15/3/14

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά για το Ισλάμ

Ο αυριανός (Β΄ Κυριακή Νηστειών) εορτασμός του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αλλά και οι τρέχουσες εξελίξεις με την υπερψήφιση από την πλειοψηφία των καθηγητών του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ της πρότασης για ίδρυση Κατεύθυνσης ισλαμικών σπουδών, καθιστούν επίκαιρη όσο ποτέ την παρακάτω αναφορά του Πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση, Ομοτίμου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, στη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά για το Ισλάμ. Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του π. Θεοδώρου Ζήση, «ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ, Άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων Μαρτύρων» (δείτε το σε ηλεκτρονική μορφή ΕΔΩ). Γράφει λοιπόν ο π. Θεόδωρος:
Όλοι λοιπόν οι Άγιοι, ανεξαιρέτως, έχουν αρνητική και απορριπτική θέση για το Ισλάμ και τον "προφήτη" του. Από της πλευράς αυτής, της καθαρά ερευνητικής, έχει δίκαιο ο Αστέριος Αργυρίου, όταν διαπιστώνει, ότι «καθόλη τη βυζαντινή περίοδο και μέχρι μια αρκετά πρόσφατη εποχή η αρνητική στάση του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού θα επικρατήσει σ' ολόκληρη τη χριστιανική θεολογία»71.
Τουλάχιστον δεν επιχειρεί να νοθεύσει την αλήθεια και να την αλλοιώσει, όπως μερικοί άλλοι που θεωρούν ως προδρόμους και πρότυπα των σημερινών διαλόγων τους Αγίους Πατέρες. Είναι μόνον λυπηρό που ο εν λόγω ερευνητής στη συνέχεια δεν συμφωνεί με αυτήν την καθολικά αρνητική θέση των αγίων, και επαινεί σημερινούς επιστήμονες που βλέπουν θετικά το Ισλάμ, γιατί λέγει τους βοήθησαν σ' αυτό «η γενναιότητα της ψυχής τους και η βαθιά τους πίστη», σαν να εστερούντο αυτές τις αρετές οι Άγιοι Πατέρες. Γράφει επί λέξει: «Οι επιστήμονες όμως που ανέφερα - καθώς και πολλοί άλλοι συνάδελφοι και μαθητές τους - διακρίνονταν επίσης για τη γενναιότητα της ψυχής τους και για τη βαθιά τους πίστη. Οι δύο αυτές αρετές, τα δύο αυτά θεία χαρίσματα, τους βοήθησαν ώστε να αναγνωρίσουν στο Ισλάμ τη θρησκεία που δοξολογεί τον ίδιο με μας Θεό, το Θεό του Αβραάμ, τον κοινό Πατέρα όλων των πιστών. Οι ίδιες ακριβώς αρετές χαρακτηρίζουν και όλους τους χριστιανούς, καθολικούς, προτεστάντες και ορθοδόξους, που τα πενήντα τελευταία χρόνια, κυρίως από τη δεκαετία του '60 και ύστερα, αποφάσισαν να εργαστούν για την προώθηση του ισλαμοχριστιανικού διαλόγου και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσέγγιση και καλύτερη γνωριμία μεταξύ των δύο αυτών αποκεκαλυμμένων θρησκειών»72. Να! λοιπόν. Οι ενάρετοι και χαρισματούχοι επιστήμονες της τελευταίας πεντηκονταετίας, σε διαφορετική πορεία από τους Αγίους Πατέρες χιλίων τετρακοσίων περίπου ετών. Των αγίων όμως η αρετή και η σοφία, ως και τα θεία χαρίσματα, είναι αποδεδειγμένα θεόθεν και απτά· εμείς αυτούς ακολουθούμε. οι άλλοι μπορούν να περιμένουν και θα περιμένουν εις μάτην την θεόθεν αναγνώριση της αρετής και των χαρισμάτων τους. Ας δούμε λοιπόν τί λέγει σχετικώς ο όντως άγιος και χαρισματούχος, ο κήρυξ του φωτός και της Χάριτος, «Ορθοδοξίας ο φωστήρ, Εκκλησίας το στήριγμα και διδάσκαλος, των μοναστών η καλλονή, των θεολόγων υπέρμαχος απροσμάχητος», ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
ε'. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Δεν διενοήθη ούτε επεδίωξε ποτέ ο Άγιος Γρηγόριος να οργανώσει διάλογο και συνάντηση με τους Μουσουλμάνους. Αναγκάσθηκε να συνομιλήσει μαζί τους, υπό τραγικές μάλιστα συνθήκες, χωρίς να διστάσει να ομιλήσει υπέρ της αληθείας, με κίνδυνο μάλιστα της ζωής του. Αξίζει να αντιπαραβάλει κανείς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξήγαγε τον διάλογο ο αιχμάλωτος στους Αγαρηνούς αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, περιτριγυριζόμενος από αγρίους Μουσουλμάνους που ήσαν έτοιμοι να κινηθούν εναντίον του, αν έλεγε κάτι προσβλητικό για τον προφήτη και την θρησκεία τους, με την φιέστα της Ασίζης, και τα πολυτελή και άνετα ξενοδοχεία ή ιδρύματα, όπου φιλοξενούνται και σιτίζονται οι διεξάγοντες σήμερα τους διαθρησκειακούς διαλόγους. Η απόλαυση αυτών των παροχών, των διευκολύνσεων, των αναγνωρίσεων της επιστημονικής αξίας και των τιμών, είναι καλό κίνητρο για να είναι κανείς συνεργάσιμος, διαλλακτικός, "αντικειμενικός", "αμερόληπτος" και όχι απόλυτος και αποκλειστικός. Μικρών δυνατοτήτων επιστήμονες έχουν ανάγκη προβολής και καταξιώσεως, πλουτισμού των βιογραφικών τους υπομνημάτων, ενώ φιλόδοξοι κληρικοί και θεολόγοι επιδιώκουν περαιτέρω άνοδο και κατάληψη θέσεων στα οικουμενικά συμβούλια και στις επιτροπές.
Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς καταξιωμένος αγωνιστής της Ορθοδοξίας, αφού συνέτριψε τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό και αποκάλυψε τις πλάνες του Παπισμού, με μία άκρως αντιοικουμενιστική, φονταμενταλιστική, θα έλεγαν πολλοί σήμερα, στάση, εξελέγη για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης το 1347 «τάξει και νόμω πνευματικής αναβάσεως... ου κλέψας την εξουσίαν, ουδ' αρπάσας, ου­δέ διώξας την τιμήν, αλλ' υπό της τιμής διωχθείς, ουδ' ανθρωπίνην χάριν, αλλ' εκ Θεού και θείαν δεξάμενος», όπως λέγει ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος για τον Μ. Βασίλειο73. Λόγω της αντιδράσεως του κινήματος των Ζηλωτών δεν κατέστη δυνατή η ενθρόνισή του, παρά μόνον μετά από τρία έτη, τον Δεκέμβριο του 1350. Το τριετές αυτό διάστημα από της εκλογής μέχρι της ενθρονίσεως διήλθεν εις το Άγιον Όρος και εις την Λήμνον, την οποία επί διετίαν εποίμανε ως τοποτηρητής. Και μετά την ενθρόνισή του όμως και την παλλαϊκή και ενθουσιώδη υποδοχή των Θεσσαλονικέων δεν ήταν αδιατάρακτη η ποιμαντορία του, κυρίως λόγω των δυναστικών διενέξεων μεταξύ των δύο αυτοκρατορικών οικογενειών, των Παλαιολόγων και των Καντακουζηνών. Σε κάποια μεσολαβητική, ειρηνευτική του αποστολή στην Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο του 1354, το πλοίο που τον μετέφερε από την νήσο Τένεδο αναγκάσθηκε λόγω θαλασσοταραχής, να προσεγγίσει τις ακτές της ευρωπαϊκής ακτής της Καλλίπολης, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία είχαν διαπεραιωθή από την ασιατική πλευρά οι Τούρκοι, εκμεταλλευόμενοι τον πανικό και την αποδιοργάνωση που είχε προκαλέσει ο καταστρεπτικός σεισμός της 2ας Μαρτίου του 1354, χωρίς να προβληθεί καμμία αντίσταση από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Εκεί λοιπόν συνελήφθη ο Άγιος Γρηγόριος αιχμάλωτος από τους Τούρκους μαζί με την συνοδεία του και υπέστη τα πάνδεινα. Ενώ βρίσκεται στα χέρια των Τούρκων, σε επιστολή που στέλνει Προς την εαυτού εκκλησίαν, την εκκλησία Θεσσαλονίκης, τους χαρακτηρίζει ως «τους πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτους». Εκτιμούσε ότι η αιχμαλωσία του ήταν έργο της Θείας Προνοίας που απέβλεπε αφ' ενός μεν να κηρύξει το Ευαγγέλιο προς τους αλλοπίστους Μουσουλμάνους και αφ' ετέρου να ενισχύσει τους Χριστιανούς, ώστε να αποφύγουν τον εξισλαμισμό λόγω των πιέσεων που ασκούσαν οι Τούρκοι κατακτηταί. Προοδοποιεί εδώ ο Άγιος Γρηγόριος το έργο των μεγάλων Αγίων της Τουρκοκρατίας, του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και των Κολλυβάδων, διαγράφει την οδό της ομολογίας και της παρρησίας στους αναγκαστικούς διαλόγους με τους κατακτητάς, στους αληθινούς διαθρησκειακούς διαλόγους, οι οποίοι εγέννησαν στη συνέχεια το πλήθος των Νεομαρτύρων. Τί γεννούν και τί παράγουν οι σημερινοί διαθρησκειακοί διάλογοι; Ασφαλώς όχι μάρτυρας και απολογητάς, αλλά χλιαρούς και αδιαφόρους περί την πίστιν αποστάτας της Ορθοδοξίας.
Συνολικά κατά την διάρκεια της ταλαιπωρίας του από πόλη σε πόλη, η οποία οφείλεται εις το ότι πληροφορηθέντες οι Τούρκοι ότι ήτο επιφανής και διάσημος αρχιερεύς, ζητούσαν υπέρογκα χρηματικά ποσά ως λύτρα, διεξήγαγε τρεις διαλόγους ο Άγιος Γρηγόριος με θεολόγους του Ισλάμ, στους οποίους σύντομα θα αναφερθούμε. Η πρώτη συζήτηση περιγράφεται σε επιστολή προς την Εκκλησία του74, η δεύτερη συζήτηση στην ίδια επιστολή και σε άλλη του επιστολή από την αιχμαλωσία προς ανώνυμο παραλήπτη75, και η τρίτη συζήτηση «Προς τους αθέους Χιόνας»76, εξισλαμισθέντες πρώην Χριστιανούς, καταγράφτηκε σαν ένα είδος πρακτικών, από τον ιατρό Ταρωνείτη, που προσεκλήθη από Χριστιανούς για να βοηθήσει τον ασθενήσαντα από τις ταλαιπωρίες Άγιο Γρηγόριο.
Γράφοντας λοιπόν «Προς την εαυτού εκκλησίαν» κρίνει ότι ήταν μέτρο της προνοίας του Θεού η αιχμαλωσία του: «Δοκεί γαρ μοι διά της οικονομίας ταύτης φανερούσθαι τα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του επί πάντων Θεού, και αυτοίς τοις πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτοις, ως αναπολόγητοι ώσιν επί του μέλλοντος αυτού φρικωδεστάτου βήματος, εγγύς όντος ήδη, δι' ην οικονομίαν, ως από των εκβάντων έστι συνοράν, και ημείς παρεδόθημεν ταις τούτων χερσίν, άμα προς μικράν έκτισιν των πολλών εις Θεόν ημετέρων αμαρτημάτων»77. Οι σημερινές συναντήσεις και διάλογοι δεν γίνονται για καμμία οικονομία θεϊκή, ούτε καθιστούν αναπολογήτους τους Μουσουλμάνους, αφού δεν μαθαίνουν από αυτούς την αλήθεια του Ευαγγελίου· γίνονται για ανθρώπινες οικονομίες, όπως και αν εκλάβει κανείς τον όρο. Από την Καλλίπολη, όπου συνελήφθησαν, μεταφέρθηκαν οι αιχμάλωτοι ομαδικά στην Λάμψακο υπό σκληρές συνθήκες, γύμνιας, πείνας, στερήσεων, σωματικών κακώσεων ο ηγεμών των βαρβάρων ήλπιζε ότι θα εισπράξει χιλιάδες νομισμάτων για την απελευθέρωση του Αγίου Γρηγορίου, οι δε φανατικοί στην πίστη Μουσουλμάνοι εξεδήλωναν την μανία τους εναντίον του και επεδίωκαν να τον υποχρεώσουν σε θεολογικό διάλογο, γιατί πίστευαν ότι η αιχμαλωσία τους ήταν τιμωρία από τον Θεό εξ αιτίας της ασεβούς πίστεως των Χριστιανών. Αγανακτεί στο σημείο αυτό ο Άγιος Γρηγόριος γιατί «το δυσσεβές και θεομισές και παμμίαρον τούτο γένος» μεγαλαυχεί και πιστεύει ότι λόγω της ευσέβειας και θεοφιλίας του επικρατεί επί του Γένους των Ρωμηών. Υπενθυμίζει ότι κατά το Ευαγγέλιο «ο κόσμος ούτος εν τω πονηρώ κείται»78 και ότι στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου κυριαρχούν οι κακοί και δούλοι των κάτω, που εκβιάζουν με τα όπλα και εκπορθούν τα γειτονικά εδάφη. Μέχρι των χρόνων του Μ. Κωνσταντίνου κυβερνούσαν τον κόσμο οι ειδωλολάτρες, που δεν είχαν βέβαια την εύνοια του Θεού. Οι Μουσουλμάνοι έπαθαν ό,τι και οι ειδωλολάτρες Έλληνες, για τους οποίους λέγει ο Απόστολος Παύλος ότι τους παρέδωσε ο Θεός «εις αδόκιμον νουν», διότι «γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν». Το ίδιο και οι Μουσουλμάνοι, ενώ ισχυρίζονται ότι ο Χριστός είναι Λόγος του Θεού και Πνεύμα, ότι ετέχθη εκ παρθένου, εδίδαξε θεία πράγματα, ανελήφθη στους ουρανούς και θα έλθει να κρίνει τον κόσμο, εν τούτοις δεν τον δέχονται ως Θεό, ως Θεάνθρωπο Λόγο, αλλά «ηλλάξαντο την αλήθειαν εν τω ψεύδει και επίστευσαν και εσεβάσθησαν και ηκολούθησαν ανθρώπω ψιλώ τε και θνητώ και τεθαμμένω, Μωάμεθ ούτος, παρά τον Θεάνθρωπον και αείζωον και αΐδιον Λόγον». Η συνέχεια των όσων λέγει ο Άγιος Γρηγόριος αποτελούν ολοκληρωτική άρνηση και κατεδάφιση του Ισλάμ. Επειδή λοιπόν αστόχησαν στην πίστη, όπως οι ειδωλολάτρες, τους παρέδωσε ο Θεός «εις αδόκιμον νουν και εις πάθη ατιμίας». η πίστη τους και η ζωή τους είναι θεομισείς και απάνθρωπες. Έχουν φθάσει σε τέτοιο σημείο παραλογισμού, ώστε όχι μόνον δικαιολογούν τα όσα πράττουν, αλλά νομίζουν ότι και ο Θεός επιδοκιμάζει τις πράξεις τους. Επικαλείται για την κρίση του αυτή την προσωπική του πλέον εμπειρία. Λέγει το κείμενο: «Επεί γουν γνόντες περί ων ο Λόγος τον Χριστόν ουχ ως Χριστόν εδόξασαν η εσεβάσθησαν, "παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις αδόκιμον νουν" και "πάθη ατιμίας", ώστε βιούν αισχρώς και απανθρώπως, και θεομισώς, και κατά τον εκ παιδός υπό Θεού μεμισημένον και της πατρικής ευχής απωσμένον Ησαύ, επί τόξω και μαχαίρα και ασωτία ζην, επεντρυφώντας ανδραποδισμοίς, φόνοις, λεηλασίαις, αρπαγαίς, ακολασίας μοιχείαις, ανδρομανίαις. Και ου μόνον αυτοί τα τοιαύτα πράττουσιν, αλλ' ω της παρανοίας, και τον Θεόν συνευδοκείν τούτοις οίονται. Ούτως εγώ περί τούτων διανοούμαι, τα κατ' αυτούς νυν ειδώς ακριβέστερον»79.
Ακούτε όλοι εσείς, πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, θεολόγοι, ειρηνοποιοί και αγαπητικοί, που τολμάτε και επικαλείσθε τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά ως συνήγορο των ιδικών σας θετικών εκτιμήσεων για το Ισλάμ. Γιατί κρύβετε την αλήθεια και την συσκοτίζετε; Φοβάστε το φως του Ευαγγελίου και των Αγίων Πατέρων, γιατί αποτελούν έλεγχο των ιδικών σας πράξεων. Δεν τελειώσαμε όμως με τον Άγιο Γρηγόριο, γιατί έχει και άλλες ενδιαφέρουσες διαθρησκειακές θέσεις, και θα συνεχίσουμε. Εδώ πάντως στο χωρίο που παραθέσαμε κονιορτοποιείται το επιχείρημα των διαθρησκειακών "θεολόγων" περί του ότι το Ισλάμ γνωρίζει και αναγνωρίζει τον Χριστό ως προφήτη και διδάσκαλο. Τόσο το χειρότερο, εφ' όσον είναι γνωστόν ότι "ο γνους και μη ποιήσας δαρήσεται πολλάς"· η γνώση των περί Χριστού επιβαρύνει περισσότερο τους Μουσουλμάνους, διότι «γνόντες τον Χριστόν ουχ ως Χριστόν εδόξασαν ή εσεβάσθησαν» αλλά τον έβαλαν, όπως είδαμε παρουσιάζοντας την διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, να αρνείται ο ίδιος την θεότητά του και να παραδέχεται ότι το Ευαγγέλιο το έγραψαν άνθρωποι "παραβάται", "ψεύσται" και "πεπλανημένοι". Όχι μόνο αρνήθηκαν τον Χριστό αλλά διέστρεψαν και την διδασκαλία του, καταστάντες γι' αυτό αναπολόγητοι, αυτοί και οι υποστηρικτές των.
Κατά την πρώτη του επικοινωνία με τους Μουσουλμάνους στη Λάμψακο γράφει ο Άγιος Γρηγόριος ότι πολλοί από αυτούς έδειξαν άγριες διαθέσεις εναντίον του, τον προσέβαλαν και φιλονεικούσαν μαζύ του προβάλλοντας την αιχμαλωσία του ως απόδειξη της μη αληθούς πίστεως των Χριστιανών. Προσθέτει μάλιστα ότι τον περιτριγύριζε και πολύ πλήθος Χριστιανών, ανδρών, γυναικών και παιδιών, από τους οποίους άλλοι ήθελαν να εξομολογηθούν, άλλοι να ερωτήσουν για διάφορα θέματα της πίστεως, ενώ οι περισσότεροι ζητούσαν να μάθουν την αιτία για την οποία ο Θεός εγκατέλειψε το Γένος μας, προφανώς επηρεασμένοι από όσα έλεγαν οι Μουσουλμάνοι. Μερικοί μάλιστα έκλαιγαν από συμπάθεια για την αιχμαλωσία του Αγίου Γρηγορίου. Έμειναν επτά ημέρες στη Λάμψακο και την όγδοη ανεχώρησαν για την πόλη Πηγές. Κατά τη διαδρομή ο ομολογητής Άγιος υπέστη απερίγραπτες ταπεινώσεις και βασανιστήρια, όπως γράφει· «Και τα της οδού ταύτης πάθη βουλομένω μοι καταλέγειν ούτε μέλαν, όσου νυν ευπορώ, ούτε ο χάρτης αρκέσει»80.
Μετά από τρεις ημέρες έφθασαν στις Πηγές. Ταλαιπωρημένους από την οδοιπορία τους άφησαν να διανυκτερεύσουν στην ύπαιθρο, μολονότι είχε πολύ ψύχος ήταν Μάρτιος μήνας. Ξεχώρισαν τον Άγιο μαζί με μερικούς μοναχούς· τους εφοβέριζαν με ανήκουστες απειλές, για να αυξήσουν το ποσόν των λύτρων, τα οποία όμως δεν είχαν να προσφέρουν για να απελευθερωθούν. Τελικώς τους φιλοξένησε κάποιος Χριστιανός και τους περιέθαλψε επί τρεις μήνες στις Πηγές, όπου στην Εκκλησία του Χριστού συγκεντρώνονταν και οι ντόπιοι και οι αιχμάλωτοι για να ακούσουν την διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου.
Μετά την πάροδο τριών μηνών οδηγήθηκαν στην Προύσα. Στα περίχωρα της Προύσας σε ένα λοφώδη τόπο, όπου οδηγήθηκαν, διεξήγαγε ο Άγιος Γρηγόριος διάλογο με τον Ισμαήλ, γιο του μεγάλου αμηρά. Μεταξύ άλλων τον ερώτησε ο Ισμαήλ αν οι Χριστιανοί δεχόμαστε και αγαπούμε τον προφήτη τους Μωάμεθ. «εκείνος ήρετο πάλιν, ει δεχόμεθα και αγαπώμεν και ημείς τον προφήτην αυτών Μεχούμετ»81. Σημερινοί πατριάρχες, αρχιερείς και θεολόγοι δεν χρειάζεται καν να ερωτηθούν, ούτε βέβαια να υποστούν τις ταλαιπωρίες της αιχμαλωσίας του Αγίου Γρηγορίου σπεύδουν μόνοι τους να απαντήσουν θετικά, όχι ασφαλώς για να αποφύγουν διώξεις και ταλαιπωρίες, αλλά ως «προοδευτικοί» και παγκοσμιοποιημένοι, για να δείξουν ότι αυτοί έχουν υπερβή όλες τις διακρίσεις που χωρίζουν τους ανθρώπους, ακόμη και τις θρησκευτικές διαφοροποιήσεις, δεν είναι ρατσιστές και φανατικοί, σαν τον Άγιο Γρηγόριο, ο οποίος αμέσως απάντησε χωρίς να σκεφθεί τις οποιεσδήποτε συνέπειες, ότι ούτε τον δεχόμαστε ούτε τον αγαπούμε τον Μωάμεθ. Όταν ο Ισμαήλ του εζήτησε τον λόγο αυτής της αρνήσεως και απορρίψεως, ο Άγιος Γρηγόριος είπε ότι δεν πιστεύουμε στην διδασκαλία του, απορρίπτουμε την διδασκαλία του, και επομένως για τον λόγο αυτό δεν μπορούμε να τον δεχθούμε και να τον αγαπήσουμε ως διδάσκαλο και προφήτη «τω μη πιστεύοντι τοις του διδασκάλου λόγοις ουκ ένι τον διδάσκαλον ως διδάσκαλον αγαπάν»82. Συνεζήτησαν και επί άλλων θεμάτων. κατά την συζήτηση ήταν εμφανής η σκωπτική διάθεση του Ισμαήλ. δεν συμπεριφέρθηκε πάντως άγρια, μολονότι, όπως γράφει ο Άγιος Γρηγόριος, «καθάπερ λέγουσιν οι τούτον ειδότες, ούτος εστι των απηνών και κατά Χριστιανών μεμηνότων τα πρώτα»83.
Στη συνέχεια τους οδήγησαν στην Νικομήδεια ενώπιον του ιδίου του αμηρά Ορχάν, ο οποίος, επειδή εντυπωσιάσθηκε από το ενδιαφέρον του Χριστιανού γιατρού του Ταρωνείτη για τον Άγιο Γρηγόριο, ρώτησε «Τις ποτε και οίος εστιν ο καλόγηρος ούτος;». Όταν του εξήγησε σχετικώς ο ιατρός, ο αμηράς απήντησε ότι έχει και αυτός σοφούς θεολόγους, οι οποίοι θα συζητήσουν μαζύ του. Έστειλε και εκάλεσε αμέσως τους Χιόνες, εξισλαμισθέντες Χριστιανούς, για τους οποίους ο Άγιος Γρηγόριος λέγει ότι τίποτε άλλο δεν είχαν μάθει από τον Σατανά, από το να βλασφημούν και να ασεβούν στο πρόσωπο του Χριστού. «ανθρώπους μηδέν άλλο μελετήσαντας και παρά του Σατανά διδαχθέντας ή βλασφημίαν και αναισχυντίαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον του Θεού Υιόν»84. Την ίδια στάση τηρούν απέναντι της θεότητας του Χριστού οι Μουσουλμάνοι όλων των εποχών και οι σημερινοί που μετέχουν στους διαθρησκειακούς διαλόγους. έγραψε όμως ποτέ κανείς από τους ιδικούς μας διαλεγομένους ότι η πίστη τους αυτή είναι βλασφημία και αναίδεια, διδαγμένη από τον Σατανά;
Τα πρακτικά της συζητήσεως με τους Χιόνες τα διέσωσε ο ιατρός Ταρωνείτης. ο Άγιος Γρηγόριος δεν αναφέρει λεπτομέρειες από την συζήτηση αυτή γράφοντας Προς την εαυτού Εκκλησίαν. παραπέμπει στην ανάγνωση των πρακτικών που διαδόθηκαν με αντίγραφα. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά ο Άγιος Γρηγόριος, διεξάγει στην Νικομήδεια τον δεύτερο διάλογο με τους Μουσουλμάνους, μετά από εκείνον με τον Ισμαήλ. Είναι πάντως και αυτό χαρακτηριστικό ότι ο ιατρός Ταρωνείτης που διέσωσε αυτόν τον διάλογο, χαρακτηρίζει τους Μουσουλμάνους ως «αθέους», δείγμα και αυτό του πόσο ταιριάζουν οι διάλογοι των Αγίων με τους σημερινούς διαλόγους, οι οποίοι ξεκινούν από την εκτίμηση ότι έχουμε τον ίδιο Θεό. είναι αδιανόητο στους σημερινούς διαλόγους της διαθρησκειακής διαπλοκής να χαρακτηρισθούν οι Μουσουλμάνοι ως άθεοι. Όμως ο τίτλος του σχετικού έργου γράφει. «Διάλεξις προς τους αθέους Χιόνας, συγγραφείσα παρά ιατρού του Ταρωνείτου».
Κατά τη συζήτηση εδόθη εν πρώτοις ο λόγος στον Άγιο Γρηγόριο ο οποίος παρουσίασε τα βασικά θέματα της Χριστιανικής πίστεως, τονίζοντας εκείνα εις τα οποία διαφέρει ο Χριστιανισμός από το Ισλάμ, την διδασκαλία δηλαδή περί Αγίας Τριάδος και περί της θεότητος του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, απαντών σε σχετικές ενστάσεις των Μουσουλμάνων. Ο παριστάμενος στη θέση του αμηρά άρχων Παλαπάνος, γνωρίζοντας προφανώς την απάντηση που είχε δώσει ενωρίτερα ο Άγιος Γρηγόριος στον Ισμαήλ υπέβαλε τώρα την ίδια ερώτηση, συμπληρωμένη όμως με κάποια διαπίστωση ελλείψεως αμοιβαιότητος και αλληλοκατανοήσεως με ευθύνη των Χριστιανών, διότι ενώ οι Μουσουλμάνοι δέχονται τον Χριστό, τον τιμούν και τον αγαπούν, όπως και την μητέρα του, δεν πράττουν το ίδιο και οι Χριστιανοί για τον Μωάμεθ. «Ο αυθέντης ορίζει σε ειπείν πώς ημείς μεν δεχόμεθα τον Χριστόν και αγαπώμεν και τιμώμεν και λέγομεν αυτόν είναι του Θεού λόγον και πνοήν, έχομεν δε και την μητέρα αυτού πλησίον του Θεού, υμείς ου δέχεσθε τον προφήτην ημών, ουδέ αγαπάτε αυτόν;»85
Τώρα και η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου είναι συμπληρωμένη και ολοκληρωμένη σε σχέση με την απάντηση που έδωσε στον Ισμαήλ. Δεν πιστεύουμε στη διδασκαλία του Μωάμεθ, «διά τούτο ουκ αγαπώμεν ημείς τον Μεχούμετ». Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός εδίδαξε ότι θα έλθει πάλιν για να κρίνει όλον τον κόσμον. και μας παρήγγειλε να μη δεχθούμε κανένα άλλον προ της δικής του παρουσίας. Έλεγε επίσης προς όσους δεν επίστευαν εις αυτόν, ότι ήλθεν εξ ονόματος του Πατρός και δεν τον εδέχθησαν. εάν έλθει κάποιος άλλος στο δικό του όνομα, αυτόν θα τον δεχθούν. Είναι σαφής εδώ ο υπαινιγμός ότι ο Μωάμεθ ήταν αυτόκλητος και όχι θεόκλητος, απόστολος του εαυτού του και όχι του Θεού, και όμως τον εδέχθησαν οι Μουσουλμάνοι. Προσθέτει ο Άγιος Γρηγόριος, για να αιτιολογήσει την εκ μέρους των Χριστιανών απόρριψη του Μωάμεθ, όσα λέγει ο απόστολος Παύλος προς τους Γαλάτας· «Καν άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίσηται υμίν παρ' ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω»86.
Επιτυχέστατες είναι και οι απαντήσεις του Αγίου Γρηγορίου στα ερωτήματα γιατί δεν περιτέμνονται οι Χριστιανοί και γιατί τιμούν τις Άγιες εικόνες, ενώ η Αγία Γραφή απαγορεύει κάτι τέτοιο. Και ενώ οι άρχοντες μετά τη συζήτηση χαιρέτησαν με σεβασμό τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και απεχώρησαν, ένας από τους Μουσουλμάνους Χιόνες «προσκαρτερήσας ύβρισε τον μέγαν του Θεού αρχιερέα αισχρώς και ορμήσας επάνω αυτού έδωκεν αυτώ πληγάς κατά κόρρης»87. Πόσες ύβρεις και πληγές δέχονται οι διεξάγοντες σήμερα τους διαλόγους, που τολμούν να ισχυρίζονται ότι μιμούνται τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά;
Από την Νικομήδεια μετέφεραν τον Άγιο Γρηγόριο στην Νίκαια, την ιστορική πόλη των δύο οικουμενικών συνόδων, της πρώτης (325) και της εβδόμης (787). Προβαίνει σε ενδιαφέρουσα σύντομη περιγραφή της πόλεως. Ο ίδιος κατευθύνθηκε στην Ιερά Μονή του Υακίνθου, όπου και εγκαταστάθηκε μόνος, διότι ήδη και τα μέλη της συνοδείας του, οι συναιχμάλωτοί του κληρικοί και μοναχοί, είχαν κατορθώσει να απελευθερωθούν με καταβολή λύτρων, τα οποία γι' αυτούς ήσαν πολύ λιγώτερα. Κάποια μέρα λοιπόν εξήλθε για περίπατο έξω από την πόλη από την ανατολική πύλη. Συνέπεσε τότε να κηδεύουν οι Μουσουλμάνοι κάποιον ομόπιστό τους· εκ του μακρόθεν παρακολούθησε τα τελούμενα και ο Άγιος Γρηγόριος. Όταν επέστρεφαν, κάθησαν μαζί με ένα τασιμάνη, ένα Μουσουλμάνο κληρικό δηλαδή, στο μέρος όπου καθόταν και ο Άγιος Γρηγόριος, ο οποίος, αφού ζήτησε κάποιον που να γνωρίζει και τις δύο γλώσσες, με δική του πρωτοβουλία άνοιξε συζήτηση με τον τασιμάνη, πολύ ενδιαφέρουσα. Με αφορμή τα τελεσθέντα κατά την κηδεία ο διάλογος περιεστράφη γύρω από την σχετική τελετουργία και την μέλλουσα κρίση. Ο Άγιος Γρηγόριος παρετήρησε ότι θα έπρεπε οι ευχές τους, να αναπέμπονται προς τον Χριστό, εφ' όσον όπως και οι ίδιοι πιστεύουν, κριτής όλων θα έλθει ο Χριστός. Σύμφωνα μάλιστα με τον Αβραάμ ο Θεός θα κρίνει την οικουμένη, όπως και σύμφωνα με τον προφήτη Δανιήλ. Επομένως ο Χριστός ως Θεός θα κρίνει την οικουμένη, δεν είναι διαφορετικός από τον Πατέρα κατά την θεότητα, όπως δεν είναι διαφορετικό από τον ήλιο το ηλιακό απαύγασμα. Ο τασιμάνης φάνηκε να δυσανασχετεί. Ανέπτυξε και τις δικές του θέσεις, ενώ εν τω μεταξύ συγκεντρώθηκαν πολλοί Χριστιανοί και Τούρκοι, για να παρακολουθήσουν την συζήτηση. Είπε λοιπόν ότι οι Μουσουλμάνοι δέχονται όλους τους προφήτες και τον Χριστό, πιστεύουν δε ότι και το Ευαγγέλιο του Χριστού είναι θεϊκή αποκάλυψη, κατήλθεν εξ ουρανού. Στραφείς δε προς τον Άγιο Γρηγόριο τον ερώτησε: «Υμείς δε πώς ου δέχεσθε τον ημέτερον προφήτην, ουδέ πιστεύετε τω τούτου βιβλίω, εξ ουρανού και αυτό καταβάντι;»88
Η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου είναι πλήρης, θαρραλέα και αποφασιστική, όπως θα δούμε. Προϋποθέτει μάλιστα γνώση της σχετικής διδασκαλίας των προ αυτού αγίων, ιδιαίτερα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Είναι και αυτό αξιοπρόσεκτο σημείο των τότε διαθρησκειακών διαλόγων σε σχέση με τους σημερινούς. Τότε ελάμβαναν υπ' όψιν την προηγούμενη πατερική Παράδοση· εστηρίζοντο στους προ αυτών Αγίους Πατέρες, δεν μιλούσαν από κοιλίας, αυτοσχεδιάζοντας και αυτοφωτιζόμενοι. Λέγει λοιπόν ο Άγιος Γρηγόριος, απαντώντας στον τασιμάνη, ότι είναι παλαιότατη συνήθεια να μη δεχόμαστε τίποτε ως αληθές, αν δεν υπάρχουν σχετικές μαρτυρίες. Οι μαρτυρίες είναι δύο ειδών. το ένα είδος μαρτυρίας είναι τα ίδια τα έργα και τα πράγματα, το άλλο οι μαρτυρίες από αξιόπιστα πρόσωπα. Αναφέρεται στον Μωυσή και στις μαρτυρίες που υπάρχουν γι' αυτόν μέσα στην Αγία Γραφή, όπως και στον Χριστό, ο οποίος «μετά των εξαισίων ων ειργάσατο πολλών και μεγάλων, και παρ' αυτού Μωσέως και των άλλων προφητών μαρτυρείται». Δεν ισχύει το ίδιο και για τον Μωάμεθ, ο οποίος ούτε μαρτυρείται από τους προφήτες ούτε έκανε κάποιο θαύμα αξιόλογο· «Τον δε Μεχούμετ ούτε παρά των προφητών ευρίσκομεν μαρτυρούμενον ούτε τι ξένον ειργασμένον και αξιόλογον προς πίστιν ενάγον. Διά τούτο ου πιστεύομεν αυτώ ουδέ τω παρ' αυτού βιβλίω»89.
Ο τασιμάνης δυσανασχέτησε· απολογήθηκε όμως προβάλλοντας το επιχείρημα ότι στο Ευαγγέλιο υπήρχαν μαρτυρίες για τον Μωάμεθ, αλλά τις έσβησαν, τις εξα­φάνισαν οι Χριστιανοί, και ότι δείγμα της θεϊκής ευλογίας και αποδοχής του Μωάμεθ είναι ότι διαρκώς από την ανατολή μέχρι τη δύση, σε όλη δηλαδή την οικουμένη, ο Θεός του χαρίζει νίκες εναντίον των άλλων εθνών. «Αλλά και εξ άκρας ανατολής εξελθών ηλίου, μέχρι και της αυτού δύσεως, ως οράς, νικών κατήντησεν».
Είναι συντριπτική η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου στα επιχειρήματα αυτά του τασιμάνη. Λέγει εν πρώτοις ότι από το Ευαγγέλιο δεν αποκόπηκε ούτε τροποποιήθηκε το παραμικρό. Υπάρχουν γι' αυτό φρικτές εντολές· όποιος τολμήσει να αποκόψει κάτι ή να το αλλάξει αποκόπτεται από τον Χριστό. Κανείς Χριστιανός δεν θα τολμούσε να αποκόψει ή να αλλάξει τα θεοχάρακτα λόγια του Χριστού. Άλλωστε και οι πολλές μεταφράσεις του Ευαγγελίου μαρτυρούν γι' αυτό. θα είχε γίνει αντιληπτή η οποιαδήποτε παραχάραξη. Ακόμη και πολλοί αιρετικοί, που συμφωνούν σε μερικά με τους Μουσουλμάνους, δεν έχουν να δείξουν τέτοιο παραλλαγμένο Ευαγγέλιο. Στο Ευαγγέλιο άλλωστε υπάρχουν εμφανώς διδασκαλίες αντίθετες προς την διδασκαλία του Μωάμεθ· πώς λοιπόν θα μαρτυρούσε το Ευαγγέλιο για τον Μωάμεθ; Επί πλέον δεν υπάρχει στο Ευαγγέλιο τίποτε σχεδόν που να μην έχει προλεχθή από τους προφήτες· αν λοιπόν υπήρχε γραμμένο κάτι για τον Μωάμεθ, θα το είχαν προείπει και οι προφήτες. Αντίθετα μέσα στο Ευαγγέλιο υπάρχει γραμμένο και όχι σβησμένο ότι «ελεύσονται πολλοί ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και πολλούς πλανήσουσι». Γι' αυτό και παραγγέλλει: «Μη ουν πλανηθήτε οπίσω αυτών»90. Είναι βέβαια σωστό ότι ο Μωάμεθ προχώρησε από την Ανατολή μέχρι τη Δύση νικώντας τους άλλους λαούς. Πώς το κατόρθωσε όμως αυτό; «Πολέμω και μαχαίρα και λεηλασίαις και ανδραποδισμοίς και ανδροκτασίαις ων ουδέν εκ Θεού του αγαθού προηγουμένως εστί, του εξ αρχής ανθρωποκτόνου δε μάλλον προηγούμενον θέλημα». Και ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκίνησε από την Δύση και κατέκτησε την Ανατολή. Και πολλοί άλλοι σε διάφορες εποχές με τα στρατεύματά τους κατέκτησαν μεγάλα τμήματα της οικουμένης. Σε κανένα όμως απ' αυτούς δεν εμπιστεύθηκαν οι άνθρωποι και τις ψυχές τους, όπως εσείς στον Μωάμεθ. Άλλωστε μολονότι χρησιμοποίησε ο Μωάμεθ τη βία και κολάκευε τις ηδονές, εν τούτοις δεν κατέκτησε και ολόκληρη την οικουμένη. Αντίθετα η διδασκαλία του Χριστού, μολονότι απομακρύνει απ' όλες τις ηδονές της ζωής, εξαπλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης, χωρίς να χρησιμοποιήσει βία, αλλά μάλλον νικώντας την βία που άλλοι ασκούσαν εναντίον της, ώστε πράγματι μόνον αυτή να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η νίκη που νίκησε τον κόσμο. Είναι κλασικό απολογητικό κείμενο και αξίζει να το παραθέσουμε: «Τί δε και Αλέξανδρος ουκ εκ δύσεως κινήσας την ανατολήν υπηγάγετο πάσαν; Αλλά και άλλοι άλλοτε πολλάκις στρατευσάμενοι πολλοί της οικουμένης επεκράτησαν πάσης. Ουδενί δε τούτων ουδέν γένος τας εαυτών ενεπίστευσαν ψυχάς, ως υμείς τω Μεχούμετ. Καίτοι ούτος, ομού τε βίαν επάγων και τα καθ' ηδονήν προτεινόμενος, ουδέ μέρος εν όλον της οικουμένης προσηταιρίσατο. η δε του Χριστού διδασκαλία, καίτοι των του βίου σχεδόν απάντων ηδέων απάγουσα, πάντα τε περιέσχε της οικουμένης τα πέρατα και μεταξύ των αυτή πολεμούντων κρατεί, μηδεμίαν αύτη βίαν επάγουσα, νικώσα δε μάλλον την αντεπαγομένην βίαν εκάστοτε, ως και ούτω ταύτην είναι την νίκην την τον κόσμον νικήσασαν»91.
Η συντριπτική αυτή και θαρραλέα απάντηση του Αγίου Γρηγορίου εξόργισε τους Τούρκους. Οι παρατυχόντες Χριστιανοί παρατήρησαν τις κακές διαθέσεις τους και με νοήματα προέτρεψαν τον Άγιο Γρηγόριο να μετριάσει τους λόγους, ο οποίος πράγματι χαμογελώντας με ιλαρότητα είπε ότι είναι φυσικό να διαφωνούμε, γιατί διαφορετικά θα είχαμε την ίδια πίστη92 .
Ανταποκρινόμενος στην τελευταία αυτή εξ ανάγκης προκληθείσα συναινετική ατμόσφαιρα κάποιος από τους Τούρκους είπε ότι θα έλθει κάποτε καιρός που θα συμφωνήσουμε μεταξύ μας: «Έσται ποτέ ότε συμφωνήσομεν αλλήλοις». Στην διαπίστωση αυτή συνεφώνησε και ο Άγιος Γρηγόριος, δίνοντας κατ' οικονομίαν τόπο στην οργή των Τούρκων, και ασφαλώς χωρίς ποτέ να πιστεύσει ότι είναι δυνατόν να συμφωνήσουμε Χριστιανοί και Μου­σουλμάνοι93.
Είναι μάλιστα ευτύχημα ότι το διευκρινίζει αυτό στη συνέχεια ο Άγιος Γρηγόριος, για να προλάβει τυχόν παρανοήσεις, όπως πράγματι έγινε στον σύγχρονο διαθρησκειακό διάλογο, όπου η φράση αυτή του Αγίου Γρηγορίου, παρερμηνεύθηκε και θεωρήθηκε ότι τάχα συνεφώνησε ο Άγιος Γρηγόριος ότι «θα έλθη ποτέ ο χρόνος καθ' ον θα επέλθη η μεταξύ αυτών (Ορθοδόξων και Ισλάμ) αλληλοκατανόησις», πράγμα που ευχήθηκε να γίνει σύντομα94. Με αυτήν την παρερμηνεία οι υποστηρικτές των διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων καθησυχάζουν την συνείδησή τους, ότι τώρα ήλθε η εποχή της αλληλοκατανοήσεως και ότι αυτοί δεν κάνουν τίποτε από το να πραγματοποιούν αυτό που ευχήθηκε ο Άγιος Γρηγόριος.
Πλανώνται όμως πλάνην οικτράν, διότι στη συνέχεια ο Άγιος Γρηγόριος διευκρινίζει ότι την συμφωνία αυτή μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ την βλέπει να πραγματοποιείται όχι στο ιστορικό επίπεδο, σε κάποια μελλοντική περίοδο της ιστορίας, αλλά σε υπεριστορικό επίπεδο, μετά την δευτέρα παρουσία του Χριστού. Ευχήθηκα, λέγει πράγματι να έλθει ο καιρός εκείνος: «Συνεθέμην γαρ μνησθείς της του αποστόλου φωνής, ότι επί "τω ονόματι Ιησού Χριστού παν γόνυ κάμψει και πάσα γλώσσα εξομολογήσεται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός"· τούτο δ' έσται πάντως εν τη δευτέρα παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»95.

Ποια σχέση λοιπόν έχουν οι διάλογοι του Αγίου Γρηγορίου, ο οποίος αιχμάλωτος και ταλαιπωρημένος, ενώπιον αγρίων και βαρβάρων συνομιλητών, δεν εδίστασε να ομολογήσει και να μαρτυρήσει ότι το Ισλάμ είναι παντελώς ξένο προς το Ευαγγέλιο και ο προφήτης του, ο Μωάμεθ, ένας απλός στρατιωτικός ηγέτης που επεβλήθη με τη στρατιωτική βία και κολακεύοντας τις ανθρώπινες αδυναμίες, με τους σημερινούς διαλόγους των υποχωρήσεων, των εξισώσεων, όπου λείπει παντελώς η διάθεση ομολογίας και μαρτυρίας; Τουλάχιστον να σεβόμαστε την αλήθεια και να μη διαστρέφουμε την ζωή και την διδασκαλία των Αγίων. Να έχουμε το θάρρος να δεχθούμε ότι όσα γίνονται στους διαθρησκειακούς διαλόγους είναι άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων, ιδιαίτερα των Μαρτύρων και Νεομαρτύρων.
_____________________________
71.      Αστέριος Αργυρίου, «Κοράνιο και χριστιανική πίστη. Σκέψεις  πάνω στον ισλαμοχριστιανικό διάλογο χτες και σήμερα», εν ΚΑΘ' ΟΔΟΝ, τεύχος 3, Σεπτ. - Δεκ. 1992, σελ. 39. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από την παλαιότερη βασική για το θέμα μελέτη του Ε. Δ. Σδράκα, Η κατά του Ισλάμ πολεμική των Βυζαντινών Θεολόγων, Θεσσαλονίκη 1961.
72.      Αυτόθι, σελ. 40.
73.      Επιτάφιος εις Μ. Βασίλειον 25-27, ΕΠΕ 6, 174 ε.
74.      Επιστολή προς την εαυτού εκκλησίαν, ΕΠΕ 7, 160-197.
75.      Επιστολή ότε  εάλω, ΕΠΕ 7,198-209.
76.      Διάλεξις προς τους αθέους Χιόνας, ΕΠΕ 7, 210-225.
77.      Προς την εαυτού εκκλησίαν 3, ΕΠΕ 7, 160-162.
78.      Α' Ιω.5, 19.
79.      Προς την εαυτού εκκλησίαν 8-9, ΕΠΕ 7, 166-168.
80.      Αυτόθι 9, ΕΠΕ 7, 168.
81.      Αυτόθι 14, ΕΠΕ 7, 172.
82.      Αυτόθι 172-174.
83.      Αύτόθι 15,ΕΠΕ 7, 174.
84.      Αύτόθι 17,ΕΠΕ 7,176,
85.      Διαλέξις προς τους αθέους Χιόνας 13, ΕΠΕ 7, 220-222.
86.      Αυτόθι 13, ΕΠΕ 7, 222. Γαλ. 1,8.
87.      Αυτόθι 16, ΕΠΕ 7, 224.
88.      Προς την εαυτού εκκλησίαν 23, ΕΠΕ 7, 182-184.
89.      Αυτόθι 23-24, ΕΠΕ 7, 184.
90.      Αυτόθι 24-25, σελ. 186.
91.      Αυτόθι 28, σελ. 188-190.
92.      Αυτόθι.
93.      Αυτόθι.
94.      Βλ. Επίσκεψις 510 (31. 10. 1994) σελ. 7. Ορθοδοξία και Ισλάμ, Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος, 2000, σελ. 20-21.
95.      Προς την εαυτού εκκλησίαν 29, ΕΠΕ 7, 190


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Φοβερο το κειμενο !Η αναλυση καταπληκτικη σε συνδιασμους με την σημερινη πραγματικοτητα.
Δοξα τω Θεω και μπραβο στην εργασια π.Θεοδωρε.Ο Θεος να σας ελεησει.Δινεται και η ευκαιρια να σημειωσει κανεις πραγματα ενω στον προφορικο λογο δεν προπλαβαινει.
Ευχαριστουμε!Καλη συνεχεια!π

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)