Γιατί ο Χριστός
είναι το νεώτερον της κτίσεως και της Ιστορίας;
Ηρακλής Ρεράκης,
ομ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘΈνας στίχος που έπεται του Κοντακίου των
Χριστουγέννων, αναφέρει για τον Χριστό: «Θεός το Τεχθέν, η δε Μήτηρ Παρθένος.
Τι μείζον άλλο καινόν είδεν η κτίσις;».Γιατί ο Χριστός, όμως, είναι το πλέον καινό της κτίσεως και της Ιστορίας;
Πριν από τη Γέννηση του Χριστού, ο θάνατος, ως συνέπεια της πτώσεως, ήταν υποχρεωτικός για κάθε άνθρωπο και μόνον ελάχιστοι άγιοι και ευσεβείς άνθρωποι, όπως, για παράδειγμα, οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, κατάφεραν να τον υπερβούν.
Μετά τη Ενανθρώπιση του Θεού και Λόγου του Θεού, εξαλείφεται η υποχρεωτικότητα του θανάτου, ως συνέπειας της πτώσεως, διότι ο άνθρωπος, διά των Μυστηρίων του Βαπτίσματος, του Χρίσματος, της Μετάνοιας και της Θείας Ευχαριστίας, ενχριστώνεται και καθίσταται μέλος του σώματος του Χριστού, υιός και κληρονόμος Θεού, εφόσον και ο ίδιος αποδέχεται ελεύθερα αυτήν την υιοθεσία.
Μετά τη Θεία Αποκάλυψη, επομένως, οι συνέπειες της πτώσεως συνεχίζουν να ισχύουν οντολογικά, μόνον για εκείνους, που με επιλογή τους, ζουν, μακράν του Θεού και εντός της πλάνης, της έπαρσης και της κακίας του διαβόλου.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει ότι, «ο φιλάνθρωπος Θεός ευδόκησε να ελευθερώσει τα πλάσματα του από την υπερήφανη κακία του διαβόλου. Κατέβηκε από ψηλά, ταπεινώθηκε και πτώχευσε, αναμιγνύοντας την ανθρωπότητα με τη Θεότητα. Υπέδειξε, έτσι, σε όλους την ταπείνωση, ως τον δρόμο που φέρνει προς τα άνω. Οι άνθρωποι μπορούν εύκολα να διορθώσουν τα λάθη τους, αφού αναγνωρίσουν ότι η ταπείνωσή τους είναι ο δρόμος που τους ανεβάζει στον Θεό». Συνεπώς, ο Θεάνθρωπος, με τη θεία Του ενανθρώπηση, «εκούσια γίνεται φτωχός και απογράφεται μαζί με τους δούλους, γιατί θέλει να ξαναδεί τον άνθρωπο πλούσιο».
Στους ύμνους της λατρευτικής ακολουθίας των Χριστουγέννων, ο Χριστός ονομάζεται «παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός». Η λύτρωση του ανθρώπου, από την αμαρτία και τον θάνατο, γίνεται διά της ενώσεως του θείου με το ανθρώπινο. Αυτό το μείγμα, δεν κατανοείται ούτε επεξηγείται μέσω της λογικής. Γι αυτό θεωρείται «Μυστήριον Μέγα και Παράδοξο». Η φάτνη των αλόγων γίνεται χώρος, όπου ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός».
Όλα όσα συμβαίνουν, κατά τη σάρκωση του Λόγου, ανήκουν στην περιοχή του Μυστηρίου και του Θαύματος, διότι ο Θείος Λόγος γίνεται άνθρωπος, χωρίς να χωριστεί εκ του Πατρός. Όλα γίνονται, «υπέρ λόγον και έννοιαν», για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά του διαβόλου και του θανάτου.
Η ορθόδοξη Εκκλησία, βλέπει ενώπιόν της και υμνεί το Θαύμα της νέας ζωής, που φέρνει ο Χριστός στον κόσμο και το μόνο που επιλέγει να κάνει είναι να εκφράζει τη συλλογική πίστη και δοξολογία στον Θεό για το δώρο της Θείας Ενανθρωπήσεως, μέσα από τους γεμάτους δοξολογίες ύμνους προς τον Τριαδικό Θεό. Ολόκληρη η Ορθόδοξη Θεολογία συμπυκνώνεται και εκφράζεται μέσα σε αυτούς τους εκκλησιαστικούς ύμνους, προκειμένου να δοξασθεί το ανέκφραστο και υπέρλογο Μυστήριο:
Ο Θεός κατέρχεται από τον Ουρανό, φτωχαίνει, πραγματοποιώντας το θαύμα της θείας συγκαταβάσεως και το μόνο που ζητά από την ανθρωπότητα είναι να προσφέρει ελεύθερα τη δική της συγκατάθεση, το δικό της σπήλαιον, όπως αναφέρει ο ύμνος: «Η παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει».
Το ενδιαφέρον του Θεού ήταν και είναι πάντοτε στραμμένο στη σωτηρία του ανθρώπου. Το χέρι Του ήταν και είναι πάντοτε απλωμένο προς τον πεπτωκότα άνθρωπο, ζητώντας από αυτόν, να το πιάσει για να υψωθεί και να ανέβει πάλι στη θέση που του ετοίμασε να λάβει, ως κατ’ εικόνα και καθ ομοίωσιν δημιούργημά Του. Επειδή ο άνθρωπος αδυνατεί να κάνει αυτήν την κίνηση, αποστέλλει τον ίδιο τον Υιό Του, που ενώ παραμένει Θεός, γίνεται άνθρωπος, για να τον βοηθήσει να απελευθερωθεί από τα δεσμά του αρχέκακου διαβόλου, να δεχθεί την υιοθεσία Του από τον Χριστό και να ανέβει μαζί Του στον Θεό και Πατέρα.
Όλα είναι παράδοξα και όλα μετατρέπονται σε δοξολογία, σύμφωνα με τους ύμνους των αγίων ημερών: «Η Παρθένος τίκτει και η μήτρα της παραμένει άφθορος. Ο χρόνιος δεσμός της καταδίκης του Αδάμ λύεται και ο όφις καταργείται. Η Βηθλεέμ έχει ανοίξει την Εδέμ, τον Παράδεισο. Η ισχύς του διαβόλου και του θανάτου έχει πλέον λήξει», διότι μας επισκέπτεται «εξ ύψους ο Σωτήρ ημών και οι εν σκότει και σκιά εύρομεν την αλήθειαν».
Ο Απ. Παύλος, ερμηνεύοντας αυτό το νέο κεφάλαιο, που ανοίγει για τον άνθρωπο η Θεία αγάπη διά της ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού, αναφέρει ότι ο Θεός, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν τον Υιόν Αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. 4, 4-5). Σε τροπάριο του Εσπερινού της εορτής της Συνάξεως της Υπεραγίας Θεοτόκου (26 Δεκεμβρίου) αναφέρεται: «Πώς εξείπω το μέγα μυστήριον; Ο άσαρκος σαρκούται, ο Λόγος παχύνεται, ο αόρατος οράται, ο αναφής ψηλαφάται και ο άναρχος άρχεται. Ο Υιός του Θεού, Υιός ανθρώπου γίνεται».
Ο αιώνιος και άκτιστος Θεός γεννάται εκ Παρθένου, για τη σωτηρία του ανθρώπου. Γίνεται «ό ουκ ήν» (αυτό που δεν ήταν) και εισέρχεται, ως αληθινός άνθρωπος, εντός της Ιστορίας, παραμένων, όμως, ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού για να χαρίσει στον άνθρωπο τη νέα, χωρίς θάνατο ζωή, που είχε, ως προοπτική, στον Παράδεισο. στο πλαίσιο της ένθεης ζωής κοντά στον Πατέρα και Δημιουργό του.
Ο αχώρητος «χωρείται εν γαστρί», ο άπειρος δέχεται με ταπείνωση να περιοριστεί εντός της ανθρώπινης φύσεως, που παίρνει από την Θεοτόκο. Από αόρατος και ασύλληπτος, συγκαταβαίνοντας, γίνεται ορατός και προσιτός, με μοναδικό σκοπό να ενώσει τη δική του θεία φύση, με την ανθρώπινη, που προσλαμβάνει για να την ανεβάσει στους κόλπους του Πατρός.
Με την αναίρεση, την ακύρωση και την υπέρβαση της Πτώσεως, ο Θεάνθρωπος πραγματοποιεί αυτό που αδυνατούσε, ο άνθρωπος να πράξει, όντας μακράν του Θεού, δηλαδή την αποκατάσταση της σχέσεως και της κοινωνίας του μαζί Του.
Με τη σάρκωσή του, ενώνει, στο θεανθρώπινο Πρόσωπό Του, τη Θεία με την ανθρώπινη φύση, έτσι ώστε, αυτό που συμβαίνει έκτοτε στον Θεάνθρωπο, να έχει επίδραση και στον κάθε άνθρωπο, ανάλογα με την πίστη και τη δεκτικότητα που διαθέτει.
Για να βοηθηθεί ο άνθρωπος να οικειοποιηθεί τα νέα άνωθεν ερχόμενα αγαθά της Θείας Ελεύσεως, ο Χριστός προσφέρει την οδό, την αλήθεια και τη ζωή Του αλλά και όλα τα βοηθητικά μέσα της Εκκλησίας Του, (Μυστήρια), μέσω των οποίων μπολιαζόμαστε, χαρισματικά, με τον Χριστό και το Άγιο Πνεύμα και γινόμαστε μέλη του Χριστού, σε μια σχέση Αμπέλου, που είναι ο ίδιος, και κλημάτων που είναι οι πιστοί, όπως ο ίδιος διδάσκει.
Έτσι, όταν ο Χριστός σταυρώνεται, ενταφιάζεται, αναστήνεται και αναλαμβάνεται στους ουρανούς, συμπορευόμαστε μαζί Του, ως μέλη του Αγίου Σώματός Του, όπως σημειώνει ο Απόστολος Παύλος,: «Χριστώ συνεσταύρομαι. Ζω δε ουκ έτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20)..
Όταν, επίσης, στο διαρκώς επαναλαμβανόμενο στην Εκκλησία Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα Του, γινόμαστε σύναιμοι και σύσσωμοι του Χριστού, ανανεώνοντας έτσι τη θέλησή μας να είμαστε μέλη Του, να μετέχουμε στην Αγία ζωή του, ως υιοί και κληρονόμοι της Αγίας Βασιλείας Του.
Ο Χριστός, λοιπόν έρχεται, ως το Νέον Παιδίον και γεννάται στο είναι μας, παρέχοντας μια νέα ζωή στον άνθρωπο, διότι, μέσα από τη γέννηση αυτή, συμβαίνει μυστηριακά στην ύπαρξή μας μια αναγέννηση, μια οντολογική αλλοίωση που μας παρέχει νέους στόχους και νέες προοπτικές θείας και αιωνίου ζωής.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, θεωρεί ότι η έλευση του Θεού στον κόσμο, διά της Θείας Ενσαρκώσεως, έχει ως στόχο την επιστροφή μας στον Θεό και γι αυτό την ονομάζει «επιδημίαν Θεού προς ανθρώπους, ίνα προς Θεόν ενδημήσωμεν».
Η οντολογική λύπη και ο στεναγμός, που κυριαρχούσε στη ζωή του μεταπτωτικού ανθρώπου, αφού ζούσε μια ζωή χωρίς νόημα, χωρίς προοπτική και χωρίς ελπίδα λύτρωσης από τον θάνατο, σταματά με την έλευση του Χριστού και μετατρέπεται σε οντολογική χαρά.
Ο Χριστός, έρχεται και φέρνει αυτό που έλειπε από την ανθρώπινη ύπαρξη, δηλαδή την Καινή ζωή, τη ζωή της Αναστάσεως, τη ζωή χωρίς την καταδίκη του θανάτου, τη χαρά τη μένουσα, ό, τι πιο καινό δόθηκε ποτέ στους ανθρώπους.
Είναι η Χαρά για τον ερχομό του Σωτήρα του κόσμου, η χαρά του νέου, που έρχεται αδιαλείπτως, για να καλύψει τα κενά της θλίψης και της οδύνης του κόσμου και του ανθρώπου.
Είναι η χαρά, που, διά των ποιμένων της Βηθλεέμ, αναγγέλλεται συνεχώς, εδώ και 20 αιώνες, από τον Άγγελο προς την πιστεύουσα ανθρωπότητα: «Ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ, ός εστι Χριστός Κύριος» (Λουκ. 2, 10-11).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου