20/10/09

Προσχέδιο του Κειμένου που θα υπογραφεί στην Κύπρο (και σε ρουμανική μέτάφραση)

Το παρακάτω Προσχέδιο του Κειμένου που θα υπογραφεί στην Κύπρο από τη Μικτή Επιτροπή Διαλόγου αναδημοσιεύουμε από την ιστοσελίδα orthodoxia.gr

Παραθέτουμε αποκλειστικά και το προσχέδιο των συζητήσεων που διεξάγονται στην Πάφο προς ενημέρωση των αναγνωστών σε μετάφραση μελών της Φιλορθόδοξης Ένωσης «Κοσμάς Φλαμιάτος», το οποίο καταφέραμε να αποσπάσουμε από τους συνέδρους.
ΤΟ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ ΣΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΙΚΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΠΑΠΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Ο ρόλος του Επισκόπου Ρώμης στην κοινωνία της Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία.
Εισαγωγή
1. Στο κείμενο της Ραβέννας «Εκκλησιολογικές και κανονικές συνέπειες της μυστηριακής φύσεως της Εκκλησίας. Εκκλησιαστική κοινωνία, συνοδικότης και εξουσία», Καθολικοί και Ορθόδοξοι αναγνώρισαν την αδιάσπαστη σχέση μεταξύ συνοδικότητος και πρωτείου σε όλα τα επίπεδα της ζωής της Εκκλησίας. «Πρωτείο και συνοδικότης είναι αμοιβαίως αλληλένδετα.........

Γι’ αυτό το πρωτείο στα διάφορα επίπεδα της ζωής της Εκκλησίας, τοπικό, περιφερειακό, και παγκόσμιο, πρέπει πάντοτε να θεωρείται στο πλαίσιο της συνοδικότητος, και συνοδικότης παρομοίως, στο πλαίσιο του πρωτείου» (Ραβέννα § 43). Συμφωνούν επίσης, ότι «στην κανονική τάξη όπως μαρτυρείται από την αρχαία Εκκλησία, και ήταν αναγνωρισμένο από όλους κατά την εποχή της αδιαίρετης Εκκλησίας, η Ρώμη, ως η Εκκλησία η οποία «προκάθηται εν αγάπη», κατά τη φράση του Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, καταλαμβάνει την πρώτη θέση στην τάξη και ο Επίσκοπος της Ρώμης ήταν γι’ αυτό πρώτος μεταξύ των Πατριαρχών (Ραβέννα §§ 40, 41). Το κείμενο αναφέρεται στον εναργή ρόλο και τα προνόμια του Επισκόπου της Ρώμης ως «πρώτος μεταξύ των πατριαρχών», «πρώτος των Επισκόπων των μειζόνων καθεδρών» (Ραβέννα §§ 41, 42, 44) και καταλήγει ότι «ο ρόλος του Επισκόπου της Ρώμης σε κοινωνία όλων των Εκκλησιών», πρέπει να «μελετηθεί σε μεγαλύτερο βάθος». Ποιά είναι η συγκεκριμένη λειτουργία του Επισκόπου της «πρώτης καθέδρας» εν μια εκκλησιολογία κοινωνίας; (Ραβέννα § 45).
2. Το θέμα του επομένου βήματος του Διαλόγου είναι λοιπόν: Ο ρόλος του Επισκόπου της Ρώμης στην κοινωνία της εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία. Ο σκοπός είναι να κατανοήσουμε βαθύτερα το ρόλο του Επισκόπου Ρώμης κατά τη διάρκεια της περιόδου, όταν οι Εκκλησίες της Δύσης και της Ανατολής βρίσκονταν σε κοινωνία, παρά τις μερικές μεταξύ τους αποκλίσεις, και τοιουτοτρόπως να απαντήσουμε στην ως άνω ερώτηση.
3. Το παρόν κείμενο θα μεταχειρισθεί το θέμα με τη θεώρηση των ακόλουθων τεσσάρων σημείων:
Η Εκκλησία της Ρώμης. Πρώτη Καθέδρα. Premacedus [δυσανάγνωστο].
Ο Επίσκοπος Ρώμης ως διάδοχος του Πέτρου.
Ο ρόλος του Επισκόπου Ρώμης σε ώρες κρίσεως στην εκκλησιαστική κοινωνία.
Ο [sic] επίδραση των μη θεολογικών παραγόντων.

Η Εκκλησία της Ρώμης. Πρώτη καθέδρα.

4. Καθολικοί και Ορθόδοξοι συμφωνούν, ότι από τους αποστολικούς χρόνους, η Εκκλησία της Ρώμης είχεν αναγνωρισθεί ως πρώτη μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών, ομοίως στην Ανατολή και τη Δύση. Τα συγγράμματα των Αποστολικών Πατέρων σαφώς μαρτυρούν περί του γεγονότος αυτού. Η Ρώμη, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, γρήγορα κέρδισε φήμη στην πρώτη Εκκλησία ως ο τόπος του μαρτυρίου των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Απέκτησε μοναδική θέση μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών και εξήσκησε μοναδική επιρροή. Αργότερα, κατά τον πρώτο αιώνα, επικαλούμενη το παράδειγμα των μαρτύρων Πέτρου και Παύλου, η Εκκλησία της Ρώμης έγραψε μακρά επιστολή στην Εκκλησία της Κορίνθου, η οποία είχε εκβάλει τους πρεσβυτέρους της, και παρότρυνε ώστε να αποκατασταθεί η ενότητα και η ομόνοια. Η επιστολή γράφτηκε από τον Κλήμεντα, ο οποίος εν συνεχεία αναγνωρίζεται ως Επίσκοπος Ρώμης (Βλ. Ειρηναίου, κατά Αιρέσεων, 3, 3, 2.), ἂν και η ακριβής μορφή της ηγεσίας στην Ρώμη κατ’ εκείνη την εποχή δεν είναι σαφής.
5. Αργότερα, κατά την πορεία του προς το μαρτύριο εις Ρώμη, ο Ιγνάτιος Αντιοχείας έγραψε στην Εκκλησία της Ρώμης με μεγάλη εκτίμηση, ως αξία του Θεού, αξία τιμής, αξία να ονομάζεται ευλογημένη, αξία ευτυχίας, αξία καθαρότητος. Αναφέρεται σ’ αυτή ως προκαθημένη στην περιφέρεια των Ρωμαίων και ως προκαθημένη της φιλανθρωπίας.
6. Ο Ειρηναίος τόνισε ότι η Εκκλησία της Ρώμης είναι ασφαλές σημείο αναφοράς για αποστολική διδασκαλία. Με αυτή την Εκκλησία, ιδρυθείσα από τον Πέτρο και τον Παύλο, ήταν αναγκαίο κάθε Εκκλησία να συμφωνεί. (Κατά Αιρέσεων, 3,3,2).
7. Ο Επίσκοπος Ρώμης ήταν κατά καιρούς σε ασυμφωνία με άλλους Επισκόπους. Σχετικά με την ημερομηνία του Πάσχα, ο Ανίκητος της Ρώμης και ο Πολύκαρπος της Σμύρνης απέτυχαν να συμφωνήσουν το 154 μ.Χ., αλλά διατήρησαν την ευχαριστιακή κοινωνία. Σαράντα χρόνια αργότερα, ο Βίκτωρ της Ρώμης, όρισε Συνόδους για να τακτοποιήσουν το θέμα —μία ενδιαφέρουσα περίπτωση συνοδικότητος και βεβαίως Παπών να ενθαρρύνουν Συνόδους— και αναθεμάτισε τον Πολυκράτη της Εφέσου και τους Επισκόπους της Ασίας όταν η Σύνοδός τους αρνήθηκε να υιοθετήσει τη Ρωμαϊκή γραμμή. Ο Βίκτωρ επιτιμήθη από τον Ειρηναίο γι’ αυτή τη σοβαρότητα [sic] και φαίνεται ότι απέσυρε την πρότασή του και η κοινωνία διατηρήθηκε. Στα μέσα του 3ου αιώνα, μεγάλη σύγκρουση ηγέρθη σχετικά με το εάν εκείνοι που βαπτίσθηκαν από αιρετικούς θα πρέπει να αναβαπτισθούν, όταν εγίνονταν δεκτοί στην Εκκλησία. Ανακαλώντας τοπική παράδοση, ο Κυπριανός ο Καρθαγένης, και οι Επίσκοποι της Βορείου Αφρικής, υποστηριζόμενοι από Συνόδους γύρω από τον Επίσκοπο της Ανατολής Φιρμιλιανό της Καισαρείας, διατεινόταν ότι τέτοιοι άνθρωποι έπρεπε να αναβαπτισθούν, ενώ ο Επίσκοπος Στέφανος της Ρώμης, με αναφορά στη Ρωμαϊκή παράδοση και βεβαίως στον Πέτρο και Παύλο (Κυπρ. Επ. 75,6,2), είπε ότι δεν έπρεπε. Η κοινωνία μεταξύ Στεφάνου και Κυπριανού εξασθένησε σοβαρά αλλά δεν διεκόπη επισήμως. Τοιουτοτρόπως οι πρώτοι αιώνες δείχνουν ότι οι απόψεις και οι αποφάσεις των Επισκόπων της Ρώμης είχαν κάποτε αμφισβητηθεί από συνεπισκόπους. Δείχνουν επίσης τη ζωντανή συνοδική ζωή της πρώτης Εκκλησίας. Οι πολλές Αφρικανικές Σύνοδοι σ’ αυτό τον καιρό, επί παραδείγματι, και η συχνή αλληλογραφία του Κυπριανού με τον Στέφανο και ειδικά με τον προκάτοχό του Κορνήλιο, φανερώνουν ένα εντατικό κολλεγιακό πνεύμα.
8. Όλες οι Εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσεως πίστευαν ότι η Εκκλησία της Ρώμης είχε το πρωτείο μεταξύ των Εκκλησιών. Το πρωτείο προέκυψε από διάφορους παράγοντες: την ίδρυση αυτής της Εκκλησίας από τον Πέτρο και τον Παύλο και η αίσθηση της ζωντανής παρουσίας τους, το μαρτύριο αυτών των δύο κορυφαίων αποστόλων και η τοποθεσία των τάφων τους στην πόλη και το γεγονός ότι η Ρώμη ήταν η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και το κέντρο της επικοινωνίας.
9. Οι πρώτοι αιώνες δείχνουν την θεμελιώδη και αναπόσπαστη σχέση μεταξύ του πρωτείου της Έδρας της Ρώμης και του πρωτείου του Επισκόπου της. Κάθε Επίσκοπος αντιπροσωπεύει, προσωποποιεί και εκφράζει την έδρα του (βλ. Ιγνατίου Αντιοχείας, Σμυρναίους, 8, Κυπριανού Επ. 66,8). Πράγματι θα ήταν αδύνατο να μιλούσε για πρωτείο του Επισκόπου χωρίς να αναφερόμαστε στην Έδρα του. Από το δεύτερο ήμισυ του δευτέρου αιώνος, διδασκόταν ότι η συνέχεια της αποστολικής παραδόσεως απλωνόταν και εκφραζόταν από τη διαδοχή των Επισκόπων στις έδρες, οι οποίες ιδρύθησαν από τους αποστόλους. Ανατολή και Δύση παρομοίως συνέχισαν να υποστηρίζουν ότι το πρωτείο της έδρας προηγείται του πρωτείου του Επισκόπου της και είναι η πηγή του τελευταίου.
10. Ο Κυπριανός πίστευε ότι η ενότητα της Επισκοπής και της Εκκλησίας συμβολιζόταν στο πρόσωπο του Πέτρου, στον οποίο δόθηκε το πρωτείο και στην έδρα του, και ότι όλοι οι Επίσκοποι από κοινού έχουν αυτό το λειτούργημα. Τοιουτοτρόπως η έδρα του Πέτρου βρίσκεται σε κάθε Έδρα, αλλά ειδικά στη Ρώμη. Αυτοί που ήρθαν στην Ρώμη ήρθαν στην Έδρα του Πέτρου, στην πρωταρχική Εκκλησία την πηγή της επισκοπικής ενότητος.
11. Το πρωτείο της Έδρας της Ρώμης εκφράζεται με διάφορες έννοιες: Καθέδρα του Πέτρου, (cathedra Petri), έδρα των Αποστόλων (Sedes Apostolica), πρώτη έδρα (prema sedes). Όμως, η ρήση του Πάπα Γελάσιου, «Η πρώτη έδρα κρίνεται από ουδένα» (Ep. 4, PL 58, 28B, Ep. 13, PL 59, 64A), η οποία μετά ταύτα εφαρμόσθηκε σε εκκλησιαστικά κόντεξι [δυσανάγνωστο]και έγινε αμφισβητήσιμο μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, αρχικά απλώς σήμαινε ότι ο Πάπας δεν μπορούσε να κριθεί από τον αυτοκράτορα.
12. Οι Ανατολικές και Δυτικές παραδόσεις αναγνώριζαν κάποια τιμή για τον πρώτο μεταξύ των Πατριαρχικών εδρών, η οποία δεν ήταν καθαρά τιμητική (Σύνοδος της Νικαίας, Κανών 6, Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως κανών 3 και Σύνοδος της Χαλκηδόνος Κανών 28). Επέβαλλε αυθεντία (Ραβέννα § 14), η οποία εν τούτοις ήταν χωρίς κυριαρχία, χωρίς φυσικό η ηθικό εξαναγκασμό (Ραβέννα § 14). Μολονότι την πρώτη χιλιετία Οικουμενικές Σύνοδοι συγκαλούνταν από τον αυτοκράτορα, καμιά Σύνοδος δεν αναγνωριζόταν ως Οικουμενική χωρίς αυτή να έχει την συγκατάθεση του Πάπα, η οποία να δοθεί είτε προηγουμένως η μεταγενεστέρως. Αυτό μπορεί να φαίνεται ως εφαρμογή στο παγκόσμιο επίπεδο της ζωής της Εκκλησίας στην αρχή η οποία εκφράζεται στον Αποστολικό Κανόνα 34: «Τους Επισκόπους εκάστου Έθνους, ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν, και μηδέν τι πράττειν περιττόν άνευ εκείνου γνώμης• μόνα δε πράττειν έκαστον, όσα τη αυτού παροικία επιβάλλει, και ταις υπ’ αυτήν χώραις. Αλλά μηδέ εκείνος άνευ της πάντων γνώμης ποιείτω τι. Ούτω γαρ ομόνοια έσται, και δοξασθήσεται ο Θεός, δια Κυρίου εν Αγίω Πνεύματι, ο Πατήρ, και ο Υιός και το άγιον Πνεύμα» (Βλ. Ραβέννα § 24). Σε όλα τα επίπεδα της ζωής της Εκκλησίας, πρωτείον και συνοδικότης είναι αλληλένδετα.
13. Ο Αυτοκράτωρ Ιουστινιανός (527-65) όρισε την ιεραρχία των πέντε μειζόνων εδρών, Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων σε αυτοκρατορικό νόμο (Νεαραί, 131, 2. 109, 123, 3), εγκαθιδρύοντας έτσι ότι είναι γνωστό ως Πενταρχία. Ο Επίσκοπος της Ρώμης διακρινόταν ως ο πρώτος τη τάξει, χωρίς βεβαίως η Πέτρειος παράδοση να αναφέρεται.
14. Κάτω από τον Πάπα Γρηγόριο Ι (590-604), συνεχίσθηκε η διένεξη η οποία άρχισε επί του Πάπα Γελασίου (579-590), για τον τίτλο «Οικουμενικός Πατριάρχης», για τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Διαφορετικές αντιλήψεις στην Ανατολή και Δύση έδωκαν αφορμή να εγερθεί η διένεξη. Ο Γρηγόριος είδε στον τίτλο ανυπόφορη αλαζονεία και παραβίαση κανονικών δικαιωμάτων των άλλων Εδρών στην Ανατολή, ενώ στην Ανατολή ο τίτλος έγινε αντιληπτός ως έκφραση μειζόνων δικαιωμάτων στο Πατριαρχείο. Αργότερα η Ρώμη αποδέχθηκε τον τίτλο. Ο Γρηγόριος είπε ότι προσωπικά αρνήθηκε τον τίτλο «παγκόσμιος Πάπας», αντί αυτού απλά τιμώμενος όταν κάθε επίσκοπος έπαιρνε την τιμή ότι αυτή ήταν η οφειλή, (η τιμή μου είναι η τιμή των αδελφών μου). Ονόμαζε τον εαυτό του ως «υπηρέτη των υπηρετών του Θεού».
15. Η στέψη του Charlemagne στο 800 από τον Πάπα Λέοντα ΙΙΙ, σημάδεψε την αρχή νέας εποχής στην ιστορία των Παπικών διεκδικήσεων. Ένας επί πλέον παράγοντας που οδήγησε σε διαφορές μεταξύ Ανατολής και Δύσεως ήταν η αποκάλυψη των Ψευδών Διαταγμάτων (False Decretats [δυσανάγνωστο]) (850), τα οποία αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της Ρωμαϊκής εξουσίας για να διαφυλάξουν τους Επισκόπους. The [sic] Διατάγματα έπαιξαν τεράστιο ρόλο στους αιώνες που ακολούθησαν, γιατί οι Πάπες άρχισαν να δρουν στο πνεύμα των Διαταγμάτων, τα οποία διεκήρυτταν επί παραδείγματι, ότι όλα τα κύρια ζητήματα, ειδικά η εκθρόνιση των Επισκόπων και Μητροπολιτών ήταν η ύστατη ευθύνη του Επισκόπου Ρώμης, και ότι όλες οι Σύνοδοι ελάμβαναν την νόμιμη εξουσία τους με το να είναι επιβεβαιωμένες από την Ρωμαϊκή Έδρα. Οι Πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως δεν δέχθηκαν τέτοια άποψη, η οποία ήταν αντίθετη προς την αρχή της συνοδικότητος. Αν και τα Διατάγματα, στην πραγματικότητα δεν αναφέρονταν στην Ανατολή, σε μεταγενέστερο στάδιο, τη δεύτερη χιλιετία εφαρμόσθησαν στην Ανατολή από Δυτικά σχήματα. Παρά τις τόσες αυξανόμενες εντάσεις, στο έτος 1000 οι Χριστιανοί ομοίως στη Δύση και Ανατολή ήταν ακόμη σε επίγνωση ότι ανήκαν στην μόνη αδιαίρετο Εκκλησία.

Ο Επίσκοπος Ρώμης ως διάδοχος του Πέτρου.
16. Η αρχική έμφαση της σχέσεως της έδρας της Ρώμης με τους Πέτρο και Παύλο, σταδιακά εξελίχθηκε στη Δύση ως περισσότερο συγκεκριμένη σχέση μεταξύ του επισκόπου Ρώμης και του Αποστόλου Πέτρου. Ο Πάπας Στέφανος (μέσον του 3ου αιώνα), ήταν ο πρώτος που εφάρμωσε το «Συ ει Πέτρος, και επί ταύτη την πέτραν οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν» (Ματθ. 16, 18), στο δικό του λειτούργημα. Η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως το 381 συγκεκριμενοποίησε ότι η Κωνσταντινούπολη θα πρέπει να έχει τη δεύτερη θέση μετά τη Ρώμη, «Διότι είναι Νέα Ρώμη, ο Επίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως θα απολαμβάνει τα πρεσβεία τιμής μετά τον Επίσκοπο Ρώμης» (Κανών 3). Το κριτήριο που επικαλέσθηκε η Σύνοδος για τη σειρά των Εδρών ήταν τοιουτοτρόπως όχι η αποστολική ίδρυση, αλλά το καθεστώς της πόλεως στη διοικητική οργάνωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Διαφορετικό κριτήριο για τη σειρά των μειζόνων Εδρών επικαλέσθηκε η Σύνοδος συγκληθείσα στη Ρώμη το 382 υπό την προεδρία του Πάπα Δαμασίου. Εδώ τρεις κύριες Έδρες αναφέρθηκαν, Ρώμη, Αλεξάνδρεια και Αντιόχεια και τίποτε δεν λέχθηκε περί Κωνσταντινουπόλεως. Αναφέρθηκε η Ρωμαϊκή Εκκλησία πήρε την πρώτη θέση για τους λόγους του Κυρίου προς τον Πέτρο (Ματθ. 16, 18) και για την ίδρυσή της από τον Πέτρο και τον Παύλο. Η δεύτερη θέση εκχωρήηκε [sic] στην Αλεξάνδρεια, ιδρυθείσα από τον Μάρκο, μαθητή του Πέτρου, και η Τρίτη στην Αντιόχεια, όπου ο Πέτρος διέμενε πριν μεταβεί στη Ρώμη. Αυτή η ιδέα των τριών Πατριαρχείων εδρών επαναλήφθηκε από τους Πάπες τον 5ον αιώνα, όπως επί Βονιφάτιου, Λέοντος και Γελάσιου. Από το 381-2, και μετά έχουν αναδυθεί δύο σαφή κριτήρια για προσδιορισμό της εκκλησιαστικής σειράς μιας Εκκλησίας, το πρώτο προϋποθέτει ότι η τελευταία πρέπει να ανταποκρίνεται στην πολιτική σειρά της υπό εξέταση πόλεως, και το δεύτερο, προσφεύγει στην αποστολική και πιο συγκεκριμένα, στην Πετρίνειο καταγωγή.
17. Η Πετρίνειος ιδέα αναπτύχθηκε σημαντικά και αυξήθηκε από τον Λέοντα (440-461). Έκανε οξεία διάκριση μεταξύ Πετρίνειου λειτουργήματος καθ’ εαυτό και του προσώπου που εξασκεί το λειτούργημα, τον οποίο είδε ως ανάξιο διάδοχο του Αγίου Πέτρου (Ομιλ. 3, 4). Ώντας διάδοχος, ο Πάπας γίνεται αποστολικός και κληρονομεί επίσης το κοινό της αδιαιρέτου ενότητος μεταξύ Χριστού και Πέτρου (Ομιλ. 5, 4, 4, 2) Συνεπεία τούτου, είναι καθήκον του να φροντίσει για όλες τις Εκκλησίες. Το προηγούμενο του Πέτρου βασίζεται στο γεγονός ότι ο Χριστός ενεπιστεύθη τα πρόβατά του σ’ αυτόν και μόνο σ’ αυτόν (Ιωάνν. 21, 17, Ομιλ. 83). Ο Επίσκοπος της Ρώμης διασφαλίζει την προνομιούχο παράδοση της Εκκλησίας της Ρώμης, την παράδοση του Αγίου Πέτρου (Ομιλ. 96, 3). Ο Λέων είδε τον εαυτόν του ως το φρουρό της καθολικής πίστεως και των διαταγών των Αποστόλων, είναι υπόχρεος να προάγει τον σεβασμό και την τήρηση των Συνόδων.
18. Στην Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδο (451), η ανάγνωση του Τόμου του Λέοντος ακολουθήθηκε από το επιφώνημα: «Ο Πέτρος μίλησε μέσω του Λέοντος». Αυτό, όμως, δεν ήταν επίσημος ορισμός της Πέτρειου διαδοχής. Ήταν μια αναγνώριση ότι ο Λέων, ο Επίσκοπος Ρώμης, είχε δώσει φωνή στην πίστη του Πέτρου, η οποία βρέθηκε ειδικά στην Εκκλησία της Ρώμης. Μετά την ιδία Σύνοδο, οι επίσκοποι είπαν ότι ο Λέων ήταν ο συνήγορος ενώπιον όλων του ευλογημένου Πέτρου… μεταδίδοντας την ευλογία της πίστεώς του σε όλους. Ο Αυγουστίνος επίσης συγκεντρώθηκε στην πίστη παρά απλώς στο πρόσωπο του Πέτρου, όταν είπε ότι ο Πέτρος ήταν η εικών της Εκκλησίας και τύπος της Εκκλησίας στην ομολογία της πίστεώς του στον Χριστό. Θα ήταν λοιπόν μία υπεραπλούστευση να λεχθεί ότι η Δύση ερμηνεύει την πέτρα του Ματθαίου (Ματθ. 16, 18), ως το πρόσωπο του Πέτρου, ενώ η Ανατολή το ερμηνεύει ως την πίστη του Πέτρου. Στην πρώτη Εκκλησία, αμφότερες, Ανατολή και Δύση, ήταν η διαδοχή της πίστεως του Πέτρου η οποία ήταν υπέρτατης σημασίας.
19. Είναι σημαντικό να έχει κανείς υπόψη ότι όλη η αποστολική διαδοχή είναι διαδοχή στην αποστολική πίστη, εντός μιας αδιαιρέτου τοπικής Εκκλησίας. Από εκκλησιολογικής προοπτικής, δεν είναι δυνατό να κατανοήσει διαδοχή μεταξύ προσώπων αλληλένδετων η έξω από την αποστολική πίστη και την τοπική Εκκλησία. Τοιουτοτρόπως, λέγοντας ότι ο Πέτρος μιλά μέσω του Επισκόπου Ρώμης σημαίνει κατά πρώτιστο, ότι ο τελευταίος εκφράζ,ει την αποστολική πίστη την οποία η Εκκλησία του έχει παραλάβει από τον απόστολο Πέτρο. Υπεράνω όλων, είναι με αυτή την έννοια ότι ο Επίσκοπος Ρώμης μπορεί να γίνει αντιληπτός ως ο διάδοχος του Πέτρου.
20. Στη Δύση, ο τόνος τοποθετήθηκε στη σύνδεση μεταξύ Επισκόπου Ρώμης και του αποστόλου Πέτρου, ειδικά από τον τέταρτο αιώνα και εξής, συνοδευόταν από μια αυξανόμενη και πιο συγκεκριμένη αναφορά στον ρόλο του Πέτρου εντός του κολλεγίου των Αποστόλων. Το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης μεταξύ των Επισκόπων βαθμιαίως ερμηνεύθηκε ως δικό του προνόμιο γιατί ήταν ο διάδοχος του Πέτρου, ο πρώτος των Αποστόλων. Η θέση του Επισκόπου Ρώμης μεταξύ των Επισκόπων έγινε αντιληπτή με τους όρους της θέσης του Πέτρου μεταξύ των Αποστόλων. Στην Ανατολή, αυτή η εξέλιξη στην ερμηνεία του λειτουργήματος του Επισκόπου της Ρώμης δεν συνέβαινε. Τέτοια ερμηνεία δεν είχε ποτέ ρητώς απορριφθεί κατά την πρώτη χιλιετία, αλλά η Ανατολή έτεινε μάλλον να αντιλαμβάνεται κάθε Επίσκοπο ως τον διάδοχο όλων των Αποστόλων, συμπεριλαμβανομένου του Πέτρου.
21. Κάπως κατά τον ίδιο τρόπο, η Δύση δεν απέρριψε την ιδέα του Πατριαρχείου (βλ. πάνω 13) —πράγματι προσεκτικά τήρησε την τάξη των πέντε μειζόνων Εδρών, Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, γύρω από τα οποία τα πέντε πατριαρχεία της αρχαίας Εκκλησίας εξελίχθησαν (Ραβέννα § 28). Όμως, η Δύση ουδέποτε έδωκε την ιδία σημασία στην Πενταρχία, ως τρόπο διακυβερνήσεως της Εκκλησίας όπως έκανε η Ανατολή.
22. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτές οι διαφορετικές αντιλήψεις της θέσης του Επισκόπου και η σχέση των μειζόνων Εδρών στη Δύση και Ανατολή, αντιστοίχως, βασισμένες σε τελείως διαφορετικές βιβλικές, θεολογικές και κανονικές ερμηνείες συνυπήρχαν για αρκετούς αιώνες μέχρι το τέλος της πρώτης χιλιετίας, χωρίς να δημιουργούν διακοπή της κοινωνίας.

Ο ρόλος του Επισκόπου Ρώμης σε καιρούς κρίσεως στην εκκλησιαστική κοινωνία
23. Την πρώτη χιλιετία, η Εκκλησία δοκιμάσθηκε πολλές φορές όταν η εκκλησιαστική κοινωνία βρισκόταν σε κίνδυνο, όπως π.χ. όταν διαφορετικοί ορισμοί της Νικαίας αμφισβητήθηκαν με την καταδίκη Ορθοδόξων Επισκόπων σε κάποιες Συνόδους που συνήλθαν τον 4ο αιώνα στην Ανατολή, και όταν η χριστολογική φόρμουλα της Χαλκηδόνος αμφισβητήθηκε από τον Μονοφυσιτισμό και το Ενωτικόν (το οποίο επέφερε το Ακακιανό σχίσμα) τον 5ο αιώνα, και μετά από τον Μονοενεργητισμό και Μονοθελητισμό στον 7ο αιώνα και επίσης στον καιρό της κρίσης της εικονομαχίας κατά τον 8ο και 9ο αιώνα. Καθολικοί και Ορθόδοξοι ομοίως αναγνωρίζουν την σπουδαιότητα του ρόλου που έπαιξε ο Επίσκοπος Ρώμης σ’ αυτούς τους καιρούς.
24. Στην πραγματικότητα, από τον 4ο αιώνα και μετά, υπήρχε μια αυξανόμενη αναγνώριση της Ρώμης ως κέντρο προς το οποίο εκκλήσεις η αιτήσεις για βοήθεια σε διάφορες περιστάσεις μπορούσαν να οδηγηθούν από όλο τον Χριστιανικό κόσμο. Στο 339-40 ο Αθανάσιος, Επίσκοπος Αλεξανδρείας, έκανε έκκληση στον πάπα Ιούλιο. Κατά τους λόγους του Πάπα, που παραθέτει ο Αθανάσιος, «Αυτός (ο Αθανάσιος) ήρθε όχι λόγω δικής του συγκατάθεσης, αλλά εκλήθη με γράμμα από ημάς (Αθανασίου, Απολογία κατά Αρειανών, 29, 20, 33, 35). Τοιουτοτρόπως εμφανίζεται ο Ιούλιος ότι δεν ανταποκρίθηκε απλώς σε έκκληση από τον Αθανάσιο, αλλά ο ίδιος πήρε την πρωτοβουλία να συγκαλέσει τον Επίσκοπο Αλεξανδρείας. Εδώ λοιπόν, ο ρόλος του Πάπα φαίνεται να είναι περισσότερο από απλός εφέτης.
25. Αιτήσεις για βοήθεια οι οποίες εγίνοντο στη Ρώμη σε στιγμές κρίσεως ενίοτε εσυνοδεύονταν από παρόμοιες αιτήσεις προς άλλες μείζονες εκκλησιαστικές Έδρες. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (404), για παράδειγμα, έκανε έκκληση όχι μόνο στη Ρώμη, αλλά επίσης στους Επισκόπους του Μιλάνου και της Aquileia. Τοιουτοτρόπως, δράση που ελάμβανε ο Επίσκοπος Ρώμης σκόπευε να είναι συντονισμένη σε πνεύμα συναλλαγής, με δράση άλλων μειζόνων Εδρών. Περαιτέρω, οι πρωτοβουλίες του Επισκόπου Ρώμης, έτειναν γενικά, να λαμβάνονται εντός των πλαισίων της Ρωμαϊκής Συνόδου και συνήθως αναφέροντο σ’ αυτή τη Σύνοδο. Από αυτή επίσης την άποψη, είχαν συμφιλιωτικό η συνοδικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, σε αλληλογραφία κατά την Φώτιο διένεξη, Επίσκοποι από τη Ρώμη τόνισαν ότι είχαν λάβει τις αποφάσεις συμφώνως των νόμων και των κανόνων, και συνοδικώς.
26. Η ακολουθητέα διαδικασία σε εκκλήσεις προς τη Ρώμη, από τη Σύνοδο της Σαρδικής. Εκεί κατετέθη ότι Επίσκοπος που είχε καταδικασθεί μπορούσε να κάνει έκκληση προς τον Πάπα, και ο τελευταίος, εάν το θεωρούσε κατάλληλο, μπορούσε να διατάξει επανεκδίκαση, η οποία διεξαγόταν από τους Επισκόπους των Μητροπόλεων, ομόρων προς τον καταδικασθέντα Επίσκοπο. Εάν έτσι εζητείτο από τον καταδικασθέντα Επίσκοπο, ο Πάπας θα μπορούσε να στείλει αντιπροσώπος [sic] για να βοηθήσουν τους Επισκόπους των γειτονικών Μητροπόλεων. Αν και αρχικά επροτίθεο [sic] να είναι Οικουμενική Σύνοδος, η Σαρδική ήταν στην πραγματικότητα τοπική Σύνοδος που έγινε στη Δύση. Οι Κανόνες της έγιναν δεκτοί από την εν Τρούλλω Σύνοδο (692).
27. Η πιο σαφής περιγραφή για τις αναγκαίες συνθήκες, ώστε μία σύνοδος να θεωρηθεί Οικουμενική δόθηκε από την Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο (Νίκαια ΙΙ 787), η τελική Σύνοδος η οποία αναγνωρίζεται ως οικουμενική ομοίως στην Ανατολή και στη Δύση:
—Πρέπει να γίνει δεκτή από τους Προέδρους των Εκκλησιών, και πρέπει να είναι εν συμφωνία μ’ αυτό.
—Ο Πάπας της Ρώμης πρέπει να είναι συνεργάτης η συνεργός με τη Σύνοδο.
—Οι Πατριάρχες της Ανατολής πρέπει να είναι συμφρωνούντες.
—Η διδασκαλία της Συνόδου πρέπει να είναι σε συμφωνία με τις προηγούμενες Οικουμενικές Συνόδους.
—Η Σύνοδος πρέπει να λάβει τον δικό της συγκεκριμένο αριθμό, ούτως ώστε να τοποθετηθεί στη σειρά των Συνόδων που είναι δεκτές από την Εκκλησία ως σύνολο.
—Αν και ο ρόλος του Πάπα δέχεται συγκεκριμένη αναφορά εδώ, υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες των όρων συμφωνία, συνεργός και συμφρωνούντες [sic]. Αυτό το θέμα χρειάζεται περισσότερη μελέτη.
28. Μπορεί να επιβεβαιωθεί ότι κατά την πρώτη χιλιετία ο Επίσκπος Ρώμης, ως πρώτος μεταξύ των Πατριαρχών, εξασκούσε ρόλο συντονισμού και σταθερότητος σε ερωτήματα σχετικά με την πίστη και την κοινωνία, την πιστότητα στην παράδοση και με σεβασμό στη Συνοδικότητα.

Η επίδραση των μη θεολογικών παραγόντων
29. Κατά τη διάρκεια της πρώτης χιλιετία [sic], ένας αριθμός παραγόντων, οι οποίοι δεν ήταν άμεσα θεολογικοί, έπαιξαν ένα αξιόλογο ρόλο στις σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών της Ανατολής και της Δύσης, και επηρέασε την κατανόηση και την εξάσκηση του πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης. Αυτοί οι παράγοντες ήταν διαφόρων ειδών, επί παραδείγματι, πολιτικοί, ιστορικοί, και κοινωνικο-οικονομικοί και πολιτιστικοί.
30. Ως ενδείξεις σχετικών παραγόντων, μπορούν να αναφερθούν οι ακόλουθοι:
—η ορολογία, η νοοτροπία και η ιδεολογία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
—η διακύμανση της αυτοκρατορικής πολιτικής σε σχέση με την Εκκλησία.
——η μεταφορά της πρω

Συντάκτης: Δ.ΜΑΚΡΗΣ
Πηγή: ΑΚΤΕ-ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
____________________________________________
Planul textului care se va semna în Cipru

Publicăm de pe site-ul orthodoxia.gr planul textului care va fi semnat în Cipru de către Comisia Mixtă de Dialog dintre ortodocşi şi romano-catolici.
Expunem în exclusivitate planul dezbaterilor care se desfăşoară în Pafos spre informarea cititorilor în traducerea membrilor Uniunii Filo-Ortodoxe „Kosmas Flamiatos”, plan pe care am reuşit să-l sustragem de la participanţi.

PLANUL TEXTULUI OFICIAL
CARE VA FI SEMNAT ÎN CADRUL ÎNTRUNIRII
COMISIEI MIXTE PENTRU DIALOGUL
DINTRE ORTODOCŞI ŞI CATOLICI ÎN CIPRU

Rolul episcopului Romei
în comuniunea Bisericii
din primul mileniu

Introducere
1. În textul de la Ravenna „Consecinţe eclesiologice şi canonice ale naturii sacramentale a Bisericii. Comuniune eclesială, sinodalitate şi autoritate”, catolicii şi ortodocşii au recunoscut legătura neîntreruptă dintre sinodalitate şi primat la toate nivelurile vieţii Bisericii. „Primatul şi sinodalitatea sunt interdependente reciproc. De aceea la toate nivelurile vieţii Bisericii — local, regional şi universal — primatul trebuie întotdeauna privit în contextul sinodalităţii, iar sinodalitatea în contextul primatului Ravenna, § 43). De asemenea, sunt de acord că „în vremea Bisericii nedespărţite această ordine canonică (taxis) era recunoscută de toţi. Mai sunt de acord că Roma, Biserica care „prezidează în iubire”, potrivit expresiei Sfântului Ignatie al Antiohiei (Către Romani, prolog), ocupă primul loc în această taxis şi, prin urmare, episcopul Romei era protos‑ul între patriarhi” (Ravenna, § 40 şi 41). Textul se referă la rolul activ şi la privilegiile episcopului Romei ca „întâiul între patriarhi”, „primul în Scaun peste episcopii mari?” (Ravenna, § 41, 42, 44) şi conchide că „rolul episcopului Romei în comuniunea tuturor Bisericilor” trebuie „să fie studiat într-o mai mare profunzime”. Care anume e funcţia specifică a episcopului „primului scaun” în ecleziologia de comuniune (koinonia)? (Ravenna, § 45).
2. Tema pasului următor al dialogului este aşadar „Rolul episcopului Romei în comuniunea Bisericii din primul mileniu”. Scopul este înţelegerea mai profundă a rolului episcopului Romei pe durata acestei perioade, atunci când Bisericile Apusului şi Răsăritului se aflau în comuniune, în pofida unor abateri dintre ele şi astfel să răspundem la întrebarea de mai sus.
3. Textul prezent va evalua tema considerând următoarele patru puncte:

Biserica Romei. Primul Scaun. Prema cedus [ilizibil].
Episcopul Romei ca succesor al lui Petru.
Rolul episcopului Romei în vremuri de criză în comuniunea eclezială.
Marea influenţă a factorilor neteologici.
Biserica Romei. Primul Scaun.
4. Catolicii şi ortodocşii sunt de acord că din vremurile apostolice, Biserica Romei a fost recunoscută ca prima între Bisericile locale şi în Răsărit şi Apus. Scrierile Părinţilor Apostolici mărturisesc clar despre acest fapt. Roma, capitala imperiului, a câştigat repede în Biserica primară faima de loc al muceniciei Sfinţilor Petru şi Pavel. A câştigat un loc unic între Bisericile locale şi a exercitat o influenţă unică. Mai târziu, în decursul secolului I, invocând exemplul martirilor Petru şi Pavel, Biserica Romei a scris o lungă Epistolă către Biserica din Corint, care îi alungase pe preoţii ei şi sfătuia ca unitatea şi înţelegerea să fie restabilite. Epistola a fost scrisă de către Clement, care în consecinţă este recunoscut drept episcop al Romei (a se vedea Irineu, „Contra ereziilor”, 3, 3, 2), chiar dacă modul exact al conducerii în Roma acelei perioade nu este cu totul clar.
5. Mai târziu, în drumul său către mucenicia din Roma, Ignatie al Antiohiei a scris Bisericii Romei cu mare preţuire, ca unei vrednice de Dumnezeu, vrednice de cinste, vrednice să fie numită binecuvântată, vrednice de fericire, vrednice de curăţire. Se referă la ea ca la o întâistătătoare în ţinuturile romanilor şi ca la o întâistătătoare în filantropie.
6. Irineu a accentuat că Biserica Romei este cu siguranţă punctul de referinţă pentru învăţătura apostolică. Cu această Biserică, întemeiată de Petru şi de Pavel, trebuia să conglăsuiască fiecare Biserică („Contra ereziilor”, 3, 3, 2).
7. De-a lungul vremurilor Episcopul Romei a fost în diferite disensiuni cu alţi episcopi. În legătură cu data Paştelui, Anicet al Romei şi Policarp al Smirnei nu au reuşit să se înţeleagă în anul 154 d.Hr., dar au păstrat comuniunea euharistică. Patruzeci de ani mai târziu, Victor al Romei a convocat sinoade pentru a rezolva disputa – un caz interesant de sinodalitate şi, mai ales, de papi care încurajează sinoadele – şi l-a anatematizat pe Policrat de Efes şi pe episcopii din Asia, atunci când sinodul lor a refuzat să-şi însuşească linia romană. Victor a fost mustrat de către Irineu pentru această seriozitate [sic] şi se pare că şi-a retras decizia, şi comuniunea a fost păstrată. La mijlocul secolului al III – lea, a izbucnit un mare conflict în legătură cu faptul dacă cei care au fost botezaţi de către eretici trebuie să fie rebotezaţi, atunci când erau primiţi în Biserică. Invocând tradiţia locală, Ciprian al Catarginei şi episcopii din Africa de Nord, susţinuţi de sinoade, în jurul episcopului răsăritean Firmilian al Cezareei, susţineau că astfel de oameni ar trebui să fie rebotezaţi, în timp ce episcopul Ştefan al Romei, referindu-se la tradiţia romană şi desigur la Petru şi la Pavel (Epistola către Ciprian 75, 6, 2), spunea că nu este necesar. Comuniunea dintre Ştefan şi Ciprian a avut serios de suferit, dar nu a fost întreruptă oficial. Într-un mod asemănător, primele secole arată că opiniile şi hotărârile episcopilor Romei au fost uneori puse la îndoială de către co-episcopi. Arată de asemenea viaţa sinodală vie a primei Biserici. Multele sinoade africane din această vreme, de pildă, şi corespondenţa frecventă a lui Ciprian cu Ştefan şi în mod deosebit cu predecesorul său Corneliu, demonstrează un pronunţat duh colegial.
8. Toate Bisericile din Răsărit şi din Apus credeau că Biserica Romei deţinea primatul între Biserici. Primatul rezulta din diferiţi factori: întemeierea acestei Biserici de către Petru şi Pavel şi simţirea prezenţei lor vii, martiriul acestor doi corifei apostoli şi localizarea mormintelor lor în Cetate, precum şi faptul că Roma era capitala imperiului şi centrul de comunicare.
9. Primele secole arată relaţia temeinică şi neîntreruptă dintre primatul Scaunului Romei şi primatul Episcopului ei. Fiecare episcop reprezintă, personifică şi exprimă Scaunul său (a se vedea Ignatie al Antiohiei, Epistola către smirneni, 8, Epistola lui Ciprian, 66, 8). Într-adevăr, ar fi imposibil să se vorbească despre primatul Episcopului fără să ne referim la Scaunul său. În a doua jumătate a secolului al II – lea, se învăţa că permanentizarea Predaniei Apostolice se întindea şi se exprima prin succesiunea episcopilor în Scaunele întemeiate de către Apostoli. Şi Răsăritul şi Apusul continuau să susţină în mod asemănător că primatul Scaunului anticipează primatul Episcopului lui şi este cauza celui din urmă.
10. Ciprian credea că unitatea episcopatului şi a Bisericii sunt simbolizate de persoana lui Petru, căruia i s-a dat primatul, şi de Scaunul lui, şi că toţi episcopii împreună au această slujire (prerogativă). Astfel, Scaunul lui Petru se află în fiecare Scaun, dar în mod deosebit la Roma. Cei care veneau la Roma, veneau la Scaunul lui Petru, la Biserica primară, cauza (izvorul) unităţii episcopale.
11. Primatul Scaunului Romei era evidenţiat prin diferite expresii : Scaunul lui Petru (cathedra Petri), Scaunul Apostolilor (Sedes Apostolica), primul Scaun (prema Sedes). Însă, cuvântul Sfântului Gelasius, „Întâiul Scaun nu este judecat de nimeni” (Epistola a IV- a, PL 58, 28 B, Epistola a XIII – a, PL 59, 64 A) -care a fost aplicat mai apoi în codicii bisericeşti [ilizibil] şi a devenit discutabil între Răsărit şi Apus - iniţial însemna doar că papa nu putea să fie judecat de către împărat.
12. Tradiţiile răsăritene şi apusene recunosc un oarecare respect faţă de primul dintre Scaunele patriarhale, care (respect) nu era pur onorific (Sinodul de la Niceea, canonul 6, Sinodul de la Constantinopol, canonul 3 şi Sinodul de la Calcedon, canonul 28). Impunea autoritate (Ravenna, § 14), care întru totul se manifesta fără absolutism, fără constrângere fizică sau psihologică. (Ravenna, § 14). Doar că în primul mileniu Sinoadele Ecumenice erau convocate de către împărat, niciun sinod nu era recunoscut drept ecumenic fără să aibă consimţământul papei, care era dat fie anterior, fie posterior. Acest lucru poate să pară drept aplicarea la nivelul universal al vieţii Bisericii a principiului exprimat de Canonul 34 Apostolic: „Episcopii fiecărui neam (ethnos) trebuie să l cunoască pe primul (protos) dintre ei şi să l socotească drept cap (kephale) şi să nu facă nimic fără avizul (gnome) lui, şi fiecare să facă numai câte privesc parohia [eparhia] lui şi satele de sub ea. Dar nici acela să nu facă ceva fără avizul (gnome) tuturor. Fiindcă aşa va fi o armonie (homonoia) şi va fi slăvit Dumnezeu prin Domnul în Duhul Sfânt: Tatăl şi Fiul şi Sfântul Duh” (a se vedea Ravenna, § 24). La toate nivelurile vieţii bisericeşti, primatul şi sinodalitatea sunt interdependente.
13. Împăratul Iustinian (527-565) a definit ierarhia celor cinci Scaune mari: Roma, Constantinopol, Alexandria, Antiohia şi Ierusalim prin decret imperial (Νεαραί, 131, 2. 109, 123, 3), instituind astfel ceea ce este cunoscut ca Pentarhie. Episcopul Romei se distingea ca primul în ordine, fără a se menţiona desigur tradiţia petrină.
14. Sub papa Grigorie I (590-604) s-a continuat conflictul care începuse sub papa Gelasius (579-590), pentru titlul de „Patriarh Ecumenic” pentru patriarhul Constantinopolului. Pentru izbucnirea conflictului au slujit drept pretext diferitele percepţii în Răsărit şi Apus. Grigorie vedea în acest titlu o aroganţă intolerabilă şi încălcarea drepturilor canonice ale celorlalte Scaune în Răsărit, în vreme ce în Răsărit titlul era perceput drept expresie a unor drepturi mai mari ale patriarhatului. Mai târziu, Roma a acceptat titlul. Grigorie a spus că personal a refuzat titlul de „Papă universal”, în schimb se simte pur şi simplu onorat atunci când fiecare episcop este onorat după datorie (Cinstea mea este cinstea fraţilor mei). S-a numit pe sine drept „slujitorul slujitorilor lui Dumnezeu”.
15. Încoronarea de la Charlemagne în anul 800 de către papa Leon al III – lea a marcat începutul unei noi epoci în istoria pretenţiilor papale. În plus, un factor care a dus la divergenţe între Răsărit şi Apus a fost descoperirea Pseudo-Decretalelor [ilizibil] (850), care urmăreau întărirea autorităţii romane pentru protejarea episcopilor. Decretalele au jucat un rol uriaş în secolele următoare, deoarece papii au început să acţioneze în spiritul Decretalelor, care proclamau de pildă că toate chestiunile importante, în principal depunerile din scaun ale episcopilor şi mitropoliţilor erau în suprema răspundere a episcopului Romei, şi că toate sinoadele primeau legiuita autoritate prin a fi aprobate de către Scaunul Roman. Patriarhii de Constantinopol nu au acceptat o astfel de opinie care era contrară principiului sinodalităţii. Chiar dacă Decretalele în realitate nu se refereau la Răsărit, într-un stadiu ulterior, în al doilea mileniu, au fost aplicate în Răsărit de pretenţiile apusene. În ciuda tensiunilor tot mai numeroase în anul 1000, creştinii, şi în Apus şi în Răsărit, aveau încă percepţia că aparţineau Biserici celei una şi nedespărţite.

Episcopul Romei ca succesor al lui Petru.

16. Apariţia iniţială a legăturii dintre Scaunul Romei şi Apostolii Petru şi Pavel, s-a dezvoltat treptat în Apus ca o legătură mult mai bine conturată între episcopul Romei şi Apostolul Petru. Papa Ştefan (la jumătatea secolului al III – lea) a fost primul care a aplicat cuvântul „Tu eşti Petru şi pe această piatră voi zidi biserica Mea” (Matei 16:18) la slujirea sa. Sinodul de la Constantinopol din 381 a precizat că Constantinopolul se cuvine să aibă poziţia a doua după Roma: „Pentru că este Noua Romă, Episcopul Constantinopolului va primi prerogativele de onoare după Episcopul Romei” (Canonul 3). Criteriul pe care l-a invocat Sinodul pentru ordinea Scaunelor era astfel nu instituirea apostolică, ci locul cetăţii în organizarea administrativă a Imperiului Roman. Un criteriu diferit pentru ordinea Scaunelor mari a fost folosit de Sinodul întrunit la Roma în 382 sub preşedinţia papei Damasios. Aici s-au menţionat trei Scaune principale: Roma, Alexandria şi Antiohia şi nu s-a spus nimic despre Constantinopol. S-a precizat că Biserica Romană a primit locul dintâi pentru cuvintele Domnului către Petru (Matei 16:18) şi pentru întemeierea ei de către Petru şi Pavel. Locul al doilea s-a cedat Alexandriei, Scaun întemeiat de Marcu, ucenicul lui Petru, iar al treilea Antiohiei, unde Petru a stat o perioadă înainte de a se duce la Roma. Această idee a celor trei Scaune patriarhale a fost reluată de către papii secolului V, ca de pildă de Bonifatie, Leon şi Gelasius. După 381-382 şi mai apoi au apărut două criterii precise pentru stabilirea ordinii ecleziale a unei Biserici, primul presupunând că ordinea eclezială trebuie să urmeze ordinii politice a Cetăţii respective, iar al doilea recurge la obârşia apostolică şi mai exact la obârşia petrină.
17. Ideea petrină a fost dezvoltată în mod semnificativ de Leon (440-461). El a făcut o distincţie netă între oficiul petrin în sine şi persoana care exercită oficiul, pe care o considera drept nevrednic succesor al Sfântului Petru (Omilia III, 4). Fiind succesor, papa devine misionar şi moşteneşte şi ceea ce este comun unităţii indivizibile între Hristos şi Petru (Omilia V, 4, 4, 2). Conform acesteia este de datoria sa să se îngrijească de toate Bisericile. Alegerea lui Petru se întemeiază pe faptul că Hristos i-a încredinţat oile lui şi numai lui (Ioan 21, 17, Omilia 83). Episcopul Romei garantează tradiţia privilegiată a Bisericii Romei, tradiţia Sfântului Petru (Omilia 96, 3). Leon s-a considerat pe sine drept paznic al credinţei universale şi al dispoziţiilor apostolilor, este responsabil să impună respectarea şi păzirea Sinoadelor.
18. La Sinodul al IV-lea Ecumenic (451), citirea Tomosului lui Leon a fost urmată de exclamaţia: „Petru a vorbit prin Leon”. Aceasta însă nu a fost decizia oficială a succesiunii petrine. Era o recunoaştere că Leon, Episcopul Romei, dăduse glas credinţei lui Petru, care fusese îndeosebi în Biserica Romei. Conform aceluiaşi Sinod, Episcopii au spus că Leon a fost susţinător înaintea tuturor al binecuvântatului Petru... răspândind binecuvântarea credinţei lui tuturor. Augustin, la fel, s-a concentrat pe credinţă, mai mai mult decât pe persoana lui Petru, când a spus că Petru era icoana Bisericii şi modelul Bisericii prin mărturisirea lui de credinţă către Hristos. Aşadar, ar fi foarte uşor să se spună că Apusul înţelege prin piatra din Evanghelia după Matei (Matei 16:18) drept persoana lui Petru, în timp ce Răsăritul înţelege prin ea drept credinţa lui Petru. În Biserica primară, ambele, şi Răsăritul şi Apusul, erau succesiunea credinţei lui Petru de o deosebită importanţă.
19. Este important să se aibă în vedere că întreaga succesiune apostolică este succesiunea în credinţa apostolică în interiorul unei Biserici locale nedespărţite. Din perspectivă ecleziologică nu este posibil să se înţeleagă succesiune între persoane interdependente sau în afara credinţei apostolice şi a Bisericii locale. Astfel, spunând că Petru vorbeşte prin episcopul Romei înseamnă în primul rând că ultimul exprimă credinţa apostolică pe care Biserica a primit-o de la Apostolul Petru. Dincolo de toate acestea se ridică accepţiunea că episcopul Romei poate să fi înţeles drept succesorul lui Petru.
20. În Apus, accentul a fost pus pe legătura dintre Episcopul Romei şi Apostolul Petru, în mod deosebit din secolul al IV – lea şi în continuare, fiind secondat de o crescândă şi din ce în ce mai precisă referinţă la rolul lui Petru în colegiul apostolilor. Primatul episcopului Romei între episcopi a fost interpretat gradual ca un privilegiu personal, deoarece era succesorul lui Petru, primul între apostoli. Locul episcopului Romei între episcopi era perceput în termenii locului lui Petru între apostoli. În Răsărit, această evoluţie în interpretarea oficiului episcopului Romei nu a avut loc. O astfel de interpretare nu a fost niciodată respinsă răspicat în primul mileniu, dar Răsăritul a tins mai ales să considere pe fiecare episcop drept succesor al tuturor apostolilor, incluzându-l şi pe Petru.
21. Cam în acelaşi mod, Apusul nu a respins ideea patriarhatului (a se vedea mai sus punctul 13) – Într-adevăr, a păstrat cu atenţie ordinea celor cinci Scaune mari: Roma, Constantinopol, Alexandria, Antiohia şi Ierusalim, în jurul cărora s-au dezvoltat cele cinci Patriarhii ale Bisericii Vechi (Ravenna, § 28). Totuşi, Apusul nu a dat niciodată aceeaşi importanţă Pentarhiei, ca modalitate de conducere a Bisericii cum a făcut Răsăritul.
22. Este demn de remarcat că aceste abordări diferite ale poziţiei episcopului şi a relaţiei dintre Scaunele mari în Apus şi, respectiv, în Răsărit, întemeiate pe interpretări biblice, teologice şi canonice cu totul diferite, au coexistat vreme de multe secole până la sfârşitul primului mileniu, fără a crea întreruperea comuniunii.

Rolul episcopului Romei în vremuri de criză în comuniunea eclezială.

23. În primul mileniu, Biserica a fost de multe ori încercată, atunci când comuniunea eclezială era ameninţată, ca de pildă atunci când termenii diferiţi de la Niceea au fost contestaţi prin condamnarea episcopilor ortodocşi în câteva sinoade care s-au întrunit în veacul al IV – lea în Răsărit şi atunci când formula hristologică de la Calcedon a fost contestată de către monofizitism, apoi Henotikon-ul (care a provocat schisma akakiană) în veacul al V-lea, şi după aceea de către monergism şi monotelism în secolul al VII – lea şi de asemenea în vremea crizei iconoclaste din secolele VIII şi IX. Catolici şi ortodocşi recunosc în mod asemănător importanţa rolului pe care l-a jucat Episcopul Romei în aceste vremuri.
24. În realitate, din secolul al IV-lea şi după aceea, a existat o recunoaştere crescândă a Romei ca centru către care recursurile pentru ajutor în diferite împrejurări puteau să se îndrepte din toată lumea creştină. În anii 339-340, Atanasie, episcopul Alexandriei, a făcut recurs la papa Iulius. Conform cuvintelor papei pe care le expune Atanasie, „acesta (Atanasie) a venit nu pentru consimţământul său, ci pentru că a fost chemat de către noi printr-o scrisoare” (Atanasie, „Apologie contra arienilor”, 29, 20, 33, 35). Tot aşa apare Iulius, că nu doar a răspuns la recursul lui Atanasie, ci el însuşi a luat iniţiativa de a-l chema pe episcopul Alexandriei. Aşadar, aici rolul papei pare să fie mai mare decât de simplu judecător.
25. Cererile pentru ajutor care ajungeau la Roma în momente de criză uneori erau însoţite de cereri asemănătoare către alte scaune bisericeşti mai mari. Ioan Gură de Aur (404), de pildă, a făcut recurs nu doar la Roma, ci şi la episcopii de Milano şi de Aquileea. Tot aşa, activitatea pe care o exercita episcopul Romei urmărea să fie coordonată în spirit de reciprocitate cu activitatea altor scaune mai mari. Mai mult, iniţiativele episcopului Romei tindeau în general să se ia în cadrul Sinodului Roman şi de obicei se făcea trimitere la acest Sinod. Şi din această perspectivă aveau un caracter împăciuitor şi sinodal. De pildă, în corespondenţa din timpul conflictului cu Fotie, episcopii din Roma accentuau că luaseră hotărâri conform legilor şi canoanelor şi în mod sinodal.
26. Procedura cu privire la recursurile către Roma, după Sinodul de la Sardica. Acolo s-a spus că un episcop care a fusese condamnat putea să facă recurs către papă, iar cel din urmă, dacă îl considera pertinent, putea să dispună rejudecarea, care se făcea de către episcopii mitropoliilor vecine cu episcopul condamnat. Dacă se cerea de către episcopul condamnat, papa ar fi putut să trimită un reprezentant [sic] pentru a ajuta pe episcopii mitropoliilor vecine. Chiar dacă iniţial ar fi trebuit [sic] ca Sinodul de la Sardica să fie un sinod ecumenic, el a fost în realitate un sinod local care a avut loc în Apus. Canoanele lui au fost acceptate de către Sinodul Trulan (692).
27. Cea mai concisă descriere referitoare la acordurile necesare pentru ca un sinod să fie considerat ecumenic, a fost făcută de către Sinodul al VII – lea Ecumenic (Niceea II, 787), ultimul sinod care este recunoscut ca ecumenic şi în Răsărit şi în Apus:
- Trebuie să fie acceptat de către Întâistătătorii Bisericilor care trebuie să fie în deplin acord (conglăsuire) cu el.
- Papa Romei trebuie să fie colaborator sau cooperator cu sinodul.
- Patriarhii Răsăritului trebuie să fie de acord.
- Învăţătura sinodului trebuie să fie în acord cu Sinoadele Ecumenice anterioare.
- Sinodul trebuie să primească un număr precis, aşa încât să fie aşezat în rândul Sinoadelor care sunt primite de către Biserica întreagă.
- Chiar dacă rolul papei primeşte aici o precizare exactă, există interpretări diferite ale termenilor acord (înţelegere, conglăsuire, συμφωνία), cooperator (συνεργός) şi în acelaşi gând (συμφρωνούντες) [sic]. Această subiect însă reclamă un studiu mai profund.

28. Se poate garanta că în cursul primului mileniu episcopul Romei, ca primul între patriarhi, exercita un rol de coordonare şi stabilitate în chestiunile referitoare la credinţă şi la comuniune, fidelitate faţă de tradiţie şi respect faţă de sinodalitate.

Influenţa factorilor neteologici

29. În timpul primului mileniu, un număr de factori care nu erau direct teologici, au jucat un rol important în relaţiile dintre Bisericile Răsăritului şi Apusului şi au influenţat înţelegerea şi exercitarea primatului episcopului Romei. Aceşti factori erau de diferite tipuri. De pildă: politici, istorici, social-economici şi culturali.
30. Ca nişte dovezi ale factorilor respectivi pot să fie menţionate următoarele:
- terminologia, cultura şi ideologia Imperiului Roman;
- fluctuaţia politicii imperiale în raport cu Biserica;
- înclinaţia ei spre... (NOTĂ: TEXTUL NU ESTE COMPLET)


Redactor: D. Makris
Sursa: AKTINES – STÂLPUL ORTODOXIEI


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΠΡΟΣΟΧΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΛΗΡΕΣ
π ΑΚΓ

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)