Ἁγίου Σωφρονίου Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων
1. Ἡ Ὁσία διηγεῖται τή ζωή της
Ὅταν ἔφθασε ἡ ἁγία ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ, ἐγώ, καθώς καί πρωτύτερα, γύριζα συλλαμβάνοντας ψυχές νέων. Ἔβλεπα ὅμως ἀπό πολύ πρωί νά τρέχουν ὅλοι στήν Ἐκκλησία καί πηγαίνω κι ἐγώ τρέχοντας μαζί μέ τούς ἄλλους πού ἔτρεχαν. Ἔφθασα λοιπόν μαζί τους στήν αὐλή τοῦ ναοῦ καί ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τῆς θείας Ὑψώσεως, ἔσπρωχνα καί σπρωχνόμουνα γύρω ἀπό τήν εἴσοδο, προσπαθώντας νά μπῶ μέσα μαζί μέ τό πλῆθος... Καί μέχρι τό σημεῖο πού βρισκόταν ἡ πόρτα, ἀπ’ ὅπου ἔμπαινε κανείς μέσα στόν ἴδιο τό ναό, ὅπου κανείς ἔβλεπε τό ζωοποιό Ξύλο, μέ πολύ κόπο καί θλίψη πλησίαζα ἡ ταλαίπωρη. Μόλις ὅμως πάτησα τό κατώφλι τῆς πόρτας, ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔμπαιναν χωρίς κανένα ἐμπόδιο, ἐνῶ ἐμένα μέ ἐμπόδιζε κάποια θεία δύναμη, πού δέν μοῦ ἐπέτρεπε τήν εἴσοδο. Γιατί πάλι σπρωχνόμουνα καί διωχνόμουνα πίσω καί πάλι μόνη ἐγώ βρισκόμουνα νά στέκομαι στήν αὐλή τοῦ ναοῦ.
Ἐπειδή νόμισα, ὅτι τοῦτο ὀφείλεται στή γυναικεία ἀδυναμία μου, ἀφοῦ ἀναμίχθηκα πάλι μέ ἄλλους, προσπαθοῦσα παραγκωνίζοντας ὅσο μποροῦσα τούς ἄλλους νά προωθήσω τόν ἑαυτό μου μέσα, ἀλλά κοπίαζα μάταια. Γιατί πάλι, μόλις τό ἄθλιο πόδι μου πατοῦσε στό κατώφλι, ὅλους τούς ἄλλους ὁ ναός δεχόταν χωρίς κανείς νά τούς ἐμποδίζει, ἐμένα μόνο τή δυστυχισμένη δέν δεχόταν, ἀλλά σάν νά ὑπῆρχε παραταγμένο πλῆθος στρατιωτῶν μέ τή διαταγή νά μοῦ ἀπαγορεύσει τήν εἴσοδο, ἔτσι κι ἐμένα μέ ἐμπόδιζε κάποια δύναμη συνεχῶς.
2. Ἡ μετάνοια τῆς ὉσίαςΑὐτή τήν προσπάθεια τήν ἔκανα τρεῖς ἤ τέσσερις φορές καί ἐπειδή ἀπόκαμα καί δέν ἄντεχα νά σπρώχνω καί νά σπρώχνομαι, γιατί εἶχε κουραστεῖ καί τό σῶμα μου ἀπό τήν ἔντονη προσπάθεια, ὑποχώρησα γιά λίγο καί ἔφυγα καί στάθηκα σέ κάποια γωνιά τῆς αὐλῆς τοῦ ναοῦ. Καί μόλις τότε συναισθάνθηκα τήν αἰτία πού μέ ἐμπόδιζε νά δῶ τό Τίμιο καί Ζωοποιό Ξύλο. Γιατί ἄγγιζε τά μάτια τῆς καρδιᾶς μου λόγος σωτήριος πού μοῦ φανέρωνε, ὅτι ἡ ἀκαθαρσία τῶν ἔργων μου ἦταν αὐτή πού μοῦ ἔκλεινε τήν εἴσοδο.
Ἄρχισα λοιπόν νά κλαίω καί νά θρηνῶ καί νά κτυπῶ τό στῆθος μου καί νά βγάζω στεναγμούς ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Καί καθώς ἔκλαιγα βλέπω πάνω ἀπό τή θέση πού στεκόμουν τήν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί βλέποντας συνεχῶς πρός αὐτή λέω: Παρθένε Δέσποινα, ἐσύ πού γέννησες κατά σάρκα τό Θεό Λόγο, γνωρίζω καλά δέν εἶναι σωστό καί λογικό, σ’ ἐμένα τήν τόσο ἀκάθαρτη, σ’ ἐμένα πού εἶμαι ἔτσι γεμάτη ἀσωτίες, νά κοιτάζω τήν εἰκόνα τή δικιά σου, τῆς ἀειπαρθένου, τῆς ἁγνῆς, τῆς καθαρῆς καί ἀμόλυντης στό σῶμα καί στήν ψυχή. Γιατί εἶναι δίκαιο ἐμένα τήν ἄσωτη, ἐξ αἰτίας τῆς καθαρότητός σου, νά μισεῖς καί τελείως νά μέ ἀποστρέφεσαι. Ἀλλά ὅμως, ἐπειδή, καθώς ἄκουσα, γι’ αὐτό τό λόγο ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Θεός πού γέννησες, γιά νά καλέσει τούς ἁμαρτωλούς σέ μετάνοια, βοήθησε ἐμένα πού εἶμαι μόνη καί δέν ἔχω κανένα γιά νά μέ βοηθήσει· δῶσε ἐντολή νά ἐπιτραπεῖ καί σ’ ἐμένα νά περάσω τήν εἴσοδο τῆς Ἐκκλησίας καί μή μοῦ στερήσεις τή δυνατότητα νά δῶ τό ξύλο, πού πάνω του σταυρώθηκε μέ τή σάρκα ὁ Θεός πού γέννησες καί ἔδωσε τό ἴδιο Του τό αἷμα ἀντίτιμο γιά χάρη μου· δῶσε ἐντολή, Δέσποινα, ν’ ἀνοίξει καί σέ μένα ἡ πόρτα γιά τή θεία προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ, καί βάζω ἐσένα ἀξιόπιστο ἐγγυητή στό Θεό πού γέννησες, ὅτι δέν πρόκειται νά ἐξυβρίσω ποτέ ξανά τή σάρκα μου τούτη μέ ὁποιαδήποτε αἰσχρή σχέση. Ἀλλά ἀπό τή στιγμή πού θά δῶ τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Υἱοῦ σου, θά ἐγκαταλείψω ἀμέσως τόν κόσμο καί ὅλα ὅσα ἔχουν σχέση μ’ αὐτόν καί τήν ἴδια στιγμή θά κατευθυνθῶ ἐκεῖ ὅπου ἐσύ ὡς ἐγγυητής τῆς σωτηρίας μου θά μοῦ ὑποδείξεις καί θά μέ ὁδηγήσεις.
Αὐτά εἶπα καί ἀφοῦ ἔλαβα σάν κάποια πληροφορία τή φλόγα τῆς πίστεως, πῆρα θάρρος στηριζόμενη στήν εὐσπλαχνία τῆς Θεοτόκου καί φεύγω ἀπό ἐκεῖνο τόν τόπο ἀπ΄ ὅπου προσευχόμουνα. Ἔρχομαι πάλι καί μπαίνω ἀνάμεσα σ’ αὐτούς πού προσπαθοῦσαν νά εἰσέλθουν κι ἀπό κανέναν πλέον δέν σπρωχνόμουνα, κανείς δέν μέ ἐμπόδιζε νά πλησιάσω τήν πόρτα ἀπό τήν ὁποία εἰσέρχονταν στό ναό. Τότε μέ κυρίευσε φρίκη καί ἔκπληξη, ὥστε κλονιζόμουν ὁλόκληρη καί ἔτρεμα. Ἔπειτα φθάνοντας στήν πόρτα πού μέχρι τότε ἦταν κλειδωμένη γιά μένα, ὅλη ἡ δύναμη πού πρωτύτερα μέ ἐμπόδιζε, τώρα μοῦ ἄνοιγε τό δρόμο νά μπῶ. Ἔτσι εἰσῆλθα χωρίς κανένα κόπο καί βρέθηκα μέσα στό Ἅγιο τῶν Ἁγίων καί ἀξιώθηκα νά προσκυνήσω τό ζωοποιό Τίμιο Σταυρό καί εἶδα τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί αἰσθάνθηκα πόσο εἶναι πρόθυμος ὁ Κύριος στό νά δέχεται τή μετάνοια. Ἀφοῦ λοιπόν ἔπεσα ἡ ἄθλια πάνω στή γῆ καί προσκύνησα τό ἅγιο ἐκεῖνο ἔδαφος, τρέχοντας βγῆκα ἔξω κατευθυνόμενη γρήγορα σέ Ἐκείνη πού ἐγγυήθηκε γιά μένα. Φθάνω λοιπόν σ’ ἐκεῖνο τόν τόπο ὅπου τό ἔγγραφο τῆς ἐγγυήσεως συντάχθηκε καί γονατίζοντας μπορστά στήν Ἀειπάρθενο καί Θεοτόκο, προσευχήθηκα μέ αὐτά τά λόγια.
3. Ἡ προσευχή τῆς ὉσίαςἘσύ, φιλάγαθε Δέσποινα, μοῦ ἔδειξες τή φιλανθρωπία σου· ἐσύ δέν ἀποστράφηκες τήν προσευχή τῆς ἀνάξιας· εἶδα δόξα πού δίκαια οἱ ἄσωτοι δέν βλέπουμε· δόξα στό Θεό πού μέ τίς πρεσβεῖες Σου δέχεται τή μετάνοια τῶν ἁμαρτωλῶν. Γιατί τί περισσότερο, ἡ ἁμαρτωλή μπορῶ νά σκεφθῶ ἤ νά πῶ; Εἶναι καιρός πιά, Δέσποινα Θεοτόκε, νά πραγματοποιηθοῦν τά συμφωνημένα στήν ἐγγύηση, πού ἐγγυήθηκες. Τώρα ὅπου προστάζεις, ὁδήγησέ με· μᾶλλον τώρα γίνε μου δάσκαλος τῆς σωτηρίας, χειραγωγώντας με στό δρόμο πού ὁδηγεῖ στή μετάνοια. Καί καθώς ἔλεγα αὐτά, ἄκουσα ἀπό μακριά κάποιον νά φωνάζει: Ἐάν περάσεις τόν Ἰορδάνη, θά βρεῖς καλή ἀνάπαυση. Μόλις ἄκουσα αὐτή τή φωνή, πίστευσα ὅτι γιά μένα ἀκούστηκε καί κλαίγοντας φώναξα καί εἶπα στή Θεοτόκο: Δέσποινα, Δέσποινα, μή μέ ἐγκαταλείψεις τήν ἄσωτη. Καί ἀφοῦ εἶπα αὐτά, βγαίνω ἀπό τήν αὐλή τοῦ ναοῦ, καί βάδιζα σύντομα.
4. Ἡ Ὁσία ὁδηγεῖται στήν ἔρημο τοῦ ἸορδάνουΚαθώς ἔβγαινα ἔξω, κάποιος πού μέ εἶδε μοῦ δίνει τρεῖς φόλεις (χάλκινα νομίσματα) λέγοντάς μου: Δέξαι τις αὐτές ἀμμά μου. Ἐγώ ἀφοῦ τίς δέχθηκα, ἀγόρασα μ’ αὐτές τρία ψωμιά καί τά πῆρα μαζί μου ὡς εὐλογία. Τότε ρώτησα αὐτόν πού τά πουλοῦσε: Ποιός εἶναι ὁ δρόμος ἄνθρωπε, πού ὁδηγεῖ στόν Ἰορδάνη; Καί ἀφοῦ ἔμαθα τήν πύλη τῆς πόλεως πού ἔβγαζε πρός ἐκεῖνο τό μέρος, τρέχοντας βγῆκα ἔξω καί ἄρχισα κλαίγοντας τήν ὁδοιπορία. Ρωτώντας καί ξαναρωτώντας καί ἀφοῦ περπάτησα ὅλη τήν ὑπόλοιπη μέρα, καθώς ὑποθέτω ἦταν τρίτη ὥρα τῆς ἡμέρας ὅταν εἶδα τόν Τίμιο Σταυρό, ἔφθασα, ἐνῶ κόντευε νά δύσει ὁ ἥλιος, στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, πού βρίσκεται κοντά στόν Ἰορδάνη. Καί ἀφοῦ πρῶτα προσκύνησα στό ναό, κατέβηκα ἀμέσως στόν Ἰορδάνη καί μέ τά ἁγιασμένα νερά του ἔβρεξα τό πρόσωπό μου καί τά χέρια μου. Ἀκόμα μετάλαβα ἀπό τά ἄχραντα καί ζωοποιά Μυστήρια στό ναό τοῦ Προδρόμου, καί ἔφαγα τό μισό τοῦ ἑνός ἀπό τά τρία ψωμιά καί ἀφοῦ ἤπια νερό ἀπό τόν Ἰορδάνη, κοιμήθηκα τή νύκτα πάνω στή γῆ. Τήν ἑπόμενη μέρα βρίσκοντας ἕνα πλοιάριο, πέρασα στήν ἄλλη ὄχθη καί πάλι ζήτησα ἀπό τήν ὁδηγό μου νά μέ ὁδηγήσει, ὅπου τῆς ἦταν ἀρεστό. Ἦρθα λοιπόν σ’ αὐτή τήν ἔρημο καί ἀπό τότε μέχρι σήμερα φεύγοντας τόν κόσμο ζῶ μακριά ἀπό αὐτόν καί κατοικῶ ἐδῶ δεχόμενη μέ εὐχαρίστηση τό Θεό μου, πού γλιτώνει ἀπό τήν ὀλιγοψυχία καί τήν καταιγίδα ὅσους καταφεύγουν σ’ Αὐτόν.
5. Ἡ ἀρχική ζωή τῆς Ὁσίας στήν ἔρημοΤότε τῆς λέει ὁ Ζωσιμᾶς: Πόσα χρόνια ἔχουν περάσει, κυρία μου, ἀφ’ ὅτου κατοικεῖς σ’ αὐτή τήν ἔρημο; Ἐκείνη ἀπάντησε: Ἔχουν περάσει σαρανταεπτά χρόνια, καθώς ὑποθέτω, ἀπό τότε πού βγῆκα ἀπό τήν ἁγία πόλη. Καί τί βρῆκες ἤ εἶχες γιά τροφή, κυρία μου, ρώτησε ὁ Ζωσιμᾶς. Τοῦ λέει: Δυόμισι ψωμιά εἶχα μαζί μου ὅταν πέρασα τόν Ἰορδάνη, πού σιγά-σιγά ξεράθηκαν καί ἔγιναν σκληρά σάν πέτρα· τρώγοντάς τα λοιπόν ἀπό λίγο πέρασα μέ αὐτά χρόνια. Κι ἔτσι χωρίς κόπο, ρώτησε πάλι ὁ Ζωσιμᾶς, πέρασες τόσο χρόνια, χωρίς καθόλου νά σέ πειράξει ἡ ξαφνική μεταβολή τῆς ζωῆς σου; Μέ ρώτησες τώρα, ἀββά Ζωσιμᾶ, τοῦ ἀπάντησε, γιά πράγμα πού καί μόνο πού τό ἀναφέρω μέ πιάνει φρίκη, γιατί ἄν θυμηθῶ τώρα τούς πολλούς κινδύνους πού ὑπέμεινα καί τούς λογισμούς πού σκληρά μέ ἐνόχλησαν, φοβᾶμαι μήπως προσβληθῶ καί πάλι ἀπό δαύτους. Μήν παραλείψεις τίποτα, κυρία μου, λέει ὁ Ζωσιμᾶς, πού νά μή μοῦ τό ἀνακοινώσεις, γιατί ἀπό τήν ἀρχή πολύ σέ παρακάλεσα γι’ αὐτό, ὥστε νά μοῦ τά διηγηθεῖς ὅλα χωρίς καμιά παράλειψη.
[Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο: Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, Βίος τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, εἰσ.-κείμ.-νεοελ. ἀπόδ. ὑπό Μοναχούς τῆς Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα (Ἅγιον Ὄρος: Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα, 1988), 61-73].
Μητρόπολη Νέας Σμύρνης
Ἐπειδή νόμισα, ὅτι τοῦτο ὀφείλεται στή γυναικεία ἀδυναμία μου, ἀφοῦ ἀναμίχθηκα πάλι μέ ἄλλους, προσπαθοῦσα παραγκωνίζοντας ὅσο μποροῦσα τούς ἄλλους νά προωθήσω τόν ἑαυτό μου μέσα, ἀλλά κοπίαζα μάταια. Γιατί πάλι, μόλις τό ἄθλιο πόδι μου πατοῦσε στό κατώφλι, ὅλους τούς ἄλλους ὁ ναός δεχόταν χωρίς κανείς νά τούς ἐμποδίζει, ἐμένα μόνο τή δυστυχισμένη δέν δεχόταν, ἀλλά σάν νά ὑπῆρχε παραταγμένο πλῆθος στρατιωτῶν μέ τή διαταγή νά μοῦ ἀπαγορεύσει τήν εἴσοδο, ἔτσι κι ἐμένα μέ ἐμπόδιζε κάποια δύναμη συνεχῶς.
2. Ἡ μετάνοια τῆς ὉσίαςΑὐτή τήν προσπάθεια τήν ἔκανα τρεῖς ἤ τέσσερις φορές καί ἐπειδή ἀπόκαμα καί δέν ἄντεχα νά σπρώχνω καί νά σπρώχνομαι, γιατί εἶχε κουραστεῖ καί τό σῶμα μου ἀπό τήν ἔντονη προσπάθεια, ὑποχώρησα γιά λίγο καί ἔφυγα καί στάθηκα σέ κάποια γωνιά τῆς αὐλῆς τοῦ ναοῦ. Καί μόλις τότε συναισθάνθηκα τήν αἰτία πού μέ ἐμπόδιζε νά δῶ τό Τίμιο καί Ζωοποιό Ξύλο. Γιατί ἄγγιζε τά μάτια τῆς καρδιᾶς μου λόγος σωτήριος πού μοῦ φανέρωνε, ὅτι ἡ ἀκαθαρσία τῶν ἔργων μου ἦταν αὐτή πού μοῦ ἔκλεινε τήν εἴσοδο.
Ἄρχισα λοιπόν νά κλαίω καί νά θρηνῶ καί νά κτυπῶ τό στῆθος μου καί νά βγάζω στεναγμούς ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Καί καθώς ἔκλαιγα βλέπω πάνω ἀπό τή θέση πού στεκόμουν τήν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί βλέποντας συνεχῶς πρός αὐτή λέω: Παρθένε Δέσποινα, ἐσύ πού γέννησες κατά σάρκα τό Θεό Λόγο, γνωρίζω καλά δέν εἶναι σωστό καί λογικό, σ’ ἐμένα τήν τόσο ἀκάθαρτη, σ’ ἐμένα πού εἶμαι ἔτσι γεμάτη ἀσωτίες, νά κοιτάζω τήν εἰκόνα τή δικιά σου, τῆς ἀειπαρθένου, τῆς ἁγνῆς, τῆς καθαρῆς καί ἀμόλυντης στό σῶμα καί στήν ψυχή. Γιατί εἶναι δίκαιο ἐμένα τήν ἄσωτη, ἐξ αἰτίας τῆς καθαρότητός σου, νά μισεῖς καί τελείως νά μέ ἀποστρέφεσαι. Ἀλλά ὅμως, ἐπειδή, καθώς ἄκουσα, γι’ αὐτό τό λόγο ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Θεός πού γέννησες, γιά νά καλέσει τούς ἁμαρτωλούς σέ μετάνοια, βοήθησε ἐμένα πού εἶμαι μόνη καί δέν ἔχω κανένα γιά νά μέ βοηθήσει· δῶσε ἐντολή νά ἐπιτραπεῖ καί σ’ ἐμένα νά περάσω τήν εἴσοδο τῆς Ἐκκλησίας καί μή μοῦ στερήσεις τή δυνατότητα νά δῶ τό ξύλο, πού πάνω του σταυρώθηκε μέ τή σάρκα ὁ Θεός πού γέννησες καί ἔδωσε τό ἴδιο Του τό αἷμα ἀντίτιμο γιά χάρη μου· δῶσε ἐντολή, Δέσποινα, ν’ ἀνοίξει καί σέ μένα ἡ πόρτα γιά τή θεία προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ, καί βάζω ἐσένα ἀξιόπιστο ἐγγυητή στό Θεό πού γέννησες, ὅτι δέν πρόκειται νά ἐξυβρίσω ποτέ ξανά τή σάρκα μου τούτη μέ ὁποιαδήποτε αἰσχρή σχέση. Ἀλλά ἀπό τή στιγμή πού θά δῶ τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Υἱοῦ σου, θά ἐγκαταλείψω ἀμέσως τόν κόσμο καί ὅλα ὅσα ἔχουν σχέση μ’ αὐτόν καί τήν ἴδια στιγμή θά κατευθυνθῶ ἐκεῖ ὅπου ἐσύ ὡς ἐγγυητής τῆς σωτηρίας μου θά μοῦ ὑποδείξεις καί θά μέ ὁδηγήσεις.
Αὐτά εἶπα καί ἀφοῦ ἔλαβα σάν κάποια πληροφορία τή φλόγα τῆς πίστεως, πῆρα θάρρος στηριζόμενη στήν εὐσπλαχνία τῆς Θεοτόκου καί φεύγω ἀπό ἐκεῖνο τόν τόπο ἀπ΄ ὅπου προσευχόμουνα. Ἔρχομαι πάλι καί μπαίνω ἀνάμεσα σ’ αὐτούς πού προσπαθοῦσαν νά εἰσέλθουν κι ἀπό κανέναν πλέον δέν σπρωχνόμουνα, κανείς δέν μέ ἐμπόδιζε νά πλησιάσω τήν πόρτα ἀπό τήν ὁποία εἰσέρχονταν στό ναό. Τότε μέ κυρίευσε φρίκη καί ἔκπληξη, ὥστε κλονιζόμουν ὁλόκληρη καί ἔτρεμα. Ἔπειτα φθάνοντας στήν πόρτα πού μέχρι τότε ἦταν κλειδωμένη γιά μένα, ὅλη ἡ δύναμη πού πρωτύτερα μέ ἐμπόδιζε, τώρα μοῦ ἄνοιγε τό δρόμο νά μπῶ. Ἔτσι εἰσῆλθα χωρίς κανένα κόπο καί βρέθηκα μέσα στό Ἅγιο τῶν Ἁγίων καί ἀξιώθηκα νά προσκυνήσω τό ζωοποιό Τίμιο Σταυρό καί εἶδα τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί αἰσθάνθηκα πόσο εἶναι πρόθυμος ὁ Κύριος στό νά δέχεται τή μετάνοια. Ἀφοῦ λοιπόν ἔπεσα ἡ ἄθλια πάνω στή γῆ καί προσκύνησα τό ἅγιο ἐκεῖνο ἔδαφος, τρέχοντας βγῆκα ἔξω κατευθυνόμενη γρήγορα σέ Ἐκείνη πού ἐγγυήθηκε γιά μένα. Φθάνω λοιπόν σ’ ἐκεῖνο τόν τόπο ὅπου τό ἔγγραφο τῆς ἐγγυήσεως συντάχθηκε καί γονατίζοντας μπορστά στήν Ἀειπάρθενο καί Θεοτόκο, προσευχήθηκα μέ αὐτά τά λόγια.
3. Ἡ προσευχή τῆς ὉσίαςἘσύ, φιλάγαθε Δέσποινα, μοῦ ἔδειξες τή φιλανθρωπία σου· ἐσύ δέν ἀποστράφηκες τήν προσευχή τῆς ἀνάξιας· εἶδα δόξα πού δίκαια οἱ ἄσωτοι δέν βλέπουμε· δόξα στό Θεό πού μέ τίς πρεσβεῖες Σου δέχεται τή μετάνοια τῶν ἁμαρτωλῶν. Γιατί τί περισσότερο, ἡ ἁμαρτωλή μπορῶ νά σκεφθῶ ἤ νά πῶ; Εἶναι καιρός πιά, Δέσποινα Θεοτόκε, νά πραγματοποιηθοῦν τά συμφωνημένα στήν ἐγγύηση, πού ἐγγυήθηκες. Τώρα ὅπου προστάζεις, ὁδήγησέ με· μᾶλλον τώρα γίνε μου δάσκαλος τῆς σωτηρίας, χειραγωγώντας με στό δρόμο πού ὁδηγεῖ στή μετάνοια. Καί καθώς ἔλεγα αὐτά, ἄκουσα ἀπό μακριά κάποιον νά φωνάζει: Ἐάν περάσεις τόν Ἰορδάνη, θά βρεῖς καλή ἀνάπαυση. Μόλις ἄκουσα αὐτή τή φωνή, πίστευσα ὅτι γιά μένα ἀκούστηκε καί κλαίγοντας φώναξα καί εἶπα στή Θεοτόκο: Δέσποινα, Δέσποινα, μή μέ ἐγκαταλείψεις τήν ἄσωτη. Καί ἀφοῦ εἶπα αὐτά, βγαίνω ἀπό τήν αὐλή τοῦ ναοῦ, καί βάδιζα σύντομα.
4. Ἡ Ὁσία ὁδηγεῖται στήν ἔρημο τοῦ ἸορδάνουΚαθώς ἔβγαινα ἔξω, κάποιος πού μέ εἶδε μοῦ δίνει τρεῖς φόλεις (χάλκινα νομίσματα) λέγοντάς μου: Δέξαι τις αὐτές ἀμμά μου. Ἐγώ ἀφοῦ τίς δέχθηκα, ἀγόρασα μ’ αὐτές τρία ψωμιά καί τά πῆρα μαζί μου ὡς εὐλογία. Τότε ρώτησα αὐτόν πού τά πουλοῦσε: Ποιός εἶναι ὁ δρόμος ἄνθρωπε, πού ὁδηγεῖ στόν Ἰορδάνη; Καί ἀφοῦ ἔμαθα τήν πύλη τῆς πόλεως πού ἔβγαζε πρός ἐκεῖνο τό μέρος, τρέχοντας βγῆκα ἔξω καί ἄρχισα κλαίγοντας τήν ὁδοιπορία. Ρωτώντας καί ξαναρωτώντας καί ἀφοῦ περπάτησα ὅλη τήν ὑπόλοιπη μέρα, καθώς ὑποθέτω ἦταν τρίτη ὥρα τῆς ἡμέρας ὅταν εἶδα τόν Τίμιο Σταυρό, ἔφθασα, ἐνῶ κόντευε νά δύσει ὁ ἥλιος, στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, πού βρίσκεται κοντά στόν Ἰορδάνη. Καί ἀφοῦ πρῶτα προσκύνησα στό ναό, κατέβηκα ἀμέσως στόν Ἰορδάνη καί μέ τά ἁγιασμένα νερά του ἔβρεξα τό πρόσωπό μου καί τά χέρια μου. Ἀκόμα μετάλαβα ἀπό τά ἄχραντα καί ζωοποιά Μυστήρια στό ναό τοῦ Προδρόμου, καί ἔφαγα τό μισό τοῦ ἑνός ἀπό τά τρία ψωμιά καί ἀφοῦ ἤπια νερό ἀπό τόν Ἰορδάνη, κοιμήθηκα τή νύκτα πάνω στή γῆ. Τήν ἑπόμενη μέρα βρίσκοντας ἕνα πλοιάριο, πέρασα στήν ἄλλη ὄχθη καί πάλι ζήτησα ἀπό τήν ὁδηγό μου νά μέ ὁδηγήσει, ὅπου τῆς ἦταν ἀρεστό. Ἦρθα λοιπόν σ’ αὐτή τήν ἔρημο καί ἀπό τότε μέχρι σήμερα φεύγοντας τόν κόσμο ζῶ μακριά ἀπό αὐτόν καί κατοικῶ ἐδῶ δεχόμενη μέ εὐχαρίστηση τό Θεό μου, πού γλιτώνει ἀπό τήν ὀλιγοψυχία καί τήν καταιγίδα ὅσους καταφεύγουν σ’ Αὐτόν.
5. Ἡ ἀρχική ζωή τῆς Ὁσίας στήν ἔρημοΤότε τῆς λέει ὁ Ζωσιμᾶς: Πόσα χρόνια ἔχουν περάσει, κυρία μου, ἀφ’ ὅτου κατοικεῖς σ’ αὐτή τήν ἔρημο; Ἐκείνη ἀπάντησε: Ἔχουν περάσει σαρανταεπτά χρόνια, καθώς ὑποθέτω, ἀπό τότε πού βγῆκα ἀπό τήν ἁγία πόλη. Καί τί βρῆκες ἤ εἶχες γιά τροφή, κυρία μου, ρώτησε ὁ Ζωσιμᾶς. Τοῦ λέει: Δυόμισι ψωμιά εἶχα μαζί μου ὅταν πέρασα τόν Ἰορδάνη, πού σιγά-σιγά ξεράθηκαν καί ἔγιναν σκληρά σάν πέτρα· τρώγοντάς τα λοιπόν ἀπό λίγο πέρασα μέ αὐτά χρόνια. Κι ἔτσι χωρίς κόπο, ρώτησε πάλι ὁ Ζωσιμᾶς, πέρασες τόσο χρόνια, χωρίς καθόλου νά σέ πειράξει ἡ ξαφνική μεταβολή τῆς ζωῆς σου; Μέ ρώτησες τώρα, ἀββά Ζωσιμᾶ, τοῦ ἀπάντησε, γιά πράγμα πού καί μόνο πού τό ἀναφέρω μέ πιάνει φρίκη, γιατί ἄν θυμηθῶ τώρα τούς πολλούς κινδύνους πού ὑπέμεινα καί τούς λογισμούς πού σκληρά μέ ἐνόχλησαν, φοβᾶμαι μήπως προσβληθῶ καί πάλι ἀπό δαύτους. Μήν παραλείψεις τίποτα, κυρία μου, λέει ὁ Ζωσιμᾶς, πού νά μή μοῦ τό ἀνακοινώσεις, γιατί ἀπό τήν ἀρχή πολύ σέ παρακάλεσα γι’ αὐτό, ὥστε νά μοῦ τά διηγηθεῖς ὅλα χωρίς καμιά παράλειψη.
[Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο: Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, Βίος τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, εἰσ.-κείμ.-νεοελ. ἀπόδ. ὑπό Μοναχούς τῆς Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα (Ἅγιον Ὄρος: Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα, 1988), 61-73].
Μητρόπολη Νέας Σμύρνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου