ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ
ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Ἐν
Πειραιεῖ τῇ 25ῃ
Νοεμβρίου 2013
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ
Τό περιοδικό τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἰησουιτῶν «Ἀνοιχτοί
Ὁρίζοντες» (τεῦχος 1083, Αὔγουστος
– Οκτωβριος 2013) δημοσίευσε ἄρθρο τοῦ παπικοῦ
κληρικοῦ καί διευθυντή τοῦ ἐν λόγω
περιοδικοῦ κ. Θεοδώρου Κοντίδη μέ
θέμα: «Ἕνα ἰδιαίτερο προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους». Διαβάζοντας μέ προσοχή τό ἄρθρο διαπιστώσαμε πράγματι, ὅτι τό «προσκύνημα» αὐτό ἦταν ὄντως «ἰδιαίτερο»,
διότι διοργανώτρια ἦταν ἡ γνωστή κ. Βασούλα Ρύντεν, ἡ ὁποία, ὅπως ἀναφέρει
στό ἄρθρο του ὁ κ. Κοντίδης «εἶναι
γνωστή ὡς ὀρθόδοξη πιστή, Ἑλληνίδα
τῆς διασπορᾶς ἀπό τήν Ἡλιούπολη τοῦ
Καΐρου, ἡ ὁποία σέ
προσωπικά ὁράματα ἔχει συνομιλίες μέ τό Θεό Πατέρα, τό Χριστό, ἀλλά καί μέ ἁγίους
καί μέ τήν Παναγία. Τά ὁράματα
αὐτά ἔχουν δημοσιευτεῖ σέ
πολλές γλῶσσες, μεταξύ των ὁποίων καί στά ἑλληνικά
καί εἶναι διαθέσιμα καί στό
διαδίκτυο» (σέλ.23) καί πώς εἶναι
«χαρισματική φυσιογνωμία!» (σέλ.25).
Παρά κάτω (σέλ.26) ὁ συγγραφέας ἐπανέρχεται
στίς «ἰδιωτικές ἀποκαλύψεις» καί στά «ὁράματα» τῆς κ.
Βασούλας, τά ὁποῖα ἀξιολογεῖ θετικά: «Ἡ Ἐκκλησία δέν παρουσιάζει τίς ἰδιωτικές ἀποκαλύψεις
ὡς ὑποχρεωτικά ἄρθρα
πίστεως γιά κάθε πιστό. Μπορεῖ ὅμως νά δεχθῆ τά ἐν λόγω γραπτά (τῆς κ.
Βασούλας) ὡς ἀναγνώσματα χρήσιμα καί πνευματικά ὠφέλιμα…Δέν βλέπω λόγο νά ἀντιμετωπίζονται ἐχθρικά
τα παρά πάνω».
Ἐπειδή
σχετικά μέ τήν ὁραματίστρια
αὐτή δημιουργήθηκε μεῖζον θέμα, ἀφοῦ τόσον ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὅσο καί
τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀναγκάσθηκαν
νά ἀσχοληθοῦν μέ τίς «ἀποκαλύψεις»
καί τά γραπτά της, θεωροῦμε ἀναγκαῖο νά
κάνουμε μιά σύντομη ἀναφορά
γύρω ἀπό τό πρόσωπό της, πρός ἐνημέρωση καί προφύλαξη τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Κατ’ ἀρχήν ἤδη ἀπό τό
1990 ἡ Ἐκκλησία
τῆς Ἑλλάδος χαρακτήρισε τήν κίνηση τῆς κ. Βασούλας Ρύντεν ἀσυμβίβαστη μέ τήν Ὀρθόδοξη
πίστη. Ὁ πρωτ. π. Κυριακός Τσουρός,
Γραμματέας τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν αἱρέσεων
σέ ἄρθρο του μέ τίτλο «Ποιά εἶναι ἡ κ.
Βασούλα Ρύντεν» τήν ξεσκεπάζει μέ βάση τά γραπτά της: «Σέ διάλογο μέ τόν Ἰησοῦ: (Βασούλα):
Μπορῶ νά σ’ εὐλογήσω καί ἐγώ; (Ἰησοῦς):
Μπορεῖς. (Βασούλα): Τότε ἔχε τίς εὐλογίες
μου Ἰησοῦ Χριστέ!’ (Τετράδια 116, α 77). Ὁ Ἰησοῦς στήν ἐρώτησή
της: ‘Ἡ καρδιά μετρᾶ περισσότερο ἀπό τά
ράσα;’, ἀπαντᾶ: Ναί, τό σημαντικό εἶναι ἡ
καρδιά’. Ἔτσι, ἡ Βασούλα μπορεῖ νά παίρνει
ἀπό τό Χέρι Του τόν Ἄρτο Του’ (αὐτόθι,
σέλ. 75 καί 156)…τελικά ὁ Ἰησοῦς τῆς λέει: Ἔλα, ἅς ἀναπαυθοῦμε ὁ ἕνας μέσα στόν ἄλλο’ (αὐτόθι, σ.147). Ἐξ ἄλλου, ὁ Ἰησοῦς τήν διάλεξε
νά γίνει ὁ βωμός Του (αὐτόθι, σ. 187). Ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει καί τά ἑξῆς γιά τήν Βασούλα: Ὑπόλοιπό Μου, ἑνώσου
μαζί Μου καί ἅς γίνομε ἕνα μαζί, μαζί θ’ ἀποκαταστήσουμε
τήν Ἐκκλησία Μου» (Τετρ. 116, σ
224).
Ἀπό τά
παρά πάνω ἀποσπάσματα εὔκολα μπορεῖ νά
διακρίνει ὁ ἀναγνώστης, ὅτι τά ὁράματα τῆς
«Βασούλας» δέν ἔχουν
καμία σχέση μέ ἐκεῖνα, τά ὁποῖα
χαρακτηρίζουν τά ὁράματα
τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες ἀξιώθηκαν πνευματικῶν ἀποκαλύψεων καί ὁραμάτων,
ἀφοῦ προηγουμένως ἔφθασαν
σέ ὑψηλά μέτρα πνευματικῆς τελειώσεως. Ἀφοῦ προηγουμένως διά μακροχρονίου καί ἐπιπόνου ἀσκήσεως,
διά νηστείας, ἀγρυπνίας, προσευχῆς καί σταυρώσεως τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, πέρασαν ἀπό τήν
κάθαρση στόν φωτισμό καί ἀπό τόν
φωτισμό στήν θέωση. Εἶναι δέ
χαρακτηριστικό, ὅτι ἀπό πολλή ταπείνωση δέν κοινοποιοῦσαν στά πνευματικά τους τέκνα τίς ἐμπειρεῖες τους
αὐτές παρά μόνον σέ ἔκτακτες περιπτώσεις, ὅταν τό ἐπέβαλλαν
εἰδικοί ποιμαντικοί λόγοι. Γιά
παράδειγμα ὁ ἀπ. Παῦλος ἀναγκάζεται νά ὁμιλήσει
στούς Κορινθίους γιά τίς ἀποκαλύψεις
του καί τήν ἁρπαγή του στό παράδεισο, ἐπειδή αὐτό ἦταν ἀναγκαῖο, προκειμένου νά προφυλάξει τά πνευματικά του
τέκνα ἀπό τούς ψευδαποστόλους, ὁμιλῶν
μάλιστα σέ τρίτο πρόσωπο: «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρό ἐτῶν
δεκατεσσάρων…» (Β΄Κορ.12,2). Μετά δέ τήν κοινοποίηση αὐτῶν ἀπό πολλή ταπείνωση ἐμέμφετο τόν ἑαυτό
του: «Γέγονα ἄφρων καυχόμενος, ὑμεῖς μέ ἠναγκάσατε…» (Β΄Κορ.12,11). Ὅλα τα παρά πάνω δέν βλέπουμε νά παρουσιάζει ἡ «Βασούλα» στή ζωή της παρ’ ὅλη τήν ἀπομάκρυνσή
της ἀπό τήν προτέρα κοσμική ζωή της.
Ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ἔχων ὁ ἴδιος ἀπό τήν
μακροχρόνια ἀσκήσή του καί τήν πάλη
του πρός τούς δαίμονας ἰδίαν
πείραν τῶν μεθοδιῶν τοῦ
Διαβόλου, ὁ ὁποῖος
προκειμένου νά ἀποπλανήσει
τόν ἄνθρωπο «μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον
φωτός» (Β΄Κορ.11,14) ἐφιστᾶ τήν προσοχή τῶν πιστῶν: «Πρόσεχε οὔν ἀκριβῶς Θεοῦ ἐραστά, ἐν γνώσει. Ἐπάν ἐργαζόμενος τό ἔργον, ἴδης φῶς, ἤ πῦρ ἔξωθεν, ἤ σχῆμα δῆθεν
Χριστοῦ, ἤ ἀγγέλου,
ἤ ἑτέρου
τινός, μή παραδέξη αὐτό, ἴνα μή βλάβην ὑποστῆς» (Περί ἡσυχίας
καί τῶν δύο τρόπων τῆς προσευχῆς, 10)
Γιά τούς παρά πάνω λόγους καί
τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στίς 16.3.2011 μέ ἀνακοίνωσή του ἀποδοκίμασε
τίς δοξασίες καί τήν κίνησή της ὡς
πεπλανημένες: «Ὑπό τό
πνεῦμα τοῦτο, καί διά τήν ὀφειλετικήν
προστασίαν τοῦ μέν εὐσεβοῦς Ὀρθοδόξου πληρώματος ἐξ ἐπικινδύνων
πνευματικῶν συγχύσεων, τῶν δέ μή γνωριζόντων καλῶς τά πράγματα ἐκ τοῦἐλλοχεύοντος κινδύνου τῆς πλάνης, ἀποδοκιμάζονται
ὑπό τῆς Μητρός Ἐκκλησίας
αἱ ὑπό τῆς Βασιλικῆς
Παρασκευῆς Πεντάκη-Ρύντεν, εὐρύτερον γνωστῆς ὡς «Βασούλας», καί τῆς ὑπ’ αὐτῆς ἱδρυθείσης ὀργανώσεως
ὑπό τόν τίτλον «Ἀληθινή ἐν Θεῶ ζωή», ἀκρίτως
καί ἐπιπολαίως εἰσαγόμεναι διδασκαλίαι περί τῶν δῆθεν ‘ἀπ’ εὐθείας
διαλόγων της μετά τοῦ Ἰδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας
Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς
κατακτήσεως ὑπ’ αὐτῆς τέ
καί τῶν ὀπαδῶν της τῆς ‘ἀληθινῆς ἐν Θεῶ ζωῆς’, αἱ ὁποῖαι παρεκκλίνουν αὐθαιρέτως
τῆς θεοσδότου διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας,
ἀλλά καί σκανδαλίζουν τό Ὀρθόδοξον φρόνημα τῶν εὐλαβῶν πιστῶν».
Τό «προσκύνημα» πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα μέ
τό περιοδικό, τήν τελευταία ἑβδομάδα
τοῦ περασμένου Αὐγούστου μέ μεγάλο ἀριθμό
συμμετεχόντων: «Ὑπῆρχαν περίπου 700 προσκυνητές, ἀπό πολλά μέρη τοῦ κόσμου
καί ἀπό πολλές χριστιανικές Ἐκκλησίες καί παραδόσεις. Ἀπό τήν πρώτη μέρα πού οἱ κληρικοί παρουσιάσθηκαν βρέθηκα ἀνάμεσά σε 80 περίπου καθολικούς ἱερεῖς,
μεταξύ των ὁποίων ἦταν καί πέντε ἐπίσκοποι,
πέντε ἤ ἕξι Ὀρθόδοξοι ἱερεῖς, ἀρμενίους
ἱερεῖς μέ ἕναν ἐπίσκοπο καί περίπου 10 προτεστάντες λειτουργούς,
ἀπό διάφορες παραδόσεις τῆς Μεταρρύθμισης» (σέλ.23). Ἐπρόκειτο ἑπομένως
γιά Οἰκουμενιστικό «προσκύνημα» καί αὐτό εἶναι
φανερό ὄχι μόνον ἀπό τό γεγονός τῆς
συμμετοχῆς «πολλῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί
παραδόσεων», ὑπό τήν αἰγίδα τῆς
«Βασούλας», ἀλλά καί ἀπό τό ὅλο πρόγραμμα τοῦ
«προσκυνήματος»: Κατά τή διάρκεια τῶν ἐπισκέψεων στούς ἱερούς
τόπους, τελοῦνταν καθημερινά ἡ Θεία Λειτουργία, «ἔκθεση τοῦ Ἁγιωτάτου Μυστηρίου», ἐξομολογήσεις, κλπ. Ἐπί πλέον, ὅπως
σημειώνει ὁ ἀρθρογράφος: «Ὅλοι μου
φάνηκαν ἐξοικειωμένοι μέ τίς ἀκολουθίες αὐτές. Τό
ὅλο προσκύνημα εἶχε ἔντονη ἑνωτική χροιά, δηλαδή τονιζόταν ὅτι οἱ
χριστιανικές Ἐκκλησίες πρέπει νά
προσεγγίσουν ἡ μία τήν ἄλλη μέ πνεῦμα
ταπεινότητας καί ἀγάπης
καί εἶναι θέλημα τοῦ Χριστοῦ οἱ μαθητές του νά εἶναι ἑνωμένοι. Ἰδιαίτερα
τονιζόταν ἡ κοινή ἡμερομηνία τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ὡς
συγκεκριμένη ἐνέργεια ὑπέρ τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας» (σέλ.23-24). Ἰδιαιτέρα ἐντύπωση
προξενεῖ τό γεγονός ὅτι: «ὅλοι
καλοῦνταν νά δεχθοῦν τήν θεία κοινωνία» (σέλ.24), δηλαδή ἀνεξαρτήτως τῆς
χριστιανικῆς ὁμολογίας στήν ὁποία ἀνῆκαν. Ἐπίσης: «Παράλληλα, ἦταν ἀποδεκτό
ὅτι λόγω τῆς πίστης μας στό Χριστό, ὅλοι ἀνήκουμε
στό μυστικό σῶμα Του, λόγω τῆς ἔμπρακτης
ἀγάπης μας πρός Αὐτόν, ἀκόμη
καί ἄν προσωπικά σφάλουμε σέ
θεολογικά ζητήματα ἤ ἐπειδή κληρονομοῦμε μιά ἐλλιπῆ
παράδοση. Ἡ ἄποψή μου εἶναι ὅτι ὑπῆρχε πλουραλισμός ὡς πρός τήν
προσέλευση τῶν προσκυνητῶν, ἀλλά ὄχι θεολογική σύγχυση!» (σέλ.24-25).
Δέν θά συμφωνήσουμε μέ τόν κ.
Κοντίδη, ὁ ὁποῖος
προφανῶς ἐπηρεασμένος καί διαβρωμένος ἀπό τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δέν βλέπει καμιά «θεολογική σύγχυση» στήν παρά
πάνω ὁμάδα τῶν προσκυνητῶν. Ὅλα ὅσα
παραθέτει παρά πάνω σχετικά μέ τήν ὁμάδα αὐτή μαρτυροῦν
βαθειά θεολογική καί ἐκκλησιολογική
σύγχυση. Ἡ ἐν λόγω ὁμάδα
σαφέστατα κινεῖται μέσα σέ μιά οἰκουμενιστική ἰδεολογική
ἀτμόσφαιρα καί πρακτική. Εἶναι βαθειά διαποτισμένη ἀπό τά βασικά δόγματα καί αἱρετικές θεωρίες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί
μάλιστα ἀπό τήν αἱρετική θεωρία τοῦ
δογματικοῦ Μινιμαλισμοῦ. Δέν ὑπάρχουν
σ’ αὐτήν σαφεῖς ὀριοθετικές
γραμμές, πού διαχωρίζουν τήν πλάνη ἀπό τήν ἀλήθεια, τό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας
ἀπό τό σκότος τῆς αἱρέσεως
καί τῆς ἑτεροδοξίας. Ἀντίθετα
καλλιεργεῖται ἡ ἀντίληψη
ὅτι ὅλοι ἀνήκουν
στό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἄσχετα ἀπό τίς
δογματικές διαφορές πού ὑπάρχουν
μεταξύ τους. Δέν ἔχει
σημασία γιά αὐτούς ἄν κάποια ἀπό τίς
χριστιανικές ὁμολογίες (καί ἐν προκειμένω ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία)
διαφυλάσσει ἀκέραια καί ἀπαραχάρακτα τά δόγματα καί τίς ἀλήθειες τῆς
πίστεως, οὔτε ὑπάρχει διάθεση ἐρεύνης
πρός διακρίβωση τῆς ἀλήθειας τῶν
δογμάτων τῆς πίστεως, ἀφοῦ ἐν ὀνόματι
καί μόνον τῆς ἀγάπης «ὅλοι ἀνήκουμε στό μυστικό σῶμα Του … ἀκόμη
καί ἄν προσωπικά σφάλουμε σέ
θεολογικά ζητήματα ἤ ἐπειδή κληρονομοῦμε μιά ἐλλιπῆ
παράδοση».
Ὡστόσο ἡ παρά πάνω Οἰκουμενιστική
θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς
«τόπου» ὅπου περιχωρεῖται, συγκρητιστικῶ τῷ τρόπω, ἡ ἀλήθεια μέ τήν πλάνη, εἶναι πέρα γιά πέρα ξένη πρός τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί παράδοση. Δέν εἶναι δυνατόν ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατά τόν Ἀπόστολο
εἶναι «στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄Τιμ.3,15), τό σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι «ἡ Ἀλήθεια»,
νά ἀνεχθεῖ μέσα στούς κόλπους της τήν πλάνη καί τό ψεῦδος τῆς αἱρέσεως καί τῆς ἑτεροδοξίας, πού εἶναι
πνευματικό σκότος καί θάνατος. «Τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος;», λέγει πάλιν ὁ Ἀπόστολος
(Β΄Κορ.6,14). Πέραν τούτου μιά τέτοια θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας οὐσιαστικά
ἀνατρέπει ὁλόκληρη τήν πατερική μας Παράδοση, διότι καθιστᾶ ἀνώφελους
καί περιττούς τούς ἀγῶνες των γιά τήν διασφάλιση καί διαφύλαξη τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως. Ὅπως
γνωρίζουμε οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ἔδιναν
μεγάλη σημασία στήν διασάφιση καί διαφύλαξη τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως. Χάριν δέ αὐτῆς τῆς ἀκριβείας, μεγάλους ἀγῶνες ἔκαναν, καί πολλές θλίψεις ὑπέφεραν. Πολλοί ἀπό αὐτούς ἐξορίστηκαν,
ἤ καθαιρέθηκαν, ἤ φυλακίστηκαν, ἤ ὑπέμειναν βασανιστήρια, ἤ θυσίασαν καί τήν ἴδια τήν
ζωή τους ἀκόμη. Αὐτή ἡ ἐπιμονή τους ὀφείλεται
στό γεγονός, ὅτι εἶχαν συνειδητοποιήσει, ὅτι νόθευσις τῆς
πίστεως, καί ἡ ἐλαχίστη ἀκόμη, ἀπό κάποια αἱρετική
διδασκαλία ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια,
σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦἈποστόλου:
«Καί ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας»
(Β΄Πετρ.2,1), ἤ σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Παύλου: «ἀλλά καί
ἄν ἠμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται
ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα
ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω»
(Γαλ.1,8). Ὅπως παρατηρεῖ εὔστοχα
σύγχρονος θεολόγος: «ἡ
δογματική ἀκρίβεια ἀποτελεῖ δείκτη
καί μαρτυρία εὐσεβοῦς φρονήματος. Τό ὀρθοδόξως
θεολογεῖν συνδέεται λειτουργικά μέ τήν ἀγάπη, ἡ ὁποία κατά τόν ἅγιο
Φιλόθεο Κόκκινο, ἀποτελεῖ καί τό κριτήριο αὐθεντικότητος
τῆς Θεολογίας. Κατά συνέπεια, ὅταν κάποιος σφάλλει στή Θεολογία, δηλαδή στό
δόγμα, ὅταν μέ ἄλλα λόγια εἶναι ἑτερόδοξος, δέν μπορεῖ νά ἔχει καί
νά βιώνει τήν τέλεια ἀγάπη,
πού νοεῖται ὡς ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας,
‘ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης
καί τελειώτατος τῆς
πίστεως ὅρος, τῶν εὐαγγελικῶν δογμάτων ἡ
τήρησις καί τῶν θείων ἐντολῶν ἡ φυλακή’’…Γιά νά πραγματοποιηθεῖ αὐτή ἡἑνότητα ἐν Χριστῷ (δηλαδή μέ τούς ἑτεροδόξους),
εἶναι τελείως ἀπαραίτητο τό ἕνα
φρόνημα ὅλων ὡς πρός τήν πίστη. Στήν πίστη δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει
ποικιλία, ἀλλά ἀπόλυτη ταυτότητα. Αὐτό γίνεται κατανοητό καί σαφές ἀπό τίς ἀποφάσεις
τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, οἱ ὁποῖες
συνοδεύονται πάντοτε μέ τήν ξεκάθαρη καταδίκη τῆς ἑκάστοτε ἑτεροδοξίας
καί τήν σαφῆἔκπτωση ἀπό τήν Ἐκκλησία,
ὅσων ἀρνοῦνται νά
συμμορφωθοῦν μέ τίς ἁγιοπνευματικές ἀποφάσεις
τῶν θεοφόρων Πατέρων, πού τίς
συγκροτοῦν».
Πέρα ἀπό τίς παρά πάνω ἐπισημάνσεις
οἱ προσκυνητές αὐτοί δείχνουν ὅτι ὄχι ἁπλῶς ἔχουν
διαποτιστῆ καί ἀποδεχθῆ τά
βασικά δόγματα καί αἱρετικές
θεωρίες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά ἐπί
πλέον προσπαθοῦν νά ἐφαρμόσουν τόν Οἰκουμενισμό
στήν πράξη. Συμπροσεύχονται, συμμετέχουν στήν παπική Θεία Λειτουργία, προσπαθοῦν νά ἐξοικειωθοῦν στό λατρευτικό τυπικό των ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν,
συμμετέχουν σέ «χαρισματικές τελετές» προτεσταντικοῦ τύπου καί τό σπουδαιότερο: «κοινωνοῦν» ἀπό
κοινοῦ «ἀνεξαρτήτως τῆς
χριστιανικῆς ὁμολογίας στήν ὁποία ἀνῆκαν». Αὐτό δείχνει ὅτι ἡ ὁμάδα
αὐτή ἐφάρμοζε
στήν πράξη τήν λεγόμενη intercommunion, τήν μυστηριακή διακοινωνία,
προτρέχοντας καί προλαμβάνοντας, τρόπον τινά, τήν ἐπίσημη, οὐνιτικοῦ τύπου βέβαια, μελλοντικῶς σχεδιαζομένη ἕνωση τῶν «Ἐκκλησιῶν».
Δέν μᾶς ξενίζει τό γεγονός ὅτι μιά πλανεμένη ὁραματίστρια
ἐμφανίζεται ὡς θερμός συνήγορος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, προωθοῦσα τήν
αἵρεση καί πρωτοστατοῦσα σέ Οἰκουμενιστικού
τύπου προσκυνήματα. Αὐτό εἶναι φυσικό καί ἑπόμενο,
ἀφοῦ ὅπως εἶναι γνωστό τά δαιμόνια γνωρίζουν νά
συνεργάζονται μεταξύ τους στόν κοινό σκοπό τους, τήν ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου. Οὔτε ἐπίσης μᾶς
ξενίζει τό γεγονός ὅτι τό
Βατικανό ἀπό 2004 καί ἐντεῦθεν
τηρεῖ μιά μᾶλλον θετική στάση ἀπέναντι
στήν κίνηση τῆς «Βασούλας». Τοῦτο μπορεῖ εὔκολα νά ἐξηγηθῆ, ἄν
λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας σχετικό «ὅραμά»
της στό ὁποῖο προβάλλεται καί διαφημίζεται τό Πρωτεῖο τοῦ
Ποντίφηκος: «Ἡ ‘‘ἕνωση’’ θά γίνη βεβαίως, μέσω ‘‘τοῦ Πέτρου’’, δηλαδή τοῦ Πάπα τῆς
Ρώμης: ‘(Ἰησοῦς): Στό Μήνυμά Μου ζητῶ νά ἑνωθοῦν οἱ Ἐκκλησίες Μου … Διάλεξα τόν Πέτρο νά εἶναι ὁ
φύλακάς σας, νά σᾶς
φυλάει μέσα στήν Ἀλήθεια ὡς τήν Ἐπιστροφή
Μου, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι
Μέ παρήκουσαν. Διαιρέθηκαν ἀνακηρύσσοντας
δικούς τους κανόνες. Ἀληθινά
σας λέγω, μήν ἀκοῦτε ἐκείνους
πού ἀντιτίθενται στόν Πέτρο, τόν
Πέτρο τῶν Ἀμνῶν Μου,
πού εἶναι σήμερα ὁἸωάννης Παῦλος Β΄,
γιατί εἶναι ὁ ἐκλεκτός
Μου καί ὁ ἀγαπημένος
τῆς Ψυχῆς μου. Μήν ἀκοῦτε ἐκείνους
πού τόν καταδικάζουν, ἔχουν
πλανηθεῖ…νά γυρίσετε ὅλοι στόν Πέτρο καί νά γίνετε ἕνα, ὅπως ὁ Πατέρας κι Ἐγώ εἴμαστε Ἕνα»
(Τετρ.2940, σ. 45, βλ. Περιοδικό Διάλογος τεῦχος
17).
Περαίνοντες, διαπιστώνουμε ὅτι ἡ
παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει πάρει πλέον ἐπικίνδυνες
διαστάσεις, καί ὡς ἄλλη σαρωτική θύελλα κατεδαφίζει τά πάντα στό
πέρασμά της. Η intercommunion, σέ λαϊκό τουλάχιστον ἐπίπεδο, ἤδη ἐφαρμόζεται. Ἡ Ἐκκλησία ἀναζητεῖ στήν κρίσιμη αὐτή
καμπή τῆς ἱστορικῆς της
πορείας νέους Γρηγορίους Παλαμάδες καί Μάρκους Εὐγενικούς,
Πατερικά ἀναστήματα μέ μαρτυρικό
καί θυσιαστικό φρόνημα, οἱ ὁποῖοι θά ἡγηθοῦν καί
θά συντονίσουν ἀποτελεσματικά
τόν ἀντιαιρετικόν ἀγῶνα πρός καταισχύνη τῆς αἱρέσεως
καί δόξαν τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου