Ὡς θάνατος, ἢ, πιὸ κυριολεκτικὰ, σωματικὸς θάνατος, θεωρεῖται στὴν Ἰατρικὴ ἡ διακοπὴ τῶν λειτουργιῶν τοῦ σώματος, κυρίως τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τῆς καρδιᾶς. Στὴ θεολογικὴ γλώσσα ὀνομάζεται ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ σῶμα του. Ἡ ἔννοια τοῦ σωματικοῦ θανάτου ἀντιδιαστέλλεται πρὸς τὴν ἔννοια τοῦ αἰωνίου θανάτου, ποὺ εἶναι στὴν ἴδια γλώσσα, ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἡ ἔννοια τῆς εὐθανασίας
Εὐθανασία ἐτυμολογικὰ σημαίνει ὁ καλὸς ἢ εὔκολος (σωματικὸς) θάνατος. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ ὁ καλός, ἀνώδυνος, ἀνεπαίσχυντος καὶ εἰρηνικὸς θάνατος εἶναι εὐκταῖος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία (πρβλ. Χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικὰ καὶ καλὴν ἀπολογίαν, τὴν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Θεοῦ, παρὰ τοῦ Κυρίου αἰτησόμεθα )...
Παράλληλα ὅμως, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τιμᾶ καὶ τὸν ἐπώδυνο θάνατο τῶν μαρτύρων, ὅταν γίνεται γιὰ τὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ. Τὸν τιμᾶ ἐπίσης καὶ ὅταν συνδέεται καὶ μὲ ἀσθένειες, βάσανα ἢ ὀδυνηρὲς συγκυρίες, ποὺ ὑφίσταται ὁ ἄνθρωπος μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐλπίδα στὸν Θεό. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ καλὸς θάνατος δὲν συνίσταται στὴν ἀπουσία τοῦ πόνου, ἀλλὰ στὴν ὑπομονετικὴ καὶ καρτερικὴ ἀντιμετώπισή του, μὲ πίστη στὸν Χριστὸ καὶ ἐλπίδα ἀναστάσεως καὶ ζωῆς αἰωνίου κοντὰ στὸν Θεό.
Εὐθανασία καὶ ποιότητα ζωῆς
Ἡ ἐφαρμογὴ τῆς εὐθανασίας, μὲ ἐπίσπευση ἢ διευκόλυνση τῆς ἐπελεύσεως τοῦ θανάτου μὲ τεχνητὰ μέσα, ὥστε νὰ εἶναι σύντομος καὶ ἀνώδυνος, γίνεται τὰ τελευταῖα χρόνια μὲ ἐπίκληση τῆς ποιότητας ζωῆς. Ἡ ποιότητα ζωῆς ὅμως στὴν ἐποχή μας ἐκτιμᾶται μόνο μὲ ὑλιστικὰ καὶ εὐδαιμονιστικὰ κριτήρια. Ἀπουσιάζει παντελῶς ἡ θεώρηση τῆς ζωῆς μὲ πνευματικὰ κριτήρια καὶ ἡ προσδοκία μιᾶς αἰώνιας ζωῆς κοντὰ στὸν Θεό.
Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ἐκτίμηση τῆς ποιότητας ζωῆς μόνο μὲ ὑλιστικὰ κριτήρια εἶναι ἐλλιπής καὶ μονοδιάστατη. Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου συνολικὰ δὲν εἶναι μόνο βιολογικὴ ἀλλὰ καὶ πνευματική. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι διφυής, ἀποτελούμενος ὄχι μόνον ἀπὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ ψυχή. Ἡ μονοδιάστατη ἀντιμετώπισή του μόνο σὰν σῶμα, τὸν ἀδικεῖ ἀφάνταστα. Συρρικνώνει ἀπελπιστικὰ τὴν ἀξία του, ἀφοῦ τὸν ὑποβιβάζει σχεδὸν στὴ στάθμη τοῦ ζώου. Ἑνὸς ζώου ποὺ σκέπτεται μόνο καὶ συναισθάνεται. Ἑνὸς ζώου ποὺ δὲν ἐξασκεῖ τὴν τρίτη του διάσταση(*), τὸ «ἄνω θρώσκειν», δηλ. νὰ κοιτάζει πρὸς τὰ πάνω, νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν Θεό, νὰ θρησκεύει.
Ἐνώπιον τῆς ἀσθένειας, τοῦ γήρατος, τοῦ πόνου καὶ τοῦ θανάτου, ἡ πνευματικὴ διάσταση τῆς ζωῆς γίνεται περισσότερο αἰσθητὴ καὶ δίνει στὸν ἄνθρωπο ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ ἐκείνη τοῦ ζώου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο πρέπει νὰ ὑπολογίζεται σφαιρικὰ, ὂχι μόνο μὲ βιολογικά, ἀλλὰ καὶ μὲ πνευματικὰ κριτήρια. Μὲ θεώρηση ὄχι μόνον τῆς προσωρινῆς συγκυρίας τοῦ πόνου ἤ ταῆς ὁποιασδήποτε κακοπάθειας, ἀλλὰ καὶ τῆς αἰώνιας καὶ ἐσχατολογικῆς προοπτικῆς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Ἔτσι, ἡ καλύτερη προστασία τῆς ποιότητας ζωῆς γίνεται ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑποβοηθεῖται ὄχι μόνον νὰ ἀντιμετωπίσει ἀνώδυνα τὴν ἀσθένειά του, ἀλλὰ ἐνισχύεται καὶ ψυχικά νὰ ἀντιμετωπίσει μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία ὅλες τὶς δύσκολες καταστάσεις τῆς ἀσθένειάς του. Ἡ Ἐκκλησία ὑπενθυμίζει σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους ὅτι ἡ παροῦσα ζωή εἶναι πρόσκαιρη καὶ προσωρινὴ καὶ ἀξίζει ὁποιαδήποτε κακοπάθεια στὴν ἐδῶ ζωή, γιὰ νὰ κερδίσει κανεὶς τὴν αἰώνια χαρὰ καὶ μακαριότητα τῆς ἄλλης ζωῆς, κοντὰ στὸν Θεό. Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι καὶ ὁ θάνατος (τοῦ σώματος), μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε μιὰ προσωρινὴ καὶ μεταβατικὴ κατάσταση. Μιὰ κατάσταση, ποὺ θὰ δώσει τὴ θέση της στὴν ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ νέο «δοξασμένο» καὶ «ἄφθαρτο» σῶμα του, στὴ ζωὴ τοῦ «μέλλοντος αἰῶνος».
Μὲ τὴν ἐλπίδα λοιπὸν τῆς ἀναστάσεως τοῦ σώματος καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς μὲ χαρὰ καὶ μακαριότητα κοντὰ στὸν Θεό, ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ πολεμήσει ἐνάντια στὴ θνητότητά του. Νὰ κάνει ὑπέρβαση στὸν φόβο τοῦ θανάτου καὶ στὰ ἀρνητικὰ συναισθήματα, ποὺ αὐτὸς δημιουργεῖ. Ἔτσι, ὅταν ὑπάρχει πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἐλπίδα στὴ μεταθανάτια μέλλουσα μακαριότητα, ἢ μᾶλλον ὅταν ἐκείνη ἡ ζωὴ (δηλ. ἡ μετὰ θάνατον) θεωρεῖται ὡς ἡ ἀληθινὴ καὶ ἡ παροῦσα ὡς στάδιον προετοιμασίας γι’ αὐτήν, τότε τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴν ἀπαξίωση καὶ στὸν ἑκούσιο τερματισμὸ τῆς παρούσης ζωῆς μὲ ὁποιαδήποτε μορφὴ εὐθανασίας.
Παρὰ ταῦτα, τὰ τελευταῖα χρόνια ἡ ἀνθρωπότητα ἔμεινε ἄναυδη μπροστὰ σὲ ὁμαδικὲς αὐτοκτονίες ὀπαδῶν αἱρετικῶν ὁμάδων, οἱ ὁποῖες μὲ διάφορα προσχήματα ἔθεσαν τέρμα στὴ ζωή τους, εἴτε γιὰ νὰ πᾶνε γρηγορότερα στὸν Θεό, ἢ στὴν ἄλλη τὴν δῆθεν «πραγματικὴ ζωή», ἢ σὲ ἄλλον πλανήτη, ὅπου δῆθεν θὰ ὑπῆρχε μακάρια ζωὴ χωρὶς προβλήματα. Ὅλες αὐτὲς οἱ προφάσεις εἶναι καθαρὰ δαιμονικές. Οἱ ὀπαδοὶ τέτοιων αἱρέσεων, οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Πλατωνισμοῦ καὶ τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ, ὅπως καὶ οἱ ὀπαδοὶ Ἀνατολικῶν θρησκειῶν (Ἰνδουϊσμοῦ καὶ Βουδισμοῦ), ποὺ πιστεύουν στὴ Μετενσάρκωση, θεωροῦν τὸ σῶμα κακὸ ἢ «φυλακὴ τῆς ψυχῆς» καὶ θέλουν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπ’ αὐτό. Ὅλοι αὐτοὶ βρίσκονται σὲ φοβερὴ πλάνη. Διότι, ἐφ’ ὅσον τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου “βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ” εἶναι «καλὸν λίαν». Τὸ κακό, δὲν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μπῆκε στὸν κόσμο μετὰ τὴ Δημιουργία, ἐξ’ αἰτίας τῆς κακῆς χρήσεως τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἑπομένως, τὸ κακὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαλειφθεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο μὲ καταστροφὴ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἢ τῆς ὕλης, ἀλλὰ μὲ ὀρθὴ διαπαιδαγώγηση τῆς προαιρέσεως τοῦ ἀνθρώπου. Νὰ μάθει νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ κάνει καλὴ χρήση «τοῦ αὐτεξουσίου του ».
Ἡ αὐτοκτονία καὶ ἡ εὐθανασία δὲν μποροῦν νὰ δικαιωθοῦν μὲ καμιὰ πρόφαση. Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι μόνον ὁ Θεός. Ἡ ζωὴ εἶναι τὸ ὑπέρτατο θεϊκὸ δῶρο καὶ ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἱερὴ καὶ ἀπαραβίαστη. Ὁ Θεὸς ποὺ τὴν ἔδωσε, μόνον αὐτὸς μπορεῖ καὶ νὰ τὴν ἀφαιρέσει, ὅταν Αὐτὸς κρίνει σκόπιμο. Ὁ διάβολος, ἐπειδὴ μισεῖ θανάσιμα τὸν ἄνθρωπο, ὡς τὸ τελειότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, προσπαθεῖ νὰ τὸν καταστρέψει ὁλοσχερῶς ἢ μερικῶς. Ἔτσι ἐμβάλλει, χωρὶς νὰ φαίνεται, σκέψεις αὐτοκτονίας, εἴτε σὲ ἀνιάτως πάσχοντες, εἴτε σὲ ἐμπερίστατους ἀνθρώπους (π.χ. ὅταν ἔχουν πάθει μία οἰκονομικὴ καταστροφή, ἢ κάποια οἰκογενειακὴ τραγωδία κ.λπ), εἴτε σὲ ἀνθρώπους πλανημένους, ὅπως τὰ μέλη κάποιων παραθρησκευτικῶν ὁμάδων.
Ὅμως, ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι πιστεύουν σύγχρονοι ὑλιστὲς ἢ ἐκκοσμικευμένοι Χριστιανοί, ὁ πόνος καὶ ἡ κακοπάθεια ἀπὸ μία ἀνίατη ἀσθένεια μποροῦν νὰ ἀποβοῦν εὐεργετικὲς καὶ σωτήριες γιὰ τὴν ψυχὴ ἐκείνου, ποὺ θὰ ὑποφέρει μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐλπίδα στὸν Θεό. Διότι, τὸν ἀποσποῦν ἀπὸ τὴν ὕλη καὶ τὶς βιοτικὲς μέριμνες, τὸν προσγειώνουν, τὸν κάνουν ταπεινὸ καὶ τὸν ἐξαγνίζουν, ὥστε νὰ φύγει γιὰ τὴν ἄλλη ζωὴ καθαρὸς, ἐξαγνισμένος καὶ ἅγιος, ὅπως οἱ μάρτυρες τῆς πίστεως.
Οἱ βαθύτερες διεργασίες στὴν κοινωνία καὶ οἱ αἰτίες τους
Ἡ τάση γιὰ νομιμοποίηση τῆς εὐθανασίας δὲν ἀποτελεῖ κάποιο ἐπὶ μέρους σύμπτωμα τῆς σύγχρονης κοινωνίας. Ἀποτελεῖ ἕνα ἐνδεικτικὸ στοιχεῖο, ποὺ δείχνει εὔγλωττα μιά σημαντικὴ διαφοροποίηση τῆς κοινωνίας στὴν θεώρηση τῆς ζωῆς, ὄχι πιὰ μὲ Χριστιανικά, ἀλλὰ μὲ ὑλιστικὰ καὶ ὠφελιμιστικὰ κριτήρια. Ταυτόχρονα καλλιεργεῖ νέα ἤθη στὴν κοινωνία καὶ κυρίως στοὺς γιατροὺς καὶ στὴν Ἰατρικὴ Ἐπιστήμη.
Ἡ διάδοση τῆς ἐκκοσμικεύσεως (δηλ. τῆς ἀπεξαρτήσεως ἀπὸ τὸν Θεὸ) σὲ μεγάλα στρώματα πληθυσμοῦ, ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὶς παραδοσιακὲς ἠθικὲς ἀξίες καὶ ἡ χαλάρωση τῆς θρησκευτικῆς (Χριστιανικῆς) θεωρήσεως τῆς ζωῆς, συνέβαλαν ἀποφασιστικὰ στὴν μεγέθυνση τῆς κοινωνικῆς «ἀνομίας», δηλ. τῆς ἁμαρτίας ποὺ συνιστᾶ τὴν πρακτικὴ ἀθεΐα. Τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, τὴν αὐτονόμηση ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ ἡ στάση ἔχει σὰν συνέπεια τὴ δημιουργία συνθηκῶν, ποὺ συντελοῦν στὴν αὔξηση τῶν ἀτομικῶν αὐτοκτονιῶν, καὶ στὴν καταφυγὴ στὴν εὐθανασία. Ὁ ἄνθρωπος καταντᾶ νὰ ἀπομονώνεται στὸν ἑαυτό του καὶ νὰ ἐγκλωβίζεται στὴν ἀτομικότητά του. Χάνει τὴν ἐπαφή του μὲ τὴν ὑπόλοιπη κοινωνία, ἀλλὰ τὸ τραγικότερο εἶναι ὅτι χάνει τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα του στὸν Θεό. Τέλος, καταλήγει νὰ θεωρεῖ τὴ διατήρησή του στὴ ζωή ἢ τὸν τερματισμὸ τῆς ζωῆς του ὡς ἀτομικό του δικαίωμα.
Στὸ κοινωνικὸ ἐπίπεδο, τείνει νὰ ἐπιβληθεῖ μιὰ ἄλλη ἀντίληψη γιὰ τὴν Ἰατρικὴ καὶ τὸν γιατρό, πέρα ἀπὸ τὴ γνωστὴ καὶ παραδεδομένη. Ὁ γιατρὸς (καὶ ἡ Ἰατρική), δὲν καλεῖται μόνον νὰ θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς θανατώνει. Αὐτὸ συνιστᾶ, ὅπως εἶναι φανερό, μία μεγάλη καὶ ἐπικίνδυνη κοινωνικὴ ἁμαρτία (ἀστοχία). Παρακάτω θὰ ἐξηγήσουμε τοὺς λόγους.
Ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὸν θάνατο καὶ στὴν εὐθανασία
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς ἔλλειψη πίστεως στὸν Θεό, ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στὴ ἀγάπη Του καὶ στὴν πρόνοιά Του, κάθε θάνατο (αὐτοκτονία ἢ εὐθανασία) ποὺ προκαλεῖται ἢ ἀπὸ τὴν δειλία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς, ἢ κάποιες ἔκτακτες δύσκολες καταστάσεις.
Κατὰ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος δὲν ἀφοροῦν μόνο τὸν κάθε ἄνθρωπο. Ἀφοροῦν ὁλόκληρη τὴν κοινωνία, ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα καὶ προπαντὸς τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ἡ ζωή, ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἱερὴ καὶ μόνον ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὴν ἀφαιρέσει. Δὲν ἀποτελεῖ ἀτομικὸ δικαίωμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε παρέκκλιση, ὅπως ὁ φόνος (ἀφαίρεση τῆς ζωῆς ἄλλου ἀνθρώπου), αὐτοκτονία (ἀφαίρεση τῆς δικῆς του ζωῆς) καὶ εὐθανασία (ἐπίσπευση θανάτου μὲ ἀνθρώπινη παρέμβαση), ἀποτελεῖ μεγάλη «ἀστοχία» στὴν ἐπίτευξη τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν», δηλ. μεγάλη «ἁμαρτία» ὄχι μόνον πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ Ἐκκλησία, ὡς στοργικὴ μητέρα, δὲν μένει ποτὲ ἀδιάφορη μπροστὰ στὸν ἀνθρώπινο πόνο, σωματικὸ ἢ ψυχικό. Τὸν ψυχικὸ πόνο ἀντιμετωπίζει μὲ πνευματικὰ μέσα (διδασκαλία, ἱεροπραξίες, μυστηριακὴ ζωή). Γιὰ τὸν σωματικὸ πόνο, συνιστᾶ τὴν προσφυγὴ στὴ βοήθεια τῆς Ἰατρικῆς (ἐφ’ ὅσον μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ριζικὰ ἡ αἰτία τοῦ πόνου ἢ μόνο τὸ ἀποτέλεσμα) καὶ ἐπικουρικὰ χρησιμοποιεῖ τὴν προσευχή, εἰδικὲς εὐχές, εἰδικὲς ἀκολουθίες (π.χ. εὐχέλαιο).
Ἡ πίστη στὴν ἀγάπη καὶ στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ βασικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, καλεῖ κάθε Χριστιανὸ νὰ ἀντιμετωπίσει θετικὰ καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, ὄχι μόνο τὴν ὑγεία καὶ τὴν εὐτυχία, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀσθένεια, τὸν πόνο καὶ τὴ δυστυχία. Ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέπει τὰ κακά, γιὰ νὰ τιμωρήσει ἢ νὰ ταπεινώσει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ κυρίως γιὰ νὰ τὸν συνετίσει, νὰ τὸν φέρει σὲ μετάνοια καὶ νὰ τὸν ὠφελήσει πνευματικά. Νὰ τοῦ ὑπενθυμίσει τὴ φθαρτότητά του, τὴν προσωρινότητά του σ’ αὐτὴν τὴν ζωὴ καὶ τὸ αἰώνιο συμφέρον του στὴν ἀτελεύτητη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπ. Παῦλος λέει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴν περίπτωση αὐτὴ «τοῖς ἀγαπῶσιν τὸν Θεόν, πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθὸν» (Ρωμ. η΄ 28), δηλ. σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεὸ ὅλες οἱ περιστάσεις (καλὲς ἢ ἄσχημες) συντελοῦν στὸ καλὸ (στὴν πνευματική τους ὠφέλεια καὶ στὴν οἰκοδομὴ τους κατὰ Χριστόν).
Εἰδικὰ γιὰ τὸ μικρὸ διάστημα ποὺ προηγεῖται τοῦ σωματικοῦ θανάτου, ἡ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι συντελοῦνται στὴν ψυχὴ κάθε ἀνθρώπου φοβερὲς διεργασίες. Κερδίζεται ἢ χάνεται ἡ σωτηρία του. Ἄγγελοι καὶ δαίμονες ἀγωνίζονται νὰ κερδίσουν τὴν ψυχή. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ κάνει καίριες ἐπιλογὲς γιὰ τὸ αἰώνιο μέλλον του. Ἕνα δάκρυ μετανοίας, ἕνα «Κύριε ἐλέησον», ἕνα «μνήσθητί μου Κύριε», ὅπως αὐτὸ τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, μπορεῖ νὰ εἶναι καθοριστικὸ γιὰ τὸ μέλλον τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε ἐξωτερικὴ ἐπέμβαση ἀπὸ γιατρούς, συγγενεῖς ἢ ἄλλους, ποὺ θὰ ἔχει ὡς συνέπεια τὴ συντόμευση τῆς ζωῆς τοῦ μελλοθανάτου, μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει μεγάλη ἀδικία εἰς βάρος του. Διότι μπορεῖ νὰ τοῦ στερήσει χρόνο καὶ εὐκαιρία μετανοίας. Μόνο ὁ Θεὸς ἔχει δικαίωμα νὰ μακρύνει ἢ νὰ συντομεύσει τὸν χρόνο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Ἔτσι ἡ εὐθανασία, ἐπειδὴ ἀποτελεῖ παρέμβαση στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ μπορεῖ νὰ ἔχει συνέπειες στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει καμμία δικαίωση σὲ μιὰ Χριστιανικὴ κοινωνία. Ἐπὶ πλέον, μὲ δεδομένο ὅτι αὐτὴ τὴν στιγμή ἡ Ἰατρικὴ ἐπιστήμη διαθέτει φαρμακευτικὸ ὁπλοστάσιο, ἱκανὸ νὰ ἀπαλείψει ἢ νὰ ἀμβλύνει καὶ τὸν ἰσχυρότερο σωματικὸ πόνο, αἴρεται κάθε δικαιολογία ἐπισπεύσεως τοῦ θανάτου σὲ ἀσθενεῖς ἀνιάτως πάσχοντες, πού ὑποφέρουν ἀπὸ ἰσχυροὺς πόνους.
Ἑπομένως ἡ εὐθανασία δὲν ἔχει ἐρείσματα στὶς Χριστιανικὲς κοινωνίες. Ἐπὶ πλέον μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ ἐγκληματικὸ ὅπλο σὲ ἀσυνείδητους γιατρούς, ἐπίδοξους κληρονόμους μεγάλων κληρονομιῶν καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες εἰδικὲς περιπτώσεις.
(*) Θὰ μπορούσαμε σχηματικὰ νὰ ἀναφέρουμε ὅτι οἱ τρεῖς διαστάσεις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι:
ἡ πρώτη του διάσταση εἶναι ἡ ὕλη, τὸ σῶμα του, μὲ τὶς ὑπέροχες καὶ πολύπλοκες λειτουργίες του,
ἡ δεύτερή του διάσταση εἶναι ἡ διάνοιά του, μὲ ὅλες τὶς ἐκπληκτικές της δυνατότητες καὶ
ἡ τρίτη του διάσταση εἶναι ἡ ψυχή του, τὸ ἀθάνατο στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ ὁποῖο συγγενεύει μὲ τὸν Θεὸ.πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου