(Λουκ. ΙΘ' 1-10)
Γράφει ο Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος,
Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Δρ. Πωγ. &Κονίτσης
e-mail:
ioil.konitsa@gmail.com
Υπάρχουν άνθρωποι που
είτε λόγω συνήθειας, είτε λόγω εργασίας και για άλλους ακόμα λόγους δείχνουν
προς τα έξω ότι έχουν παγιώσει μία προσωπικότητα δίχως ιδιαίτερα ενδιαφέροντα.
Άνθρωποι που η πυξίδα της καρδιάς τους δείχνει μόνιμα στον παγωμένο ορίζοντα.
Έρχονται
όμως κάποιες στιγμές που οι υπάρξεις αυτές προβαίνουν σε τέτοιες κινήσεις που
κανένας δεν φαντάζεται. Σπάνε την κρούστα και τους τύπους, εν ριπή οφθαλμού
“διανύουν και καλύπτουν αποστάσεις” και τελικώς δικαιώνονται από Αυτόν που
“ετάζει καρδίας και νεφρούς” και δικαιώνει - αγιάζει τον άνθρωπο που λαχταρά τη
γνωριμία μαζί Του.
Αυτό
ακριβώς συνέβη και με τον Ζακχαίο, που ο θεόπνευστος Ευαγγελιστής Λουκάς με την
αριστοτεχνική του πέννα ζωγραφίζει. Αποκαλύπτει τον αρχιτελώνη της Ιεριχούς και
τονίζει με ιδιαίτερους τόνους της Χάριτος τη βαθιά του λαχτάρα να δει το
Θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού.
Είναι
όντως εκπληκτικό αυτό που αποφασίζει να κάνει μέσα στο πλήθος που συνωστίζεται,
το κατά κόσμον υπεροχικό αυτό πρόσωπο. Δίχως να σκεφτεί τα σχόλια, “ταπεινώνοντας”
την κοινωνική του θέση, “ανέβη εις συκομορέαν”, για να ιδεί τον Ιησού από ψηλά.
Πράγματι,
φίλοι μου, όταν ο άνθρωπος αποφασίσει να δει και να γνωρίσει τον Ιησού από
κοντά και μάλιστα να Τον κάνει οικείον του, τότε είναι έτοιμος να “ανεβεί στην
συκομορέα”. Είναι έτοιμος να τσαλακώσει τον καθωσπρεπισμό του αλλά και τις
συνήθειες του κόσμου. Του κόσμου που μπορεί να βλέπει τον Ιησού να διαβαίνει
“εν πόλεις και κώμαις”, αλλ΄ όμως δεν μπορεί να τον προσεγγίσει, και τούτο
διότι δεν θέλει ουσιαστικά να Τον γνωρίσει.
Και
στο σημείο αυτό ο Ζακχαίος προβάλλει εμπρός μας ως κάτοπτρο, για να
καθρεπτίσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας.
Να
αφουγκραστούμε τους παλμούς της καρδιάς μας και να ερευνήσουμε εάν τελικώς η
δική μας δίψα για την γνωριμία με τον Ιησού μπορεί να συγκριθεί με αυτή του
αρχιτελώνη.
Οπωσδήποτε,
στο κάθε μέλος της ευχαριστιακής μας συνάξεως υφίσταται η επιθυμία και ο αγαθός
πόθος ώστε να μάθει και να προσεγγίσει τον Κύριο. Δεν γεννάται περί αυτού θέμα.
Το ζήτημα όμως είναι κατά πόσο η λαχτάρα ξεπερνά την απλή γνωριμία, κατά πόσον
μπορούν να σταθούν τα εσωτερικά κυρίως προσχήματα και τα καρδιακά, εμπόδιο.
Κατά πόσον η λαχτάρα αυτή φτάνει στην κορυφή που ονομάζεται “αγάπη του Ιησού”.
Αυτό
τελικώς, είναι, πρέπει να είναι το ζητούμενο στην πίστη και στην λατρεία. Εκεί
στοχεύει, πρέπει να στοχεύει η όλη πνευματικότητα και ο όλος αγώνας.
Το
να αρκείται η ύπαρξη σε μια απλή γνώση περί του Ιησού, αυτό δεν τις εξασφαλίζει
τη δικαίωση και τη σωτηρία.
Υπάρχουν
περιπτώσεις που ο άνθρωπος γνωρίζει νοητικώς την “Θεολογία”, ομιλεί και
υπερασπίζεται την πίστη, μάλιστα κάποιες φορές φθάνει και σε σημεία απαράδεκτα
για να διαφυλάξει αυτή την πίστη που νομίζει ότι εκφράζει σωστά, αλλά τελικώς
δεν έχει γνωρίσει και δεν έχει αγαπήσει τον Ιησού, ο οποίος ήλθε “ζητήσαι και
σώσαι το απολωλός”.
Φυσικά,
ο κάθε ισορροπημένος άνθρωπος αισθάνεται έστω και κάποιες στιγμές την λαχτάρα
για την γνωριμία με τον “ωραίον κάλλει παρά του υιούς των ανθρώπων”, ιδιαίτερα
όμως η νέα γενιά φαίνεται να τον αναζητά με πόνο και οδύνη. Κουρασμένη, ταλαιπωρημένη,
κορεσμένη από την “άνοστη ύλη” και τις ποικίλες κατάπικρες ηδονές, αηδιασμένη
από τις απατηλές επαγγελίες, αναζητά τον δρόμο, ίσως κάποιες φορές χωρίς να το
συνειδητοποιεί, και τούτο, για να βγει από το χάος.
Στον
κουρασμένο και μουτζαλωμένο φόντο της συνειδήσεως η αναζήτησις μπορεί να
συμπορεύεται με την ασάφεια. Κάποιες μάλιστα φορές συμβαίνει να μη βαδίζει καν
στη σωστή πορεία και να σκύβει πάλι να ξεδιψάει από το “γλυφό νερό”. Όμως, και
μόνο ότι ψάχνει, αυτό είναι μεγάλη υπόθεση. Αφού δεν συμβιβάζεται ο νέος
άνθρωπος, δεν μπορεί παρά αργά ή γρήγορα να βρει την «συκομορέα» και από εκεί
να δει Αυτόν που λαχταρά.
Είναι
στιγμή κατά την οποίαν ο Ιησούς βλέπει. Βλέπει ότι ο άνθρωπος εξάντλησε όλες
του τις δυνάμεις, έκανε ότι του ήταν δυνατόν να κάνει και αφού τον ατενίζει
κατάματα με το Παντοκρατορικό του βλέμμα, μπροστά σε όλους που παραμένουν στα
προσχήματα και υποδουλώνονται στα πρωτόκολλα, του απευθύνει τον λόγο: “Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γαρ εν τω οίκω σου δει με
μείναι”.
Κατέβα παιδί μου
από την σπαραχτική σου αγωνία και ελευθερώσου από το άγχος των λαθών σου, των
παθών και των ελαττωμάτων σου που τόσο σου κόστισαν και σε καταρράκωσαν.
Έλα τώρα κοντά
μου. Ναι, θα περπατήσουμε μαζί στον οίκον σου, θα μείνω και θα κατοικήσω μέσα
στην καρδιά σου.
Στην όλη ύπαρξή
σου θα αναπαύομαι με τον Πατέρα (Ιωάννου ΙΔ΄23). Τώρα πλέον ελευθερώνεσαι από
τα δεσμά του κόσμου και του εχθρού μου και στον θείο κρατήρα που θα με γευθείς,
θα εγκαινιάσω την αιώνια κοινωνία της αγάπης μαζί σου!....
Στιγμές όντως
ασύλληπτες που κινδυνεύει ο άνθρωπος μπροστά στο δέος της Θεότητος που τον
καταλαμβάνει να αναφωνήσει τον συγκλονιστικό λόγο του Απ. Πέτρου στο ξεκίνημα
της γνωριμίας με τον Ιησού: “Έξελθε απ' εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί,
Κύριε” (Λουκ. Ε' 8).
Βεβαίως, ο Κύριος
που γνωρίζει τον πόθο και την καρδιακή λαχτάρα δεν δίνει σημασία στα λόγια και
αγκαλιάζει την ύπαρξη.
Αλλά εδώ
βλέπουμε τον Ζακχαίο να κάνει τώρα ένα νέο άλμα στον χώρο της ολοκληρωτικής
μετάνοιας και μέσα στην ατμόσφαιρα της φιλοξενίας να αφήνει τα ρείθρα των
δακρύων ελεύθερα και να ομολογεί τα εγκλήματα του άνομου πλουτισμού του,
προχωρώντας στην τετραπλή αποκατάσταση των αδικηθέντων. Επέδειξε δηλαδή
μετάνοια ολοκληρωτική και γνήσια.
Χωρίς εισαγωγές,
παρενθετικές και επεξηγηματικές προτάσεις, και τούτο για να μην αλλοιωθεί η
αμεσότητα και η καρδιακή ουσία, ομολογεί: “Ιδού τα ημίση των υπαρχόντων μου Κύριε,
δίδωμι τοις πτωχοίς, και ει τινός τι εσυκοφάντησα, αποδίδωμι τετραπλούν”.
Ο Χριστός,
αγαπητοί μου, διανύει τα άπειρα βήματα από τον ουρανό προς την γη. Είναι όμως
ανάγκη να βαδίσει και ο άνθρωπος το ένα βήμα από το νου στην καρδιά, από την
συνείδηση της αρνητικής πράξεως στην αυθεντική μετάνοια. Τότε και μόνο τότε,
στη συνέχεια, ο Κύριος δίνει το πλήρωμα της συγχωρήσεως, της ευλογίας, της
χαράς και του αρραβώνα της Βασιλείας. Του πόθου μας και της λαχτάρας μας. Στην
έκφραση λοιπόν αυτής της καρδιακής μετανοίας ο Κύριος βεβαιώνει: “Σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο, καθότι και αυτός υιός
Αβραάμ εστίν”.
Έτσι λοιπόν ο
Ζακχαίος βρήκε αυτό που μια ζωή έψαχνε, έστω κι αν κανένας δεν το γνώριζε, έστω
κι αν “έβοσκε” μέσα στις φοβερές του αδικίες.
Αναζητούσε,
και από την αναζήτηση πέρασε στην συνάντηση. Από την συνάντηση γνώρισε την
μετάνοια και από την μετάνοια ανακαινίστηκε και έφθασε στο πλήρωμα της αγάπης
και των αδελφών.
Στο πλήρωμα
του πνεύματος και στον εξαγιασμό της προσωπικότητας.
Αδελφοί μου, ο
Κύριος δεν βρισκόταν μόνο τότε στους δρόμους της Παλαιστίνης, σε κάθε εποχή και
σε όλα τα μέρη περπατάει και ζητά “σώσαι το απολωλός”. Και αυτό θα γίνεται έως
το τέλος της Ιστορίας που ενδόξως πλέον θα έλθει “κρίναι ζώντας και νεκρούς”.
Το θέμα είναι
το πόσοι από εμάς, που βρισκόμαστε στο χάλι του Ζακχαίου, έχουμε
συνειδητοποιήσει την φρικτή μας κατάσταση και κατά πόσο διψούμε τη λυτρωτική
συνάντηση με το βλέμμα του Ιησού.
Εάν πράγματι
διαθέτουμε έστω και ελάχιστη λαχτάρα για την Θεϊκή συνάντηση, ας είμαστε
βέβαιοι ότι ο ίδιος ο Ιησούς θα “αναβλέψει” προς εμάς. Θα ρίξει το γλυκύ και
Θεϊκό του βλέμμα στην ύπαρξή μας, όπως ο ήλιος ρίχνει τις ακτίνες του και εν τω
άμα θα αισθανθούμε οι πάγοι της καρδιάς μας να λιώνουν. Θα νοιώσουμε την
θαλπωρή του Πνεύματος να ζωογονεί την καρδιά μας και ν' ανακαινίζει την όλη
ύπαρξή μας. Από κει και πέρα τα πράγματα ακολουθούν την όμορφη πορεία της
μετανοίας και της πληρότητας, που δεν είναι άλλη απ' τον αγιασμό μας και τη
Χριστοποίησή μας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου