19/5/19

Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, «Οικουμενισμός: Νεώτερες εξελίξεις από την "Σύνοδο" της Κρήτης μέχρι σήμερα»

Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Θεολόγου, Συγγραφέως, Διευθυντού του Γραφείου Αιρέσεων και Παραθρησκειών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς. 
Εν Πειραιεί τη 18η Μαΐου 2019 
Εισήγηση με θέμα: «Οικουμενισμός: Νεώτερες εξελίξεις από την ‘Σύνοδο’ της Κρήτης μέχρι σήμερα», σε πολυθεματική Ημερίδα που διοργάνωσε η «Σύναξη για την Ορθοδοξία», στις 18 Μαΐου 2019 στην Αίθουσα «Μελίνα Μερκούρη» του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας Πειραιώς με γενικό θέμα: «Η Ορθοδοξία μπροστά στη σύγχρονη άρνηση».
(Πλήρες κείμενο)


Σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί σύνεδροι, κυρίες και κύριοι, Χριστός Ανέστη!
Κατ’ αρχήν θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μου προς τη Συντονιστική Επιτροπή της «Συνάξεως για την Ορθοδοξία», για την τιμή της αναθέσεως της παρούσης ομιλίας, στα πλαίσια της παρούσης Ημερίδος με γενικό θέμα  «Η Ορθοδοξία μπροστά στη σύγχρονη άρνηση». Το θέμα μου έχει τίτλο: «Οικουμενισμός: Νεώτερες εξελίξεις από την ‘Σύνοδο’ της Κρήτης μέχρι σήμερα» και περιλαμβάνει μια σύντομη εισαγωγή, στη συνέχεια περιγράφουμε συνοπτικά, ποιες ήταν οι κυριώτερες εκκλησιαστικές συνέπειες από την ψευδοσύνοδο, ποιες ήταν οι θεολογικές εξελίξεις στον τομέα του Διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς και πως αναπτύχθηκε η νέα οικουμενιστική θεωρία του «πρώτου άνευ ίσων», και τέλος κλείνουμε με συμπεράσματα, σκέψεις και προτάσεις. Γύρω από την «Σύνοδο» της Κρήτης, (στο εξής Σ.τ.Κ), τις μακροχρόνιες προετοιμασίες της, τον τρόπο οργανώσεώς της και τις αποφάσεις της, με βάση τα οκτώ κείμενα που αυτή παρήγαγε, έχουν γραφεί τόμοι ολόκληροι βιβλίων, έχουν δημοσιευθεί εκατοντάδες άρθρα και μελέτες από έγκριτους μελετητές και καταξιωμένους ερευνητές, πανορθοδόξου κύρους και ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ανατρέξει στην υπάρχουσα βιβλιογραφία. Ενδεικτικά μόνον μνημονεύουμε εδώ τον ογκώδη τόμο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου με τίτλο: «Η αγία και Μεγάλη Σύνοδος στην Κρήτη. Θεολογικές και εκκλησιολογικές θέσεις»[1] και την δίτομη έκδοση του Περιοδικού «Θεοδρομία» με τίτλο: «Ούτε Αγία, ούτε μεγάλη, ούτε Σύνοδος»[2]. Ο σκοπός της εισηγήσεως μας δεν είναι να πρωτοτυπήσουμε, ούτε να εντυπωσιάσουμε. Ο στόχος είναι καθαρά αγωνιστικός. Να δούμε δηλαδή, που βρισκόμαστε σήμερα από πλευράς Οικουμενισμού, πως διαμορφώθηκε το εκκλησιαστικό καθεστώς μετά την ψευδοσύνοδο και πως θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε από δω και μπρος.

Εισαγωγικά

Είναι πλέον κοινός τόπος και όλοι το διαπιστώνουν ξεκάθαρα, όσοι τουλάχιστον έχουν υγιείς πνευματικούς οφθαλμούς, όσοι ακόμη είναι ζωντανοί και δεν έχουν πεθάνει πνευματικά από το δηλητήριο του Οικουμενισμού, ότι η παναίρεση αυτή που κυριάρχησε σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνος, έφθασε πλέον στο αποκορύφωμά της στις αρχές του 21ου αιώνος με την ψευδοσύνοδο της Κρήτης, (Ιούνιος 2016). Αν η γνωστή και περιβόητη πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος του 1920 εγκαινίασε επίσημα την είσοδο του Οικουμενισμού μέσα στο χώρο της Ορθοδοξίας, τότε η ψευδοσύνοδος αυτή έδωσε σ’ αυτόν πλήρη συνοδική νομιμοποίηση. Αν ο πρώτος μεγάλος σταθμός αυτής της παναιρέσεως είναι η Εγκύκλιος του 1920, τότε ο δεύτερος μεγάλος σταθμός είναι οπωσδήποτε η ψευδοσύνοδος της Κρήτης. Το καρκίνωμα του Οικουμενισμού επί 100 περίπου χρόνια προχωρούσε και επεκτεινόταν ανενόχλητα μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα, μη υπαρχόντων ικανών εκκλησιαστικών αντιστάσεων. Δυστυχώς η παναίρεση αυτή, η φοβερότερη και πλέον επικίνδυνη, από όσες εμφανίστηκαν μέχρι σήμερα στη ζωή της Εκκλησίας μας, την οποία πολύ σοφά χαρακτήρισε ο αείμνηστος αρχ. π. Αθανάσιος Μυτιληναίος ως τον τελευταίο πρόδρομο του Αντιχρίστου, δεν αντιμετωπίστηκε εγκαίρως εν τη γενέσει της, συνοδικά, σε πανορθόδοξο επίπεδο, όπως βέβαια θα έπρεπε, εξ’ αιτίας κυρίως της αδράνειας της πλειονότητος των επισκόπων, αλλά και γενικότερα του εκκλησιαστικού σώματος, στις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, με αποτέλεσμα να φθάσουμε σ’ αυτή την τραγική κατάσταση που βιώνουμε  σήμερα. Να βλέπουμε δηλαδή σήμερα ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο, ένα φαινόμενο μοναδικό, που δεν έχει προηγούμενο στην Συνοδική και Κανονική μας Παράδοση, να εμφανίζεται δηλαδή η φοβερή αυτή πολυαίρεση και η Εκκλησία επί 100 χρόνια να αδυνατεί να την αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και συνοδικά σε πανορθόδοξο επίπεδο.  

Κυριώτερες εξελίξεις στο χώρο του Οικουμενισμού μετά την ψευδοσύνοδο.

Οι εκκλησιαστικές εξελίξεις στο χώρο του Οικουμενισμού μετά την ψευδοσύνοδο, ευρισκόμενες σε άμεση διαλεκτική σχέση και συνάρτηση μ’ αυτήν, υπήρξαν ως επί το πλείστον τραγικές και οδυνηρές και στο προσεχές μέλλον, κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα γίνονται ακόμη τραγικότερες. Ωστόσο υπήρξαν και κάποιες ελάχιστες θετικές και ενθαρρυντικές. Παρά κάτω θα επισημάνουμε τις κυριώτερες από αυτές.    
1) Η πρώτη άμεση συνέπεια ήταν ότι αυτή τραυμάτισε καίρια την πανορθόδοξη ενότητα της Εκκλησίας και προκάλεσε διαιρέσεις κατ’ αρχήν σε επίπεδο τοπικών Εκκλησιών. Η απουσία των τεσσάρων Εκκλησιών, της Αντιοχείας, της Ρωσίας, της Βουλγαρίας και της Γεωργίας, που δεν συμμετείχαν στη «Σύνοδο», δεν οφειλόταν σε πρακτικούς λόγους, αλλά στην φανερή και εκφρασθείσα διαφωνία τους για τον Κανονισμό Λειτουργίας της και για πολλές αντιπατερικές και αντορθόδοξες θέσεις των κειμένων, που είχαν ψηφισθεί. Όπως δε ήταν επόμενο, τήρησαν απορριπτική στάση απέναντι στις αποφάσεις της. Ωστόσο η μη συμμετοχή των εν λόγω τεσσάρων Τοπικών Εκκλησιών, που εκπροσωπούν τα 2/3 περίπου της παγκοσμίου Ορθοδοξίας από πλευράς πληθυσμού έφερε και ένα θετικό και παρήγορο αποτέλεσμα, που μπορούμε να πούμε ότι εντάσσεται μέσα στην πρόνοια του Θεού. Το γεγονός δηλαδή ότι ακριβώς αυτή η μη συμμετοχή αποτέλεσε το πρώτο μεγάλο και καίριο πλήγμα κατά του πανορθοδόξου κύρους της Σ.τ.Κ. και την απαρχή, (καθώς ελπίζουμε), μιάς μελλοντικής αναθεωρήσεως των κακοδόξων αποφάσεών της. Συγκεκριμένα τα μέλη της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Αντιοχείας σε έκτακτη συνοδική Συνεδρία τους την 27η Ιουνίου 2016, απεφάσισαν μεταξύ άλλων τα εξής: «Να θεωρήσουν την Συνάντηση της Κρήτης ως μια προκαταρκτική Συνέλευση της πανορθοδόξου Μεγάλης Συνόδου, επομένως και να θεωρήσουν ότι τα έγγραφά της δεν είναι τελικά, αλλά ανοιχτά προς συζήτηση και προς τυχόν τροποποιήσεις, όταν συγκληθεί η Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας με την παρουσία και συμμετοχή όλων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών».[3] Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας συνήλθε στις 2 Δεκεμβρίου 2017, και με την παρουσία 377 αρχιερέων απεφάσισε μεταξύ άλλων τα εξής: «Η εν λόγω Σύνοδος, [της Κρήτης], δεν δύναται να θεωρείται πανορθόδοξη, ούτε και οι αποφάσεις της ως δεσμευτικές για όλο το Ορθόδοξο πλήρωμα, επειδή η μη εξασφάλιση της σύμφωνης γνώμης των ορισμένων κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών για τη σύγκλησή της στις προκαθορισμένες ημερομηνίες παραβίασε την αρχή της ομοφωνίας….Η ανάλυση των κειμένων της εν Κρήτη Συνόδου, …απέδειξε ότι ορισμένα εξ’ αυτών περιλαμβάνουν ασαφείς και διφορούμενες διατυπώσεις, κάτι το οποίο δεν επιτρέπει να τα θεωρούμε ως υποδειγματική έκφραση των αληθειών της Ορθοδόξου πίστεως και της Παραδόσεως της Εκκλησίας».[4] Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Βουλγαρίας με συνοδική απόφασή της την 15η Νοεμβρίου 2016, απεφάσισε μεταξύ άλλων τα εξής: «Κατόπιν προσεκτικής μελέτης των κειμένων που υιοθετήθηκαν από την Σύνοδο της Κρήτης, η Ιερά Σύνοδος έχει καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι περιέχουν αποκλίσεις από την Ορθόδοξη Παράδοση, από την δογματική και Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας και από το πνεύμα και το γράμμα των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων».[5] Τέλος η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Γεωργίας σε συνεδρίασή της στις 22 Δεκεμβρίου 2016 απεφάσισε μεταξύ άλλων τα εξής: «Επειδή στην Σύνοδο της Κρήτης δεν συμμετείχαν τέσσερις Ορθόδοξες Εκκλησίες, η Σύνοδος δεν μπορεί να θεωρηθεί Καθολική… Επομένως οι αποφάσεις και τα κείμενα της Συνόδου της Κρήτης δεν είναι δεσμευτικά για την Εκκλησία….Είναι απαραίτητη η διόρθωση σε σημεία, ή και η πλήρης αντικατάσταση των κειμένων της Συνόδου της Κρήτης».[6]
2) Άλλη περαιτέρω θλιβερή εξέλιξη υπήρξε η γενομένη αλλοίωση και στρέβλωση του παραδοσιακού συνοδικού Συστήματος και η καθιέρωση για πρώτη φορά στη Σ.τ.Κ. ενός άλλου Συνοδικού Συστήματος, το οποίο, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι είναι καρπός της αναπτύξεως της νέας οικουμενιστικής θεωρίας του «πρώτου άνευ ίσων», για την οποία θα ομιλήσουμε παρά κάτω.   
3) Άλλη σημαντική εξέλιξη υπήρξαν οι πολλές περαιτέρω διαιρέσεις, θυελλώδεις αντιδράσεις και θεολογικές αντιπαραθέσεις μεταξύ πολλών επισκόπων, ηγουμένων ιερών Μονών, λοιπών κληρικών, αγιορειτών μοναχών, σωματείων και συλλόγων, θεολόγων, αλλά και του πιστού λαού του Θεού εξ’ αιτίας τόσον του τρόπου συγκροτήσεως, όσο και των κακοδόξων αποφάσεων της Σ.τ.Κ., τόσο στην Εκκλησία της Ελλάδος, όσο και σε άλλες Ορθόδοξες χώρες, όπως στην Ρουμανία, την Μολδαυΐα και την Ουκρανία, αμέσως σχεδόν μετά την ψευδοσύνοδο. Οι διαμαρτυρίες, η οργή και η αγανάκτηση εκφράσθηκαν με πλήθος δημοσιεύσεων, ομιλιών, συνεδρίων και Ημερίδων. Μερικοί εξ’ αυτών έφθασαν στο σημείο να διακόψουν το μνημόσυνο των αρχιερέων, που αποδέχθηκαν τις αποφάσεις της, εφαρμόζοντας τον 15ο Ιερό Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Ειδικότερα στον ελληνικό εκκλησιαστικό χώρο, η οργή και αγανάκτηση εντάθηκε ακόμη περισσότερο, εξ’ αιτίας της απαράδεκτης στάσεως που τήρησε η ελληνική αντιπροσωπεία στη «Σύνοδο». Όπως σημειώνει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας σχετικά: «Η αντιπροσωπεία της Εκκλησίας μας εις την λεγομένη ‘Αγία και Μεγάλη Σύνοδο’ εις το Κολυμπάρι της Κρήτης υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής της ευχέρειας και απέτυχε των προσδοκιών της εντολής που έλαβε από το ιερό μας σώμα….Η αντιπροσωπεία μας ήταν εντολοδόχος του ιερού σώματος και όφειλε άχρι τέλους να καταθέση την εντολή που έλαβε χωρίς καμία παθογένεια ‘διανοίας Κυρίου’….Δεν είχε καμία εξουσιοδότηση να μεταβάλη το περιεχόμενο της εντολής».[7] Η σύσσωμη αντίδραση του κλήρου και του πιστού λαού του Θεού απέναντι στις αποφάσεις της ψευδοσυνόδου είναι κάτι το ενθαρρυντικό και παρήγορο. Απέδειξε πάνω στην πράξη ότι ο κλήρος και ο λαός αποτελούν σήμερα τα μόνα ισχυρά προπύργια και αναχώματα που απέμειναν στον αγώνα κατά του Οικουμενισμού
4) Άλλη περαιτέρω θλιβερή εξέλιξη υπήρξε το γεγονός ότι οι εκκλησιαστικές ηγεσίες των δέκα Τοπικών Εκκλησιών, που έλαβαν μέρος στη Σ.τ.Κ., κατέβαλαν και συνεχίζουν να καταβάλουν συντονισμένες προσπάθειες για την εμπέδωση και αποδοχή των αποφάσεών της στο εκκλησιαστικό πλήρωμα, αφ’ ενός μεν με το να προβάλλουν και διαφημίζουν τη Σ.τ.Κ. ως σπουδαίο και μεγάλο ιστορικό και εκκλησιαστικό γεγονός με συνέδρια, ημερίδες, δημοσιεύσεις, κ.λ.π. και αφ’ ετέρου με το να συκοφαντούν, λοιδωρούν, απειλούν, διώκουν και επιβάλλουν ποινές σε όσους αντιδρούν και αντιστέκονται. Εδώ μνημονεύουμε την Εγκύκλιο, την οποία εξαπέλυσε η Δ.Ι.Σ. τον Ιανουάριο του 2017, με τίτλο: «Προς τον Λαό. Για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης», με την οποία επιχειρεί να ενημερώσει τον λαό για τα λεχθέντα και πραχθέντα στη Σ.τ.Κ. Το μήνυμα που προσπαθεί να περάσει η  Δ.Ι.Σ. με την Εγκύκλιο αυτή, είναι ότι η Σύνοδος αυτή ήταν μια γνήσια Ορθόδοξη Σύνοδος, η οποία έλαβε δήθεν Ορθόδοξες αποφάσεις. Ο συντάκτης πουθενά δεν κάνει την παραμικρή κριτική αξιολόγηση του τελευταίου 6ου κειμένου με τίτλο: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», για το οποίο έγινε τόσος θόρυβος σε πανορθόδοξο επίπεδο και το οποίο δέχθηκε ως γνωστόν σφοδρότατη θεολογική κριτική. Ουδόλως έλαβε υπ’ όψιν του δυστυχώς τις ορθότατες θεολογικές παρατηρήσεις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας που δημοσίευσε στο διαδίκτυο εν όψει της συγκλήσεως της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 23 και 24 Νοεμβρίου του 2016, με τίτλο: «Οι προσδοκίες μας από την Αγία Σύνοδο δεν εκπληρώθηκαν», όπως και την εκτενέστατη, (33 σελίδων), θεολογική παρέμβαση που κατέθεσε ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος στην ως άνω Σύνοδο σχετικά με την Σ.τ.Κ..
Μνημονεύουμε επίσης το 8ο Διεθνές Συνέδριο Ορθοδόξου Θεολογίας, που οργανώθηκε από τη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. από 20 έως 24 Μαΐου 2018 με θέμα «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Θεολογία τον 21ο αιώνα». Στο Συνέδριο αυτό προσπάθησαν οι πολυπληθείς ομιλητές να παρουσιάσουν την Σ.τ.Κ. ως μέγα ιστορικό γεγονός και τις αποφάσεις της κατά πάντα Ορθόδοξες, χωρίς φυσικά να πείσουν τον πιστό λαό του Θεού. Ως αντιστάθμισμα του Συνεδρίου αυτού μνημονεύουμε την Ημερίδα που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 16 Ιουνίου 2018 με τίτλο: «Ορθοδοξία και Κολυμπάρι δυο χρόνια μετά», από τη «Σύναξη κληρικών και Μοναχών», την «Εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδών», και τους Ορθοδόξους Χριστιανικούς Συλλόγους «Άγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής» και «Ζωοδόχος Πηγή».
5) Άλλη περαιτέρω θλιβερή εξέλιξη υπήρξε η προσπάθεια επιβολής και αποδοχής των αποφάσεων της Σ.τ.Κ. στο άγιον Όρος με αφόρητες πιέσεις που ασκήθηκαν προς εκείνες τις Ιερές Μονές, που αμφισβητούσαν τις αποφάσεις της, αλλά και με διωγμούς και ποινές, που επιβλήθηκαν σε μοναχούς που αντιδρούσαν και σε όσους διέκοψαν τον μνημόσυνο του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου. Στις 30 Ιουνίου 2017 η Ιερά κοινότητα του αγίου Όρους δημοσίευσε κείμενο με τίτλο «Μήνυμα του Αγίου Όρους περί της Αγίας και Μεγάλης εν Κρήτη Συνόδου», το οποίο απογοήτευσε τον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού. Πρόκειται για ένα κείμενο απαράδεκτο, που προσπαθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, αφού αποφεύγει να επισημάνει δογματικά λάθη, ασάφειες και ελλείψεις των συνοδικών κειμένων. Και μπορούμε να πούμε ότι καμία σχέση δεν έχει, ούτε καν συγκρίνεται, με παλαιότερα αγιορειτικά κείμενα, στα οποία οι αγιορείτες Πατέρες, με ρωμαλέο και αγωνιστικό φρόνημα, με ομολογιακό θάρρος και παρρησία, ύψωναν το ανάστημά τους και τολμούσαν να ελέγξουν κάθε παρέκκλιση από την Ορθόδοξη διδασκαλία, από όπου και αν αυτή προέρχονταν. Γενικότερα μπορούμε να πούμε ότι η εισβολή του Οικουμενισμού μέσα στο άγιον Όρος, το άλλοτε μέγα προπύργιο της Ορθοδοξίας, αποτελεί μια χειροπιαστή πραγματικότητα ήδη και πριν από την Σ.τ.Κ., έγινε όμως ακόμη πιο αισθητή μετά από αυτήν. [8]
6) Ένας άλλος πικρός καρπός της υπήρξε η εισβολή του Οικουμενισμού μέσα στον χώρο της παιδείας με την μετάλλαξη του μαθήματος των Θρησκευτικών από μάθημα με σαφώς Ορθόδοξο χαρακτήρα και προσανατολισμό σε μάθημα θρησκειολογικό. Αν ανοίξει κανείς τους «Φακέλλους του Μαθήματος» όπως ονομάσθηκαν τα νέα βιβλία των Θρησκευτικών, παρατηρεί ότι είναι γεμάτα από κείμενα της ψευδοσυνόδου, με τα οποία προσπαθούν να την διαφημίσουν και να δηλητηριάσουν τις αγνές παιδικές ψυχές με τους πικρούς καρπούς της. Πολύ σοφά παρατηρεί σχετικό δημοσίευμα της «Συνάξεως Κληρικών και Μοναχών»:  «Όταν στις περισσότερες Μητροπόλεις και Ενορίες δεν ακούγεται τίποτε εναντίον του Οικουμενισμού και των Διαθρησκειακών Συναντήσεων, όταν πατριάρχες και επίσκοποι προσφέρουν ως δώρο το Κοράνιο και συμπροσεύχονται με τους αιρετικούς και τους αλλοθρήσκους, όταν στις Θεολογικές Σχολές, τη συνηγορία και επισκόπων, εισάγεται η διδασκαλία του Ισλάμ, όταν οι πρωτεργάτες της μετατροπής του μαθήματος των Θρησκευτικών σε θρησκειολογία συνεργάζονται με την Ιερά Σύνοδο και πολλές Μητροπόλεις, η ευθύνη δεν βαρύνει τον άθεο Υπουργό Παιδείας, αλλά και σε όσους μέχρι σήμερα δεν αντιδρούσαν, αλλά ενεθάρρυναν προς αυτήν την κατεύθυνση τα πράγματα».[9]
7) Ένας ακόμη πικρός καρπός της Σ.τ.Κ. υπήρξε η εισβολή του Οικουμενισμού μέσα στον χώρο  της οικογενείας με την συνοδική θεσμοθέτηση από την Σ.τ.Κ. της κατ’ οικονομίαν αποδοχής των μικτών γάμων, οι οποίοι ρητώς απαγορεύονται από τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο οικονομίας.[10]
8) Άλλος πικρός καρπός της είναι το περιβόητο ουκρανικό ζήτημα. Την βαθειά εσωτερική σχέση μεταξύ της Σ.τ.Κ. και της αποδόσεως Αυτοκεφαλίας στους σχισματικούς της Ουκρανίας θα παρουσιάσει στην εισήγησή του ο κ. Λάμπρος Σκόντζος. Εδώ μόνο θα μνημονεύσουμε την στάση που τήρησε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου σχετικά με το ουκρανικό ζήτημα. Σε έκτακτη συνεδρία της στις 18 Φεβρουαρίου 2019, συνδέει άμεσα την Σ.τ.Κ. με το ουκρανικό ζήτημα. Μεταξύ άλλων αποφαίνεται ότι «Αν η ειλικρίνεια είναι εκ των ων ουκ άνευ διά την ομαλή συμβίωση των πιστών, ενώ η υστεροβουλία δυναμιτίζει τις μεταξύ τους σχέσεις, πολύ περισσότερον ισχύουν αυτά στις σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών. Πόσο επομένως σταθερά και ειλικρινής είναι η μεταξύ των Εκκλησιών μας σχέση όταν, παρά τις ομόφωνες αποφάσεις των συσκέψεων των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών του 2014 και του 2016 περί συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, χωρίς κανέναν ουσιαστικό λόγο, τέσσερις Εκκλησίες δεν συμμετέσχαν στη Σύνοδο;».[11]
9) Τέλος ένας ακόμη καρπός της, (χωρίς να εξαντλείται εδώ ο κατάλογος), υπήρξε το γεγονός, ότι η Σ.τ.Κ. έδωσε νέα ισχυρή ώθηση παγκοσμίως στην εξάπλωση του Οικουμενισμού. Οι πρωτεργάτες του Οικουμενισμού μετά την συνοδική νομιμοποίηση του Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Διαλόγου, προχωρούν τώρα ακάθεκτοι, με περισσότερο ζήλο και ενθουσιασμό, στην υλοποίηση των στόχων του, επικαλούμενοι «εν παντί καιρώ και τόπω» τις αποφάσεις της ψευδοσυνόδου, για να δικαιολογήσουν συμπροσευχές και συλλείτουργα με αιρετικούς, μετάδοση της Θείας κοινωνίας σε ετεροδόξους και άλλες παραβάσεις των Ιερών Κανόνων, γενόμενοι εκόντες, άκοντες όργανα της Νέας εποχής. Ο Παγκόσμιος Οικουμενισμός σε θρησκευτικό επίπεδο βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και προχωρεί στην υλοποίηση των στόχων του, δηλαδή στη σύγκληση των θρησκειών και την πραγματοποίηση του οράματος της Πανθρησκείας. Τα Διαθρησκειακά Συνέδρια οργανώνονται με καταιγιστικούς ρυθμούς, το ένα μετά το άλλο. Εδώ ενδεικτικά μνημονεύουμε τη νέα Διαθρησκειακή Συνάντηση της Ασίζης, που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2016[12] και την Β΄ Διεθν Διαθρησκειακή Διάσκεψη για την Ειρηνική Συνύπαρξη στη Μέση Ανατολή που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2017[13]. Κορυφαίοι πολιτικοί ηγέτες του κόσμου και ηγέτες θρησκειών ομιλούν, ανοικτά πλέον, για «παγκόσμια θρησκευτική κοινότητα», για «συνεργασία των θρησκειών για την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια». Αιρετικοί προτεστάντες ομιλούν για την αξία του Εβραϊσμού. Το Βατικανό αποφάνθηκε πρόσφατα, πως ο εβραίος δεν χρειάζεται να γίνει χριστιανός, διότι μπορεί να σωθεί δια της εβραϊκής θρησκείας. Επίσης, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, έχει ιδρυθεί πρόσφατα στην Νότια Καλιφόρνια ένα καινούργιο θρησκευτικό μόρφωμα το λεγόμενο «Χρισλάμ», αποτελούμενο από «χριστιανικά» και ισλαμικά στοιχεία. Λειτουργοί διαφόρων θρησκειών καλούνται σε παπικούς και προτεσταντικούς ναούς στην Ευρώπη, για να…κηρύξουν! Σε πολλούς ναούς, όπως φέτος στο Βέλγιο, άνοιξαν παπικοί ναοί, για να εορτάσουν οι μουσουλμάνοι το Ραμαζάνι! Παράλληλα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, κατεβάζουν τους σταυρούς και άλλα θρησκευτικά σύμβολα από δημόσιους χώρους χάριν δημιουργίας «κλίματος θρησκευτικής ανεκτικότητας».

Οι εξελίξεις στον τομέα του Διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς και η        ανάπτυξη της νέας οικουμενιστικής θεωρίας του «πρώτου άνευ ίσων».

Οι εξελίξεις στον τομέα αυτόν υπήρξαν εξ’ ίσου τραγικές και οδυνηρές. Μερικούς μήνες μετά την Σ.τ.Κ., (από 16 έως 21 Σεπτεμβρίου 2016), πραγματοποιήθηκε ως γνωστόν  η 14η Γενική Συνέλευση της Ολομέλειας της Διεθνούς Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου στο Κιέτι της Ιταλίας, στην οποία εγκρίθηκε κείμενο με τίτλο «Συνοδικότητα και πρωτείο κατά την πρώτη χιλιετία: στην πορεία προς κοινή κατανόηση, στην υπηρεσία της ενότητας της Εκκλησίας». Το κείμενο αυτό είναι συνέχεια του κειμένου της Ραβέννας, (Οκτώβριος 2007), αφού τόσον αυτό, όσο και το της Ραβέννας ασχολείται με το θέμα του Πρωτείου σε σχέση με την Συνοδικότητα. Σημειωτέον, ότι το κείμενο της Ραβέννας δέχθηκε στο παρελθόν σφοδρότατη θεολογική κριτική από δύο ευστοχότατες κριτικές μελέτες, που έγιναν πάνω σ’ αυτό και δημοσιεύθηκαν ήδη προ ετών: α) αυτήν της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους,[14] και β) αυτήν του καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. κ. Δημ. Τσελεγγίδη.[15] Οι μελέτες αυτές απέδειξαν σαφέστατα, ότι πρόκειται για ένα διάτρητο κείμενο με πλείστες όσες προβληματικές και εκκλησιολογικώς απαράδεκτες θέσεις. Το κείμενο του Κιέτι, το οποίο περιλαμβάνει 21 παραγράφους, υπέγραψαν οι εκπρόσωποι του Πάπα και όλων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, πλην του πατριαρχείου Βουλγαρίας, με την έκφραση επιφυλάξεων μόνο από τους εκπροσώπους του Πατριαρχείου της Γεωργίας επί ορισμένων παραγράφων του. Το κείμενο αυτό, (όπως και το κείμενο της Ραβέννας), πάσχουν σοβαρά από δογματικής απόψεως και έχουν ανάγκη λεπτομερούς συνοδικής μελέτης και εξετάσεως. Περιέχουν εκκλησιολογικές θέσεις, που αποκλίνουν σοβαρά από την Ορθόδοξη διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Πιο συγκεκριμένα:
Στο κείμενο κατ’ αρχήν γίνεται λόγος για «Ενότητα στην ποικιλομορφία», (παράγρ. 2). Πρόκειται για μια καθαρά προτεσταντικής προελεύσεως αιρετίζουσα  διδασκαλία, η οποία έχει τις ρίζες της στην οικουμενιστική «θεωρία της περιεκτικότητος». Επιχειρείται μάλιστα και η βιβλική θεμελίωσή της πάνω στην  περικοπή από την Α' προς Κορινθίους επιστολή του Παύλου, (12,4-11). Όπως είναι γνωστό ένας από τους βασικούς στόχους της «Νέας Εποχής» είναι η ενότητα στην ποικιλομορφία, η ενοποίηση όλων των πίστεων και των θρησκειών παρά τις υπάρχουσες δογματικές και άλλες θρησκειολογικές διαφορές.
Η παραγρ. 8 αναφέρεται στον ρόλο του επισκόπου στη ζωή της κάθε τοπικής Εκκλησίας και ιδιαιτέρως στην ευχαριστιακή Σύναξη: «Η μία, αγα, καθολικ κα αποστολικ Εκκλησα, της οποας κεφαλ είναι ο Χριστς, είναι παρούσα στν ευχαριστιακ σναξη της τοπικής Εκκλησας υπ τόν επσκοπ της. Ο επσκοπος είναι αυτς, πο προεδρεει (προεστς). Στν λειτουργικ σναξη ο επσκοπος κνει ορατ τήν παρουσα του Ιησού Χριστού. Στν τοπικ εκλησα, (δηλαδ τήν επισκοπ), οι πιστο κα οι κληρικο υπ τον έναν επσκοπο είναι ενωμνοι μεταξ τους εν Χριστώ, κα είναι σ κοινωνα μαζ Του σ κθε πτυχ της ζωής της Εκκλησας, ειδικτερα κατ τήν τλεση τς Θεας Ευχαριστας». Το κείμενο είναι έτσι διατυπωμένο, ώστε να αφήνει περιθώρια για μια επισκοποκεντρική ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, αλλά και γενικότερα του ρόλου του επισκόπου στη ζωή της Εκκλησίας. Η Θεία λειτουργία έχει πρωτίστως και κυρίως χριστοκεντρικό χαρακτήρα και στη συνέχεια επισκοποκεντρικό, εφ’ όσον ο επίσκοπος, ο οποίος προσταται κα προεδρεει αυτής ίσταται όντως εις τύπον και τόπον Χριστού, εφ’ όσον δηλαδή έχει Ορθόδοξο φρόνημα και ενσαρκώνει τις αρετές του Χριστού. Παρά κάτω γίνεται μια προσέγγιση της Συνοδικότητος σε σχέση με το Πρωτείο, το οποίο μάλιστα παρουσιάζεται υπό την μορφή της διακονίας. Χωρίς αμφιβολία το κείμενο έχει κάποιες ορθές θέσεις, ωστόσο όμως απουσιάζει μια βασική και θεμελιώδης αλήθεια, η οποία από μόνη της κατεδαφίζει κάθε έννοια πρωτείου εξουσίας σε παγκόσμιο επίπεδο, είτε του Πάπα, είτε του Οικουμενικού Πατριάρχου. Ότι δηλαδή  η ανώτατη αυθεντία μέσα στην Εκκλησία σε κτιστό επίπεδο είναι η Οικουμενική Σύνοδος και όχι το πρόσωπο του Οικουμενικού Πατριάρχου, ή του Πάπα.
Στο κείμενο αναπτύσσεται επίσης μια καινοφανής θεωρία περί Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία παρουσιάζεται ως Εικόνα της Αγίας Τριάδος: «...Η ενότητα, που υπάρχει μεταξύ των προσώπων της Αγίας Τριάδος, αντικατοπτρίζεται στην κοινωνία μεταξύ των μελών της Εκκλησίας. Γι' αυτό ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής επιβεβαιώνει ότι η Εκκλησία είναι ''Εικόνα'' της Αγίας Τριάδος…», (παραγρ. 1). Η κακόδοξη αυτή θεωρία πέρασε δυστυχώς όχι μόνο στο κείμενο του Κιέτι, αλλά και στα κείμενα της Σ.τ.Κ., συγκεκριμένα στην «Εγκύκλιο» της Συνόδου, (κεφ.1, παραγρ.1). Τις ρίζες αυτής της θεωρίας θα πρέπει να αναζητήσουμε στην Ρωσική θεολογία του 19ου και 20ου αιώνος, με κυριώτερο εκπρόσωπο τον ρώσο θεολόγο Αλέξανδρο Χομιάκωφ. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι από την εποχή που άρχισε να συζητείται το θέμα του πρωτείου του επισκόπου Ρώμης, αλλά και νωρίτερα ακόμη, άρχισε να καταβάλλεται προσπάθεια από οικουμενιστικούς κύκλους του Φαναρίου, ανοικοδομήσεως μιας μορφής πρωτείου μέσα στο χώρο της Ορθοδοξίας, ανάλογης με το παπικό πρωτείο, εδραζόμενο όμως όχι στο γνωστό «Πέτρειο δόγμα» του Παπισμού, αλλά στο δόγμα της Αγίας Τριάδος. Συγκεκριμένα καλλιεργήθηκε μια καινοφανής θεωρία, ότι η Εκκλησία είναι δήθεν εικόνα της Αγίας Τριάδος. Κατά τους ισχυρισμούς των προτεργατών της θεωρίας αυτής, τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ο Πατήρ, ο Υιός και το άγιο Πνεύμα, αποτελούν Σύνοδο και ενεργούν συνοδικώς με πρόεδρο της Συνόδου τον Πατέρα. Ο Πατέρας ως πρόεδρος της Συνόδου κατέχει ένα είδος πρωτείου, αφού Αυτός ως πηγή της Θεότητος,  διασφαλίζει την ενότητα της Αγιοτριαδικής συνόδου. Επομένως, και η Εκκλησία ως εικών της Αγίας Τριάδος, είναι μία διαρκής σύνοδος, λειτουργεί και πρέπει να λειτουργεί και αυτή συνοδικώς και για «θεολογικούς» λόγους έχει ανάγκην από έναν πρώτον, και μάλιστα παγκόσμιον. Ο κυριώτερος εκπρόσωπος αυτής της θεωρίας, ο Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης Ζηζιούλας, ξεκινώντας από την Ορθόδοξη θεολογική διδασκαλία ότι ο Πατήρ είναι η αιτία της υπάρξεως του Υιού δια της γεννήσεως και του Αγίου Πνεύματος διά της εκπορεύσεως, στο έργο του «Συνοδικότητα και Πρωτείο», γράφει: «Πρωτείο υπάρχει ακόμη και στη ζωή της Τριάδος, εφ όσον είναι ο Πατήρ η ‘αιτία’ των Τριαδικών Προσώπων τη ευδοκία του οποίου πηγάζει κάθε θεία ενέργεια και λειτουργία…Το πρωτείο στην τοπική εκκλησία αναδύθηκε μέσα από την Tριαδολογική και Xριστολογική θεολογία, οι ρίζες του είναι βαθιά θεολογικές... Ότι το πρωτείο αυτό αποτυπώνεται στην Τριαδολογική θεολογία και στην Χριστολογία είναι προφανές, από το γεγονός ότι ο primus, (ο επίσκοπος), νοείται ως επέχων στην Εκκλησία την θέσι, (τον τόπο), του Πατρός».[16] Με τις παρά πάνω φράσεις ο Περγάμου αποδίδει στην υπόσταση του Πατρός μια ιδιαίτερη υποστατική ενέργεια, την «ευδοκία», που δεν ανήκει στις κοινές άκτιστες υποστατικές ενέργειες και των τριών προσώπων της αγίας Τριάδος. Δια μέσου αυτής της ιδιαίτερης υποστατικής ενέργειας, της «ευδοκίας», πηγάζει κάθε άλλη άκτιστη θεία ενέργεια. Σε άλλο έργο του με τίτλο: «Συνοδικός θεσμός», θεμελιώνει την ενότητα της Αγίας Τριάδος όχι στην κοινή φύση των τριών προσώπων, το ομοούσιο, αλλά στην υπόσταση του Πατρός.  Γράφει: «Στην ίδια αρχή, [για την οποία ομίλησε πιο πάνω, της στενής δηλαδή αλληλεξαρτήσεως Συνόδου και πρωτείου], βασίζεται και η ανάπτυξη και η διαμόρφωση του επισκοπικού λειτουργήματος, η οποία συνδέεται κατά βάθος με την τριαδική ζωή του Θεού, στην οποία η κοινωνία των τριών προσώπων γίνεται ενότητα μόνο σε ένα πρόσωπο, την υπόσταση του Πατρός».[17] Με την παρά πάνω φράση ο Περγάμου αποδίδει στην υπόσταση του Πατρός μια ακόμη ιδιαίτερη υποστατική ενέργεια, αυτήν της «ενότητος», που δεν ανήκει στις κοινές άκτιστες υποστατικές ενέργειες και των τριών προσώπων της αγίας Τριάδος.  
Τις κακόδοξες αυτές θεολογικές απόψεις προσπαθούν να στηρίξουν στη διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του ομολογητού, στο έργο του με τίτλο «Μυσταγωγία»,[18] τον οποίο όμως παρερμηνεύουν. Πλήρη θεολογική ανάλυση και ανατροπή της θεωρίας αυτής επιχειρεί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, στο έργο του «Η αγία και Μεγάλη Σύνοδος στην Κρήτη. Θεολογικές και εκκλησιολογικές θέσεις»,[19] και παραπέμπουμε εκεί για περισσότερα στοιχεία τον κάθε ενδιαφερόμενο. Ο Σεβασμιώτατος Ναυπάκτου αποδεικνύει, επικαλούμενος και παράλληλα χωρία και μαρτυρίες άλλων Πατέρων, όπως του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου,[20] του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού,[21] και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά,[22] ότι ο άγιος Μάξιμος εδώ δεν ομιλεί για την Εκκλησία ως τύπο και εικόνα του Τριαδικού Θεού, αλλ’ ως τύπο και εικόνα του Θεού. Δεν ομιλεί για τις ενδοτριαδικές σχέσεις των προσώπων της αγίας Τριάδος, δηλαδή τον τρόπο υπάρξεως των προσώπων της αγίας Τριάδος ως εικόνος των ανθρωπίνων σχέσεων στην Εκκλησία, όπως εσφαλμένα νομίζουν οι επινοήσαντες την θεωρία αυτή, αλλά για την ενέργεια του Θεού.[23] Μεταξύ του Τριαδικού Θεού και της κτίσεως δεν υπάρχουν αναλογίες, επειδή όπως παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, δεν είναι δυνατόν να ανευρίσκονται ομοιότητες στον κτιστό κόσμο για την σχέση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος μεταξύ τους. Επομένως η Εκκλησία, που είναι θεανθρώπινος οργανισμός, δεν μπορεί να είναι εικόνα της Αγίας Τριάδος, που είναι το θεανθρώπινο σώμα του Χριστού.   
Περαιτέρω θεολογική ανάπτυξη της θεωρίας αυτής συναντάμε στον Μητροπολίτη Προύσης Ελπιδοφόρο, (νυν Αρχιεπίσκοπο Αμερικής), ο οποίος βασιζόμενος σε δύο χωρία από τους θεολογικούς λόγους του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, τον τρίτο[24] και τον πέμπτο[25], φθάνει στο συμπέρασμα να ομιλεί περί «Μοναρχίας του Πατρός», αφού, κατά τους ισχυρισμούς του, και αυτός ακόμη «ο Θεολόγος των Πατέρων», ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ομιλεί περ μοναρχίας και πρωτείου του Θεού και Πατρός. Γράφει: «Παλαιόθεν και συστηματικώς η Εκκλησία εξέλαβε το πρόσωπον του Πατρός ως τον Πρώτον (‘η μοναρχία του Πατρός’) της κοινωνίας των προσώπων της Αγίας Τριάδος». Και προσθέτει παρά κάτω: «Εν θέλωμεν να ομιλήσωμεν περ πηγής ενς πρωτείου εις την αν την οικουμένην Εκκλησίαν, αύτη είναι αυτ τούτο το πρόσωπον του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος, ως αρχιερες είναι μεν πρώτος ‘μεταξ ίσων’, ως Κωνσταντινουπόλεως, όμως, και συνεπώς ως Οικουμενικς Πατριάρχης, είναι πρώτος δίχως ίσον, (primus sine paribus)».[26]
Ωστόσο εδώ ο άγιος Γρηγόριος δεν ομιλεί περί μοναρχίας ενός προσώπου, του Πατρός, («Μοναρχία δε, ουχ ήν εν περιγράφει πρόσωπον»), όπως θέλει ο συγγραφέας, αλλά περί της μοναρχίας της (μιάς) φύσεως και των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, («αλλ’ ήν φύσεως ομοτιμία συνίστησι»). Αυτή δε η ομοτιμία της φύσεως γεννά την ομοτιμία των προσώπων, αφού και τα τρία πρόσωπα μετέχουν της αυτής φύσεως. Περί αυτής δε της ομοτιμίας των προσώπων μας βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος: «ίνα πάντες τιμώσι τον Υιόν καθώς τιμώσι τον Πατέρα» (Ιω. 5,23). Εφ’ όσον, σύμφωνα με τον λόγον του Κυρίου, η ίδια τιμή που ανήκει στον Πατέρα, ανήκει και στον Υιόν, τότε δεν είναι δυνατόν να νοήσουμε προβάδισμα πρωτείου στον Πατέρα σε σχέση προς τον Υιόν. Επίσης εάν αποδώσουμε στον Πατέρα πρωτείο, κατά το γεγονός ότι αποτελεί πηγή της Θεότητος και της Πατρότητος, όπως αφήνει να εννοηθεί ο συγγραφέας, τότε αναγκαίως θα πρέπει να θεωρήσουμε τον Υιόν ως δεύτερον Θεόν, κατώτερον προς τον Πατέρα. Στην περίπτωση αυτή καταλήγουμε στις Ωριγενιστικές αιρετικές θεωρίες σχετικά με το δόγμα της  Αγίας Τριάδος, τις οποίες κατεδίκασε η Εκκλησία κατά την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο.[27] Ο Σεβασμιώτατος Ναυάκτου πολύ σωστά παρατηρεί ότι οι βαθύτεροι λόγοι που οδηγούν τον Σεβασμιώτατο Περγάμου και αυτούς που τον ακολουθούν, σ’ αυτή την κακόδοξη θεώρηση της Εκκλησίας ως εικόνος της Αγίας τριάδος, είναι ότι μέσω της θεωρίας αυτής επιζητούν να θεμελιώσουν το εκκλησιαστικό Πρωτείο πάνω σε θεολογική βάση και όχι πάνω στη βάση των πρεσβειών τιμής, που καθόρισαν οι Ιεροί Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων.[28]
Ουσιαστικά πρόκειται για την θεολογική ανάπτυξη μια νέας οικουμενιστικής θεωρίας, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε ως θεωρία του «πρώτου άνευ ίσων». Έμπρακτη εφαρμογή της οικουμενιστικής αυτής θεωρίας συναντούμε στον τρόπο οργανώσεως της Σ.τ.Κ., όπου βάσει του κανονισμού λειτουργίας της Συνόδου, (άρθρο 12, παράγ. 1-3), καταργήθηκε η πλήρης και ομότιμος συμμετοχή όλων των επισκόπων, που συμμετείχαν στη σύνοδο. Οι προκαθήμενοι των Τοπικών Εκκλησιών, ανυψώθηκαν, ως πρώτοι άνευ ίσων, υπεράνω των άλλων επισκόπων, διότι αυτοί μόνον είχαν δικαίωμα ψήφου. Ένας εκ των συμμετεχόντων στη Σ.τ.Κ. ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, πολύ σωστά παρατηρεί σχετικά ότι η Σ.τ.Κ. ήταν μια Σύνοδος Προκαθημένων με τις συνοδείες τους.[29] Άλλο κλασικό παράδειγμα έμπρακτης εφαρμογής της συναντούμε στην περίπτωση του Πατριάρχου Σερβίας Ειρηναίου. Όπως είναι γνωστό, από τα 25 μέλη της αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Σερβίας οι 17 αρνήθηκαν να υπογράψουν το πιο προβληματικό κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Επειδή όμως το εψήφισε ο προκαθήμενος, θεωρήθηκε ψηφισμένο από όλους, μολονότι η πλειοψηφία το απέρριψε. Μια άλλη έμπρακτη εφαρμογή της συναντούμε στο ουκρανικό ζήτημα, όπου ενώ όλες οι Τοπικές Εκκλησίες ζητούν επιτακτικά την σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου για την επίλυσή του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης αρνείται να συγκαλέσει σύνοδο. Τέλος μνημονεύουμε και τον λεγόμενο θεσμό των Συνάξεων των Προκαθημένων, ένα θεσμό που καθιερώθηκε εδώ και μερικές δεκαετίες στη συνοδική ζωή της Εκκλησίας, αλλ’ ο οποίος είναι ξένος και άγνωστος στη Συνοδική και Κανονική μας Παράδοση, έχει τις ρίζες του σ’ αυτήν ακριβώς την οικουμενιστική θεωρία του «πρώτου άνευ ίσων».

Συμπεράσματα, σκέψεις και προβληματισμοί.

     Με όσα παρά πάνω παραθέσαμε, προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε αδρομερώς και με πολύ συνοπτικό τρόπο, πως το καρκίνωμα της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, που ξεκίνησε στις αρχές του 20ου αιώνα προχώρησε σταδιακά και εξαπλώθηκε μεθοδικά, καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνος, έτσι ώστε τελικά να βρεί πλήρη συνοδική νομιμοποίηση, αντί καταδίκης, στηνΣ.τ.Κ.. Προσπαθήσαμε ακόμη να δώσουμε μια εικόνα των περαιτέρω εκκλησιαστικών εξελίξεων, έτσι όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί μετά την ψευδοσύνοδο, οι οποίες υπήρξαν πικροί καρποί και θλιβερές συνέπειές της. Τέλος περιγράψαμε την ανάπτυξη της νέας οικουμενιστικής θεωρίας του «πρώτου άνευ ίσων», μιάς θεωρίας που επέφερε καίριο πλήγμα, στον Συνοδικό Θεσμό της Εκκλησίας.
    Τώρα πλέον η κατάσταση των εκκλησιαστικών πραγμάτων, είναι κάτι περισσότερο από τραγική. Το πολυκέφαλο θηρίο του Οικουμενισμού προχωρεί τώρα ακάθεκτο με πολύ περισσότερη ορμή και αποφασιστικότητα στην πραγματοποίηση των στόχων της Νέας τάξεως πραγμάτων και της Νέας Εποχής, στην πραγματοποίηση δηλαδή του οράματος της Πανθρησκείας, η οποία θα στρώσει το χαλί για την έλευση του αντιχρίστου. Όπως πού σωστά παρατηρεί νεώτερος ερευνητής, η «διάβρωση που έχουν υποστή οι θεσμοί, που θα έπρεπε να λειτουργούν ως αναχώματα στην πλημμύρα του Οικουμενισμού, δηλαδή οι ιεράρχες, το ιερατείο γενικά, το Άγιον Όρος και οι Θεολογικές Σχολές, με ελάχιστες εξαιρέσεις»,[30] είναι πρωτοφανής και άνευ προηγουμένου. Μετά την ψευδοσύνοδο η οικουμενιστική θύελλα εν είδει τυφώνος σαρώνει πλέον τα πάντα στο πέρασμά της. Εν όψει αυτής της τραγικής καταστάσεως, τίθεται το καυτό ερώτημα: Ποίο είναι το χρέος μας απέναντι του Θεού και της Εκκλησίας;
    Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας δεν γνωρίζει άλλον τρόπο  αντιμετωπίσεως των αιρέσεων εκτός από αυτόν της συνοδικής καταδίκης των σε τοπικό και οικουμενικό επίπεδο. Επομένως και η παναίρεση αυτή δεν  μπορεί να εξουδετερωθεί με άλλο τρόπο εκτός από αυτόν της συνοδικής καταδίκης. Το ότι, βέβαια, η κατάσταση είναι πολύ ζοφερή αυτό δεν σημαίνει ότι θα απελπιστούμε. Αντίθετα μάλιστα. Καλούμαστε όλοι εμείς, κλήρος και λαός, όσοι από τους επισκόπους μας και από τους λοιπούς κληρικούς και λαϊκούς μας παρέμεναν ανεπηρέαστοι από το δηλητήριο της αιρέσεως, να αγωνιστούν προς την κατεύθυνση αυτή, με ομολογιακό και θυσιαστικό φρόνημα, ο καθένας ανάλογα με τον θεσμικό ρόλο που έχει στο σώμα της Εκκλησίας. Εμείς θα αγωνιστούμε  μέχρι τέλους και μέχρις ότου επέμβει ο Θεός, αλλά και με  την βεβαιότητα, ότι η τελική νίκη απέναντι στην φοβερή αυτή παναίρεση ανήκει στον Χριστό, ο οποίος κρατάει το τιμόνι της Εκκλησίας στα παντοδύναμα χέρια του. Η Ορθοδοξία είναι και θα παραμένει ανίκητη μέχρι συντελείας του αιώνος, όπως μας διαβεβαιώνει ο πρύτανις των Πατέρων της Εκκλησίας μας, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, σε μια υπέροχη ομιλία του «Πρό της Εξορίας»: «ουδέν Εκκλησίας δυνατώτερον, άνθρωπε. Λύσον τον πόλεμον, ίνα μη καταλύση σου την δύναμιν. Μη είσαγε πόλεμον εις τον ουρανόν. Άνθρωπον εάν πολεμής, ή ενίκησας, ή ενικήθης. Εκκλησίαν δε εάν πολεμής, νικήσαί σε αμήχανον. Ο Θεός γαρ εστιν ο πάντων ισχυρότερος».[31]  
Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας.






[1] Εκδ. Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου, Πελαγίας, 2018
[2] Έτος 18ο, τεύχη 3-4, Ιούλιος – Δεκέμβριος 2016.
[3] Περιοδ. «Θεοδρομία», έτος ΙΗ, τεύχη 3-4, Ιούλιος – Δεκέμβριος 2016, σελ. 370.
[4] Βλ. aktines.blogspot.com/2017/12/377.html.
[5] Περιοδ. «Θεοδρομία», έτος ΙΗ, τεύχη 3-4, Ιούλιος – Δεκέμβριος 2016, σελ. 379.
[6] Βλ. thriskeftika.blogspot. com/2016/12/blog-post_85.html.
[7] www.romfea.gr/epikairotita-xronika/11491-peiraios-oi-prosdokies.
[8] Για περισσότερα στοιχεία βλέπε ημετέρα Εισήγηση στη «Σύναξη για την Ορθοδοξία» με θέμα:
«Η στάση του Αγίου Όρους απέναντι στη ‘Σύνοδο της Κρήτης’», που έγινε στο Πνευματικό Κέντρο Ιερού Ναού Αγίας Τριάδος, (5.11.2018).
[9] www. impantokratoros .gr /4BC6693D.el.aspx, Σεπτέμβριος 2016.
[10] Βλ. 72ος Ιερός Κανών της Πενθέκτης εν Τρούλλω Συνόδου.
[11] www.orthodoxianewsagency. gr/aytokefales_ekklisies /ekklisia. 
[12] Βλ. thriskeftika.blogspot. com/2016/10/blog-post_73.html.
[13] Βλ. http://www.romfea.gr/diafora/17927-enarji-tis-diethnis-diaskepsis-gia-eiriniki-sunuparji-sti-mesi-anatoli-foto.
[14] Αρχ. Γεωργίου, Καθ. Ιεράς Μονής Γρηγορίου αγίου Όρους, «Το κείμενο της Ραβέννας και το Πρωτείο του Πάπα», Άγιον Όρος, 30 Δεκεμβρίου 2007, στο Περιοδ. «Εν Συνειδήσει»: «Οικουμενισμός, ιστορική και κριτική προσέγγιση», Εκδ. Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, Άγια Μετέωρα, Ιούνιος 2009, σ.σ. 90-99.
[15] «Ορθόδοξοι προβληματισμοί με αφορμή το κείμενο της Ραβέννας», στο Περιοδ. «Εν Συνειδήσει»….ο.π., σ.σ. 100-111.
[16] Conciliarity and Primacy, Metropolitan of Pergamon John Zizioulas, Θεολογία 2/2015, σελ. 29-30.
[17] «Ο Συνοδικός θεσμός», στο περιοδ. «Θεολογία», 2/2009, σελ. 5.
[18] Βλ. Μαξίμου Ομολογητού, «Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών», τομ. 14, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 50-51.
[19] Εκδ. Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου, Πελαγίας, 2018, σελ. 64-74,
[20] Γρηγορίου του Θεολόγου, Έργα, τόμ 1, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 376-378.
[21] Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, Εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 58.
[22] Γρηγορίου Παλαμά, Έργα, τομ. 3, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 110-112.
[23] Η διατύπωση της φράσεως την οποία επικαλούνται οι οικουμενιστές είναι: «Την τοίνυν αγίαν Εκκλησίαν κατά πρώτην θεωρίας επιβολήν, τύπον και εικόνα του Θεού φέρειν έλεγεν ο μακάριος γέρων, ως την αυτήν αυτώ κατά μίμησιν και τύπον ενέργειαν έχουσαν». Μετάφραση: Έλεγε, λοιπόν ο μακάριος εκείνος γέροντας, [προφανώς εννοεί τον άγιο Διονύσιο], μ’ ένα πρώτο συμβολισμό της θεωρίας του, ότι η αγία Εκκλησία είναι τύπος και εικόνα του Θεού, επειδή μιμείται την ίδια την ενέργεια εκείνου και δανείζεται τον τύπο της.
[24] Λόγος Θεολογικός τρίτος, PG 36, 76: «Ημίν δε μοναρχία το τιμώμενον. Μοναρχία δε, ουχ ήν έν περιγράφει πρόσωπον (έστι γαρ και το έν στασιάζον προς εαυτό πολλά καθίστασθαι), αλλ’ ήν φύσεως ομοτιμία συνίστησι και γνώμης σύμπνοια και ταυτότης κινήσεως και προς το έν των εξ’ αυτού σύννευσις (όπερ αμήχανον επί της γεννητής φύσεως), ώστε καν αριθμώ διαφέρη, τη γε ουσία μη τέμνεσθαι».
[25] Λόγος Θεολογικός πέμπτος, PG 36, 164.
[26] Βλ. άρθρο του Γραφείου αιρέσεων της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς με τίτλο: «Ιησούς Χριστός ο μοναδικός Primus Sine Paribus. Σχολιασμός στην πρόσφατη δημοσίευση (8.1.2014), του Μητροπολίτου Προύσης Ελ. Λαμπρινιάδη καθηγητού του ΑΠΘ.
[27] Ωριγένους, Περί αρχών, 1,3,5: «ο μεν Θεός και Πατήρ, συνέχων τα πάντα φθάνει εις έκαστον των όντων, μεταδιδούς εκάστω από του ιδίου το είναι (ών γαρ εστίν). Ελάττων δε προς τον Πατέρα ο Υιός, φθάνων επί μόνα τα λογικά (δεύτερος γαρ εστί του Πατρός), έτι δε ήττον το Πνεύμα το άγιον, επί μόνους τους αγίους διικνούμενον».
[28] Η αγία και Μεγάλη Σύνοδος στην Κρήτη…ο.π. σελ. 73.
[29] Βλ. «Η αγία και Μεγάλη Σύνοδος στην Κρήτη. Θεολογικές και εκκλησιολογικές θέσεις», Εκδ. Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου, Πελαγίας, 2018, σελ. 255-257.

[30] Βλ. Εισήγηση πρωτοπ. π. Θεόδωρου Ζήση με τίτλο: «Δύο χρόνια μετά το Κολυμπάρι. Ποια είναι η κατάσταση της Εκκλησίας», σε Ημερίδα με τίτλο: «Ορθοδοξία και Κολυμπάρι, δύο χρόνια μετά», στο περιοδ. «Θεοδρομία», έτος Κ΄, τεύχ. 2, Απρίλιος – Ιούνιος 2018, σελ. 210-224.
[31] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία πρὸ της εξορίας 1-2, PG 52, 429.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)