ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ
ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί
τη 5η Δεκεμβρίου 2019
ΤΑ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΑ ΤΗΣ «ΘΡΟΝΙΚΗΣ ΕΟΡΤΗΣ»
ΤΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ
Έχουμε ασχοληθεί και άλλοτε με τις
καινοφανείς και παπικής εμπνεύσεως «θρονικές εορτές» του Βατικανού, οι
οποίες έχουν δυστυχώς εισαχθεί και καθιερωθεί εδώ και μερικές δεκαετίες κατ’
απομίμηση των παπικών και στο Φανάρι. Εορτές που συν τω χρόνω έχουν καταστεί
θεσμός και έχουν αναχθεί σε μεγάλα παγκόσμια γεγονότα. Ο παναιρετικός Παπισμός
εφεύρε αυτή την εντελώς αμάρτυρη και άγνωστη στην ιστορία της Ορθοδόξου
Εκκλησίας μας εορτή, για να διακηρύσσει κάθε χρόνο την δήθεν «πέτρειο
διαδοχή» του Πάπα, το επάρατο «πρωτείο» και το βλάσφημο «αλάθητο»
του αιρεσιάρχου Πάπα, ο οποίος προβάλλεται, εκτός από αρχηγός κράτους
και ως ο «αντιπρόσωπος του Χριστού στη γη» (Vicarius Christi)! Ωστόσο οι άγιοι απόστολοι, και εν προκειμένω ο άγιοι Ανδρέας
και Πέτρος, δεν ίδρυαν στις ιεραποστολικές τους περιοδείες πατριαρχικούς
θρόνους, αλλά τοπικές Εκκλησίες και μάλιστα εν μέσω πολλών διωγμών και θλίψεων,
με πολλούς κόπους και δάκρυα. Ούτε διανοήθηκαν ποτέ να καθιερώσουν «θρονικές
εορτές» στις τοπικές Εκκλησίες που ίδρυαν. Αντίθετα μάλιστα ολόκληρη η
ζωή τους ήταν ένα συνεχές μαρτύριο, σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου: «ο Θεός ημάς τους αποστόλους εσχάτους απέδειξεν, ως
επιθανατίους, ότι θέατρον εγενήθημεν τω κόσμω, και αγγέλοις και ανθρώποις…», (Α΄ Κορ.4,9). Θεωρούσαν εαυτούς «υπηρέτας Χριστού και οικονόμους
μυστηρίων Θεού», (Α΄ Κορ.4,1),
και όχι εκκλησιαστικούς άρχοντες, καθημένους επί υψηλών και επηρμένων θρόνων
και δοξαζομένους υπό πάντων. Το πλέον τραγικό στην όλη αυτή ιστορία είναι το
γεγονός ότι οι καινοφανείς αυτές «θρονικές εορτές» έχουν επί πλέον
καταντήσει καλοστημένες ευκαιρίες
για την προβολή και προώθηση της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Έχει γίνει
πλέον καθεστώς να προσκαλούνται κάθε χρόνο οι αιρετικοί Παπικοί στο Φανάρι και
οι Ορθόδοξοι στη Ρώμη αντίστοιχα, στις δύο «θρονικές εορτές» Ρώμης και
Φαναρίου, προκειμένου να «λαμπρύνουν» με την παρουσία τους
τις εορταστικές εκδηλώσεις, στην ουσία όμως για να προωθηθεί μέσω αυτών ο
επάρατος Οικουμενισμός.
Με αισθήματα πικρίας, οδύνης και απογοητεύσεως παρακολούθησε ο πιστός
λαός του Θεού από τα ΜΜΕ τα όσα ελέχθησαν, αλλά και τα όσα κατά παράβαση των
Ιερών Κανόνων επράχθησαν για μια ακόμη φορά κατά την φετινή «θρονική εορτή» του Φαναρίου στις 30
Νοεμβρίου ε.ε. Δυστυχώς κάθε χρόνο επαναλαμβάνεται σχεδόν το ίδιο σκηνικό, οι
ίδιες φιέστες, με πρωταγωνιστή τον Παν. Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο.
Αυτή τη χρονιά στο σκηνικό προστέθηκε και η παρουσία των σχισματικών
ψευδοεπισκόπων της Ουκρανίας, οι οποίοι ετιμήθησαν δυστυχώς ως κανονικοί
επίσκοποι και συλλειτούργησαν με τους
πατριαρχικούς, οπότε η ατμόσφαιρα της «εορτής» έγινε ακόμη ποιο «βαριά» η δε πικρία του πιστού λαού
του Θεού ακόμη μεγαλύτερη.
Για πολλοστή ήδη φορά ο κ. Βαρθολομαίος στη προσφώνησή του προς τον επικεφαλής της
παπικής αντιπροσωπίας καρδινάλιο κ. Kurt Koch, επαναλαμβάνει την ίδια
οικουμενιστική ιδεολογία και γλώσσα, όπως άλλως τε συνηθίζει να το πράττει κάθε
φορά, που απευθύνεται προς ετεροδόξους αιρετικούς, Παπικούς, Προτεστάντες, ή
Μονοφυσίτες, προφανώς για να επιβεβαιώσει για μία ακόμη φορά στον κλήρο και
στον πιστό λαό του Θεού την αμετακίνητη προσήλωση στις θεωρίες του. Με άκρα
συντομία θα προσπαθήσουμε στις γραμμές που ακολουθούν να σχολιάσουμε μερικά
σημεία από τις εκατέρωθεν
προσφωνήσεις, του Παν. Οικουμενικού Πατριάρχου και του Παπικού Καρδιναλίου κ. Kurt Koch, οι οποίες είναι αποκαλυπτικές του οικουμενιστικού «κλίματος» που
κυριάρχησε στην «θρονική εορτή».
Ο παν. Οικουμενικός
Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, απευθυνόμενος στον παπικό αξιωματούχο κ. Koch, ανέφερε κατ’ αρχήν πως οι «θρονικές εορτές δεν είναι ‘μία στατική πράξις επαναλήψεως, αλλά μία εκάστοτε νέα καταβολή,
μία δυναμική πρόοδος και εμβάθυνσις εις το προοδευτικώς προς το έσχατον βαίνον
μυστήριον της Εκκλησίας’, μία ευλογημένη συνάντησις, η οποία ‘συμπληρώνει και
φωτίζει και τον θεολογικόν διάλογον και όλας τας άλλας εκδηλώσεις των αδελφικών
μας σχέσεων’, αναδεικνύουσα ‘την θείαν διάστασιν του όλου εγχειρήματος δια την
ενότητα’»! Στο μυστήριο της Εκκλησίας,
η οποία «βαίνει» προς τα
έσχατα, έχουν εμβαθύνει οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, (όσο βέβαια μπορεί
να εισχωρήσει σ’ αυτό κτιστός νους αφού πρόκειται περί μυστηρίου), και το έχουν
αναπτύξει στα συγγράμματά τους με μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο. Η δε
διδασκαλία τους έχει αποκρυσταλλωθεί στο εκκλησιολογικό δόγμα της Ορθοδόξου
Εκκλησίας μας. Σίγουρα όμως το μυστήριο αυτό δεν εμβαθύνεται, ούτε κατανοείται,
με «θρονικές εορτές», στις
οποίες μάλιστα διατυπώνονται και κακόδοξες περί Εκκλησίας θέσεις, αλλά με
νηστείες, αγρυπνίες και προσευχές, δια των οποίων καθαίρεται σταδιακά η ψυχή
και ανυψούται στον φωτισμό και στην θέωση. Δεν μπορούμε να δεχθούμε επίσης ότι
η εορτή αυτή είναι «μία ευλογημένη συνάντησις», αφού σ’ αυτήν
καταπατούνται οι Ιεροί Κανόνες, που απαγορεύουν τις συμπροσευχές, η δε παπική
παρασυναγωγή ονομάσθηκε «αδελφή
Εκκλησία». Ούτε ακόμη μπορούμε να δεχθούμε ότι η εορτή αυτή «συμπληρώνει και φωτίζει και τον θεολογικόν
διάλογον και όλας τας άλλας εκδηλώσεις των αδελφικών μας σχέσεων», διότι
ο θεολογικός διάλογος δεν φωτίζεται με «θρονικές
εορτές», αλλά με την παρουσία του αγίου Πνεύματος, το οποίο, (Αυτό και
μόνον Αυτό), μπορεί να φωτίσει τις ψυχές
των συμμετεχόντων στους διαλόγους, αλλά και των εκκλησιαστικών ηγετών. Ούτε
μπορούμε να δεχθούμε ότι «το όλον
εγχείρημα δια την ενότητα έχει κάποια θεία διάσταση», αφού σ’ αυτό το «εγχείρημα» δεν υπήρξε κάποια άνωθεν
επέμβαση και μαρτυρία, κάποιο θαυμαστό γεγονός, (όπως για παράδειγμα το θαύμα
της αγίας Ευφημίας κατά την Δ΄
Οικουμενική Σύνοδο), που να δείχνει ότι το θέλημα του Θεού είναι να
προχωρήσει ο διάλογος.
Στη συνέχεια ο κ. Βαρθολομαίος, προκειμένου να στηρίξει τις απόψεις του,
αναφέρθηκε στον αείμνηστο π. Γεώργιο
Φλωρόφσκυ με την ευκαιρία της συμπληρώσεως 40 ετών από της κοιμήσεώς
του. Κατά τον Παναγιώτατο ο π. Γεώργιος εξέφρασε την άποψη ότι: «όλοι οι Χριστιανοί ανήκομεν εις τον
αυτόν πνευματικόν χώρον. Ανατολή και Δύσις δεν αποτελούν ανεξαρτήτους,
αυτάρκεις και αυτοερμηνευομένας μονάδας, δεν είναι δυνατόν να νοηθούν καθ᾽ εαυτάς, αφού
έχουν κοινόν παρελθόν, προέρχονται από μίαν κοινήν παράδοσιν, η οποία σταδιακώς
ηλλοτριώθη και διεσπάσθη […] η τραγωδία της διαιρέσεως είναι το μεγαλύτερο και
κρισιμώτερο πρόβλημα της Χριστιανικής ιστορίας» [«Πατερική θεολογία και το ήθος
της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εν Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας (Θεσσαλονίκη, 1979),
34]. «Η ανάμνησις της κοινής χριστιανικής κληρονομίας και η συνειδητοποίησις
της τραγικότητος της διαιρέσεως είναι διαρκής ώθησις δια την συνέχισιν του
αγώνος δια την αποκατάστασιν της απολεσθείσης ενότητος». Είναι γεγονός ότι ο μεγάλος αυτός ρώσος Ορθόδοξος θεολόγος του 20ου αιώνα
κατά την πρώτη περίοδο της ζωής του υπήρξε θιασώτης της «οικουμενικής
κινήσεως», διότι υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου των «Εκκλησιών», (Π.Σ.Ε.), το 1948. Ωστόσο θεωρούσε την
παρουσία και τη συμμετοχή των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών στο ΠΣΕ, ως παρουσία
μαρτυρίας της Ορθοδόξου πίστεως προς τις προτεσταντικές ομολογίες - μέλη του
ΠΣΕ. Γι’ αυτό και πάντοτε ζητούσε στα παγκόσμια συνέδρια του ΠΣΕ να ισχύσει ως
βασική προϋπόθεση συμμετοχής, να έχουν οι Ορθόδοξοι τη δυνατότητα να γράφουν
ξεχωριστά κείμενα σε αντιδιαστολή με τα κοινά κείμενα των αιρετικών
προτεσταντικών ομάδων. Η τακτική αυτή ίσχυσε πράγματι για 13 χρόνια, μέχρι το
1961. Ωστόσο
η αρχική δυνατότητα των Ορθοδόξων
Εκκλησιών να διακηρύσσουν με κοινή δήλωση, ότι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι
η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, απαγορεύτηκε μετά την Γ΄ Γενική
Συνέλευση του ΠΣΕ στο Νέο Δελχί το 1961,
και επιβλήθηκε η άποψη, να συντάσσονται και να υπογράφονται κείμενα κοινής
αποδοχής από Ορθοδόξους και Προτεστάντες. Όπως παρατηρεί ο π. Γεώργιος
Μεταλληνός: «Η στάση του π. Γεώργιου Φλωρόφσκυ, έναντι του ΠΣΕ ήταν ιδιαιτέρως
πατερική και αγιογραφική. Συνεχώς επέμενε στην επιστροφή στην αγία Γραφή μέσω
της πατερικής παραδόσεως. Γι’ αυτό και απομακρύνθηκε από ηγετικές θέσεις του
ΠΣΕ και της Οικουμενικής Κινήσεως», όταν πλέον η δυνατότητα Ορθοδόξου μαρτυρίας ήταν πλέον
αδύνατη, μετά το 1961. Από το έτος αυτό και εντεύθεν, (μετά δηλαδή την
παραίτησή του), και μέχρι της κοιμήσεώς του, (1979), η στάση του απέναντι στο
ΠΣΕ άλλαξε ριζικά. Καθώς συν τω χρόνω
διαπίστωνε την όλο και μεγαλύτερη προϊούσα φθορά και διάβρωση του Ορθοδόξου
φρονήματος και τους όλο και μεγαλύτερους συμβιβασμούς σε θέματα πίστεως από
πλευράς των Ορθοδόξων στα Συνέδρια του ΠΣΕ, έγινε ιδιαίτερα επικριτικός και
απορριπτικός απέναντι στην Οικουμενική
Κίνηση. Επομένως δεν είναι ορθό να λαμβάνεται υπ’ όψη μόνον η πρώτη περίοδος
της ζωής του και να παραθεωρείται η δεύτερη, (1961-1979), (η οποία έχει και την μεγαλύτερη σημασία κατά την ταπεινή μας γνώμη), κατά
την οποία αναθεώρησε όλες τις προηγούμενες περί Οικουμενικής Κινήσεως θέσεις
του. Στην προκειμένη περίπτωση ο παν. κ. Βαρθολομαίος παρέθεσε λόγους του π.
Φλωρόφσκυ από την πρώτη περίοδο της ζωής του, προφανώς για να τον παρουσιάσει
ως θερμό θιασώτη του Οικουμενισμού. Παρά κάτω παραθέτουμε κείμενό του από τη
δεύτερη περίοδο της ζωής του, που αποτελεί ένα μικρό δείγμα της μετέπειτα
ριζικής μεταστροφής του: «Σαν
μέλος και ιερεύς της Ορθοδόξου Εκκλησίας πιστεύω ότι η Εκκλησία, μέσα στην
οποία βαπτίσθηκα και ανατράφηκα, είναι η Εκκλησία, η αληθινή Εκκλησία, η μόνη
αληθινή Εκκλησία. Και το πιστεύω αυτό για πολλούς λόγους: Ένεκα της προσωπικής
πεποιθήσεως και ένεκα της εσωτάτης βεβαιώσεως του Αγίου Πνεύματος, που πνέει
στα μυστήρια της Εκκλησίας και ένεκα των όσων είναι δυνατόν να γνωρίζω από την
Αγία Γραφή και από την καθολική (ορθόδοξη) παράδοση της Εκκλησίας. Είμαι
υποχρεωμένος, λοιπόν, να θεωρώ
όλες τις υπόλοιπες χριστιανικές «εκκλησίες» ως ελαττωματικές και σε
πολλές περιπτώσεις μπορώ να προσδιορίσω αυτές τις ελλείψεις των άλλων
«εκκλησιών» με απόλυτη ακρίβεια. Γι’αυτό, λοιπόν, η ένωσις των Χριστιανών, γιά’μένα,
σημαίνει ακριβώς τήν παγκόσμια
επιστροφή στην Ορθοδοξία. Δεν έχω καμμία απολύτως ομολογιακή πεποίθηση˙
η πεποίθησίς μου ανήκει αποκλειστικά στην Una Sancta, στην Μίαν, Αγίαν,
Καθολικήν, Αποστολικήν Εκκλησίαν, την Ορθοδοξίαν».[1]
Στη συνέχεια ο Παναγιώτατος σύμφωνα με την ειδησεογραφία, «εξέφρασε την ευαρέσκειά του για το
γεγονός ότι η Μικτή Διεθνής Επιτροπή επί του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία εργάζεται ήδη
επί 40 χρόνια, έχει σημειώσει πρόοδο επί της συζητήσεως του σημαντικού κειμένου
περί του ‘Πρωτείου και της Συνοδικότητος εν τη δευτέρα χιλιετία και σήμερον’. ‘Σημαντικήν
διάστασιν του διαλόγου της αγάπης και της αληθείας θεωρούμεν σήμερον τον
‘δικαιϊκόν οικουμενισμόν’, ήτοι την αξιοποίησιν των κανόνων και των λοιπών
κανονικών διατάξεων των Εκκλησιών μας εις την αναζήτησιν συμφωνίας εις το
επίπεδον του δόγματος, που αποτελεί το επίκεντρον του θεολογικού διαλόγου ημών
μέχρι της σήμερον. Η σπουδαιότης του κανονικού δικαίου δια την περαιτέρω
πρόοδον του θεολογικού διαλόγου μεταξύ των δύο αδελφών Εκκλησιών μας βεβαιούται
και υπό του Κειμένου της Ραβέννης: ‘Προκειμένου να υπάρξη πλήρης εκκλησιαστική
κοινωνία, πρέπει να υπάρξη επίσης, μεταξύ των Εκκλησιών μας, αμοιβαία αναγνώρισις
των κανονικών θεσπισμάτων εις τας νομίμους ποικιλομορφίας των’».
Δεν γνωρίζουμε από που αντλεί την αισιοδοξία του για τον περιβόητο
θεολογικό διάλογο της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον Παπισμό, που βλέπει την «πρόοδο που σημειώθηκε». Στον
μέχρι σήμερα γενόμενο θεολογικό Διάλογο
όχι μόνο πρόοδος δεν υπήρξε, αλλά ένοχοι συμβιβασμοί και υποχωρήσεις σε ουσιώδη
θέματα πίστεως από την πλευρά των Ορθοδόξων. Κατ’ αρχήν το κείμενο της Ραβέννας
έχει δεχθεί δριμύτατη θεολογική κριτική από κορυφαίους θεολόγους, (αρχ. π.
Γεώργιος Καψάνης, πρώην Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Γρηγορίου αγίου Όρους, κ.
Δημήτριος Τσελεγγίδης, καθηγητής Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, κ.α.), και επί
πλέον δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα αντικείμενο συνοδικής μελέτης και κριτικής
αξιολογήσεως, ούτε από Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ούτε και από αυτή την
«Σύνοδο» της Κρήτης. Δεν έχει μελετηθεί επίσης συνοδικά το κείμενο του
Μπαλαμάντ, (1993), το οποίο είναι γεμάτο από κακοδοξίες και πλάνες.
Επίσης ο ισχυρισμός ότι «προκειμένου να υπάρξη πλήρης εκκλησιαστική
κοινωνία, πρέπει να υπάρξη επίσης, μεταξύ των Εκκλησιών μας, αμοιβαία
αναγνώρισις των κανονικών θεσπισμάτων εις τας νομίμους ποικιλομορφίας των»,
είναι εσφαλμένος. Πλήρης εκκλησιαστική κοινωνία μπορεί να γίνει μόνο με την
επιστροφή των παπικών στην Ορθοδοξία και τη πλήρη απόπτυση των αιρετικών των
διδασκαλιών του Παπισμού, αφού βέβαια απορριφθεί προηγουμένως και εξ’ ολοκλήρου
και το κείμενο του Μπαλαμάντ και αναθεωρηθεί ριζικά το κείμενο της Ραβέννας.
Γύρω από την σχέση «Συνοδικότητος και
πρωτείου» παραπέμπουμε τον αναγνώστη στην σημαντική Ημερίδα που
πραγματοποίησε η Ιερά Μητρόπολή μας με γενικό θέμα «Πρωτείο, Συνοδικότης και Ενότης της Εκκλησίας» στο Στάδιο
Ειρήνης και φιλίας στις 28.4.2010. Στα πορίσματα της Ημερίδος αυτής, (τα οποία
έρχονται εν πολλοίς σε ευθεία αντίθεση με το κείμενο της Ραβέννας),
επισημαίνονται μεταξύ άλλων τα εξής: «Το
παπικό ‘πρωτείο’ δεν έχει θεολογική βάση, ούτε αγιοπνευματική και
εκκλησιολογική νομιμοποίηση. Στηρίζεται σαφώς σε κοσμικού χαρακτήρος νοοτροπία
εξουσίας…Η εξουσία του ‘πρώτου’ η οποία απορρέει από τα πρεσβεία τιμής είναι
καρπός της Συνοδικότητος, ενώ η εξουσία που άρχισε να οικειοποιείται ο
επίσκοπος της Ρώμης ήδη από την πρώτη χιλιετία είναι αποτέλεσμα της καταλύσεως
του συνοδικού συστήματος της Εκκλησίας».
Επί πλέον ο παν. κ. Βαρθολομαίος θεωρεί ότι ο θεολογικός διάλογος θα έχει
στο μέλλον περαιτέρω πρόοδο. Ο ήδη βαλτωμένος θεολογικός διάλογος έχει βαλτώσει
τώρα, εξ’ αιτίας του ουκρανικού ζητήματος, ακόμη περισσότερο. Η παρά τους
Ιερούς Κανόνες και πέρα για πέρα αντικανονική απόδοση Αυτοκεφαλίας στους
σχισματικούς, αφορισμένους και αναθεματισμένους της Ουκρανίας, έχει ήδη
δημιουργήσει σχίσμα παγκοσμίων διαστάσεων στους κόλπους της Ορθοδοξίας και δεν
αφήνει καμία απολύτως προοπτική για περαιτέρω συνέχιση του θεολογικού διαλόγου.
Είναι υπερβέβαιο, 100%, ότι η Ρωσική Εκκλησία, αλλά και άλλες τοπικές
Εκκλησίες, δεν θα συμμετάσχουν στο εξής, και μέχρις επιλύσεως του ουκρανικού
ζητήματος, στις Μικτές Θεολογικές Επιτροπές του Διαλόγου.
Εν κατακλείδι
στην προσφώνησή του προς τον Καρδινάλιο, τόνισε: «Τον διάλογον της αληθείας εν τω ‘συνδέσμω της αγάπης’ εμπλουτίζει,
εμβαθύνει και ενισχύει και ο ‘οικουμενισμός των Αγίων’. Ως η υμετέρα πεφιλημένη
Σεβασμιότης, αγαπητέ Καρδινάλιε Kurt Koch, επεσήμανεν, ‘ο οικουμενισμός των Αγίων
είναι μία εξαίρετος ευκαιρία δια διάλογον μεταξύ των Εκκλησιών [...] Τούτο
είναι εξόχως σημαντικόν, καθώς η προσκύνησις των λειψάνων δύναται να βοηθήση
τους πιστούς να ασχοληθούν ενεργώς με τον διάλογον. Είναι πράγματι ωραίον να
συναντώνται οι αρχηγοί των Εκκλησιών, αλλά είναι εξ ίσου σημαντικόν και το σώμα
των πιστών να πράττη το ίδιον’»! Εδώ επιστρατεύονται μέσω της φράσεως «οικουμενισμός των Αγίων», ακόμη και οι άγιοι της Εκκλησίας μας
και παρουσιάζονται ως συνήγοροι των διαλόγων και γενικότερα του Οικουμενισμού.
Αλλά πια σχέση μπορεί να έχουν οι σύγχρονοι άγιοι με τον Οικουμενισμό;
Είναι δυνατόν να θεωρήσουμε ως «οικουμενιστές» τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς, που χαρακτήρισε τον Οικουμενισμό ως
παναίρεση, ή τον οσιακής βιοτής αρχ. Αθανάσιο Μυτιληναίο, ο οποίος χαρακτήρισε
τον Οικουμενισμό ως τον τελευταίο πρόδρομο του αντιχρίστου, ή τον οσιακής
βιοτής ιερομ. π. Εφραίμ Κατουνακιώτη,
ο οποίος μετά από προσευχή έλαβε πληροφορία από τον Θεό, ότι μέσα στους
κόλπους του Οικουμενισμού ενεργούν ακάθαρτα πνεύματα, ή τους αγίους Νικόλαο Αχρίδος, Ιωάννη Μαξίμοβιτς, Παΐσιο,
Πορφύριο, Φιλόθεο Ζερβάκο, Ιωσήφ Ησυχαστή, Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο, Εφραίμ
Φιλοθεΐτη, κ.α. ως Οικουμενιστές; Ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν έχεται
αληθείας, διότι όλοι οι μνημονευθέντες σταθερά και αταλάντευτα διεκήρυσσαν ότι
η μοναδική Εκκλησία είναι η Ορθοδοξία και εκτός αυτής δεν υπάρχει καμία άλλη
Εκκλησία, αλλά μόνον αιρέσεις.
Αλλά και η προσφώνηση του παπικού Καρδιναλίου κ. Kurt Koch υπήρξε αποκαλυπτική της οικουμενιστικής
σκοπιμότητας της «θρονικής εορτής».
Τόνισε μεταξύ των άλλων, αναγινώσκων το μήνυμα του Πάπα Φραγκίσκου: «Η αναζήτηση της αποκατάστασης της
πλήρους κοινωνίας μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων δεν περιορίζεται σίγουρα στον
θεολογικό διάλογο, αλλά πραγματοποιείται και μέσω άλλων διαύλων της
εκκλησιαστικής ζωής. Οι σχέσεις μας καλλιεργούνται κυρίως με αυθεντικές
χειρονομίες αμοιβαίου σεβασμού και εκτίμησης (Ρωμ. 12:9). Τέτοιες ενέργειες
δείχνουν μια κοινή πίστη στον λόγο του ενός Κυρίου μας Ιησού Χριστού και τη
θέληση να παραμείνουμε μαζί στην αγάπη Του (Ιωανν.15:10). Αυτή η φιλανθρωπία
είναι ένας καρπός του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. 5:22) και ένα σημάδι της γνήσιας
χριστιανικής ζωής (Ιωανν.13:35)»! Η προώθηση της «ενώσεως των
εκκλησιών» γίνεται κατά τον κ. Φραγκίσκο,
(εκτός του θεολογικού διαλόγου),
και «μέσω άλλων διαύλων της
εκκλησιαστικής ζωής», δηλαδή με φιέστες τύπου «θρονικών εορτών», και «με αυθεντικές χειρονομίες αμοιβαίου
σεβασμού και εκτίμησης» (Ρωμ. 12:9), όπως η δωρεά φερομένου
αποτμήματος των ιερών λειψάνων του αγίου Αποστόλου Πέτρου προς το Οικουμενικό
Πατριαρχείο. Σκοπός όλων αυτών, η σταδιακή άμβλυνση των Ορθοδόξων αισθητηρίων
και αντιστάσεων του πιστού λαού του Θεού, (διότι οι παπικοί πιστοί δεν
προβάλλουν καμιά αντίσταση), ώστε να δεχθεί τετελεσμένα γεγονότα, δηλαδή την
πλήρη μυστηριακή διακοινωνία, με τους παπικούς, χωρίς αυτοί να έχουν απορρίψει
τις πλάνες τους.
Και συνέχισε το μήνυμα του κ. Φραγκίσκου: «έχοντας επίγνωση του ενός βαπτίσματος στο οποίο έχουμε αναγεννηθεί,
της ίδιας πίστης που μας αναζωογονεί και του μοναδικού Αγίου Πνεύματος, που μας
καθοδηγεί (Εφ 4: 4-5), η εγγύτητά μας μεγαλώνει και εντείνεται κάθε φορά που
προσευχόμαστε ο ένας για τον άλλο (Ιακ.5:16) και προσευχόμαστε μαζί ως αδελφοί
(Ματθ.18:19-20)»! Κατά τον διακατέχοντα αντικανονικώς τον θρόνον
της πρεσβυτέρας Ρώμης, έχουμε ένα και το
αυτό βάπτισμα και μία και την αυτή πίστη, το δε άγιο Πνεύμα καθοδηγεί εξ’ ίσου
Ορθοδόξους και παπικούς! Επικαλείται μάλιστα και βιβλικά χωρία για να
κατοχυρώσει τους βλάσφημους ισχυρισμούς του, επιβεβαιώνοντας έτσι με τον πλέον σαφή τρόπο την πεποίθησή του ότι
οι δεκάδες κακοδοξίες του Παπισμού δεν είναι αιρέσεις, αλλά «διαφορετικές παραδόσεις», οι οποίες
οφείλουν να γίνουν αποδεκτές και από τους Ορθοδόξους. Αλλά, αφού έχουμε,
(υποτίθεται), κοινό βάπτισμα και την ίδια πίστη, τι μας εμποδίζει να
προχωρήσουμε στο «κοινό ποτήριο»;
Το παρά πάνω ερώτημα τίθεται και στους δύο Πατριάρχες, (Οικουμενικό και
Αλεξανδρείας), που άκουσαν (χωρίς να αντιδράσουν) το μήνυμα του κ. Φραγκίσκου.
Με βάση τα όσα ελέχθησαν και επράχθησαν στη φετινή «θρονική εορτή» φαίνεται πλέον
ξεκάθαρα ότι φθάσαμε στην τελική ευθεία προς το «κοινό ποτήριο». Όπως δείχνουν τα πράγματα, το «κοινό ποτήριο» θα είναι και το
τελευταίο «πικρό ποτήριο», με
το οποίο θα μας ποτίσουν οι οικουμενιστές αφού μετά από αυτό δεν υπάρχει πλέον
κανένα περιθώριο οικονομίας. Δυστυχώς από ό,τι φαίνεται,
ούτε και αυτό ακόμη το ουκρανικό ζήτημα και το εξ’ αιτίας αυτού προκύψαν
πανορθόδοξο σχίσμα, μπορεί να «φρενάρει»
το Οικουμενικό Πατριαρχείο και όσες τοπικές Εκκλησίες το ακολουθούν, από ένα
τέτοιο ολέθριο κατάντημα. Δεν υπολογίζουν όμως στο ακατάλυτο της Εκκλησίας και
στον πιστό λαό, ο οποίος είναι ο πιστός φύλακας της αλήθειας και της Ορθοδόξου
Παραδόσεως και επομένως δεν πρόκειται να αποδεχθεί μια τέτοιου είδους
ψευδοένωση! Το εκκλησιαστικό σκάφος στις τραγικές ημέρες μας κλυδωνίζεται
σφοδρά, αλλά δεν πρόκειται να βυθιστεί, στην άβυσσο του Οικουμενισμού, όπως
οραματίζονται οι θιασώτες του.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και
των Παραθρησκειών
[1]
π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα
1989, σ. 219.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου