1453-1821
Γράφει ὁ Εὐάγγελος Στ. Πονηρός
Ἡμέρα Δευτέρα 28 Μαΐου 1453, ὁ τελευταῖος μας αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος ὁμιλεῖ γιά τελευταῖα φορά πρός τόν λαό τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία σέ λίγο δέν θά εἶναι πιά ἐλεύθερη. Δίνει τίς τελευταῖες ὁδηγίες στόν λαό καί στούς στρατιῶτες του, προσπαθεῖ νά τούς ἐμψυχώσει, τούς ἀποκαλεῖ «ἀπογόνους Ἑλλήνων καί Ῥωμαίων», ὀνομάζει τήν Κωνσταντινούπολη «ἐλπίδα καί χαράν πάντων τῶν Ἑλλήνων, τό καύχημα πᾶσι τοῖς οὖσιν ὑπό τήν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν[1]». Τούς προτρέπει νά προτιμήσουν τόν τιμημένο θάνατο ἀπό τή ζωή...
Ἄς διαβάσουμε τά αὐθεντικά λόγια του, ὅπως μᾶς τά διασώζει ὁ χρονογράφος Γεώργιος Φραντζής: «καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διά τέσσαρα τινα ὀφειλέται κοινῶς ἐσμέν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἤ ζῆν, πρῶτον μέν ὑπέρ τῆς πίστεως ἡμῶν καί εὐσεβείας, δεύτερον δέ ὑπέρ τῆς πατρίδος, τρίτον δέ ὑπέρ τοῦ βασιλέως, ὡς χριστοῦ κυρίου καί τέταρτον ὑπέρ συγγενῶν καί φίλων. λοιπόν, ἀδελφοί, ἐάν χρεῶσταί ἐσμεν ὑπέρ ἑνός ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου, πολλῷ μᾶλλον ὑπέρ πάντων τούτων ἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καί ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι. ἐάν διά τά ἐμά πλημμελήματα παραχωρήσῃ ὁ θεός τήν νίκην τοῖς ἀσεβέσιν, ὑπέρ τῆς πίστεως ἡμῶν τῆς ἁγίας, ἥν Χριστός ἐν τῷ οἰκείῳ αἵματι ἡμῖν ἐδωρήσατο, κινδυνεύομεν· ὅ ἐστι κεφάλαιον πάντων. καί ἐάν τόν κόσμον ὅλον κερδήσῃ τις καί τήν ψυχήν ζημιωθῇ, τί τό ὄφελος; δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως ὑστερούμεθα καί τήν ἐλευθερίαν ἡμῶν. τρίτον βασιλείαν τήν ποτέ μέν περιφανῆ νῦν δέ τεταπεινωμένην καί ὠνειδισμένην καί ἐξουθενημένην ἀπωλέσαμεν, καί ὑπό τοῦ τυράννου καί ἀσεβοῦς ἄρχεται. τέταρτον δέ καί φιλτάτων τέκνων καί συμβίων καί συγγενῶν ὑστερούμεθα.[2]» Τελειώνει τόν λόγο του καί σύσσωμος ὁ λαός καί ὁ στρατός του τοῦ ἀπαντοῦν συγκινημένοι: «ἀποθάνωμεν ὑπέρ τῆς Χριστοῦ πίστεως καί τῆς πατρίδος ἡμῶν[3]».
Ἡ πόλη πέφτει στά χέρια τῶν βαρβάρων, ὁ γενναῖος αὐτοκράτορας πέφτει μαχόμενος, ὅμως τό μήνυμά του ἔχει δοθεῖ, ὁ λαός τό ἔχει λάβει ἀπ΄ ἄκρη σ΄ ἄκρη τῆς σκλαβωμένης πατρίδας, γι΄ αὐτό διατηρεῖ τήν ψυχή του ἀδούλωτη, γι΄ αὐτό ἀγωνίζεται, γι΄ αὐτό ἐπεναστατεῖ, γι΄ αὐτό δέν ἀφήνει ποτέ τόν βάρβαρο κατακτητή ἥσυχο. Δέν γνωρίζουμε, ἄν θά ὑπάρξει σοβαρός ἱστορικός, ὁ ὁποῖος θά ὑποστηρίξει, ὅτι ὁ ἑλληνικός λαός κατά τήν περίοδο τῆς σκλαβιᾶς εὐημεροῦσε. Ἄν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε πρός τί οἱ ἀλλεπάλληλες ἐπαναστάσεις, οἱ ὁποῖες ξεκινοῦν ἀπό τό 1463; Πρός τί οἱ χιλιάδες κλέφτες καί ἀρματωλοί, ἀδούλωτοι γιά πάντα στά ἀπάτητα ἑλληνικά βουνά; Πρός τί ὅλα αὐτά; Ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν γνώριζαν νά διακρίνουν μεταξύ εὐημερίας καί δυστυχίας;
Κι ἐρχόμαστε στό 1821, στήν περίφημη προκήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως τῆς 24ης Φεβρουαρίου. Στήν προκήρυξη αὐτή προτάσσει ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης τήν προτροπή «μάχου ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος[4]». Ἔχει δέ διαπιστωθεῖ ἀπό τήν ἱστορική ἐπιστήμη, ὅτι «ἡ προτροπή αὐτή περιέχει τόν γνωστόν σκοπόν τοῦ ἀγῶνος, τόν πλειστάκις ἐπαναλαμβανόμενον εἰς τά κείμενα τοῦ ἀγῶνος»[5].
Οἱ ἐπαναστατημένοι πρόγονοί μας, οἱ ἱδρυτές τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κράτους κατά τήν Α΄ Ἐθνική Συνέλευση τοῦ 1822 ὁρίζουν στό πρῶτο Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, ὅτι «Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσίν Ἑλληνες[6]», θέτουν δηλαδή ὡς βάση δημιουργίας τοῦ κράτους αὐτοῦ τήν εἰς Χριστόν πίστη. Ἀκολουθοῦν τά λοιπά ἐπαναστατικά συντάγματα, στά ὁποῖα «τό κατ΄ ἐξοχήν νομικό καί πολιτικό κριτήριο γιά τόν ὁρισμό τοῦ Ἕλληνα πολίτη δέν συγκροτεῖται ἀπό τήν ἑλληνική γλώσσα [ ] οὔτε ἀπό τήν ἐθνοτική προέλευση. Ἀποφασιστικό κριτήριο γιά τήν πρόσκτηση τῆς ἰδιότητας τοῦ Ἕλληνα πολίτη στά ἐπαναστατικά Συντάγματα [ ] καθίσταται ἡ «χριστιανική πίστη[7].»
Ὁ ἀγώνας τελειώνει, μέ τεράστιες θυσίες στέφεται ἀπό ἐπιτυχία, καί λίγα χρόνια ἀργότερα, τό 1838, ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ ἀγώνα Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στόν περίφημο λόγο του πρός τούς νέους στήν Πνύκα διακηρύσσει τήν ἴδια αὐτή ἀλήθεια: «ὅταν ἐπιάσαμε τά ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ Πίστεως καί ἔπειτα ὑπέρ Πατρίδος.[8]»
Ἡ ἴδια αὐτή ἀρχή, ἡ ἀφοσίωση στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί στήν πατρίδα, κράτησε τούς Ἕλληνες ζωντανούς, ἐλεύθερους, ἀδούλωτους ἐδῶ καί 191 χρόνια, ὅσα πέρασαν ἀπό τήν μεγάλη ἑλληνική ἐπανάσταση. Ἡ ἴδια αὐτή ἀρχή ἀπελευθέρωσε τά Ἑπτάνησα, τήν Θεσσαλία, τήν Ἥπειρο, τήν Μακεδονία, τήν Κρήτη, τά νησιά τοῦ Αἰγαίου, τήν Θράκη, τά Δωδεκάνησα.
Κι ὅμως κάποιοι, ὅταν ἀκούουν γιά πίστη καί πατρίδα ἐπιχειροῦν νά μᾶς πείσουν πώς πρόκειται πιά γιά «ξεπερασμένα πράγματα». Στή θέση τους θέτουν ὅ,τι τούς φαίνεται κάθε φορά πρόσφορο καί μάλιστα ἰδέες ἀντίθετες μεταξύ τους, ἄλλοτε τόν ἀτομισμό καί ἄλλοτε τόν κοσμοπολιτισμό.
Σ΄ αὐτούς πρέπει ὁ κάθε Ἕλληνας νά ἀπαντᾶ: Τό μόνο τό ὁποῖο ἐπέτυχε ὁ ἀτομισμός, εἶναι ἡ αὐτοαπομόνωση ὅποιου τόν πρεσβεύει. Ἡ δέ ταυτότητά μας δέν ξεπερνιέται ποτέ. Κανένας λαός τῆς γῆς δέν δέχεται νά ἀποκαλοῦν «ξεπερασμένη» τήν ταυτότητά του, τόν πολιτισμό του. Ἄν τολμήσουμε νά ποῦμε στόν ὁποιονδήποτε κάτοικο τῆς ὁποιασδήποτε χώρας «περιφρόνησε τήν πατρίδα, τή γλώσσα, τή θρησκεία, τά ἤθη καί τά ἔθιμά σου», ἔχουμε κερδίσει ἕναν ἐχθρο. Ἐμεῖς γιατί πρέπει νά δεχόμαστε τέτοιου εἴδους προσβολές; Ἐπειδή μερικοί θέλουν νά εἶναι ἀπάτριδες; Ἤ μήπως νομίζει κανείς, ὅτι περιφρονώντας τήν πατρίδα του καί τόν πολιτισμό του ἔχει γίνει πολίτης τοῦ κόσμου καί δείχνει τίς καλές του προθέσεις στούς ἄλλους λαούς; Ὅποιος μισεῖ τήν πατρίδα του, τήν πίστη καί τόν πολιτισμό του, μισεῖ τελικά ὅλη τή γῆ, ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Δέν γίνεται πολίτης τοῦ κόσμου, δέν πρεσβεύει καμμία συναδέλφωση κατ΄ αὐτόν τόν τρόπο, μόνο καταντᾶ μισάνθρωπος καί βάρβαρος.
Παραπομπές
1.Γεώργιος Φραντζής, Χρονικόν 61.
2.Γεώργιος Φραντζής, Χρονικόν 60.
3.Γεώργιος Φραντζής, Χρονικόν 61.
4.Κείμενα πίστεως καί Ἐλευθερίας, (αὐθεντικαί μαρτυρίαι ἐπωνύμων καί ἀνωνύμων Ἑλλήνων περί τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821), Ἐπιμέλεια Ἠλ. Β. Οἰκονόμου, ἔκδ. Περιοδικοῦ «Ἐκκλησία», Ἀθῆναι 1985, σ. 59.
5.Ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 62.
6.Ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 97.
7.George Vlachos, βλ. Γιῶργος Καραμπελιάς, Κοινωνικές συγκρούσεις καί διαφωτισμός στήν προεπαναστατική Σμύρνη (1788-1820), Κοραῆς καί Γρηγόριος Ε΄, Ἐναλλακτικές ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2009, σ. 165.
8.Νίκος Γιαννόπουλος, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Ἡ πολυτάραχη ζωή και ἡ δράση τοῦ ἠγέτη τῆς ἐπανάστασης, Οἱ μονογραφίες τοῦ περιοδικοῦ «στρατιωτική ἱστορία», ἐκδ. Περισκόπιο, Ἀθήνα 2001, σ. 157.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου