21/8/13

Ιερομόναχος Λουκάς Γρηγοριάτης, Ο σύγχρονος διάλογος Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονιων υπό το φως της παραδόσεως της Εκκλησίας

Ο σύγχρονος διάλογος Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονιων υπό το φως της παραδόσεως της Εκκλησίας
Ιερομονάχου Λουκά Γρηγοριάτου
Ή Δ' Οικουμενική Σύνοδος αποτελεί ορόσημο στην ιστορία και την θεολογία της Εκκλησίας. Ή συμβολή της στην διατύπωσι της Ορθοδόξου Χριστολογίας υπήρξε καθοριστική. Χάρις σ' αυτή την διατύπωσι, που ολοκληρώθηκε με την ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο, διασφαλίζεται το αληθινά θεανθρώπινο στην Εκκλησία1. Είναι οδυνηρό που ολόκληροι λαοί στην Μέση Ανατολή, οι λεγόμενοι Αντιχαλκηδόνιοι, συνεχίζουν να την αρνούνται.
Στην διάρκεια δεκαπέντε αιώνων έγιναν προσπάθειες για την αποκατάστασι της ενότητας. Άλλοτε υπό ορθόδοξες προϋποθέσεις2 και άλλοτε με συμβιβασμούς στην Πίστι3.
Στην εποχή μας δόθηκε ή δυνατότης για νέο διάλογο. Αναντιρρήτως υπήρξε εκ μέρους (ορισμένων Αντιχαλκηδονίων υγιής πρόθεσις προσεγγίσεως και ειλικρινούς διαλόγου.
Προφανώς και ή Ορθόδοξος Εκκλησία, συνεπής στην αποστολικότητά της, δεν ήτο δυνατόν να αρνηθή τον διάλογο, ό οποίος άρχισε με πρωτοφανή αισιοδοξία. Ή δυσχερής θέσις των χριστιανικών αυτών λαών εν τω μέσω της μουσουλμανικής πλημμυρίδος και ή ημετέρα φυσική συμπάθεια προς τους πονεμένους αυτούς ανθρώπους4 υπήρξε ισχυρό κίνητρο επισπεύσεως των διαδικασιών. Όμως το κλίμα ευφορίας επέτειναν και αρνητικοί από Ορθοδόξου απόψεως παράγοντες, όπως ή οικουμενιστική προοπτική του 20οϋ αιώνος5 και ή άμβλυνσις γενικώς των θεολογικών κριτηρίων6. Διερευνών τους λόγους της πρώτης αυτής ευφορίας ό μετριοπαθής στις κρίσεις του Σεβ. Μητροπολίτης Εφέσου Χρυσόστομος σημειώνει: «Ίσως διότι δεν ήτο δυνατόν να είχον συνειδητοποιηθή εκ πρώτης αρχής αϊ ιστορικοθεολογικαί δυσκολίαι δια μίαν τοιαύτην ποθητήν ένωσιν»7.
Ό ανεπίσημος Διάλογος (1964-1971) ωδήγησε σε συμφωνίες θεολογικώς απαράδεκτες.
-           Βεβαιώθηκε ή πλήρης και βαθεία συμφωνία επί της ουσίας του Χριστολογικού δόγματος8.
-           Ό Όρος της Δ' Οικουμενικής Συνόδου αποσιωπήθηκε και άντ' αυτού προτάθηκε ή σύνταξις νέας διατυπώσεως (formula) της κοινής υποτίθεται πίστεως.
-           Ή συναρίθμησις των μετέπειτα τεσσάρων Οικουμενικών Συνόδων Ε΄ έως Ζ' παρεκάμφθη με θεολογικές σοφιστείες (διάκρισις "προθέσεως" και "ορολογίας" της Συνόδου).
-           Και, τέλος, ή άρσις των αναθεμάτων θεωρήθηκε δυνατή εφ' όσον ή πίστις είναι δήθεν κοινή και εφ' όσον δεν υποχρεούνται οι Εκκλησίες να αποδεχθούν ως αγίους τους πρώην αιρεσιάρχας και αναθεματισμένους.
Δεν θα σχολιάσω τις συμφωνίες αυτές9, διότι όλες έχουν επαναληφθή από τον επίσημο Διάλογο10 που ακολούθησε και θα σχολιασθούν κατωτέρω, θα παρατηρήσω μόνο ότι υπήρξαν καρπός δογματικού συμβιβασμού και θα εκφράσω την απορία μου γι' αυτό, δεδομένου ότι οι θεολόγοι που τίς αποδέχθηκαν ήσαν οι επισημότεροι και πλέον διακεκριμένοι Ορθόδοξοι θεολόγοι11.
Ό επίσημος Διάλογος (1985-1990) άρχισε μετά από απόφασι της Ε' Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1968), ή οποία συνέστησε την Διορθόδοξο Επιτροπή του. Τα συμπεράσματα του δημοσιεύθηκαν το 1989 και το 1990 με την μορφή των Α' και Β' Κοινών Δηλώσεων. Το 1993 οι συμπρόεδροι της Δ' Συνελεύσεως της Μικτής Επιτροπής δημοσίευσαν το Ανακοινωθέν με τις προτάσεις που απορρέουν από τις Κοινές Δηλώσεις.
Οι δύο Κοινές Δηλώσεις και οι εξ αυτών προτάσεις μπορούν να συνοψισθούν ως έξης:
α) Οι Ορθόδοξοι και οι Αντιχαλκηδόνιοι διετήρησαν ανέκαθεν την ιδία αποστολική Πίστι και Παράδοσι, παρότι χρησιμοποίησαν διαφορετική ορολογία στην διατύπωσι αυτής της Πίστεως12.
β) Οι αρχηγέται των Αντιχαλκηδονίων δεν είχαν αιρετικό φρόνημα. Καταδικάσθηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους, επειδή απλώς έσχισαν την Εκκλησία13.
γ) Βάσει των ανωτέρω παραδοχών είναι δυνατή ή άρσις των εναντίον των αναθεμάτων14. Αυτή οφείλει να σημάνη την άμεση αποκατάστασι της εκκλησιαστικής ενότητας, πού θα επιβεβαιωθή με κοινά συλλείτουργα15.
ε) Ή συναρίθμησις των Οικουμενικών Συνόδων θα αποτελέση αντικείμενο συζητήσεων εν ευθέτω χρόνω μετά την αποκατάστασι της εκκλησιαστικής ενότητος16.
στ) Ό λαός θα ενημερωθή και θα πεισθή για την επελθούσα συμφωνία με κατάλληλες εκδόσεις. Τα λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας θα καθαρθούν από εκφράσεις πού ακούγονται προσβλητικές για τους Αντιχαλκηδονίους17.
Οι προτάσεις αυτές σήκωσαν θύελλα αντιδράσεων. Δεν επρόκειτο για φανατικές ιδεοληψίες θρησκευτικών ομάδων πού αποσκοπούσαν να δημιουργήσουν προβληματισμό για θέματα πού ήδη είχαν απαντηθή στις Κοινές Δηλώσεις18. Ήταν ή συνείδησις της Εκκλησίας πού δεν αποδέχθηκε τα πορίσματα αυτά ως Ορθόδοξα. Μνημονεύω την απόφασι του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων (1992)19, την Εισήγησι της επί των Νομοκανονικών και Δογματικών θεμάτων Συνοδικής Επιτροπής της Εκκλησίας της Ελλάδος (1994)20, την Εισήγησι της επί των Δογματικών Επιτροπής της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους (1994)21, το Υπόμνημα της Ιεράς Κοινότητος (1995)22 και τις Παρατηρήσεις της επί της απαντήσεως του Σεβ. Μητροπολίτου Ελβετίας στο εν λόγω Υπόμνημα (1996)23, τα δημοσιεύματα καθηγητών των θεολογικών Σχολών24, των Θεολόγων της Αδελφότητας "Ό Σωτήρ"25 με πρώτο τον μακαρίτη καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα πού ήσκησε πρώιμη και επιτυχημένη κριτική στην θεολογική συμφωνία του Αarhus26, τα δημοσιεύματα Σεβ. Ιεραρχών, Ιερών Μονών, Αδελφοτήτων και Συλλόγων27. Προσφάτως δημοσιεύθηκε περισπούδαστος μελέτη περί του Διαλόγου από τον καθηγητή Jean-Claude Larchet στην γαλλική γλώσσα και οσονούπω δημοσιεύεται ή ελληνική μετάφρασίς της στο περιοδικό Θεολογία28.
Είναι παρήγορο το γεγονός ότι τα πορίσματα του Διαλόγου δεν έχουν εγκριθή συνοδικώς από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, με εξαίρεσι την Εκκλησία της Ρουμανίας. Παρά ταύτα τα προβλήματα από την θεολογική συμφωνία στον εν λόγω Διάλογο δεν λείπουν. Στην πράξι συχνά θεωρούνται ένα δεδομένο και γίνονται πηγή αντικανονικών αποφάσεων και ενεργειών. Αναφέρω τις δυο σημαντικώτερες:
α) Το 1991 το Πατριαρχείο Αντιοχείας εξέδωκε συνοδική εγκύκλιο29, με την οποία μεταξύ άλλων επιτρέπει την από κοινού τέλεσι λειτουργικών πράξεων από Ορθοδόξους και Συροϊακωβίτας επισκόπους και κληρικούς, την τέλεσι των Μυστηρίων του Βαπτίσματος, του Χρίσματος και της θείας Ευχαριστίας από ιερέα της μιας Εκκλησίας στα μέλη αμφοτέρων των Εκκλησιών, την παρουσία κληρικού της μιας Εκκλησίας στην χειροτονία κληρικού της άλλης, απαγορεύει την εφαρμογή κάποιου εισαγωγικού Μυστηρίου σε μέλη της μιας Εκκλησίας που επιθυμούν να προσέλθουν στην άλλη και συνιστά κοινή θεολογική εκπαίδευσι στους σπουδαστάς αμφοτέρων των Εκκλησιών.
β) Τον παρελθόντα Μάϊο το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας υπέγραψε με την Κοπτική Εκκλησία συμφωνία περί των μικτών γάμων30, κατά την οποία αναγνωρίζεται έγκυρο το Μυστήριο του Γάμου «όταν αυτό έχει τελεσθεί στη μία από τις δύο Εκκλησίες... Αυτομάτως τότε αναγνωρίζεται και από την άλλη». Ή κοινή αυτή συμφωνία «εγκρίθηκε από τις Ιερές Συνόδους των δυο Εκκλησιών και επιτεύχθηκε υστέρα από διμερείς συνομιλίες και σε συνέχεια του διαλόγου πού έχει ξεκινήσει μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών και των παραδοσιακών Ανατολικών Εκκλησιών. Ή εξέλιξη αυτή έρχεται να προστεθεί στις συμφωνίες πού υπογράφηκαν στην Αίγυπτο το 1989 και στη Γενεύη το 1990».
Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ό Διάλογος με τους Αντιχαλκηδονίους έγινε κατ' απόφασιν Πανορθοδόξων και Προσυνοδικών Διασκέψεων και τα πορίσματα του προορίζονται για τον σχετικό φάκελλο που θα προωθηθή προς την Μέλλουσα Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας31. Μπορεί κανείς να υπόθεση τον κίνδυνο για την ενότητα της Εκκλησίας, εάν ανορθόδοξες προτάσεις, όπως τα πορίσματα του εν λόγω Διαλόγου, υιοθετηθούν από την μέλλουσα Σύνοδο.
Για τους λόγους αυτούς θεωρούμε ότι δεν αρκεί οι κατά τόπους Αγιώτατες Ορθόδοξες Εκκλησίες να αναβάλουν την επ' αυτών συνοδική κρίσι και απόφανσί τους.
Τα πορίσματα του Διαλόγου είναι ανορθόδοξα και επομένως αναθεωρητέα. Αυτό σκοπεύουμε να δείξουμε κατωτέρω με κάθε δυνατή συντομία.
Α'
ΟΙ ΑΝΤΙΧΑΛΚΗΔΟΝΙΟΙ ΑΙΡΕΣΙΑΡΧΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΗΚΑΝ
ΩΣ ΚΑΤΑ ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑΝ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ
Ή 9η παράγραφος της Β' Κοινής Δηλώσεως ομιλεί με ικανοποίησι για ταυτότητα πίστεως μεταξύ Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων32.
Ή ταυτότης πίστεως στηρίχθηκε στον έξης απλοϊκό αλλά απόλυτα εσφαλμένο συλλογισμό: Έφ' όσον οι Αντιχαλκηδόνιοι αποδεικνύουν ότι δεν είναι ευτυχιανισταί και οι Ορθόδοξοι αποδεικνύουν ότι δεν είναι νεστοριανοί, προφανώς άπαντες είναι Ορθόδοξοι.
Πρόκειται περί πλάνης. Οι ηγέται του αντιχαλκηδονίου κινήματος τον 5ον και 6ον αιώνα δεν ήσαν ευτυχιανισταί, ήσαν όμως σεβηριανοί. Δεν ήσαν ακραίοι μονοφυσίται, αλλά πάντως ήσαν μονοφυσίται.
Πρώτος ό Διόσκορος Αλεξανδρείας. Αρνήθηκε τον Όρο της εν Χαλκηδόνι Συνόδου και έγινε ό γεννήτωρ όλων των μονοφυσιτικών παραφυάδων. Εθεώρησε την Σύνοδο ως συνέλευσι νεστοριανών και τον Όρο της νεστοριανική ομολογία πίστεως. Την απέρριψε με κριτήρια δογματικά. Διαρκούσης της πρώτης συνεδρίας της Συνόδου, ό Διόσκορος δεν απελογείτο τόσο για τα κανονικά του παραπτώματα κατά την Ληστρική, όσο για την δήθεν ορθοδοξία του33. Και το κατηγορητήριο του Ευσεβίου Δορυλαίου περιελάμβανε πλην των κανονικών αιτιάσεων και καταγγελία για δογματικό ζήτημα34.
Το ερώτημα τίθεται σήμερα ως έξης: Ποια Χριστολογία ωδήγησε τον Διόσκορο και τους λοιπούς αρνητάς της Συνόδου να την θεωρήσουν νεστοριανή;
Απαντούμε: Ό Διόσκορος ηρνείτο τις Διαλλαγές του 433. Γι' αυτό η Χριστολογία του δεν ήταν ή Χριστολογία του αγίου Κυρίλλου. Ήταν ή Χριστολογία των ακραίων οπαδών του Κυρίλλου που κατόπιν απετέλεσαν τους μονοφυσίτας.
Ό άγιος Κύριλλος επρέσβευε πάντοτε δυο φύσεις ηνωμένες εν τη μια υποστάσει του Χριστού. Προ της εμφανίσεως της νεστοριανής αιρέσεως35, κατά την διάρκεια του αντινεστοριανικού του αγώνος36 και μετά από αυτόν37. Στην Έφεσο, χωρίς να αρνήται την φυσική ετερότητα εν Χριστώ, προβάλλει την διατύπωσι Μία Φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη, για να τονίση την υποστατική ταυτότητα ως κριτήριον Ορθοδοξίας έναντι του νεστοριανισμού38. Με την Έκθεσι των Διαλλαγών, χωρίς να αρνήται την υποστατική ταυτότητα, τονίζει την φυσική ετερότητα, για να οικονομήση τους σκανδαλισθέντας αντιοχειανούς και την ενότητα της Εκκλησίας: ομολογεί τις δυο φύσεις του Χριστού και το εν πρόσωπον39.
Ή Έκθεσις των Διαλλαγών λειτούργησε εις το έξης ως κριτήριο Ορθοδοξίας έναντι του μονοφυσιτισμού. Με αυτήν διεφώνησαν οι ακραίοι αλεξανδρινοί, αυτοί που πραγματικά είχαν απολιναριστικές αντιλήψεις και στεγάζονταν λεληθότως κάτω από την αντινεστοριανική ομπρέλλα του αγίου Κυρίλλου. Θεώρησαν ότι ό άγιος Κύριλλος, ομολογώντας δια των Διαλλαγών δυο φύσεις, εγκατέλειψε την Ορθοδοξία πού διεκήρυξε στην Έφεσο. Στην γραμμή αύτη ευρίσκονται ό Διόσκορος, ό Τιμόθεος Αίλουρος, ό Σεβήρος40.
Τις Διαλλαγές αποδέχθηκε ό άγιος Πρόκλος Κων/λεως41. Τις ακολούθησε με συνέπεια ό διάδοχος του άγιος Φλαβιανός και τις χρησιμοποίησε ως κριτήριο Ορθοδοξίας έναντι του Ευτυχούς κατά την Ενδημούσα Σύνοδο του 448. Ό Ευτυχής ηρνείτο τις Διαλλαγές.
Κατά την Ληστρική Σύνοδο του 449 ό Διόσκορος παρεθεώρησε και τυπικά τις Διαλλαγές και γι' αυτό καθήρεσε τον άγιο Φλαβιανό και αποκατέστησε τον Ευτυχή.
Οι υποστηρικταί της δήθεν ορθοδοξίας του Διοσκόρου προβάλλουν συνήθως το επιχείρημα ότι ό Διόσκορος νομίμως αποκατέστησε τον Ευτυχή, βάσει Ορθοδόξου ομολογίας42. Αυτό είναι λάθος. Ή ομολογία του Ευτυχούς αγνοεί τις Διαλλαγές, οι όποιες αποτελούν δογματικόν όρον της Γ Οικουμενικής Συνόδου. Υποστηρίζουν ακόμη ότι ό Διόσκορος και ό Ευτυχής δικαίως αρνούνται τις Διαλλαγές, έφ' όσον έτσι ορίζει ό ζ' κανών της εν Εφέσω: «ετέραν πίστιν μηδενί εξείναι προφέρειν ή γούν συγγράφειν ή συντιθέναι παρά την ορισθείσαν παρά των αγίων πατέρων των εν τη Νικαέων συναχθέντων εν αγίω πνεύματι»43. Το επιχείρημα δεν ευσταθεί. Ό άγιος Κύριλλος, ό οποίος και εθέσπισε τον εν λόγω κανόνα, δύο χρόνια αργότερα συνέταξε τίς Διαλλαγές χωρίς να αισθάνεται ότι προσκρούει σ' αυτόν: «ουκ εν προσθήκης μέρει, άλλ' εν πληροφορίας είδει... ουδέν το σύνολον προστιθέντες τη των αγίων πατέρων των εν Νίκαια εκτεθείση πίστει»44. Διευκρίνησε, δεν άλλαξε το δόγμα- ούτε συνέταξε Σύμβολο.
Ή Δ' Οικουμενική Σύνοδος ακολούθησε την Χριστολογία του αγίου Κυρίλλου στο σύνολο της. Εκδικάζοντας κατά την πρώτη συνεδρία την υπόθεσι του Διοσκόρου και του Ευτυχούς, ή Σύνοδος προέβαλε τις Διαλλαγές ως ισότιμο κριτήριο Ορθοδοξίας με τις Α' και Β' προς Νεστόριον επιστολές45. Με τις Διαλλαγές ευθυγραμμίσθηκαν ευθύς αμέσως οι πρώην συνεργάται του Διοσκόρου στην Ληστρική, ό Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων, ό Θαλάσσιος Καισαρείας, ό Ευσέβιος Άγκυρας κ.ά., οι όποιοι εγκατέλειψαν με έμφασι τον Διόσκορο στο δεξιό μέρος της Συνόδου και συντάχθηκαν με τους Ορθοδόξους στο αριστερό της μέρος46. Με τις Διαλλαγές ευθυγραμμίσθηκε μετά από κάποιες περιστροφές ό Ευστάθιος Βηρυτού, ό οποίος για τον λόγο αυτό ωμολόγησε ότι έσφαλε στην καταδίκη του Φλαβιανού47.
Μόνος ό Διόσκορος επέμεινε ότι ό Φλαβιανός δικαίως κατεκρίθη στην Ληστρική. Ακριβώς, επειδή δεν μπόρεσε να δεχθή τις Διαλλαγές48. Έχοντας μονοφυσιτική αντίληψι περί των φύσεων του Χριστού, εξελάμβανε την διαφορά των φύσεων ως διαίρεσι.
Άν και είναι σαφές ότι η αποδοχή ή η άρνησις της πίστεως των Διαλλαγών είναι δογματικό ζήτημα και όχι νομοκανονικό, οι υποστηρικταί της δήθεν ορθοδοξίας του Διοσκόρου επικαλούνται την ρήσι του Ανατολίου Κων/λεως, ότι «δια πίστιν ου καθηρέθη Διόσκορος, άλλ' επειδή ακοινωνησίαν εποίησε τω κυρίω Λέοντι τω αρχιεπισκόπω και τρίτον εκλήθη και ουκ ήλθε»49.
Όσον άφορα το επιχείρημα αυτό οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι ή γνώμη του Ανατολίου είναι τυπικά μόνον ορθή. Ό Διόσκορος καθηρέθη για τα κανονικά μόνο παραπτώματα, για τα όποια τον είχε εγκαλέσει ό Ευσέβιος Δορυλαίου50. Δεν δικάσθηκε για τα αιρετικά του φρονήματα, επειδή ό ίδιος επιμελώς και πονήρως απέφυγε να προσέλθη για να μη δικασθή51. Ή Σύνοδος συνεπώς δεν είχε τότε το κανονικό δικαίωμα να τον καταδικάση και γι' αυτό52. Εάν ό Διόσκορος είχε προσέλθει να απολογηθή και για τις δογματικές του απόψεις, οι όποιες είχαν ήδη γίνει αντιληπτές από την πρώτη συνεδρία, ή Σύνοδος θα τον είχε καταδικάσει και επί αιρέσει53. Τον ανεθεμάτισε όμως αργότερα, στην ζ" πράξι της, αφού ήδη είχε καθορισθή ή ορθόδοξος πίστις και ό Διόσκορος απεδεικνύετο αντιθέτου φρονήματος54. Έκτοτε οι μετέπειτα Οικουμενικές Σύνοδοι τον ανεθεμάτισαν για το μονοφυσιτικό του φρόνημα, έφ' όσον αρνήθηκε τον δογματικό Όρο της Συνόδου.
Την γραμμή του Διοσκόρου ακολούθησαν ό Τιμόθεος Αίλουρος, ό Πέτρος ό Κναφεύς, ό Θεοδόσιος Αλεξανδρείας, ό Σεβήρος Αντιοχείας, ό Ιάκωβος ό Βαραδαίος, για να αρκεσθούμε στους εξάρχους της σεβηριανής μόνο παρατάξεως.
Οι αιρεσιάρχαι αυτοί καταδικάσθηκαν από την Εκκλησία για το αιρετικό τους φρόνημα και όχι γιατί απλώς έσχισαν την Εκκλησία και δημιούργησαν χωριστές εκκλησιαστικές κοινότητες, όπως υποστηρίχθηκε από τους θιασώτας της δήθεν ορθοδοξίας των.
Ό Τιμόθεος Αίλουρος υπεστήριζε ότι Φύσις Χριστού μόνη η θεατής, ει και σεσάρκωται. Όπως, λέγει, ή σταγόνα του όξους διαλύεται σε πέλαγος ύδατος και θεωρητικώς μεν λέγεται ότι υπάρχει, πρακτικώς όμως δεν αναγνωρίζεται με τις φυσικές της ιδιότητες, καθ' όμοιο τρόπο ή ανθρωπινή φύσις του Χριστού μέσα στο πέλαγος της θεότητος έχει εκθεωθή και πλέον δεν αναγνωρίζεται με τις φυσικές της ιδιότητες. Ό άγιος Αναστάσιος ό Σιναϊτης αναλύει διεξοδικώς και αποδεικνύει μονοφυσιτικό το φρόνημα αυτό55.
Ό Σεβήρος Αντιοχείας επεξεργάσθηκε την μονοφυσιτική Χριστολογία σε πλήρες θεολογικό σύστημα. Όσοι υποστηρίζουν την ορθοδοξία του, θεωρούν ότι ακολουθεί την Χριστολογία του αγίου Κυρίλλου. Αυτό είναι λάθος. Ό Σεβήρος χρησιμοποίησε την ορολογία της Χριστολογίας του Κυρίλλου, αλλά διαφοροποιήθηκε στο περιεχόμενο της. Αυτό φαίνεται στα εξής σημεία:
α) Ό Σεβήρος ταυτίζει τους όρους φύσις και υπόστασις κατά το περιεχόμενο τους56. Αυτό, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, αποτελεί την αιτία της πλάνης των μονοφυσιτών57. Ό άγιος Κύριλλος δεν εταύτιζε τους όρους. Αναφερόμενος στο υποστατικώς εν εν Χριστώ, εχρησιμοποίησε ενίοτε καταχρηστικώς τον όρο φύσις αντί της υποστάσεως, διότι το φύσις ως καθολικώτερον μπορεί να χρησιμοποιηθή αντί του μερικωτέρου, ήτοι της υποστάσεως58. Ή Παράδοσις των Πατέρων επιτρέπει τυχόν χρήσι άλλου ονόματος επί της αυτής εννοίας, ουδέποτε όμως ταυτίζει διαφορετικές έννοιες59.
β) Ό Σεβήρος δεν δέχεται δυο πραγματικές φύσεις εν Χριστώ, αλλά δυο μόνη τη θεωρία60. Ή διάνοια, λέγει, μπορεί να διακρίνη αφαιρετικά δυο φύσεις, αλλά στην πραγματικότητα ό Χριστός έχει μία φύσι.
Ό άγιος Κύριλλος όμως χρησιμοποίησε τον όρο τη Θεωρία, μόνη, όχι για να αρνηθή την ύπαρξι των δυο φύσεων στον Χριστό, αλλά για να τονίση την ενότητα τους στην μία υπόστασί' για να απαγόρευση δηλαδή την διαίρεσί τους και την θεώρησί τους εν Χριστώ ως χωριστών υποστάσεων. Αυτό το κυρίλλειο νόημα έχει και ή διατύπωσις της Ε' Οικουμενικής Συνόδου61.
γ) Ό Σεβήρος την μία φύσι της μονοφυσιτικής του Χριστολογίας ονομάζει σύνθετον φύσιν, ή οποία σημαίνει ότι οι δυο φύσεις ενώνονται σε μία θεανθρωπίνη φύσι που έχει τις ιδιότητες αμφοτέρων των φύσεων (σύγχυσις), οι φύσεις διακρίνονται μόνη τη θεωρία (μονοφυσιτισμός) και υπάρχει μία θεανδρική ενέργεια, αρμοδία προς την συνθέτη θεανθρωπίνη φύσι (μονοενεργητισμός).
Ή έννοια της συνθέτου φύσεως δέχθηκε σκληρή κριτική και ανασκευάσθηκε διεξοδικά από τους αγίους Πατέρας Μάξιμο τον Ομολογητή και Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ώστε δεν μένουν περιθώρια να θεώρηση κανείς ορθόδοξη την έννοια αυτή και συνεπώς τον Σεβήρο ορθόδοξο. Ό πρώτος έγραψε τα περίφημα θεολογικά και πολεμικά του κεφάλαια και τις δογματικές του επιστολές62 και ό δεύτερος συνέγραψε τις θεολογικές του πραγματείες κατά Ιακωβιτών και Περί συνθέτου φύσεως κατά Ακέφαλων63.
Ή αντιρρητική αυτή γραμματεία των αγίων Πατέρων έχει πλήρως δογματικό περιεχόμενο και είναι να άπορη κανείς πώς οι υποστηρικταί της δήθεν ορθοδοξίας του Διοσκόρου και των διαδόχων του αιρεσιαρχών την αποσιωπούν προκειμένου να θεωρήσουν την συνοδική τους καταδίκη κανονικής μόνο φύσεως.
Το ότι οι Σεβηριανοί κατεδίκασαν τον ευτυχιανισμό δεν σημαίνει αποδοχή της Ορθοδόξου Χριστολογίας. Ή διαμάχη μεταξύ του Σεργίου του Γραμματικού (ευτυχιανιστού) ή του Ιουλιανού Αλικαρνασσέως (αφθαρτοδοκήτου) και του Σεβήρου δεν βεβαιώνει την Ορθοδοξία του Σεβήρου64. Απλώς αποκαλύπτει την άρνησι των ακραίων και απροκάλυπτων ευτυχιανικών απόψεων.
Ό μονοφυσιτισμός του Σεβήρου είναι δυσδιάκριτος και γι' αυτό πιο επικίνδυνος. Λεκτικώς υποστηρίζει το τέλειον εν ανθρωπότητι, αλλά ουσιαστικώς στερεί από την ανθρωπινή φύσι την δυνατότητα να είναι ενεργητική των φυσικών της ιδιοτήτων, όπως και ή θεότης είναι ενεργητική των ιδικών της φυσικών ιδιοτήτων65.
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι συνιστά την απάρνησι της πιο ουσιαστικής πτυχής της Ορθοδόξου Χριστολογίας. Την δυνατότητα δηλαδή της ανθρωπινής φύσεως του Χριστού να κινείται φυσικώς, αυτεξουσίως, ώστε ή σωτηρία να επιτελεσθή επειδή το θέλησε ό Χριστός ως άνθρωπος66. Ό Χριστός θέλει και ενεργεί ως αληθής άνθρωπος, επειδή ή ανθρωπινή Του φύσις είναι φύσει θελητική και ενεργητική, και όχι γιατί αυτή κινείται νεύματι του Λόγου, ως απλούν όργανον της θεότητος. Ή σωτηριολογική σημασία του γεγονότος αυτού είναι τεραστία67.
Οι Σεβηριανοί ουδέποτε μπόρεσαν να δεχθούν δύο θελήσεις και δυο ενέργειες ηνωμένες εν Χριστώ καθώς και την ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο που διετύπωσε αριστοτεχνικά την σχέσι και την ισορροπία τους68. Δεν μπόρεσαν να δεχθούν ότι ό Χριστός είναι όλος Θεός μετά της ανθρωπότητας δια την θεότητα και όλος άνθρωπος ό αυτός μετά της θεότητος δια την ανθρωπότητα69. Θα τους είναι αδύνατον, εφ' όσον επιμένουν να ορίζουν τον Χριστό ως σύνθετο φύσι70. Ό Χριστός είναι αληθής άνθρωπος, επειδή ή αΐδιος Υπόστασις του Θεού Λόγου έγινε και υπόστασις της προσληφθείσης ανθρωπότητας. Ό Σεβήρος αρνείται το ενυπόστατον της ανθρωπινής φύσεως71. Ή ανθρωπινή φύσις είναι ενυπόστατος, όπως και ή θεία φύσις, με μόνη την διαφορά ότι ή θεία "αναιτίως", ενώ ή ανθρωπινή "δι' αιτίαν"(διά φιλανθρωπίαν). Για τους ανωτέρω λόγους ή συνείδησις της Εκκλησίας έχει καταδικάσει τους αιρεσιάρχας Διόσκορο και Σεβήρο ως αιρετικούς στο φρόνημα. Ό άγιος Αναστάσιος ό Σιναΐτης παρατηρεί ότι ή Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος κατέκρινε Σεβήρον και το φρόνημα αύτοΰ73. Ό άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων στην συνοδική του επιστολή αναθεματίζει τον Σεβήρο ως τον μεγαλύτερο μεταξύ των αιρετικών74. Οι άγιες Οικουμενικές Σύνοδοι Ε', ΣΤ' και Ζ' τους αναθεματίζουν75. Το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας επαναλαμβάνει τα αναθέματα των Συνόδων71. Σύνολη ή μεταγενέστερα θεολογική Παράδοσις συμφωνεί μέχρι κεραίας77. Ή Υμνολογία της Εκκλησίας διατηρεί ζώσα την δογματική αυτή συνείδησι. Υπενθυμίζω την Ακολουθία των αγίων Πατέρων τη Δ' Οικουμενικής Συνόδου (Κυριακή μεταξύ 13ης και 19ης Ιουλίου).
Β' ΟΙ ΑΝΤΙΧΑΛΚΗΔΟΝΙΟΙ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ
Οι ενωτικές συζητήσεις στους αιώνες πού ακολούθησαν είχαν δογματικό περιεχόμενο. Γι' αυτό στις μεταγενέστερες ομολογίες πίστεως των Αντιχαλκηδονίων συναντά κανείς την σεβηριανή ή, ενίοτε στού( Αρμενίους, μία περισσότερο ευτυχιανική Χριστολογία. Συνήθως οι Ορθόδοξοι θεολόγοι είχαν να αντιμετωπίσουν αντιχαλκηδονίους θεολόγους πού αποδέχονταν μία φύσι σύνθετη εκ δύο φύσεων (διακρινομένων τη θεωρία μόνη) και τον σεβηριανό μονοενεργητισμό78.
Στο Χρονικό του αντιχαλκηδονίου πατριάρχου Μιχαήλ του Σύρου79 υπάρχει κεφάλαιο κατά του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού με τίτλο: «Περί της αιρέσεως του άσεβους Μαξίμου»80, το όποιο περιλαμβάνει το περιεχόμενο της πραγματείας του αντιχαλκηδονίου Συμεών του Kennesrin εναντίον του Μαξίμου υπό τον τίτλο: «Περί της καταγωγής της αιρέσεως των Μαξιμιανών, ή οποία διαρκεί μέχρι σήμερα στην Εκκλησία των Χαλκηδονίων»81.
Τον 9ον αιώνα ό άγιος Φώτιος αντιμετώπισε τους Αρμενίους ως αιρετικούς. Επέτυχε την επαναγωγή πολλών εξ αυτών στην Καθολική Εκκλησία, αφού με θεολογικούς αγώνες82 τους έπεισε να αποβάλουν πρώτα το μονοφυσιτικό (συρο-Ίακωβιτικό) τους φρόνημα και να αναθεματίσουν τους αιρεσιάρχες Ευτυχή, Σεβήρο, Διόσκορο, Ιουλιανό τον Αλικαρνασσέα και την πολύσπορον αυτών διασποράν83.
Διαρκούσης της τουρκοκρατίας οι Ορθόδοξοι πατριάρχαι αντιμετωπίζουν τους Αντιχαλκηδονίους ως αιρετικούς. Ό Αλεξανδρείας Μελέτιος ό Πηγάς84 και ό Ιεροσολύμων Δοσίθεος85 αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης, ό άγιος Μακάριος Κορίνθου και ό άγιος Αθανάσιος ό Πάριος ακολουθούν την ίδια παράδοσι86.
Την επί δεκατέσσαρες αιώνες ενιαία αντίληψι των Ορθοδόξων περί των Αντιχαλκηδονίων διέκοψαν οι απόψεις που διατυπώθηκαν από τα τέλη του 19ου αιώνος και εντεύθεν. Οί Αρμένιοι και οι Κόπται φέρονται ως Ορθόδοξοι87. Είναι προφανές ότι αυτές οι απόψεις έχουν διατυπωθή, επειδή αγνοήθηκε ή μακραίων και αταλάντευτη παράδοσις των αγίων Πατέρων. Εκλεκτοί όμως φορείς της Ορθοδόξου Παραδόσεως, όπως ό άγιος Νεκτάριος και ό Γέρων Δανιήλ ό Κατουνακιώτης δεν συντάχθηκαν με την νέα γραμμή88.
Κατά το δεύτερο ήμισυ του 20οΰ αιώνος από πλευράς των Αντιχαλκηδονίων (θεολόγων και προκαθημένων) υπήρξε εντυπωσιακή προθυμία και ενίοτε ζήλος για την άποκατάστασι της ενότητας. Όμως των μεν εκκλησιαστικών ηγετών οι προσφωνήσεις χαρακτηρίζονται μάλλον από ευγένεια, αβροφροσύνη και θεολογική ρηχότητα89, των δε θεολόγων τα κείμενα, ακόμη και αυτών πού έγραψαν με διάθεσι συμβιβασμού διαρκούντος του ανεπισήμου Διαλόγου, αποκαλύπτουν την εμμονή των στις παραδοσιακές σεβηριανές τους απόψεις90. Τελείως πρόσφατα, τέλος, ό νυν Κόπτης πατριάρχης Σενούντα Γ΄ σε βιβλίο του που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1996 επιμένει στις ίδιες μονοφυσιτικές αντιλήψεις: «Συνέπεια της ένωσης των δύο φύσεων, της θείας και της ανθρώπινης, στην κοιλία της Παρθένου ήταν ό σχηματισμός μιας φύσης εκ των δύο» και «για εκείνους πού λέγουν δύο φύσεις σε ένα Πρόσωπο, αυτή ή τελευταία έκφρασις καθίσταται κενό γράμμα, εάν οι συγγραφείς της δεν δέχονται μία ενότητα εν τη φύσει»91.
Αυτές οι δογματικές απόψεις είναι πολύ φυσικό να οδηγούν και σήμερα τον πατριάρχη Σενούντα να γραφή ότι ή Σύνοδος της Χαλκηδόνος είναι νεστοριανή92 και να διαβεβαιώνη ότι δεν πρόκειται οι Αντιχαλκηδόνιοι να δεχθούν την Δ' Οικουμενική Σύνοδο93.
Γ' ΟΙ ΚΟΙΝΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Δεδομένης της αδιάκοπου και συνεπούς μέχρι σήμερα στάσεως των Αντιχαλκηδονίων στην μονοφυσιτική τους παράδοσι94, ό Θεολογικός Διάλογος ώφειλε να τους βοηθήση να κατανοήσουν την μονοφυσιτική τους Χριστολογία, ή οποία τους χωρίζει από την Εκκλησία επί 1500 χρόνια.
Οι θεολόγοι μας δεν μπόρεσαν δυστυχώς να ανταποκριθούν στην ανάγκη αυτή. Ό Διάλογος κατέληξε στις λεγόμενες Κοινές Δηλώσεις95.
Ή θεολογική κριτική που ασκήθηκε εν τω μεταξύ αποδεικνύει ότι οι Κοινές Δηλώσεις είναι καρπός δογματικών υποχωρήσεων εκ μέρους των Ορθοδόξων. Οι Αντιχαλκηδόνιοι δεν υποχώρησαν ούτε βήμα από την Χριστολογία του Σεβήρου, την οποία και διετύπωσαν με σαφήνεια στις Κοινές Δηλώσεις. Αυτό φαίνεται από τα εξής:
1.         Καταδικάζουν τον νεστοριανισμό και τον ευτυχιανισμό, αλλά δεν καταδικάζουν τον σεβηριανισμό που είναι ό μονοφυσιτισμός των συγχρόνων μας Αντιχαλκηδονίων.
2.         Αποσιωπούν την Δ' Οικουμενική Σύνοδο στο σύνολο της. Αναφέρονται στην διδασκαλία των Οικουμενικών Συνόδων Ε', ΣΤ' και Ζ', όχι ως ορθοδόξου διδασκαλίας αποδεκτής και από αυτούς τους ιδίους, αλλά ως χριστολογικής ερμηνείας των Ορθοδόξων, την οποία οι Αντιχαλκηδόνιοι δεν έχουν λόγους να την αρνηθούν στους Ορθοδόξους.
3.         Αναφέρονται στην θεία φύσι του Χριστού μετά των φυσικών της ιδιοτήτων και στην ανθρωπινή φύσι Του μετά των φυσικών της ιδιοτήτων, αλλά σταματούν στο σημείο αυτό. Έτσι αναδιατυπώνουν το εκ δυο φύσεων. Όμιλούν στην συνέχεια περί ενώσεως των φύσεων, αλλά δεν αναφέρονται στην ύπαρξι των φύσεων εν τη ενώσει: δεν αναδιατυπώνουν δηλαδή το εν δύο φύσεσι. Επιτρέπουν στους Ορθοδόξους να διατηρούν την δυοφυσιτική ορολογία, εφ' όσον δι' αυτής δεν νεστοριανίζουν, αλλά νομιμοποιούν τους Αντιχαλκηδονίους να διατηρούν την σεβηριανή ορολογία, ωσάν αυτή να είναι άμοιρος μονοφυσιτικού φρονήματος.
4.         Ομολογούν ότι ό Σαρκωθείς Λόγος είναι το υποκείμενο πάσης θελήσεως και ενεργείας εν Χριστώ (ορθώς, διότι προφυλάσσει από τον νεστοριανισμό), αλλά δεν λέγουν ταυτοχρόνως ότι οι φύσεις εν Χριστώ είναι φυσικώς ενεργητικές και θελητικές, ώστε ό Χριστός να είναι ό ενεργών καθ' εκατέραν των φύσεων μετά της θατέρου κοινωνίας96. Ή περικεκομμένη διατύπωσις εισάγει σιωπηρώς και τεχνηέντως τον σεβηριανό μονοενεργητισμό.
5.         Παραχωρούν στους Αντιχαλκηδονίους την δυνατότητα να ορίζουν το υποστατικώς εν εν τω Χριστώ ως μίαν ηνωμένην θεανθρωπίνην φύσιν97. Εισάγουν έτσι με άλλες λέξεις την σεβηριανή μία σύνθετη φύσι.
Όπως προελέχθη, ή συνείδησις της Εκκλησίας δεν απεδέχθη τις Κοινές Δηλώσεις. Ό καθηγητής Ανδρέας Παπαβασίλείου, αντιπρόσωπος της Εκκλησίας της Κύπρου στον Διάλογο απ' αρχής μέχρι τέλους και προ τριετίας παραιτηθείς, εξέδωσε πρόσφατα βιβλίο98, στο όποιο ομολογεί ότι ή προσυπογραφή των Κοινών Δηλώσεων δεν ήταν έκφρασις της Ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας των θεολόγων μας, αλλά συμμόρφωσις σε μία ήδη από τον καιρό του ανεπισήμου Διαλόγου διαμορφωθείσα κατάστασι. Διαβεβαιώνει δε ότι ό ίδιος σήμερα δεν θα προσυπέγραφε τις Κοινές Δηλώσεις99.
Υπάρχει ή άποψις ότι ό Διάλογος δεν έχει τελειώσει100 και ότι είναι δυνατόν με σύντονες προσπάθειες ή θεολογία μας να βοηθήση τους Αντιχαλκηδονίους να κατανοήσουν τον μονοφυσιτισμό τους. Δεν αντιλέγουμε σ' αυτήν την άποψι, διότι δεν πρέπει να μείνουμε στους μέχρι τούδε εσφαλμένους χειρισμούς και να αφήσουμε να χαθή μία ευκαιρία να προβληθή ορθοδόξως ή Χριστολογία της Εκκλησίας και να γίνη ενδεχομένως αποδεκτή από τους Αντιχαλκηδονίους. Εκφράζουμε όμως παραλλήλως την γνώμη ότι σαράντα χρόνια θεολογικού διαλόγου είναι αρκετά να δείξουν τις προθέσεις των συνομιλητών μας. Θα υπενθυμίσω ότι ό Μ. Βασίλειος, εξ αφορμής των συζητήσεων των συγχρόνων του Ορθοδόξων με τους Ομοιουσιανούς, οι όποιοι δεν εδέχοντο τις Ορθόδοξες προϋποθέσεις ενώσεως με την Καθολική Εκκλησία, εξέφρασε την άποψι ότι κάποτε πρέπει να διακοπούν οι περί συνδιαλλαγής συζητήσεις με αυτούς που αρνούνται να δεχθούν την πίστι της Εκκλησίας101. Δεν είναι φρόνιμο να αμβλύνεται το Ορθόδοξο αισθητήριο και κριτήριο από τις χρόνιες και άκαρπες συζητήσεις, ιδίως όταν αυτές εντάσσονται στην προοπτική του συγκρητιστικού οικουμενισμού.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ό Θεολογικός Διάλογος άρχισε με προσδοκίες, αλλά έληξε τυπικά με τις ως άνω ανορθόδοξες προτάσεις. Ή πορεία του απέδειξε ότι ή παλαιά σεβηριανή μονοφυσιτική άντίληψις δεν εξέλιπε από τους σημερινούς Αντιχαλκηδονίους, οι όποιοι συνεχίζουν να αρνούνται την τελειότητα της ανθρωπινής φύσεως, παρά την λεκτική ομολογία της.
Το γεγονός αυτό παρεκάμφθη από τους Ορθοδόξους θεολόγους και διεκηρύχθη ότι μεταξύ Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων υπήρξε ανέκαθεν, υπάρχει και σήμερα, ή Ιδία ορθόδοξος και αποστολική πίστις. Συνετάγησαν Κοινές Δηλώσεις χριστολογικής συμφωνίας επί αθετήσει παραδόσεως αιώνων, της παρακαταθήκης των αγίων Πατέρων, των αποφάσεων των αγίων Οικουμενικών Συνόδων. Συνετάγησαν όχι ως δήλωσις επιστροφής των Αντιχαλκηδονίων στην πίστι της Εκκλησίας, αλλά ως έκφρασις της υπαρχούσης δήθεν ανέκαθεν συμφωνίας στην πίστι.
Οι Κοινές Δηλώσεις δεν οικοδομούν την Εκκλησία. Διότι,
Υποσκάπτουν την μοναδικότητα και την καθολικότητα της και συνεπώς την υπόστασί της.
Προσβάλλουν την μνήμη των αγίων Πατέρων και αποτελούν βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, εφ' όσον Αυτό δεν εφανέρωσε επί 1500 χρόνια την ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων και άφησε την Εκκλησία να πλανάται!
Δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ποικίλες αντικανονικές ενέργειες στις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Αποτελούν ένα ολοκληρωμένο πακέτο θεολογικών πορισμάτων για τις εργασίες της μελλούσης Συνόδου, το όποιο μπορεί να απειλήση την ενότητα της Εκκλησίας.
Ακυρώνουν την δυνατότητα του άνθρωπου να μεταμορφωθή σε αληθινό ανθρώπινο πρόσωπο-υπόστασι (να θεωθή), διότι αλλοιώνουν την ορθή περί του Προσώπου του Χριστού δογματική συνείδησι που υπάρχει και καλλιεργείται μόνο στην Ορθόδοξο Εκκλησία.
Επιπλέον οι Κοινές Δηλώσεις καταργούν την ελπίδα επιστροφής των Αντιχαλκηδονίων λαών στην πίστι της Εκκλησίας102. Καθιστούν δυνατή μόνο την εξωτερική προσέγγισι, σαν την νεστοριανική συνάφεια, στο πνεύμα πάντοτε του συγκρητιστικού οικουμενισμού.
Ως μέλη της Εκκλησίας έχουμε ευθύνη. Οι πατέρες μας, κλήρος και λαός, εφύλαξαν την παρακαταθήκη. Όσον άφορα την ιδική μας οφειλομένη ευλαβή στάσι απέναντι στην αγία Πίστι της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, θα διαβάσω -και με αυτό θα τελειώσω- ένα συγκινητικό απόσπασμα από επιστολή του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού: «Ταύτην έμαθον εγώ την πίστιν, και εδιδάχθην εκ τε των προαποδημησάντων αγίων και μακαρίων Πατέρων ημών, και εκ των νυν περιόντων, και τους οίακας της καθολικής αγίας του Θεού Εκκλησίας πεπιστευμένων, και ορθώς προς τον λιμένα του θείου θελήματος αυτήν διακυβερνώντων μεθ' ης ταις αυτών ικεσίαις και απελεύσομαι την παρούσαν απολιμπάνων ζωήν αντί παντός αξιώματος, ταύτην τω Θεώ προσφέρων την ομολογίαν άχραντον και αμόλυντον, και πάσης αιρετικής ζάλης υψηλοτέραν»103.
Ιερομονάχου Λουκά Γρηγοριάτου
Υποσημειώσεις:
1          Ή Πίστις της Εκκλησίας δεν "κατασκευάζεται" στις Συνόδους. Έχει άπαξ παραδοθή από τους Αγίους Αποστόλους (Ίονδ. 3). Οι τιτάνιοι αγώνες των αγίων Πατέρων συνέβαλαν στην αριστοτεχνική διατύπωσί της, ώστε να είναι απαρεγχείρητος από τις αιρέσεις. Τογεγονός αυτό έχει πρωτίστως σωτηριολογική σημασία (Β΄Πέτρ. γ' 16). Διασφαλίζει όμως και την ενότητα της Εκκλησίας (Εφ. δ' 3-5). Από την άποψι αυτή είναι αδιανόητος ό ισχυρισμός ότι μπορεί να ύπαρξη Χριστολογική ορολογία διαφορετική από εκείνην της Εκκλησίας (π.χ. ή μονοφυσιτική των Αντιχαλκηδονίων), ή οποία να αναγνωρίζεται από την Εκκλησία ως Ορθόδοξος (όπως προτείνει ό σύγχρονος Διάλογος) και να μη αποτελή ταυτοχρόνως και δική της επίσημη ομολογία (ή πρότασις του Διαλόγου είναι να κράτηση μόνο ή αντιχαλκηδόνιος πλευρά την δήθεν ορθόδοξη αυτή μονοφυσιτική ορολογία).
2          Αυτές κατέληγαν είτε στην επαναγωγή των Αντιχαλκηδονίων στην Εκκλησία (όπως των δυτικών Αρμενίων επί αγίου Φωτίου) είτε στην αποχώρησί τους από τον διάλογο (όπως των σεβηριανών επί Ιουστινιανού).
3          Στις περιπτώσεις αυτές συνέβαιναν νέα σχίσματα (όπως το ακακιανόν σχίσμα λόγω του Ενωτικού του Ζήνωνος) ή ανεφύοντο νέες αιρέσεις (όπως ό μονοθελητισμός επί Ηρακλείου).
4          Ό μητροπολίτης πρώην Νευροκοπίου Γεώργιος εκπροσωπεί, νομίζουμε, μία τέτοια τάσι κατά την δεκαετία του '50.
5          Ορθόδοξοι και Αντιχαλκηδόνιοι θεολόγοι, πού έλαβαν μέρος στις ανεπίσημες Διασκέψεις, υπήρξαν διακεκριμένα μέλη του Π.Σ.Ε. (π.χ. ό Νίκος Νησιώτης και οι Paul Verghese, Karekin Sarkissian και Aram Kesissian αντίστοιχα). Ενδεικτική του οικουμενιστικού πνεύματος είναι και ή περίεργη χριστολογική συμφωνία του Πάπα με τους μονοφυσίτας και τους νεστοριανούς ταυτοχρόνως. Βλέπε έπ' αυτού το κατωτέρω απόσπασμα από την παπική Εγκύκλιο Ut Unum Sint (25 Μαΐου 1995): «Σε ό,τι άφορα το χριστολογικό θέμα, μπορέσαμε να διακηρύξουμε μαζί με τους Πατριάρχες ορισμένων από τις Εκκλησίες αυτές την κοινή μας πίστη στον Ιησού Χριστό, αληθινό Θεό και αληθινό άνθρωπο. Ό αείμνηστος Πάπας Παύλος Στ' υπέγραψε δηλώσεις σ' αυτό το θέμα με την Αυτού Αγιότητα Σενούντα Γ', Πάπα και Πατριάρχη της Κοπτικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, με τον Συρο-Ορθόδοξο Πατριάρχη Αντιοχείας, την Αυτού Αγιότητα Ιάκωβο τον Γ'. Εγώ ό ίδιος μπόρεσα να επικυρώσω τη χριστολογική αυτή συμφωνία.... Με τον σεβάσμιο Πατριάρχη της Αιθιοπικής Εκκλησίας, Αμπούνα Παύλο, ό όποιος με επισκέφθηκε στη Ρώμη, στις 11 Ιουνίου 1993, υπογραμμίσαμε τη βαθειά συμφωνία πού υπάρχει μεταξύ των δύο Εκκλησιών μας ... Πρόσφατα, ό Κύριος μου έδωσε τη μεγάλη χαρά να υπογράψω μία κοινή χριστολογική δήλωση με τον ασσύριο Πατριάρχη της Ανατολής, Αγιώτατο Μάρ Ντίκχα Δ', πού θέλησε για το λόγο αυτό να με επισκεφτεί στη Ρώμη, το Νοέμβριο 1994. Έχοντας υπόψη τις διαφοροποιημένες θεολογικές διατυπώσεις, μπορέσαμε να ομολογήσουμε μαζί την αληθινή πίστη στον Χριστό» (παραγρ. 62).
6          Εμφανή και σε άλλους διμερείς διαχριστιανικούς διάλογους.
7          Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου, Μητροπ. Μύρων, Ορθόδοξοι Κατόψεις, τόμ. 3ος, έκδ. «Τέρτιος», Κατερίνη 1991, σελ. 133-141.
8          Κοινόν ανακοινωθέν της Γ' ανεπισήμου Διασκέψεως (Γενεύη 1970), παρά Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου, ενθ' άνωτ. σελ. 144.
9          Ή κριτική του αειμνήστου καθηγητού Παν. Τρεμπέλα επί των συζητήσεων στο Aarhus είναι επιτυχής και αξιόλογη. Ή κριτική του Σεβ. Γέροντος Εφέσου Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου επί των συζητήσεων και των συμπερασμάτων της Γενεύης (1970) και της Addis Abeba (1971) είναι επίσης αξιόλογη.
10         Ή αντιπαραβολή των ανεπισήμων και των επισήμων Κοινών Δηλώσεων το επιβεβαιώνει. Έχει όμως έπισημανθή και στην κριτική βιβλιογραφία, βλ. Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους, Παρατηρήσεις περί του Θεολογικού Διαλόγου "Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων. Απάντησις εις κριτικήν του Σεβ. Μητροπολίτου Ελβετίας κ. Δαμάσκηνου, Άγιον Όρος 1996, σελ. 34.
11         Οι π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Ίω. Καρμίρης, π. Ίω. Ρωμανίδης. Τα θεολογικά λάθη μπορούν εύκολα να εντοπισθούν στα κείμενα των εισηγήσεων και των παρεμβάσεων στις ανεπίσημες εκείνες συζητήσεις. Ό καθηγητής Ίω. Καρμίρης π.χ. επρότεινε ως βάσιν ενώσεως την κυρίλλειο φράσι "Μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη", την στιγμή πού αυτή είναι δεκτική μονοφυσιτικής ερμηνείας και για τον λόγο αυτό επί τω ακούσματι της εισηγήσεως του στο Aarhus οι Αντιχαλκηδόνιοι κτυπούσαν χέρια και πόδια πάνω στα έδρανα από την χαρά τους (βλ. Έκθεσι του π. Ίω. Ρωμανίδη περί της Συνελεύσεως της Μικτής Υποεπιτροπής και της Μικτής Επιτροπής τον έτους 1990 προς τον Άρχιεπ. Αθηνών Σεραφείμ, δημοσιευθείσα στο Διαδίκτυο). Ό ίδιος πολυΐστωρ καθηγητής παρερμήνευσε την έκφρασι του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού: "τα δε άλλα πάντα ορθόδοξοι υπάρχοντες", την σχετική περί των Αντιχαλκηδονίων Εκκλησιών αναφορά της Συνόδου του 1672, και την έκφρασι του αγίου Φωτίου: "και λατρεύει σήμερον καθαρώς και ορθοδόξως ή των Αρμενίων λήξις την χριστιανών λατρείαν", ώστε άφησε να νοηθή ότι ή Εκκλησία δια των αιώνων ανεγνώριζε τους Αντιχαλκηδονίους ως Ορθοδόξους (βλ. εισήγησίν του στο Aarhus, Does Chalcedon divide or unite?, W.C.C, Geneva 1981, σελ. 30). Ό καθηγητής π. Ίω. Ρωμανίδης δεν διέκρινε μεταξύ της ορθοδόξου και της μονοφυσιτικής (σεβηριανής) ερμηνείας της εκφράσεως "τη θεωρία μόνη" (βλ. Άνδρ. Ν. Παπαβασιλείου, μνημ. εργ., σελ. 251-252) και νομιμοποίησε την αθώωσι του Ευτυχούς στην Ληστρική αποβλέπων στην συναγωγή της «ορθοδοξίας» του Διοσκόρου (βλ. Έκθεσις π. Ίω. Ρωμανίδη..., ένθ΄ άνωτ.). Ό αείμνηστος π. Δημ. Στανιλοάε, επηρεασμένος από τις διαβεβαιώσεις των θεολόγων ότι κατ' ουσίαν υπάρχει ταυτότης πίστεως, προέτεινε την βαθμιαία λήθη των αναθεμάτων και την κατάργησι των προσβλητικών εκφράσεων προς τους αιρεσιάρχας (Μητροπ. Αξώμης Μεθοδίου, Το έργον της Διορθοδόξου Θεολογικής Επιτροπής δια τον Διάλογον των Ορθοδόξων και των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών, περιοδ. Abba Salama (1976), σελ. 165).
12         Β' Κοινή Δήλωσις, παραγρ. 9η.
13         Μητροπ. Ελβετίας Δαμάσκηνου, Απάντηση του Προέδρου της Διορθοδόξου Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου με τις Ορθόδοξες Ανατολικές Εκκλησίες Σεβ. Μητροπολίτου Ελβετίας κ. Δαμάσκηνου σε γράμμα της Ί. Κοινότητος του Αγίου Όρους σχετικό με τον ως άνω διάλογο, περιοδ. Επίσκεψις 521 (31.8.1995), σελ. 14-15.
14         Ανακοινωθέν  Δ'   Συνελεύσεως   (1993),   παραγρ.   1,   περιοδ.   Επίσκεψις  498 (30.11.1993), σελ. 6.
15         Ανακοινωθέν παραγρ. 2α, ενθ' άνωτ., και Μητροπ. Ελβετίας Δαμάσκηνου, Ό Θεολογικός Διάλογος της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Σκέψεις και προοπτικοί, περιοδ. Επίσκεψις 516 (31.3.1995), σελ. 20.
16         Μητροπ. Ελβετίας Δαμάσκηνου, Ό Θεολογικός Διάλογος.,., ενθ' άνωτ. σελ. 15.
17         Ενθ' άνωτ. σελ. 19.
18         Γεωργ. Μαρτζέλου, Ό θεολογικός διάλογος Ορθοδόξων και μη χαλκηδονίων Εκκλησιών, περιοδικό ΚΑΘ' ΟΛΟΝ, 1993, τευχ. 5, σελ. 60.
19         Περιοδ. Νέα Σιών 84 (1992). Βλ. και περιοδ. Εκκλησία, 1-15 Ιανουαρίου 1995, αρ. 1, σελ. 32.
20         Περιοδ. Εκκλησία, ενθ' άνωτ. σελ. 31.
21         Είναι οι Αντιχαλκηδονιοι Ορθόδοξοι; Εκδ. Ί. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1995, σελ. 19-39.
22         Ενθ' άνωτ. σελ. 41-53.
23         Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους 'Άθω, Παρατηρήσεις..., ενθ' άνωτ.
24         Αντιπροσωπευτικά βλ. π. Θεοδώρου Ζήση, Ή "ορθοδοξία" των Αντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτών, Θεσ/νίκη 1994 και Νικ. Μητσόπουλου, Δογματικοί προϋποθέσεις της ενώσεως των Αντιχαλκηδονίων μετά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήναι 1993.
25         Ορθόδοξος Πίστις και Αντιχαλκηδόνιοι η Μονοφυσίται, εκδ. Αδελφότητας Θεολόγων «Ό Σωτήρ», Αθήναι 1995. Εμπεριστατωμένη κριτική του Διαλόγου ήσκησε και ό θεολόγος Σταύρος Μποζοβίτης με το βιβλίο Τα αιώνια σύνορα της Ορθοδοξίας και οι Αντιχαλκηδονιοι, Αθήναι 1999.
26         Παν. Τρεμπέλα, Επί των Πρακτικών της εν Aarhus Διασκέψεως, περιοδ. Εκκλησία, τεύχη 17-18 (1965) έως 5 (1996).
27         Έφημ. Ορθόδοξος Τύπος, φύλλα ετών 1991-1992.
28         Jean - Claude Larchet, Το Χριστολογικό πρόβλημα. Περί της μελετωμένης ενώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των μη χαλκηδονίων Εκκλησιών: εκκρεμούντα θεολογικά και εκκλησιολογικά προβλήματα (γαλλιστί), εν περιοδ. Le Messager Orthodoxe, 134 (2000).
29         Πρωτότυπο κείμενο στην γαλλική βλ. Courier Oecumenique du Moyen Orient 16 (1-1992).
30         Άπόφασις δημοσιευθείσα στο Διαδίκτυο, βλ. και έφημ. Τύπος της Κυριακής, 20-4- 2001.
31         Μεθοδίου Αξώμης, Ή Α' Προσυνοδική Διάσκεψις, εν περιοδ. Εκκλησιαστικός Φάρος ΝΘ' (1977), σελ. 521. Βλ. επίσης αποφάσεις Διορθοδόξου Επιτροπής (7-11/2/1979), παραγρ. 10, εν Άνδρ. Ν. Παπαβασιλείου, μνημ. εργ., σελ. 117.
32         Λέγει: «Υπό το φως της ημετέρας Κοινής Δηλώσεως επί της Χριστολογίας ως και επί των ανωτέρω κοινών θέσεων, κατενοήσαμεν τώρα σαφώς ότι αμφότεροι αι οικογένειαι διετήρησαν πάντοτε πιστώς την αυτήν αυθεντικήν Ορθόδοξον Χριστολογικήν πίστιν και την αδιάκοπον συνέχειαν της αποστολικής παραδόσεως, καίτοι εχρησιμοποίησαν χριστολογικούς όρους κατά διάφορον τρόπον. Ή κοινή αυτή πίστις και συνεχής πιστότης προς την αποστολικήν παράδοσιν δέον όπως καταστή ή βάσις της ημετέρας ενότητας και κοινωνίας».
33         «ει δε Ευτυχής παρά τα δόγματα της εκκλησίας φρονεί, ου μόνον τιμωρίας άξιος εστίν, αλλά και πυρός: εγώ γαρ της πίστεως της καθολικής και αποστολικής φροντίδα τίθεμαι, ουκ ανθρώπου τινός» (ΑCΟ II, 1,1,92).
34         «ό χρηστός Διόσκορος ... ομόδοξος ων και ομόφρων Ευτυχούς του ματαιόφρονος και αιρετικού ... την τε ευσεβή θρησκείαν των ορθοδόξων το γε ηκον εις αυτόν ελυμήνατο και την κακοδοξίαν Ευτυχούς του μονάζοντος, ήτις άνωθεν και εξ αρχής παρά των αγίων πατέρων απεκηρύχθη, εβεβαίωσεν. έπεί ουν ου μικρά τα τετολμημένα αυτώ κατά τε της εις Χριστόν πίστεως και καθ' ημών, δεόμεθα και προσπίπτομεν τω υμετέρω κρατεί θεσπίσαι τον ευλαβέστατον επίσκοπον Διόσκορον απολογήσασθαι τοις παρ' ημών αυτώ επαγομένοις» (ΑCΟΙΙ, 1,1,66-67).
35         ΡG 69, 576• 77, 1217.
36         ΑCΟ 1,1,2,43.
37         ΑCΟ 1,1,6, 161.
38         Ή κυρίλλειος αυτή διατύπωσις περιλαμβάνει ταυτοχρόνως την δήλωσι της μιας και μοναδικής υποστάσεως του Θεού Λόγου που ενηνθρώπησε και την δήλωσι των δυο φύσεων του σεσαρκωμένου Θεού Λόγου (ΑCΟΙ, 1,6, 160-161). Βλ. και Αγ. Ίω. Δαμάσκηνου, Έκθεσις ακριβής..., Τ' (11)55. Ή ποικιλία άλλωστε των εκφράσεων πού χρησιμοποιεί στις επιστολές του προς Νεστόριον ερμηνεύουν το νόημα της εν λόγω εκφράσεως του.
39         «τας δε ευαγγελικάς και αποστολικάς περί του Κυρίου φωνάς έσμεν τους θεολόγους άνδρας τας μεν κοινοποιούντας ως έφ' ενός προσώπου, τας δε διαιρούντας ως επί δυο φύσεων. Και τας μεν θεοπρεπείς κατά την θεότητα του Χριστού, τας δε ταπεινός κατά την ανθρωπότητα αυτού παραδίδοντας» (ΑCΟ 11, 1,1,109).
40         Τιμόθεος Αίλουρος: «Κύριλλος... μίαν φύσιν του Θεού Λόγου χρήν λέγειν υποθέμενος, αναλύει το ύπ' αυτού δογματισθέν και δύο φύσεις επί Χριστού πρεσβεύειν αλίσκεται» (Επιστολή προς Καλώνυμον, ΡG 86, 276). Σεβήρος: «απόβλητοι είσι αι των αγίων Πατέρων περί δυο φύσεων ηνωμένων εν Χριστώ χρήσεις, καν αυτού Κυρίλλου υπάρχουσι» (ΡG 89, 104Β). Βλ. και ΡG 89, 109-120.
41         ΡG 89, 117.
42     Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, Οι Αντιχαλκηδονιοι δεν ήσαν  και δεν είναι Ορθόδοξοι. Απάντησις εις μελέτην του π. Ίω. Ρωμανίδη υποστηρίζοντας την αντίθετον άποψιν, περιοδ. Κοινωνία, τεύχη 2 και 3 (1999)
43         ΑCΟ Ι, 1, 1, 7.
44         ΑCΟ Ι, 1, 1, 7.
45         ΑCΟ Π, 1,1, 107-111.
46         ΑCΟ Π, 1, 1, 115-117.
47         ΑCΟII, 1, 1, 112-113.
48         ΑCΟΙΙ, 1, 1, 117.
49         ΑCΟ II, 1, 2, 124.
50         ΑCΟ II, 1, 1, 66-67 και II, 1, 2, 8-9.
51         ΑCΟΙΙ, 1,2,25.
52         Είναι χαρακτηριστικό ότι και ό Νεστόριος κατεδικάσθη επίσης απών και αναπολόγητος, αλλά επί αιρέσει, όπως σημειώνεται στην καταδικαστική εναντίον του απόφασι της εν Εφέσω Συνόδου (ΑCΟ Ι, 1, 2, 64). Ακριβώς διότι είχε συνοδικώς εκδικασθή το αιρετικό του φρόνημα. Στο έγγραφο της Δ' Συνόδου, αντιθέτως, με το όποιο εξαγγέλλεται ή καταδίκη του Διοσκόρου, δεν υπάρχει αναφορά σε αίρεσι (ΑCΟ II, 1, 2, 41), διότι δεν είχε εκδικασθή το αιρετικό του φρόνημα.
53         Παν. Τρεμπέλα, Επί των Πρακτικών..., περιοδ. Εκκλησία, τευχ. 15ης Φεβρ. 1966, σελ. 103.
54         Ή Σύνοδος είχε προφανώς τους λόγους της πού δεν εξεδίκασε την υπόθεσι αύτη στην β' πράξι της. Μπορούμε να υποθέσουμε την εκρηκτική ατμόσφαιρα πού επικρατούσε γύρω από το πρόσωπο του Διοσκόρου. Όλοι οι επίσκοποι ήσαν πρόθυμοι να καταδικάσουν τον Διόσκορο για τα γεγονότα της Ληστρικής, αλλά δύσκολα θα τον κατεδίκαζαν αυθορμήτως όλοι για το φρόνημα του. Φαίνεται ότι ή Σύνοδος προτίμησε, μετά την καθαίρεσί του για τα κανονικά του ατοπήματα, να συζήτηση το θέμα της πίστεως γενικώς. Θα είχε τότε την ευχέρεια να κρίνη τον Διόσκορο εκ του ασφαλούς. Έπρεπε να ωρίμαση ή δογματική συνείδησις στο σύνολο των επισκόπων. Αυτό απαιτούσε ή φροντίδα για την Αλήθεια και ή μέριμνα για την εν αύτη ενότητα της Εκκλησίας. Έτσι νομίζουμε εξηγείται το γεγονός ότι μόνο μετά την προσυπογραφή του Όρου της Συνόδου κατά την ζ' πράξι οι επίσκοποι εξεφώνησαν το ανάθεμα του Διοσκόρου επί αίρέσει: «τους αιρετικούς υμείς εξεβάλετε. Νεστορίω και Ευτυχεί και Διοσκόρω ανάθεμα, ή τριάς τους τρεις καθείλεν. ή τριάς τους τρεις εξέβαλε» (ΑCΟII, 1, 2, 156).
55         ΡΟ 89, 209-213.
56         Νικολάου Τσιτέσκου, Ή Ορθοδοξία και αι ελάσσονες ανατολικαί Εκκλησίαι, εν περιοδ. Εκκλησιαστικός Φάρος ΝΘ' (1977), σελ. 117.
57         Έκθεσις ακριβής..., Γ (3) 47.
58         ΡG 94, 1460D-1461D- 103, 977C-980Β, 1004Α-D.
59         ΡG 91, 596Β: «Φωνάς μεν πολλάκις παραχωρούντας εύρον τους θεηγόρους πατέρας, εννοίας δε ουδαμώς• ότι μη εν συλλαβαίς, άλλ' εν νοήμασί τε και πράγμασι το της σωτηρίας ημών υπάρχει μυστήριον». Εν προκειμένω ό Σεβήρος ταυτίζει την έννοια της υποστάσεως με την έννοια της φύσεως, οι όποιες προδήλως έχουν άλλο περιεχόμενο. Αρνείται να χρηοιμοποιήση στην Χριστολογία την σαφή διάκρισι φύσεως και υποστάσεως, γνωστή από τους τριαδολογικούς αγώνες των καππαδοκών Πατέρων. Όμως ό αγ. Ίω. ό Δαμασκηνός δικαίως κατακρίνει την άρνησι αυτή, ή οποία είναι άστοχος, εφ' όσον και σεσαρκωμένος ό Λόγος δεν παύει να είναι μία των θεαρχικών Υποστάσεων ομοούσια και της αυτής ενεργείας προς τον Πατέρα (Έκθεσις ακριβής..., Γ (15) 59).
60         Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους, Παρατηρηθείς..., ενθ΄ άνωτ. σελ. 36-42.
61         Ενθ' άνωτ. Βλ. και Αγ. Κυρίλλου, Επιστολή προς Ευλόγιον (ΑCΟ Ι, 1, 4, 35) και Επιστολή Β' προς Σούκενσον(ΑCΟ Ι, 1, 6, 161-162).
62         Εγχειρίδια θεολογικά και πολεμικά: 2, ΡG 91, 40Α-45Β• 3, ΡG 91, 490-56D- 16, ΡG91, 204D- 19, ΡG 91, 220D-221Α' 21, 252Α-256Β- 24, ΡG 91, 269Α, Επιστολή 12, Προς Ιωάννην Κουβικουλάριον (ΡG 91, 460-509) και επιστολή 13, Προς Πέτρον Ιλλούστριον (ΡG 91, 509-533).
63         ΡG 94, 1436-1502 και 95, 112-125 αντιστοίχως.
64         Torrance I. R, A Theological Introduction to the letters between Severus of Antioch and Sergius the Grammarian, εν Εκκλησία και Θεολογία, επετηρίς Ί. Μητροπόλεως Θυατείρων και Μ. Βρετανίας, τόμ. Β' (1981). Βλ. και R.Y. Ebied - L.R. Wickham, A collection of unpublished Syriac letters of Timothy Aelurus, Journal of Theological Studies 21 (1970), Oxford, σελ. 321-369.
65         Jean - Claude Larchet, μνημ. εργ., σελ. 20-21. Παρατηρητέον ότι το χριστολογικό αυτό θέμα έχει συνέπειες και στην περί διακρίσεως θείας ουσίας και θείων ενεργειών διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως σημειώνει ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς (Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, 3, 3, εν Γρηγορίου Παλαμά έργα, ΕΠΕ τόμ. 2ος, σελ. 706).
66         «Ου γάρ καθώ Θεός μόνον εκουσίως εαυτόν παρέδωκεν εις θάνατον, αλλά και καθώ άνθρωπος» (Αγ. Ίω. Δαμάσκηνου, Έκδοσις ακριβής..., Γ' (18) 62).
67         Ενθ' άνωτ. Βλ. και Σταύρου Μποζοβίτη, Τα αιώνια σύνορα της Ορθοδοξίας και οι Αντιχαλκηδόνιοι, Αθήναι 1999, σελ. 55-58.
68         Είναι οι Αντιχαλκηδόνιοι Ορθόδοξοι;..., ενθ' άνωτ. σελ. 98-101.
69         Αγ. Μαξίμου Ομολογητού, Επιστολή 13, Προς Πέτρον Ιλλούστριον, ΡG 91 525D και άγ. Ίω. Δαμάσκηνου, Έκδοσις ακριβής..., Γ' (18) 62.
70         Ό Χριστός είναι αληθώς Υιός του ανθρώπου και άνθρωπος εκ του γένους του Δαβίδ, επειδή ή Υπόστασις του Λόγου έγινε υπόστασις της ανθρωπινής φύσεως (αυτό σημαίνει ενηνθρώπησε ό Λόγος) και ή ανθρωπινή φύσις υφίσταται ουσιωδώς εν Χριστώ. Όχι επειδή (όπως λέγει ό Σεβήρος) δια της σαρκώσεως του Λόγου ή φύσις Του απέκτησε δια της ενώσεως της με την ανθρωπινή φύσι και ανθρώπινες Ιδιότητες, αλλά πλέον δεν υφίσταται μετά την ένωσι ή ανθρωπινή φύσις ως φύσις. Όμως ή σεβηριανή θεανθρωπίνη φύσις δεν είναι
ομοούσια της κοινής ανθρωπινής φύσεως, όπως ούτε ομοούσια της κοινής θείας φύσεως των θεαρχικών Υποστάσεων της Αγίας Τριάδος. Γι' αυτό ό Χριστός της σεβηριανής Χριστολογίας είναι ξένος προς τον Πατέρα και ξένος προς ημάς, ανύπαρκτος, πλάσμα της αιρετικής σεβηριανής διανοίας. Πρβλ. άγ. Ίω. Δαμάσκηνου, Κατά Ίακωβιτών 27-28.
71         Είναι οι Αντιχαλκηδόνιοι Ορθόδοξοι;..., ενθ' άνωτ. σελ. 97.
72         Άγ. Μαξίμου Ομολογητού, επιστολή 15, Προς Κοσμάν διάκονον Αλεξανδρείας, ΡΟ 91 55600.
73         ΡΟ 89, 101Β.
74         Ίω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμ. Ι, Αθήναι 1960, σελ. 216.
75         Ή καταδίκη της Ε', ενθ' άνωτ. σελ. 192, ή της ΣΤ' σελ. 221 και ή της Ζ' σελ. 240.
76         Τριωδιον, Κυριακή της Ορθοδοξίας.
77         Άγ. Γρηγ. Παλαμά, Ομολογία της Ορθοδόξου Πίστεως, εν Ίω. Καρμίρη, Τα Δογματικά..., ενθ' άνωτ. σελ. 409.
78         Χαρακτηριστική ή συζήτησις του Θεωριανού με τους Αρμενίους και τους Σύρους τον 12ον αιώνα. Τον 10ον αιώνα ή ομολογία του Κόπτη πατριάρχη Μηνά είναι σεβηριανή: «Ομολογώ μίαν φύσιν και τέλειον πρόσωπον, σεσαρκωμένον, του ενός Λόγου, εκ δύο φύσεων, άνευ αναμείξεως αλλά και άνευ αφομοιώσεως ... Ουδόλως λέγομεν ότι μετά την ένωσιν υφίστανται δύο φύσεις, δύο πρόσωπα, δύο θελήσεις και δύο διαφορετικοί ενέργεια ι» (Νικολάου Τσιτέσκου, μνημ. εργ., σελ. 84). Τον 14ον αιώνα ό Κόπτης θεολόγος Ιβη 5&1Α& συνεχίζει την ίδια σεβηριανή παράδοσι: «Δια της ενώσεως αυτών τα δύο μέρη απετέλεσαν εν, και ούτω προέκυψεν εν πρόσωπον εκ δυο προσώπων, μία φύσις εκ δυο φύσεων, μία θέλησις εκ δύο θελήσεων» (Ένθ' άνωτ. σελ. 82).
79         Αυτό το κείμενο και ό συγγραφεύς του έχουν μεγάλο κύρος και αποτελούν αυθεντία στον χώρο της μονοφυσιτικής Εκκλησίας της Συρίας.
80         Jean - Claude Larchet, μνημ. εργ., σελ. 97-98.
81         Ένθ' άνωτ.
82         Επιστολή Αρέθα Καισαρείας προς Αρμενίους, εν π. Θεοδώρου Ζήση, Ό Μ. Φώτιος και ή ένωση των Αρμενίων με την Ορθόδοξη Εκκλησία, Πρακτικά ΙΕ Θεολογικού Συνεδρίου Ί. Μητροπόλεως Θεσ/νίκης, 1995, σελ. 600.
83         Φωτίου Κων/λεως, Εγκύκλιος επιστολή προς τους της Ανατολής αρχιερατικούς θρόνους, εν Ίω. Καρμίρη, Τα Δογματικά..., ενθ' άνωτ., σελ. 322.
84         Επιστολή ΠΗ', τω Μελέκη Σακάτ, εκδοθείσα υπό Αξώμης Μεθοδίου εν περιοδ. Εκκλησιαστικός Φάρος ΝΔ' (1972), σελ. 383.
85         Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, βιβλ. Δ', κεφ. 2, παραγρ. 2-4.
86         Βλ. Αγ. Νικόδημου Αγιορείτου εις τα Προλεγόμενα στην Δ' Οικουμενική Σύνοδο, Πηδάλιον, εκδ. Ρηγόπουλου, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 180-184. Επίσης Αγ. Αθανασίου Παρίου, Επιτομή είτε Συλλογή των θείων της πίστεως δογμάτων, Λειψία 1806, σελ. 313-317.
87         Πολυκ. Ψωμιάδου, Μητρ. Κολωνίας, Ή Αρμενική Εκκλησία εξ απόψεως Ορθοδόξου,  Κων/πολις 1911. Γρηγορίου Βυζαντίου, Μητρ. Χίου, Περί ενώσεως των Αρμενίων μετά της Ανατολικής Όρθοδόξου Εκκλησίας, Κων/πολις 1871. Γεωργίου πρώην Νευροκοπίου, μνημ. εργ.
88         Αγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως, Αι Οικουμενικοί Σύνοδοι, εκδ. Ρηγόπουλου, Θεσ/νίκη 1972, σελ. 134 κ.έ. Γέροντος Δανιήλ Κατουνακιώτου, Επιστολή προς ίερομ. Ίερώνυμον κατά Αρμενίων, Εξ ερήμου Διατυπώσεις, εκδ. Μον. Αδελφότητας Δανιηλαίων, 1985, σελ. 49-71.
89         Ίω. Καρμίρη, Διάλογος μετά των αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών, περιοδ. Εκκλησιαστικός Φάρος• ΝΔ' (1972), σελ. 216-233. Κάποτε έχουν και θεολογικό χαρακτήρα, όπως ή αρκούντως ενθαρρυντική προσφώνησις του πατριάρχου Αιθιοπίας Θεοφίλου (βλ. Ίω. Καρμίρη, Διάλογος μετά των αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών, περιοδ. Εκκλησιαστικός Φάρος, τόμ. ΝΔ' ΙΙ-ΙΠ (1972), σελ. 218-222) και οι ενδεικτικές μονοφυσιτικού φρονήματος προσφωνήσεις του κόπτου πατριάρχου Σενούντα, (βλ. Β. Μαστορόπουλου, Το πατρολογικό συνέδριο Ελλήνων και Κοπτών θεολόγων, περιοδ. Εκκλησία, τευχ. της 15ης Φεβρ. 1995, σελ. 136-139, και ιερομ. Λουκά Γρηγοριάτου, Ή δήλωσις του Κόπτη πατριάρχη Σενούντα Γ΄ δεν είναι Ορθόδοξη ομολογία, έφημ. Όρθ. Τύπος, 23 Ιουλίου 1999).
90         V. C. Samuel, A brief history of efforts to reunite the chalcedonian and the non-chalcedonian sides from 451 to 641 A.D., περιοδ. Εκκλησιαστικός Φάρος ΝΑ,' II (1952-1969), σελ. 201-218. Του αυτού, The Council of Chalcedon and the Christology of Severus of Antioch (Dissertation), Yale University 1957. Anba Gregorius, The Christological teaching of the non-chalcedonian Churches, Εκκλησιαστικός Φάρος ΝΑ' (1952-1969), σελ. 74-81. Βλ. και Είναι οι Αντιχαλκηδόνιοι Ορθόδοξοι;..., ενθ' άνωτ. σελ. 98-101.
91         Πατριάρχου Σενούντα Γ', Ή Φύση του Χριστού. Ή Θεότητα του Χριστού, εκδ. «Αρμός», 1996, σελ. 17.
92         Ένθ' άνωτ. σελ. 23.
93         Ανδρ. Ν. Παπαβασιλείου  μνημ. εργ., σελ. 19. Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου, μνημ. εργ., σελ. 163: «Αρνούμεθα την Σύνοδον της Χαλκηδόνος ... Όλαι αι Ανατολικοί Εκκλησίαι δεν δύνανται να αποδεχθούν την Σύνοδον της Χαλκηδόνος».
94         Ό καθηγητής Jean - Claude Larchet εκτιμά ότι οι Αντιχαλκηδόνιοι έκαναν ένα βήμα προς την Ορθοδοξία όσον άφορα τις δυο θελήσεις και τις δυο ενέργειες του Χριστού (μνημ. εργ., σελ. 11). Θεωρούμε ότι ή σχετική διατύπωσις της Β' Κοινής Δηλώσεως δεν απέχει από το φρόνημα του Σεβήρου, όπως αυτό φαίνεται στις αρχαίες πηγές.
95         Περιοδ. Επίσκεψις, τευχ. 422 (1.7.1989) και 446 (1.10.1990).
96         Β' Κοινή Δήλωσις, παραγρ. 5. Βλ. και Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους, μνημ. εργ., σελ. 48-53.
97         Α' Κοινή Δήλωσις, παραγρ. 9. Βλ. και Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους, μνημ. εργ., σελ. 53-60.
98         Το ήδη ανωτέρω μνημονευθέν, Ανδρ. Ν. Παπαβασιλείου, Ό Θεολογικός Διάλογος μεταξύ Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, Λευκωσία 2000.
99         Ενθ΄ άνωτ. σελ. 10.
100       Ανδρ. Ν. Παπαβασιλείου, μνημ. εργ., σελ. 299, 304 και Jean - Claude Larchet, μνημ. εργ., σελ. 9-10 και 103.
101 «Ου μην ουδέ παντελώς μοι δοκεί των μη δεχόμενων την πίστιν αλλοτριούν εαυτούς, αλλά ποιήσασθαι τίνα των ανδρών επιμέλειαν κατά τους παλαιούς θεσμούς της αγάπης, και επιστείλαι αυτοίς από μιας γνώμης πάσαν παράκλησιν μετ' ευσπλαχνίας προσάγοντας και την των Πατέρων πίστιν προτεινόμενους προσκαλείσθαι αυτούς εις συνάφειαν: καν μεν πείσωμεν, κοινώς αυτοίς ενωθήναι, εάν δε αποτύχωμεν, αρκείσθαι ημάς αλλήλοις, τον δε επαμφοτερισμόν τούτον εξορίσαι του ήθους αναλαβόντας την ευαγγελικήν και άδολον πολιτείαν, η συνέζων οι εξ αρχής προσελθόντες τω λόγω. "ην γαρ, φησί, των πιστευσάντων καρδία και ψυχή μία". Ει μεν συν πεισθώσι σοι, ταύτα άριστα. Ει δε μη, γνωρίσατε τους πολεμοποιούς και παύσασθε ημίν του λοιπού περί διαλλαγών επιστέλλοντες» (Μ. Βασιλείου, Επιστολή 128, ΒΕΠΕΣ τόμ. 55, σελ. 155).
102 Είναι ακατανόητη ως εκ τούτου και άδικη ή κριτική που ασκήθηκε πρόσφατα, εκτός των άλλων και στα κείμενα της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους, ότι σκοπεύουν να αποδείξουν τους Αντιχαλκηδονίους αιρετικούς, αλλά δεν ενδιαφέρονται για το πώς θα γίνουν χαλκηδόνιοι (Ίω. Κουρεμπελέ, Χαλκηδόνα και επικαιρότητα, περιοδ. Γρηγόριος Παλαμάς, τευχ. 783 (2000), σελ. 701-702). Ακολουθώντας το παράδειγμα του Μ. Βασιλείου, προτείνουμε στους αγαπητούς Αντιχαλκηδονίους ότι μπορούν να γίνουν χαλκηδόνιοι, εάν αποδεχθούν "άπλα και ευμνημόνευτα λόγια" (βλ. Επιστολή 128). Να αποδεχθούν δηλαδή, την πίστι της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, την ίδια την Σύνοδο και να καταδικάσουν τους αρχηγούς της αιρέσεως των. Εάν χάριν της Αληθείας φοβούνται τυχόν παρερμηνείες της Συνόδου ή των αποφάνσεων της, ήδη υπάρχει ή μακραίων Παράδοσις της Εκκλησίας πού τις έχει διαλευκάνει και καταδικάσει (Ε' Οικουμενική, Δοσίθεος Ιεροσολύμων κ.λπ.). Ίσως δεν υπάρχει απλούστερος και ακριβέστερος τρόπος να γίνουν χαλκηδόνιοι, μέλη της Εκκλησίας, υιοί της Βασιλείας.
103  ΡG 91, 532C.
 ***
Η ιστοσελίδα www.zoiforos.gr έχει τη μεγάλη τιμή και χαρά, με τις ευλογίες του Πανοσιολογιοτάτου Αρχιμανδρίτου π. Γεωργίου Καψάνη Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, του συγγραφέως του παρόντος πονήματος Πανοσιολογιοτάτου Ιερομονάχου π. Λουκά Γρηγοριάτου και όλων των πατέρων της Ιεράς Μονής, να παρουσιάσει στο διαδίκτυο κατ΄ αποκλειστικότητα, όλο το εκδοτικό έργο της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους που αφορά το θεολογικό διάλογο της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους Αντιχαλκηδονίους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)