12/11/11

Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, Ο ε­λε­ή­μων Κλη­ρι­κός Αρχιμ. π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος

πηγή: romfea.gr
Το Σάββατο 12 Νοεμβρίου ε.έ., στην Ιερά Μονή Παναγίας Κεχαριτω­μένης Τροιζήνoς τελέσθηκε το ετήσιο αρχιερατικό μνημόσυνο του αει­μνήστου Αρχιμανδρίτου π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου, επιφανούς ποιμέ­νος, θεολό­γου και κανονολόγου του 20ού αιώνος στην Ελλάδα που κόσμη­σε την Εκκλησία και κράτυνε το ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα των πιστών, αφήνοντας πίσω του πολλούς ευλαβείς και παραδοσιακούς μαθητές.
Το μνημόσυνο του π. Επιφανίου στην Ιερά Μονή την οποία ο ίδιος ίδρυσε και έκτισε τελείται κάθε χρόνο, το πλησιέστερο Σάββατο προς την επέτειο της κοιμήσεώς του (10 Νοεμβρίου), με την συμμετοχή πολλών πνευματικών παιδιών και εγγόνων του, Αρχιερέων, Κληρικών, μοναχών, λαϊκών.
Φέτος κατά την θεία Λειτουργία συλλειτούργησαν οι Σεβ. Μητρο­πολίτες Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, Νέας Σμύρνης κ. Συμεών και Ύδρας κ. Εφραίμ, ο και ποιμενάρχης της επαρχίας. Συμμετείχε πλήθος Ιερέων, μεταξύ των οποίων ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αρχιμ. π. Σπυρίδων και ο Ιεροκήρυκας π. Νικόδημος Αεράκης, και πλήθος πιστών. Έψαλαν δεξιά ο Πρωτοψάλτης κ. Ηλίας Στάθης με χορό ιεροψαλτών και αριστερά οι μοναχοί της Ιεράς Μονής...

Τoν θείο λόγο κατά την θεία Λειτουργία κήρυξε ο Σεβ. Μητροπο­λίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος. Τoν λόγο του παραθέ­τουμε στην συνέχεια.
Ο ε­λε­ή­μων Κλη­ρι­κός Αρχιμ. π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος
κήρυγμα του Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου και Αγ. Βλα­σί­ου Ι­ε­ρό­θε­ου
Εορ­τή σή­με­ρα του α­γί­ου Ι­ω­άν­νου του Ε­λε­ή­μο­νος, Πα­τριάρ­χου Α­λε­ξα­δρεί­ας, ο ο­ποί­ος προ­σέ­λα­βε την προ­σω­νυ­μί­α του ε­λε­ή­μο­νος για την α­γά­πη που έ­δει­χνε στους αν­θρώ­πους, τε­λού­με και το μνη­μό­συ­νο του μα­κα­ρι­στού π. Ε­πι­φα­νί­ου, στον ο­ποί­ο μπο­ρού­με να α­πο­δώ­σου­με την προ­σω­νυ­μί­α του ε­λε­ή­μο­νος Κλη­ρι­κού. Ό­σοι σή­με­ρα πα­ρευ­ρι­σκό­μα­στε στον Ι­ε­ρό αυ­τόν Να­ό έ­χου­με δε­χθή πα­ντοιο­τρό­πως και ποι­κι­λο­τρό­πως την ε­λε­η­μο­σύ­νη του π. Ε­πι­φα­νί­ου, με λό­γο και έρ­γο, με προ­σευ­χή και υ­λι­κή βο­ή­θεια. Εξ άλ­λου το ι­ε­ρό αυ­τό η­συ­χα­στή­ριο εί­ναι έρ­γο του λα­μπρού αυ­τού Ι­ε­ρο­μο­νά­χου και έ­τσι δι’ αυ­τού συ­νε­χί­ζει να ε­λε­ή πολ­λούς αν­θρώ­πους.

Πράγ­μα­τι, ο α­οί­δι­μος Γέ­ρο­ντας υ­πήρ­ξε ε­λε­ή­μων χω­ρίς να λαμ­βά­νη μι­σθό και χω­ρίς να έ­χη προ­σω­πι­κή πε­ριου­σί­α, αλ­λά ε­λε­ού­σε με τον πνευ­μα­τι­κό πλού­το που δι­έ­θε­τε, τα πολ­λά χα­ρί­σμα­τά του, την πλη­θω­ρι­κή και α­νι­διο­τε­λή α­γά­πη του και προ­σέ­φε­ρε ό­λα αυ­τά στους α­δελ­φούς του και τα πνευ­μα­τι­κά του τέ­κνα για την δό­ξα του Θε­ού, αλ­λά ε­λε­ού­σε και υ­λι­κώς, «ερ­γα­ζό­με­νος ταίς ι­δί­αις χερ­σίν» (Α' Κορ. δ', 12). Μπο­ρού­σε δε να ε­πα­να­λαμ­βά­νη το του Α­πο­στό­λου Παύ­λου: «ταίς χρεί­αις μου και τοίς ού­σι μετ ε­μού υ­πη­ρέ­τη­σαν αι χεί­ρες αύ­ται» (Πρ. κ', 34).

Ο ό­σιος Ι­σα­άκ ο Σύ­ρος δί­δο­ντας τον ο­ρι­σμό του ε­λε­ή­μο­νος ανθρώπου, γρά­φει ό­τι εί­ναι «καύ­σις καρ­δί­ας υ­πέρ πά­σης κτί­σε­ως, υ­πέρ των αν­θρώ­πων, και των ορ­νέ­ων, και των ζώ­ων, και των δαι­μό­νων, και υ­πέρ πα­ντός κτί­σμα­τος». Αυ­τή η φρά­ση «καύ­σις καρ­δί­ας» εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή, για­τί δεί­χνει τον πλού­το της α­γά­πης για τους αν­θρώ­πους και ό­λη την κτί­ση.

Τέ­τοιος ή­ταν ο μα­κα­ρι­στός π. Ε­πι­φά­νιος, Πνευ­μα­τι­κός Πα­τέ­ρας και Γέ­ρο­ντας πολ­λών α­πό τους πα­ρό­ντες, α­φού α­γα­πού­σε υ­περ­βο­λι­κά τους αν­θρώ­πους, σε­βό­με­νος πα­ράλ­λη­λα α­πε­ρι­ό­ρι­στα την ε­λευ­θε­ρί­α τους. Ή­ταν ο­λό­κλη­ρος μια καύ­ση καρ­δί­ας, αλ­λά και ο άν­θρω­πος της ε­λευ­θε­ρί­ας που μπο­ρού­σε να λέ­γη «ουδένα καλώ, ουδένα κρατώ, ουδένα διώκω».

Η γνω­ρι­μί­α μου με τον μα­κα­ρι­στό π. Ε­πι­φά­νιο έ­γι­νε δια μέ­σου του Γέ­ρο­ντός μου Μη­τρο­πο­λί­του Ε­δέσ­σης, Πέλ­λης και Αλ­μω­πί­ας κυ­ρού Καλ­λι­νί­κου. Ή­ταν γνω­στοί α­πό λα­ϊ­κοί α­κό­μη, και συν­δέ­θη­καν με μια α­δια­τά­ρα­κτη προ­σω­πι­κή φι­λί­α που εκ­φρα­ζό­ταν με ποι­κί­λους τρό­πους. Μι­λού­σαν κα­θη­με­ρι­νά στο τη­λέ­φω­νο και α­ντάλ­λα­σαν πολ­λές σκέ­ψεις πά­νω σε ε­πί­και­ρα εκ­κλη­σια­στι­κά και κοι­νω­νι­κά ζη­τή­μα­τα. Μό­λις ει­σερ­χό­μουν στο Γρα­φεί­ο του Μη­τρο­πο­λί­του Καλ­λι­νί­κου, α­μέ­σως κα­τα­λά­βαι­να ό­τι μι­λού­σε με τον π. Ε­πι­φά­νιο, α­πό τον τό­νο της φω­νής του, και α­πό την χα­ρά που ή­ταν ζω­γρα­φι­σμέ­νη στο πρό­σω­πό του. Αυ­τή η ε­πι­κοι­νω­νί­α συ­νε­χί­σθη­κε και κα­τά την διάρ­κεια της α­σθε­νεί­ας του Γέ­ρο­ντός μου, μέ­χρι της κοι­μή­σε­ώς του, αλ­λά και με­τά α­πό αυ­τήν. Εί­ναι μια α­πό τις με­γά­λες ευ­ερ­γε­σί­ες και ευ­λο­γί­ες του Θε­ού, το ό­τι α­ξι­ώ­θη­κα να γνω­ρί­ζω τον μα­κα­ρι­στό π. Ε­πι­φά­νιο, και η μνή­μη του πα­ρα­μέ­νει μέ­σα στην καρ­διά μου, σε έ­να ση­μα­ντι­κό και ε­κλε­κτό μέ­ρος της.

Έ­χο­ντας την πρό­σκλη­ση να πα­ρευ­ρί­σκο­μαι σή­με­ρα σε αυ­τόν τον ι­ε­ρό χώ­ρο, τον ο­ποί­ο ε­κεί­νος συ­νέ­στη­σε και ευ­λό­γη­σε, και να τε­λού­με το ι­ε­ρό μνη­μό­συ­νο θα ή­θε­λα να πα­ρα­θέ­σω με­ρι­κές σκέ­ψεις μου σκια­γρα­φώ­ντας πο­λύ συ­νο­πτι­κά την προσω­πικό­τητά του.

Κα­τ’ αρ­χάς πρέ­πει να α­να­φερ­θώ στα φυ­σι­κά του χα­ρί­σμα­τα, ή­τοι το σπιν­θη­ρο­βό­λο μυ­α­λό του, την κα­τα­πλη­κτι­κή ευ­φυί­α του, την α­πέ­ρα­ντη μνή­μη του, αλ­λά και την θαυ­μα­στή α­κρι­βο­λο­γί­α του λό­γου του, με τον κα­τα­πλη­κτι­κό χει­ρι­σμό της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σης και την δύ­να­μη της σκέ­ψε­ώς του. Τα ε­πι­χει­ρή­μα­τά του ή­ταν α­τρά­ντα­κτα και κο­νιορ­το­ποιού­σαν τις α­ντιρ­ρή­σεις των συ­νο­μι­λη­τών του. Οι γνώ­σεις του ή­ταν α­πέ­ρα­ντες και με αυ­τές δι­ήν­θι­ζε τον λό­γο του.

Ό­μως, πέ­ρα α­πό την σο­φί­α του, εί­χε πολ­λά πνευ­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα, ή­ταν έ­νας α­πλός πι­στός, και δια­κρι­νό­ταν για την α­φε­λό­τη­τα της καρ­δί­ας του. Συν­δύ­α­ζε δυ­να­τό μυ­α­λό και α­πλό­τη­τα καρ­δί­ας. Ε­φαρ­μο­ζό­ταν σε αυ­τόν ο λό­γος του Α­πο­στό­λου Παύ­λου: «η καρ­δί­α η­μών πε­πλά­τυ­νται» (Βʹ Κορ. στ’,11). Εί­χε καρ­διά μι­κρού παι­διού, και σε αυ­τό ί­σχυ­ε ο λό­γος του Χρι­στου: «ε­άν μη στρα­φή­τε και γέ­νη­σθε ως τα παι­δί­α ου δύ­να­σθε ει­σελ­θείν εις την βα­σι­λεί­αν του Θε­ού (Ματθ. ι­η’, 3).

Ε­πί­σης, ε­κεί­νο που δι­έ­κρι­νε κα­νείς βλέ­πο­ντας την ζω­ή του μα­κα­ρι­στού Γέ­ρο­ντος ή­ταν η ο­λο­κλη­ρω­τι­κή α­φο­σί­ω­σή του στον Θε­ό. Τα προ­σό­ντα που δι­έ­θε­τε, οι ι­κα­νό­τη­τες που τον χα­ρα­κτή­ρι­ζαν, οι γνώ­σεις που εί­χε θα του ε­ξα­σφά­λι­ζαν μια πο­ρεί­α λα­μπρή μέ­σα στην διοί­κη­ση και την ποι­μα­ντι­κή της Εκ­κλη­σί­ας, αυ­τό που με­ρι­κοί ο­νο­μά­ζουν «κα­ρι­έ­ρα». Αλ­λά ε­νώ θα μπο­ρού­σε και στο Πα­νε­πι­στή­μιο να δια­πρέ­ψη, ε­κεί­νος αι­σθα­νό­ταν α­φι­ε­ρω­μέ­νος στον Θε­ό. Έ­δω­σε ό­λη του την ύ­παρ­ξη στον Θε­ό, τους α­δελ­φούς και τα τέ­κνα του, τα ο­ποί­α α­γά­πη­σε «εις τέ­λος». Η σκέ­ψη του, η καρ­διά του, ο χρό­νος της ζω­ής του, ο­λό­κλη­ρη η ύ­παρ­ξή του εί­χε α­φι­ε­ρω­θή στον Θε­ό και την Εκ­κλη­σί­α. Σπά­νια συ­να­ντά κα­νείς τέ­τοια με­γά­λη α­φι­έ­ρω­ση. Στην Εκ­κλη­σί­α έ­δι­νε συ­νε­χώς τα πά­ντα, και δεν λάμ­βα­νε μι­σθό, θυ­σια­ζό­ταν και δεν θυ­σί­α­ζε, σταυ­ρω­νό­ταν και δεν σταύ­ρω­νε.

Ο­λό­κλη­ρη η ψυ­χή και το σώ­μα του εί­χαν δο­θή στον Θε­ό. Έ­τσι ζού­σε στο κέ­ντρο της Α­θή­νας, κυ­κλο­φο­ρού­σε στους πο­λυ­σύ­χνα­στους δρό­μους πέριξ της πλα­τεί­ας Ο­μο­νοί­ας και των γύ­ρω πε­ριο­χών με έ­ντο­νη νή­ψη και προ­σευ­χή στο λο­γι­στι­κό μέ­ρος της ψυ­χής, ε­γκρά­τεια στις αι­σθή­σεις και α­γά­πη στο πα­θη­τι­κό μέ­ρος της ψυ­χής, που και τα τρί­α αυ­τά, κα­τά τον ά­γιο Γρη­γό­ριο τον Πα­λα­μά, συ­νι­στούν την ι­ε­ρή η­συ­χί­α. Ό­ποιος α­φι­ε­ρώ­νει τον ε­αυ­τό του στον Θε­ό και δια­τη­ρεί κα­θα­ρές ό­λες τις ε­σω­τε­ρι­κές-ψυ­χι­κές δυ­νά­μεις του, ζή την α­τμό­σφαι­ρα της ε­ρή­μου και στην πο­λυά­σχο­λη πό­λη. Ε­ρη­μί­της, λοι­πόν, εν μέ­σω πολ­λών αν­θρώ­πων ο μα­κα­ρι­στός Γέ­ρο­ντας, και ζώ­ντας το πνεύ­μα της ε­ρή­μου ή­ταν αγ­γε­λό­νους.

Μέ­σα σε αυ­τήν την προ­ο­πτι­κή πρέ­πει να δού­με την α­γά­πη του για την Α­γί­α Γρα­φή και τα πα­τε­ρι­κά κεί­με­να, αλ­λά και αυ­τά τα φι­λο­κα­λι­κά. Ερ­γά­σθη­κε για την έκ­δο­ση της Φι­λο­κα­λί­ας των ι­ε­ρών νη­πτι­κών και ε­ξέ­φρα­ζε το πνεύ­μα των φι­λο­κα­λι­κών Πα­τέ­ρων, κα­θώς ε­πί­σης διά­βα­ζε τα έρ­γα του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Πα­λα­μά, του με­γά­λου αυ­τού η­συ­χα­στού και α­γιο­ρεί­του, σε πε­ρί­ο­δο πού, εν πολ­λοίς, α­πό τους ευ­σε­βείς κύ­κλους υ­πήρ­χε ά­γνοια της δι­δα­σκα­λί­ας και πε­ρι­φρό­νη­ση της η­συ­χα­στι­κής πα­ρα­δό­σε­ως. Εί­χε βα­θυ­τά­τη ευ­σέ­βεια, ε­πη­ρε­α­σμέ­νος α­πό α­σκη­τές και ε­ρη­μί­τες, χω­ρίς, ό­μως, να έ­χη στοι­χεί­α ευ­σε­βι­σμού. Αυ­τό φαί­νε­ται α­πό την ε­λευ­θε­ρί­α με την ο­ποί­α ε­κι­νεί­το και με αυ­τήν κα­θο­δη­γού­σε τα πνευ­μα­τι­κά του παι­διά. Έ­χω προ­σω­πι­κή γνώ­ση της ε­λευ­θε­ρί­ας που ή­ταν έ­να α­πό τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του γνω­ρί­σμα­τα.

Γε­νι­κά, ο μα­κα­ρι­στός π. Ε­πι­φά­νιος ή­ταν έ­να πι­στό τέ­κνο της Εκ­κλη­σί­ας, την ο­ποί­α α­γα­πού­σε υ­περ­βο­λι­κά και στην ο­ποί­α ζού­σε θυ­σια­στι­κά. Α­γω­νι­ζό­ταν για να δί­νη την κα­λή μαρ­τυ­ρί­α της στον κό­σμο. Καί­τοι ο ί­διος δεν ή­θε­λε να γί­νη Ε­πί­σκο­πος, πα­ρά το ό­τι του προ­τά­θη­κε, εν τού­τοις α­γω­νι­ζό­ταν για να ε­κλε­γούν κα­λοί Ε­πί­σκο­ποι στην Εκ­κλη­σί­α, ώ­στε να δο­ξά­ζε­ται το ό­νο­μα του Θε­ού και τε­λι­κά πνευ­μα­τι­κά του παι­διά έ­γι­ναν λα­μπροί Ε­πί­σκο­ποι που κο­σμούν την Εκ­κλη­σί­α μας. Δεν έ­γι­νε αυ­τός Ε­πί­σκο­πος, με την δι­κή του θέ­λη­ση, αλ­λά ή­ταν και εί­ναι Πα­τέ­ρας πολ­λών κα­λών Ε­πι­σκό­πων.

Εί­μαι βα­θύ­τα­τα συ­γκι­νη­μέ­νος που σή­με­ρα βρί­σκο­μαι στο Ι­ε­ρό Η­συ­χα­στή­ριο της Κε­χα­ρι­τω­μέ­νης, που ε­κεί­νος δη­μιούρ­γη­σε και το ε­πάν­δρω­σε με πνευ­μα­τι­κά του παι­διά για την δό­ξα του Θεού και της Εκ­κλη­σί­ας. Θε­ω­ρώ ό­τι αυ­τό το Η­συ­χα­στή­ριο εί­ναι η πε­μπτου­σί­α ό­λης της ζω­ής του μα­κα­ρι­στού Γέ­ρο­ντος και κα­τά­λη­ξη ό­λης της ευ­λο­γη­μέ­νης ζω­ής του στην Εκ­κλη­σί­α. Αυτό το ιερό Ησυχαστήριο φα­νε­ρώ­νει το μο­να­χι­κό πνεύ­μα που δια­κα­τεί­χε τον π. Επιφάνιο, με το ο­ποί­ο ζού­σε σε ό­λη του την ζω­ή, α­φού συ­μπε­ρι­φε­ρό­ταν ως Χε­ρου­βείμ και Σε­ρα­φείμ στο κέ­ντρο της Α­θή­νας, κα­θώς ε­πί­σης δεί­χνει την α­γά­πη του προς την μη­τέ­ρα του Χρι­στού, την Κε­χα­ρι­τω­μέ­νη, την Θε­ο­τό­κο που συ­νι­στά ό­λο το μυ­στή­ριο της θεί­ας οι­κο­νο­μί­ας, αλ­λά εκ­φρά­ζει και την η­συ­χί­α που ήταν η ου­σί­α της ι­ε­ρα­τι­κής και μο­να­χι­κής του πο­λι­τεί­ας.

Έ­γρα­ψε πολ­λά βι­βλί­α, δι­όρ­θω­σε πολ­λά κεί­με­να, δί­δα­ξε πο­λύ λα­ό, ε­ξο­μο­λό­γη­σε πολ­λούς αν­θρώ­πους και τους κα­θο­δη­γού­σε στην πνευ­μα­τι­κή τους ζω­ή, με πα­τε­ρι­κό πνεύ­μα και εκ­κλη­σια­στι­κό φρό­νη­μα, ε­πι­σκε­πτό­ταν αν­θρώ­πους στα Νο­σο­κο­μεί­α, τους χώ­ρους του αν­θρώ­πι­νου πό­νου, για να τους πα­ρη­γο­ρή­ση και να τους ω­φε­λή­ση, έ­κα­νε ση­μα­ντι­κές πα­ρεμ­βά­σεις στον εκ­κλη­σια­στι­κό χώ­ρο για την ευ­τα­ξί­α της εκ­κλη­σια­στι­κής ζω­ής, σύμ­φω­να με το κα­νο­νι­κό δί­καιο, του ο­ποί­ου ή­ταν ά­ρι­στος, ε­γκρα­τής γνώ­στης. Στο τέ­λος ό­μως, ως κα­τα­στά­λαγ­μα και ε­πι­στέ­γα­σμα ό­λων των προ­σπα­θει­ών του ί­δρυ­σε αυ­τόν τον ευ­λο­γη­μέ­νο η­συ­χα­στι­κό χώ­ρο μέ­σα στον ο­ποί­ο ε­ξα­σκεί­ται η προ­σευ­χή και δο­ξο­λο­γεί­ται ο Τρια­δι­κός Θε­ός, αλ­λά και μέ­σα στον ο­ποί­ο α­να­παύ­ε­ται το σώ­μα του, το σώμα ε­νός κα­λού και ευ­λο­γη­μέ­νου Κλη­ρι­κού, που δό­ξα­σε την Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α.

Ε­πί­σης αι­σθά­νο­μαι συ­γκι­νη­μέ­νος για­τί ο μα­κα­ρι­στός π. Ε­πι­φά­νιος με αγα­πούσε ως έ­να πνευ­μα­τι­κό παι­δί του κα­λού του φί­λου, του μα­κα­ρι­στού Μη­τρο­πο­λί­του Ε­δέσ­σης Πέλ­λης και Αλ­μω­πί­ας κυ­ρού Καλ­λι­νί­κου, και εν­δια­φε­ρό­ταν για μέ­να, με­τά την έ­ξο­δο ε­κεί­νου α­πό την ζω­ή αυ­τή. Μού τη­λε­φω­νού­σε τα­κτι­κά για να μά­θη για την κα­τά­στα­σή μου και μου προ­σέ­φε­ρε την πο­λύ­τι­μη πεί­ρα του για την α­ντι­με­τώ­πι­ση των ποι­κί­λων προ­βλη­μά­των που εί­χα με­τά την εκ­δη­μί­α του Γέ­ρο­ντός μου, και πραγ­μα­τι­κά μου έ­δω­σε ά­ρι­στες λύ­σεις. Αυ­τός εί­ναι ο λό­γος για­τί έ­κλα­ψα πο­λύ κα­τά την διάρ­κεια της ε­ξο­δί­ου του α­κο­λου­θί­ας, κα­θώς έ­βλε­πα το σώ­μα του να βρί­σκε­ται στο φέ­ρε­τρο με κα­θα­ρό και λα­μπε­ρό πρό­σω­πο, και αι­σθα­νό­μουν την ο­λό­λευ­κη ψυ­χή του να πο­ρεύ­ε­ται προς τις αυ­λές του Κυ­ρί­ου του, που Τόν α­γά­πη­σε και Τόν υ­πη­ρέ­τη­σε με α­φο­σί­ω­ση και ευ­αγ­γε­λι­κή ζω­ή α­πό την μι­κρή του η­λι­κί­α.

Ε­πει­δή άρ­χι­σα με τον ά­γιο Ι­ω­άν­νη τον Ε­λε­ή­μο­να και τον ά­γιο Ι­σα­άκ τον Σύ­ρο σε α­να­φο­ρά προς την ε­λε­η­μο­σύ­νη, θέ­λω να κα­τα­λή­ξω πά­λι με λό­γο του α­γί­ου Ι­σα­άκ. Γράφει: «Μή συ­γκρί­νης τους ποιού­ντας τα ση­μεί­α, και τέ­ρα­τα, και δυ­νά­μεις εν τώ κό­σμω τοίς η­συ­χά­ζου­σιν εν γνώ­σει». Δηλαδή, μη συγκρίνης αυτούς που εργάζονται στον κόσμο και κάνουν πολλά έργα, με αυτούς που ησυχάζουν εν γνώσει. Και ε­ξη­γεί στην συ­νέ­χεια ό­τι πολ­λοί ε­πι­τέ­λε­σαν δυ­νά­μεις και α­νέ­στη­σαν νε­κρούς και ε­μόχθη­σαν για να ε­πι­στρέ­ψουν πλα­νε­μέ­νους και ε­ποί­η­σαν με­γά­λα θαύ­μα­τα, και πολ­λοί δια των χει­λέ­ων τους ο­δη­γή­θη­σαν στην ε­πί­γνω­ση του Θε­ού. Στην συ­νέ­χεια, ό­μως, αυ­τοί που ζω­ο­ποί­η­σαν άλ­λους, έ­πε­σαν σε μια­ρά και βλε­λυ­κτά πά­θη, θα­νά­τω­σαν τους ε­αυ­τούς τους και στην πρά­ξη έ­γι­ναν σκάν­δα­λο στους πολ­λούς. Και ε­ξη­γεί ό­τι αυ­τό έ­γι­νε ε­πει­δή έ­κα­ναν ό­λα αυ­τά, ε­νώ ή­ταν άρ­ρω­στοι πνευ­μα­τι­κά. Γρά­φει: «Δι­ό­τι α­κμήν εν αρ­ρω­στί­α ή­σαν ψυ­χής, και ουκ ε­φρό­ντι­σαν πε­ρί της υ­γεί­ας των ψυ­χών αυ­τών, αλ­λά δε­δώ­κα­σιν ε­αυ­τούς εις την θά­λασ­σαν του κό­σμου τού­του του ι­ά­σα­σθαι τάς ψυ­χάς των άλ­λων, έ­τι ό­ντες αυ­τοί άρ­ρω­στοι και α­πώ­λε­σαν τάς ψυ­χάς αυ­τών εκ της ελ­πί­δος του Θε­ού». Είναι φοβερός αυτός ο λόγος, που δείχνει ότι πρέπει να ασκούμε την ποιμαντική εργασία όντες πνευματικά υγιείς, διότι διαφορετικά θα υποστούμε μεγάλη πνευματική ζημιά.

Ο π. Ε­πι­φά­νιος ή­ταν ώ­ρι­μος πνευ­μα­τι­κά Κλη­ρι­κός και α­πό την μι­κρή α­κό­μη η­λι­κί­α του, και έ­δω­σε τον ε­αυ­τό του στην θά­λασ­σα του κό­σμου και θε­ρά­πευ­σε πολ­λούς θα­λασ­σο­δαρ­μέ­νους. Ή­ταν ε­λε­ή­μων Κλη­ρι­κός, που ζού­σε ο­σια­κή ζω­ή στην καρ­διά της Α­θή­νας, με η­συ­χί­α και προ­σευ­χή, και ί­δρυ­σε αυ­τό το Ι­ε­ρό Η­συ­χα­στή­ριο, και ε­ξα­κο­λου­θεί να ε­λε­ή ό­λους ε­μάς, που τον γνω­ρί­σα­με, με την α­γά­πη του και την προ­σευ­χή του, αν βέ­βαια, με την ζω­ή μας θα α­πο­δει­χθού­με ά­ξιοι του ε­λέ­ους του Θε­ού. Ι­σχύ­ει κα­τά πά­ντα και για τον μα­κα­ρι­στό π. Ε­πι­φά­νιο ο λό­γος του Προ­φη­τά­να­κτος Δαυ­ΐδ: «ό­λην την η­μέ­ραν ε­λε­εί και δα­νεί­ζει ο δί­καιος, και το σπέρ­μα αυ­τού εις ευ­λο­γί­αν έ­σται» (Ψαλμ. λστ', 26). Αυ­τό έ­χει υ­π’ ό­ψη του και ο ι­ε­ρός υ­μνο­γρά­φος ό­ταν γρά­φη: «Δί­καιος α­νήρ ο ε­λε­ών ό­λην την η­μέ­ραν, ο κα­τα­τρυ­φών του Κυ­ρί­ου, και τώ φω­τί πε­ρι­πα­τών, ός ου μη προ­σκό­ψη» (Δο­ξα­στι­κό Ε’ Κυ­ρια­κής Νη­στει­ών). Ο μα­κά­ριος Γέ­ρο­ντας ε­ξα­κο­λου­θεί να ε­λε­ή πνευ­μα­τι­κά ό­λους μας, να κα­τα­τρυ­φά του Κυ­ρί­ου μέ­σα στο φώς Του.
Αι­ω­νί­α να εί­ναι η μνή­μη του μα­κα­ρι­στού πα­τρός και α­δελ­φού η­μών Ε­πι­φα­νί­ου Ι­ε­ρο­μο­νά­χου, του κο­σμή­σα­ντος την Εκ­κλη­σί­αν του Χρι­στού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)