Τὸ Νέον Ἔτος ἦλθεν.
Μία ἀκόμη ἀλλαγή
στήν ἀριθμητική μέτρηση τοῦ χρόνου.
Μέ τό παρελθόν καί τό μέλλον νά συνθέτουν τήν ἱστορία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπό τό
παρελθόν στό μέλλον, ὅπως ὁρίζει ἡ ἀνθρώπινη ἀντίληψη.
Αὐτά τά δύο
μέρη τοῦ ἀνθρώπινου χρόνου πού βρίσκονται ἀλληλένδετα εἶναι ὁ ἱστορικός χρόνος,
ἀφενός τό παρελθόν, ὅ,τι ἔζησε, γνώρισε, συναισθάνθηκε ὁ ἄνθρωπος καί ἔγινε ἕνα
πεδίο ἐμπειρίας καί γνώσης, ἀφετέρου τό ἀνεπίγνωστο μέλλον, τό πεδίο πού ἀνοίγεται
ἐμπρός στήν ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά συνεχίσει τήν ὑλική καί πνευματική
ζωή του.
Ὁ ἄνθρωπος
λοιπόν ὑπάρχει καί ζεῖ μέσα στήν ἱστορία, στόν χῶρο καί τόν χρόνο καί εἶναι
συνδεδεμένος μαζί τους. Ὑπάρχει καί ζεῖ ὡς χῶρος καί ὡς χρόνος. Τό σῶμα καί ἡ
ψυχή του εἶναι καί ἔχει χῶρο καί χρόνο. Γι’ αὐτό καί ἀπό
τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας του ὁ ἄνθρωπος ἀσχολήθηκε καί προσπάθησε νά ὀργανώσει καί
τόν ἐξωτερικό καί τόν ἐσωτερικό του χρόνο. Ἔψαχνε τὸ νόημα ποὺ ἔχει
γιά ἐκεῖνον ἀλλά καί γιά τήν κοινωνία του, στενότερη ἤ εὐρύτερη, καί κατέληγε
στόν λατρευτικό χῶρο καί στόν λατρευτικό χρόνο, στό θρησκευτικό ἱερό ἤ στήν οἰκογενειακή
ἑστία. Αὐτή ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν τελικῶς δίψα γιά νά προσεγγίσει τό
«θεῖο». Γιά αὐτό καί ὁριστικῶς καί καταληκτικῶς μίλησε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν Ἄρειο
Πάγο στούς Ἀθηναίους «ὅν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε,
τοῦτον ἐγώ καταγγέλλω ὑμῖν». «Αὐτόν λοιπόν
τόν ὁποῖον σέβεσθε χωρίς νά τόν γνωρίζετε, αὐτόν ἐγώ κηρύττω σέ ἐσᾶς.»
Κι ἐμεῖς οἱ
χριστιανοί, ἀγαπητοί μου, πιστεύουμε καί τό μαρτυροῦμε καί ὁμολογοῦμε ὅτι στήν Ἐκκλησία
ὁ χῶρος καί ὁ χρόνος βρῆκαν τό νόημά τους. Στήν Ἐκκλησία ὁ χῶρος καί ὁ χρόνος ἀλλά
καί τό νόημά τους εἶναι ἕνα πρόσωπο. Εἶναι ὁ Χριστός ὡς Θεάνθρωπος. Ὁ Χριστός ἐν
τῇ Ἐκκλησίᾳ καί ὡς Ἐκκλησία. Ὁ Χριστός ὡς ἱστορία καί ἡ Ἐκκλησία ὡς χρόνος καί
χῶρος αὐτοῦ τοῦ Προσώπου. Ὁ Χριστός «ἐνεχωροχρονήθη»
γιά νά ξαναδώσει στόν ἄνθρωπο τή δυνατότητα γιά τόν χαμένο χωροχρόνο του στούς
κόλπους τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό
περιγράφει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας πώς διά τοῦ Ἐνσαρκωμένου Υἱοῦ καί
Λόγου τοῦ Θεοῦ «ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν
πατέρα», ὁδηγούμαστε καί πλησιάζουμε καί οἱ δύο, Ἰουδαῖοι καί Ἐθνικοί, πρός
τόν Θεό Πατέρα μέ τό αὐτό Ἅγιο Πνεῦμα. Διότι, λέγει, ἔχετε κτισθεῖ ἐπάνω στό
πνευματικό θεμέλιο τῶν Ἀποστόλων καί τῶν προφητῶν σέ μιὰ πνευματική οἰκοδομή,
τήν Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ἀκρογωνιαῖος καί θεμελιακός λίθος εἶναι ὁ Ἰησοῦς
Χριστός. «ἐν ᾧ πᾶσα ἡ οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ·»
δηλαδή, ἐπάνω στόν Χριστό ὅλη ἡ οἰκοδομή συναρμολογεῖται καί αὐξάνεται κατά
τρόπον ἁρμονικό, ὥστε νά γίνει Ναός ἅγιος, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου.
Ἄν ἀναλογισθοῦμε,
ἀγαπητοί μου, τόν προσωπικό μας ἐσωτερικό χρόνο, τόν ὁποῖο αἰσθανόμαστε, τήν
κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας, θά δοῦμε ὅτι τό πιό χαρακτηριστικό στοιχεῖο του εἶναι
ἡ κίνηση. Πάντοτε ὑπάρχει μιά κίνηση, μιά τάση πρός κάτι, μιά πάλη. Εἶναι μιά
πάλη, ἕνας ἀγώνας πού μᾶς κάνει νά προχωροῦμε πιό πέρα καί πιό πάνω, νά
ψάχνουμε νά γεμίσουμε μέ ἕνα νόημα τόν χῶρο καί τόν χρόνο μας. Αὐτό πού
νοηματοδοτεῖ καί δίνει μιά ζωτική δύναμη κι ἕναν σκοπό σέ αὐτήν τήν κίνηση εἶναι
τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα ἔχουν ἕνα κέντρο, τό πρόσωπο τοῦ Ἐνσαρκωμένου
Χριστοῦ, τό ὁποῖο νοηματοδοτεῖ καί τόν χῶρο καί τόν χρόνο καί τήν κίνηση καί
τόν ἄνθρωπο καί τήν προοπτική του. Εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ὁ ἀκρογωνιαῖος καί
θεμελιακός λίθος ἐπάνω στόν Ὁποῖο αὐξάνεται ὅλη ἡ οἰκοδομή ὥστε νά γίνει «ναός ἅγιος».
Μέσα στήν Ἐκκλησία βεβαίως, αὐτή ἡ ἀναζήτηση, ἡ ροπή, ἡ κίνηση, ἡ πάλη,
«συνοικοδομεῖται» ἀπό κοινοῦ μέ ὅλους τούς πιστούς, γιά νά γίνει κατοικία ὅλων
πρός σωτηρία, «κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν
Πνεύματι». Ἄλλωστε ὁ Χριστός ὡς Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ σώματος, τῶν μελῶν
της, τῆς Οἰκογένειάς Του, εἶναι καί «μυριοϋπόστατος», «ὁ Πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς». Εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, πού σημαίνει
μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός. Ἐντός τῆς Ἐκκλησίας λοιπόν καί ἐνώπιον τοῦ Πρωτοτόκου Χριστοῦ
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κουβαλοῦν καί ἀποθέτουν τόν χρόνο καί τόν χῶρο τους. Εἶναι
σημαντικό νά κατανοήσουμε ὅτι ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἐκτίσθη κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ,
λογική χριστόμορφη εἰκόνα, καί ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, εἶναι κατά τή φύση του καί τόν
προορισμό του χριστολογικός καί χριστοκεντρικός. Αὐτή εἶναι καί ἡ καλή ἀγγελία,
τό Εὐαγγέλιο γιά τήν ἱστορικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Διότι ὁ Χριστός εἰσῆλθε στήν
καρδιά ὅλης τῆς κτίσεως, τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ ἀνθρώπινου γένους καί ἁγίασε τόν
χρόνο καί τόν χῶρο μας, τήν ἱστορία καί τόν κόσμο. Γι’ αὐτό ἀκοῦμε στά
λειτουργικά κείμενα τῶν ἡμερῶν νά ἀποκαλεῖται ὁ Κύριος «ἄχρονος Υἱός» στόν Ὁποῖο
ἡ Παναγία ἔδωσε χρόνο καί χῶρο. «Ὁ ἄναρχος
ἄρχεται καὶ ὁ Λόγος σαρκοῦται».
Βλέπουμε τόν ἑαυτό
μας καί τόν κόσμο μας, τόν χωροχρόνο μας, μέσα στή μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μέσα
στόν Οἶκο τοῦ Πατέρα μας, οἶκο στόν ὁποῖο ὅμως ὁ Θεός εἶναι ἔνοικος. Κατά τόν Ἅγιο
Ἀναστάσιο τόν Σιναΐτη ὁ ἀληθινός χριστιανός εἶναι ὁ «οἶκον ἔχων τόν Θεόν ἔνοικον», δηλαδή ὁ ζωντανός οἶκος τοῦ Θεοῦ πού ἔχει
ἔνοικο τόν Θεό. Ἡ ἱστορία μας λοιπόν διαπερνᾶται ἀπό τόν Θεό καθώς ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται.
Αὐτή ἡ εἰσχώρηση καί ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου
τοῦ ἀνθρώπου τήν κάνει μιά ἀπό τίς μεγάλες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ. Ἡ
σάρκωση τοῦ Χριστοῦ στήν Ἱστορία εἶναι μιά ἐπιβεβαίωση τῆς Ἱστορίας, ἡ ὁποία ὅμως
συμπληρώνεται ἀπό τήν ἐσχατολογική πραγματικότητα τῆς Ἀνάστασης. Διότι ἡ Ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἐλευθερώνει καί ἀπό τά δεσμά ἑνός ἱστορικοῦ παρελθόντος, ἔστω ἐκείνου
πού πάντα κινεῖται πρός τά ἐμπρός, πού πάντα ἐξελίσσεται. Δίχως τήν Ἐσχατολογία,
ἡ Ἱστορία θά ἦταν ἁπλῶς μιά διαδοχή γεγονότων, τά ὁποῖα δέν θά εἶχαν οὔτε νόημα
οὔτε κατάληξη. Καί ἐδῶ δέν ἀμφισβητεῖται καθόλου ἡ σημασία καί ἡ σπουδαιότητα τῆς
Ἱστορίας ἀλλά δέν εἶναι αὐτή τό τέλος. Ἄν ἐπέστρεφε ὁ ἄσωτος υἱός καί δέν ἔβγαινε
ὁ πατέρας του νά τόν προϋπαντήσει, τότε ἡ ἐπιστροφή θά ἦταν μάταιη. Αὐτός εἶναι,
θά λέγαμε, ὁ ρεαλισμός τοῦ Χριστιανοῦ. Νά γνωρίζει τόν χρόνο καί τόν χῶρο ὄπου
ζεῖ, καί νά ζεῖ στόν χρόνο καί στόν χῶρο, ὑπακούοντας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀλλά
καί χωρίς νά παραδέχεται τόν χρόνο καί τόν χῶρο ὡς τήν τελική του πατρίδα, ὡς
τόν οἶκο του. Εἶμαι στόν Οἶκο τοῦ Πατέρα μου ἀλλά θέλω πρωτίστως τόν Πατέρα καί
ὄχι τόν οἶκο του καί τά πλούτη του μόνο. Ξοδεύω τά ὑπάρχοντά μου, καί ἔχω
δικαίωμα νά τά ξοδέψω, ἀλλά πολλές φορές ξοδεύω καί τόν ἑαυτό μου. Ὅταν
συνέρχομαι «εἰς
ἑαυτόν» ὅπως ὁ ἄσωτος, τότε βλέπω νά ἔρχεται ἀπό τά ἔσχατα γιά νά μέ
συναντήσει ὁ Πατέρας μου. Ἀκόμη δέ περισσότερο καθ’ ὅλον τόν χρόνο τῆς ζωῆς, σέ
ὅλη τήν ἱστορία μου, ὁ Θεός ἦταν καί εἶναι Παρών μέ τίς ἐνέργειές Του, μέ τούς
νόμους Του, μέ τήν πρόνοια καί τήν Ἀγάπη Του.
Ὁ
χρόνος καί ὁ χῶρος λοιπόν εἶναι ἔργο τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τή συνάντηση μέ
τήν Ἀγάπη Του, εἶναι τό πεδίο ἑνός παρελθόντος καί ἑνός μέλλοντος πού
νοηματοδοτοῦνται ἀπό τήν αἰωνιότητα καί γίνονται ἐσχατολογικός χρόνος. Ἄς θυμηθοῦμε τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο πού
λέγει ὅτι τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι «ὁ Ὤν, ὀ Ἦν
καί ὁ Ἐρχόμενος». Αὐτό τό Ὄνομα εἶναι καί ἡ ἐλπίδα γιά σωτηρία ἀλλά καί ὁ
πόθος γιά συνάντηση τοῦ χριστιανοῦ. Ὁ Ἐρχόμενος εἶναι ἡ ἐσχατολογική παρουσία
τοῦ Θεοῦ πού ἔρχεται ὄχι μόνο ἀπό τό ἱστορικό παρελθόν οὔτε ἀπό τό προσεχές
παρόν ἀλλά ἀπό τά Ἔσχατα, τόν ἐσχατολογικό χρόνο τῆς Παρουσίας τοῦ Ἀναστημένου
Χριστοῦ πού νοηματοδοτεῖ καί φωτίζει κάθε ἴχνος χώρου καί κάθε ἀπειροελάχιστο
χρόνο ἀπό τό «μετά» τό τέλος τοῦ ἱστορικοῦ μας χρόνου. Αὐτή εἶναι καί ἡ
προοπτική τῆς θείας Ἀποκαλύψεως.
Εἶναι
τό Νέον Ἔτος τοῦ Νέου Ἀδάμ πρός σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου.
Καλό καί εὐλογημένο νέον ἔτος!
Μετὰ
πατρικῶν εὐχῶν!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου