Ἡ γνωριμία μου μέ τόν Γέροντα Παΐσιον τόν Ἁγιορείτη
B΄ Μέρος
Τοῦ θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Ἀνδίδων κ. Χριστοφόρου
Μέρος Β, Ἅγιον Ὄρος ,(1975-1990)
Τό ἔτος 1975 τό Ὑπουργεῖο Παιδείας, κατόπιν αἰτήσεώς μου, μέ ἀπέσπασε ἀπό ἕνα σχολεῖο τῶν Ἀθηνῶν στήν Ἐκκλησιαστική Σχολή, στίς Καρυές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ὑπηρέτησα ἐπί ὀκτώ σχολικά ἔτη κατά περιόδους μεταξύ τῶν ἐτῶν 1975-1990.
Τότε ὁ Γέροντας Παΐσιος ἀσκήτευε στό Κελλί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κάτω ἀπό τίς Καρυές, στόν δρόμο πρός τήν Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα. Στήν συνέχεια ἀσκήτεψε στό Κελλί τῆς Παναγούδας, στήν Σκήτη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουτλουμουσίου. Μάλιστα στόν δρόμο ἀπό τίς Καρυές πρός τό Κελλί εἶχε τοποθετήσει πινακίδες στά δένδρα, ὥστε νά διευκολύνωνται οἱ προσκυνητές καί νά μήν ἐνοχλοῦν τά ἄλλα Κελλιά.
Πολλοί ἄνθρωποι κάθε ἠλικίας κατηφόριζαν γιά νά ἐπισκεφθοῦν τόν Γέροντα. Καί ἐκεῖνος τούς ἐδέχετο πάντα μέ καλωσύνη, χαμογελαστός μέ τό ὄμορφο χιοῦμορ του, μέ τό κέρασμά του καί τό κρύο νερό, πού, καί ἄν δέν ἦταν ἐκεῖ, τό εὕρισκαν πάντοτε ἔξω ἀπό τά κάγκελα τοῦ Κελλιοῦ.
Στίς μεγάλες ἀγρυπνίες πήγαινε στήν Ἱερά Μονή Κουτλουμουσίου. Ὅταν ἕνα γειτονικό Κελλί εἶχε ἀγρυπνία, πήγαινε νά συμπροσευχηθῇ.
Ἔλεγε ὅτι κάποτε πῆγε σέ ἕνα Κελλί γιά τήν ἱερή Ἀκολουθία, ἀλλά ἔκανε κρύο καί σκεπτόταν πότε θά τελειώσῃ, γιά νά ἐπιστρέψῃ στό Κελλί του. Ὅταν ὅμως κοινώνησε, αἰσθάνθηκε μία ζέστη μέσα του, πού μεγάλωνε σιγά-σιγά, ὅπως στήν ἠλεκτρική σόμπα ἀρχίζουν καί κοκκινίζουν τά σύρματα σιγά-σιγά.
Κάποτε κυκλοφοροῦσε στό Ἅγιον Ὄρος ἕνας νέος πού εἶχε ἔρθει ἀπό τό Θιβέτ, γνώστης τῶν μαγικῶν τεχνῶν. Πῆγε καί στόν π. Παΐσιο καί, γιά νά δείξῃ τήν δύναμή του, ἔκανε κάτι σχήματα, εἶπε καί κάποιες λέξεις μπροστά σέ μία πέτρα, ἡ ὁποία διαλύθηκε. Τότε ὁ Γέροντας ἐσταύρωσε μία ἄλλη πέτρα καί τόν κάλεσε νά τήν διαλύσῃ, ἀλλά δέν μπόρεσε. Τότε οἱ δαίμονες ἔσπρωξαν καί πέταξαν τόν νέο σέ μία ἀπόσταση, ἀπό ὅπου καί ὁ Γέροντας τόν συμμάζεψε.
-Ἄλλοτε μοῦ ἔλεγε ὅτι τόν εἶχε ἐπισκεφθῇ ἕνας νέος μέ πολλές ἀνησυχίες καί ἀπασχόλησε πολλή ὥρα τόν Γέροντα, πού ὑπέφερε ἀπό τήν κήλη του. Ἔκανε ὅμως ὑπομονή. Δέν ἤθελε νά τόν ἀπομακρύνῃ, ὅπως ἔκανε σέ κάθε περίπτωση, διότι συνέπασχε μέ τούς ἀνθρώπους.
- Πολλοί κατέφευγαν στόν Γέροντα, νά τοῦ ἐκθέσουν τά ποικίλα προβλήματά τους καί νά τοῦ ἐμπιστεύωνται τά κρύφια τῆς καρδίας τους, σχεδόν ἐξομολογοῦντο. Ὁ Γέροντας ὅμως τούς ἔστελνε σέ ἀνάλογες περιπτώσεις νά ἐξομολογηθοῦν στόν ἱερομόναχο π. Νικόδημο, ἕναν ἐνάρετο ἁγιορείτη, πού ἀσκήτευε σέ ἕνα Κελλί σέ μικρή ἀπόσταση.
- Ἄλλοτε τόν ἄκουσα νά παραπονῆται ὅτι οἱ ζηλωτές τόν κατηγοροῦσαν ὅτι ἔχει καταθέσεις στίς Τράπεζες.
- Στό Μοναστήρι τοῦ Κουτλουμουσίου ἤ ὅπου ἀλλοῦ πήγαινε τίς μεγάλες Ἑορτές, εὕρισκε ἕνα στασίδι στό τέλος τοῦ ναοῦ καί, ὅταν τοῦ ἔλεγαν «περάστε ἐμπρός Γέροντα», ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε «ἐδῶ εἶναι φθηνό τό εἰσιτήριο».
- Ἕνα πρωΐ εἶχα ἐπισκεφθῇ τόν Γέροντα στό Κελλί του τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Μετά τή συζήτηση ἔφθασε τό μεσημέρι καί μοῦ εἶπε : «Κάθησε νά σέ φιλέψω». Ἐκεῖ σέ ἕνα κούτσουρο στήν αὐλή ἔφερε ἕνα τσίγκινο πιάτο μέ ντομάτες, ἕνα ἄλλο μέ παξιμάδια καί ἕνα ποτήρι νερό. «Τώρα» μοῦ εἶπε «θά βάζῃς τά παξιμάδια στό νερό. Ἀλλά σήμερα ἔχω καί κάτι καλύτερο». Ἔφερε μία κονσέρβα, σαρδέλλες πλακέ, πού ἀνοίγουν μέ κλειδί ἀπό ἐπάνω. Δέν θυμᾶμαι ἄν ἦταν τύπου Lucas. Κατόπιν λέγει : «Τώρα θά ξεκουραστῆς». Σέ ἕνα μικρό δωμάτιο ἦταν σανίδες ἐπάνω σέ στηρίγματα καί μία κουρελοῦ στρωμένη. Ἐκεῖ ἀναπαύθηκα λίγο, μέχρι πού ἦρθε ἡ ὥρα νά ἀναχωρήσω, νά βαδίσω πρός τόν δημόσιο δρόμο ἐπάνω, διότι τό Κελλί ἦταν σέ χαμηλότερο ἐπίπεδο. Ὁπότε λέγει : «Θά σέ συνοδεύω ἐπάνω μέχρι τό πρακτορεῖο!».
- Θυμᾶμαι ἕναν μαθητή μέ ὀλίγον περιορισμένη νοημοσύνη, ἀτημέλητον, ὑστεροῦντα στά γράμματα, πού περιφρονεῖτο ἀπό πολλούς, ἐταξίδευε μέ τό πλοῖο ἀπό Δάφνη στήν Οὐρανούπολη. Γύρω του πολλοί καί ἐπώνυμοι. Τότε εἶδα τόν π. Παΐσιο, πού πῆγε κατ΄εὐθεῖαν καί κάθησε δίπλα ἀπό αὐτό τό περιφρονημένο παιδί. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση.
Οἱ πιό κάτω σημειώσεις εἶναι ἀπό τήν συνάντησή μου μέ τόν Γέροντα τήν 9η Μαρτίου 1984.
Ὁ ἐγωϊστής πού στέκεται ψηλά θά πέσῃ ἀπότομα καί θά ταπεινωθῇ παραδειγματικά.
Ὁ ταπεινός πού θά πῆ «τί ἑωσφορικό ἐγωϊσμό ἔχω, Θεέ μου», καί πιστεύει στήν ἁμαρτωλότητά του, αὐτός θά πέσῃ μαλακά βασταζόμενος στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ εὐλάβεια πού εἶναι ὄχι ἀληθινή, γίνεται βλάβη στόν ἄνθρωπο.
Ἀκόμη τοῦ διηγήθηκα τό ἑξῆς περιστατικό : «Ἐδίδασκα σέ ἕνα νυκτερινό Γυμνάσιο καί ἕνα βράδυ μετά τά μαθήματα πῆγα στήν στάση τοῦ λεωφορείου μαζί μέ ἕναν ἄλλον καθηγητή μαθηματικῶν. Στεκόμασταν περιμένοντας τό λεωφορεῖο, ἐνῶ ἔπεφτε ψιλή βροχή. Τότε ὁ καθηγητής μοῦ εἶπε : “Τέτοια ἦταν ἡ βραδιά, ὅταν σκότωσα ἕναν ἄνθρωπο„. Ὁπότε ξαφνιάστηκα καί τόν ρώτησα ἄν τό ἔχῃ ἐξομολογηθῇ αὐτό. Μοῦ ἀπάντησε ἀρνητικά καί συνέχισε : “Ἤμουν αἰχμάλωτος τῶν Γερμανῶν στήν γερμανική κατοχή ἐκεῖ στό στρατόπεδο τοῦ Χαϊδαρίου. Ἀπό τό παράθυρο ἑνός ὀρόφου εἶδα κάτω τόν Γερμανό φρουρό, ὁπότε πήδησα, ἔπεσα πάνω του, τόν σκότωσα μέ τό ὅπλο του, φόρεσα τήν στολή του καί ἔφυγα„. Τοῦ συνέστησα βέβαια τήν ἀνάγκη τῆς ἐξομολογήσεως. Μετά τήν συνάντηση αὐτή καί τήν ὁμολογία, αὐτός ὁ καθηγητής ταξίδευε ἀπό τήν Ἀθήνα στήν Θεσσαλονίκη. Τό λεωφορεῖο σταμάτησε γιά μιά ξεκούραση τῶν ἐπιβατῶν σέ ἕνα κέντρο κοντά στήν Ἀλαμάνα. Στό parking τοῦ κέντρου ἦταν σταματημένα μερικά φορτηγά κοντά σέ ἕναν τοῖχο. Ὁ καθηγητής πῆγε πίσω ἀπό ἕνα φορτηγό καί στράφηκε πρός τόν τοῖχο γιά τήν ἀνάγκη του. Ἐκείνη τήν στιγμή ὁ ὁδηγός τοῦ φορτηγοῦ, χωρίς νά ἀντιληφθῇ τόν ἄνθρωπο, μέ τό ξεκίνημα, ἔκανε πίσω τό φορτηγό καί συνέθλιψε τόν ἄνθρωπο ἐπάνω στόν τοῖχο». Μετά τήν διήγηση αὐτήν ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε : «Οἱ φυσικοί νόμοι λειτουργοῦν ἄτεγκτοι, οἱ πνευματικοί νόμοι λειτουργοῦν διαφορετικά. Στήν περίπτωση τοῦ καθηγητοῦ οἱ πνευματικοί νόμοι λειτούργησαν γιά ὠφέλεια τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός τόν ἀγάπησε καί τόν πῆρε αἰφνιδίως καί βίαια σέ ἀνταπόδοση τῆς βιαίας ἐνέργειάς του». Καί μοῦ συνέστησε νά ἐμπιστευθῶ τό γεγονός σέ ἕναν πνευματικό. Δέν ἤμουν ἀκόμη κληρικός.
Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι φυσικό πράγμα στόν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ ἀξιοπρέπειά του. Ἀλλά δέν πρέπει νά μεταβάλλεται σέ ἁμαρτωλή ὑπερηφάνεια, σέ ἐγωϊσμό.
Γιά νά γίνη ἱερό τό λείψανο τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν πεθάνῃ, θά πρέπει νά γίνη λείψανο, πρίν πεθάνῃ.
Ὁ διάβολος κάνει διάφορους συνδυασμούς γιά τίς κινήσεις τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά ταλαιπωρῆ τή σκέψη μας.
Ἀπό τή συνάντησή μου μέ τόν Γέροντα τήν 30η Μαρτίου 1984 κράτησα τίς ἀκόλουθες σημειώσεις :
Ὅσοι ἁγιορεῖτες εχουν ἔρθει στό Ὄρος ἀπό μικροί, νευριάζουν ἤ ἔχουν πονηρία σάν τά μικρά ἀθῶα παιδιά. Τούς περνᾶ εὔκολα. Κάποτε προσβάλλουν, χωρίς νά τό καταλάβουν. Σ΄αὐτούς πρέπει νά κάνουμε οἰκονομία. Οἱ νεώτεροι ἁγιορεῖτες ἔχουν ἐπιστημονική πονηρία.
Ὅταν κάποιος θέλῃ νά διορθώσῃ ἕνα σφάλμα, νά τόν βοηθοῦμε. Εἶναι καί αὐτός ἄνθρωπος μέ ἀδυναμίες.
Εἶσαι πολύ εὐαίσθητος καί προσέχεις πολύ λεπτομέρειες πού δέν ἔχουν σημασία. Εἶναι καλό ἡ εὐαισθησία, ἀλλά κάποτε τήν χρησιμοποιεῖ ὁ πονηρός γιά νά σοῦ δημιουργεῖ ἀνώμαλες καταστάσεις. Θά ἀπαλλαγεῖς ἀπό αὐτά, ὅταν βάλῃς τά μαῦρα.
Καί πράγματι χειροτονήθηκα μετά ἀπό δύο χρόνια.
Εἶναι μερικοί ἄνθρωποι πού δύσκολα συναναστρέφονται μέ ἄλλους ἀνθρώπους. Γνωρίζω ἕναν ἅγιο μοναχό, πού δέν κάνει οὔτε ἕνας ὑποτακτικός μαζί του. Ἀκόμα καί ὁ ἐπισκέπτης. Κάθεται, τοῦ δίνει ἕνα κέρασμα, καί ἔπειτα ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι ψυχρή. Γι’ αὐτό ἕνας-ἕνας ἀπομακρύνεται ἀπό αὐτόν.
Καλή εἶναι ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἄσκηση κλπ. Ἀλλά πρό παντός χρειάζεται νά παρακολουθῆς τόν ἑαυτό σου. Νά λές : Τί κάνω, πῶς πηγαίνω, τί χρειάζομαι; Καί πρό παντός νά ρωτᾶς ἕνα ἄλλο πρόσωπο, ἕναν ἔμπειρο πνευματικό πού σέ παρακολουθεῖ, νά σοῦ πεῖ πῶς πηγαίνεις.
Τό πρῶτο πού χρειαζόμαστε εἶναι ἡ ἡσυχία. Σ΄ αὐτήν θά ἀνακαλύψουμε τόν ἑαυτό μας. Ἔτσι θά ἀρχίσουμε νά ἐργαζώμαστε γιά τήν βελτίωσή μας.
Νά θεολογεῖς τά πάντα. Π.χ. βλέπεις τά ἄστρα; Νά λές «εἶναι τά καντηλάκια τοῦ Θεοῦ». Βλέπεις τήν κουβέρτα; Νά λές «πόσο ζεστή πρέπει νά εἶναι ἡ πίστη μας, ὁ ζῆλος μας γιά τά πνευματικά!».
Μή θλίβεσαι, ὅταν ἀδικῆσαι. Διότι μέ τήν ἀδικία ἀποταμιεύεις στήν Τράπεζα τοῦ Οὐρανοῦ.
Μήν προσπαθῆς νά δικαιολογῆσαι, καί ὅταν ἀκόμα ἔχεις δίκιο.
Ἡ συνάντησή μου μέ τόν Γέροντα Παΐσιον στίς 24 Μαΐου 1984 κράτησε πολύ, ἀπό 11:30π.μ. μέχρι 13:15μ.μ. Τότε ἐσημείωσα :
Τό Ἀγγελικό Σχῆμα εἶναι μία διαρκής μετάνοια. Τίποτε ἄλλο στήν ζωή δέν ἔχει τόση ἀξία σέ σχέση μέ τήν αἰωνιότητα. Ἄν οἱ ἄνθρωποι ἤξεραν τήν ἀξία της, θά ἄφηναν ὅλα τά ἄλλα γιά νά γίνουν μοναχοί.
Ποτέ δέν μέ ἀπασχόλησε τό νά γίνω ἱερέας. Καί στήν Κόνιτσα πρόσεχα, γιατί ἦταν ἐκεῖ ὁ Δήμαρχος καί οἱ ἄλλοι μαζί μέ τόν Δεσπότη,πού αἰφνιδιαστικά θά μέ ἔπαιρναν ἐκεῖ νά μέ κάνουν ἱερέα. Μόνον ἐδῶ πού ἔρχονται μερικοί καί μοῦ λένε τόν λογισμό τους, γιατί δέν ξέρουν ὅτι εἶμαι ἁπλός μοναχός. Τότε μόνο σκέπτομαι νά ἤμουν κληρικός.
Ὁ ἄνθρωπος, ὁ μοναχός πρέπει νά πιστέψῃ ὅτι εἶναι ὁ χειρότερος τῶν ἁμαρτωλῶν, νά ἀποκτήσῃ ἔτσι τέτοια ταπείνωση, καί νά προσεύχεται γιά τήν σωτηρία του, ὥστε ἄν τοῦ ξεφύγῃ μία προσευχή γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους, αὐτή ἡ προσευχή θά γίνη δεκτή ἀπό τόν Θεό, γιατί θά προέρχεται ἀπό ἄνθρωπο βαθειᾶς ταπείνωσης. Ἔτσι ὁ ἀληθινός μοναχός γίνεται εὐεργετικός στούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Βλέπω σήμερα μία φιλοπρωτία. Πολλοί βιάζονται νά γίνουν πρῶτοι, κληρικοί κλπ. Ἀλλά βασίζονται στίς ἀνθρώπινες δυνάμεις τους καί δέν τά βγάζουν πέρα. Ἄν ὁ Θεός καλέσῃ κάποιον σέ ἕνα ἀξίωμα, τότε ὁ Θεός «εἶναι ὑποχρεωμένος» νά τον βοηθήσῃ νά φέρῃ σέ τέλος τήν ἀποστολή του. Εἰδικά οἱ βιαστικοί ταλαιπωροῦνται μέ τά διάφορα προβλήματα καί τήν συνείδησή τους καί τώρα καί στήν ἄλλη ζωή.
Οἱ Χριστιανοί δέν ζητᾶνε πολλά ἀπό τόν κληρικό. Μόνον δύο πράγματα. Νά μήν τρώη πολύ καί νά μήν εἶναι φιλάργυρος.
Ρωτοῦσε ἕνας πού ἤθελε νά γίνη σύντομα ἐπίσκοπος ἄν θά ἔπρεπε νά ὑπηρετήσῃ στήν Ριζάρειο Σχολή ὡς καθηγητής ἤ στήν Ἱερά Σύνοδο ὡς Γραμματέας...καί Φαρισαῖος λιβανίζοντας τούς ἄλλους. Αὐτός, καί ἄν γίνῃ ἐπίσκοπος, δέν θά ἔχῃ ἐσωτερική ἡσυχία, ἀλλά ἕνα μαρτύριο. Αὐτοί δέν ἔχουν δοκιμάσει τήν γλυκύτητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Γι΄ αὐτό οἱ ἀσκητές ἀπόφευγαν τήν ἱερωσύνη καί ἔκλειναν τά κελλιά τους, ὁπότε οἱ ἄλλοι ἄνοιγαν τήν σκεπή τῶν κελλιῶν γιά νά τούς χειροτονήσουν. Ἕνας ὑποψήφιος παρακαλοῦσε ἕναν συνοδικό ἀρχιερέα μόνο γιά μία ψῆφο. Στό τέλος πῆρε ὅλους τούς ψήφους καί ἐκλέχτηκε παμψηφεί. Καί εἶπε : Τώρα τί εἶναι τό ἅγιον Πνεῦμα, περιστέρι γιά νά τό φυσήξῃς καί νά φύγῃ; Ἔτσι νομίζουν πολλοί ὅτι καί οἱ προεργασίες γιά τήν ἐκλογή ἑνός ἐπισκόπου γίνονται μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πρέπει νά ὡριμάζῃ ἡ σκέψη στόν ἄνθρωπο γιά τήν μοναχική ζωή καί ὁ Θεός θά βοηθήσῃ γιά νά ὑλοποιηθῇ. Δέν εἶναι σωστό νά λέῃ : «Τί νά κάνω; Γιατί νά ἀνακατευτῶ μέ φροντίδες καί προβλήματα στόν κόσμο ὡς κληρικός; Καλύτερα δέν εἶναι νά ἡσυχάσω μακριά ἀπό τόν κόσμο;». Ἔ, τότε αὐτό θά εἶναι ἀποτυχία. Ἀντίθετα, πρέπει νά πῇ : «Θά διαλέξω τήν ἡσυχαστική ζωή, γιατί θά ἔχω μνήμη Θεοῦ, θά βρίσκωμαι σέ διαρκῆ μετάνοια. Θά ἑτοιμάζωμαι γιά τόν θάνατο καί τήν συνάντηση μέ τόν Θεό». Τότε ὁ Κύριος τόν εὐλογεῖ καί τόν βοηθᾶ. Καί ὁ Κύριος θά ἐπιλύσῃ τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς, οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις, διότι εἶπε : «Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος»[4].
Ἕνας ὑποτακτικός ἔλεγε στόν Γέροντα: «Θά πάω στήν Ἀθωνιάδα, θά γίνω διάκος, παπᾶς,» κλπ. «Καί ἔπειτα;», τόν ρωτάει ὁ Γέροντας. «Ἔπειτα ἴσως νά γίνω καί Δεσπότης». «Καί ἔπειτα;». «Ἴσως καί Πατριάρχης». «Καί ἔπειτα θά ἔρθῃ ὁ θάνατος», συμπλήρωσε ὁ Γέροντας. Ἔτσι πολλοί σκέπτονται σάν τελευταῖο τόν θανατο, ἐνῷ θά ἔπρεπε νά τόν σκέπτονται πρῶτον.
Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσο παντοδύναμη, ὥστε μπορεῖ νά ἐξαλείψῃ ἀκόμη καί τίς πιό ἁμαρτωλές κλίσεις τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε κληρονομικές συνήθειες, εἴτε γιατί παρασύρθηκε ἀπό ἄλλους. Εἶναι ἀστεῖο νά λέμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν μπορεῖ νά θεραπεύσῃ τά πάντα. Ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς, πού ἦταν ληστής μέ τό μαχαίρι στό στόμα, ὅταν ἔγινε μοναχός, εἶχε τόση εὐαισθησία, ὥστε ἐνοχλοῦνταν καί ἀπό τίς ἐπισκέψεις τῶν πιστῶν. Καί ὁ Μέγας Ἀρσένιος τοῦ συνέστησε νά πάῃ στά ὄρη τῆς Νιτρίας, ἐνῷ ἐκεῖνος πού ἦταν μορφωμένος καί ἀριστοκράτης, δεχόταν τούς πάντες.[5]
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά καταλήξῃ σέ ἕναν τρόπο ζωῆς. Δέν πρέπει νά κυνηγάῃ πολλά. «Νά κάνω καί τοῦτο, νά κάνω καί ἐκεῖνο». Ὅταν διαλέξῃ ἕναν σταθερό τρόπο ζωῆς θά ἀγωνιστῇ καί θά προκόψῃ. Στήν Κόνιτσα οἱ κυνηγοί ἔκαναν καρτέρι στά μονοπάτια καί ἄλλαζαν κάθε 30-35 λεπτά τοποθεσίες παρατηρώντας τίς κινήσεις τῶν ζώων, ὁπότε τά μάζευαν σέ ἕνα μέρος. Καί ὅταν ἀποφάσιζαν νά κτυπήσουν τά ζῶα, ἦταν πολλά καί ἔφευγαν. Ὁπότε οἱ κυνηγοί ἀπό τήν σαστιμάρα τους δέν κτυποῦσαν κανένα. Γι’ αὐτό χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος νά βάζῃ ἕναν σκοπό, ἕναν τρόπο ζωῆς.
Ὁ Μακρυγιάννης ἦταν θεοφοβούμενος. Ἔβλεπε ὁράματα θεῖα, ἀλλά, ἀπό τήν ἀγωνία του γιά τό Ἔθνος, νόμιζε ὅτι ἔβλεπε καί ἄλλα ὁράματα, πού δέν ἦταν θεῖα. Τόν κατηγοροῦσαν πώς ἔλεγε νά μήν ἐμπιστεύωνται οὔτε στόν πνευματικό μερικά πράγματα. Ἀλλά αὐτό ἦταν σωστό, γιατί μία ἀδιακρισία ἀπό τόν πνευματικό, πού θά τόν ἐπλησίαζαν οἱ ἐχθροί τοῦ Ἔθνους, μποροῦσε νά ἔχῃ καταστρεπτικά ἀποτελέσματα γιά τόν Ἀγώνα.
Εἶχα πάει στή Σουρωτή καί μοῦ ἔβαλαν ἕνα ὑφαντό χαλί στό Κελλί μου. «Τί εἶναι αὐτό; Πάρτε το», τούς εἶπα.
Ἄν ἤμουν ἱερέας –πνευματικός, δέν θά μποροῦσα νά ἔχω κάγκελο γύρω στό Κελλί μου. Θά ἔπρεπε νά δέχωμαι ὅλους ὅλο τό εἰκοσιτετράωρο.
Μήν καταδικάζουμε, μήν κατακρίνουμε τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Νά βρίσκουμε κάποιο δικαιολογητικό, κάποιο ἐλαφρυντικό, γιά τήν ἀπρόσεκτη συμπεριφορά τους, π.χ. γι’ αὐτούς πού θυμώνουν. Ἄν κάποιος μᾶς μίλησε ἀπότομα νά σκεφθοῦμε μήπως ἦταν λυπημένος προηγουμένως μέ κάποιο ἄλλο ζήτημα.
Ὁ Θεός κατέκρινε τήν ὑποκρισία.
Μοναχός ἤ κληρικός, ἐξαρτᾶται [ἄν πρέπει νά γίνῃ] ἀπό τήν πρόθεση. Ἄν θέλῃ νά γίνῃ ἀπό ἐγωισμό καί φιλοδοξία, ὄχι. Ἄν θέλῃ νά γίνῃ ἀπό ἀγάπη γιά τόν σκοπό κ.λ.π., τότε ναί.
Ἡ στέρνα πού εἶναι καινούργια δέχεται νερό πού ἀπορροφᾶ καί κάτω ἀπό τόν πυθμένα. Ἡ παλιά στέρνα πιάνει πουρί καί διατηρεῖ ὅλο τό νερό. Καί ἡ τροφή γιά τόν νέο ἄνθρωπο ἀπορροφᾶται ὅλη ἀπό τόν ὀργανισμό. Ἐνῷ γιά τίς ἡλικίες 40-50 ἐτῶν καί ἄνω διατηρεῖται ὅλη ἡ τροφή, χωρίς νά ἀπορροφᾶται, γίνεται λίπος, καί δημιουργεῖ προβλήματα. Γι’αὐτό πρέπει οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι νά τρῶνε λίγη τροφή.
Νά νηστεύῃς τόσο ὅσο νά μή ζαλίζεσαι.
Μιά φορά πού ὁ Γέροντας κοιμόταν στό Κελλί του, ὁ πονηρός τοῦ εἶπε : «Σήκω νά πᾶς στό Μεσονυκτικό». Καί ὁ Γέροντας τοῦ ἀπάντησε : «Ξέρω ἐγώ τή δουλειά μου».
Ἄλλοτε ρώτησα τόν Γέροντα πῶς μέ τό κομποσχοίνι μποροῦμε νά ἀντικαταστήσουμε τήν ψαλτή ἀκολουθία καί μοῦ ἀπάντησε :
Ἑσπερινός (δυνατά ἤ ψιθυριστά)
Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ(3)
Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός...
Βασιλεῦ Οὐράνιε...
Τρισάγιον
Κύριε ἐλέησον(12)
Δεῦτε προσκυνήσωμεν...
50ος Ψαλμός
Εὐχή στόν Χριστό, 3 κομποσχοίνια Χ 300, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...
Εὐχή στήν Παναγία, 3Χ 100, Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον με.
100 κόμποι στόν Ἅγιο τῆς ἡμέρας.
100 κόμποι στόν Ἅγιο τῆς ἐνορίας.
Δι’εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν...
Ἀπόδειπνον
Ὁμοίως ὡς ἄνω καί
100 κόμποι «Ἅγιε Ἄγγελε φύλαξέ με».
Μεσονυκτικόν (Μέ τόν νοῦ) καί Ὄρθρος
Αὐτοσχέδιος προσευχή
Εὐχή στόν Χριστό, 9 κομποσχοίνια Χ 300, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...
Εὐχή στήν Παναγία 3Χ 300, Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσόν με.
Ἅγιοι Πάντες, 1Χ 300,
100 κόμποι στόν Ἅγιο τῆς ἡμέρας.
100 κόμποι στόν Ἅγιο τῆς ἐνορίας.
Δι΄ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν...
Κανόνας ( ὁποιαδήποτε ὥρα τῆς ἡμέρας).
Εὐχή στόν Χριστό, (2-3Χ300 μέ σταυρούς)
Εὐχή στήν Παναγία (1Χ 300 μέ σταυρούς)
50 μετάνοιες (πλήν Σαββάτου καί Κυριακῆς), ἄν μπορῇς.
Γ’ Θεαγένειο Νοσοκομεῖο
Ἐπισκέφθηκα τόν Γέροντα στό Θεαγένειο Νοσοκομεῖο, ὅπου ἐνοσηλεύετο πρός τό τέλος τοῦ ἐπιγείου βίου του. Πολύς κόσμος ἔξω ἀπό τόν θάλαμο. Δέν ἐπέτρεπαν τήν εἴσοδο σέ κανέναν. Παρεκάλεσα μία μοναχή νά τόν πληροφορήσῃ ὅτι ἦλθε ὁ π. Χριστοφόρος ἀπό τόν Καναδᾶ. Τότε εἶχα ἐπιστρέψει ἀπό τήν ὑπηρεσία μου ὡς συμβούλου ἐκπαιδεύσεως στό Γενικό Προξενεῖο τῆς Ἑλλάδος στό Τορόντο τοῦ Καναδᾶ. Ἐγνώριζε τοῦτο ὁ Γέροντας. Γι’ αὐτό σέ λίγο ἀνοίγει ἡ πόρτα τοῦ θαλάμου καί μέ κάλεσαν νά εἰσέλθω. Ὁ Γέροντας προσπάθησε νά ἀνασηκωθῇ γιά νά ἀσπασθῇ τό χέρι τοῦ ἱερέως. Πάντοτε ἐσέβετο τήν ἱερωσύνη.
«Γέροντα, τοῦ λέγω, ἐκεῖ στόν Καναδᾶ ἔδωσα τό βιβλίο «Ὁ Χατζηγιώργης» σέ ἕναν δημοσιογράφο, καί τό ἐδιάβαζε στό ἑλληνικό ραδιόφωνο σέ περικοπές κάθε βράδυ. Στό τέλος εἶπε : «Αὐτό τό βιβλίο τό ἔγραψε ὁ π. Παΐσιος, ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος πού ζῇ στό Ἅγιον Ὄρος». Καί ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Πράγματι, ὁ Χατζηγιώργης ἦταν ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος». Καί συνέχισα : «Ἐκοιμήθη καί ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Εἶναι μερικοι ἄνθρωποι πού φεύγουν ὥριμοι πνευματικά». Καί ὁ Γέροντας ἀπάντησε : «Εἶχα ἕναν πόνο στήν κοιλιά ἀπό καιρό καί, ὅταν ὡρίμασε ἀποφάσισα νά κάνω τήν ἐγχείριση».
Ἐπίλογος
Ὅσα ἀνέφερα ἀπό τήν Γνωριμία μου μέ τόν Γέροντα Παΐσιον τόν Ἁγιορείτη ἀποτελεῖ μικρόν μέρος ἀπό ὅσα διεσώθησαν στήν μνήμη μου καί τίς σημειώσεις μου, σέ σχέση μέ ὅσα πολλαπλάσια ἄκουσα καί εἶδα (κάθε τόσο ὅλο καί κάτι ἐπανέρχεται στόν νοῦ μου) ἀπό τήν πολυετῆ ἐπικοινωνία μου μέ τήν ὁσιότητά του.
Βαθειά συγκίνηση καί σεβασμό αἰσθανόμουν κάθε φορά πού ἐπλησίαζα τόν Γέροντα. Εἶχα τήν πεποίθηση ὅτι εἶχα ἐνώπιόν μου ἕναν γνήσιο καί ὑποδειγματικό ἀσκητή, μέ καθαρή σκέψη καί ἔκτακτα διανοητικά χαρίσματα, μακράν τῆς θύραθεν παιδείας, μέ ἀκράδαντη πίστη στόν Θεό, μέ βαθειά ταπείνωση, μέ οἰκτίρμονα καρδία πρός κάθε ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα τούς πτωχούς καί ἀνήμπορους, ἀπόλυτα ἀκτήμονα, αὐστηρό νηστευτή, διορατικό, ἐλεήμονα, ἀπλανῆ διδάσκαλον, μέ ἀπέραντο σεβασμό πρός τήν Ὀρθόδοξη Πίστη καί Παράδοση καί Πατερική Διδασκαλία, καί μέ καθαρή ἀφοσίωση πρός τήν Ἁγιωτάτη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Εὐγνωμονῶ τόν Κύριο, διότι μέ ἀξίωσε νά συναντήσω στήν ζωή μου καί τόν Γέροντα Παΐσιον τόν Ἁγιορείτη.
Ἄς ἔχωμε τήν εὐχή του.
____________________
[1] Ἰω. 7, 24.
[2] Λαϊκό ἑβδομαδιαῖο περιοδικό τῆς δεκαετίας τοῦ ’50, ’60.
[3] Ἰω. 14, 2.
[4] Βλ. Ματθ. 10, 37
[5] Βλ. Τό Μέγα Γεροντικόν τ. Α΄ κεφ. Β΄ 34 : Ὁ ἀββᾶς Μωϋσῆς εἶπε στόν ἀββᾶ Μακάριο στήν Σκήτη : «Θέλω νά ζήσω τή ζωή τῆς ἡσυχίας, ὅμως δέν μέ ἀφήνουν οἱ ἀδελφοί». Τοῦ λέει ὁ ἀββᾶς Μακάριος : «Βλέπω ὅτι ἀπό χαρακτήρα εἶσαι λεπτός ( Θεωρῶ ὅτι ἡ φύσις σου ἁπαλή ἐστι) καί δέν μπορεῖς νά ἀποφύγῃς τόν ἀδελφό. Ἄν ὅμως θέλῃς τήν ζωή τῆς ἡσυχίας, πήγαινε στήν ἔρημο ...καί ἐκεῖ θά ζήσῃς τήν ζωή τῆς ἡσυχίας». Τό ἔκανε αὐτό καί βρῆκε ἀνάπαυση.
Όρθρος/Εστία Πατερικών Μελετών
Διαβάστε και Επισκόπου Ανδίδων Χριστοφόρου, Η γνωριμία μου με τον Γέροντα Παΐσιον τον Αγιορείτη (Α΄)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου