11/2/14

Δάφνη Βαρβιτσιώτη, Ο Θεός του Καζαντάκη και του Νίτσε

Η Συμβολή του στην Εδραίωση της Παγκοσμιοποίησης,
 και γιατί ο «Νέος Τραγικός Πολιτισμός
θα Αναπηδήσει απο την Γερμανία»[i]
Δάφνη Βαρβιτσιώτη, Ιστορικός
Στο προηγούμενο άρθρο μας, με τίτλο «Νίκος Καζαντζάκης. Η Συμβολή των Ιδεών του στο “Κοινωνικό Ολοκαύτωμα”που Συντελείται στην Σύγχρονη Ελλάδα», είχαμε επικεντρωθεί στα περιεχόμενα του προλόγου του “ταξιδογραφήματός” του, «Ταξιδεύοντας-Αγγλία» (1940), το οποίο προσέφερε, σε κυριακάτικο φύλλο της, εφημερίδα πανελλαδικής εμβέλειας.
«Φυσική» Ηθική και Μετάλλαξη: Στό άρθρο αυτό, είχαμε αναλύσει τους τρόπους με τους οποίους η μεταφυσική αντίληψη του Καζαντζάκη οδηγεί τον ανυποψίαστο αναγνώστη στην αποδοχή ενός κόσμου ιερχαρχημένου βάσει της «φυσικής» ηθικής,
όπου κυριαρχεί ο δυνατώτερος και επιζεί ο πλέον προσαρμοζόμενος, και όπου δεν υπεισέρχεται το έλεος έναντι των αδυνάμων, πόσον μάλλον θέμα ελευθερίας τους (όπως συμβαίνει και στον σατανισμό, όπου, για τους Δυνατούς, «Το “Θέλω” είναι ο Νόμος», άρα «οι σκλάβοι πρέπει να υπηρετούν».
«Να Ενωθούμε με τον Θεό»: Στην συνέχεια, η ίδια εφημερίδα προσέφερε τα βιβλία «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» και «Ο Τελευταίος Πειρασμός»- που είχαν, προ πεντηκονταετίας, προκαλέσει σάλο και τον παρ’ ολίγο αφορισμό του συγγραφέα απο την Ορθόδοξη Εκκλησία- διαφημίζοντας τηλεοπτικώς ένα εξ αυτών ως λογοτεχνικό έργο διά του οποίου ο Καζαντζάκης μας παροτρύνει «να ενωθούμε με το Θεό».
Αυτό μας προβλημάτισε ιδιαίτερα, διότι, ήδη απο το 1940, ο Καζαντζάκης χαρακτήριζε ως παρωχημένο τον Χριστό, και εξωθούσε τους αναγνώστες του να τον αντικαταστήσουν με κάποιον άλλον θεό, πιό σύγχρονο και πιό αποτελεσματικό: «Γιατί γυρίζετε πίσω; (…) Έκαμε ο Χριστός το χρέος του, έδωκε μιαν απάντηση σε άλλες εποχές, σε άλλα προβλήματα (…) Τώρα άλλαξε το πρόσωπο της αγωνίας, γύρισε ο τροχός».
Ο «Μεγάλος Ανθρωποφάγος Κεραυνός»: Εξάλλου, όταν ο Καζαντζάκης αναφέρεται στον «μεγάλο ανθρωποφάγο κεραυνό που ονομάζουμε “Θεό”», οπωσδήποτε δεν εννοεί τον Ελεήμονα Τριαδικό Θεό· τον Οποίον σαφώς απορρίπτει με ρήσεις όπως, π.χ.: «Κι είναι μεγάλο ατύχημα που η λέξη «Πνέμα» στην ελληνική γλώσσα είναι ουδέτερου γένους· αν ήταν θηλυκού, θα ‘χαμε τη σωστή πανανθρώπινη, βαθύτερη απο κάθε θρησκευτικό δόγμα Άγια Τριάδα: Πατέρα, Μάνα, Γιο». Τον Τριαδικό Θεό, ως δημιουργό του κόσμου εκ του μηδενός, απορρίπτει ο Καζαντζάκης και «όταν, τανύζοντας στο ακρότατο σημείο –όπου αρχίζει να τρίζει ο εγκέφαλος– την μνήμη, μάχεται να θυμηθεί πώς ήταν το πρωτόγονο Χάος, πριν να ‘ρθει ο νους να το στενέψει και να το νοικοκυρέψει σε “κόσμο”, δηλαδή, σε ανθρώπινη τάξη».
Τον Προσωπικό Θεό και την μοναδικότητα του ανθρωπίνου Προσώπου καταργεί ο Καζαντζάκης σέ ρήσεις όπως π.χ.: «Όλοι είμαστε ένα. Όλοι είμαστε Θεός», ή «ο Θεός –θέλω να πω: η σημερινή ανώτατη λαχτάρα του ανθρώπου» κ.ά., που οδηγούν τον αποίμαντο αναγνώστη στην αυτοθέωση, την οποίαν, η μεν Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση απορρίπτει ως εωσφορική, οι δε ομάδες της «Νέας Εποχής» προωθούν στους δυτικούς οπαδούς τους, ώστε να τους μεταλλάξουν καταλλήλως, εν όψει τής παγκοσμιοποίησης.
Θεός και Παγκοσμιοποίηση: Απο την πλευρά τους, οι εκδόσεις «Καζαντζάκη», στις οποίες ανήκει το σύνολο των έργων του, έχουν επιλέξει ως έμβλημά τους το σύμβολο Γίν-Γιάνγκ του Ταοϊσμού, ο οποίος «οδήγησε στην ανακάλυψη μιάς ανώνυμης κοσμικής αρχής», ενώ αργότερα ενσωμάτωσε, μεταξύ άλλων, το δόγμα της μετενσάρκωσης και την γιόγκα[ii]. Στον Ταοϊσμό –διευκρινίζουμε εμείς– δεν υπεισέρχονται, ούτε καν ως απλές έννοιες, ο Προσωπικός Τριαδικός Θεός, το Μέγα Έλεός Του και η «ένθεη λογικότητα του κόσμου»[iii], ούτε υπεισέρχονται ως αυταξίες, ο άνθρωπος και η μία και μόνη ζωή του, πόσον μάλλον η κοινωνική ελευθερία και άλλες ανάλογης σημασίας δυτικογενείς ηθικο-θρησκευτικές έννοιες.
Δοθέντος, λοιπόν, ότι, ο θεός του Καζαντζάκη δεν είναι ο Ελεήμων Τριαδικός Θεός, και δοθέντος ότι «ά θύει τα έθνη, δαιμονίοις θύει»[iv] σε ότι αφορά στον Ταοϊσμό, εγείρεται το εξής ερώτημα: με ποιόν «θεό» καλούμεθα να ενωθούμε, μέσω του Καζαντζάκη, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και γιατί;
Αναζητώντας την «Αλήθεια»: Πάντως, σέ διάσπαρτες αναφορές του στο ίδιο “ταξιδογράφημα” –και ιδίως στο ενδεκασέλιδο αφιέρωμά του στον πνευματικό του πατέρα, Φρειδερίκο Νίτσε (1844-1900)– ο Καζαντζάκης αποκαλύπτει αρχικά ότι, η «αλήθεια» αμφοτέρων βασίσθηκε στην ινδουϊστική μεταφυσική αντίληψη ότι, η ζωή είναι ψευδαίσθηση (μιά «Μάγια»): «Ο κόσμος είναι δημιούργημα δικό μου· όλα όσα ξεκρίνω, ορατά κι αόρατα, είναι όνειρο πλάνο. Μία θέληση μονάχα υπάρχει, τυφλή, χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς σκοπό, αδιάφορη, μήτε λογική μήτε παράλογη, άλογη, τεράστια. (…) Πρόοδο δεν υπάρχει, λογικό δεν κυβερνάει τη μοίρα, οι αφηρημένες έννοιες, οι θρησκείες, οι ηθικές, είναι ανάξιες παρηγοριές για τους ανίδεους και τους δειλούς».
Σύμφωνα με την νιτσεϊκή εκδοχή της «Μάγια» –που εμπεριέχει και το δόγμα τής μετενσάρκωσης–, το «σύμπαντο» διέπει μια ανηλεής και αυθαίρετη Δύναμη, η οποία ενυπάρχει στα πάντα (και στους ανθρώπους. Ως εκ τούτου, τα πάντα είναι ένα, τα πάντα είναι “θεός”, και επομένως, όλοι οι άνθρωποι είμαστε ένα, και άρα, όλοι είμαστε “θεός”, και όλοι είμαστε ανηλεείς και αυθαίρετοι. Συγχρόνως, όμως, τίποτα δεν είναι πραγματικό, και τίποτα –ούτε ο ίδιος ο άνθρωπος, ο πόνος, η δυστυχία του και η ζωή του– έχει αξία ή σημασία.
Η «Θέληση να Κυριαρχείς»: Ο Νίτσε αποφάσισε να βελτιώσει την «Μάγια» του, προσθέτοντας ότι, «η ζωή δεν είναι μονάχα θέληση να ζεις· είναι κάτι εντονότερο: θέληση να κυριαρχείς! Δε χορταίνει η ζωή να συντηρείται μονάχα· θέλει ν’ απλώνεται και να καταχτάει»· δηλαδή: «η ουσία της ζωής είναι η λαχτάρα ν’ απλωθεί και να κυριαρχήσει και μονάχα η δύναμη είναι άξια να ‘χει δικαιώματα». Την βελτίωση αυτή –που ίσως εκπήγαζε από μια υποσυνείδητη ανάγκη αντιστάθμισης και υπέρβασης των προσωπικών του ψυχοσωματικών αδυναμιών– υιοθετεί με ενθουσιασμό ο Καζαντζάκης –που είχε, και αυτός, τις δικές του ψυχοσωματικές αδυναμίες.
Ο «Τροχός του Καιρού»: Ακολούθησε το νιτσεϊκό «όραμα του αιώνιου Γυρισμού» του ανθρώπου στην ζωή, το οποίο είναι μια παραλλαγή της μετενσάρκωσης, υπό την έννοιαν ότι, κατ’ αυτήν, ο ίδιος άνθρωπος επανέρχεται στις ίδιες επακριβώς συνθήκες ζωής, αναρίθμητες φορές, και, επομένως: «Καμμιά λοιπόν ελπίδα το μελλούμενο να ‘ναι καλύτερο, καμμιά σωτηρία, πάντα οι ίδιοι, απαράλλαχτοι, θα στρουφογυρίζουμε στον τροχό του καιρού». Παρακάτω, θα δούμε ποια αλλαγή επέφερε ο Καζαντζάκης στο «όραμα» αυτό.
«Ανάξιες Παρηγοριές για Δειλούς»: Καταρρακωμένος, όμως, μετά απο μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση, ο Νίτσε δειλιάζει μπροστά στο «όραμα» του δικού του «αιώνιου Γυρισμού» στις ίδιες συνθήκες: «Όχι, ποτέ ποτέ να μην ξαναζήσω τις ώρες τούτες! Πρέπει ν’ ανοίξω μια θύρα σωτηρίας στον κλειστό κύκλο του αιώνιου Γυρισμού!», τον φαντάζεται να αναφωνεί ο Καζαντζάκης, που συνεχίζει: «Γράφει τον Ζαρατούστρα, καινούρια ελπίδα άστραψε στο νου του, ο νέος σπόρος, ο Υπεράνθρωπος»· διευκρινίζει δε ότι, ο Νίτσε επινόησε τον Υπεράνθρωπο, επειδή «Ο αιώνιος Γυρισμός είναι χωρίς ελπίδα. Ο Υπεράνθρωπος είναι μιά μεγάλη ελπίδα».
Ο Υπεράνθρωπος ως «Λυτρωτής»: Ο Καζαντζάκης περιγράφει το πώς ο Νίτσε νοεί τον Υπεράνθρωπο ως ελπίδα: «Αυτός είναι ο σκοπός της γης, αυτός κρατάει τη λύτρωση. Αυτός είναι η απόκριση στο παλιό του ερώτημα: Μπορεί ο άνθρωπος να εξευγενιστεί; Ναι μπορεί! Κι όχι απο το Χριστό (…) παρά απο τον άνθρωπο τον ίδιο, απο τις αρετές και τους αγώνες μιας καινούριας αριστοκρατίας. Ο άνθρωπος μπορεί να γεννήσει τον Υπεράνθρωπο. Αυτός είναι ο σκοπός της ζωής, η πηγή της ενέργειας, ο Λυτρωτής (…) η νέα χίμαιρα που θα ξορκίσει τη φρίκη της ζωής». Γιατί, όμως, ο Καζαντζάκης χαρακτηρίζει τον νιστεϊκό Υπεράνθρωπο ως χίμαιρα, αφού έτσι τον ακυρώνει ως Λυτρωτή; Στο ερώτημα αυτό θα απαντήσουμε πιο κάτω.
Μεταφυσική Αριστοκρατία: Ως Υπεράνθρωπο-Λυτρωτή, ο Νίτσε  εννοεί έναν συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου, απόλυτα σύμφωνου προς τις δικές του ψυχοπνευματικές ανάγκες, τον οποίον και εξιδανικεύει. Δηλαδή, χρίζει ως Λυτρωτές της ανθρωπότητας τους ολίγους και «εκλεχτούς», που –αρνούμενοι, ή αγνοούντες, τους περιορισμούς που θέτουν στον άνθρωπο οι δυτικογενείς ηθικο-θρησκευτικές «αφηρημένες έννοιες»– διακατέχονται από την «λαχτάρα ν’ απλωθούν και να κυριαρχήσουν» και από την πεποίθηση «πως μονάχα η δύναμη είναι άξια να ‘χει δικαιώματα». Στην ουσία, ο Νίτσε χρίζει ως διαχρονικούς «Λυτρωτές» της ανθρωπότητας τους αδίστακτους δυναμολάγνους εξουσιαστές.
Αλλά, με το να τους χρίζει και ως τους μόνους άξιους να έχουν δικαιώματα στην ζωή, ο Νίτσε θεμελιώνει και μεταφυσικά την επικράτηση μιας νέας κυρίαρχης τάξης “ευγενών”, διά της οποίας διαχωρίζει την ανθρωπότητα στους “δυνατούς” –και ολίγους– και στους πολλούς και “αδύναμους”· στοιχείο το οποίο ο Καζαντζάκης μεγιστοποιεί στα έργα του.
Διόνυσος και Υπεράνθρωπος: Για να περιγράψει την βούληση για κυριαρχία των Υπερανθρώπων-Λυτρωτών του, ο Νίτσε ανατρέχει στην εποχή που «στα στήθη της Ελλάδας βογκούσε το χάος, η μεγάλη πίκρα, η αντίκεια βουλή», επειδή σ’ αυτά κυριαρχούσε «Ένας αχαλίνωτος θεός, ο Διόνυσος», και τους ταυτοποιεί ως τους φορείς του «διονυσιακού πνέματος», της «διονυσιακής μέθης» και των «ακράτητων διονυσιακών δυνάμεων».
Ο Διόνυσος, Λυτρωτής τής Ευρώπης: Απο τον Διόνυσο και τους φορείς της μέθης του –δηλαδή, τους φορείς της βούλησης για κυριαρχία– προσμένει ο Νίτσε την «λύτρωση» της Ευρώπης, διότι, κατ’ αυτόν: «Η Ευρώπη χάνεται και πρέπει να υποβληθεί στην αυστηρή δίαιτα των αρχηγών. Η ηθική που σήμερα κυριαρχεί είναι έργο σκλάβων είναι συνωμοσία που οργάνωσαν οι αδύνατοι και το κοπάδι ενάντια στον δυνατό και τον τσοπάνη. Οι σκλάβοι αναποδογύρισαν με συφεροντολόγα πονηριά τις αξίες: κακός είναι, κήρυξαν, ο δυνατός, ο δημιουργός· καλός είναι ο άρρωστος κι ο ηλίθιος· δεν αντέχουν το πόνο· κατάντησαν φιλάνθρωποι χριστιανοί και σοσιαλιστές. Μονάχα ο Υπεράνθρωπος, σκληρός με τον εαυτό του, μπορεί να χαράξει καινούριες εντολές και να δώσει στις μάζες σκοπούς καινούριους».
Μέ άλλα λόγια, Νίτσε και Καζαντζάκης νοούν ως «λύτρωση» –της Ευρώπης, αλλά και ως δική τους– την αποδέσμευση απο τους ηθικούς φραγμούς και απο τους νόμους και θεσμούς που απορρέουν εξ αυτών, τους οποίους θέτουν στους αδίστακτους και δυναμολάγνους εξουσιαστές, ο αρχαιοελληνικός ανθρωπισμός και ο χριστιανικός θεανθρωπισμός.
Γερμανία κα «Τραγικός Πολιτισμός»: την επαναφορά του «διονυσιακού πνέματος» και των «ακράτητων διονυσιακών δυνάμεων» στην Γερμανία, ο Νίτσε ανίχνευε στην ολοένα πιο έντονη βούληση για κυριαρχία που εξέπεμπε η γερμανική μουσική: «Η γερμανική μουσική, απο τον Μπάχ ίσαμε τον Βάγκνερ, διαλαλεί τον ερχομό του» (σ.σ. του Διονύσου, δηλαδή, τής βούλησης γιά κυριαρχία). Και ήξερε ότι, όταν ο «αχαλίνωτος» αυτός θεός και οι ανεξέλεγκτες δυνάμεις του επικρατήσουν στην Γερμανία, θα γεννήσουν έναν «Νέο “τραγικό πολιτισμό”».
Ο Νίτσε, δηλαδή, ήξερε ότι, όπου κυριαρχεί η άλογη και τυφλή βούληση γιά δύναμη και κυριαρχία, αυτή «συντρίβει την ατομικότητα», «άνθρωποι και θεριά αδελφώνονται, ο θάνατος είναι κι αυτός ένα απο τα προσωπεία της ζωής και το παρδαλό μαγνάδι της πλάνης ξεσκίζεται κι’ αγγίζουμε στήθος με στήθος την αλήθεια: Όλοι είμαστε ένα. Όλοι είμαστε Θεός». Με άλλα λόγια, ο Νίτσε ήξερε τι τραγωδία μέλλει να προκαλέσει η «διονυσιακή μέθη» δυναμολαγνείας –που διέβλεπε ότι (ξανα)κυρίευε τον νου και στην ψυχή των Γερμανών, από τα τέλη ήδη του 19ου αιώνα: ο άνθρωπος θα μεταβληθεί σε απλό ζωικό όν (ο δε δυνατός, σε θηρίο)· ο θάνατος των αδυνάμων δεν θα έχει σημασία, αφού και η ζωή τους δεν θα έχει πια αξία· το πλέγμα των ηθικο-θρησκευτικών ορίων και αξιών θα διαρρηχθεί· όλοι (ιδίως οι δυνατοί) θα θεωρούν ότι όλα τους επιτρέπονται· και θα επικρατήσει το χάος, ο αλληλοσπαραγμός και η απόγνωση.
Προφήτης, ή Τροχιοδείκτης Τυραννίας; Το 1940, ο Καζαντζάκης αποκαλεί τον Νίτσε «προφήτη», ακριβώς διότι εκείνος είχε προβλέψει –σχεδόν τριάντα χρόνια πριν ακόμα και από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο– ότι: «Ο νέος τραγικός πολιτισμός θ’ αναπηδήσει απο τη Γερμανία».
Τό γεγονός ότι, σήμερα, ο Νίτσε επαληθεύεται για τρίτη φορά –αφού πολλοί αναλυτές αναφέρονται πλέον σε μια «γερμανική Ευρώπη» και σε ένα οικονομικό Δ΄ Ράιχ– αποδεικνύει απλώς τα εξής: α)  ότι, οι εξουσιαστές γνωρίζουν ότι, αυτό που προστατεύει την ελευθερία των πολλών απο την τυραννία των ολίγων είναι το σύνολο των ηθικο-θρησκευτικών αξιών του ευρωπαϊκού πολιτισμού (εξ ού και η απέχθειά τους προς τον αρχαιοελληνικό ανθρωπισμό και το μένος τους κατά του χριστιανικού θεανθρωπισμού)· και β) ότι, μελετώντας προσεκτικά τον Νίτσε (και, αργότερα το πνευματικοπαίδι του, τον Καζαντζάκη), οι εξουσιαστές αναγνώρισαν στην αναδυόμενη γερμανική βούληση για κυριαρχία, την ψυχοπνευματική αχίλλειο πτέρνα της Ευρώπης. Και έδρασαν αναλόγως.
Η Εκδίκηση τής Λογικής: Ο Νίτσε –που, εκτός από τον χριστιανισμό, απέρριπτε και την Λογική (και πέθανε διεγνωσμένα παράφρων)– ουδέποτε αποτελείωσε το «Τάδε Έφη Ζαρατούστρας», διότι τα ίδια του τα «οράματα» τον έθεταν ενώπιον των εξής λογικών αδιεξόδων: «Ο αιώνιος Γυρισμός είναι χωρίς ελπίδα· ο Υπεράνθρωπος είναι μια μεγάλη ελπίδα· πώς μπορούν τα δυο αυτά αντικρουόμενα οράματα ν’ αρμονιστούν;». Αφού, δηλαδή, η ανθρωπότητα είναι δεσμευμένη στον τροχό του «αιώνιου Γυρισμού» της προς τις ίδιες επακριβώς συνθήκες ζωής και προς την ίδια επακριβώς «φρίκη» της, πως και απο τι μέλλει να την «λυτρώσει» η κάστα των Υπερανθρώπων-Λυτρωτών;
«Η ψυχή του Νίτσε απο τότε πια φτεροκοπάει στον γκρεμό της παραφροσύνης», γράφει ο Καζαντζάκης· χωρίς παρ’ όλα ταύτα να πάψει να θαυμάζει τον μεν Νίτσε ως «προφήτη» και «Μεγαλομάρτυρα», τον δε Υπεράνθρωπο ως κάστα αδίστακτων εξουσιαστών· αλλά και χωρίς ο ίδιος να επιλύει το πρόβλημα τής λύτρωσης τής ανθρωπότητας απο την «φρίκη της ζωής».
Καζαντζάκης και «Δύναμη»: Και, δεν επιλύει το πρόβλημα αυτό, διότι, απλά, δεν το θεωρεί πρόβλημα. Ως πιο “δυνατός” από τον Νίτσε, ο Καζαντζάκης αφαιρεί το προσωπείο του Διονύσου, για να μας αποκαλύψει μια αόρατη μεν, αλλά απόλυτα υπαρκτή οντότητα, την οποίαν αρχικά αποκαλεί «μεγάλη μυστική Δύναμη». Παραλλήλως, εγκαταλείπει και τα αλληγορικά-μυθολογικά περί  του Υπερανθρώπου ως φορέα των διονυσιακών δυνάμεων, για να τον ταυτοποιήσει πλέον ως φορέα της βούλησης για κυριαρχία της αόρατης αυτής οντότητας, στην οποίαν αποδίδει τις ακόλουθες ιδιότητες:
«Υπάρχει, φαίνεται, μία Δύναμη έξω και μέσα στον άνθρωπο, που θαρρείς ένα και μόνο σκοπό έχει: ν’ ανέβει». Πού; σέ ποιόν ανήφορο; Κανένας δεν ξέρει· κάπου κάπου μονάχα μπορούμε, αφουκραζόμενοι το αίμα μας, να μαντέψουμε το ρυθμό της. Κι όταν μια πράξη, ένας άνθρωπος, ένας στοχασμός, πεταχθούν στο δρόμο της, εμποδίζοντας το ανέβασμα της, την κυριεύει θυμός. Όχι θυμός· λύσσα. Χιμάει, χτυπάει τυφλά, ξεκάνει σωρό καλούς και κακούς, ξεσκίζει η ίδια τις σάρκες της, σα να ‘ταν και το κακό τούτο, και το εμπόδιο τούτο, που μπήκε στο ανηφόρισμά της, σάρκα απο τη σάρκα της· ρυθμός και παράβαση ρυθμού, σα να ‘ταν και τα δυο μέσα στη φύση της. Γι αυτό η φοβερή αυτή Δύναμη δεν μπορεί να σκοτώσει την ατιμία, το έγκλημα, το πάθος, την προστυχιά, χωρίς να πληγώσει βαριά τον εαυτό της». (…) «Πότε χιμάει μανιασμένη να πνίξει το κακό, σα να’ ταν ο μεγαλύτερος της οχτρός, πότε χαίρεται να συντρίβει ό,τι καλύτερο έχει ο κόσμος τούτος. Αν ήταν χωρίς ηθικές λαχτάρες, γιατί τότε να πολεμάει με τόση λύσσα την αδυναμία, την ατιμία, την ψευτιά; Κι αν είχε ηθικές λαχτάρες, γιατί να σκοτώνει με τόση σιγουράδα και κακεντρέχεια τις μεγάλες ψυχές;»
Περιγράφοντας την «Δύναμη» αυτή ως διφυή, ο Καζαντζάκης προσεγγίζει το αντιθετικό ζεύγος δυνάμεων του Γίν-Γιάνγκ. Χαρακτηρίζοντάς την, όμως, ως φοβερή, λυσσαλέα, άλογη, αμείλικτη, αυθαίρετη, κακόβουλη, καταστροφική και ανθρωποκτόνο –καί σέ άλλο σημείο, ως «αχόρταγη, πονηρή και ανήλεη»–, την ταυτοποιεί σαφώς ως το Απόλυτο Κακό, αποδεικνύοντας –αν όχι σε τί «θύει» τα έθνη– σε τί «θύει» ο ίδιος.
Τό Απόλυτο Κακό, Μόνη Πηγή Ζωής: Ο Καζαντζάκης, δηλαδή, δεν επιλύει το πρόβλημα της λύτρωσης της ανθρωπότητας απο την φρίκη της ζωής, διότι θεωρεί το Απόλυτο Κακό ως την μόνη πηγή ζωής, δημιουργίας και ενέργειας και ως την μόνη κινητήριο δύναμη της ανθρωπότητας: «Αν κόψεις όλα τα ελαττώματα απο μια ψυχή, αυτή παραμορφώνεται και μαραίνεται. Γιατί χάνει μερικές, ίσως τις πιο βαθιές, ρίζες της που της φέρνουν θροφή απο τα χώματα. Και της δίνουν δύναμη να βαστάει και ν’ αντέχει στο αποκρουστικό θέαμα της καθημερινής φθοράς και του καθημερινού θανάτου, (…) «μονάχα οι ξεθυμασμένοι –και προ πάντων οι εντελώς ξεθυμασμένοι, οι νεκροί– είναι λυτρωμένοι απο κάθε κακία». (Κατ’ αυτόν, δηλαδή, οι Άγιοί μας ήσαν ζωντανοί-νεκροί.)
Αφουκραζόμενος το Δικό του «Αίμα»: την παρουσία της βούλησης για κυριαρχία της άλογης, κακόβουλης και ανθρωποκτόνου αυτής -αόρατης, αλλά υπαρκτής- οντότητας ο Καζαντζάκης εντοπίζει παντού και στα πάντα. Π.χ., την βλέπει να εκφράζεται στην γοτθική θρησκευτική αρχιτεκτονική ως «κάτι παράφορο κι ορμητικό, μια ένθεη αλλοφροσύνη που συνεπαίρνει ξάφνου τον άνθρωπο και τον κάνει να εξορμάει στην γαλάζιαν ερημιά και να ζητάει να αιχμαλωτίσει τον μεγάλο ανθρωποφάγο κεραυνό που ονομάζουμε “Θεό”». Ακόμα και στις «τίγρες» βλέπει «το πιο αποκαλυπτικό, το πιο αντιπροσωπευτικό δημιούργημα της ζωής. Είναι η καθαρή ουσία της φοβερής δημιουργικής κίνησης, η γυμνή, αχόρταγη, πονηρή, ανήλεη δύναμη, λυγερή πολύ κι όλο ύπουλη επικίντυνη χάρη –απαράλλαχτη σαν το Πνέμα. Αν το Πνεύμα ήταν ορατό, έτσι σαν τον τίγρη θα περπατούσε, και θα ‘τρωγε την ίδια τροφή: κοτρώνια κρέας. Κι έτσι, με το ίδιο κίτρινο μάτι, πιτσιλισμένο αίμα, θα κοίταζε τους ανθρώπους. Όχι σαν οχτρός, ούτε σα φίλος· σαν κρέας».
Την βούληση για κυριαρχία της δύναμης του Απόλυτου Κακού –η οποία βλέπει την ανθρωπόμαζα σαν «κρέας», δηλαδή, σαν απρόσωπη και αναλώσιμη οργανική ύλη– ο Καζαντζάκης εντοπίζει και μέσα του. Εξ άλλου, ο τρόπος με τον οποίον την περιγράφει, μαρτυράει έντονη εμπειρία της επενέργειάς της εντός του.
Μεταγγίζοντας το «Αίμα» του: Αυτήν ενσταλάζει και στους ανυποψίαστους ή αποίμαντους ή άθεους αναγνώστες του, διά της υποβολής. Η πιο συνήθης πρακτική του είναι η χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου, διά του οποίου τους συμπαρασύρει στην δίνη της δικής του εμπειρίας, και στην ένωσή τους με τον δικό του «θεό». Όσοι παρασύρονται χωρίς να το συνειδητοποιούν, γίνονται μοιρολάτρες και υποταγμένοι. Όμως, όσοι βρίσκουν, στην «Δύναμη» αυτή, το άλλοθι για την αγριότητα της δικής τους βούλησης για κυριαρχία, αυτοί αποκτούν την αυτοσυνειδησία των «εκλεχτών», στους οποίους όλα επιτρέπονται, και μεταλλάσσονται σε συνειδητούς Θύτες (όπως οι παγκοσμιοποιητές και οι αρωγοί τους).
Η Φωνή του Δαίμονα: Επί παραδείγματι, με αφορμή τις σαιξπηρικές τραγωδίες –και ενώ μαίνεται ο πόλεμος στην Ευρώπη– ο Καζαντζάκης υποβάλλει στους δυτικούς αναγνώστες του ότι, όλοι αντιλαμβανόμαστε, «μέσα μας», την ύπαρξη μιας «άλλης φωνής»:
«Μέσα μας μια φωνή, ο “ανθρωπος”, είναι φυσικό να πονάει τους ανθρώπους και ν’ αποτροπιάζεται το αίμα· μα μέσα μας υπάρχει και μια άλλη φωνή, που δε νοιάζεται για την ασφάλεια, την καλοπέραση και την ευτυχία του ανθρώπου και ξέρει πως, χωρίς τον Πατέρα Πόλεμο, θα βούρκιαζε, στεκάμενο νερό, η ζωή. Η απάνθρωπη αυτή φωνή μέσα στον άνθρωπο δεν είναι δική μας· είναι κάποιου δαίμονα που ενεδρεύει στην ψυχή του ανθρώπου, απάνθρωπη και υπεράνθρωπη. Ή καλύτερα: Περάνθρωπη, που φωνάζει, και μάχεται για σκοπούς πέρα απο τον άνθρωπο. Κι η φωνή αυτή “ελπίζει” πως ο πόλεμος δε θα πάψει ποτέ».
Βέβαια, αυτοί οι «σκοποί πέρα απο τον άνθρωπο» θα μπορούσαν να παραπέμπουν στις νομοτελειακές «διαδοχικές φάσεις της γενικής μεταβολής των όντων» του Γίν-Γιάνγκ. Όμως, τόσο ο ανθρωποκτόνος «δαίμονας που ενεδρεύει μέσα στην ψυχή μας», όσο και η ανηλεής πηγή εκπορεύσεώς του και τα παρελκόμενά της, παραπέμπουν σαφώς αλλού, γεγονός που ο Καζαντζάκης όχι απλώς γνωρίζει –και όχι μόνον αναγνωρίζει εντός του–, αλλά μεταλαμπαδεύει και σε εμάς, μεταλλάσσοντάς μας, άλλους μεν σε θύτες, άλλους δε σε θύματα.
Η «Δύναμη που Σκοτώνει» και η Αριστοκρατία της: Άλλο παράδειγμα αθέατης μύησής μας στον δικό του «θεό» είναι το εξής: με το επιχείρημα ότι, ο θάνατος του ήρωα της σαιξπηρικής τραγωδίας αφήνει πίσω του μια «μυστηριώδη ουσία», η οποία δίνει στον ήρωα «ακατάλυτη ζωή», ο Καζαντζάκης μάς υποβάλλει ότι:
«Γι’ αυτό νιώθουμε ανεξήγητη ανακούφιση στο τέλος της τραγωδίας. Μιαν παράξενη συμφιλίωση με την Δύναμη που σκοτώνει. Συμφιλίωση μονάχα; Μπορεί, θαρρώ, κι ευγνωμοσύνη». «Γιατί η Δύναμη αυτή πρώτη φορά μας δίνει την ευκαιρία να μαντέψουμε, βλέποντας τον ήρωα να συντρίβεται όρθιος κάτω απο το βάρος αλάκερου του Σύμπαντου, πως η ψυχή του ανθρώπου πρέπει να’ ναι κάτι φοβερό, και μέσα στην ψυχή του ανθρώπου μια άλλη δύναμη, πολύ πιο φοβερή ακόμα, όλο ποιότητα, που καταφρονάει, και πέρα απο το θάνατο, την τυφλή όλο χτηνωδία ποσότητα».
Με πρόσχημα, δηλαδή, τις σαιξπηρικές τραγωδίες, ο Καζαντζάκης μας μυεί στον πυρήνα της –απογυμνωμένης από μυθολογικές αλληγορίες– δικής του «αλήθειας», η οποία είναι ότι: όποιος θέλει να ανήκει –ή αισθάνεται ότι ανήκει– στην μεταφυσική αριστοκρατία των Αδίστακτων, αποδέχεται ότι, οι ποιοτικές, «ζωντανές» και δυνατές ψυχές καταφρονούν την ζωή της «τυφλής όλο χτηνωδία ποσότητας», που, γι’ αυτές, είναι απλό «κρέας». Αποκαλεί, μάλιστα, τα έργα του Σαίξπηρ την «Βίβλο του ελεύτερου ανθρώπου», διότι ο τρόπος με τον οποίον ο ίδιος τα ερμηνεύει, τον συμφιλιώνει με την δική του βούληση κυριαρχίας και με τα δικά του ανθρωποκτόνα ένστικτα, και έτσι τον απελευθερώνει απο κάθε τύψη και ενοχή. Εξ ού και η ευγνωμοσύνη του προς «την Δύναμη που σκοτώνει».
Τό Δίκαιο Ανήκει στην Δύναμη: Σημειωτέον ότι, την ίδια στιγμή που οι δυνάμεις του ναζισμού εφορμούσαν κατά της υπόλοιπης Ευρώπης, ο Καζαντζάκης –που, όπως ο Νίτσε, απεχθανόταν τον δυτικό πολιτισμό και πίστευε ότι, «Ο νέος τραγικός πολιτισμός θ’ αναπηδήσει απο τη Γερμανία»– έγραφε με αγαλλίαση: «Ξεσκίσθηκαν οι μάσκες, γκρεμίστηκε η πίστη, άνοιξαν οι καταπαχτές που κρατούσαν καταχωμένες τις μέσα μας απάνθρωπες δυνάμεις». «Βρισκόμαστε πια, μπαίνουμε πια, στην αρχή. Δεν είναι πια παρακμή η εποχή μας, όπως σου αρέσει να πιστεύεις, για να δικαιολογήσεις την ύπαρξή σου· είναι ακμή απο τεράστιες δυνάμες, βάρβαρες μπορεί, μα έτσι αρχινούν πάντα οι πολιτισμοί». Προς επίρρωση δε αυτού, προσέθετε: «Ο Τσιγκισχάνος[v] φορούσε ένα σιδερένιο δακτυλίδι κι απάνω ήταν χαραγμένες δύο λέξες: “Ραστί-Ρουστί”, Δύναμη, Δίκιο. Η εποχή μας φόρεσε το σιδερένιο τούτο δαχτυλίδι».
Με γνώμονα, δηλαδή, ότι το δίκαιο ανήκει στην δύναμη –όπως επιτάσσουν και τα αμφιλεγόμενης προέλευσης «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών»– ο Καζαντζάκης έβλεπε τις δυνάμεις του Τρίτου Ράιχ, όχι ως απλούς φορείς της αμέσως επόμενης από τις «διαδοχικές φάσεις της γενικής μεταβολής των όντων» του Γίν-Γιάνγκ, αλλά ως φορείς της βούλησης για κυριαρχία της ανηλεούς «Δύναμης που σκοτώνει». Και, τις θαύμαζε ακριβώς γι’ αυτό. Τον θαυμασμό δε αυτόν επιβάλλει στους ανυποψίαστους αναγνώστες του διά του πνευματικού εκβιασμού –δηλαδή, περιφρονώντας ως “κατώτερο” όποιον διαφωνεί.
Οι Αδίστακτοι Εφορμούν: Τις βάρβαρες αυτές δυνάμεις, ο Καζαντζάκης εξυμνεί διθυραμβικά: «Οι ζωντανές αυτές ψυχές ρίχνουνται στη δράση. Περιφρονούν το πνέμα, είδαν τη χρεοκοπία της παλιάς γενεάς. (…) Είδαν και σιχάθηκαν, και ρίχτηκαν να γκρεμίσουν ένα τέτοιο συγκρότημα καμουφλαρισμένης σκλαβιάς, καλοπέρασης και ψευτιάς. Κάνουν έφοδο. Οι καλύτεροι νέοι του κόσμου σήμερα δε γράφουν, ενεργούν. Αντικρύζουν ηρωικά τον θάνατο, τους κυριεύει ένθεη μανία, άνοιξε η καταπαχτή και τινάχτηκαν οι υποχθόνιες δύναμες απο τα παμπάλαια ιερά σκοτάδια του υποσυνείδητου και κάνουν έφοδο».
Το γεγονός, όμως,  ότι, θεωρεί «νεκρούς» τους «λυτρωμένους απο κάθε κακία», επιβεβαιώνει ότι: ο Καζαντζάκης θαυμάζει ως «ζωντανές ψυχές» τις δυνάμεις του ναζισμού, επειδή τις αναγνωρίζει ως ψυχές υποδουλωμένες σέ κάθε κακία· δηλαδή, τις θαυμάζει ακριβώς επειδή είναι φορείς της βούλησης για κυριαρχία της Δύναμης του Απόλυτου Κακού που διέπει το δικό του «σύμπαντο».
Οι Αδίστακτοι, Γεννήτορες Πολιτισμών: Ο Καζαντζάκης παραλλάσσει και τον νιτσεϊκό «τροχό του καιρού» ως εξής: αποδέχεται μεν ως αναπόδραστο τον «αιώνιο Γυρισμό» στην ζωή της κάστας των αδίστακτων εξουσιαστών, όχι όμως ως μετενσάρκωση των ιδίων ανθρώπων στις ίδιες συνθήκες ζωής, αλλά ως φορείς των συνεχών επανεκδηλώσεων της βούλησης για κυριαρχία της «δύναμης που σκοτώνει». Με την παραλλαγή αυτήν, οι αδίστακτοι εξουσιαστές δεν νοούνται πλέον ως νιτσεϊκοί διονυσιακοί Υπεράνθρωποι-Λυτρωτές, αλλά ως ανηλεείς, καταστροφείς, θύτες, άρπαγες και ανθρωποκτόνοι. Και αυτοί συνιστούν την δική του εκδοχή του Υπεράνθρωπου. Αυτούς εξιδανικεύει, και γι’ αυτό τον προβάλλουν οι παγκοσμιοποιητές.
Με το σαθρό δε επιχείρημα ότι, «μα έτσι αρχινούν πάντα οι πολιτισμοί», ο Καζαντζάκης προβάλλει ως νομοτελειακά επιβαλλόμενες τις αενάως επαναλαμβανόμενες (εκάστοτε διαφορετικές) εφορμήσεις της βούλησης για κυριαρχία της κάστας των (εκάστοτε διαφορετικών) δικών του «εκλεχτών» Υπερανθρώπων –για τους οποίους ισχύει «το δίκαιο ανήκει στην δύναμη» και «Το “Θέλω” είναι ο Νόμος»–, εναντίον (της εκάστοτε διαφορετικής ανθρωπόμαζας) των αδυνάμων, χωρίς κανένα έλεος έναντι αυτών, και με μόνη σταθερά ότι: «οι σκλάβοι πρέπει να υπηρετούν».
Φυσική Νομοτέλεια, η Ευτυχία των Ολίγων: Το γεγονός ότι, τέτοιου είδους «πολιτισμοί» έχουν διαχρονικά αποδειχθεί «τραγικοί», ακριβώς επειδή -βασιζόμενοι σ’ αυτή τη «φυσική» ηθική- εκθέτουν τους πολλούς στην τυραννία των ολίγων, ουδόλως ενοχλεί τον θαυμαστή του Τζένγκινς Χάν. Και τούτο, διότι ο ίδιος –επιλέγοντας να αρνείται τον ενανθρωπήσαντα Θεό, ο Οποίος κατέρριψε το αναπόδραστο της φυσικής νομοτέλειας δια των θαυμάτων Του, δια του σταυρικού Του μαρτυρίου και δια της Αναστάσεώς Του- υποβάλλει στους ανυποψίαστους δυτικούς αναγνώστες του ότι: ο άνθρωπος «έπλασε ιδανικά καθαρά ανθρώπινα, πλάσματα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του –τη δικαιοσύνη, την ισότητα, την ευτυχία για όλους. Αυτά δεν υπάρχουν πουθενά έξω απο την επιθυμία του ανθρώπου. Η ζούγκλα που ονομάζουμε ουρανό και γη έχει άλλους νόμους, ολότελα αντίθετουςτην αδικία, την ανισότητα, την ευτυχία για λίγους, που κι αυτή περνάει και χάνεται σαν αστραπή».
Μύηση στην Αναπόδραστη Φρίκη: Με το Απόλυτο Κακό να διέπει νομοτελειακά τα πάντα και με τους καζαντζάκειους Υπερανθρώπους ως εκφραστές της βούλησής του για κυριαρχία, η φρίκη της ζωής είναι αναπόδραστη, και γι’ αυτό ο Καζαντζάκης χαρακτηρίζει ως χίμαιρα τον νιτσεϊκό Υπεράνθρωπο-Λυτρωτή. Δεν υπάρχει λύτρωση, δεν υπάρχει σωτηρία, δεν υπάρχει ελπίδα. Αυτή είναι η δική του –αντίστροφη«καλή Αγγελία», αυτή τον γεμίζει χαρά, και αυτήν ευαγγελίζεται στα έργα του ο Καζαντζάκης, και γι’ αυτό τον προβάλλουν οι παγκοσμιοποιητές.
Ο Πατέρας του Υπερανθρώπου: Τέλος, ο Καζαντζάκης χαρακτηρίζει τον δικό του Υπεράνθρωπο, ως «ανεξάρτητο πεινασμένο οργανισμό» και ως «επικίντυνο σπόρο», διότι έχει απόλυτη επίγνωση τίνος γέννημα είναι. Λογοτεχνική δε αδεία, απευθύνεται προς τον παραφρονήσαντα Νίτσε –με κάποια συγκατάβαση, μάλιστα, μιας και εκείνος δεν αποτόλμησε να αναζητήσει την «αλήθεια» πέρα από τον Διόνυσο– για να αποκαλύψει τόσο σέ εκείνον, όσο και σε εμάς, τον πραγματικό γεννήτορα του «επικίντυνου» αυτού σπόρου: «Ω Μεγαλομάρτυρα πατέρα του Υπερανθρώπου», «τώρα μονάχα –πολύ αργά– το νοιώθεις, δεν είναι ο σπόρος δικός σου. Τον εμπιστεύθηκε στα σπλάχνα σου μια δύναμη πολύ σκληρότερη, πολύ πιο απάνθρωπη κι απο τον πιο σκληρό κι απάνθρωπο λογισμό σου. Εμείς είμαστε μονάχα οι θηλυκές καρδιές, κι ένας φοβερός αόρατος Δράκος είναι ο άντρας που σπέρνει».
Ο Θεός του Καζαντζάκη: Ο Καζαντζάκης, δηλαδή, έχει απόλυτη επίγνωση ότι: ο φοβερός αόρατος Δράκος –που εμφυτεύει στην ψυχή τής μεταφυσικής αριστοκρατίας των «εκλεχτών», την απόλυτη λατρεία της Ανηλεούς Δύναμης, οδηγώντας τους στις πιο απάνθρωπες σκέψεις και ενέργειες– έχει ταυτοποιηθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως ο «Δράκων»· ότι είναι Πνεύμα· ότι είναι προσωποποίηση και υποκινητής κάθε κακού· ότι είναι εχθρός του Τριαδικού Θεού και των ανθρώπων, και ότι είναι ανθρωποκτόνος. Παρ’ όλα ταύτα, όχι μόνον δεν αποτάσσεται τον Δράκοντα αυτόν, αλλά –επιλέγοντάς τον ως την δική του μόνη «αλήθεια»– υποτάσσεται σ’ αυτόν· και εκστασιάζεται και αγαλλιά με τις ανθρωποκτόνες εφορμήσεις των δυνάμεών του κατά της ανθρωπότητας· και τον υπηρετεί πιστά, μυώντας τους ανυποψίαστους δυτικούς αναγνώστες του στο αναπόδραστο της «φρίκης» που η εξουσία του Δράκοντος αυτού επιφέρει στην ζωή τους.
Μέ αυτόν τον «θεό» καλούμεθα, άραγε, να ενωθούμε, όταν ο «νέος τραγικός πολιτισμός» των αδίστακτων εξουσιαστών της παγκοσμιοποίησης «αναπηδάει απο την Γερμανία», βυθίζοντας –για άλλη μια φορά– την Ευρώπη στο χάος, στον αλληλοσπαραγμό και στην απόγνωση;
Θύτες, Θύματα, ή Ελεύθεροι; Αν ναι, τότε καλούμεθα, είτε να συνεργήσουμε συνειδητά με τον «θεό» αυτόν, επιφέροντας την «φρίκη» του στην ζωή των άλλων· είτε να υποταχθούμε αδιαμαρτύρητα σ’ αυτόν, αποδεχόμενοι μοιρολατρικά την «φρίκη» του στην δική μας ζωή. Σύμφωνα, όμως,  με την Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση, και οι δύο αυτές επιλογές απαιτούν να εκδιώξουμε  αυτοβούλως απο την καρδιά μας τον Προσωπικό Τριαδικό Θεό και το Μέγα Έλεός Του, και να απεμπολήσουμε αυτοβούλως από την ψυχή μας, και από την ζωή μας, το πολυτιμώτερο δώρο Του: την ελευθερία μας.
____________________________
(i).-Όλα τα πλάγια στοιχεία ανήκουν στο “ταξιδογράδημα” «Ταξιδεύοντας-Αγγλία», και ακολουθούν την ορθογραφία και την στίξη του βιβλίου-προσφοράς της εφημερίδας. Όλες οι υπογραμμίσεις και τά έντονα στοιχεία είναι δικά μας.
(ii).- Το Γίν και το Γιάνγκ συμβολίζουν, αντιστοίχως, «τον πατέρα και την μητέρα της μεταβολής και της μεταμόρφωσης, την αρχή και το τέλος της ζωής και του θανάτου και την πηγή της μυστικής κίνησης φωτός και σκότους». Συμβολίζουν, επίσης, το αδιαχώριστο αντιθετικό ζεύγος δυνάμεων, «η αντίθεση των οποίων δεν νοείται απόλυτα, ούτε ως πάλη του καλού και του κακού, αλλά μάλλον ως διαδοχικές φάσεις της γενικής μεταβολής των όντων». Βλ. Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Τόμος «ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ».
(iii).-«H σταθερότητα και το αμετακίνητο στην αίσθηση και επίγνωση της ένθεης λογικότητας (Logosnost) του κόσμου χαρακτηρίζει τους αγγέλους και τους αγίους. Πλήρης απουσία αυτής της αισθήσεως και της επιγνώσεως χαρακτηρίζει τους δαίμονες και τους ανθρώπους τους πωρωμένους στο κακό. Αμφιταλάντευση σ' αυτή την αίσθηση είναι ο κλήρος των ολιγόπιστων ανθρώπων. O παράδεισος συνίσταται στην σταθερή και αμετακίνητη αίσθηση και επίγνωση της ένθεης λογικότητας του κόσμου που δημιουργήθηκε από τον Θεό Λόγο. O διάβολος γι' αυτό είναι διάβολος, γι' αυτό ολοκληρωτικά και αιώνια αρνείται την λογικότητα και λογική στον κόσμο». Ιουστίνος Πόποβιτς, †Aρχιμανδρίτης, Oδός Θεογνωσίας, Eκδόσεις Γρηγόρη, Aθήνα 1985.
(iv) ορ. 10, 20 («ό,τι θυσιάζουν οι ειδωλολάτρες, τα θυσιάζουν στα δαιμόνια, και όχι στον Θεό»).
(v) νοεί τον Τζένγκινς Χάν (1154-1227), αρχηγό των Τατάρων και ιδρυτή της πρώτης μογγολικής αυτοκρατορίας, ο οποίος ισχυριζόταν ότι είχε θεία αποστολή να κατακτήσει τον κόσμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)