ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 11η
Δεκεμβρίου 2014
ΑΠΟΠΕΙΡΑ
ΒΑΤΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ;
(Σχολιασμός σχετικού
δημοσιεύματος)
Το ζήτημα του Πρωτείου του επισκόπου Ρώμης
εξακολουθεί να βρίσκεται, όπως είναι γνωστόν, στο προσκήνιο της εκκλησιαστικής
επικαιρότητος, καθ’ όσον το θέμα αυτό αποτελεί το επίκεντρο των συζητήσεων της
Μικτής Θεολογικής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών από το 2007 και εντεύθεν, χωρίς
μέχρι τώρα οι συζητήσεις αυτές να έχουν καταλήξει σε κάποιο αποτέλεσμα.
Και ενώ
οι συζητήσεις αυτές φαίνεται, ότι μάλλον έχουν φθάσει σε αδιέξοδο, εδώ και
μερικά χρόνια άρχισε να καλλιεργείται και να προωθείται σε διορθόδοξο επίπεδο από
οικουμενιστικούς κύκλους του Φαναρίου σε στενή συνάφεια με το θέμα του Πρωτείου
του Πάπα, μια προσπάθεια επανερμηνείας του θεσμού των «πρεσβειών τιμής» του
Οικουμενικού Πατριάρχου πάνω σε παπικά πρότυπα με ορθόδοξο θεολογικό και
εκκλησιολογικό «μανδύα». Πρόκειται για μια προσπάθεια ανοικοδομήσεως ενός
πρωτείου αναλόγου προς αυτό του Παπισμού, εδραζόμενο όχι στο «Πέτρειο
δόγμα» του Παπισμού αλλά στο δόγμα της αγίας Τριάδος και πιο
συγκεκριμένα σε μια κακόδοξη θεωρία, μη έχουσα κανένα πατερικό και ιεροκανονικό
έρεισμα, την θεωρία της «Μοναρχίας του Θεού
Πατρός». Μέσα στα πλαίσια αυτής της θεωρίαςδιατυπώθηκε για πρώτη φορά
από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Προύσης κ. Ελπιδοφόρο σε σχετικό
δημοσίευμά του,(8.1.2014), μια καινοφανής θέση σχετικά με τον Οικουμενικό
Πατριάρχη, ότι δήθεν αποτελεί «πρώτον άνευ ίσων», πάνω στο οποίο ήδη
έχουμε απαντήσει σε παλαιότερο άρθρο μας, (23.1.2014).
Αφορμή για την παρούσα
ανακοίνωση μας πήραμε από ένα άλλο πρόσφατο δημοσίευμα, που κινείται στο ίδιο
μήκος κύματος με το δημοσίευμα του ως άνω ιεράρχη, αρχ. π. Παντελεήμονος Μανουσάκη
(της Αρχιεπισκοπής Αμερικής), καθηγητού της Φιλοσοφίας,με τίτλο: «Πρεσβεία
Τιμής και το Πρωτείο του Κωνσταντινουπόλεως: Μια Ερμηνευτική Ανάγνωση»
(Ιστολόγιο: amen.gr 22-11-2014).Ο αρθρογράφος κατ’ αρχήν επισημαίνει ότι «καθώς
πλησιάζει η θρονική εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ειδικά φέτος όπου η
εορτή λαμπρύνεται με την παρουσία του αγιωτάτου Πάπα Ρώμης, πληθαίνουν οι
κραυγές των Ορθοδόξων διαμαρτυρομένων, των οχλουμένων τόσο από το πρωτείο του
Ρώμης όσο και του τα ίσα πρεσβεία φέροντος πρωτείο του Κωνσταντινουπόλεως».
Σχετικά με τις απαξιωτικές φράσεις του περί «κραυγών των Ορθοδόξων» έχουμε
να παρατηρήσουμε, ότι ο πιστός λαός του Θεού δεν είναι μια άβουλη μάζα που «κραυγάζει»,
ούτε παθητικοί αποδέκτες αποφάσεων άνωθεν επιβαλλομένων, όπως αυτό συμβαίνει
στον Παπισμό, όπου αποφασίζει ο «αλάθητος» αρχηγός τους και το ιεροκρατικώς
δομημένο σύστημα λειτουργίας του. Είναι
υπεύθυνα και ισότιμα μέλη της αγίας μας Εκκλησίας, τα οποία συμμετέχουν ενεργώς
στην όλη ζωή της και έχουν λόγο για όλα τα τεκταινόμενα, προ πάντων δε στα θέματα
της πίστεως.
Στη συνέχεια προσπαθεί να δώσει μια φιλολογική
ερμηνεία της φράσεως «πρεσβεία τιμής», στηριζόμενος στην αρχαία ελληνική
γραμματεία. Πιο συγκεκριμένα προσπαθεί να ταυτίσει την έννοια και την
σημασία που είχαν οι δύο αυτές λέξεις την εποχή του Σωκράτους και του
Αριστοτέλη, δηλαδή τον 5ο-4ο π. Χ. αιώνα περίπου, με
την σημασία που απέδιδαν στον όρο «πρεσβεία τιμής», οι Πατέρες που
συγκρότησαν την Β΄ και εν συνεχεία την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, δηλαδή 9 και 10
αιώνες αργότερα, παραθεωρώντας αυτό που και ο ίδιος επισημαίνει στο άρθρο του,
ότι δηλαδή «ηελληνική γλώσσα έχει κληροδοτήσει είτε λέξεις, που παραμένουν
αναλλοίωτες, ενώ η σημασία τους έχει μεταβληθεί, (διαχρονική πολυσημία), είτε
ένα και το αυτό λεκτικό σημαίνον με πολλαπλά σημαινόμενα, (συγχρονική
πολυσημία)». Η ταύτιση αυτή προφανώς είναι άστοχη, λόγω ακριβώς της διαχρονικής
πολυσημίας των λέξεων και της διαφορετικής σημασίας που απέδωσαν σ’ αυτές, οι
άγιοι Πατέρες, που συγκρότησαν τις εν λόγω Συνόδους, μετά από 9 και πλέον
αιώνες. Εκείνο που έχει σημασία εν προκειμένω δεν είναι τι εννοούσαν οι αρχαίοι
έλληνες φιλόσοφοι με τις λέξεις αυτές, αλλά τι εννοούσαν οι άγιοι Πατέρες των
εν λόγω Συνόδων, όταν ομιλούσαν για «πρεσβεία τιμής» του Οικουμενικού
Πατριάρχου. Το τι δε εννοούσαν οι άγιοι Πατέρες, μας το λέγει σαφέστατα και το
εξηγεί ακριβέστατα ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στην θεοφώτιστη ερμηνεία, που δίδει στους
ιερούς Κανόνες, που αναφέρονται στα «πρεσβεία τιμής» του Οικουμενικού
Πατριάρχου, δηλαδή στον 3ο
της Β΄ και στον 28ο της Δ΄ Οικουμενικής.
Ο άγιος Νικόδημος,
ερμηνεύων τον 3ο της Β΄ Οικουμενικής: «τον
μέντοι Κωνσταντινουπόλεως επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον Ρώμης
επίσκοπον, διά το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην»[1], λέγει τα εξής: «Η δε
‘μετά’ πρόθεσις ενταύθα δεν δηλοί το του χρόνου ύστερον, καθώς τινές λέγουσιν
μετά του Αριστηνού, αλλ’ ούτε υποβιβασμόν και ελλάτωσιν, καθώς ουκ ορθώς
ερμηνεύει ο Ζωναράς, (επειδή με το να ήναι μετά τον Κωνσταντινουπόλεως ο
Αλεξανδρείας, μετά δε τον Αλεξανδρείας ο Αντιοχείας και μετά τον Αντιοχείας ο
Ιεροσολύμων, κατά τον λς΄ της ς΄ έσονται τέσσαρα είδη υποβιβασμού τιμής και
ακολούθως πέντε διάφοραι τιμαί, μία της άλλης ανωτέρα, όπερ εναντίον εστί πάση
τη καθολική Εκκλησία και μόνον δεκτόν τοις Λατίνοις και Λατινόφροσι), αλλά
δηλοί ισότητα τιμής και τάξιν, καθ’ ην ο μεν εστί πρώτος ο δε δεύτερος».[2]
Κατά τον άγιο λοιπόν δεν υπάρχει καμία διαφορά τιμής μεταξύ του Ρώμης
και του Κωνσταντινουπόλεως και κατ’ επέκτασιν και μεταξύ των άλλων Πατριαρχών,
διότι αν υπήρχε μια τέτοια διαφορά θα εδημιουργούντο «τέσσαρα είδη υποβιβασμού τιμής
και ακολούθως πέντε διάφοραι τιμαί, μια της άλλης ανωτέρα». Η διαφορά
έγκειται όχι στην τιμή, αλλά στην τάξη της τιμής, διότι όπως διασαφηνίζει παρά
κάτω, θεωρεί τον Κωνσταντινουπόλεως «ουχί δεύτερον τη τιμή αλλά δεύτερον τη
τάξει της τιμής» σε σχέση με τον Ρώμης.
Επίσης ο άγιος στον
παρόντα Κανόνα δεν ταυτίζει την έννοια της τιμής με την έννοια της αρχής και
της εξουσίας, όπως μια τέτοια ταύτιση βλέπουμε στον Σωκράτη, ο οποίος «εξισώνει
τις πολιτειακές τιμές με τις αρχές» και στον Αριστοτέλη, ο οποίος στα
Πολιτικά του, (1281a3), επεξηγεί ότι «τιμάς λέγομεν είναι τας αρχάς». Απεναντίας
κάνει μια σαφή διάκριση μεταξύ των δύο αυτών εννοιών. Διότι όπως αναφέρει παρά
κάτω: «Τινές μεν ουν λέγουσιν, ότι τιμήν μόνον δίδωσιν εις τον
Κωνσταντινουπόλεως ο παρών Κανών, ύστερον δε η κατεπείγουσα χρεία δέδωκεν αυτώ
και την εξουσίαν του χειροτονείν τους εν τη Ασία και Πόντω και Θράκη
Μητροπολίτας»[3]. Μια παρόμοια
διάκριση βλέπουμε να κάνει και στην ερμηνεία του 28ου Κανόνος της Δ΄
Οικουμενικής Συνόδου. Όπως αναφέρει στην υποσημείωση 1 της ερμηνείας του εν
λόγω Κανόνος, η παρούσα Σύνοδος, ανανεώνοντας τον 3ο της Β΄
Οικουμενικής Συνόδου, «έδωκεν εις τον Κωνσταντινουπόλεως και τα
ίσα προνόμια της τιμής του Ρώμης, όπερ εστί το Πατριαρχικό αξίωμα και τα ίσα
προνόμια της εξουσίας του Ρώμης, άπερεισίν αι των ειρημένων τριών διοικήσεων
των Μητροπολιτών…».[4] Εδώ ο άγιος διασαφηνίζει
επί πλέον εις τι συνίσταται το προνόμιο της τιμής (στο «Πατριαρχικό αξίωμα»)
και εις τι συνίσταται το προνόμιο εξουσίας («αι των ειρημένων τριών διοικήσεων
των Μητροπολιτών»), δηλαδή του Πόντου της Ασίας της Θράκης, και των βαρβαρικών
επαρχιών. Παρόμοια όμως προνόμια εξουσίας δεν είχαν μόνον οι Πατριάρχες Ρώμης
και Κωνσταντινουπόλεως αλλά και οι άλλοι Πατριάρχες, εις τους οποίους
καθορίζονται από άλλους Κανόνες τα όρια της Εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του
καθενός από αυτούς. Επομένως και οι άλλοι Πατριάρχες δεν υστερούν, ούτε σε
προνόμια τιμής, ούτε σε προνόμια εξουσίας. Μάλιστα ο 2ος της Β΄
Οικουμενικής Συνόδου ορίζει, ότι κανένας Πατριάρχης δεν έχει εξουσία να
επεμβαίνει σε ξένη εκκλησιαστική δικαιοδοσία άλλου Πατριαρχείου, αλλά οφείλει
να περιορίζεται στην διοίκηση μόνο της ιδικής του επαρχίας.
Πέραν αυτών είναι μεγάλη πλάνη να υποθέσει
κανείς, ότι η εδώ και 1600 χρόνια περίπου θεσμοθέτηση από τις Β΄ και Δ΄
Οικουμενικές Συνόδους και η δι’ αυτών οριοθέτηση των «πρεσβειών τιμής» του
Οικουμενικού Πατριάρχου, δεν κατανοήθηκε ορθά και κατά συνέπεια δεν λειτούργησε
σωστά επί δεκαέξι αιώνες και πρέπει τώρα να επανακαθορισθεί η λειτουργία των με
περαιτέρω συζητήσεις «εντός θεολογικού πλαισίου»! Θέμα «πρεσβειών
τιμής» παπικού τύπου του Οικουμενικού Πατριάρχου ουδέποτε έθεσαν οι
άγιοι Πατέρες στην ορθόδοξη Ανατολή. «Πρεσβεία τιμής» παπικού τύπου με
εξουσιαστικό περιεχόμενο εφ’ όλης της ανά την Οικουμένην Εκκλησίαν ανέπτυξαν οι
φραγκικής καταγωγής Πάπες της Δύσεως.
Περαίνοντας διαπιστώνουμε, ότι η ερμηνευτική
προσέγγιση του όρου «πρεσβεία τιμής», την οποία επιχειρεί ο αρθρογράφος με βάση την
αρχαία ελληνική Γραμματεία, είναι τουλάχιστον ατυχής και αδόκιμος. Η ερμηνεία
των «πρεσβειών τιμής» ως παπικού τύπου «πρεσβειών εξουσίας», που φαίνεται
να εισηγείται για τον Οικουμενικό Πατριάρχη, δεν έχουν κανένα κανονικό ή
ιστορικό έρεισμα, αποδυναμώνουν δε επικίνδυνα το Συνοδικό Σύστημα λειτουργίας
της Εκκλησίας μας. Φοβούμεθα, ότι αν τελικά θεσμοθετηθεί ένα «ορθόδοξο»
«πρωτείο εξουσίας» είναι πολύ εύκολο στη συνέχεια να γίνει αποδεκτό και
το παπικό «πρωτείο εξουσίας» και να οδηγηθούμε σε μια ουνιτικού τύπου «ένωση
των εκκλησιών», όπως την οραματίζονται οι οικουμενιστές, δηλαδή ως
υποταγή στον Πάπα!
Μαζί με την Εκκλησία της
Ρωσίας, διατρανώνουμε την θέση μας, ότι δεν θα δεχτούμε σε καμία περίπτωση το
μαρτυρικό Φανάρι να μεταβληθεί σε «Βατικανό της Ανατολής» και ο Οικουμενικός Πατριάρχης σε «Πάπα
της Ανατολής»!
Εκ του Γραφείου επί των
Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
[1]Αγίου
Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», Εκδ. «Αστήρ», Α. Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι
1957, σελ. 157.
[2]Αγίου
Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον… ο.π. σελ. 157-158.
[3]Αγίου
Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον…ο.π. σελ. 158.
[4]Αγίου
Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον…ο.π. σελ. 207.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου