Β΄ Μέρος
Στό ἐρώτημά μας, πῶς ἀρχίζει πρακτικῶς
νά ἐνεργεῖ σ’ ἐμᾶς ἡ Θεία Χάρη αἰσθητά, ὁ ἅγιος Ἐφραίμ μᾶς παρέπεμπε
στά λόγια τοῦ Χριστοῦ καί στήν ἐμπειρία τῶν ἁγίων. Τό πνεῦμα τῶν λεγομένων
του ἑστίαζε καί στήν προσωπική του πνευματική ἐμπειρία. Ὅταν δηλαδή
ὁ πιστός ἀρχίζει νά καθαίρεται ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῶν παθῶν, μέ τήν ἐν
ἐπιγνώσει μετοχή στά θεουργά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, σέ συνδυασμό
μέ τή συντονισμένη ἀσκητική καί ἀγαπητική τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν,
ὁπωσδήποτε ἐνεργοποιεῖται ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Χρίσματός μας, ἀπό
τήν πηγή τοῦ ζῶντος καί ἀκτίστου ὕδατος, ὡς ἐπιβεβαίωση τῆς ἀξιοπιστίας
τοῦ Δοτῆρα της, Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός, ὡς ἡ Ὑποστατική Ἀλήθεια,
μᾶς διαβεβαίωσε, ὅτι «ἐάν ἀγαπᾶτε με, τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσετε,
κἀγώ ἐρωτήσω τόν Πατέρα καί ἄλλον Παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα ᾖ μεθ’
ὑμῶν εἰς τόν αἰῶνα, τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ὅ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν,
ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτό οὐδέ γινώσκει‧ ὑμεῖς γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ’ ὑμῖν καί ἐν ὑμῖν ἔσται…ἐκεῖνος
ὑμᾶς διδάξει πάντα καί ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα, ἅ εἶπον ὑμῖν ἐγώ» (Ἰω. 14,15-17 καί 26).
Ὅταν ἡ Θεία Χάρη ἐνεργοποιηθεῖ
καί χρονίσει αὐτή ἡ ἐνεργοποίηση ἐντός μας, γίνει δηλαδή ἕξη, ὅπως
στόν Ἅγιο Ἐφραίμ, αἴρονται ἐν
Ἁγίῳ Πνεύματι οἱ κτιστοί περιορισμοί τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου καί θεῶνται
εὐκρινῶς, ὅσα ὁ Θεός ἀποκαλύπτει. Ἔτσι λ.χ. ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ «ἔβλεπε» τούς λόγους τῶν ὄντων
καί «ἄκουγε» μέ τά γυμνασμένα αἰσθητήριά του τήν ἄφωνη δοξολογία
τῆς ἄλογης καί τῆς ἀνόργανης ἀκόμη φύσεως. Στή λογική ἀπορία μου,
πῶς γίνεται ἡ μή λογική καί ἀνόργανη ὕλη νά δοξολογεῖ τό Θεό, μοῦ ἀπήντησε
ὅτι τό «βλέπει», ἄν καί ὄχι πολύ εὐκρινῶς, ὅπως ἄλλοι, τούς ὁποίους
γνωρίζει, ὅμως ἀδυνατεῖ λεκτικά νά μοῦ τό ἐκφράσει, ἐπειδή δέν βρίσκει
οὔτε λέξεις οὔτε κάποια λογική ἀντιστοιχία ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν
κτιστῶν. Ἀργότερα κατάλαβα, ὅτι μιλοῦσε γιά τήν ἀντίστοιχη πνευματική
ἐμπειρία τοῦ Ψαλμωδοῦ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος λέγει: «Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται
δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα…οὐκ εἰσί
λαλιαί οὐδέ λόγοι, ὧν οὐχί ἀκούονται αἱ φωναί αὐτῶν‧ εἰς πᾶσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν
καί εἰς τά πέρατα τῆς οἰκουμένης τά ρήματα αὐτῶν» (Ψαλμ. 18,1 καί 4-5). Ἀλλά μιλοῦσε ἀκόμη γιά τήν «ἀόρατη» θέα
τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ μέσα στήν κτιστή δημιουργία, γιά
τήν ὁποία μιλᾶ σαφῶς καί ὁ θεόπτης Ἀπόστολος καί ἐπίλεκτο σκεῦος
τοῦ Θεοῦ, ὁ οὐρανοβάμων Παῦλος, στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή του, ὅπου
λέει χαρακτηριστικά: «τά γάρ ἀόρατα αὐτοῦ (ἐνν. τοῦ Θεοῦ) ἀπό κτίσεως
κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις
καί θειότης, εἰς τό εἶναι αὐτούς ἀναπολογήτους» (Ρωμ. 1,20). Δηλαδή, παρότι εἶναι ἀόρατες καί ἡ αἰώνια δύναμη
τοῦ Θεοῦ καί ἡ θεϊκή ἰδιότητά του, μποροῦν νά τίς δοῦν οἱ ἄνθρωποι μέσα
στή δημιουργία, ἀπό τότε πού ἔγινε ὁ κόσμος. Γι’ αὐτό καί δέν ἔχουν
καμία διακαιολογία γιά τήν ἀπιστία τους. Μέ τόν ἴδιο πνευματικό
τρόπο ἔβλεπε «ἀοράτως» πρόσωπα, τοπικῶς καί χρονικῶς πολύ ἀπομακρυσμένα
ἀπό τή δική του ἱστορική παρουσία, δίκην τρισδιάστατης πνευματικῆς
τηλεοράσεως, μέ τή διαφορά ἔναντι τῆς τηλεοράσεως, ὅτι καί ὁ ἴδιος
βρισκόταν ζωντανά παρών ὁρισμένες φορές ἐν Πνεύματι καί βίωνε τήν ὅλη
κατάσταση πού ἔβλεπε.
Ἀκόμη «ἀκτινογραφοῦσε»
πνευματικῶς πρόσωπα ἤ καταστάσεις καί «ἔβλεπε» διορατικῶς τίς σκέψεις
τους ἤ τήν μελλοντική ἔκβαση συγκεκριμένων καταστάσεων. Ἔτσι, τίς
περισσότερες φορές πού τόν ἐπισκεπτόμουν, χωρίς κἄν νά ρωτήσω κάτι,
μοῦ ἀπαντοῦσε στίς ἐρωτήσεις, πού ἤθελα νά τοῦ θέσω μέ ἀπόλυτη πληρότητα,
ἀκολουθώντας μάλιστα τήν ἴδια ἀξιολογική διαβάθμιση καί τήν προτεραιότητα,
μέ τήν ὁποία θά τά ἔθετα. Καί τό ἐκπληκτικότερο γιά μένα ἦταν, ὅτι
χρησιμοποιοῦσε τό πολύ προσωπικό λεξιλόγιο, μέ τό ὁποῖο σκόπευα
νά τίς θέσω, ἤ μοῦ παρουσίαζε σαφῶς ὅλο τόν συναφῆ μέ τίς ἐρωτήσεις
προβληματισμό μου.
Μέ τά εὐαίσθητα
πνευματικά αἰσθητήριά του, ἀντιλαμβανόταν τό συγκεκριμένο πνεῦμα,
πού διακατεῖχε ἕναν ἄνθρωπο, ἀλλά καί τά πνευματικά μέτρα του, εἴτε
κατά τήν ἄμεση παρουσία του εἴτε κατά τή διάρκεια τῆς ἐμπύρου προσευχῆς
του. Ἀλλά μέ τήν πνευματική, «ἀξονική
τομογραφία» του ἀντιλαμβανόταν ἀλαθήτως ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τό συγκεκριμένο
πνεῦμα, ἀπό τό ὁποῖο ἐμφορεῖτο καί ἕνα σπίτι πού ἐπισκεπτόταν, ἀλλά
καί τό πνεῦμα εὐρυτέρων ὑπαρξιακῶν χώρων, χωρίς γεωγραφικά ὅρια.
Μάλιστα, μοῦ ἔλεγε, ὅτι μέ τήν πνευματική ὄσφρησή του λάβαινε πεῖρα
καί τοῦ βαθμοῦ εὐωδίας ἤ δυσωδίας τοῦ ἀντιστοίχου πνεύματος, τό ὁποῖο
προσδιόριζε τήν πνευματική ποιότητα συγκεκριμένων προσώπων ἤ
καί παγκοσμίων καταστάσεων. Καί ἐγώ προσωπικῶς ἔλαβα ἐπανειλημμένως
πεῖρα αὐτῆς τῆς πνευματικῆς αἰσθήσεως τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ.
Ἄν ἡ ἔλευση τῆς
Θείας Χάριτος γίνεται διά τῆς ταπεινώσεως τοῦ φρονήματός μας, σύμφωνα
μέ τή Βιβλική μαρτυρία, ὅτι ὁ Θεός «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν», τότε ὁ
πολύ πρακτικός καί ἄμεσα ἀποτελεσματικός τρόπος γιά τήν ἀπόκτηση
καί διατήρηση αὐτῆς τῆς ἀρετῆς, κατά τόν Ἅγιο Ἐφραίμ καί τή σύνολη Ἡσυχαστική Παράδοση
τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ ἄσκηση τῆς ὑπακοῆς στό Χριστό, μέ τήν ἀπαρέγκλιτη
τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Ἐδῶ, ὁ ἔμπειρος πνευματικός ὁδηγός ἀποτελεῖ
τό πνευματικό «κλειδί». Ἔτσι, ἡ ὑπακοή γίνεται ἡ ὁρατή, ἁπτή καί
πολύ συγκεκριμένη προϋπόθεση ἐνεργοποιήσεως καί διατηρήσεως
ἐνεργοῦ τῆς Θείας Χάριτος ἐντός μας.
Ἦταν χαρακτηριστικά
προκλητική καί ἐξαιρετικά συχνή ἡ διατύπωσή του: «Πρῶτα ἀπ’ ὅλα
στήν πνευματική ζωή, εἶναι ἡ ὑπακοή». Αὐτή ἡ τοποθέτησή του ἔγινε
καί ἡ ἰδιαίτερα ἀντιπροσωπευτική του. Ἔτσι, πού στίς συνειδήσεις
μας, ἡ ἀναφορά τοῦ ὀνόματός του συνοδεύεται κατεξοχήν μέ τήν ἔννοια
τῆς ὑπακοῆς. Ἦταν τό Α καί τό Ω τῆς πρακτικῆς διδασκαλίας του. Ὅλα
τά πνευματικά τά συνέδεε ἐπιτυχῶς στό λόγο του μέ τήν ὑπακοή. Ἡ ὑπακοή,
ἔλεγε, ἀντίκειται στήν ἄρρωστη φιλαυτία μας, ἡ ὁποία ἐκφράζεται κυρίως
στό ἴδιο θέλημα τοῦ λογισμοῦ μας. Καταρχήν, συνιστοῦσε τήν ἀδιάκριτη
ὑπακοή στόν πνευματικό ὁδηγό, καί ἀπ’ αὐτήν στή συνέχεια, ἔλεγε,
καταλήγουμε στή διακριτική ὑπακοή. Ὑπακοή καί δικαιολογία,
τά θεωροῦσε ὡς ἀντιφατικές ἔννοιες. Ἡ δικαιολογία, ἔλεγε εὔστοχα,
δέν ἀποτελεῖ ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Δέν ἀποτελεῖ τρόπο θεραπείας τῆς ὑπερηφάνειας
τῆς ἀνυπακοῆς. Γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖς νά παραμένεις γνήσια ταπεινός
μέ τή δικαιολογία. Ἄλλωστε, ὅπως γνωρίζουμε, τό ἀθέμιτο αὐτό ζεῦγος,
τῆς παρακοῆς καί τῆς δικαιολογίας, ἐξέφρασαν καί αἰσθητοποίησαν
στήν πράξη τήν κρυφή ὑπερηφάνεια τοῦ προγονικοῦ μας ζεύγους καί τό ὁδήγησαν
στήν ἔξοδο τοῦ Παραδείσου. Κατά συνέπεια, ἡ ὑπακοή ἀποτελεῖ τό ἀντίδοτο
τῆς παρακοῆς καί τῆς δικαιολογίας καί τόν πρακτικό τρόπο διασφαλίσεως
τῆς παραμονῆς μας στήν ταπεινοφροσύνη, ἡ ὁποία ὡς μαγνήτης ἑλκύει
τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν συντηρεῖ ἐνεργοποιημένη.
Ἡ ὑπακοή ἔχει ὀντολογικές
συνέπειες στήν ἀνθρώπινη φύση, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀντιστρόφως ἀνάλογες
μέ ἐκεῖνες τῆς παρακοῆς. Ἔτσι, ἐνῶ ἡ παρακοή στό θεῖο θέλημα ὁδήγησε
στήν ἀρρώστια καί στή διαστροφή τήν ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὑπακοή, ἔλεγε
ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, ὁδήγησε καί ὁδηγεῖ
στή θεραπεία, ἀλλά καί στή διατήρηση τῆς πνευματικῆς ὑγείας τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεως. Σέ ὅποιο βαθμό κι ἄν βρίσκεται ἡ πνευματική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου,
αὐτή ἀκυρώνεται καί χάνεται, κατά τόν Ἅγιο Ἐφραίμ, μέ τήν παρακοή. Μάλιστα, αὐτή
ἡ πνευματική ζημία μᾶς χρεώνεται, ὄχι μόνον ὅταν ἡ παρακοή γίνεται
στό ὁρατό ἐπίπεδο τῆς πράξεως, ἀλλά καί ὅταν γίνεται στό ἀόρατο ἐπίπεδο
τοῦ λογισμοῦ. Ἀνεβοκατεβαίνουμε δηλαδή τήν πνευματική κλίμακα, ἀντίστοιχα
μέ τό πνευματικό ποιόν τοῦ λογισμοῦ μας, πού προσδιορίζεται ἀπό τήν
ὑπακοή ἤ ἀνυπακοή στόν πνευματικό ὁδηγό μας καί κατ’ ἐπέκταση
στόν ἴδιο τό Θεό. Γιατί τό ζητούμενο στήν ὑπακοή εἶναι ἡ συμμόρφωσή
μας πρός τό θεῖο θέλημα καί ὁ τελικός ἀποδέκτης τῆς ὑπακοῆς μας εἶναι
ὁ ἴδιος ὁ Τριαδικός Θεός.
Ἡ ὑπακοή εἶναι
σέ μᾶς θεοπαράδοτη, ὄχι μόνο στό πλαίσιο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά
καί στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Μᾶς τήν παρέδωσε ἐμπράκτως ὁ Χριστός. Ἄλλωστε,
αὐτή ἡ ὑπακοή ἔκανε καί τό Θεό ἄνθρωπο, ὅπως ἔλεγε χαρακτηριστικά,
γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο κατά Χάρη Θεό. Μάλιστα, τήν ἀφετηρία τῆς ὑπακοῆς
τήν ἀνήγαγε καί στόν ἴδιο τόν Τριαδικό Θεό καί εἰδικότερα στήν ἁγιοτριαδική
ζωή. Ὁ Χριστός, ἔλεγε ὁ Ἅγιος
Ἐφραίμ, συνεχῶς ἀναφέρονταν στό γεγονός, ὅτι δέν ἦρθε ἀπό μόνος
του στόν κόσμο, ἀλλά ὅτι στάλθηκε ἀπό τό Θεό Πατέρα. Ἔλεγε ὅσα τοῦ
εἶπε ὁ Πατέρας Του, καί ἔκανε ὑπακοή στό θέλημά Του, μέχρι ἐπονειδίστου
σταυρικοῦ θανάτου. Ἀλλά καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού ὁ Χριστός μᾶς ὑποσχέθηκε,
δέ θά ἐρχόταν παρά μόνον ὡς ἀποστελλόμενο ἀπό τόν Ἴδιον καί δέν θά
μιλοῦσε αὐτεπαγγέλτως, ἀλλά μόνον γιά ὅσα θά ἄκουγε. Ἔτσι καί ἡ δική
μας ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ γίνεται κατά μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός
εἶναι ὁ βαθύτερος θεολογικός καί πνευματικός λόγος, πού ἡ ὑπακοή
δέν ὁδηγεῖ ποτέ στό κακό.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ τοποθετεῖ τό γέροντα στή θέση τοῦ Θεοῦ, κατά τήν διαδικασία τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως τοῦ ὑποτακτικοῦ. Γι’ αὐτό καί ὀνομάζει τό γέροντα, «στόμα τοῦ Θεοῦ». Ἐκεῖνος πού πρῶτος γνωρίζει πολύ καλά τήν πνευματική δύναμη τοῦ γέροντα εἶναι ὁ διάβολος. Καί τό γνωρίζει αὐτό πρακτικῶς, ἀφοῦ βλέπει, ὅτι διά τοῦ γέροντος ἐξουδετερώνεται κυριολεκτικά ἡ δύναμή του. Μάλιστα, ἡ πρόοδος στή μετοχή τῆς Θείας Χάριτος, κατά τήν πνευματική ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ, εἶναι ἀνάλογη μέ τήν πρόοδο, πού σημειώνει ὁ ὑποτακτικός στήν εὐλάβεια πρός τόν γέροντά του. Γι’ αὐτό καί πρότεινε τολμηρά: «ἡ ἀγάπη πρός τόν γέροντα νά εἶναι ἀντίστοιχη τῆς ἀγάπης μας πρός τό Θεό». Ὁ ἴδιος, ἄλλωστε, ἔβλεπε τά πνευματικά χαρίσματα νά τοῦ παρέχονται ἀπό τό Θεό, ἀνάλογα πρός τήν εὐλάβεια, πού καλλιεργοῦσε πρός τό γέροντά του. Ἔτσι, μέ τήν ὑπακοή του –σέ συνδυασμό μέ τήν ὑπομονή καί τήν προσευχή- λάμβανε πνευματική κατάνυξη καί δάκρυα, ἐσωτερική εἰρήνη καί πνευματική κάλυψη ἀπό ἀλεξίκακη πνευματική ὀμβρέλα. Ὑποστήριζε, ὅτι ὁ Παράδεισος διασφαλίζεται σέ μᾶς μέ τήν ὑπακοή, γιατί ἡ ὑπακοή, ὡς ἄσκηση βίας στόν ἑαυτό μας, διευκολύνει τήν «ἁρπαγή τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ». Τέλος, θεωροῦσε τήν ὑπακοή ἀξιολογικά ὄχι μόνον ἀνώτερη ἀπό τήν προσευχή, ἀλλά καί ὡς προϋπόθεσή της, πρᾶγμα πού βεβαίωνε μέ πολλά παραδείγματα ἀπό τήν προσωπική πνευματική ἐμπειρία του. Ἀκόμη καί μετά τήν ἐκδημία τοῦ γέροντά του Ἰωσήφ, ἦταν τόσο ζωντανή καί στενή ἡ σχέση μαζί του, πού τόν ἐπισκέπτονταν, ὅπως μοῦ εἶπε, κάθε ἑβδομάδα ἤ δεκαπενθήμερο καί συζητοῦσαν γιά πνευματικά θέματα, στά ὁποῖα καί ταυτίζονται. Εὔλογα, γι’ αὐτό τόν ὀνόμασαν «ταφόπετρα» τοῦ γέροντά του.
Γ΄ Μέρος
Καρπός τῆς ὑπακοῆς,
κατά τόν Ἅγιο Ἐφραίμ, εἶναι ἡ νοερά προσευχή. Κατ’ αὐτήν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου
γίνεται τό νοερό θυσιαστήριο, ἀπ’ ὅπου ἀναπέμπεται ἡ λογική λατρεία
μας πρός τό Θεό.
Ὅπως ἡ ἀδιάλειπτη
νοερά προσευχή ἀποτελεῖ ἐντολή τοῦ Θεοῦ πρός ὅλους τούς πιστούς,
σύμφωνα μέ τίς Βιβλικές μαρτυρίες, ἐξίσου καί ὁ μετεωρισμός τοῦ νοῦ
κατ’ αὐτήν ἀποτελεῖ σαφῆ ἀπαγόρευση ἐκ μέρους τοῦ Χριστοῦ. Κατά
τόν Ἅγιο Ἐφραίμ, ἡ πνευματική ποιότητά μας προσδιορίζεται ἀπό τήν
ποιότητα τῆς προσευχῆς μας. Ἡ προσευχή μᾶς προάγει πνευματικῶς, κατά
τρόπο βιωματικό. Δι’ αὐτῆς ἀποκτοῦμε σαφῆ αἴσθηση τῆς καταστάσεώς
μας. Ὡς πρώτη πνευματική γεύση ἀπό τήν νοερά προσευχή ἐμφανίζεται
ἡ χαρά, ἐνῶ ἡ γλυκύτητα πού ἀκολουθεῖ εἶναι ἀνώτερη καί ἀπό τήν
προσευχή. Γι’ αὐτό καί στήν πολύ γλυκύτητα σταματᾶ ἡ προσευχή, καί ὁ
πιστός γεύεται τήν γλυκύτητα ὡς ἐνεργούμενος ἀπό τή Θεία Χάρη.
Ἀλλα ἡ νοερά προσευχή
πετυχαίνεται εὔκολα, ὅταν ὁ πιστός ζητᾶ ἐπιμόνως, κατά τήν ἐντολή,
τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν, δηλαδή, ἐπιθυμεῖ σταθερά μόνον ὁ Χριστός
νά βασιλεύει στήν καρδιά του, αὐτός καί μόνον αὐτός νά εἶναι ὁ πλήρως
κυρίαρχος τοῦ εἶναι του. Καί τοῦτο, ὅπως συχνά τόνιζε ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι Θεός ζηλότυπος.
Ἡ νοερά προσευχή
ἐνεργοποιεῖ τήν ἐντός μας Θεία Χάρη, ἡ ὁποία ὡς ἄκτιστη θεότητα,
πού εἶναι, καθαρίζει, φωτίζει καί σταδιακά θεώνει χαρισματικῶς
τόν προσευχόμενο. Ἐμπλουτιζόμενος χαρισματικά ὁ προσευχόμενος
μέ τήν θεότητα, ἔχει ἄμεση καί ἀσφαλῆ πληροφόρηση ἀπό τό Θεό, ἀποκτᾶ
διορατικότητα καί ἄλλα πνευματικά χαρίσματα, κατά τήν δωρεά τοῦ
Χριστοῦ.
Ἡ πνευματική δύναμη
καί ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς προσευχῆς, κατά τόν Ἅγιο Ἐφραίμ, ἐξαρτᾶται ἀπό τό βαθμό φορτίσεως
τῆς καρδιᾶς μας μέ πόνο καί ἀγάπη πρός ἐκεῖνον, γιά τόν ὁποῖο προσευχόμαστε.
Ἀλλά ἡ ἔμπονη, ἀγαπητική καί ἐπίμονη προσευχή ἐνεργεῖ ἀκόμη καί
σωτηριολογικῶς σέ ἤδη κεκοιμημένους, ὅπως πιστοποιεῖται ἀπό ἐμπειρικά
δεδομένα τῆς προσευχῆς τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ. Τήν θερμή καί χαριτωμένη
προσευχή ἀκολουθεῖ μερικές φορές καί αἰσθητή εὐωδία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, στήν ὁποία ἤδη ἀναφερθήκαμε. Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ μοῦ μίλησε πολλές φορές γι’ αὐτήν
τήν εὐωδία καί, ὅπως αἰσθητῶς ἀντιλήφθηκα, εὐωδίαζε κατά καιρούς
καί ὁ ἴδιος. Συχνά, ἄλλωστε, κατά τήν προσευχή του βίωνε τήν ἁρπαγή
τοῦ νοῦ του. Ἡ περιγραφή τῶν πνευματικῶν ἐμπειριῶν του, κατά τίς ἁρπαγές
αὐτές, ἦταν ταυτόσημες μέ ἐκεῖνες, πού περιγράφονται σ’ ὅλους τούς
μυστικούς θεολόγους. Κοινός τόπος ὅλων αὐτῶν τῶν ἐμπειριῶν εἶναι, ὅτι
ὁ προσευχόμενος χάνει τήν αὐτοκυριαρχία τοῦ νοῦ του, ἀγόμενος εὐχαρίστως
ἀπό τήν θεοποιό Χάρη («κτηνώδης ἐγενόμην παρά σοί», Ψαλμ. 72,22).
Πότε ὅμως, πόσο
καί ποῦ θά πρέπει ὁ πιστός νά προσεύχεται νοερῶς; Κάθε τόπος καί κάθε
χρόνος εἶναι κατάλληλος γιά τή νοερά προσευχή, ἔλεγε καί τό ἐννοοῦσε
κυριολεκτικά ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ.
Πάντως, ὡς καταλληλότερο χρόνο θεωροῦσε τή νύχτα, λόγῳ καί τῆς σχετικά
περισσότερης ἡσυχίας. Πέρα ἀπό τήν προγραμματισμένη προσευχή,
συνιστοῦσε ἐναλλακτικά τό κομβοσχοίνι, τήν ψαλμωδία καί τήν μελέτη.
Ὁ ἴδιος συνόδευε καί ὅλες τίς χειρωνακτικές ἐργασίες του μέ τή νοερά
προσευχή. Ὡς ἀρχή γιά τή νοερά προσευχή ὅριζε τή μισή ἤ τή μία ὥρα
τό εἰκοσιτετράωρο. Ἐπέμενε ὅμως αὐτό νά γίνεται σταθερά καί ἀπαρέγκλιτα,
χωρίς νά ἐνδίδουμε στόν ὁποιοδήποτε περισπασμό. Ὁ χρόνος τῆς προσευχῆς
μπορεῖ νά αὐξάνεται ὡς πρός τή διάρκειά της, ἀνάλογα μέ τό βαθμό τῆς
γλυκύτητας, πού θά συνόδευε τήν προσευχή. Βέβαια, μέ τόν ἐνδιάθετο
λόγο ἡ νοερά προσευχή μπορεῖ νά συνεχίζεται καί κατά τήν διάρκεια
τοῦ ὕπνου, ἐνῶ οἱ διάφοροι πειρασμοί –καθ’ ὕπνον ἤ ἐν ἐγρηγόρσει-
μποροῦν νά λειτουργοῦν καί ὡς πνευματικό ξυπνητήρι γιά τήν ἐπανέναρξή
της.
Ἀλλά ἡ νοερά προσευχή,
κατεξοχήν στά πρῶτα στάδιά της, χρειάζεται πνεῦμα ἐγκαρτέρησης καί
ὑπομονῆς. Ἄλλωστε, ἡ ἔλλογη ὑπομονή καί ἐπιμονή στήν προσευχή ἐκφράζει
πρακτικά τήν πίστη μέ τήν πρωτογενῆ σημασία τῆς λέξεως. Δηλαδή τήν
ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη μας στήν ἀξιοπιστία τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος καί μᾶς
ἔδωσε τήν ἐντολή τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς.
Ἡ ὑπομονή γενικότερα,
ὡς ἐγκαρτέρηση στίς δοκιμασίες καί στίς θλίψεις πού μᾶς βρίσκουν, ἀποδεικνύει
καί τήν ἀγάπη μας πρός τό Θεό. Εἰδικότερα, ὁ παρεχόμενος ἀπό τό Θεό
σταυρός τῶν θλίψεων ἀποτελεῖ, κατά τόν μακαριστό γέροντα, ἀπόδειξη
τῆς πολλῆς ἀγάπης πρός ἐμᾶς. Ἡ μαθητεία μας στό Χριστό περνᾶ μέσα ἀπό
τόν προσωπικό σταυρό τῶν θλίψεών μας, ἐνῶ ἡ προαίρεσή μας εἶναι ἐκείνη,
πού κατεξοχήν προσδίδει καί τήν ἀνάλογη βιωματική βαρύτητα στόν
προσωπικό μας σταυρό. Μεγάλος καί βαρύς σταυρός, κατά τόν Ἅγιο Ἐφραίμ, σημαίνει μεγάλη πνευματική
δόξα στόν οὐρανό.
Κατά συνέπεια, εἶναι
προφανές, ὅτι οἱ θλίψεις καί οἱ δοκιμασίες εἶναι ὠφέλιμες, γιατί
μέσῳ αὐτῶν προσεγγίζουμε περισσότερο τό Θεό, ὁ ὁποῖος ἤδη βρίσκεται
καί ἀποκαλύπτεται μέσα στόν πόνο τῶν ποικίλων θλίψεων. Γι’ αὐτό καί
ἐμφατικά συνιστοῦσε ὄχι τήν ἀπαλλαγή ἀπό τίς ἀσθένειες καί τίς
θλίψεις, ἀλλά τήν ὑπομονή σ’ αὐτές. Ὑπομονή συνιστοῦσε καί κατά
τήν ἐκδήλωση τῶν παθῶν, εἴτε τῶν δικῶν μας, εἴτε τοῦ πλησίον μας. Ἀλλά
τήν ὑπομονή τήν ἐπεξέτεινε καί στόν ἑκούσιο αὐτοπεριορισμό μας
στά ἐντελῶς ἀπαραίτητα, σύμφωνα μέ τή Βιβλική ἐπιταγή.
Ἡ ἑκούσια ὑπομονή
δέν ἔχει καμία ἀπολύτως σχέση μέ τό ψυχολογικό πλέγμα τῆς κακομοιριᾶς
ἤ τοῦ μαζοχισμοῦ. Καί τοῦτο, γιατί, κατά τόν Ἅγιο Ἐφραίμ, τό ζητούμενο τῆς ὑπομονῆς εἶναι
τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τό δικό μας, κάποιου ἄλλου ἤ τοῦ διαβόλου.
Βέβαια, εἶναι ἀλήθεια, πώς δέ γνωρίζουμε πάντοτε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ
γιά μᾶς. Ἕνα ὅμως εἶναι ἀπολύτως βέβαιο, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι
πάντοτε εὐχάριστο γιά μᾶς. Μερικές φορές μάλιστα εἶναι καί πολύ πικρό,
ὅπως ἦταν ἄλλωστε καί τό ποτήρι τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ. Ὁ
ἀπόλυτος γνώστης τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ εἶναι μόνον ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Ἐμεῖς, πάντως, ὅταν ἀποδεχόμαστε τίς ἐπερχόμενες θλίψεις καί δοκιμασίες
ὡς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς προσωπικά, εἰρηνεύουμε πνευματικά
καί ἀπελευθερωνόμαστε ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀνησυχίας.
Τίς δοκιμασίες
καί τίς θλίψεις ἀκολουθεῖ ἡ παρηγορία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως
καί κάποια ἄλλη δωρεά τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὅμως ἡ δωρεά αὐτή δέν γίνεται
ἐμφανής, κατά τόν Ἅγιο Ἐφραίμ,
ἀφορᾶ στήν ἐξάλειψη κάποιας ἄγνωστης ἁμαρτίας. Στό σημεῖο αὐτό,
μποροῦμε νά διακρίνουμε τήν βαθύτατη ταπεινοφροσύνη του, ἀφοῦ
δέν διανοεῖται ὅτι μπορεῖ καί αὐτός νά δοκιμάζεται ἀπό τόν Θεό γιά
τήν κρυφή ἀρετή του, ὅπως ἄλλοτε ὁ πολύαθλος Ἰώβ.
Ὡς ἐμφανῆ πνευματική
δωρεά, πού ἀκολουθεῖ τήν ἐν ὑπομονῇ ἀντιμετώπιση τῶν θλίψεων, ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ κατονομάζει τήν κατάνυξη καί
τά δάκρυα, καί σέ ὁρισμένες περιπτώσεις τήν θέα τῆς ἄκτιστης θείας
δόξας. Πρίν ἀπό τή θέα προηγεῖται πάντοτε ἡ σκληρή ὀδύνη τοῦ προσωπικοῦ
σταυροῦ τῶν θλίψεων. Γι’ αὐτό καί χωρίς ἄλλη ἀσκητική πράξη, μόνο
διά τῆς ὑπομονῆς, ἔλεγε, μπορεῖ νά ἀξιωθεῖ κάποιος τιμή ἀγγελικῆς
τάξεως ἤ νά ἀξιωθεῖ νά μυροβλήσει.
Οἱ θλίψεις λοιπόν
εἶναι ἀχώριστες ἀπό τή ζωή μας καί μᾶς συνδέουν ὀργανικά μέ τή Βασιλεία
τοῦ Θεοῦ. Κατά τήν εὔστοχη παρατήρησή του, ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ λόγος
τοῦ Θεοῦ μᾶς διαβεβαιώνει, ὅτι «διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν
εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ.
14,22). Οὐδείς εἰσῆλθε, ἔλεγε, μέ ἄνεση στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Οἱ
θλίψεις γεννοῦν τήν ταπείνωση τοῦ φρονήματός μας, χωρίς τήν ὁποία κανείς
δέν χωρᾶ ἀπό τήν στενή πύλη τοῦ Παραδείσου.
Μιά μέρα ζήτησα ἀπό
τόν Ἅγιο Ἐφραίμ νά μοῦ πεῖ κάτι,
γιά τό τί εἶναι ἀκριβῶς ἡ ταπεινοφροσύνη καί πῶς ἀποκτᾶται. Αὐτός, ὅμως,
ἔμεινε σκυφτός καί ἀμίλητος, φαινόταν σάν νά μή μέ ἄκουσε. Ὅταν σέ
λίγο ἐπανῆλθα στό ἐρώτημά μου, μοῦ εἶπε μέ πολύ σοβαρή, ἀλλά καί ἔντονη
φωνή: «Δέν μπορῶ νά σοῦ μιλήσω γιά κάτι, πού δέν ἔχω». Συγκλονίστηκα!
Ἄν ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ δέν ἔχει ταπείνωση,
σκέφτηκα, τότε τί εἶναι ἀλήθεια ἡ ταπείνωση; Μόλις ὁλοκλήρωσα μέσα
μου τή σκέψη αὐτή, μοῦ εἶπε: «Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ στολή τῆς θεότητας,
μέ τήν ὁποία ντύθηκε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἦρθε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους».
Σέ ἄλλη συζήτηση,
πού εἶχα μαζί του, κατάλαβα ἔμμεσα, ὅτι τό αὐθεντικά ταπεινό ἦθος
του ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς αὐτογνωσίας, πού προέκυπτε ἀπό τήν αὐτοεπίσκεψη
καί τήν Ἁγιοπνευματική αὐτοεξέτασή του. Ἡ γνήσια αὐτή αὐτογνωσία
–πού συμπυκνώνονταν στή γνώση τῆς ἀδυναμίας του- ἔδινε τή φυσικότητα
τοῦ ταπεινοῦ φρονήματός του, τό ὁποῖο, σύμφωνα μέ τόν πνευματικό νόμο,
ἥλκυε τή θεοποιό Χάρη, ἡ ὁποία τόν ἐμπλούτιζε μέ ποικίλα χαρίσματα
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅσο ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος, ἔλεγε, τόσο περισσότερο
προσεγγίζει τό Θεό. Καί ὅσο προσεγγίζει τό Θεό, βλέπει τόν ἑαυτό
του ἁμαρτωλό καί τούς ἄλλους καλούς, ἐνῶ ἀντίθετα ὅσο ἀπομακρύνεται
ἀπό τό Θεό, βλέπει τούς ἄλλους κατωτέρους του. Κατά συνέπεια, θά μπορούσαμε
νά ποῦμε, ὅτι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τό Θεό καί ἡ ὑπερηφάνεια ἀποτελοῦν
τίς δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου νομίσματος.
Χαρακτηριστικό σύμπτωμα ὑπερηφάνειας εἶναι ἡ κατάκριση τοῦ πλησίον. Ἐξαιτίας τῆς κρυφῆς ὑπερηφάνειας, πού ἐνέχει ἡ κατάκριση, γίνεται σημαντικό ἐμπόδιο στήν προσευχή. Οὐσιαστικά, καταστρέφει τή γέφυρα τῆς κοινωνίας μέ τό Θεό, γιατί μέ τό πνεῦμα τῆς ὑπερηφάνειας, πού ἔχει, φυγαδεύει τή θεία Χάρη. Ἡ κορύφωση τῆς κατακρίσεως βρίσκεται στήν κατάκριση τοῦ πνευματικοῦ καθοδηγητοῦ μας, τοῦ γέροντά μας. Αὐτή ἰσοδυναμεῖ, κατά τόν Ἅγιο Ἐφραίμ, μέ τήν κατάκριση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ἡ διόρθωση τοῦ πλησίον δέν γίνεται μέ τήν κατάκρισή του, ἀλλά μέ τή διόρθωση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἀκόμη καί στά ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτῆρα σφάλματα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν συνιστοῦσε ὑπομονή καί προσευχή καί ὄχι τόν ἄμεσο χωρισμό καί τό σχῖσμα. Πονοῦσε πολύ γιά τήν ὑπόθεση τῆς ἐν Χριστῷ ἑνώσεως, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη εἶναι νά ἑνώνεις τόν ἄνθρωπο μέ τό Θεό. Τήν πνευματική αὐτή ἐλεημοσύνη τήν ὀφείλουμε ὅλοι στόν ἑαυτό μας, ἀλλά καί στόν πλησίον μας, γιά καθαρά ἐκκλησιολογικούς λόγους. Ἄλλωστε, αὐτό εἶναι καί τό κατεξοχήν αἴτημα τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ καί ὁ σκοπός πού ὑπάρχουμε: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν». Ἀλλά ἡ πραγμάτωση τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ ἔχει ὡς θεμελιώδη προϋπόθεση τή μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στήν ἄκτιστη θεία δόξα, ἡ ὁποία ὅμως παρέχεται μόνο διά τοῦ Χριστοῦ καί ἐν Χριστῷ, δηλαδή μόνο διά τοῦ θεανθρωπίνου σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας Του, ὅπως μᾶς τό διαβεβαίωσε στήν Ἀρχιερατική Προσευχή Του ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Μετέχοντας στήν ἄκτιστη αὐτή δόξα –μέ τή μορφή τοῦ ἀρραβῶνα- ἀπό τήν παροῦσα ζωή, ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ἔλαβε τά ἀσφαλῆ ἐχέγγυα γιά τήν προσδοκουμένη ἀνάπαυση καί μετοχή του στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου βρίσκεται κατεξοχήν καί ὁ Πατέρας τοῦ Ὄγδοου καί ἄληκτου μέλλοντα αἰῶνα. Νά ἔχουμε τήν εὐχή καί τίς πρεσβεῖες του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου