Περί «αποκαθηλώσεως» των θρησκευτικών συμβόλων
(εικόνων και ευαγγελίων) από τα Ελληνικά Δικαστήρια
Γ.Γ.Ε.
Από το περιοδικό «Η Δράσις μας», τεύχος 481, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2010
(εικόνων και ευαγγελίων) από τα Ελληνικά Δικαστήρια
Γ.Γ.Ε.
Από το περιοδικό «Η Δράσις μας», τεύχος 481, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2010
Σύμφωνα με δημοσίευμα καθημερινής εφημερίδας («Καθημερινή» 9.4.2010) τρεις δικηγόροι στη Θεσσαλονίκη (ο ένας άθεος, η άλλη βουδίστρια και ο τρίτος «δηλώνει μεν Χριστιανός ορθόδοξος, αλλά δεν δέχεται, ωστόσο, την εμπλοκή των συμβόλων της πίστης στην ενάσκηση της κοσμικής εξουσίας») υπέβαλαν προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρατείας και «ζητούν, με το επιχείρημα της θρησκευτικής ουδετερότητας, να απομακρυνθούν οι εικόνες από τα δικαστήρια», υποστηρίζοντας ότι η ανάρτηση των εικόνων στα δικαστήρια παραβιάζει «την ακρογωνιαία λίθο του ανθρωποκεντρικού μας πολιτεύματος, δηλαδή το άρθρο 2§1 του Συντάγματος, πού ορίζει ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας»......
Σ' αυτή την κίνηση κάνει αίσθηση ότι η προσφυγή υπογράφεται από τρεις μόνο δικηγόρους, δεδομένου ότι στην Ελληνική Επικράτεια υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες συναδέλφων τους (στην Αθήνα μόνο περί τις δεκαπέντε χιλιάδες), ενώ χιλιάδες δικαστές συμμετέχουν στην άσκηση της δικαστικής εξουσίας. Διερωτάται κανείς αν η προσφυγή έχει δημοκρατικό έρεισμα και «ανθρωποκεντρική» βάση, ή συνιστά μια εγωκεντρική απαίτηση για δικαίωση προσωπικών... «ευαισθησιών».
Εντύπωση κάνει επίσης η επίκληση του αναφερθέντος άρθρου του Συντάγματος.
Πώς στο άρθρο αυτό μπορεί να κατοχυρωθεί «το ευαίσθητο ζήτημα της αποκαθηλώσεως των θρησκευτικών συμβόλων (εικόνες, ευαγγέλιο) από τους χώρους της δικαιοσύνης», εφ' όσον σύμφωνα με το Σύνταγμα «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού (...), πού γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό» (άρθρο 3 §1); Μήπως έχει αλλάξει το κείμενο του Συντάγματος;
Οι τρεις προσφεύγοντες, ως δικηγόροι, δεν γνωρίζουν ότι η τροποποίηση του γίνεται μόνο από τη νομοθετική εξουσία; Άλλωστε το Διοικητικό Εφετείο της Θεσσαλονίκης — στο όποιο επίσης είχαν προσφύγει οι τρεις δικηγόροι — στις 18 Ιανουαρίου 2010 έκρινε ομόφωνα ότι το αίτημα τους θίγει ένα θέμα, «πού συνδέεται με την ιστορία του Ελληνικού Έθνους, και μόνη αρμοδία να τοποθετηθεί είναι η Πολιτεία και όχι οι διοικούντες τα δικαστήρια». Και πολύ σωστά.
Μήπως στη συγκεκριμένη περίπτωση [του άθεου κυρίου, της βουδίστριας κυρίας και του ορθόδοξου αδελφού, στον όποιο όμως διαφεύγει ο λόγος του Κυρίου «όστις αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων...» (Ματθ. ι' 33)], η ενόχληση δεν είναι από τα σύμβολα, αλλά από την εικόνα του ζωντανού Υιού του Θεού και του Ευαγγελίου Του; Εκείνος ο λόγος του γέροντα Συμεών: «Ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών (...) και εις σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. β' 34) επαληθεύεται στους αιώνες.
Αν ζούσε ο αθηναίος Σωκράτης, πού έμεινε και πλήρωσε με τη ζωή του την άδικη απόφαση του δικαστηρίου της πατρίδας του, με την πράα και πειστική φωνή του θα επαναλάμβανε τα λόγια της απολογίας του προς τους δικαστές του: «...τον λοιπόν βίον καθεύδοντες διατελοίτ' αν, ει μη τίνα άλλον ο θεός υμίν επιπέμψειε κηδόμενος υμών» (Πλάτωνος Απολογία Σωκράτους XVIII, 31α).
Η πρόρρηση του αθηναίου Σοφού έχει πραγματοποιηθεί εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Ο «Άλλος», ο Υιός της αγάπης του Θεού, έχει έλθει και έχει μαρτυρήσει «τη αληθεία». Είναι Αυτός πού καθιέρωσε τη μοναδικότητα «της αξίας του ανθρώπου» και την ελευθερία του ανθρώπινου προσώπου.
Οι υποκριτές δικαστές Του, οι Αρχιερείς και ο Πιλάτος, Τον καταδίκασαν στο θάνατο του σταυρού. Και ήρθε ο ένας, ο ευσχήμων βουλευτής, Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, πού «τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον», και ζήτησε το πανάχραντο θείο Σώμα με τα σημάδια της υπέρτατης θυσίας για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Γιατί τάχα σήμερα, με τόσο μένος, τρεις Έλληνες δικηγόροι να ζητούν την αποκαθήλωση της εικόνας του προσώπου Του από τις αίθουσες απονομής της ανθρώπινης δικαιοσύνης σε μια Ορθόδοξη Χριστιανική Πολιτεία; Μήπως αυτή η απαίτηση συνιστά κίνηση επέμβασης κατά «της επικρατούσας θρησκείας»;
Για τους Ιουδαίους πάντως υπάρχει εκείνο το «όψονται εις ον εξεκέντησαν» (Ίω. θ' 37)... Για την Εκκλησία Του το «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ιστ' 18).
Και για μας μήπως το «Λαός μου, τί εποίησά σοι;»...
Σ' αυτή την κίνηση κάνει αίσθηση ότι η προσφυγή υπογράφεται από τρεις μόνο δικηγόρους, δεδομένου ότι στην Ελληνική Επικράτεια υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες συναδέλφων τους (στην Αθήνα μόνο περί τις δεκαπέντε χιλιάδες), ενώ χιλιάδες δικαστές συμμετέχουν στην άσκηση της δικαστικής εξουσίας. Διερωτάται κανείς αν η προσφυγή έχει δημοκρατικό έρεισμα και «ανθρωποκεντρική» βάση, ή συνιστά μια εγωκεντρική απαίτηση για δικαίωση προσωπικών... «ευαισθησιών».
Εντύπωση κάνει επίσης η επίκληση του αναφερθέντος άρθρου του Συντάγματος.
Πώς στο άρθρο αυτό μπορεί να κατοχυρωθεί «το ευαίσθητο ζήτημα της αποκαθηλώσεως των θρησκευτικών συμβόλων (εικόνες, ευαγγέλιο) από τους χώρους της δικαιοσύνης», εφ' όσον σύμφωνα με το Σύνταγμα «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού (...), πού γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό» (άρθρο 3 §1); Μήπως έχει αλλάξει το κείμενο του Συντάγματος;
Οι τρεις προσφεύγοντες, ως δικηγόροι, δεν γνωρίζουν ότι η τροποποίηση του γίνεται μόνο από τη νομοθετική εξουσία; Άλλωστε το Διοικητικό Εφετείο της Θεσσαλονίκης — στο όποιο επίσης είχαν προσφύγει οι τρεις δικηγόροι — στις 18 Ιανουαρίου 2010 έκρινε ομόφωνα ότι το αίτημα τους θίγει ένα θέμα, «πού συνδέεται με την ιστορία του Ελληνικού Έθνους, και μόνη αρμοδία να τοποθετηθεί είναι η Πολιτεία και όχι οι διοικούντες τα δικαστήρια». Και πολύ σωστά.
Μήπως στη συγκεκριμένη περίπτωση [του άθεου κυρίου, της βουδίστριας κυρίας και του ορθόδοξου αδελφού, στον όποιο όμως διαφεύγει ο λόγος του Κυρίου «όστις αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων...» (Ματθ. ι' 33)], η ενόχληση δεν είναι από τα σύμβολα, αλλά από την εικόνα του ζωντανού Υιού του Θεού και του Ευαγγελίου Του; Εκείνος ο λόγος του γέροντα Συμεών: «Ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών (...) και εις σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. β' 34) επαληθεύεται στους αιώνες.
Αν ζούσε ο αθηναίος Σωκράτης, πού έμεινε και πλήρωσε με τη ζωή του την άδικη απόφαση του δικαστηρίου της πατρίδας του, με την πράα και πειστική φωνή του θα επαναλάμβανε τα λόγια της απολογίας του προς τους δικαστές του: «...τον λοιπόν βίον καθεύδοντες διατελοίτ' αν, ει μη τίνα άλλον ο θεός υμίν επιπέμψειε κηδόμενος υμών» (Πλάτωνος Απολογία Σωκράτους XVIII, 31α).
Η πρόρρηση του αθηναίου Σοφού έχει πραγματοποιηθεί εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Ο «Άλλος», ο Υιός της αγάπης του Θεού, έχει έλθει και έχει μαρτυρήσει «τη αληθεία». Είναι Αυτός πού καθιέρωσε τη μοναδικότητα «της αξίας του ανθρώπου» και την ελευθερία του ανθρώπινου προσώπου.
Οι υποκριτές δικαστές Του, οι Αρχιερείς και ο Πιλάτος, Τον καταδίκασαν στο θάνατο του σταυρού. Και ήρθε ο ένας, ο ευσχήμων βουλευτής, Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, πού «τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον», και ζήτησε το πανάχραντο θείο Σώμα με τα σημάδια της υπέρτατης θυσίας για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Γιατί τάχα σήμερα, με τόσο μένος, τρεις Έλληνες δικηγόροι να ζητούν την αποκαθήλωση της εικόνας του προσώπου Του από τις αίθουσες απονομής της ανθρώπινης δικαιοσύνης σε μια Ορθόδοξη Χριστιανική Πολιτεία; Μήπως αυτή η απαίτηση συνιστά κίνηση επέμβασης κατά «της επικρατούσας θρησκείας»;
Για τους Ιουδαίους πάντως υπάρχει εκείνο το «όψονται εις ον εξεκέντησαν» (Ίω. θ' 37)... Για την Εκκλησία Του το «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ιστ' 18).
Και για μας μήπως το «Λαός μου, τί εποίησά σοι;»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου