Η επί ΣΥΡΙΖΑ αποχριστιανοποίηση, μέσω νοθειών και διαστρεβλώσεων, συνεχίζεται στο Υπουργείο Παιδείας
(Μέρος Β΄)
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Θεολογίας ΑΠΘ
To Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), με τις δύο αποφάσεις του, υπ. αριθμ. 926 και 660 του 2018 και τις επόμενες δύο αποφάσεις του, υπ. αριθμ. 1749 και 1750 του 2019, ακύρωσε την όλη δομή και το περιεχόμενο των Προγραμμάτων για το Μάθημα των Θρησκευτικών (ΜτΘ)
Η νυν Υπουργός Παιδείας αποφάσισε, τον Δεκέμβριο του 2019, τη σύσταση 7μελούς Επιτροπής, αμισθί, για να διατυπώσει «την βέλτιστη δυνατή μεταβατική λύση, με στόχο την πλήρη συμμόρφωση των Προγραμμάτων Σπουδών του Μαθήματος των Θρησκευτικών με τις αποφάσεις του Σ.τ.Ε., για το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί, μέχρι τη συγγραφή και εφαρμογή των νέων Προγραμμάτων Σπουδών και του αντιστοίχου διδακτικού υλικού για το Μάθημα των Θρησκευτικών».
Στα μέλη της Επιτροπής αυτής είδαμε με έκπληξη να συμπεριλαμβάνονται και πρόσωπα, που έχουν άμεση ή έμμεση εμπλοκή στη διαδικασία συγγραφής, αξιολόγησης και επιμόρφωσης των ακυρωμένων από το ΣτΕ Προγραμμάτων Σπουδών, ενώ δεν είδαμε να συμπεριλαμβάνονται ειδικοί παιδαγωγοί, μέλη της Επιστημονικής Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων, η οποία, μάλιστα, είχε προσφύγει στο ΣτΕ εναντίον των Προγραμμάτων Φίλη – Γαβρόγλου και είχε κερδίσει τις τέσσερις ως άνω αποφάσεις του.
Στο προηγούμενο άρθρο μας, είχαμε αναφέρει ότι η ορισθείσα 7μελής Επιτροπή, δεν έκανε απλώς μια διατύπωση εισήγησης, αλλά, παραδόξως – και φυσικά όχι από μόνη της- επέλεξε, αντί της αναμενόμενης επιστροφής στα πριν από το 2016 Προγράμματα Θρησκευτικών, τη διόρθωση των ακυρωθέντων από το ΣτΕ Προγραμμάτων και Βιβλίων, χωρίς αυτό το έργο να της έχει ανατεθεί, επίσημα και δημόσια, χωρίς να έχει, δηλαδή, εκδοθεί κάποια δημόσια Πρόσκληση από το Υπουργείο Παιδείας ή το ΙΕΠ, για το συγκεκριμένο θέμα.
Μάλιστα, στις 04/03/2020, η κ. Υπουργός ενέκρινε και δημοσίευσε σε ΦΕΚ, τα εκ της Επιτροπής αυτής διορθωμένα Προγράμματα, χωρίς να τα θέσει καν σε δημόσια διαβούλευση.
Μαθαίνουμε επίσης ότι η επιτροπή έπραξε το ακατόρθωτο, συγγράφοντας, εκτός από τα Προγράμματα Δημοτικού - Γυμνασίου και Λυκείου, εντός δύο μηνών, (20) βιβλία θρησκευτικών δασκάλου – μαθητή (σε χρόνο ρεκόρ, που είναι αδύνατο να πιστέψει κάποιος ότι αυτό μπορεί να γίνει, από τόσα λίγα πρόσωπα.
Όλοι, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ, φυσικά, καταλαβαίνουμε ότι, εκτός από την επταμελή Επιτροπή, στο τεράστιο αυτό έργο, θα πρέπει να έχει συνεργαστεί μια άλλη αφανής πολυπρόσωπη ομάδα, από μέλη του γνωστού σωματείου των εκσυγχρονιστών «θεολόγων», φίλων των κ. Φίλη – Γαβρόγλου, με τις ευλογίες τόσο των υπευθύνων του Υπουργείου Παιδείας όσο και κάποιων άλλων, που όλοι οι παροικούντες γνωρίζουν και οσμίζονται τις μη χριστιανικές παρεμβάσεις τους!
Ουσιαστικά, λίγοι είναι εκείνοι, που δεν πιστεύουν ότι οι ίδιοι οι εκπονητές των ακυρωμένων από το ΣτΕ Προγραμμάτων και Βιβλίων Φίλη – Γαβρόγλου είναι, κατά πάσα πιθανότητα, οι «πρόθυμοι» συνεκπονητές των μεταβατικών Προγραμμάτων και Βιβλίων της κ. Κεραμέως.
Αυτό, πάντως, που αποτελεί το κινδυνευόμενο είναι ότι τα ορθόδοξα παιδιά του Ελληνικού λαού, μετά από την εννεαετή περιπέτεια, που έχουν περάσει με τον πολυθρησκειακό κατηχητισμό των ειδώλων, που τους επιβλήθηκε με τη γάγγραινα του θρησκευτικού συγκρητισμού, του προσηλυτισμού, της θρησκευτικής προπαγάνδας, της σύγχυσης και της παραπλάνησης, που περιείχαν τα Προγράμματα Φίλη – Γαβρόγλου και μετά τις (4) ελπιδοφόρες αποφάσεις του ΣτΕ, βρίσκονται, πάλι ξανά, επί Κεραμέως, στη δυσάρεστη θέση, να βλέπουν να μπαίνουν σε ισχύ, τα ίδια σχεδόν, ως προς τους άνομους στόχους τους, ακυρωμένα Προγράμματα.
Η κ. Κεραμέως, όρισε επιτροπή για άλλο λόγο και έργο και, τελικά, η Επιτροπή αυτή αποφάσισε, αντί να προτείνει την επαναφορά σε ισχύ των πριν από το 2016 ισχυόντων Προγραμμάτων, να διενεργεί, δήθεν διόρθωση των ακυρωμένων Προγραμμάτων και Βιβλίων και δήθεν συμμόρφωσή τους στις αποφάσεις του ΣτΕ και να κατευθύνονται, χωρίς κρίση και αξιολόγηση να μπουν σε ισχύ από τον επόμενο Σεπτέμβριο.
Είχαμε διατυπώσει, εμπεριστατωμένα, τη θέση παλαιότερα ότι τα Προγράμματα Φίλη - Γαβρόγλου πάσχουν δομικά και ούτε διορθώνονται ούτε βελτιώνονται, παρά μόνον ακυρώνονται και καταργούνται. Αυτό έγινε με τις αποφάσεις του ΣτΕ, το οποίο, όντως, τα ακύρωσε.
Δυστυχώς η κ. Κεραμέως, επηρεασμένη από το αρρωστημένο προοδευτικό κίνημα των εκσυγχρονιστών Θεολόγων, δεν υπάκουσε στο ΣτΕ, αλλά στην ομάδα αποχριστιανοποίησης των προσκειμένων στον ΣΥΡΙΖΑ αναθεωρητών «θεολόγων» και στον κ. γ. γρ. Θρησκευμάτων, που εδώ και χρόνια τους στηρίζει.
Έτσι, παρά την καταδίκη τους από το ΣτΕ, έκαναν τα πάντα για να τα νεκραναστήσουν και να τα διατηρήσουν σε ισχύ, με μικρές επιφανειακές διορθώσεις. Αν τα μελετήσει μάλιστα κάποιος, μαζί και την εισήγηση της 7μελούς Επιτροπής, θα διαπιστώσει ότι το μόνο θετικό που παρουσιάζουν είναι η μετακίνηση των διδασκαλιών των θρησκειών σε ξεχωριστές ενότητες και η θεραπεία σε κάποιο βαθμό της μείξεώς τους με τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό.
Κατά τα άλλα, βλέπουμε να επανέρχονται σε ισχύ, με την ίδια δομή και την ίδια στοχοθεσία, που δεν είναι άλλη από την αποξένωση του μαθητή από την Εκκλησία του.
Τα Προγράμματα Κεραμέως δημοσιεύτηκαν σε ΦΕΚ και με μεγάλη απογοήτευση τα είδαμε. Τα βιβλία, όμως, που ήδη τυπώνονται, ούτε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, ούτε ο επιστημονικός και θεολογικός κόσμος τα είδε, ούτε γνωρίζουμε ποιοι τα εκπόνησαν και το μόνο που πληροφορούμεθα είναι ότι στάλθηκαν στο Τυπογραφείο και ότι θα ενταχθούν και αυτά, ως διδακτέα στα σχολεία, χωρίς επιστημονική και θεολογική αξιολόγηση και κρίση, στην υπηρεσία του έργου της πνευματικής αποδόμησης των ορθοδόξων μαθητών.
Το θέμα είναι ότι το Υπουργείο Παιδείας -με τον μη - θεολόγο γ. γρ. Θρησκευμάτων στον ρόλο του αφανή επόπτη του όλου έργου- μεθοδεύει μεθοδεύσεις και τεχνάσματα και, μέσω αυτών των μεθοδεύσεων, δεν επιθυμεί ουσιαστικά τη συμμόρφωση του ΜτΘ στις αμετάκλητες αποφάσεις του ΣτΕ, με αποτέλεσμα να μην εκπληρώνεται, τελικά, ο συνταγματικός σκοπός της παιδείας, που είναι η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των ορθοδόξων μαθητών και να μην εφαρμόζονται από το Υπουργείο οι αποφάσεις του ΣτΕ.
Μήπως, όμως, αγνοεί η κ. Υπουργός το γεγονός ότι δεν μπορεί πλέον κανείς, μετά από τις (4) ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ, να συνεχίζει την αποδόμηση του χριστοκεντρικού χαρακτήρα και περιεχομένου του ΜτΘ ούτε να εμπαίζει τον ελληνικό λαό;
Διότι, αυτό που διαπιστώνει κανείς είναι η φαρισαϊκή τακτική που ακολουθεί, όταν, αφενός, δείχνει, φαινομενικά, πώς στόχος της είναι η πλήρης συμμόρφωση των Προγραμμάτων των Θρησκευτικών στις αποφάσεις του ΣτΕ και, αφετέρου, στη συνέχεια, με αυτούς που επιλέγει και με τις προτάσεις που αποδέχεται και εγκρίνει, αποδεικνύει, ουσιαστικά, ότι ακολουθεί πιστά την τακτική αποδόμησης του χριστιανικού ΜτΘ, που ξεκίνησε και συνεχίζει η ομάδα Θεολόγων Φίλη – Γαβρόγλου, με την οποία η ίδια συνεργάζεται;
Βασικό τέχνασμα του Υπουργείου αποτελεί το γεγονός ότι επαναλαμβάνει, κατά γράμμα, την τακτική ετικετοποίησης και διαστρέβλωσης σε βάρος του χριστιανικού ΜτΘ, που ξεκίνησε ο ΣΥΡΙΖΑ και οι εκσυγχρονιστές «θεολόγοι» συνεργάτες του, όταν δέχεται να εγγραφεί στα νέα Προγράμματα Κεραμέως ότι «το ΜτΘ διαφοροποιείται από την κατήχηση, η οποία και αποτελεί έργο της Εκκλησίας».
Γνωρίζει άραγε η κ. Κεραμέως, τι ακριβώς σημαίνει Κατήχηση της Εκκλησίας; Γιατί δεν ρώτησε τους ειδικούς Χριστιανοπαιδαγωγούς;
Διότι, αν γνώριζε, δεν θα είχε αποδεχθεί την πρόταση που της έκαναν οι ακολουθούντες τον ΣΥΡΙΖΑ «θεολόγοι» που επέλεξε, πρόταση που ουσιαστικά αποδομεί τη σχέση του σχολικού μαθήματος των Θρησκευτικών με την Ορθόδοξη εκκλησιαστική διδασκαλία, παρουσιάζοντάς την ως ακατάλληλη για το σχολείο διότι, σύμφωνα με την διαθηρησκειακή τους αντίληψη και ιδεοληψία, εάν συνδεθεί το ΜτΘ με την εκκλησιαστική διδασκαλία, τότε αποτελεί κατήχηση.
Από αυτή την αναθεωρητική γραμμή προήλθε αυτό που αναφέρεται στα νέα μεταβατικά Προγράμματα Κεραμέως (2020) ότι δηλαδή «το ΜτΘ διαφοροποιείται από την Κατήχηση που είναι έργο της Εκκλησίας».
Για να δούμε λοιπόν τι είναι από επιστημονικής πλευράς Κατήχηση; Όπως αναφέρουν οι ειδικοί, η Κατήχηση, ιστορικά, είναι η οργανωμένη, σε παιδαγωγική βάση, σταδιακή διδασκαλία της Εκκλησίας, που απευθυνόταν προς τους υποψήφιους (τους κατηχούμενους), που εκουσίως ζητούσαν να βαπτιστούν και να γίνουν μέλη στην Εκκλησία, προκειμένου να γνωρίσουν συνειδητά το περιεχόμενο της χριστιανικής πίστεως. Η Κατήχηση, επομένως, «έχει πρωτίστως θεολογική βάση και νοείται η δραστηριότητα εκείνη, που απηχεί τον λόγο του Θεού». «Απευθύνεται στον άνθρωπο, μέσα από την Αποκάλυψη και τη ζωή της Εκκλησίας, με κέντρο αναφοράς τα μυστήρια και τη λειτουργική της ζωή».
Επίσης, «αφορά στον ευαγγελισμό ενός γνήσιου ορθόδοξου ήθους και τρόπου ζωής, προβάλλοντας το αναλλοίωτο λυτρωτικό έργο του θεανθρώπου και της Εκκλησίας Του, με σκοπό την υποβοήθηση του ανθρώπου στην οντολογική ανακαίνιση και την ανύψωσή του». Ακόμη, «αντιμετωπίζεται ως διαρκής διδασκαλία για την αύξηση και εμβάθυνση στη χριστιανική πίστη και ζωή» (Ιω. Κογκούλης. Κατηχητική και χριστιανική Παιδαγωγική, Δ΄ έκδοση, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 68).
Διαφωνεί η κ. Κεραμέως σε αυτήν την επιστημονική σημασιολογία της Κατήχησης; Εάν διαφωνεί θα πρέπει να αναθεωρήσει αυτή τη γραμμή που ακολουθεί, διότι, διαφορετικά, ακολουθώντας τη γραμμή ΣΥΡΙΖΑ, αφενός, οδηγεί ξανά το ΜτΘ και τους μαθητές σε νέες περιπέτειες, αφενός, δυσαρεστεί πάρα πολλούς Χριστιανούς που ήλπιζαν στη δική της παρουσία προκειμένου να επανέλθει το ΜτΘ στην νομική και θεολογική κανονικότητα.
Από πού προέρχεται όμως αυτή η διαστρέβλωση; Από την αποδοχή της παρερμηνείας μιας απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κάνει λόγο για την αποφυγή και απαγόρευση του Προσηλυτισμού, την οποία όμως απόφαση, κάποιοι στην Ελλάδα, μετέφρασαν και αντιλήφτηκαν ως αποφυγή και απαγόρευση της Κατήχησης, ταυτίζοντας εσφαλμένα -και ίσως εσκεμμένα- το περιεχόμενό της με το περιεχόμενο της Προπαγάνδας και του Προσηλυτισμού, προκειμένου να αποκόψουν το ΜτΘ και τους ορθόδοξους μαθητές από την Εκκλησία τους.
Έτσι, εδώ και καιρό συγκροτημένη ομάδα στη χώρα μας, στην οποία ανήκουν και οι νεωτεριστές καιροσκόποι «θεολόγοι», με τους οποίους συνεργάζεται εσχάτως και η κ. Κεραμέως, ισχυρίζεται, προπαγανδιστικά, ότι απαγορεύεται «να επιδιώκει το κράτος, μέσω της θρησκευτικής εκπαίδευσης την κατήχηση των μαθητών/μαθητριών σε ένα συγκεκριμένο δόγμα», ενώ το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όπως είπαμε, δεν κάνει λόγο για απαγόρευση της κατήχησης αλλά για απαγόρευση του Προσηλυτισμού. Πρόκειται επομένως, τελικά, για εξαπάτηση και για διαστρέβλωση της αλήθειας και, φυσικά, σε βάρος της διαμόρφωσης της χριστιανικής αγωγής των ελλήνων ορθόδοξων μαθητών.
Ωστόσο, Προσηλυτισμός και προπαγάνδα, σύμφωνα με το ΣτΕ, ήταν και είναι το περιεχόμενο των ακυρωμένων πολυθρησκειακών προγραμμάτων Φίλη – Γαβρόγλου, που συνέταξαν οι Θεολόγοι του ΣΥΡΙΖΑ, διότι μέσω των περιεχομένων τους οδηγούνταν οι ορθόδοξοι μαθητές σε απομάκρυνση και αποξένωση από την πίστη τους.
Και όμως τους «θεολόγους» αυτούς, απροσδόκητα και για άγνωστους σε μας λόγους, φαίνεται να έχει αγκαλιάσει και υιοθετήσει, μαζί με το πρόγραμμά τους και η κ. Κεραμέως, μέσω του κ. γρ. Θρησκευμάτων, για να τους δοθεί η ευκαιρία και η δυνατότητα να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν την αποδόμηση του χριστιανικού ΜτΘ.
Από θεολογικής πλευράς, αυτό που ορίζει το ΣτΕ ως διδακτέα ύλη του ΜτΘ δεν διαφέρει καθόλου από το περιεχόμενο της χριστιανικής κατήχησης, όπως ερμηνεύεται, επιστημονικά, από τους ειδικούς, διότι Κατήχηση δεν είναι τίποτα άλλο, από τη χριστιανική διδασκαλία του Ιησού Χριστού, που διερμηνεύει στους εκουσίως και ελευθέρως ενδιαφερόμενους, τη ζωή, τη διδασκαλία και το έργο της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία είναι εκείνη που πρόσφερε και προσφέρει στους ορθόδοξους μαθητές ή μαθήτριες, που αποτελούν μέλη της, το πνευματικό οξυγόνο της ζωής και συντελεί στη πνευματική ανάπτυξη και ενηλικίωσή τους. Οι ορθόδοξοι γονείς, ενδιαφερόμενοι για την πνευματική ζωή των τέκνων τους, επιθυμούν να τα εντάξουν στην Εκκλησία, μέσω του Ιερού Βαπτίσματος η δε γονεϊκή αυτή πράξη δεν είναι δυνατό να θεωρείται ως πράξη δογματισμού ή παραπλάνησης σε βάρος των τέκνων τους, όπως υποστηρίζουν σε έργα τους ορισμένοι στρατευμένοι ιδεοληψίες.
Μετά την ένταξή των παιδιών στην Εκκλησία, αποτελεί δημοκρατικό και συνταγματικό δικαίωμα των γονέων τους και των ίδιων, η συνέχιση της πνευματικής τους ζωής. Δεν έχει δικαίωμα το σχολείο και οι όποιοι Υπουργοί, κάνοντας κακή χρήση της εξουσίας που τους δίνεται, για τους δικούς τους ατομικούς λόγους, να διακόπτουν την πνευματική εξέλιξη των μαθητών. Το ΣτΕ είναι ξεκάθαρο σε αυτό το σημείο, ορίζοντας σαφέστατα τη συνταγματική υποχρέωση της Πολιτείας, για τη σταδιακή ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών/τριών, αφού δέχεται τη συνταγματική επιταγή ότι η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνείδησης είναι υποχρεωτική για όλους τους ορθόδοξους μαθητές της χώρας.
Το ΣτΕ, όμως, ορίζει, όχι μόνον το περιεχόμενο αλλά και τον τρόπο διδασκαλίας του ΜτΘ, τονίζοντας μάλιστα ότι το ΜτΘ θα πρέπει «να περιλαμβάνει οπωσδήποτε με σαφήνεια και πληρότητα τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού» και ότι προς τούτο απαιτείται «εμπέδωση και ενίσχυση της συγκεκριμένης αυτής θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών» και όχι διακοπή ή παραποίησή της με οποιονδήποτε τρόπο, εντός του σχολείου.
Διευκρινίζεται μάλιστα από το ΣτΕ ότι η ορθόδοξη διδασκαλία, εφόσον απευθύνεται στους ορθόδοξους μαθητές, αφορά στη διδασκαλία της ίδιας πίστεως που έχει ο μαθητής, τόσο στην οικογένεια και στην Εκκλησία όσο και στο σχολείο. Συνεπώς, αυτή η ίδια διδασκαλία, στην ίδια πίστη και ό, τι συνδέεται με αυτήν θα πρέπει από νομικής και θεολογικής πλευράς να συνεχίζεται και στο σχολείο.
Όταν γίνεται λόγος στο ΣτΕ για την ανάπτυξη της ορθόδοξης συνειδήσεως των μαθητών και ότι αυτή πραγματοποιείται, μέσω της διδασκαλίας της ορθόδοξης Εκκλησίας, αυτή η διδασκαλία αφορά στη μία και στην αυτή πίστη στον Ιησού Χριστού. Δεν διακρίνεται η πίστη σε πίστη εκκλησιαστική και σε πίστη σχολική. Αυτές οι διαστρεβλώσεις και τα τεχνάσματα δεν έχουν θέση στο σχολείο, διότι, αν συνέβαινε αυτό, να διδάσκεται δηλαδή το παιδί διαφορετική πίστη στην Εκκλησία και στην οικογένεια και διαφορετική στο σχολείο, τότε θα δημιουργούνταν αιρέσεις και σχίσματα και θα καλλιεργούνταν, επίσημα, στο σχολείο ο θρησκευτικός διχασμός τόσο στην προσωπικότητα των μαθητών όσο και στην κοινωνία ευρύτερα. Γι αυτό η Εκκλησία εύχεται για την «ενότητα της πίστεως».
Επομένως, είναι σαφές αυτό που υπογραμμίζει το ΣτΕ, ότι δηλαδή η διδασκαλία της Εκκλησίας στους ορθόδοξους μαθητές «δεν συνιστά επιβολή πίστεως, αφού οι μαθητές/τριες είναι ήδη αποδέκτες αυτής της πίστεως το δε ΜτΘ απευθύνεται, αποκλειστικά, στους μαθητές, που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα».
Με βάση όλα τα παραπάνω, είναι σαφές ότι τόσο τα μέλη της 7μελούς Επιτροπής όσο και η κ. Υπουργός διαπράττουν μέγα επιστημονικό λάθος και δημιουργούν τεράστια παιδαγωγικά προβλήματα, όταν παραποιούν την πραγματικότητα και υποστηρίζουν ότι «το ΜτΘ διαφοροποιείται από την Κατήχηση, η οποία αποτελεί έργο της Εκκλησίας».
Η διάκριση της διδασκαλίας της χριστιανικής πίστεως σε κατηχητική, που διδάσκεται στην Εκκλησία και σε μη κατηχητική που διδάσκεται στο σχολείο είναι εσκεμμένο και σχεδιασμένο, με διαβολική μαεστρία, πρόσχημα, με εντελώς ξένο ως προς την επιστήμη και την παιδεία σκοπό και περιεχόμενο.
Τέτοιας μορφής εκσυγχρονιστικές και σκόπιμες διαστρεβλώσεις αποτελούν ακροβατικές εφευρέσεις των μαέστρων στην πλάνη και στη διαστρέβλωση, καιροσκοπικών ομάδων και προσώπων, των οποίων μάλιστα οι θέσεις και οι ιδέες τους ακούστηκαν στο ανώτατο δικαστήριο του ΣτΕ, κρίθηκαν και απορρίφτηκαν.
Την απάντηση στη διαστρεβλωτική διαπίστωση, που αναφέρεται στα Προγράμματα της κ. Κεραμέως και στην εισηγητική έκθεση της 7μελούς Επιτροπής, ως προς το αν «το ΜτΘ διαφοροποιείται από την κατήχηση, η οποία είναι έργο της Εκκλησίας», την δίνουν οι αποφάσεις του ΣτΕ, υπογραμμίζοντας ότι η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως πραγματοποιείται με τη διδασκαλία των δογμάτων, των ηθικών αξιών και των παραδόσεων της Εκκλησίας του Χριστού, δηλαδή, με τη διδασκαλία που ταυτίζεται, οντολογικά, η Κατήχηση της Εκκλησίας.
Άλλωστε, αυτό πιστοποιείται και από το ότι, σύμφωνα με το ΣτΕ, ο συνταγματικός σκοπός του ΜτΘ, για την ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως, υπηρετείται τόσο με τη ορθόδοξη διδασκαλία του ΜτΘ όσο και με την προσευχή και τον Εκκλησιασμό, πράξεις ουσιαστικές για την ενίσχυση και εμπέδωση της ορθόδοξης συνείδησης, που πραγματοποιούνται εντός ή σε άμεση σχέση με το εκκλησιαστικό πνεύμα και περιβάλλον και στις οποίες είναι απαραίτητο να ασκούνται πρακτικά οι μαθητές, αφού στη μελλοντική τους ενοριακή ζωή η πρόταση της Εκκλησίας τους είναι το: «εν Εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν».
στο Δημοτικό – Γυμνάσιο και Λύκειο, που επέβαλαν οι Υπουργοί Παιδείας κ. Φίλης και κ. Γαβρόγλου και όχι μόνον μερικά σημεία τους.
Η νυν Υπουργός Παιδείας αποφάσισε, τον Δεκέμβριο του 2019, τη σύσταση 7μελούς Επιτροπής, αμισθί, για να διατυπώσει «την βέλτιστη δυνατή μεταβατική λύση, με στόχο την πλήρη συμμόρφωση των Προγραμμάτων Σπουδών του Μαθήματος των Θρησκευτικών με τις αποφάσεις του Σ.τ.Ε., για το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί, μέχρι τη συγγραφή και εφαρμογή των νέων Προγραμμάτων Σπουδών και του αντιστοίχου διδακτικού υλικού για το Μάθημα των Θρησκευτικών».
Στα μέλη της Επιτροπής αυτής είδαμε με έκπληξη να συμπεριλαμβάνονται και πρόσωπα, που έχουν άμεση ή έμμεση εμπλοκή στη διαδικασία συγγραφής, αξιολόγησης και επιμόρφωσης των ακυρωμένων από το ΣτΕ Προγραμμάτων Σπουδών, ενώ δεν είδαμε να συμπεριλαμβάνονται ειδικοί παιδαγωγοί, μέλη της Επιστημονικής Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων, η οποία, μάλιστα, είχε προσφύγει στο ΣτΕ εναντίον των Προγραμμάτων Φίλη – Γαβρόγλου και είχε κερδίσει τις τέσσερις ως άνω αποφάσεις του.
Στο προηγούμενο άρθρο μας, είχαμε αναφέρει ότι η ορισθείσα 7μελής Επιτροπή, δεν έκανε απλώς μια διατύπωση εισήγησης, αλλά, παραδόξως – και φυσικά όχι από μόνη της- επέλεξε, αντί της αναμενόμενης επιστροφής στα πριν από το 2016 Προγράμματα Θρησκευτικών, τη διόρθωση των ακυρωθέντων από το ΣτΕ Προγραμμάτων και Βιβλίων, χωρίς αυτό το έργο να της έχει ανατεθεί, επίσημα και δημόσια, χωρίς να έχει, δηλαδή, εκδοθεί κάποια δημόσια Πρόσκληση από το Υπουργείο Παιδείας ή το ΙΕΠ, για το συγκεκριμένο θέμα.
Μάλιστα, στις 04/03/2020, η κ. Υπουργός ενέκρινε και δημοσίευσε σε ΦΕΚ, τα εκ της Επιτροπής αυτής διορθωμένα Προγράμματα, χωρίς να τα θέσει καν σε δημόσια διαβούλευση.
Μαθαίνουμε επίσης ότι η επιτροπή έπραξε το ακατόρθωτο, συγγράφοντας, εκτός από τα Προγράμματα Δημοτικού - Γυμνασίου και Λυκείου, εντός δύο μηνών, (20) βιβλία θρησκευτικών δασκάλου – μαθητή (σε χρόνο ρεκόρ, που είναι αδύνατο να πιστέψει κάποιος ότι αυτό μπορεί να γίνει, από τόσα λίγα πρόσωπα.
Όλοι, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ, φυσικά, καταλαβαίνουμε ότι, εκτός από την επταμελή Επιτροπή, στο τεράστιο αυτό έργο, θα πρέπει να έχει συνεργαστεί μια άλλη αφανής πολυπρόσωπη ομάδα, από μέλη του γνωστού σωματείου των εκσυγχρονιστών «θεολόγων», φίλων των κ. Φίλη – Γαβρόγλου, με τις ευλογίες τόσο των υπευθύνων του Υπουργείου Παιδείας όσο και κάποιων άλλων, που όλοι οι παροικούντες γνωρίζουν και οσμίζονται τις μη χριστιανικές παρεμβάσεις τους!
Ουσιαστικά, λίγοι είναι εκείνοι, που δεν πιστεύουν ότι οι ίδιοι οι εκπονητές των ακυρωμένων από το ΣτΕ Προγραμμάτων και Βιβλίων Φίλη – Γαβρόγλου είναι, κατά πάσα πιθανότητα, οι «πρόθυμοι» συνεκπονητές των μεταβατικών Προγραμμάτων και Βιβλίων της κ. Κεραμέως.
Αυτό, πάντως, που αποτελεί το κινδυνευόμενο είναι ότι τα ορθόδοξα παιδιά του Ελληνικού λαού, μετά από την εννεαετή περιπέτεια, που έχουν περάσει με τον πολυθρησκειακό κατηχητισμό των ειδώλων, που τους επιβλήθηκε με τη γάγγραινα του θρησκευτικού συγκρητισμού, του προσηλυτισμού, της θρησκευτικής προπαγάνδας, της σύγχυσης και της παραπλάνησης, που περιείχαν τα Προγράμματα Φίλη – Γαβρόγλου και μετά τις (4) ελπιδοφόρες αποφάσεις του ΣτΕ, βρίσκονται, πάλι ξανά, επί Κεραμέως, στη δυσάρεστη θέση, να βλέπουν να μπαίνουν σε ισχύ, τα ίδια σχεδόν, ως προς τους άνομους στόχους τους, ακυρωμένα Προγράμματα.
Η κ. Κεραμέως, όρισε επιτροπή για άλλο λόγο και έργο και, τελικά, η Επιτροπή αυτή αποφάσισε, αντί να προτείνει την επαναφορά σε ισχύ των πριν από το 2016 ισχυόντων Προγραμμάτων, να διενεργεί, δήθεν διόρθωση των ακυρωμένων Προγραμμάτων και Βιβλίων και δήθεν συμμόρφωσή τους στις αποφάσεις του ΣτΕ και να κατευθύνονται, χωρίς κρίση και αξιολόγηση να μπουν σε ισχύ από τον επόμενο Σεπτέμβριο.
Είχαμε διατυπώσει, εμπεριστατωμένα, τη θέση παλαιότερα ότι τα Προγράμματα Φίλη - Γαβρόγλου πάσχουν δομικά και ούτε διορθώνονται ούτε βελτιώνονται, παρά μόνον ακυρώνονται και καταργούνται. Αυτό έγινε με τις αποφάσεις του ΣτΕ, το οποίο, όντως, τα ακύρωσε.
Δυστυχώς η κ. Κεραμέως, επηρεασμένη από το αρρωστημένο προοδευτικό κίνημα των εκσυγχρονιστών Θεολόγων, δεν υπάκουσε στο ΣτΕ, αλλά στην ομάδα αποχριστιανοποίησης των προσκειμένων στον ΣΥΡΙΖΑ αναθεωρητών «θεολόγων» και στον κ. γ. γρ. Θρησκευμάτων, που εδώ και χρόνια τους στηρίζει.
Έτσι, παρά την καταδίκη τους από το ΣτΕ, έκαναν τα πάντα για να τα νεκραναστήσουν και να τα διατηρήσουν σε ισχύ, με μικρές επιφανειακές διορθώσεις. Αν τα μελετήσει μάλιστα κάποιος, μαζί και την εισήγηση της 7μελούς Επιτροπής, θα διαπιστώσει ότι το μόνο θετικό που παρουσιάζουν είναι η μετακίνηση των διδασκαλιών των θρησκειών σε ξεχωριστές ενότητες και η θεραπεία σε κάποιο βαθμό της μείξεώς τους με τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό.
Κατά τα άλλα, βλέπουμε να επανέρχονται σε ισχύ, με την ίδια δομή και την ίδια στοχοθεσία, που δεν είναι άλλη από την αποξένωση του μαθητή από την Εκκλησία του.
Τα Προγράμματα Κεραμέως δημοσιεύτηκαν σε ΦΕΚ και με μεγάλη απογοήτευση τα είδαμε. Τα βιβλία, όμως, που ήδη τυπώνονται, ούτε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, ούτε ο επιστημονικός και θεολογικός κόσμος τα είδε, ούτε γνωρίζουμε ποιοι τα εκπόνησαν και το μόνο που πληροφορούμεθα είναι ότι στάλθηκαν στο Τυπογραφείο και ότι θα ενταχθούν και αυτά, ως διδακτέα στα σχολεία, χωρίς επιστημονική και θεολογική αξιολόγηση και κρίση, στην υπηρεσία του έργου της πνευματικής αποδόμησης των ορθοδόξων μαθητών.
Το θέμα είναι ότι το Υπουργείο Παιδείας -με τον μη - θεολόγο γ. γρ. Θρησκευμάτων στον ρόλο του αφανή επόπτη του όλου έργου- μεθοδεύει μεθοδεύσεις και τεχνάσματα και, μέσω αυτών των μεθοδεύσεων, δεν επιθυμεί ουσιαστικά τη συμμόρφωση του ΜτΘ στις αμετάκλητες αποφάσεις του ΣτΕ, με αποτέλεσμα να μην εκπληρώνεται, τελικά, ο συνταγματικός σκοπός της παιδείας, που είναι η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των ορθοδόξων μαθητών και να μην εφαρμόζονται από το Υπουργείο οι αποφάσεις του ΣτΕ.
Μήπως, όμως, αγνοεί η κ. Υπουργός το γεγονός ότι δεν μπορεί πλέον κανείς, μετά από τις (4) ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ, να συνεχίζει την αποδόμηση του χριστοκεντρικού χαρακτήρα και περιεχομένου του ΜτΘ ούτε να εμπαίζει τον ελληνικό λαό;
Διότι, αυτό που διαπιστώνει κανείς είναι η φαρισαϊκή τακτική που ακολουθεί, όταν, αφενός, δείχνει, φαινομενικά, πώς στόχος της είναι η πλήρης συμμόρφωση των Προγραμμάτων των Θρησκευτικών στις αποφάσεις του ΣτΕ και, αφετέρου, στη συνέχεια, με αυτούς που επιλέγει και με τις προτάσεις που αποδέχεται και εγκρίνει, αποδεικνύει, ουσιαστικά, ότι ακολουθεί πιστά την τακτική αποδόμησης του χριστιανικού ΜτΘ, που ξεκίνησε και συνεχίζει η ομάδα Θεολόγων Φίλη – Γαβρόγλου, με την οποία η ίδια συνεργάζεται;
Βασικό τέχνασμα του Υπουργείου αποτελεί το γεγονός ότι επαναλαμβάνει, κατά γράμμα, την τακτική ετικετοποίησης και διαστρέβλωσης σε βάρος του χριστιανικού ΜτΘ, που ξεκίνησε ο ΣΥΡΙΖΑ και οι εκσυγχρονιστές «θεολόγοι» συνεργάτες του, όταν δέχεται να εγγραφεί στα νέα Προγράμματα Κεραμέως ότι «το ΜτΘ διαφοροποιείται από την κατήχηση, η οποία και αποτελεί έργο της Εκκλησίας».
Γνωρίζει άραγε η κ. Κεραμέως, τι ακριβώς σημαίνει Κατήχηση της Εκκλησίας; Γιατί δεν ρώτησε τους ειδικούς Χριστιανοπαιδαγωγούς;
Διότι, αν γνώριζε, δεν θα είχε αποδεχθεί την πρόταση που της έκαναν οι ακολουθούντες τον ΣΥΡΙΖΑ «θεολόγοι» που επέλεξε, πρόταση που ουσιαστικά αποδομεί τη σχέση του σχολικού μαθήματος των Θρησκευτικών με την Ορθόδοξη εκκλησιαστική διδασκαλία, παρουσιάζοντάς την ως ακατάλληλη για το σχολείο διότι, σύμφωνα με την διαθηρησκειακή τους αντίληψη και ιδεοληψία, εάν συνδεθεί το ΜτΘ με την εκκλησιαστική διδασκαλία, τότε αποτελεί κατήχηση.
Από αυτή την αναθεωρητική γραμμή προήλθε αυτό που αναφέρεται στα νέα μεταβατικά Προγράμματα Κεραμέως (2020) ότι δηλαδή «το ΜτΘ διαφοροποιείται από την Κατήχηση που είναι έργο της Εκκλησίας».
Για να δούμε λοιπόν τι είναι από επιστημονικής πλευράς Κατήχηση; Όπως αναφέρουν οι ειδικοί, η Κατήχηση, ιστορικά, είναι η οργανωμένη, σε παιδαγωγική βάση, σταδιακή διδασκαλία της Εκκλησίας, που απευθυνόταν προς τους υποψήφιους (τους κατηχούμενους), που εκουσίως ζητούσαν να βαπτιστούν και να γίνουν μέλη στην Εκκλησία, προκειμένου να γνωρίσουν συνειδητά το περιεχόμενο της χριστιανικής πίστεως. Η Κατήχηση, επομένως, «έχει πρωτίστως θεολογική βάση και νοείται η δραστηριότητα εκείνη, που απηχεί τον λόγο του Θεού». «Απευθύνεται στον άνθρωπο, μέσα από την Αποκάλυψη και τη ζωή της Εκκλησίας, με κέντρο αναφοράς τα μυστήρια και τη λειτουργική της ζωή».
Επίσης, «αφορά στον ευαγγελισμό ενός γνήσιου ορθόδοξου ήθους και τρόπου ζωής, προβάλλοντας το αναλλοίωτο λυτρωτικό έργο του θεανθρώπου και της Εκκλησίας Του, με σκοπό την υποβοήθηση του ανθρώπου στην οντολογική ανακαίνιση και την ανύψωσή του». Ακόμη, «αντιμετωπίζεται ως διαρκής διδασκαλία για την αύξηση και εμβάθυνση στη χριστιανική πίστη και ζωή» (Ιω. Κογκούλης. Κατηχητική και χριστιανική Παιδαγωγική, Δ΄ έκδοση, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 68).
Διαφωνεί η κ. Κεραμέως σε αυτήν την επιστημονική σημασιολογία της Κατήχησης; Εάν διαφωνεί θα πρέπει να αναθεωρήσει αυτή τη γραμμή που ακολουθεί, διότι, διαφορετικά, ακολουθώντας τη γραμμή ΣΥΡΙΖΑ, αφενός, οδηγεί ξανά το ΜτΘ και τους μαθητές σε νέες περιπέτειες, αφενός, δυσαρεστεί πάρα πολλούς Χριστιανούς που ήλπιζαν στη δική της παρουσία προκειμένου να επανέλθει το ΜτΘ στην νομική και θεολογική κανονικότητα.
Από πού προέρχεται όμως αυτή η διαστρέβλωση; Από την αποδοχή της παρερμηνείας μιας απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κάνει λόγο για την αποφυγή και απαγόρευση του Προσηλυτισμού, την οποία όμως απόφαση, κάποιοι στην Ελλάδα, μετέφρασαν και αντιλήφτηκαν ως αποφυγή και απαγόρευση της Κατήχησης, ταυτίζοντας εσφαλμένα -και ίσως εσκεμμένα- το περιεχόμενό της με το περιεχόμενο της Προπαγάνδας και του Προσηλυτισμού, προκειμένου να αποκόψουν το ΜτΘ και τους ορθόδοξους μαθητές από την Εκκλησία τους.
Έτσι, εδώ και καιρό συγκροτημένη ομάδα στη χώρα μας, στην οποία ανήκουν και οι νεωτεριστές καιροσκόποι «θεολόγοι», με τους οποίους συνεργάζεται εσχάτως και η κ. Κεραμέως, ισχυρίζεται, προπαγανδιστικά, ότι απαγορεύεται «να επιδιώκει το κράτος, μέσω της θρησκευτικής εκπαίδευσης την κατήχηση των μαθητών/μαθητριών σε ένα συγκεκριμένο δόγμα», ενώ το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όπως είπαμε, δεν κάνει λόγο για απαγόρευση της κατήχησης αλλά για απαγόρευση του Προσηλυτισμού. Πρόκειται επομένως, τελικά, για εξαπάτηση και για διαστρέβλωση της αλήθειας και, φυσικά, σε βάρος της διαμόρφωσης της χριστιανικής αγωγής των ελλήνων ορθόδοξων μαθητών.
Ωστόσο, Προσηλυτισμός και προπαγάνδα, σύμφωνα με το ΣτΕ, ήταν και είναι το περιεχόμενο των ακυρωμένων πολυθρησκειακών προγραμμάτων Φίλη – Γαβρόγλου, που συνέταξαν οι Θεολόγοι του ΣΥΡΙΖΑ, διότι μέσω των περιεχομένων τους οδηγούνταν οι ορθόδοξοι μαθητές σε απομάκρυνση και αποξένωση από την πίστη τους.
Και όμως τους «θεολόγους» αυτούς, απροσδόκητα και για άγνωστους σε μας λόγους, φαίνεται να έχει αγκαλιάσει και υιοθετήσει, μαζί με το πρόγραμμά τους και η κ. Κεραμέως, μέσω του κ. γρ. Θρησκευμάτων, για να τους δοθεί η ευκαιρία και η δυνατότητα να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν την αποδόμηση του χριστιανικού ΜτΘ.
Από θεολογικής πλευράς, αυτό που ορίζει το ΣτΕ ως διδακτέα ύλη του ΜτΘ δεν διαφέρει καθόλου από το περιεχόμενο της χριστιανικής κατήχησης, όπως ερμηνεύεται, επιστημονικά, από τους ειδικούς, διότι Κατήχηση δεν είναι τίποτα άλλο, από τη χριστιανική διδασκαλία του Ιησού Χριστού, που διερμηνεύει στους εκουσίως και ελευθέρως ενδιαφερόμενους, τη ζωή, τη διδασκαλία και το έργο της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία είναι εκείνη που πρόσφερε και προσφέρει στους ορθόδοξους μαθητές ή μαθήτριες, που αποτελούν μέλη της, το πνευματικό οξυγόνο της ζωής και συντελεί στη πνευματική ανάπτυξη και ενηλικίωσή τους. Οι ορθόδοξοι γονείς, ενδιαφερόμενοι για την πνευματική ζωή των τέκνων τους, επιθυμούν να τα εντάξουν στην Εκκλησία, μέσω του Ιερού Βαπτίσματος η δε γονεϊκή αυτή πράξη δεν είναι δυνατό να θεωρείται ως πράξη δογματισμού ή παραπλάνησης σε βάρος των τέκνων τους, όπως υποστηρίζουν σε έργα τους ορισμένοι στρατευμένοι ιδεοληψίες.
Μετά την ένταξή των παιδιών στην Εκκλησία, αποτελεί δημοκρατικό και συνταγματικό δικαίωμα των γονέων τους και των ίδιων, η συνέχιση της πνευματικής τους ζωής. Δεν έχει δικαίωμα το σχολείο και οι όποιοι Υπουργοί, κάνοντας κακή χρήση της εξουσίας που τους δίνεται, για τους δικούς τους ατομικούς λόγους, να διακόπτουν την πνευματική εξέλιξη των μαθητών. Το ΣτΕ είναι ξεκάθαρο σε αυτό το σημείο, ορίζοντας σαφέστατα τη συνταγματική υποχρέωση της Πολιτείας, για τη σταδιακή ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών/τριών, αφού δέχεται τη συνταγματική επιταγή ότι η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνείδησης είναι υποχρεωτική για όλους τους ορθόδοξους μαθητές της χώρας.
Το ΣτΕ, όμως, ορίζει, όχι μόνον το περιεχόμενο αλλά και τον τρόπο διδασκαλίας του ΜτΘ, τονίζοντας μάλιστα ότι το ΜτΘ θα πρέπει «να περιλαμβάνει οπωσδήποτε με σαφήνεια και πληρότητα τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού» και ότι προς τούτο απαιτείται «εμπέδωση και ενίσχυση της συγκεκριμένης αυτής θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών» και όχι διακοπή ή παραποίησή της με οποιονδήποτε τρόπο, εντός του σχολείου.
Διευκρινίζεται μάλιστα από το ΣτΕ ότι η ορθόδοξη διδασκαλία, εφόσον απευθύνεται στους ορθόδοξους μαθητές, αφορά στη διδασκαλία της ίδιας πίστεως που έχει ο μαθητής, τόσο στην οικογένεια και στην Εκκλησία όσο και στο σχολείο. Συνεπώς, αυτή η ίδια διδασκαλία, στην ίδια πίστη και ό, τι συνδέεται με αυτήν θα πρέπει από νομικής και θεολογικής πλευράς να συνεχίζεται και στο σχολείο.
Όταν γίνεται λόγος στο ΣτΕ για την ανάπτυξη της ορθόδοξης συνειδήσεως των μαθητών και ότι αυτή πραγματοποιείται, μέσω της διδασκαλίας της ορθόδοξης Εκκλησίας, αυτή η διδασκαλία αφορά στη μία και στην αυτή πίστη στον Ιησού Χριστού. Δεν διακρίνεται η πίστη σε πίστη εκκλησιαστική και σε πίστη σχολική. Αυτές οι διαστρεβλώσεις και τα τεχνάσματα δεν έχουν θέση στο σχολείο, διότι, αν συνέβαινε αυτό, να διδάσκεται δηλαδή το παιδί διαφορετική πίστη στην Εκκλησία και στην οικογένεια και διαφορετική στο σχολείο, τότε θα δημιουργούνταν αιρέσεις και σχίσματα και θα καλλιεργούνταν, επίσημα, στο σχολείο ο θρησκευτικός διχασμός τόσο στην προσωπικότητα των μαθητών όσο και στην κοινωνία ευρύτερα. Γι αυτό η Εκκλησία εύχεται για την «ενότητα της πίστεως».
Επομένως, είναι σαφές αυτό που υπογραμμίζει το ΣτΕ, ότι δηλαδή η διδασκαλία της Εκκλησίας στους ορθόδοξους μαθητές «δεν συνιστά επιβολή πίστεως, αφού οι μαθητές/τριες είναι ήδη αποδέκτες αυτής της πίστεως το δε ΜτΘ απευθύνεται, αποκλειστικά, στους μαθητές, που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα».
Με βάση όλα τα παραπάνω, είναι σαφές ότι τόσο τα μέλη της 7μελούς Επιτροπής όσο και η κ. Υπουργός διαπράττουν μέγα επιστημονικό λάθος και δημιουργούν τεράστια παιδαγωγικά προβλήματα, όταν παραποιούν την πραγματικότητα και υποστηρίζουν ότι «το ΜτΘ διαφοροποιείται από την Κατήχηση, η οποία αποτελεί έργο της Εκκλησίας».
Η διάκριση της διδασκαλίας της χριστιανικής πίστεως σε κατηχητική, που διδάσκεται στην Εκκλησία και σε μη κατηχητική που διδάσκεται στο σχολείο είναι εσκεμμένο και σχεδιασμένο, με διαβολική μαεστρία, πρόσχημα, με εντελώς ξένο ως προς την επιστήμη και την παιδεία σκοπό και περιεχόμενο.
Τέτοιας μορφής εκσυγχρονιστικές και σκόπιμες διαστρεβλώσεις αποτελούν ακροβατικές εφευρέσεις των μαέστρων στην πλάνη και στη διαστρέβλωση, καιροσκοπικών ομάδων και προσώπων, των οποίων μάλιστα οι θέσεις και οι ιδέες τους ακούστηκαν στο ανώτατο δικαστήριο του ΣτΕ, κρίθηκαν και απορρίφτηκαν.
Την απάντηση στη διαστρεβλωτική διαπίστωση, που αναφέρεται στα Προγράμματα της κ. Κεραμέως και στην εισηγητική έκθεση της 7μελούς Επιτροπής, ως προς το αν «το ΜτΘ διαφοροποιείται από την κατήχηση, η οποία είναι έργο της Εκκλησίας», την δίνουν οι αποφάσεις του ΣτΕ, υπογραμμίζοντας ότι η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως πραγματοποιείται με τη διδασκαλία των δογμάτων, των ηθικών αξιών και των παραδόσεων της Εκκλησίας του Χριστού, δηλαδή, με τη διδασκαλία που ταυτίζεται, οντολογικά, η Κατήχηση της Εκκλησίας.
Άλλωστε, αυτό πιστοποιείται και από το ότι, σύμφωνα με το ΣτΕ, ο συνταγματικός σκοπός του ΜτΘ, για την ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως, υπηρετείται τόσο με τη ορθόδοξη διδασκαλία του ΜτΘ όσο και με την προσευχή και τον Εκκλησιασμό, πράξεις ουσιαστικές για την ενίσχυση και εμπέδωση της ορθόδοξης συνείδησης, που πραγματοποιούνται εντός ή σε άμεση σχέση με το εκκλησιαστικό πνεύμα και περιβάλλον και στις οποίες είναι απαραίτητο να ασκούνται πρακτικά οι μαθητές, αφού στη μελλοντική τους ενοριακή ζωή η πρόταση της Εκκλησίας τους είναι το: «εν Εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου