ’ άλλου με το να λέγωμεν ότι ο Λόγος, ο οποίος είναι το πρώτον γέννημα του Θεού, εγεννήθη χωρίς επιμιξίαν, ο Ιησούς Χριστός ο διδάσκαλος ημών, και ότι ο σταυρωθείς, αποθανών και αναστάς ανήλθεν εις τον ουρανόν, δεν φέρομεν τίποτε νέον πέρα από τους λεγομένους από σας υιούς του Διός. Διότι γνωρίζετε πόσους υιούς του Διός απαριθμούν οι μεταξύ σας τιμώμενοι συγγραφείς˙ τον Ερμήν ο οποίος είναι λόγος ερμηνευτικός και διδάσκαλος όλων, τον Ασκληπιόν ο οποίος υπήρξε θεραπευτής και κεραυνοκτυπημένος ανήλθεν εις τον ουρανόν, τον Διόνυσον ο οποίος κατεσπαράχθη, τον Ηρακλή ο οποίος δια να αποφύγη τους πόνους παρέδωσεν εαυτόν εις το πυρ, καθώς επίσης και τους Διόσκουρους από την Λήδαν, τον Περσέα από την Δανάη, τον Βελερεφόντην ο οποίος αν και άνθρωπος ίππευε τον Πήγασον.
Τι χρειάζεται να μνημονεύσομεν την Αριάδνην και τους ομοίως με αυτήν μεταβληθέντας εις αστέρας, όπως λέγεται; Τι χρειάζεται να μνημονεύσωμεν και τους αποθνήσκοντας μεταξύ σας αυτοκράτορας, δια τους οποίους ισχυρίζεσθε ότι απαθανατίζονται και παρουσιάζουν κάποιον ο οποίος ορκίζεται ότι είδε τον κατακαέντα Καίσαρα να ανέρχεται εις τον ουρανόν; Ποίαι ιστορούνται αι πράξεις των λεγομένων υιών του Διός, δεν είναι ανάγκη να το είπω προς ανθρώπους γνωρίζοντας, πλην του ότι ταύτα έχουν γραφή προς ωφέλειαν και διδασκαλίαν των εκπαιδευομένων˙ διότι όλοι νομίζουν ότι είναι καλόν να γίνωνται μιμηταί των θεών. Μακράν από σώφρονα ψυχήν τοιαύτη έννοια περί θεών, ώστε να παραδεχθώμεν ότι και αυτός ο κατ’ αυτούς ηγεμών και γεννήτωρ πάντων Ζευς έγινε πατροκτόνος, και μάλιστα, και μάλιστα τοιούτου πατρός, και μάλιστα τοιούτου πατρός, ότι υποκύψας εις έρωτα κακών και αισχρών ηδονών επέβη του Γανυμήδου και των πολλών μοιχευθεισών γυναικών, και ότι τα τέκνα του έπραξαν παρόμοια. Αλλά, όπως είπομεν προηγουμένως, ταύτα έπραξαν οι φαύλοι δαίμονες˙ ημείς δε έχομεν διδαχθή ότι απαθανατίζονται μόνο οι οσίως και εναρέτως ζώντες πλησίον του Θεού, πιστεύομεν δε ότι τιμωρούνται με το αιώνιον πυρ οι αδίκως ζώντες και μη μεταστρεφόμενοι[v]».
Δύο θέματα προκύπτουν στο παραπάνω χωρίο. Το πρώτο είναι οι επιφανειακές ομοιότητες γεγονότων της ζωής του Χριστού με ειδωλολατρικούς μύθους. Το δεύτερο είναι οι ουσιαστικές διαφορές τους, που έχουν καταλυτική επίδραση στην ζωή των Χριστιανών και των ειδωλολατρών, «διότι όλοι νομίζουν ότι είναι καλόν να γίνωνται μιμηταί των θεών». Ο βίος των ειδωλολατρών είναι ηθικά υποβαθμισμένος, διότι ως πρότυπά τους έχουν θεούς πατροκτόνους, μοιχούς, ομοφυλόφιλους.
Το κλειδί για την ερμηνεία και αιτιολόγηση των ομοιοτήτων βρίσκεται παρακάτω στο έργο του μάρτυρα Ιουστίνου, το οποίο χρησιμοποιούν και οι Zeitgeist-ές, για να λοιδορήσουν, εφόσον δεν τους συμφέρει η σοβαρή άποψη του μάρτυρα:
«Οι δε παραδίδοντες τας μυθοποιίας των ποιητών δεν προσφέρουν καμίαν απόδειξιν εις τους διδασκομένους νέους˙ και μάλιστα αποδεικνύομεν ότι οι μύθοι ούτοι έχουν λεχθεί κατ’ ενέργειαν των φαύλων δαιμόνων προς εξαπάτησιν και παραπλάνησιν του ανθρωπίνου γένους. Πράγματι ακούσαντες ούτοι ότι διά των προφητών κηρύσσεται ότι θα έλθη ο Χριστός και θα τιμωρηθούν δια πυρός οι ασεβείς άνθρωποι, υπέβαλον να λεχθή ότι έγιναν πολλοί υιοί Διός, νομίζοντες ότι θα δυνηθούν να επιτύχουν ώστε οι άνθρωποι να θεωρήσουν τα περί Χριστού αναφερόμενα ως τερατολογίαν και όμοια με τα λεχθέντα των ποιητών. Ταύτα δε ελέχθησαν και μεταξύ των Ελλήνων και μεταξύ όλων των εθνών, όπου επληροφορούντο ότι οι προφήται προεκήρυσσον ότι θα πιστευθή περισσότερον ο Χριστός[vi]».
Ανακεφαλαιώνοντας μέχρι αυτό το σημείο, καταλαβαίνουμε τι πραγματικά είπε ο μάρτυρας Ιουστίνος. Απαντώντας στις κατηγορίες των ειδωλολατρών, ότι τα γεγονότα τα σχετικά με την ζωή του Χριστού είναι τερατολογίες, γράφει ότι όχι μόνο τερατολογίες δεν είναι αλλά ομοιάζουν με όσα οι αρχαίοι ποιητές γράφουν για τους δικούς τους θεούς. Δεν πίστευε, λοιπόν, όπως διατείνονται οι Zeitgeist-ές ότι ο Χριστιανισμός είναι μια θρησκεία όμοια με τις υπόλοιπες ειδωλολατρικές, ούτε ότι υπάρχουν παραλληλισμοί. Αιτιολογεί τις ομοιότητες με τις ενέργειες των δαιμόνων προς παραπλάνηση του κόσμου.
Ο Ιουστίνος γνώριζε πολύ καλά ότι απευθύνονταν σε ειδωλολατρικό κοινό. Γνώριζε ότι οι δαίμονες, τους οποίους αναφέρει ήταν οι θεοί όσων τον άκουγαν. Επίσης γνώριζε ότι οι παραλήπτες της απολογίας του, εκτός του αυτοκρατορικού αξιώματος, είχαν την φιλοσοφική ιδιότητα και ήταν αρκούντως πεπαιδευμένοι. Γι’ αυτό και η απολογία του διαχειρίζεται το θέμα και με στοιχεία που βρίσκονται σε απολογίες που απευθύνονται σε φιλοσόφους.
Ένα τέτοιο στοιχείο ήταν η πεποίθηση ότι ο Πλάτωνας δανείσθηκε τα στοιχεία της θεολογίας του από τον Μωυσή. Αυτό ήταν γνωστό στον αρχαίο και μεσαιωνικό κόσμο. Γράφει, λοιπόν:
«Δια να μάθετε δε ότι ο Πλάτων την αντίληψιν ότι ο Θεός κατασκεύασε τον κόσμον δια μεταποιήσεως της αμόρφου ύλης παρέλαβεν από τον ιδικόν μας διδάσκαλον, εννοούμεν δε τον Λόγον ο οποίος εμίλησε δια των προφητών, ακούσατε τι αυτολεξεί είπεν ο Μωυσής, ο προδηλωθείς πρώτος προφήτης και αρχαιότερος των Ελλήνων συγγραφέων» (Α’ Απολογία 59.1).
«Και το αναφερόμενον δε εις τον Τιμαίον του Πλάτωνος περί της φύσεως του Υιού του Θεού, όταν λέγη, “ετοποθέτησεν αυτόν ωσάν Χ εις το σύμπαν[vii]”, το είπε παραλαβών αυτό ομοίως από τον Μωυσήν» (Α’ Απολογία 60,1).
«Δεν είμεθα λοιπόν ημείς εκείνοι οι οποίοι έχομεν τας αυτάς γνώμας με τους άλλους, αλλά οι άλλοι όλοι λέγουν τα ιδικά μας μιμούμενοι» (Α’ Απολογία 60,11)
Η είδηση ότι ο Πλάτων διαμόρφωσε την θεολογία του με στοιχεία που παρέλαβε από τα έργα του Μωυσή, τα οποία διδάχθηκε στην Αίγυπτο, δεν ήταν ούτε καινούργια ούτε εφεύρημα των Χριστιανών απολογητών. Επίσης γνώριζαν ότι όχι μόνο ο Πλάτωνας αλλά και άλλες σημαίνουσες προσωπικότητες της αρχαίας ελληνικής σκέψης είχαν γνωρίσει στην Αίγυπτο την θεολογία και τους νόμους του Μωϋσή, όπως ο Ηρόδοτος, ο Σόλων, ο Θαλής, ο Πυθαγόρας και άλλοι. Ήδη λίγα χρόνια πριν ο Πλούταρχος, ο μύστης των ειδωλολατρικών μυστηρίων το είχε επιβεβαιώσει στο έργο του Περί Ίσιδος και Οσίριδος (§4). Και αυτό δεν το επαναλάμβαναν μόνο οι Χριστιανοί απολογητές της περιόδου των διωγμών, αλλά και οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, μέχρι τον πρώτο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως επί Τουρκοκρατίας, τον Γεννάδιο Σχολάριο.
Λέγει για παράδειγμα ο απολογητής Τατιανός, ακολουθώντας την ίδια υπερασπιστική γραμμή:
«Επομένως αποδείχθη από τα προειρημένα ότι ο Μωυσής είναι πρεσβύτερος των ηρώων, πόλεων, δαιμόνων. Και πρέπει να πιστεύομεν εις τον αρχαιότερων κατά την ηλικίαν, παρά εις τους Έλληνας, οι οποίοι ηρύσθησαν τα δόγματα εκείνου, ως από πηγήν, όχι κατ’ επίγνωσιν. Διότι οι σοφισταί αυτών, χρησιμοποιούντες πολλήν περιέργειαν, όσα έμαθαν από τα του Μωυσέως και των ομοίως με αυτόν φιλοσοφούντων, επιχείρησαν να παραχαράξουν πρώτον μεν δια να νομισθούν ότι λέγουν κάτι ιδικόν των, δεύτερον δε δια να επικαλύψουν όσα δεν κατενόησαν με κάποιαν επίπλαστον ρητολογίαν και να μεταστρέψουν την αλήθειαν εις μυθοπλασίαν[viii]»
Στο σημείο αυτό ο Τατιανός δεν εξηγεί μόνο τις ομοότητες, αλλά και τις διαφορές με τις αδυναμίες τις ψυχοσύνθεσης των ειδωλολατρών σοφών.
Ομοίως και ο Γεννάδιος Σχολάριος στο έργο του Κατά των Πλήθωνος αποριών επ’ Αριστοτέλη αναφέρει:
«Αναξαγόρας δε μόνον και Πυθαγόρας τοις Αιγυπτίοις σοφοίς συγγινόμενοι, πολλά παρ’ Ιουδαίων της αληθείας μαθήματα δεξαμένοις, ηδυνήθησαν τι επεκείνα των άλλων περί της αφανούς των όντων αρχής αποφήνασθε˙ Πλάτων δε σπουδαιότατος των προ αυτού πάντων γεγεννημένος, και άμα εκ των Αναξαγόρου και Πυθαγόρου, αμυδράς τινας της υψηλοτέρας αληθείας εμφάσεις δεξάμενος, πλεύσας εις Αίγυπτον ως Ιερώνυμος ιστορεί, και Πλούταρχος και προ αυτών Ξενοφών˙ και αυτός δε υπέρ εαυτού, εκείθεν πολλά της ιεράς αληθείας εδέξατο σπέρματα»
«Αλλά ει τε δεδιώς τας υποψίας του υπερόριον σοφίαν εις Έλληνας μετακομίσαι, ει τε και βουλόμενος Ελληνισμόν τινά μεταπλασμένον ενστήσασθαι, ει τε και ούτω κρίνων κακώς ου πάντα επείθετο τω Μωυσεί˙ αλλά τω καθαρώ της εκείνου θεολογίας πολλά των ποιητικών συνεκέρασε λήρων, ουκ αν είη ράδιον αποφήνασθαι[ix]».
Στο απόσπασμα αυτό ο Γεννάδιος Σχολάριος ακολουθεί τον Τατιανό στην εξήγηση των διαφορών, τις οποίες εντοπίζει στον τρόπο που μεταφέρθηκε η θεολογία του Μωυσή και μεταπλάσθηκε στα έργα των φιλοσόφων και ειδικά του Πλάτωνα. Τρεις οι αιτίες αυτής της διαφοροποίησης, α) οι Έλληνες δεν μπορούσαν να δεχθούν «υπερόριον σοφίαν» διότι γι’ αυτούς ήταν βαρβαρική, β) ελληνοποίηση της θεολογίας του Μωυσή από τον Πλάτωνα, γ) δεν κατάλαβε ο Πλάτωνας όλα όσα είπε ο Μωυσής (κρίνων κακώς).
Η επίδραση, λοιπόν, της θείας αποκάλυψης, μέσω του Μωυσή και των προφητών, στην αρχαία ελληνική σκέψη ήταν κοινός τόπος στον αρχαίο και μεσαιωνικό κόσμο. Η πληροφορία ότι η μετάδοση έγινε μέσω της αρχαίας Αιγύπτου δείχνει ότι τα χρόνια συνύπαρξης Αιγύπτιων και Ισραηλιτών επηρέασαν τους πρώτους, και όχι το αντίστροφο όπως ισχυρίζονται οι Zeitgeist-ες.
Η υπόθεση που θέλει τον Χριστιανισμό να επηρεάζεται από την αρχαία ελληνική σκέψη και φιλοσοφία είναι γέννημα των νεοτέρων χρόνων, εφεύρημα της φραγκικής προπαγάνδας. Ένας από τους πρώτους Έλληνες που ακολούθησαν την γραμμή αυτή εκ Παρισίων, ο Μηνάς Μηνωϊδης (1790-1860), ο και εκδότης του κειμένου, αντέδρασε, καταχωρώντας στις υποσημειώσεις την άποψή του, ότι στο έργο του Μωυσή δεν γίνεται αναφορά ούτε σε ανάσταση νεκρών, ούτε σε αγγέλους.
Έκτοτε η άποψη ότι ο Χριστιανισμός επηρεάστηκε από τον Ελληνισμό, προπαγανδίστηκε αρκούντως, δίνοντας χαρά στους απανταχού νεοειδωλολάτρες και νεοπαγανιστές. Τώρα αναπαράγεται και από τους Zeitgeist-ές. Αλλά τα αρχαία κείμενα μας λέγουν το αντίστροφο.
Πέραν τούτου οι Zeitgeist-ές συλλαμβάνονται να ψεύδονται για άλλη μια φορά. Τους διαψεύδει ο ίδιος ο μάρτυρας Ιουστίνος, στον οποίο αναφέρονται:
«Ου τα αυτά ουν ημείς άλλοις δοξάζομεν, αλλ’ οι πάντες τα ημέτερα μιμούμενοι λέγουσι»
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ // ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
[i] Το περιστατικό καταγράφηκε στον Διάλογο προς Τρύφωνα 3.1-7.3
[ii] Διάλογος, 8.2
[iii] Απολογία Β’ 3.1
[iv] Αναλυτικότερα στο Geoffrey Ernest Croix, Χριστιανισμός και Ρώμη, μετ. Κράλλη Ιωάννα, ΜΙΕΤ 2005.
[v] Α’ Απολογία 21.1-21.6 μετάφραση Παναγιώτου Χρήστου, στην σειρά ΕΠΕ, Απολογητές, τ. 1 σελ. 110-111, των εκδόσεων Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1985.
[vi] Α’ Απολογία 54.1-4, μετάφραση Παναγιώτου Χρήστου ο.π. σελ. 169.
[vii] Τιμαίος 36 BC, περί της ψυχής του σύμπαντος.
[viii] Προς Έλληνας 40, μετάφραση Παναγιώτου Χρήστου στην σειρά ΕΠΕ, Απολογητές, τ.2 σελ. 101, Θεσσαλονίκη 1986.
[ix] Έκδοση Μηνά Μηνωίδη, Λονδίνο Παρίσι Βιέννη Οξφόρδη 1858, σελ. 83 & 85.
«Ο μάρτυρας Ιουστίνος, ένας από τους πρώτους ιστορικούς έγραψε: “όταν λέμε ότι ο Ιησούς Χριστός, ο δάσκαλός μας, γεννήθηκε χωρίς σαρκική ένωση, σταυρώθηκε και πέθανε, και αναστήθηκε ξανά, και αναλήφθηκε στον ουρανό, δεν διατυπώνουμε κάτι διαφορετικό από ό,τι εσείς πιστεύετε, αναφορικά με αυτούς που εκτιμάτε ως γιους του Δία”......
Σε ένα άλλο κείμενο, ο Ιουστίνος είπε “Γεννήθηκε από παρθένο, δεχθείτε αυτό ως ίδιο με αυτό που πιστεύετε για τον Περσέα”. Είναι προφανές ότι ο Ιουστίνος και άλλοι από τους πρώτους Χριστιανούς γνώριζαν πόσο όμοιος είναι ο Χριστιανισμός με τις παγανιστικές θρησκείες. Ωστόσο, ο Ιουστίνος είχε την λύση. Γι’ αυτόν, ο διάβολος έφταιγε. Ο διάβολος πρόλαβε να έρθει πριν τον Χριστό, και να δημιουργήσει αυτά τα χαρακτηριστικά στον ειδωλολατρικό κόσμο».
Προκειμένου να κατανοήσουμε το έργο του Αγίου Ιουστίνου του εκ φιλοσόφων, είναι απαραίτητο να ρίξουμε μια ματιά στα βιογραφικά του στοιχεία και στο περιβάλλον της εποχής του.
Ο Άγιος Ιουστίνος, φιλόσοφος και Μάρτυς, ήταν ένας από τους πρώτους απολογητές της χριστιανικής πίστεως. Γεννήθηκε στην Φλαβία Νεάπολη της Σαμάριας στις αρχές του β’ αιώνα μ.Χ. (πιθανόν το 100) και υπέστη μαρτυρικό θάνατο στην Ρώμη πιθανότατα το 165 μ.Χ.
Ανατράφηκε σε ειδωλολατρικό περιβάλλον. Οι νεανικές του ανησυχίες και αναζητήσεις τον οδήγησαν αρχικά στην σπουδή της φιλοσοφίας. Αρχικά μαθήτευσε στον Στωικισμό. Γρήγορα εγκατέλειψε αυτήν την σχολή διότι οι Στωικοί, όπως αντιλήφθηκε δεν γνώριζαν τίποτα για τον Θεό και δεν είχαν θεολογία. Στράφηκε στην περιπατητική σχολή, την οποία εγκατέλειψε, όταν ο διδάσκαλός του ζήτησε δίδακτρα, γεγονός ανάρμοστο για φιλόσοφο. Στον πυθαγορισμό δεν έγινε δεκτός διότι δεν είχε μελετήσει τα αναγκαία προπαιδεύματα, μουσική, αστρονομία, γεωμετρία. Στην Καισάρεια της Παλαιστίνης γνώρισε τον πλατωνισμό.
Η μεταστροφή του στον Χριστιανισμό πιθανολογείτε περίπου το 135 μ.Χ. στην Αθήνα. Είναι γνωστή μία συνάντηση που είχε με έναν ηλικιωμένο και ο διάλογος μαζί του, κατά τον οποίο ο ηλικιωμένος Χριστιανός αναίρεσε τις πλατωνικές δοξασίες περί αθανασίας της ψυχής και μετεμψυχώσεως. Από την συζήτηση πείσθηκε ότι δεν είναι δυνατόν να δει τον Θεό ο νους του ανθρώπου, αν δεν τον φωτίσει το Άγιο Πνεύμα. Ο Χριστιανός του συνέστησε να μελετήσει την Αγία Γραφή και στην συνέχεια εξαφανίσθηκε[i].
Το 136 μ.Χ. μετέβη στην Ρώμη. Εκεί άνοιξε φιλοσοφική σχολή. Δίδαξε, αντί του εκλεκτικισμού της εποχής, τον Χριστιανισμό, ώστε «επιγνόντι σοι τον Χριστόν του Θεού και τελείω γενομένω ευδαιμονείν[ii]».
Το 160 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Τίτος Αίλιος Ανδριανός Αντωνίνος Πίος (138-161) ήταν γέρος και η εξουσία πέρασε στον γιο του Μάρκο Αυρήλιο Αντωνίνο Αύγουστο (161-180). Κατά την βασιλεία του οι διωγμοί των Χριστιανών εντατικοποιήθηκαν. Ο Άγιος Ιουστίνος εξέφρασε τους φόβους του ότι επρόκειτο να καταδοθεί στις αρχές από τον κυνικό φιλόσοφο Κρήσκη[iii]. Ο δεύτερος φθονούσε τον Άγιο διότι έβλεπε ότι η χριστιανική σχολή του προσήλκυε τους νέους. Μετά το μαρτύριο του μαθητή του Πτολεμαίου το 160 μ.Χ. αναχώρησε από την Ρώμη για να επανέλθει βραδύτερον. Οι φόβοι του επαληθεύτηκαν. Κατά την διάρκεια της επαρχίας του Ιουνίου Ρουστικού (162-167) συνελήφθη και αποκεφαλίσθηκε μαζί με ομάδα έξι μαθητών του, το 165 μ.Χ.
Τα έργα του χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες
α) τα σωζόμενα
β) τα απολεσθέντα
γ) τα ψευδεπίγραφα
Τα σωζόμενα έργα του είναι τρία απολογητικά, τα Απολογία Α’ & Β’ και Διάλογος προς Τρύφωνα.
Η περίοδος των τριών πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού είναι η περίοδος των διωγμών. Οι διωγμοί δεν σταμάτησαν κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, άσχετα αν κάποιοι από τους ιστορικούς της Δύσεως θεωρούν ότι διωγμοί υφίσταντο μόνο όταν αποδεικνύονταν από συναξάρι που πληρούσε τις λογοτεχνικές προϋποθέσεις της αρεσκείας τους. Στην πραγματικότητα, ακόμη και όταν δεν πραγματοποιούνταν αυτοκρατορικές διώξεις, τοπικοί άρχοντες μπορούσαν να οδηγούν στο μαρτύριο Χριστιανούς, εφόσον οι αυτοκρατορικοί νόμοι δεν είχαν καταργηθεί. Έτσι ήταν θέμα προτίμησης η εφαρμογή των διώξεων ακόμη και σε περιόδους ύφεσης.
Στην ουσία της η δίωξη ασκούνταν λόγω του ονόματος. Αρκούσε δηλαδή να αποδειχθεί κατά την ανάκριση ότι ο κατηγορούμενος ήταν Χριστιανός, για ν’ απαγγελθεί η ποινή. Δεν χρειαζόταν ν’ αποδειχθεί αξιόποινη πράξη. Αν και οι Χριστιανοί κατηγορούνταν για θυέστια δείπνα και οιδιπόδειες μίξεις, οι κατηγορίες αυτές ήταν φήμες που κυκλοφορούσαν στον κοινωνικό περίγυρο, όχι στις αίθουσες των δικαστηρίων. Στους φιλοσοφικούς κύκλους ο Χριστιανισμός ήταν μια βαρβαρική θρησκεία που διέδιδε μυθεύματα. Οι φιλοσοφικοί νόες δεν μπορούσαν να υποτάξουν στις προϋποθέσεις της κάθε σχολής τις αλήθειες της χριστιανικής πίστης, γι’ αυτό και τις απέρριπταν ασυζητητί. Θεωρούσαν τον φιλοσοφικό βίο της επηρμένης οφρύς ανώτερο της χριστιανικής ταπείνωσης. Αλλά η συμφωνία θεωρίας και πράξης του χριστιανικού τρόπου ζωής, με αποκορύφωμα το μαρτύριο, εντυπωσίασε τόσο την κοινωνία, όσο και τους ειδωλολάτρες φιλοσόφους, ώστε να υπάρχει αθρόα μεταστροφή. Αργότερα, προς αντιμετώπιση του φαινομένου οι διάφορες φιλοσοφικές σχολές αναγκάστηκαν να συνδιαλλαγούν μεταξύ τους, με τελευταία την προσπάθεια σύνθεσης συστήματος με πλατωνικά και αριστοτελικά στοιχεία. Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από την επίδραση της ανώτερης χριστιανικής θεολογίας. Ως αποτέλεσμα της κίνησης διαμορφώθηκε ο νεοπλατωνισμός με στοιχεία χριστιανικής θεολογίας από τον Αμμώνιο Σακκά και τον μαθητή του Πλωτίνο. Τα στοιχεία αυτά έγιναν εμφανέστερα στο νεοπλατωνικό σύστημα του Πρόκλου. Από αυτά καταλαβαίνουμε πόσο γελοία είναι η άποψη της υιοθέτησης φιλοσοφικών όρων για την διαμόρφωση του Χριστιανισμού, και πόσο απαράδεκτη αυτή που θέλει τους Πατέρες της Εκκλησίας να επηρεάζονται από τους νεοπλατωνικούς. Στις περιπτώσεις που αυτό γίνονταν προέκυπτε αίρεση που καταδεικνύονταν και καταδικάζονταν από τους Πατέρες.
Τα παραπάνω φαινόμενα της εποχής γέννησαν την ανάγκη της απολογίας. Οι πρώτοι απολογητές ανέλαβαν ν’ αμυνθούν έναντι των Ιουδαίων, των πρώτων διωκτών του Χριστιανισμού. Το είδος αυτό της απολογίας εκπροσωπείται από τους λόγους του Πρωτομάρτυρα Στέφανου και του Αποστόλου Παύλου, που υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη. Όταν αργότερα ξεκίνησαν οι διωγμοί της αυτοκρατορίας, αποδέκτες της απολογίας ήταν οι αυτοκράτορες ή οι τοπικοί άρχοντες. Η εν Ρώμη διαβιούντες απολογητές, όπως ο Άγιος Ιουστίνος, μπορούσαν να προσεγγίσουν τους αυτοκράτορες και να παρουσιάσουν το έργο τους.
Οι απολογητές ήταν επίσης και φιλόσοφοι. Έτσι, μια δεύτερη κατηγορία αποδεκτών των απολογητικών έργων ήταν οι Έλληνες φιλόσοφοι. Σε αυτά τα έργα κύριο γνώρισμα της απολογητικής γραμμής ήταν η απόδειξη της ανωτερότητας του χριστιανικού έναντι του φιλοσοφικού βίου. Σε κάποιες περιπτώσεις η αποδοκιμασία του φιλοσοφικού βίου και της φιλοσοφικής σκέψης ήταν ήπια. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, όπως αυτή του Τατιανού, είναι εμφανής ο ζήλος.
Το περιεχόμενο των απολογιών είχε κάποια κοινά χαρακτηριστικά ανάλογα με τους αποδέκτες. Έτσι στις απολογίες που απευθύνονταν στους αυτοκράτορες κι επιδίωκαν τον εξευμενισμό της πολιτείας έναντι της χριστιανικής υπόθεσης, ένα πρώτο θέμα ήταν η παρουσίαση της αρχαιότητας της χριστιανικής πίστεως. Αυτό είχε ως αφετηρία τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν οι Ρωμαίοι την έννοια της θρησκείας. Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για ν’ αναλύσουμε αυτό το θέμα[iv]. Επιγραμματικά θα πούμε ότι οι Ρωμαίοι αντιλαμβάνονταν με νομικιστικούς όρους την κάθε θρησκεία, ως προσπάθεια συνδιαλλαγής με τους θεούς, στοιχείο που πέρασε αργότερα στην σχολαστική θεολογία του Παπισμού, ως αποτέλεσμα της φράγκικης συμφεροντολογίας και πολιτικής. Ως μέρος αυτής της συνδιαλλαγής οι θεοί είχαν χαρίσει στους Ρωμαίους την αυτοκρατορία τους. Αυτό, όμως μπορούσε ν’ αλλάξει τόσο εύκολα, όσο εύκολα άλλαζαν νοοτροπία οι ειδωλολατρικοί θεοί. Μια μονοθεϊστική θρησκεία, με την συνακόλουθη άρνηση της λατρείας των δαιμόνων, θα μπορούσε να επιφέρει την καταστροφή της αυτοκρατορίας και οι αυτοκράτορες το απεύχονταν. Ο Ιουδαϊσμός, αν και μονοθεϊστική θρησκεία, είχε επιτραπεί στην αυτοκρατορία, διότι με την αρχαιότητά του εξασφάλισε την ανοχή των αρχών, εξαιτίας του σεβασμού των Ρωμαίων στις πατρογονικές παραδόσεις. Μόνο γι’ αυτό. Ο Χριστιανισμός, ως καινοφανής πίστη, αρχικά επετράπη, διότι οι αρχές τον εξέλαβαν ως ιουδαϊκή αίρεση. Όταν έγινε κατανοητό ότι επρόκειτο για κάτι διαφορετικό, ξεκίνησαν οι διώξεις. Συνεπώς, οι απολογητές προσπαθούσαν ν’ αποδείξουν την αρχαιότητα της πίστης τους και ν’ αναιρέσουν συνάμα την κατηγορία της αθεΐας.
Δεύτερο θέμα ήταν η παρουσίαση της καθαρότητας και της ανωτερότητας του χριστιανικού βίου. Μέρος της μεθοδολογίας ήταν η αναίρεση των κατηγοριών για θυέστεια δείπνα και οιδιπόδειες μίξεις. Η απόρριψη των κατηγοριών για ανηθικότητα, αθεΐα, και συνομωσία, αποδείκνυαν ότι οι Χριστιανοί δεν διώκονταν για τίποτε άλλο παρά μόνο για το όνομα. Αυτό δεν είχε προηγούμενο στο ρωμαϊκό δίκαιο, αλλά και σε κανένα άλλο σύστημα δικαίου ανά τον κόσμο. Οι προσπάθειες σύγχρονων μελετητών να βρουν ερείσματα στο εν λόγω δίκαιο, υπήρξαν άκαρπες, μάταιες, και αν μη τι άλλο δείχνουν την επιθυμία μερικών να υπερασπισθούν αρχαίες περιπτώσεις κρατικής αυθαιρεσίας.
Κατακλείδα της παραπάνω απολογητικής γραμμής ήταν η παρουσίαση του Χριστιανού ως νομοταγή πολίτη. Στο πνεύμα αυτό συντάχθηκε και η πρώτη απολογία του Αγίου Ιουστίνου. Παραλήπτες της ήταν ο αυτοκράτορας Αντωνίνος ο Ευσεβής (Πίος), οι γιοι του Μάρκος Αυρήλιος (Βηρίσσιμος) και Λούκιος Αίλιος Βήρος, η σύγκλητος και ο δήμος:
Αυτοκράτορι Τίτω Αιλίω Αντωνίνω Ευσεβεί
Σεβαστώ Καίσαρι
Και Ουηρισσίμω υιώ Φιλοσόφω
Και Λουκίω φιλοσόφου Καίσαρος φύσει υιώ
Και Ευσεβούς εισποιητώ, παιδείας εραστή,
Ιερά τε Συγκλήτω και Δήμω παντί Ρωμαίων.
Τα θέματα που εξετάζονται στην απολογία αυτή είναι τα εξής:
Α) Πρόλογος κεφ. 1
Β) Έκκληση για δίκαιη κρίση της χριστιανικής υπόθεσης κεφ. 2-8
Γ) Χριστιανική πίστη και βίος κεφ. 9-20
Δ) Ανωτερότητα του Χριστιανισμού έναντι της ειδωλολατρίας κεφ. 21-29
Ε) Μαρτυρίες της θεότητος του Ιησού κεφ. 30-53
Στ) Η ειδωλολατρία ως μίμηση του Χριστιανισμού κεφ. 54-60
Ζ) Η χριστιανική λατρεία κεφ. 61-67
Η) Επίλογος κεφ. 68.
Το πρώτο απόσπασμα που χρησιμοποιούν οι Zeitgeist-ές βρίσκεται στο 21ο κεφ. και έχει ως εξής:
«Εξ’ άλλου με το να λέγωμεν ότι ο Λόγος, ο οποίος είναι το πρώτον γέννημα του Θεού, εγεννήθη χωρίς επιμιξίαν, ο Ιησούς Χριστός ο διδάσκαλος ημών, και ότι ο σταυρωθείς, αποθανών και αναστάς ανήλθεν εις τον ουρανόν, δεν φέρομεν τίποτε νέον πέρα από τους λεγομένους από σας υιούς του Διός. Διότι γνωρίζετε πόσους υιούς του Διός απαριθμούν οι μεταξύ σας τιμώμενοι συγγραφείς˙ τον Ερμήν ο οποίος είναι λόγος ερμηνευτικός και διδάσκαλος όλων, τον Ασκληπιόν ο οποίος υπήρξε θεραπευτής και κεραυνοκτυπημένος ανήλθεν εις τον ουρανόν, τον Διόνυσον ο οποίος κατεσπαράχθη, τον Ηρακλή ο οποίος δια να αποφύγη τους πόνους παρέδωσεν εαυτόν εις το πυρ, καθώς επίσης και τους Διόσκουρους από την Λήδαν, τον Περσέα από την Δανάη, τον Βελερεφόντην ο οποίος αν και άνθρωπος ίππευε τον Πήγασον.
Τι χρειάζεται να μνημονεύσομεν την Αριάδνην και τους ομοίως με αυτήν μεταβληθέντας εις αστέρας, όπως λέγεται; Τι χρειάζεται να μνημονεύσωμεν και τους αποθνήσκοντας μεταξύ σας αυτοκράτορας, δια τους οποίους ισχυρίζεσθε ότι απαθανατίζονται και παρουσιάζουν κάποιον ο οποίος ορκίζεται ότι είδε τον κατακαέντα Καίσαρα να ανέρχεται εις τον ουρανόν; Ποίαι ιστορούνται αι πράξεις των λεγομένων υιών του Διός, δεν είναι ανάγκη να το είπω προς ανθρώπους γνωρίζοντας, πλην του ότι ταύτα έχουν γραφή προς ωφέλειαν και διδασκαλίαν των εκπαιδευομένων˙ διότι όλοι νομίζουν ότι είναι καλόν να γίνωνται μιμηταί των θεών. Μακράν από σώφρονα ψυχήν τοιαύτη έννοια περί θεών, ώστε να παραδεχθώμεν ότι και αυτός ο κατ’ αυτούς ηγεμών και γεννήτωρ πάντων Ζευς έγινε πατροκτόνος, και μάλιστα, και μάλιστα τοιούτου πατρός, και μάλιστα τοιούτου πατρός, ότι υποκύψας εις έρωτα κακών και αισχρών ηδονών επέβη του Γανυμήδου και των πολλών μοιχευθεισών γυναικών, και ότι τα τέκνα του έπραξαν παρόμοια. Αλλά, όπως είπομεν προηγουμένως, ταύτα έπραξαν οι φαύλοι δαίμονες˙ ημείς δε έχομεν διδαχθή ότι απαθανατίζονται μόνο οι οσίως και εναρέτως ζώντες πλησίον του Θεού, πιστεύομεν δε ότι τιμωρούνται με το αιώνιον πυρ οι αδίκως ζώντες και μη μεταστρεφόμενοι[v]».
Δύο θέματα προκύπτουν στο παραπάνω χωρίο. Το πρώτο είναι οι επιφανειακές ομοιότητες γεγονότων της ζωής του Χριστού με ειδωλολατρικούς μύθους. Το δεύτερο είναι οι ουσιαστικές διαφορές τους, που έχουν καταλυτική επίδραση στην ζωή των Χριστιανών και των ειδωλολατρών, «διότι όλοι νομίζουν ότι είναι καλόν να γίνωνται μιμηταί των θεών». Ο βίος των ειδωλολατρών είναι ηθικά υποβαθμισμένος, διότι ως πρότυπά τους έχουν θεούς πατροκτόνους, μοιχούς, ομοφυλόφιλους.
Το κλειδί για την ερμηνεία και αιτιολόγηση των ομοιοτήτων βρίσκεται παρακάτω στο έργο του μάρτυρα Ιουστίνου, το οποίο χρησιμοποιούν και οι Zeitgeist-ές, για να λοιδορήσουν, εφόσον δεν τους συμφέρει η σοβαρή άποψη του μάρτυρα:
«Οι δε παραδίδοντες τας μυθοποιίας των ποιητών δεν προσφέρουν καμίαν απόδειξιν εις τους διδασκομένους νέους˙ και μάλιστα αποδεικνύομεν ότι οι μύθοι ούτοι έχουν λεχθεί κατ’ ενέργειαν των φαύλων δαιμόνων προς εξαπάτησιν και παραπλάνησιν του ανθρωπίνου γένους. Πράγματι ακούσαντες ούτοι ότι διά των προφητών κηρύσσεται ότι θα έλθη ο Χριστός και θα τιμωρηθούν δια πυρός οι ασεβείς άνθρωποι, υπέβαλον να λεχθή ότι έγιναν πολλοί υιοί Διός, νομίζοντες ότι θα δυνηθούν να επιτύχουν ώστε οι άνθρωποι να θεωρήσουν τα περί Χριστού αναφερόμενα ως τερατολογίαν και όμοια με τα λεχθέντα των ποιητών. Ταύτα δε ελέχθησαν και μεταξύ των Ελλήνων και μεταξύ όλων των εθνών, όπου επληροφορούντο ότι οι προφήται προεκήρυσσον ότι θα πιστευθή περισσότερον ο Χριστός[vi]».
Ανακεφαλαιώνοντας μέχρι αυτό το σημείο, καταλαβαίνουμε τι πραγματικά είπε ο μάρτυρας Ιουστίνος. Απαντώντας στις κατηγορίες των ειδωλολατρών, ότι τα γεγονότα τα σχετικά με την ζωή του Χριστού είναι τερατολογίες, γράφει ότι όχι μόνο τερατολογίες δεν είναι αλλά ομοιάζουν με όσα οι αρχαίοι ποιητές γράφουν για τους δικούς τους θεούς. Δεν πίστευε, λοιπόν, όπως διατείνονται οι Zeitgeist-ές ότι ο Χριστιανισμός είναι μια θρησκεία όμοια με τις υπόλοιπες ειδωλολατρικές, ούτε ότι υπάρχουν παραλληλισμοί. Αιτιολογεί τις ομοιότητες με τις ενέργειες των δαιμόνων προς παραπλάνηση του κόσμου.
Ο Ιουστίνος γνώριζε πολύ καλά ότι απευθύνονταν σε ειδωλολατρικό κοινό. Γνώριζε ότι οι δαίμονες, τους οποίους αναφέρει ήταν οι θεοί όσων τον άκουγαν. Επίσης γνώριζε ότι οι παραλήπτες της απολογίας του, εκτός του αυτοκρατορικού αξιώματος, είχαν την φιλοσοφική ιδιότητα και ήταν αρκούντως πεπαιδευμένοι. Γι’ αυτό και η απολογία του διαχειρίζεται το θέμα και με στοιχεία που βρίσκονται σε απολογίες που απευθύνονται σε φιλοσόφους.
Ένα τέτοιο στοιχείο ήταν η πεποίθηση ότι ο Πλάτωνας δανείσθηκε τα στοιχεία της θεολογίας του από τον Μωυσή. Αυτό ήταν γνωστό στον αρχαίο και μεσαιωνικό κόσμο. Γράφει, λοιπόν:
«Δια να μάθετε δε ότι ο Πλάτων την αντίληψιν ότι ο Θεός κατασκεύασε τον κόσμον δια μεταποιήσεως της αμόρφου ύλης παρέλαβεν από τον ιδικόν μας διδάσκαλον, εννοούμεν δε τον Λόγον ο οποίος εμίλησε δια των προφητών, ακούσατε τι αυτολεξεί είπεν ο Μωυσής, ο προδηλωθείς πρώτος προφήτης και αρχαιότερος των Ελλήνων συγγραφέων» (Α’ Απολογία 59.1).
«Και το αναφερόμενον δε εις τον Τιμαίον του Πλάτωνος περί της φύσεως του Υιού του Θεού, όταν λέγη, “ετοποθέτησεν αυτόν ωσάν Χ εις το σύμπαν[vii]”, το είπε παραλαβών αυτό ομοίως από τον Μωυσήν» (Α’ Απολογία 60,1).
«Δεν είμεθα λοιπόν ημείς εκείνοι οι οποίοι έχομεν τας αυτάς γνώμας με τους άλλους, αλλά οι άλλοι όλοι λέγουν τα ιδικά μας μιμούμενοι» (Α’ Απολογία 60,11)
Η είδηση ότι ο Πλάτων διαμόρφωσε την θεολογία του με στοιχεία που παρέλαβε από τα έργα του Μωυσή, τα οποία διδάχθηκε στην Αίγυπτο, δεν ήταν ούτε καινούργια ούτε εφεύρημα των Χριστιανών απολογητών. Επίσης γνώριζαν ότι όχι μόνο ο Πλάτωνας αλλά και άλλες σημαίνουσες προσωπικότητες της αρχαίας ελληνικής σκέψης είχαν γνωρίσει στην Αίγυπτο την θεολογία και τους νόμους του Μωϋσή, όπως ο Ηρόδοτος, ο Σόλων, ο Θαλής, ο Πυθαγόρας και άλλοι. Ήδη λίγα χρόνια πριν ο Πλούταρχος, ο μύστης των ειδωλολατρικών μυστηρίων το είχε επιβεβαιώσει στο έργο του Περί Ίσιδος και Οσίριδος (§4). Και αυτό δεν το επαναλάμβαναν μόνο οι Χριστιανοί απολογητές της περιόδου των διωγμών, αλλά και οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, μέχρι τον πρώτο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως επί Τουρκοκρατίας, τον Γεννάδιο Σχολάριο.
Λέγει για παράδειγμα ο απολογητής Τατιανός, ακολουθώντας την ίδια υπερασπιστική γραμμή:
«Επομένως αποδείχθη από τα προειρημένα ότι ο Μωυσής είναι πρεσβύτερος των ηρώων, πόλεων, δαιμόνων. Και πρέπει να πιστεύομεν εις τον αρχαιότερων κατά την ηλικίαν, παρά εις τους Έλληνας, οι οποίοι ηρύσθησαν τα δόγματα εκείνου, ως από πηγήν, όχι κατ’ επίγνωσιν. Διότι οι σοφισταί αυτών, χρησιμοποιούντες πολλήν περιέργειαν, όσα έμαθαν από τα του Μωυσέως και των ομοίως με αυτόν φιλοσοφούντων, επιχείρησαν να παραχαράξουν πρώτον μεν δια να νομισθούν ότι λέγουν κάτι ιδικόν των, δεύτερον δε δια να επικαλύψουν όσα δεν κατενόησαν με κάποιαν επίπλαστον ρητολογίαν και να μεταστρέψουν την αλήθειαν εις μυθοπλασίαν[viii]»
Στο σημείο αυτό ο Τατιανός δεν εξηγεί μόνο τις ομοότητες, αλλά και τις διαφορές με τις αδυναμίες τις ψυχοσύνθεσης των ειδωλολατρών σοφών.
Ομοίως και ο Γεννάδιος Σχολάριος στο έργο του Κατά των Πλήθωνος αποριών επ’ Αριστοτέλη αναφέρει:
«Αναξαγόρας δε μόνον και Πυθαγόρας τοις Αιγυπτίοις σοφοίς συγγινόμενοι, πολλά παρ’ Ιουδαίων της αληθείας μαθήματα δεξαμένοις, ηδυνήθησαν τι επεκείνα των άλλων περί της αφανούς των όντων αρχής αποφήνασθε˙ Πλάτων δε σπουδαιότατος των προ αυτού πάντων γεγεννημένος, και άμα εκ των Αναξαγόρου και Πυθαγόρου, αμυδράς τινας της υψηλοτέρας αληθείας εμφάσεις δεξάμενος, πλεύσας εις Αίγυπτον ως Ιερώνυμος ιστορεί, και Πλούταρχος και προ αυτών Ξενοφών˙ και αυτός δε υπέρ εαυτού, εκείθεν πολλά της ιεράς αληθείας εδέξατο σπέρματα»
«Αλλά ει τε δεδιώς τας υποψίας του υπερόριον σοφίαν εις Έλληνας μετακομίσαι, ει τε και βουλόμενος Ελληνισμόν τινά μεταπλασμένον ενστήσασθαι, ει τε και ούτω κρίνων κακώς ου πάντα επείθετο τω Μωυσεί˙ αλλά τω καθαρώ της εκείνου θεολογίας πολλά των ποιητικών συνεκέρασε λήρων, ουκ αν είη ράδιον αποφήνασθαι[ix]».
Στο απόσπασμα αυτό ο Γεννάδιος Σχολάριος ακολουθεί τον Τατιανό στην εξήγηση των διαφορών, τις οποίες εντοπίζει στον τρόπο που μεταφέρθηκε η θεολογία του Μωυσή και μεταπλάσθηκε στα έργα των φιλοσόφων και ειδικά του Πλάτωνα. Τρεις οι αιτίες αυτής της διαφοροποίησης, α) οι Έλληνες δεν μπορούσαν να δεχθούν «υπερόριον σοφίαν» διότι γι’ αυτούς ήταν βαρβαρική, β) ελληνοποίηση της θεολογίας του Μωυσή από τον Πλάτωνα, γ) δεν κατάλαβε ο Πλάτωνας όλα όσα είπε ο Μωυσής (κρίνων κακώς).
Η επίδραση, λοιπόν, της θείας αποκάλυψης, μέσω του Μωυσή και των προφητών, στην αρχαία ελληνική σκέψη ήταν κοινός τόπος στον αρχαίο και μεσαιωνικό κόσμο. Η πληροφορία ότι η μετάδοση έγινε μέσω της αρχαίας Αιγύπτου δείχνει ότι τα χρόνια συνύπαρξης Αιγύπτιων και Ισραηλιτών επηρέασαν τους πρώτους, και όχι το αντίστροφο όπως ισχυρίζονται οι Zeitgeist-ες.
Η υπόθεση που θέλει τον Χριστιανισμό να επηρεάζεται από την αρχαία ελληνική σκέψη και φιλοσοφία είναι γέννημα των νεοτέρων χρόνων, εφεύρημα της φραγκικής προπαγάνδας. Ένας από τους πρώτους Έλληνες που ακολούθησαν την γραμμή αυτή εκ Παρισίων, ο Μηνάς Μηνωϊδης (1790-1860), ο και εκδότης του κειμένου, αντέδρασε, καταχωρώντας στις υποσημειώσεις την άποψή του, ότι στο έργο του Μωυσή δεν γίνεται αναφορά ούτε σε ανάσταση νεκρών, ούτε σε αγγέλους.
Έκτοτε η άποψη ότι ο Χριστιανισμός επηρεάστηκε από τον Ελληνισμό, προπαγανδίστηκε αρκούντως, δίνοντας χαρά στους απανταχού νεοειδωλολάτρες και νεοπαγανιστές. Τώρα αναπαράγεται και από τους Zeitgeist-ές. Αλλά τα αρχαία κείμενα μας λέγουν το αντίστροφο.
Πέραν τούτου οι Zeitgeist-ές συλλαμβάνονται να ψεύδονται για άλλη μια φορά. Τους διαψεύδει ο ίδιος ο μάρτυρας Ιουστίνος, στον οποίο αναφέρονται:
«Ου τα αυτά ουν ημείς άλλοις δοξάζομεν, αλλ’ οι πάντες τα ημέτερα μιμούμενοι λέγουσι»
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ // ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
[i] Το περιστατικό καταγράφηκε στον Διάλογο προς Τρύφωνα 3.1-7.3
[ii] Διάλογος, 8.2
[iii] Απολογία Β’ 3.1
[iv] Αναλυτικότερα στο Geoffrey Ernest Croix, Χριστιανισμός και Ρώμη, μετ. Κράλλη Ιωάννα, ΜΙΕΤ 2005.
[v] Α’ Απολογία 21.1-21.6 μετάφραση Παναγιώτου Χρήστου, στην σειρά ΕΠΕ, Απολογητές, τ. 1 σελ. 110-111, των εκδόσεων Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1985.
[vi] Α’ Απολογία 54.1-4, μετάφραση Παναγιώτου Χρήστου ο.π. σελ. 169.
[vii] Τιμαίος 36 BC, περί της ψυχής του σύμπαντος.
[viii] Προς Έλληνας 40, μετάφραση Παναγιώτου Χρήστου στην σειρά ΕΠΕ, Απολογητές, τ.2 σελ. 101, Θεσσαλονίκη 1986.
[ix] Έκδοση Μηνά Μηνωίδη, Λονδίνο Παρίσι Βιέννη Οξφόρδη 1858, σελ. 83 & 85.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου