πηγή: Μητρόπολη Κυθήρων
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΚΥΘΗΡΩΝ & ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ
Τ.Κ. 801 00 Κ Υ Θ Η Ρ Α
ΤΗΛ.:2736031202 & 2736038359
FAX :2736031202
Ἐν Κυθήροις τῇ 16ῃ Σεπτεμβρίου 2010 Ἀριθ. Πρωτ.: 855
Πρός
Τήν Ἱεράν Σύνοδον
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰωάννου Γενναδίου 14
115 21 Ἀθήνας
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Συνοδικοί,
Εὐσεβάστως προάγομαι νά ἀναφέρω τῇ Ἱερᾷ ἡμῶν Συνόδῳ, κατόπιν τοῦ μή εἰσέτι ἀπαντηθέντος ὑπ' ἀριθ. 493/1-6-2010 ἡμετέρου ἐγγράφου, ἀφορῶντος εἰς τήν διευθέτησιν καί διαλεύκανσιν σοβαροτάτης ἐκκλησιολογικῆς παρεκκλίσεως Σεβασμιωτάτου Ἀδελφοῦ Μητροπολίτου, τά ἀκόλουθα :
1. Ἀνεπισήμως ἐπληροφορήθην ὅτι τό εἰρημένον ἔγγραφόν μου, τεθέν ὑπ' ὄψιν τῆς προηγουμένης Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, παρεπέμφθη εἰς τήν Συνοδικήν Ἐπιτροπήν ἐπί τῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν Ζητημάτων. Ὁ Σεβ. Πρόεδρος τῆς Συνοδικῆς αὐτῆς Ἐπιτροπῆς Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως καί Θάσου κ.Προκόπιος ἔλαβε τήν εὐγενῆ πρωτοβουλίαν -διό καί τόν εὐχαριστῶ θερμῶς- νά μέ ἐνημερώσῃ προφορικῶς, εἰς τό διάλειμμα τῆς ἐκτάκτως συνεδριασάσης κατά μῆνα Ἰούνιον ἐ.ἔ. Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας ἡμῶν, περί τῆς λήψεως τοῦ ἐν θέματι ἐγγράφου μου καί τῆς ἀναπέμψεώς του εἰς τήν Δ.Ι.Σ. διά τά κατ' αὐτήν, ἄνευ σχολίων καί παρατηρήσεων, ὡς ἀντελήφθην......
2. Ὁ περί οὗ ὁ λόγος Σεβ.Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ.Χρυσόστομος, λαβών γνῶσιν τοῦ ἐν θέματι ἐγγράφου μου, δέν ἀπήντησεν ἐπί τῆς οὐσίας τοῦ θιγομένου τρισμεγίστου καί οὐσιώδους ἐκκλησιολογικοῦ θέματος, ἀλλ' ἀντί τούτου ἐξετράπη εἰς ἀπαξιωτικάς καί μειωτικάς διά τό πρόσωπον καί τήν θεολογικήν μου κατάρτισιν ἐκφράσεις.
Ἀντιπαρέρχομαι τό θέμα αὐτό, διότι ἀφορᾶ εἰς τό πρόσωπόν μου καί ἐπιμένω εἰς τήν διόρθωσιν τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ ἀτοπήματος.Ἐκ τῆς ἀπαντητικῆς του ἐπιστολῆς πρόδηλον τυγχάνει ὅτι δέν κατενόησε τό εὖρος καί τό βάθος τῆς ὑποδειχθείσης καιρίας ἐκκλησιολογικῆς ἀποκλίσεως, διό καί ἀπαντητικῶς γράφει εἰς τήν ἀπό 15/7/2010 ἐπιστολήν του, σελ.2, 3α, τά ἑξῆς : «Τήν ἐπιφύλαξη τοῦ Σεβ. Κυθήρων δέν τήν ἔχει ἐκφράσει μέχρι σήμερα οὔτε προφορικά, οὔτε γραπτά ὁ Ἐλλογιμώτατος Καθηγητής κ.Δημήτριος Τσελεγγίδης, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τήν ἐπιστολή, τήν ὁποίαν ἐπικαλεῖται ὁ Σεβ. Κυθήρων, καί μέ τόν ὁποῖον κατ' ἀντίληψιν ἐπικοινώνησα τόσο τηλεφωνικά ὅσο καί διά ζώσης, ἐξ ἀφορμῆς πανεπιστημιακῶν θεμάτων καί ὑποχρεώσεων.
Ἕνα τέτοιου εἴδους σοβαρό ἐκκλησιολογικό ἀτόπημα πέρασε ἀπαρατήρητο ἀπό τόν καταξιωμένο Καθηγητή τῆς Δογματικῆς καί Συμβολικῆς Θεολογίας καί ἀσχολίαστο;».
3. Ὅταν, ὅμως, ὁ «καταξιωμένος»καί «διακεκριμένος», κατά τούς ὀρθούς καί δικαίους χαρακτηρισμούς τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας, Καθηγητής κ.Δημήτριος Τσελεγγίδης, προκαλούμενος, ἔλυσε τήν ἐπί μῆνας τινας ᾐτιολογημένην σιωπήν του καί ὡς ὁ καθ' ὕλην ἁρμόδιος Πανεπιστημιακός διδάσκαλος, ὀρθοτομῶν τόν λόγον τῆς Θείας Ἀληθείας, καί ἐν προκειμένῳ τῆς Ἐκκλησιολογικῆς Ἀληθείας, οὐ μόνον προσεπεβεβαίωσε καί προσεπεκύρωσε τά περί τοῦ κορυφαίου τούτου δογματικοῦ - ἐκκλησιολογικοῦ θέματος γραφέντα καί ὑπό τῆς ταπεινότητός μου, ἀλλ' ἐν συναισθήσει τελῶν τοῦ μεγέθους τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ τούτου ἀτοπήματος μετά παρρησίας καί τόλμης, αἰτιολογῶν τήν τοποθέτησίν του, προσέθεσε τά ἑξῆς : «... καί τοῦτο, γιατί ὡς δογματολόγος γνωρίζω, ὅτι ἐκπίπτει ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὁ κάθε πιστός -καί πολύ περισσότερο ὁ Κληρικός- πού συνειδητά ἀμφισβητεῖ ἤ ἀπορρίπτει μερικῶς ἤ ὁλικῶς τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή διατυπώνεται μέ ἀκρίβεια στούς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Γιατί, ἀσφαλῶς, κανείς δέν μπορεῖ νά καταλύει οὔτε νά σχετικοποιεῖ τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή κανείς δέν βρίσκεται ὑπεράνω αὐτῆς» (βλ. ἐπιστολή Δημ. Τσελεγγίδη, Καθηγητοῦ, πρός τόν Σεβ.Μεσσηνίας, Θεσ/νίκη 7-7-2010, σελ.2), τότε ἐξαίφνης ὁ κατηξιωμένος Καθηγητής ἐξέπεσεν εἰς ἀπηξιωμένον καί ὁ διακεκριμένος ἐλογίσθη ὡς κατώτερος ἑνός «πρωτοετοῦς μεταπτυχιακοῦ φοιτητοῦ τῆς Δογματικῆς» (βλ. ἐπιστολή Σεβ.Μεσσηνίας πρός τόν Καθηγ. κ.Δημ. Τσελεγγίδην, Καλαμάτα 15/7/2010, σελ.11), χρησιμοποιῶν «παιδαριώδεις δικαιολογίες» (Αὐτόθι, σελ.1).
Ταπεινῶς δέ φρονῶ ὅτι ἡ τοιαύτη μεταπτωτική φορά καί ἡ ἀπότομος αὐξομείωσις τῆς ἐκτιμήσεως καί τῆς ὑπολήψεως προσώπου τινος, καί δή κατ' ἀνοίκειον τρόπον καί διά βαρέων ἀπαξιωτικῶν φράσεων, εἶναί τι τό ἥκιστα τιμητικόν δι' ἕνα Ἱεράρχην καί συνάμα Πανεπιστημιακόν καθηγητήν καί χρῄζει ἀμέσου διορθώσεως καί ἀνακλήσεως εἰς τήν τάξιν ὑπό τῆς οἰκείας προϊσταμένης Ἀρχῆς.
4. Ὁ Καθηγητής κ.Δημ.Τσελεγγίδης εἰς ἀμφοτέρας τάς ἀπαντητικάς ἐπιστολάς του (7-7-2010 καί 19-8-2010), θεωρῶν ὅτι μέ τήν ἐκκλησιολογικήν τοποθέτησιν τοῦ Σεβ. Μεσσηνίας («Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι Μία καί Ἀδιαίρετη, πρίν τό σχίσμα, σήμερα εἶναι διῃρημένη, ἀφοῦ βρισκόμαστε σέ σχίσμα, αὐτό ἐπιβεβαιώνει τό περιεχόμενο τῆς §41 τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας», ἐπιστολή Σεβ.Μεσσηνίας πρός τόν Καθηγητήν κ.Τσελεγγίδην 1-10-2009, σελ.4, παρ.γ') καί τήν ἑτέραν ταυτόσημον («Τό σχίσμα τοῦ 1054 σημαίνει διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας. Νομίζω ὅτι οὐδεμία ἀμφισβήτηση ὑφίσταται ... ὅτι ἔχουμε διῃρημένη τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν εὑρισκομένην ὑπό τήν Μίαν Κεφαλήν τοῦ Σώματος, τόν Χριστόν», Ἐπιστολή Σεβ. Μεσσηνίας 15-7-2010 πρός τόν Καθηγητήν κ.Τσελεγγίδην σελ. 6Γ) «ἀλλοιώνεται οὐσιωδῶς ἡ δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας» (Ἐπιστολή Καθηγητοῦ Δημ.Τσελεγγίδη πρός τόν Σεβ.Μεσσηνίας 7-7-2010, σελ.3), ὑπεραμύνεται τοῦ κορυφαίου τούτου ἐκκλησιολογικοῦ δόγματος, ἐκφράζων σαφῶς, θεολογικῶς καί ἁγιοπατερικῶς τήν περί τούτου πίστιν καί δογματικήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, διατυπουμένην ἐν τοῖς Ὅροις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί δή ἐν τῷ Ἱερῷ Συμβόλῳ τῆς Πίστεως ἡμῶν, τῷ τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, διαδηλοῦντι καθαρῶς καί ἀπεριφράστως τήν πίστιν καί προσήλωσιν εἰς τήν «Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν».
5. Ἐνῷ δέ σαφῶς, ἐναργῶς καί ἀπεριφράστως, συμφώνως τῇ Ὀρθοδόξῳ Δογματικῇ διδασκαλίᾳ τῆς Ἐκκλησίας μας καί τοῖς Ὅροις καί Ἀποφάσεσι τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐξετέθη ὑπό τοῦ κ.Καθηγητοῦ ἡ περί τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καί οὐχί τῆς διῃρημένης, πίστις καί παραδοχή τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστεπωνύμου Πληρώματος, μή ἐπιδεχομένη ἀμφισβητήσεως ἤ παρερμηνείας, ὁ Σεβ.Μητροπολίτης Μεσσηνίας εἰς τήν προμνημονευθεῖσαν ἐπιστολήν τῆς 15-7-2010, διευρύνων τόν λόγον καί ἀναφερόμενος, ἀκαδημαϊκῷ τῷ τρόπῳ, εἰς τήν Καθολικότητα καί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τά σχίσματα καί τάς αἱρέσεις, καταθέτει μέν τήν ἀναμφισβήτητον περί αὐτῶν Ὀρθόδοξον θέσιν, θέτει ὅμως ἐν ἀμφιβόλῳ τήν περί τῆς Μιᾶς καί ἀείποτε ἀδιαιρέτου Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἀναπτυχθεῖσαν ἀκραιφνῶς ὑπό τοῦ κ.Καθηγητοῦ σχετικήν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἡ ὁποία τυγχάνει ἡλίου φαεινοτέρα, διατυπῶν διάφορα συναφῆ ἐρωτήματα καί περιστρεφόμενος περί τήν ἐσφαλμένην ἄποψιν τῆς διῃρημένης Ἐκκλησίας.
Καί ἐνταῦθα νομίζω ὅτι ἑστιάζεται τό συγκεχυμένον τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Σεβ. Ἀδελφοῦ. Φοβοῦμαι ὅτι τάς λέξεις : διαίρεσις, διῃρημένος -η, σχίσμα, σχισματικός, τάς ἐννοεῖ ὀρθολογικῶς καί ὄχι ὑπερλόγως καί ἐκκλησιολογικῶς, ὑπέρ τήν λογικήν κατανόησιν. Βεβαίως ἕνας ἄρτος ἀπό τό ἀρτοποιεῖον, ἐάν κοπῇ εἰς δύο μέρη, εἶναι διῃρημένος, ἕνας μεγάλος Δῆμος ἐάν χωρισθῇ εἰς περισσοτέρους θά ὑποστῇ πολλαπλῆν διαίρεσιν καί ἕνα μεγάλο ὕφασμα, ἐάν διχοτομηθῇ ἤ τριχοτομηθῇ, θά διαιρεθῇ. Ὁ Οὐράνιος, ὅμως, Ἄρτος τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὁ Χριστός, ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ, «ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος», ὅπως καί ἡ Ἁγία Του Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι «ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας», ὁ θεανθρώπινος ὀργανισμός μέ μίαν καί μόνην Κεφαλήν, τόν Ἰησοῦν Χριστόν, εἶναι ἄτμητος, ἀδιαίρετος καί ἀείποτε ἑνιαῖος - α. Χίλια σχίσματα νά προκύψουν καί μυριάδες αἱρέσεων νά ἀναφανοῦν ἡ Μία τοῦ Χριστοῦ Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία θά μένῃ αἰωνίως ἑνιαία, ἀκεραία καί ἀλώβητος.
Εἶναι ἀδύνατον, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νά διατηρῇ τήν καθολικότητα καί τήν ἑνότητά της ὑπό μίαν Κεφαλήν τόν Χριστόν καί ταυτοχρόνως νά εἶναι καί διῃρημένη, ὡς διατείνεται ὁ Σεβ.Μεσσηνίας.
Ἐδῶ ἀκριβῶς ἑστιάζεται τό «ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτον καί τό ἀντιφατικόν», τό ὁποῖον ἐπισημαίνει ὁ Καθηγητής κ.Τσελεγγίδης καί περί τοῦ ὁποίου διερωτᾶται εἰς τήν ἀπό 1/10/2010, σελ.4, παρ. γ΄ἐπιστολήν του ὁ Σεβασμιώτατος. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι Μία καί διῃρημένη, Ἁγία καί διῃρημένη, Καθολική καί διῃρημένη, Ἀποστολική καί διῃρημένη, διότι ὁ Χριστός οὐδεπώποτε μεμέρισται ἤ μερίζεται.Ἐάν διχοτομοῦντες διά μαχαίρας ἕνα ἄνθρωπον παύει νά εἶναι ζῶν ἄνθρωπος, ζῶν ὀργανισμός, πολλῷ μᾶλλον ἡ Ἁγιωτάτη ἡμῶν Ἐκκλησία δέν θά ἠδύνατο νά λογίζεται μετά τήν διαίρεσιν ὡς ζῶν θεανθρώπινος ὀργανισμός.
Οἱ σχισματικοί προκαλοῦν, εἶναι διῃρημένοι, ἀποκόπτονται καί εὑρίσκονται εἰς τό σχίσμα καί οὐδόλως «βρισκόμαστε σέ σχίσμα» (κατά τήν φράσιν τοῦ Σεβ.Μεσσηνίας, προμνημ. ἐπιστολή 1-10-2009, σελ. 4, παρ.γ') καί ἡμεῖς, ὅσοι ἀνήκομεν εἰς τό Ὀρθόδοξον Χριστεπώνυμον Πλήρωμα.
Ὀρθῶς ὁμιλεῖ περί ἀποκοπῆς ἐκ τῆς Ἐκκλησίας τῶν σχισματικῶν καί τῶν αἱρετικῶν ὁ Σεβασμιώτατος. Ἐννοεῖ, ὅμως, ὅτι οἱ μεθ΄ὧν διαλέγεται ἐν τῇ Μικτῇ Θεολογικῇ Ἐπιτροπῇ ἀνήκουν καί μετέχουν τῆς λύμης τοῦ σχίσματος καί τῆς αἱρέσεως, ὄντες ἐν τῷ σχίσματι καί ἔχοντες αἱρετικά δόγματα καί ἑπομένως οὔτε ἁπλῆ συμπροσευχή δέν συγχωρεῖται ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων (Β' Κανών Πενθέκτης ἐν ἀναφορᾷ πρός τόν 10ον Ἀποστολικόν Κανόνα);
6. Ἐδῶ θεωρῶ ὅτι εἶναι ἀπαραίτητος μία διευκρίνισις. Οὔτε ἐγώ προσωπικῶς, οὔτε ὁ Καθηγητής κ.Τσελεγγίδης καί «οἱ ὁμόφρονές μας», εἴχαμε ποτέ ἤ ἔχομεν ὡς στόχον μας «νά προσδώσωμεν τήν κατηγορίαν τῆς αἱρέσεως» εἰς τόν Σεβ.Μεσσηνίας, ὡς γράφει εἰς τήν ἐπιστολήν τῆς 15-7-2010 (σελ. 10γ, πρβλ. καί σελ. 8, Ε'). Δέν εἶναι ἐπίσης ὀρθόν αὐτό, τό ὁποῖον ἐγράφη εἰς τόν ἐκκλησιαστικόν τύπον, μετά τήν ἀπό 1-6-2010 ἐπιστολήν μου, ὅτι «ὁ Κυθήρων ζητεῖ τήν καθαίρεσιν τοῦ Μεσσηνίας». Ὄχι, πρός Θεοῦ, Μακαριώτατε καί Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀδελφοί. Οὔτε τήν Μητροπολιτικήν, οὔτε τήν Καθηγητικήν του ἕδραν ἐποφθαλμιοῦμεν. Εἰλικρινῶς εὐχόμεθα καί προσευχόμεθα νά εἶναι πάντοτε ἄξιος ἀμφοτέρων καί νά τάς χαίρεται ἐπί μακρόν. Ἀναίρεσιν καί μόνον, ἀνάκλησιν ζητοῦμεν ἀπό τόν Σεβασμιώτατον τῆς ἐπισημανθείσης ἀντιεκκλησιολογικῆς του θέσεως περί διῃρημένης Ἐκκλησίας καί οὐδέν πλέον.
7. Διατί, ὅμως, προσδίδεται τοιαύτη καί τοσαύτη ἔμφασις εἰς τήν χρῆσιν τοῦ ὅρου «διῃρημένη Ἐκκλησία» ὑπό τοῦ Σεβ. Μεσσηνίας; Εἰς τά ὅσα σχετικῶς προελέχθησαν θά προσθέσω καί τά ἀκόλουθα : Ὅσοι ἀποδέχονται τήν θεωρίαν περί «διῃρημένης Ἐκκλησίας» δέν ἐννοοῦν, οὔτε ἀποδέχονται οὐσιαστικῶς τό σχετικόν θεόπνευστον ἄρθρον, ἀλλ' ἀντιφάσκουν λέγοντες τό Ἱερόν Σύμβολον τῆς Πίστεώς μας. Διότι τοῦτο εἰς τόν ἐνεστῶτα χρόνον διαδηλοῖ τήν πίστιν εἰς «Μίαν, Ἁγίαν ... Ἐκκλησίαν». Εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ παρόντος καί ὄχι τοῦ παρελθόντος ἤ τοῦ μέλλοντος. Ὅσοι πιστεύουν εἰς τήν θεωρίαν ταύτην δέν δύνανται νά λέγουν καί νά τό ἐννοοῦν εἰς τήν εὐχήν μετά τόν Καθαγιασμόν τῶν Τιμίων Δώρων˙ «Ἔτι προσφέρομέν Σοι τήν λογικήν ταύτην λατρείαν ὑπέρ τῆς Οἰκουμένης, ὑπέρ τῆς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας...», διότι, οὖσα διῃρημένη, δέν δύναται νά ὑφίσταται ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀφοῦ οὕτω πως ἔχομεν ἀντίφασιν ἐν τοῖς ὅροις. Ὅσοι πρεσβεύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι διῃρημένη ὁμολογοῦν ἐν τοῖς πράγμασι τήν ὀντολογικήν της ἀνεπάρκειαν καί τήν ἀπαραίτητον δραστηριοποίησίν της διά νά «ἑνωθῇ» καί συγκολληθῇ μέ τό ἔλλειμά της, τό ἕτερον ἥμισυ, ἤ τά ὑπόλοιπα μέρη (ἑτεροδόξους), προκειμένου νά συναποτελέση τήν μίαν καί ἀκεραίαν Ἐκκλησίαν. Ὅσοι, ἐναρμονίζονται πρός τήν πεπλανημένην καί λίαν ἐσφαλμένην θεωρίαν ταύτην δέν φοβοῦνται τήν αἱρετικήν κοινωνίαν μετά τῶν σχισματικῶν καί αἱρετικῶν, διότι ἐν τῇ τοιαύτῃ «ἑνώσει» θεωροῦν ὅτι ἐκφράζεται ἡ πλήρης καί ἀπόλυτος ἀλήθεια καί ἡ ἀπόλυτος καί τελεία Ἐκκλησία, συγκεκολλημένη οὖσα ἐξ ὅλων τῶν ἑτεροδόξων ὁμολογιῶν. Καί ὅσοι, τέλος, ἐνασμενίζονται ἐπί τῷ ἀκούσματι τῆς καινοτόμου ταύτης περί διῃρημένης Ἐκκλησίας θεωρίας οὐσιαστικῶς δέν σῴζονται, διότι δέν ἔχουν κοινωνίαν μέ τόν Ἀρχηγόν τῆς σωτηρίας ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν καί ὑφίστανται ὅ,τι συμβαίνει μέ τό ἀνθρώπινον ἐκεῖνο σῶμα, τοῦ ὁποίου κάποια μέλη προσεβλήθησαν ἐκ τῆς νόσου τῆς γαγγραίνης, ἀφοῦ αὕτη καθιστᾶ σεσηπός τό σῶμα καί παρακωλύει τήν διοχέτευσιν τοῦ αἵματος εἰς ὁλόκληρον τόν ὀργανισμόν.
8. Ὅλα τά ἀνωτέρω καταδεικνύουν τό ἀνακῦψαν ἐκ τῆς καιρίας καί βασικῆς ἐκτροπῆς τοῦ Σεβ. Μεσσηνίας ἀπό τῆς ἀκραιφνῶς ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογικῆς ἀληθείας πρόβλημα καί τῆς πρός ἐκεῖνον οὐσιαστικῆς διαφωνίας τοῦ εἰδικοῦ περί τά θέματα ταῦτα Καθηγητοῦ κ.Τσελεγγίδη καί τῆς ἐλαχιστότητός μου. Ἀσφαλῶς δέν πρόκειται περί τινος παρωνυχίδος ἤ συζητήσεως «περί ὄνου σκιᾶς». Ὡς καίριον δογματικόν θέμα ἅπτεται τῆς σῳζούσης ὀρθοδόξου ἀληθείας καί αὐτῆς ταύτης τῆς σωτηρίας μας. Δι' αὐτό εἰλικρινῶς λυπεῖται κανείς ὅταν λέγεται παρ' Ἀδελφοῦ τινος Ἀρχιερέως ὁ λόγος «ἄς τά βροῦν μεταξύ τους οἱ δύο Ἀρχιερεῖς», ὡς ἐάν ἦτο ἰδιωτική μας ὑπόθεσις τό δογματικόν τοῦτο ζήτημα, καί παρ' ἄλλου συνεπισκόπου μας, ἀπαντήσαντος εἰς σχετικήν ἐρώτησιν˙ «μ' αὐτά τά θέματα θά ἀσχολούμεθα;». Ὑπάρχουν, Μακαριώτατε, ἄλλα θέματα ἀνώτερα καί καιριώτερα τῶν θεμάτων πίστεως καί δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας;
9. Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, καί μή λαβών ἐπί τρίμηνον ἐπίσημον ἀπάντησιν παρά τῆς Ἀνωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς εἰς τό ἀνακινηθέν μέγα τοῦτο δογματικόν θέμα, ἐτέλουν ἐν ἀναμονῇ τῆς ἐξελίξεως τούτου, μή συμβιβαζόμενος ἐπ΄οὐδενί νά ἐτίθετο ἄνευ κανονικῆς λύσεως καί διευθετήσεως αὐτοῦ εἰς τό Ἀρχεῖον. Καί πράγματι συνεζητήθη τό ἀνακῦψαν θέμα κατά τάς τελευταίας συνεδρίας τῆς ἀπελθούσης Δ.Ι.Σ. καί ὡρίσθη συνάντησις εἰς τά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου διά τήν 16ην Σεπτεμβρίου 2010, προκειμένου νά συζητηθῇ καί διευθετηθῇ τό θέμα παρουσίᾳ τῶν τριῶν ἐμπλεκομένων προσώπων (ἡμῶν τῶν δύο Μητροπολιτῶν καί τοῦ κ. Καθηγητοῦ) ὑπό τήν Προεδρίαν τοῦ Σεβ.Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ.Ἱεροθέου.
Ὁμολογῶ ὅτι πολύ μέ ηὐχαρίστησεν ἡ Ἀπόφασις αὕτη τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου, δι΄ὅ καί ἀληθῶς ἠγαλλίασε τό πνεῦμα μου. Ἡ προσέγγισις καί συζήτησις αὐτή μέ τόν φωτισμόν τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί μέ τήν ἐμπνευσμένην ἐπιστασίαν καί παρέμβασιν τοῦ ἐγκρατοῦς καί διακεκριμένου περί τά θεολογικά γράμματα, τά ἐκκλησιολογικά καί ἀντιαιρετικά θέματα καί τήν λιπαράν γνῶσιν τῆς Πατερικῆς Θεολογίας καί Γραμματείας Σεβ.Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ.Ἱεροθέου, πρεσβυτέρου τῇ ἡλικίᾳ καί τῇ Ἀρχιερωσύνῃ Ἀδελφοῦ, θά ἐφώτιζε τό ὅλον θέμα καί καλῇ τῇ πίστει καί τῇ θελήσει θά διηυθετεῖτο θεοφιλῶς εἰς δόξαν Θεοῦ καί εἰς ψυχικήν ἀνάπαυσιν καί κατηρέμησιν τοῦ Χριστεπωνύμου Πληρώματος, τό ὁποῖον διά τοῦ διαδικτύου καί τῶν λοιπῶν μέσων μαζικῆς ἐνημερώσεως πληροφορεῖται ἀμέσως τά πάντα καί ἤ εὐφραίνεται ἤ σκανδαλίζεται καί ἀπογοητεύεται ἀπό τούς ποιμένας του.
Δυστυχῶς ἡ συνάντησις αὐτή δέν ἐπραγματοποιήθη, εὐθύνῃ τοῦ Σεβ.Μεσσηνίας, προτιμήσαντος νά διεξαχθῇ αὕτη μετ΄ Ἀδελφῶν συνεπισκόπων καί μόνον.
Ὅμως, μή γενομένης τῆς ἐν θέματι συναντήσεως, μή συμπεριληφθέντος, ὡς ὤφειλε, τοῦ ζωτικοῦ τούτου θεολογικοῦ θέματος εἰς τά θέματα τῆς Ἡμερησίας διατάξεως τῶν ἐπικειμένων Συνεδριῶν τῆς Τακτικῆς κατά μῆνα Ὀκτώβριον Ἱεραρχίας καί μή περαιωθείσης τῆς θεολογικῆς συζητήσεως ἐπί τοῦ καυτοῦ τούτου θέματος , τό πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, καί ἰδιαιτέρως τῆς πατρίδος μας, ἀνησυχεῖ, στενοχωρεῖται καί σκανδαλίζεται, καί αὐτό δέν τό ἀποκρύπτει συνήθως παρεμβαῖνον δι' ἐπιστολῶν καί ἄλλων τρόπων.
Καί μετά πολλῆς λύπης πληροφοροῦμαι ὅτι, ἐπειδή χωρίς τήν πραγματοποίησιν τῶν ὡς ἄνω ἡ νέα Δ.Ι.Σ ἐχώρησε εἰς τήν ἀνάθεσιν τῆς ἐντολῆς εἰς τόν Σεβ.Μεσσηνίας νά ἐκπροσωπήσῃ τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος εἰς τήν Μικτήν Ἐπιτροπήν τοῦ Θεολογικοῦ διαλόγου μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς, ἄνευ τοὐλάχιστον προηγουμένης ἀκροάσεως τοῦ Σεβασμιωτάτου ἐπί τῶν θέσεών του εἰς τό καίριον αὐτό ἐκκλησιολογικόν θέμα, προεκλήθησαν δυσμενεῖς κρίσεις καί σχόλια, καί
10. Ταπεινῶς φρονῶ ὅτι τοιαῦτα φλέγοντα θέματα, ἁπτόμενα τῆς Πίστεως, τῆς ὑποστάσεως καί τῆς Δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἁπτόμενα δέ καί τῆς ἱερωτάτης ὑποθέσεως τῆς σωτηρίας μας, πρέπει νά ἔχουν ἄμεσον προτεραιότητα ὄχι μόνον εἰς τάς Τακτικάς, ἀλλά καί εἰς τάς Ἐκτάκτους Συνελεύσεις τῆς Σεπτῆς ἡμῶν Ἱεραρχίας. Εἰς τά θέματα τῆς προσεχοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, τά ὁποῖα εἶναι μέν χρήσιμα καί ἐπίκαιρα, οὐχί ὅμως καί κατεπειγούσης φύσεως, θά ἦτο εὐχῆς ἔργον, συναινούντων τῶν ἁγίων Συνοδικῶν Συνέδρων τῆς Ι.Σ.Ι., νά προστεθοῦν καί ἕτερα καίρια καί κατεπείγοντα -καί κατ' ἀνάγκην νά αὐξηθοῦν αἱ ἡμέραι τῶν Συνεδριῶν της-, ὅπως εἶναι τό περί οὗ ὁ λόγος ἐκκλησιολογικόν, περί τοῦ ὁποίου θά ἠδύνατο νά εἰσηγηθῇ ἐμπεριστατωμένως ὁ ὁρισθείς ὑπό τῆς ΔΙΣ Σεβ.Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ.Ἱερόθεος καί νά ἐπακολουθήσῃ ἐποικοδομητική συζήτησις καί εἰδικόν ἀνακοινωθέν τῆς ΙΣΙ, τό ὁποῖον θά εὕρισκε εὐμενεστάτην ἀπήχησιν εἰς τά ὦτα τοῦ ἀγωνιῶντος Ὀρθοδόξου Χριστεπωνύμου Πληρώματος. Ἄλλως, ἐάν σύρεται διαρκῶς τό θέμα τοῦτο ἀνεξήγητον καί ἀναπάντητον, ἀναποδράστως θά σοβῇ κρίσις εἰς τό ἐκκλησιαστικόν σῶμα καί τό Ἱερόν Σῶμα τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας μας, ἀφορῶσα εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι κοινωνίαν τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου καί τοῦ Λαοῦ.
Εἶναι καί ἄλλα σοβαρότατα καί κατεπείγοντα θέματα, ἐπί τῶν ὁποίων οἱ διανυόμενοι δυσχείμεροι καιροί ἀπαιτοῦν τήν ἐνεργόν παρουσίαν, τήν ἀπάντησιν καί τόν διακριτικόν χειρισμόν τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Σώματος, τά ὁποῖα ἀναμένει ἐναγωνίως τό πλήρωμα τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας, ὡς φερ' εἰπεῖν˙ α) τήν παρέμβασιν ἡμῶν δι' εἰδικῶν προτάσεων εἰς θέματα τῆς σχολικῆς παιδείας πρός τό ἁρμόδιον Ὑπουργεῖον, ὅπως εἶναι, σύν τοῖς ἄλλοις, τά ἀκατάλληλα καί ἐπιζήμια ἐν πολλοῖς ἐγχειρίδια τοῦ μαθήματος τῆς Γλώσσης εἰς τήν πρωτοβάθμιον καί δευτεροβάθμιον ἐκπαίδευσιν β) τήν ὑπεύθυνον τοποθέτησιν εἰς τό ζήτημα τῆς ὑποχρεωτικῆς λήψεως τῆς «Κάρτας τοῦ Πολίτη», περί ἧς ἐκφράζονται σοβαρόταται ἐπιφυλάξεις ὑπό κορυφαίων ἐπιστημόνων τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, γ) τήν ἀντιμετώπισιν τοῦ συγχρόνου ρεύματος τῶν νέων «Ἀποστόλων» τῆς «μεταπατερικῆς θεολογίας», ἡ ὁποία ἔρχεται εἰς συνάφειαν μέ τήν νεοφανῆ, τήν σύγχρονον ἐκκλησιολογίαν, περί ἧς ὡμιλήσαμεν ἀνωτέρω κ.ἄ.
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀδελφοί,
Ἐθεώρησα ὡς ἐπιτακτικόν ἐπισκοπικόν μου χρέος νά ἀναφερθῶ καθηκόντως εἰς τά ὡς ἄνω θέματα ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ἐκκρεμοῦντος εἰσέτι βασικοῦ θέματος, τό ὁποῖον εὐσεβάστως ἐξέθεσα καί ἔθεσα πρό τριμήνου ὑπ΄ ὄψιν Ὑμῶν καί τοῦ Ἱεροῦ Σώματος τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας. «Οἱ καιροί οὐ μενετοί».
Κοινοποιῶ τό ἀνά χεῖρας κείμενον εἰς ὅλους τούς Σεβασμιωτάτους Ἀδελφούς Μητροπολίτας διά τήν ἐνημέρωσιν αὐτῶν καί τήν ἐπ΄αὐτοῦ θεοφιλῆ τοποθέτησιν. Κύριος ὁ Θεός ὡς Παντογνώστης καί καρδιογνώστης γνωρίζει τό βάθος τῆς καρδίας μου, τά κίνητρα, τάς προθέσεις μου, τάς ἐπιδιώξεις μου καί τόν ἅγιον πόθον τῆς ψυχῆς μου διά τήν ἐπικράτησιν τοῦ Θείου Θελήματος, τῆς Κανονικῆς Τάξεως καί εὐταξίας ἐν τῇ Ἁγίᾳ ἡμῶν Ἐκκλησίᾳ, τῆς Ἁγιογραφικῆς καί Ἁγιοπατερικῆς διδασκαλίας καί Παραδόσεως καί τοῦ σεβασμοῦ εἰς τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας καί τά ἱερά τῆς πίστεως ἡμῶν δόγματα, ὅπως ἐκφράζονται ὑπό τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας διά τῆς δογματικῆς Αὐτῆς διδασκαλίας καί τῶν Ὅρων καί Ἀποφάσεων τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί τῶν ὑπ' αὐτῶν ἐπικυρωθεισῶν Τοπικῶν.
Ἐπικαλούμενος τήν Ὑμετέραν συγγνώμην καί συμπάθειαν διά τήν ἐκ τοῦ μακροῦ τούτου κειμένου καταπόνησίν Σας, ἀλλά καί τήν Ὑμετέραν κατανόησιν καί συναντίληψιν διατελῶ,
Μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ
Ἐλάχιστος ἐν Ἐπισκόποις
Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Κυθήρων Σεραφείμ
Κοινοποίησις : Σεβ. Μητροπολίτας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΚΥΘΗΡΩΝ & ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ
Τ.Κ. 801 00 Κ Υ Θ Η Ρ Α
ΤΗΛ.:2736031202 & 2736038359
FAX :2736031202
Ἐν Κυθήροις τῇ 16ῃ Σεπτεμβρίου 2010 Ἀριθ. Πρωτ.: 855
Πρός
Τήν Ἱεράν Σύνοδον
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰωάννου Γενναδίου 14
115 21 Ἀθήνας
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Συνοδικοί,
Εὐσεβάστως προάγομαι νά ἀναφέρω τῇ Ἱερᾷ ἡμῶν Συνόδῳ, κατόπιν τοῦ μή εἰσέτι ἀπαντηθέντος ὑπ' ἀριθ. 493/1-6-2010 ἡμετέρου ἐγγράφου, ἀφορῶντος εἰς τήν διευθέτησιν καί διαλεύκανσιν σοβαροτάτης ἐκκλησιολογικῆς παρεκκλίσεως Σεβασμιωτάτου Ἀδελφοῦ Μητροπολίτου, τά ἀκόλουθα :
1. Ἀνεπισήμως ἐπληροφορήθην ὅτι τό εἰρημένον ἔγγραφόν μου, τεθέν ὑπ' ὄψιν τῆς προηγουμένης Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, παρεπέμφθη εἰς τήν Συνοδικήν Ἐπιτροπήν ἐπί τῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν Ζητημάτων. Ὁ Σεβ. Πρόεδρος τῆς Συνοδικῆς αὐτῆς Ἐπιτροπῆς Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως καί Θάσου κ.Προκόπιος ἔλαβε τήν εὐγενῆ πρωτοβουλίαν -διό καί τόν εὐχαριστῶ θερμῶς- νά μέ ἐνημερώσῃ προφορικῶς, εἰς τό διάλειμμα τῆς ἐκτάκτως συνεδριασάσης κατά μῆνα Ἰούνιον ἐ.ἔ. Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας ἡμῶν, περί τῆς λήψεως τοῦ ἐν θέματι ἐγγράφου μου καί τῆς ἀναπέμψεώς του εἰς τήν Δ.Ι.Σ. διά τά κατ' αὐτήν, ἄνευ σχολίων καί παρατηρήσεων, ὡς ἀντελήφθην......
2. Ὁ περί οὗ ὁ λόγος Σεβ.Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ.Χρυσόστομος, λαβών γνῶσιν τοῦ ἐν θέματι ἐγγράφου μου, δέν ἀπήντησεν ἐπί τῆς οὐσίας τοῦ θιγομένου τρισμεγίστου καί οὐσιώδους ἐκκλησιολογικοῦ θέματος, ἀλλ' ἀντί τούτου ἐξετράπη εἰς ἀπαξιωτικάς καί μειωτικάς διά τό πρόσωπον καί τήν θεολογικήν μου κατάρτισιν ἐκφράσεις.
Ἀντιπαρέρχομαι τό θέμα αὐτό, διότι ἀφορᾶ εἰς τό πρόσωπόν μου καί ἐπιμένω εἰς τήν διόρθωσιν τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ ἀτοπήματος.Ἐκ τῆς ἀπαντητικῆς του ἐπιστολῆς πρόδηλον τυγχάνει ὅτι δέν κατενόησε τό εὖρος καί τό βάθος τῆς ὑποδειχθείσης καιρίας ἐκκλησιολογικῆς ἀποκλίσεως, διό καί ἀπαντητικῶς γράφει εἰς τήν ἀπό 15/7/2010 ἐπιστολήν του, σελ.2, 3α, τά ἑξῆς : «Τήν ἐπιφύλαξη τοῦ Σεβ. Κυθήρων δέν τήν ἔχει ἐκφράσει μέχρι σήμερα οὔτε προφορικά, οὔτε γραπτά ὁ Ἐλλογιμώτατος Καθηγητής κ.Δημήτριος Τσελεγγίδης, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τήν ἐπιστολή, τήν ὁποίαν ἐπικαλεῖται ὁ Σεβ. Κυθήρων, καί μέ τόν ὁποῖον κατ' ἀντίληψιν ἐπικοινώνησα τόσο τηλεφωνικά ὅσο καί διά ζώσης, ἐξ ἀφορμῆς πανεπιστημιακῶν θεμάτων καί ὑποχρεώσεων.
Ἕνα τέτοιου εἴδους σοβαρό ἐκκλησιολογικό ἀτόπημα πέρασε ἀπαρατήρητο ἀπό τόν καταξιωμένο Καθηγητή τῆς Δογματικῆς καί Συμβολικῆς Θεολογίας καί ἀσχολίαστο;».
3. Ὅταν, ὅμως, ὁ «καταξιωμένος»καί «διακεκριμένος», κατά τούς ὀρθούς καί δικαίους χαρακτηρισμούς τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας, Καθηγητής κ.Δημήτριος Τσελεγγίδης, προκαλούμενος, ἔλυσε τήν ἐπί μῆνας τινας ᾐτιολογημένην σιωπήν του καί ὡς ὁ καθ' ὕλην ἁρμόδιος Πανεπιστημιακός διδάσκαλος, ὀρθοτομῶν τόν λόγον τῆς Θείας Ἀληθείας, καί ἐν προκειμένῳ τῆς Ἐκκλησιολογικῆς Ἀληθείας, οὐ μόνον προσεπεβεβαίωσε καί προσεπεκύρωσε τά περί τοῦ κορυφαίου τούτου δογματικοῦ - ἐκκλησιολογικοῦ θέματος γραφέντα καί ὑπό τῆς ταπεινότητός μου, ἀλλ' ἐν συναισθήσει τελῶν τοῦ μεγέθους τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ τούτου ἀτοπήματος μετά παρρησίας καί τόλμης, αἰτιολογῶν τήν τοποθέτησίν του, προσέθεσε τά ἑξῆς : «... καί τοῦτο, γιατί ὡς δογματολόγος γνωρίζω, ὅτι ἐκπίπτει ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὁ κάθε πιστός -καί πολύ περισσότερο ὁ Κληρικός- πού συνειδητά ἀμφισβητεῖ ἤ ἀπορρίπτει μερικῶς ἤ ὁλικῶς τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή διατυπώνεται μέ ἀκρίβεια στούς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Γιατί, ἀσφαλῶς, κανείς δέν μπορεῖ νά καταλύει οὔτε νά σχετικοποιεῖ τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή κανείς δέν βρίσκεται ὑπεράνω αὐτῆς» (βλ. ἐπιστολή Δημ. Τσελεγγίδη, Καθηγητοῦ, πρός τόν Σεβ.Μεσσηνίας, Θεσ/νίκη 7-7-2010, σελ.2), τότε ἐξαίφνης ὁ κατηξιωμένος Καθηγητής ἐξέπεσεν εἰς ἀπηξιωμένον καί ὁ διακεκριμένος ἐλογίσθη ὡς κατώτερος ἑνός «πρωτοετοῦς μεταπτυχιακοῦ φοιτητοῦ τῆς Δογματικῆς» (βλ. ἐπιστολή Σεβ.Μεσσηνίας πρός τόν Καθηγ. κ.Δημ. Τσελεγγίδην, Καλαμάτα 15/7/2010, σελ.11), χρησιμοποιῶν «παιδαριώδεις δικαιολογίες» (Αὐτόθι, σελ.1).
Ταπεινῶς δέ φρονῶ ὅτι ἡ τοιαύτη μεταπτωτική φορά καί ἡ ἀπότομος αὐξομείωσις τῆς ἐκτιμήσεως καί τῆς ὑπολήψεως προσώπου τινος, καί δή κατ' ἀνοίκειον τρόπον καί διά βαρέων ἀπαξιωτικῶν φράσεων, εἶναί τι τό ἥκιστα τιμητικόν δι' ἕνα Ἱεράρχην καί συνάμα Πανεπιστημιακόν καθηγητήν καί χρῄζει ἀμέσου διορθώσεως καί ἀνακλήσεως εἰς τήν τάξιν ὑπό τῆς οἰκείας προϊσταμένης Ἀρχῆς.
4. Ὁ Καθηγητής κ.Δημ.Τσελεγγίδης εἰς ἀμφοτέρας τάς ἀπαντητικάς ἐπιστολάς του (7-7-2010 καί 19-8-2010), θεωρῶν ὅτι μέ τήν ἐκκλησιολογικήν τοποθέτησιν τοῦ Σεβ. Μεσσηνίας («Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι Μία καί Ἀδιαίρετη, πρίν τό σχίσμα, σήμερα εἶναι διῃρημένη, ἀφοῦ βρισκόμαστε σέ σχίσμα, αὐτό ἐπιβεβαιώνει τό περιεχόμενο τῆς §41 τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας», ἐπιστολή Σεβ.Μεσσηνίας πρός τόν Καθηγητήν κ.Τσελεγγίδην 1-10-2009, σελ.4, παρ.γ') καί τήν ἑτέραν ταυτόσημον («Τό σχίσμα τοῦ 1054 σημαίνει διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας. Νομίζω ὅτι οὐδεμία ἀμφισβήτηση ὑφίσταται ... ὅτι ἔχουμε διῃρημένη τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν εὑρισκομένην ὑπό τήν Μίαν Κεφαλήν τοῦ Σώματος, τόν Χριστόν», Ἐπιστολή Σεβ. Μεσσηνίας 15-7-2010 πρός τόν Καθηγητήν κ.Τσελεγγίδην σελ. 6Γ) «ἀλλοιώνεται οὐσιωδῶς ἡ δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας» (Ἐπιστολή Καθηγητοῦ Δημ.Τσελεγγίδη πρός τόν Σεβ.Μεσσηνίας 7-7-2010, σελ.3), ὑπεραμύνεται τοῦ κορυφαίου τούτου ἐκκλησιολογικοῦ δόγματος, ἐκφράζων σαφῶς, θεολογικῶς καί ἁγιοπατερικῶς τήν περί τούτου πίστιν καί δογματικήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, διατυπουμένην ἐν τοῖς Ὅροις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί δή ἐν τῷ Ἱερῷ Συμβόλῳ τῆς Πίστεως ἡμῶν, τῷ τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, διαδηλοῦντι καθαρῶς καί ἀπεριφράστως τήν πίστιν καί προσήλωσιν εἰς τήν «Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν».
5. Ἐνῷ δέ σαφῶς, ἐναργῶς καί ἀπεριφράστως, συμφώνως τῇ Ὀρθοδόξῳ Δογματικῇ διδασκαλίᾳ τῆς Ἐκκλησίας μας καί τοῖς Ὅροις καί Ἀποφάσεσι τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐξετέθη ὑπό τοῦ κ.Καθηγητοῦ ἡ περί τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καί οὐχί τῆς διῃρημένης, πίστις καί παραδοχή τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστεπωνύμου Πληρώματος, μή ἐπιδεχομένη ἀμφισβητήσεως ἤ παρερμηνείας, ὁ Σεβ.Μητροπολίτης Μεσσηνίας εἰς τήν προμνημονευθεῖσαν ἐπιστολήν τῆς 15-7-2010, διευρύνων τόν λόγον καί ἀναφερόμενος, ἀκαδημαϊκῷ τῷ τρόπῳ, εἰς τήν Καθολικότητα καί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τά σχίσματα καί τάς αἱρέσεις, καταθέτει μέν τήν ἀναμφισβήτητον περί αὐτῶν Ὀρθόδοξον θέσιν, θέτει ὅμως ἐν ἀμφιβόλῳ τήν περί τῆς Μιᾶς καί ἀείποτε ἀδιαιρέτου Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἀναπτυχθεῖσαν ἀκραιφνῶς ὑπό τοῦ κ.Καθηγητοῦ σχετικήν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἡ ὁποία τυγχάνει ἡλίου φαεινοτέρα, διατυπῶν διάφορα συναφῆ ἐρωτήματα καί περιστρεφόμενος περί τήν ἐσφαλμένην ἄποψιν τῆς διῃρημένης Ἐκκλησίας.
Καί ἐνταῦθα νομίζω ὅτι ἑστιάζεται τό συγκεχυμένον τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Σεβ. Ἀδελφοῦ. Φοβοῦμαι ὅτι τάς λέξεις : διαίρεσις, διῃρημένος -η, σχίσμα, σχισματικός, τάς ἐννοεῖ ὀρθολογικῶς καί ὄχι ὑπερλόγως καί ἐκκλησιολογικῶς, ὑπέρ τήν λογικήν κατανόησιν. Βεβαίως ἕνας ἄρτος ἀπό τό ἀρτοποιεῖον, ἐάν κοπῇ εἰς δύο μέρη, εἶναι διῃρημένος, ἕνας μεγάλος Δῆμος ἐάν χωρισθῇ εἰς περισσοτέρους θά ὑποστῇ πολλαπλῆν διαίρεσιν καί ἕνα μεγάλο ὕφασμα, ἐάν διχοτομηθῇ ἤ τριχοτομηθῇ, θά διαιρεθῇ. Ὁ Οὐράνιος, ὅμως, Ἄρτος τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὁ Χριστός, ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ, «ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος», ὅπως καί ἡ Ἁγία Του Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι «ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας», ὁ θεανθρώπινος ὀργανισμός μέ μίαν καί μόνην Κεφαλήν, τόν Ἰησοῦν Χριστόν, εἶναι ἄτμητος, ἀδιαίρετος καί ἀείποτε ἑνιαῖος - α. Χίλια σχίσματα νά προκύψουν καί μυριάδες αἱρέσεων νά ἀναφανοῦν ἡ Μία τοῦ Χριστοῦ Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία θά μένῃ αἰωνίως ἑνιαία, ἀκεραία καί ἀλώβητος.
Εἶναι ἀδύνατον, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νά διατηρῇ τήν καθολικότητα καί τήν ἑνότητά της ὑπό μίαν Κεφαλήν τόν Χριστόν καί ταυτοχρόνως νά εἶναι καί διῃρημένη, ὡς διατείνεται ὁ Σεβ.Μεσσηνίας.
Ἐδῶ ἀκριβῶς ἑστιάζεται τό «ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτον καί τό ἀντιφατικόν», τό ὁποῖον ἐπισημαίνει ὁ Καθηγητής κ.Τσελεγγίδης καί περί τοῦ ὁποίου διερωτᾶται εἰς τήν ἀπό 1/10/2010, σελ.4, παρ. γ΄ἐπιστολήν του ὁ Σεβασμιώτατος. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι Μία καί διῃρημένη, Ἁγία καί διῃρημένη, Καθολική καί διῃρημένη, Ἀποστολική καί διῃρημένη, διότι ὁ Χριστός οὐδεπώποτε μεμέρισται ἤ μερίζεται.Ἐάν διχοτομοῦντες διά μαχαίρας ἕνα ἄνθρωπον παύει νά εἶναι ζῶν ἄνθρωπος, ζῶν ὀργανισμός, πολλῷ μᾶλλον ἡ Ἁγιωτάτη ἡμῶν Ἐκκλησία δέν θά ἠδύνατο νά λογίζεται μετά τήν διαίρεσιν ὡς ζῶν θεανθρώπινος ὀργανισμός.
Οἱ σχισματικοί προκαλοῦν, εἶναι διῃρημένοι, ἀποκόπτονται καί εὑρίσκονται εἰς τό σχίσμα καί οὐδόλως «βρισκόμαστε σέ σχίσμα» (κατά τήν φράσιν τοῦ Σεβ.Μεσσηνίας, προμνημ. ἐπιστολή 1-10-2009, σελ. 4, παρ.γ') καί ἡμεῖς, ὅσοι ἀνήκομεν εἰς τό Ὀρθόδοξον Χριστεπώνυμον Πλήρωμα.
Ὀρθῶς ὁμιλεῖ περί ἀποκοπῆς ἐκ τῆς Ἐκκλησίας τῶν σχισματικῶν καί τῶν αἱρετικῶν ὁ Σεβασμιώτατος. Ἐννοεῖ, ὅμως, ὅτι οἱ μεθ΄ὧν διαλέγεται ἐν τῇ Μικτῇ Θεολογικῇ Ἐπιτροπῇ ἀνήκουν καί μετέχουν τῆς λύμης τοῦ σχίσματος καί τῆς αἱρέσεως, ὄντες ἐν τῷ σχίσματι καί ἔχοντες αἱρετικά δόγματα καί ἑπομένως οὔτε ἁπλῆ συμπροσευχή δέν συγχωρεῖται ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων (Β' Κανών Πενθέκτης ἐν ἀναφορᾷ πρός τόν 10ον Ἀποστολικόν Κανόνα);
6. Ἐδῶ θεωρῶ ὅτι εἶναι ἀπαραίτητος μία διευκρίνισις. Οὔτε ἐγώ προσωπικῶς, οὔτε ὁ Καθηγητής κ.Τσελεγγίδης καί «οἱ ὁμόφρονές μας», εἴχαμε ποτέ ἤ ἔχομεν ὡς στόχον μας «νά προσδώσωμεν τήν κατηγορίαν τῆς αἱρέσεως» εἰς τόν Σεβ.Μεσσηνίας, ὡς γράφει εἰς τήν ἐπιστολήν τῆς 15-7-2010 (σελ. 10γ, πρβλ. καί σελ. 8, Ε'). Δέν εἶναι ἐπίσης ὀρθόν αὐτό, τό ὁποῖον ἐγράφη εἰς τόν ἐκκλησιαστικόν τύπον, μετά τήν ἀπό 1-6-2010 ἐπιστολήν μου, ὅτι «ὁ Κυθήρων ζητεῖ τήν καθαίρεσιν τοῦ Μεσσηνίας». Ὄχι, πρός Θεοῦ, Μακαριώτατε καί Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀδελφοί. Οὔτε τήν Μητροπολιτικήν, οὔτε τήν Καθηγητικήν του ἕδραν ἐποφθαλμιοῦμεν. Εἰλικρινῶς εὐχόμεθα καί προσευχόμεθα νά εἶναι πάντοτε ἄξιος ἀμφοτέρων καί νά τάς χαίρεται ἐπί μακρόν. Ἀναίρεσιν καί μόνον, ἀνάκλησιν ζητοῦμεν ἀπό τόν Σεβασμιώτατον τῆς ἐπισημανθείσης ἀντιεκκλησιολογικῆς του θέσεως περί διῃρημένης Ἐκκλησίας καί οὐδέν πλέον.
7. Διατί, ὅμως, προσδίδεται τοιαύτη καί τοσαύτη ἔμφασις εἰς τήν χρῆσιν τοῦ ὅρου «διῃρημένη Ἐκκλησία» ὑπό τοῦ Σεβ. Μεσσηνίας; Εἰς τά ὅσα σχετικῶς προελέχθησαν θά προσθέσω καί τά ἀκόλουθα : Ὅσοι ἀποδέχονται τήν θεωρίαν περί «διῃρημένης Ἐκκλησίας» δέν ἐννοοῦν, οὔτε ἀποδέχονται οὐσιαστικῶς τό σχετικόν θεόπνευστον ἄρθρον, ἀλλ' ἀντιφάσκουν λέγοντες τό Ἱερόν Σύμβολον τῆς Πίστεώς μας. Διότι τοῦτο εἰς τόν ἐνεστῶτα χρόνον διαδηλοῖ τήν πίστιν εἰς «Μίαν, Ἁγίαν ... Ἐκκλησίαν». Εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ παρόντος καί ὄχι τοῦ παρελθόντος ἤ τοῦ μέλλοντος. Ὅσοι πιστεύουν εἰς τήν θεωρίαν ταύτην δέν δύνανται νά λέγουν καί νά τό ἐννοοῦν εἰς τήν εὐχήν μετά τόν Καθαγιασμόν τῶν Τιμίων Δώρων˙ «Ἔτι προσφέρομέν Σοι τήν λογικήν ταύτην λατρείαν ὑπέρ τῆς Οἰκουμένης, ὑπέρ τῆς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας...», διότι, οὖσα διῃρημένη, δέν δύναται νά ὑφίσταται ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀφοῦ οὕτω πως ἔχομεν ἀντίφασιν ἐν τοῖς ὅροις. Ὅσοι πρεσβεύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι διῃρημένη ὁμολογοῦν ἐν τοῖς πράγμασι τήν ὀντολογικήν της ἀνεπάρκειαν καί τήν ἀπαραίτητον δραστηριοποίησίν της διά νά «ἑνωθῇ» καί συγκολληθῇ μέ τό ἔλλειμά της, τό ἕτερον ἥμισυ, ἤ τά ὑπόλοιπα μέρη (ἑτεροδόξους), προκειμένου νά συναποτελέση τήν μίαν καί ἀκεραίαν Ἐκκλησίαν. Ὅσοι, ἐναρμονίζονται πρός τήν πεπλανημένην καί λίαν ἐσφαλμένην θεωρίαν ταύτην δέν φοβοῦνται τήν αἱρετικήν κοινωνίαν μετά τῶν σχισματικῶν καί αἱρετικῶν, διότι ἐν τῇ τοιαύτῃ «ἑνώσει» θεωροῦν ὅτι ἐκφράζεται ἡ πλήρης καί ἀπόλυτος ἀλήθεια καί ἡ ἀπόλυτος καί τελεία Ἐκκλησία, συγκεκολλημένη οὖσα ἐξ ὅλων τῶν ἑτεροδόξων ὁμολογιῶν. Καί ὅσοι, τέλος, ἐνασμενίζονται ἐπί τῷ ἀκούσματι τῆς καινοτόμου ταύτης περί διῃρημένης Ἐκκλησίας θεωρίας οὐσιαστικῶς δέν σῴζονται, διότι δέν ἔχουν κοινωνίαν μέ τόν Ἀρχηγόν τῆς σωτηρίας ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν καί ὑφίστανται ὅ,τι συμβαίνει μέ τό ἀνθρώπινον ἐκεῖνο σῶμα, τοῦ ὁποίου κάποια μέλη προσεβλήθησαν ἐκ τῆς νόσου τῆς γαγγραίνης, ἀφοῦ αὕτη καθιστᾶ σεσηπός τό σῶμα καί παρακωλύει τήν διοχέτευσιν τοῦ αἵματος εἰς ὁλόκληρον τόν ὀργανισμόν.
8. Ὅλα τά ἀνωτέρω καταδεικνύουν τό ἀνακῦψαν ἐκ τῆς καιρίας καί βασικῆς ἐκτροπῆς τοῦ Σεβ. Μεσσηνίας ἀπό τῆς ἀκραιφνῶς ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογικῆς ἀληθείας πρόβλημα καί τῆς πρός ἐκεῖνον οὐσιαστικῆς διαφωνίας τοῦ εἰδικοῦ περί τά θέματα ταῦτα Καθηγητοῦ κ.Τσελεγγίδη καί τῆς ἐλαχιστότητός μου. Ἀσφαλῶς δέν πρόκειται περί τινος παρωνυχίδος ἤ συζητήσεως «περί ὄνου σκιᾶς». Ὡς καίριον δογματικόν θέμα ἅπτεται τῆς σῳζούσης ὀρθοδόξου ἀληθείας καί αὐτῆς ταύτης τῆς σωτηρίας μας. Δι' αὐτό εἰλικρινῶς λυπεῖται κανείς ὅταν λέγεται παρ' Ἀδελφοῦ τινος Ἀρχιερέως ὁ λόγος «ἄς τά βροῦν μεταξύ τους οἱ δύο Ἀρχιερεῖς», ὡς ἐάν ἦτο ἰδιωτική μας ὑπόθεσις τό δογματικόν τοῦτο ζήτημα, καί παρ' ἄλλου συνεπισκόπου μας, ἀπαντήσαντος εἰς σχετικήν ἐρώτησιν˙ «μ' αὐτά τά θέματα θά ἀσχολούμεθα;». Ὑπάρχουν, Μακαριώτατε, ἄλλα θέματα ἀνώτερα καί καιριώτερα τῶν θεμάτων πίστεως καί δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας;
9. Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, καί μή λαβών ἐπί τρίμηνον ἐπίσημον ἀπάντησιν παρά τῆς Ἀνωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς εἰς τό ἀνακινηθέν μέγα τοῦτο δογματικόν θέμα, ἐτέλουν ἐν ἀναμονῇ τῆς ἐξελίξεως τούτου, μή συμβιβαζόμενος ἐπ΄οὐδενί νά ἐτίθετο ἄνευ κανονικῆς λύσεως καί διευθετήσεως αὐτοῦ εἰς τό Ἀρχεῖον. Καί πράγματι συνεζητήθη τό ἀνακῦψαν θέμα κατά τάς τελευταίας συνεδρίας τῆς ἀπελθούσης Δ.Ι.Σ. καί ὡρίσθη συνάντησις εἰς τά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου διά τήν 16ην Σεπτεμβρίου 2010, προκειμένου νά συζητηθῇ καί διευθετηθῇ τό θέμα παρουσίᾳ τῶν τριῶν ἐμπλεκομένων προσώπων (ἡμῶν τῶν δύο Μητροπολιτῶν καί τοῦ κ. Καθηγητοῦ) ὑπό τήν Προεδρίαν τοῦ Σεβ.Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ.Ἱεροθέου.
Ὁμολογῶ ὅτι πολύ μέ ηὐχαρίστησεν ἡ Ἀπόφασις αὕτη τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου, δι΄ὅ καί ἀληθῶς ἠγαλλίασε τό πνεῦμα μου. Ἡ προσέγγισις καί συζήτησις αὐτή μέ τόν φωτισμόν τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί μέ τήν ἐμπνευσμένην ἐπιστασίαν καί παρέμβασιν τοῦ ἐγκρατοῦς καί διακεκριμένου περί τά θεολογικά γράμματα, τά ἐκκλησιολογικά καί ἀντιαιρετικά θέματα καί τήν λιπαράν γνῶσιν τῆς Πατερικῆς Θεολογίας καί Γραμματείας Σεβ.Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ.Ἱεροθέου, πρεσβυτέρου τῇ ἡλικίᾳ καί τῇ Ἀρχιερωσύνῃ Ἀδελφοῦ, θά ἐφώτιζε τό ὅλον θέμα καί καλῇ τῇ πίστει καί τῇ θελήσει θά διηυθετεῖτο θεοφιλῶς εἰς δόξαν Θεοῦ καί εἰς ψυχικήν ἀνάπαυσιν καί κατηρέμησιν τοῦ Χριστεπωνύμου Πληρώματος, τό ὁποῖον διά τοῦ διαδικτύου καί τῶν λοιπῶν μέσων μαζικῆς ἐνημερώσεως πληροφορεῖται ἀμέσως τά πάντα καί ἤ εὐφραίνεται ἤ σκανδαλίζεται καί ἀπογοητεύεται ἀπό τούς ποιμένας του.
Δυστυχῶς ἡ συνάντησις αὐτή δέν ἐπραγματοποιήθη, εὐθύνῃ τοῦ Σεβ.Μεσσηνίας, προτιμήσαντος νά διεξαχθῇ αὕτη μετ΄ Ἀδελφῶν συνεπισκόπων καί μόνον.
Ὅμως, μή γενομένης τῆς ἐν θέματι συναντήσεως, μή συμπεριληφθέντος, ὡς ὤφειλε, τοῦ ζωτικοῦ τούτου θεολογικοῦ θέματος εἰς τά θέματα τῆς Ἡμερησίας διατάξεως τῶν ἐπικειμένων Συνεδριῶν τῆς Τακτικῆς κατά μῆνα Ὀκτώβριον Ἱεραρχίας καί μή περαιωθείσης τῆς θεολογικῆς συζητήσεως ἐπί τοῦ καυτοῦ τούτου θέματος , τό πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, καί ἰδιαιτέρως τῆς πατρίδος μας, ἀνησυχεῖ, στενοχωρεῖται καί σκανδαλίζεται, καί αὐτό δέν τό ἀποκρύπτει συνήθως παρεμβαῖνον δι' ἐπιστολῶν καί ἄλλων τρόπων.
Καί μετά πολλῆς λύπης πληροφοροῦμαι ὅτι, ἐπειδή χωρίς τήν πραγματοποίησιν τῶν ὡς ἄνω ἡ νέα Δ.Ι.Σ ἐχώρησε εἰς τήν ἀνάθεσιν τῆς ἐντολῆς εἰς τόν Σεβ.Μεσσηνίας νά ἐκπροσωπήσῃ τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος εἰς τήν Μικτήν Ἐπιτροπήν τοῦ Θεολογικοῦ διαλόγου μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς, ἄνευ τοὐλάχιστον προηγουμένης ἀκροάσεως τοῦ Σεβασμιωτάτου ἐπί τῶν θέσεών του εἰς τό καίριον αὐτό ἐκκλησιολογικόν θέμα, προεκλήθησαν δυσμενεῖς κρίσεις καί σχόλια, καί
10. Ταπεινῶς φρονῶ ὅτι τοιαῦτα φλέγοντα θέματα, ἁπτόμενα τῆς Πίστεως, τῆς ὑποστάσεως καί τῆς Δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἁπτόμενα δέ καί τῆς ἱερωτάτης ὑποθέσεως τῆς σωτηρίας μας, πρέπει νά ἔχουν ἄμεσον προτεραιότητα ὄχι μόνον εἰς τάς Τακτικάς, ἀλλά καί εἰς τάς Ἐκτάκτους Συνελεύσεις τῆς Σεπτῆς ἡμῶν Ἱεραρχίας. Εἰς τά θέματα τῆς προσεχοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, τά ὁποῖα εἶναι μέν χρήσιμα καί ἐπίκαιρα, οὐχί ὅμως καί κατεπειγούσης φύσεως, θά ἦτο εὐχῆς ἔργον, συναινούντων τῶν ἁγίων Συνοδικῶν Συνέδρων τῆς Ι.Σ.Ι., νά προστεθοῦν καί ἕτερα καίρια καί κατεπείγοντα -καί κατ' ἀνάγκην νά αὐξηθοῦν αἱ ἡμέραι τῶν Συνεδριῶν της-, ὅπως εἶναι τό περί οὗ ὁ λόγος ἐκκλησιολογικόν, περί τοῦ ὁποίου θά ἠδύνατο νά εἰσηγηθῇ ἐμπεριστατωμένως ὁ ὁρισθείς ὑπό τῆς ΔΙΣ Σεβ.Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ.Ἱερόθεος καί νά ἐπακολουθήσῃ ἐποικοδομητική συζήτησις καί εἰδικόν ἀνακοινωθέν τῆς ΙΣΙ, τό ὁποῖον θά εὕρισκε εὐμενεστάτην ἀπήχησιν εἰς τά ὦτα τοῦ ἀγωνιῶντος Ὀρθοδόξου Χριστεπωνύμου Πληρώματος. Ἄλλως, ἐάν σύρεται διαρκῶς τό θέμα τοῦτο ἀνεξήγητον καί ἀναπάντητον, ἀναποδράστως θά σοβῇ κρίσις εἰς τό ἐκκλησιαστικόν σῶμα καί τό Ἱερόν Σῶμα τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας μας, ἀφορῶσα εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι κοινωνίαν τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου καί τοῦ Λαοῦ.
Εἶναι καί ἄλλα σοβαρότατα καί κατεπείγοντα θέματα, ἐπί τῶν ὁποίων οἱ διανυόμενοι δυσχείμεροι καιροί ἀπαιτοῦν τήν ἐνεργόν παρουσίαν, τήν ἀπάντησιν καί τόν διακριτικόν χειρισμόν τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Σώματος, τά ὁποῖα ἀναμένει ἐναγωνίως τό πλήρωμα τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας, ὡς φερ' εἰπεῖν˙ α) τήν παρέμβασιν ἡμῶν δι' εἰδικῶν προτάσεων εἰς θέματα τῆς σχολικῆς παιδείας πρός τό ἁρμόδιον Ὑπουργεῖον, ὅπως εἶναι, σύν τοῖς ἄλλοις, τά ἀκατάλληλα καί ἐπιζήμια ἐν πολλοῖς ἐγχειρίδια τοῦ μαθήματος τῆς Γλώσσης εἰς τήν πρωτοβάθμιον καί δευτεροβάθμιον ἐκπαίδευσιν β) τήν ὑπεύθυνον τοποθέτησιν εἰς τό ζήτημα τῆς ὑποχρεωτικῆς λήψεως τῆς «Κάρτας τοῦ Πολίτη», περί ἧς ἐκφράζονται σοβαρόταται ἐπιφυλάξεις ὑπό κορυφαίων ἐπιστημόνων τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, γ) τήν ἀντιμετώπισιν τοῦ συγχρόνου ρεύματος τῶν νέων «Ἀποστόλων» τῆς «μεταπατερικῆς θεολογίας», ἡ ὁποία ἔρχεται εἰς συνάφειαν μέ τήν νεοφανῆ, τήν σύγχρονον ἐκκλησιολογίαν, περί ἧς ὡμιλήσαμεν ἀνωτέρω κ.ἄ.
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀδελφοί,
Ἐθεώρησα ὡς ἐπιτακτικόν ἐπισκοπικόν μου χρέος νά ἀναφερθῶ καθηκόντως εἰς τά ὡς ἄνω θέματα ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ἐκκρεμοῦντος εἰσέτι βασικοῦ θέματος, τό ὁποῖον εὐσεβάστως ἐξέθεσα καί ἔθεσα πρό τριμήνου ὑπ΄ ὄψιν Ὑμῶν καί τοῦ Ἱεροῦ Σώματος τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας. «Οἱ καιροί οὐ μενετοί».
Κοινοποιῶ τό ἀνά χεῖρας κείμενον εἰς ὅλους τούς Σεβασμιωτάτους Ἀδελφούς Μητροπολίτας διά τήν ἐνημέρωσιν αὐτῶν καί τήν ἐπ΄αὐτοῦ θεοφιλῆ τοποθέτησιν. Κύριος ὁ Θεός ὡς Παντογνώστης καί καρδιογνώστης γνωρίζει τό βάθος τῆς καρδίας μου, τά κίνητρα, τάς προθέσεις μου, τάς ἐπιδιώξεις μου καί τόν ἅγιον πόθον τῆς ψυχῆς μου διά τήν ἐπικράτησιν τοῦ Θείου Θελήματος, τῆς Κανονικῆς Τάξεως καί εὐταξίας ἐν τῇ Ἁγίᾳ ἡμῶν Ἐκκλησίᾳ, τῆς Ἁγιογραφικῆς καί Ἁγιοπατερικῆς διδασκαλίας καί Παραδόσεως καί τοῦ σεβασμοῦ εἰς τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας καί τά ἱερά τῆς πίστεως ἡμῶν δόγματα, ὅπως ἐκφράζονται ὑπό τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας διά τῆς δογματικῆς Αὐτῆς διδασκαλίας καί τῶν Ὅρων καί Ἀποφάσεων τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί τῶν ὑπ' αὐτῶν ἐπικυρωθεισῶν Τοπικῶν.
Ἐπικαλούμενος τήν Ὑμετέραν συγγνώμην καί συμπάθειαν διά τήν ἐκ τοῦ μακροῦ τούτου κειμένου καταπόνησίν Σας, ἀλλά καί τήν Ὑμετέραν κατανόησιν καί συναντίληψιν διατελῶ,
Μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ
Ἐλάχιστος ἐν Ἐπισκόποις
Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Κυθήρων Σεραφείμ
Κοινοποίησις : Σεβ. Μητροπολίτας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου