πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 21/1/2011
ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΙΝ (2ο)
Τοῦ κ.Ἠλία Δ. Μπάκου, Δρ. Θεολογίας–Φιλολόγου
3. Λόγοι Παιδαγωγικοί: Ἐπειδή ὁ σκοπός τῆς Παιδείας εἶναι νά διαπλάθει τόν ἄνθρωπο ὡς ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα, νά τοῦ καλλιεργήσει γνώση καί ἦθος καί να ἀναπτύξει πολλαπλές ἱκανότητες καί δεξιότητες-λογικές, τεχνολογικές, ἠθικές καί συναισθηματικές καί δι᾽ αὐτῶν νά τόν στηρίζει και στίς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς, να καλλιεργεῖ τήν ἐθνική καί θρησκευτική συνείδηση, γεννᾶται το ἐρώτημα: ποιός ἀνώτερος καί ἀντικειμενικός λόγος ὑπαγορεύει τις προτεινόμενες κοσμογονικές ἀνατροπές τῆς Παιδείας; Γιά ποιό λόγο ἡ ἑλληνορθόδοξη ἐκπαίδευση ἀλλάζει ἰδιοπροσωπία;
Εἶναι ἀναμφισβήτητον ὅτι ὅλα, μηδενός ἐξαιρουμένου, τά διδασκόμενα μαθήματα ἀσκοῦν Ἀγωγή στόν νέο καί συμβάλλουν στην συνανάπτυξη σώματος καί πνεύματος, νοῦ και ψυχῆς. Εἶναι ἀπαραίτητο ὅμως νά ἐπισημανθεῖ ὅτι τά βασικώτερα μαθήματα Ἀγωγῆς εἶναι αὐτά πού τό μορφωτικό τους ἀντικείμενο-ἀγαθό μορφώνει τόν ὅλο ἄνθρωπο.... Εἶναι τά λεγόμενα ἀνθρωπιστικά–ἀνθρωποκεντρικά και τά ὁποῖα διδάσκονται ἀπό τις Ἐπιστῆμες τοῦ ἀνθρώπου. Στην ἐποχή μας αὐτές οἱ Ἐπιστῆμες και ὁ ἀνθρωποκεντρικός τους χαρακτήρας εἶναι περισσότερο ἀναγκαῖος, γιά νά καλλιεργήσουμε τον ἄνθρωπο ὡς ἄνθρωπο-ὕλη και πνεῦμα, καί νά προστατεύσουμε το πρόσωπό του. Γιά τήν ἑλληνική Παιδεία ὡς βασικά μαθήματα Ἀγωγῆς εἶναι ἡ Ἱστορία, τά Νεοελληνικά Κείμενα, ἡ Γλώσσα, τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά, ἀπό τό πρωτότυπο ἤ ἀπό μετάφραση, τά Στοιχεῖα Δημοκρατικοῦ πολιτεύματος κ.ἄ., μέ βάση τήν ἀξιακή ἀρχή τοῦ Πλάτωνος: «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος» (Πρωταγόρας).
Ἀλλά γιά ποικίλους λόγους και τά Θρησκευτικά μέ τό Ὀρθόδοξο Χριστιανικό περιεχόμενο στήν πληρότητά του. Καί αὐτό ὄχι μόνον γιατί εἶναι το κατεξοχήν ἀνθρωποκεντρικό μάθημα, ἀλλά καί διότι ὑπερβαίνει τον ἀνθρωποκεντρισμό καί δίδει καί τη διάσταση τοῦ θεανθρωποκεντρισμοῦ. Ἀπό τό αἰσθητό–ὁρατό, πραγματικό γεγονός μεταβαίνει μέ φυσικό τρόπο στό ἐπέκεινα, στο ὑπερβατό και ἀληθινό γεγονός τῆς χριστιανικῆς αἰωνιότητας, τῆς ἐλπίδας καί τῆς θείας δικαιοσύνης.
Μέ ἄλλα λόγια, γίνεται ὑπέρβαση τῆς φθορᾶς, τοῦ θανάτου, ἐνθαρρύνεται ὁ ἄνθρωπος καί ὑπερβαίνει τίς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς. Ὁ θεῖος λόγος παιδαγωγεῖ τόν νέο, παρέχει σταθερές ἀξίες τῆς ζωῆς, ἐλπίδα καί ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό του, καί ἀγάπη καί ἀλληλεγγύη πρός κάθε ἄνθρωπο, ἀφοῦ ὅλοι εἴμαστε ἀδέλφια, κατά Χριστόν, και παιδιά ἑνός πατέρα, τοῦ Θεοῦ Πατρός. Γι᾽ αὐτό καί ὁ σκοπός, κατά θεία ἐντολή, εἶναι νά ὁδηγηθεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν κατά χάρη θέωση, νά γίνει εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἠθικά και πνευματικά. Αὐτό τό χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτή τή διάσταση τῆς ζωῆς δίδει ἡ χριστιανική Ἀγωγή. Καί μαζί μέ τόν ἄνθρωποπολίτη τῆς κοινωνίας τοῦ κόσμου τούτου διαμορφώνει καί τόν ἄνθρωπο οὐρανοπολίτη.
Καί κάτι ἀκόμη. Τό Ὀρθόδοξο Χριστιανικό μάθημα στήν Ἐκπαίδευση καλεῖται νά ἀναπληρώσει κενά παιδαγωγίας καί ἤθους τῶν Φιλολογικῶν μαθημάτων. Κείμενα ἀντιπαιδαγωγικά ὅπως στό Ἀνθολόγιο Β´ Γυμνασίου, σ. 44, ἤ σσ. 40- 42, πού οἱ μαθητές καλοῦνται: «να γράψουν τίς προδιαγραφές γιά την ἐμφάνιση καί τή συμπεριφορά τῆς ἰδεώδους ἑταίρα», νά ἀπαντήσουν: «ποιά καλλυντικά ἀναφέρονται καί σέ ποιά σημεῖα τοῦ σώματος τῆς Ἑταίρας χρησιμοποιοῦνται».
Ἤ πῶς θά ἀντιμετωπίσουμε την προσβολή στό πρόσωπο τοῦ μαθητῆ, πού γίνεται μέ τόν ὁρισμό τοῦ νοῦ στά Κείμενα τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας Γ´ Γυμνασίου σσ. 164-168, ὅταν τόν διδάσκουμε: «ἀπό τῆς μυλωνοῦς τόν πισινό μή ζητᾶς ὀρθογραφία. Ὁ πισινός τῆς μυλωνοῦς εἶναι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχα διαβάσει πολλούς ὁρισμούς τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦτος μοῦ φάνηκε ὁ πιό καταπληκτικός καί μοῦ ἄρεσε» (χρειάζονται σχόλια;).
4. Κοινωνικοί λόγοι:
Ὁ Ρῶσος συγγραφεύς Σολτζενίτσιν, ὁ ὁποῖος δοκιμάστηκε πολύ στό χῶρο τῆς ἀθεΐας καί ἐβίωσε τήν ἔλλειψη τοῦ θείου λόγου, γράφει χαρακτηριστικά: «ὁ κόσμος θά ἦταν ἐντελῶς διαφορετικός ἐάν δέν ὑπῆρχε ἡ ὀρθόδοξος θεία Λατρεία». Πράγματι ὁ θεσμός τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ Λατρεία τοῦ Θεοῦ συνέχει καί συγκροτεῖ καί συγκρατεῖ τήν Κοινωνία τῶν ἀνθρώπων.
Μπροστά στό θεσμό καί τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἴδιοι, ὅλοι ἔχουν τις ἴδιες ὑποχρεώσεις καί τά ἴδια δικαιώματα. Ὅλοι μοιράζονται λύπες καί χαρές, πόνους καί δάκρυα, πλοῦτο καί φτώχια. Ἡ ἀγάπη καί δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἑνώνει πλούσιους καί φτωχούς, σοφούς και ἀγραμμάτους, ἐχθρούς καί φίλους. Καμμιά ὁμάδα ἀνθρώπων δέν κοινωνικοποιήθηκε χωρίς θρησκεία, καί καμία ὁμάδα ἀνθρώπων δεν ἀπέδωσε δικαιοσύνη, ἀλληλεγγύη καί ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη στά μέλη της χωρίς τήν ἀναφορά καί παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ὁ χριστιανός ἀγαπᾶ – πρέπει νά ἀγαπᾶ– τόν ἄνθρωπο ὡς ἄνθρωπο καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πρίν ἀκόμη τόν γνωρίσει ὡς πρόσωπο. Αὐτή εἶναι ἡ χριστιανική διδασκαλία, ἡ ὁποία κοινωνικοποιεῖ ἀληθινά καί ὄχι κατ᾽ ἐπίφαση τόν ἄνθρωπο. Καί ἡ συμβολή της καί ἡ δυναμική της στήν κοινωνικοποίηση τοῦ ἀνθρώπου γίνεται σαφέστερη καί ἀκριβέστερη στή Θεία Λατρεία με τή δική της ἀρχιτεκτονική, μέ τή δική της ζωγραφική, μέ τή δική της Μουσική καί Λογοτεχνία (ποιητικό- λειτουργικό λόγο) καί μέ τή σύνθεση ὅλων αὐτῶν ὁδηγεῖ σέ θεολογική μεταρσίωση καί καθολική συμμετοχή τοῦ ἀνθρώπου.Ὅλα αὐτἀ, καί πολλά ἄλλα, θά τά στερήσουμε ἀπό τά παιδιά μας μέ φροῦδες αἰτιολογίες καί «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις»; Μέ τό κίβδηλο ἐπιχείρημα κάποιων ὅτι σέ κάποια σχολεῖα, στά ὁποῖα φοιτοῦν καί ἀλλοδαποί ἑτερόδοξοι ἤ ἀλλόθρησκοι μαθητές θά ἀλλάξουμε κι ἐμεῖς τον χαρακτήρα τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ μαθήματος καί τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας καί Ἀγωγῆς;
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι οἱ ἀλλοδαποί μαθητές καί μάλιστα οἱ μή ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι ἀπαλλάσσονται ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι ἐλάχιστοι καί πολλοί ἀπ᾽ αὐτούς δέν κάνουν χρήση τοῦ δικαιώματός τους γιά δυό κυρίως λόγους:
πρῶτον γιατί προέρχονται ἀπό χῶρες ὑπανάπτυκτες καί μέ πολιτισμό θρησκευτικό, ἐθνικό, κοινωνικό, πολύ κατώτερο ἀπό αὐτό πού συναντοῦν στή χώρα μας καί μάλιστα ἐπιλέγουν νά προσοικειωθοῦν ἑλληνισμό καί ὀρθοδοξία, γιά να ἐνταχθοῦν καί νά ἀφομοιωθοῦν στήν ἑλληνορθόδοξη κοινωνία
δεύτερον, πέραν ἀπό τίς ὅποιες παραδόσεις φέρουν μαζί τους, ἐπιθυμοῦν καί ἐπιδιώκουν νά γνωρίσουν νά μαθητεύσουν στό νέο ἐπιλεγόμενο περιβάλλον φιλοξενίας τους: θρησκευτικό, ἐθνικό, περιβαλλοντολογικό ἐξ ἐπόψεως ἱστορικῶν μνημείων καί ἱερῶν σεβασμάτων τῆς Ὀρθοδοξίας ἤ καί γιά νά ἀφομοιωθοῦν μέ αὐτό, προκειμένου να ἀναβαθμίσουν τό πνευματικό και κοινωνικό ἐπίπεδό τους καί νά ἀντιμετωπίσουν τίς ὅποιες τυχόν δυσκολίες συναντήσουν. Σ᾽ αὐτούς τούς μαθητές ἐμεῖς θα ὑποτιμήσουμε τήν προσφορά τῶν ὑπέροχων ἀξιῶν τῆς ζωῆς, πού ἐμεῖς κατέχουμε, ἐνῶ ἐκεῖνοι λόγῳ τῆς προέλευσής τους στεροῦνται καί δέν γνωρίζουν;
Οἱ ὅποιες ἐνστάσεις ἐκ τοῦ ἀντιθέτου καταρρίπτονται καί ἀπό την ἑλληνορθόδοξη παράδοση τῆς Παιδείας καί τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ἄλλωστε ἡ Παιδεία τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους ἀπό τῆς ἱδρύσεώς του μέχρι σήμερον ἐνστερνίζεται, σύν τοῖς ἄλλοις, ἔργῳ τε καί λόγῳ, το ὑπερεθνικό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «οὐκ ἔνι (δέν ὑπάρχει) Ἕλλην καί Ἰουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ. 3,11). Πληρέστερη ἀπάντηση στο θέμα μᾶς δίδει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μέ τίς ἑξῆς χαρακτηριστικές ἐπισημάνσεις του: Ὁ Θεός «ἐποίησέ τε ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπί πᾶν το πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιρούς καί τάς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν» (Πρ.17,26).
Ἀλλά γιά ποικίλους λόγους και τά Θρησκευτικά μέ τό Ὀρθόδοξο Χριστιανικό περιεχόμενο στήν πληρότητά του. Καί αὐτό ὄχι μόνον γιατί εἶναι το κατεξοχήν ἀνθρωποκεντρικό μάθημα, ἀλλά καί διότι ὑπερβαίνει τον ἀνθρωποκεντρισμό καί δίδει καί τη διάσταση τοῦ θεανθρωποκεντρισμοῦ. Ἀπό τό αἰσθητό–ὁρατό, πραγματικό γεγονός μεταβαίνει μέ φυσικό τρόπο στό ἐπέκεινα, στο ὑπερβατό και ἀληθινό γεγονός τῆς χριστιανικῆς αἰωνιότητας, τῆς ἐλπίδας καί τῆς θείας δικαιοσύνης.
Μέ ἄλλα λόγια, γίνεται ὑπέρβαση τῆς φθορᾶς, τοῦ θανάτου, ἐνθαρρύνεται ὁ ἄνθρωπος καί ὑπερβαίνει τίς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς. Ὁ θεῖος λόγος παιδαγωγεῖ τόν νέο, παρέχει σταθερές ἀξίες τῆς ζωῆς, ἐλπίδα καί ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό του, καί ἀγάπη καί ἀλληλεγγύη πρός κάθε ἄνθρωπο, ἀφοῦ ὅλοι εἴμαστε ἀδέλφια, κατά Χριστόν, και παιδιά ἑνός πατέρα, τοῦ Θεοῦ Πατρός. Γι᾽ αὐτό καί ὁ σκοπός, κατά θεία ἐντολή, εἶναι νά ὁδηγηθεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν κατά χάρη θέωση, νά γίνει εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἠθικά και πνευματικά. Αὐτό τό χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτή τή διάσταση τῆς ζωῆς δίδει ἡ χριστιανική Ἀγωγή. Καί μαζί μέ τόν ἄνθρωποπολίτη τῆς κοινωνίας τοῦ κόσμου τούτου διαμορφώνει καί τόν ἄνθρωπο οὐρανοπολίτη.
Καί κάτι ἀκόμη. Τό Ὀρθόδοξο Χριστιανικό μάθημα στήν Ἐκπαίδευση καλεῖται νά ἀναπληρώσει κενά παιδαγωγίας καί ἤθους τῶν Φιλολογικῶν μαθημάτων. Κείμενα ἀντιπαιδαγωγικά ὅπως στό Ἀνθολόγιο Β´ Γυμνασίου, σ. 44, ἤ σσ. 40- 42, πού οἱ μαθητές καλοῦνται: «να γράψουν τίς προδιαγραφές γιά την ἐμφάνιση καί τή συμπεριφορά τῆς ἰδεώδους ἑταίρα», νά ἀπαντήσουν: «ποιά καλλυντικά ἀναφέρονται καί σέ ποιά σημεῖα τοῦ σώματος τῆς Ἑταίρας χρησιμοποιοῦνται».
Ἤ πῶς θά ἀντιμετωπίσουμε την προσβολή στό πρόσωπο τοῦ μαθητῆ, πού γίνεται μέ τόν ὁρισμό τοῦ νοῦ στά Κείμενα τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας Γ´ Γυμνασίου σσ. 164-168, ὅταν τόν διδάσκουμε: «ἀπό τῆς μυλωνοῦς τόν πισινό μή ζητᾶς ὀρθογραφία. Ὁ πισινός τῆς μυλωνοῦς εἶναι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχα διαβάσει πολλούς ὁρισμούς τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦτος μοῦ φάνηκε ὁ πιό καταπληκτικός καί μοῦ ἄρεσε» (χρειάζονται σχόλια;).
4. Κοινωνικοί λόγοι:
Ὁ Ρῶσος συγγραφεύς Σολτζενίτσιν, ὁ ὁποῖος δοκιμάστηκε πολύ στό χῶρο τῆς ἀθεΐας καί ἐβίωσε τήν ἔλλειψη τοῦ θείου λόγου, γράφει χαρακτηριστικά: «ὁ κόσμος θά ἦταν ἐντελῶς διαφορετικός ἐάν δέν ὑπῆρχε ἡ ὀρθόδοξος θεία Λατρεία». Πράγματι ὁ θεσμός τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ Λατρεία τοῦ Θεοῦ συνέχει καί συγκροτεῖ καί συγκρατεῖ τήν Κοινωνία τῶν ἀνθρώπων.
Μπροστά στό θεσμό καί τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἴδιοι, ὅλοι ἔχουν τις ἴδιες ὑποχρεώσεις καί τά ἴδια δικαιώματα. Ὅλοι μοιράζονται λύπες καί χαρές, πόνους καί δάκρυα, πλοῦτο καί φτώχια. Ἡ ἀγάπη καί δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἑνώνει πλούσιους καί φτωχούς, σοφούς και ἀγραμμάτους, ἐχθρούς καί φίλους. Καμμιά ὁμάδα ἀνθρώπων δέν κοινωνικοποιήθηκε χωρίς θρησκεία, καί καμία ὁμάδα ἀνθρώπων δεν ἀπέδωσε δικαιοσύνη, ἀλληλεγγύη καί ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη στά μέλη της χωρίς τήν ἀναφορά καί παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ὁ χριστιανός ἀγαπᾶ – πρέπει νά ἀγαπᾶ– τόν ἄνθρωπο ὡς ἄνθρωπο καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πρίν ἀκόμη τόν γνωρίσει ὡς πρόσωπο. Αὐτή εἶναι ἡ χριστιανική διδασκαλία, ἡ ὁποία κοινωνικοποιεῖ ἀληθινά καί ὄχι κατ᾽ ἐπίφαση τόν ἄνθρωπο. Καί ἡ συμβολή της καί ἡ δυναμική της στήν κοινωνικοποίηση τοῦ ἀνθρώπου γίνεται σαφέστερη καί ἀκριβέστερη στή Θεία Λατρεία με τή δική της ἀρχιτεκτονική, μέ τή δική της ζωγραφική, μέ τή δική της Μουσική καί Λογοτεχνία (ποιητικό- λειτουργικό λόγο) καί μέ τή σύνθεση ὅλων αὐτῶν ὁδηγεῖ σέ θεολογική μεταρσίωση καί καθολική συμμετοχή τοῦ ἀνθρώπου.Ὅλα αὐτἀ, καί πολλά ἄλλα, θά τά στερήσουμε ἀπό τά παιδιά μας μέ φροῦδες αἰτιολογίες καί «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις»; Μέ τό κίβδηλο ἐπιχείρημα κάποιων ὅτι σέ κάποια σχολεῖα, στά ὁποῖα φοιτοῦν καί ἀλλοδαποί ἑτερόδοξοι ἤ ἀλλόθρησκοι μαθητές θά ἀλλάξουμε κι ἐμεῖς τον χαρακτήρα τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ μαθήματος καί τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας καί Ἀγωγῆς;
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι οἱ ἀλλοδαποί μαθητές καί μάλιστα οἱ μή ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι ἀπαλλάσσονται ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι ἐλάχιστοι καί πολλοί ἀπ᾽ αὐτούς δέν κάνουν χρήση τοῦ δικαιώματός τους γιά δυό κυρίως λόγους:
πρῶτον γιατί προέρχονται ἀπό χῶρες ὑπανάπτυκτες καί μέ πολιτισμό θρησκευτικό, ἐθνικό, κοινωνικό, πολύ κατώτερο ἀπό αὐτό πού συναντοῦν στή χώρα μας καί μάλιστα ἐπιλέγουν νά προσοικειωθοῦν ἑλληνισμό καί ὀρθοδοξία, γιά να ἐνταχθοῦν καί νά ἀφομοιωθοῦν στήν ἑλληνορθόδοξη κοινωνία
δεύτερον, πέραν ἀπό τίς ὅποιες παραδόσεις φέρουν μαζί τους, ἐπιθυμοῦν καί ἐπιδιώκουν νά γνωρίσουν νά μαθητεύσουν στό νέο ἐπιλεγόμενο περιβάλλον φιλοξενίας τους: θρησκευτικό, ἐθνικό, περιβαλλοντολογικό ἐξ ἐπόψεως ἱστορικῶν μνημείων καί ἱερῶν σεβασμάτων τῆς Ὀρθοδοξίας ἤ καί γιά νά ἀφομοιωθοῦν μέ αὐτό, προκειμένου να ἀναβαθμίσουν τό πνευματικό και κοινωνικό ἐπίπεδό τους καί νά ἀντιμετωπίσουν τίς ὅποιες τυχόν δυσκολίες συναντήσουν. Σ᾽ αὐτούς τούς μαθητές ἐμεῖς θα ὑποτιμήσουμε τήν προσφορά τῶν ὑπέροχων ἀξιῶν τῆς ζωῆς, πού ἐμεῖς κατέχουμε, ἐνῶ ἐκεῖνοι λόγῳ τῆς προέλευσής τους στεροῦνται καί δέν γνωρίζουν;
Οἱ ὅποιες ἐνστάσεις ἐκ τοῦ ἀντιθέτου καταρρίπτονται καί ἀπό την ἑλληνορθόδοξη παράδοση τῆς Παιδείας καί τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ἄλλωστε ἡ Παιδεία τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους ἀπό τῆς ἱδρύσεώς του μέχρι σήμερον ἐνστερνίζεται, σύν τοῖς ἄλλοις, ἔργῳ τε καί λόγῳ, το ὑπερεθνικό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «οὐκ ἔνι (δέν ὑπάρχει) Ἕλλην καί Ἰουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ. 3,11). Πληρέστερη ἀπάντηση στο θέμα μᾶς δίδει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μέ τίς ἑξῆς χαρακτηριστικές ἐπισημάνσεις του: Ὁ Θεός «ἐποίησέ τε ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπί πᾶν το πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιρούς καί τάς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν» (Πρ.17,26).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου