Απάντηση στις απειλές του Οικουμενικού Πατριαρχείου δίνουν κληρικοί και μοναχοί με επιστολή τους προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην οποία καταδικάζουν την επιχείρηση του Φαναρίου για επέμβαση στα εσωτερικά της Εκκλησία της Ελλάδος.
Στην επιστολή-απάντηση προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τον Μητροπολίτη Περγάμου απαριθμούνται μία σειρά από ενέργειες του Οικουμενικού Πατριάρχη που πραγματοποιήθηκαν χωρίς καμμία πανορθόδοξη απόφαση.(Διαβάστε την Επιστολή παρακάτω πατώντας το Διαβάστε περισσότερα)..........
Καταδικάζονται οι εκφοβισμοί και οι απειλές τους Οικουμενικού Πατριαρχείου και στιγματίζεται "η γνωστή τακτική των αφορισμών και της συλλήβδην καταδίκης, που δεν ανέχεται αντίλογο, που αδυνατεί να διανοηθεί δεύτερη άποψη, που συντρίβει όποιον επιχειρεί να την εκφέρει. Η γνωστή τακτική, που αρέσκεται σε πειθαναγκασμούς, σε ποδηγέτηση, σε ολοκληρωτική επιβολή, σε εκκλησιαστικό ραγιαδισμό".
Γίνεται αναφορά στην εγκατάλειψη του ζητήματος της Ουνίας και την απόδοχή των θέσεων του Βατικανού, καθώς και στην επικείμενη Σύνοδο της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού διαλόγου σε λίγες ημέρες στην Κύπρο.
Τέλος δηλώνεται κατηγορηματικά ότι οι κληρικοί, μοναχοί και ο πιστός λαός θα συνεχίσουν να αγωνίζονται για την διαφύλαξη της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεως παραμένοντας "ανεπηρέαστοι και άκαμπτοι μπροστά σε εκφοβισμούς, απειλές και εκβιασμούς"
Ολόκληρο το κείμενο της επιστολής έχει ως εξής:
8 Οκτωβρίου 2009
Προς την Σεπτήν Ιεραρχίαν
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι άγιοι Αρχιερείς,
Τις τελευταίες ημέρες, και εν όψει της Συνόδου της Ολομελείας της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικών στην Κύπρο, επιχειρείται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο μία προσπάθεια σπιλώσεως, συκοφαντήσεως, εκφοβισμού και φιμώσεως όλων όσοι εξέφρασαν το τελευταίο διάστημα την αντίθεσή τους στα σύγχρονα οικουμενιστικά ανοίγματα και την πορεία του θεολογικού διαλόγου.
Η προσπάθεια αυτή έχει λάβει την επίσημη έκφρασή της σε δύο επιστολές, μία του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου προς τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο και μία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου προς όλους τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Και στις δύο αυτές επιστολές παρατηρούνται στοιχεία παρεμβατικής τακτικής και εισχωρήσεως στα της Εκκλησίας της Ελλάδος, αποπροσανατολισμού και επιλεκτικής αναφοράς ενεργειών και αποφάσεων, καθώς και παντελής έλλειψη επιχειρημάτων και τεκμηριωμένου λόγου.
Από το ύφος και το περιεχόμενο των επιστολών απορρέει μία απαξίωση προς την Εκκλησία της Ελλάδος, τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες της, τους κληρικούς και μοναχούς της, τους Καθηγητές θεολόγους της και τον πιστό λαό της. Όλους αυτούς τους μέμφονται για «ζηλωτικές τάσεις», σχισματική διάθεση, έλλειψη επιγνώσεως, «ολιγωρία», «απαξίωση των συνοδικών αποφάσεων», «εμπάθεια, φανατισμό η μανία αυτοπροβολής».
Είναι η γνωστή τακτική των αφορισμών και της συλλήβδην καταδίκης, που δεν ανέχεται αντίλογο, που αδυνατεί να διανοηθεί δεύτερη άποψη, που συντρίβει όποιον επιχειρεί να την εκφέρει. Η γνωστή τακτική, που αρέσκεται σε πειθαναγκασμούς, σε ποδηγέτηση, σε ολοκληρωτική επιβολή, σε εκκλησιαστικό ραγιαδισμό.
Είναι εμφανής η διάθεση εκ μέρους των δύο υψηλών αξιωματούχων να εισχωρήσουν σε εσωτερικές υποθέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με ανοίκειους χαρακτηρισμούς, υποδείξεις, έμμεσους εκβιασμούς και απειλές επιχειρείται η ποδηγέτηση και η χειραγώγηση των Ιεραρχών και η τεχνητή εκμαίευση της αποφάσεώς τους.
Η Εκκλησία της Ελλάδος καλείται, με τον τρόπο αυτό, ουσιαστικά να καταδικάσει τους ίδιους τους Επισκόπους της, τους κληρικούς της, τους μοναχούς της και τον πιστό λαό της, που υπέγραψαν και συνεχίζουν να υπογράφουν την «Ομολογία Πίστεως», αφού, κατά τον Οικουμενικό Πατριάρχη, «μη καταδικάζουσα αλλά δεχομένη σιωπηρώς.... δημιουργεί προβληματισμόν ουχί μόνον εις το ποίμνιον αυτής, αλλά και εις την μετά των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών κοινωνίαν αυτής». Αν η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως είχε ποίμνιο ευαίσθητο εις τα οικουμενιστικά δρώμενα, θα αντιμετώπιζε τις ίδιες ανησυχίες και τους ίδιους καλούς προβληματισμούς. Η παραδοσιακή Εκκλησία της Ελλάδος όχι μόνο δεν δημιουργεί προβλήματα στην μετά των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών κοινωνία, αλλά σ᾽ αυτή και στις υγιείς και ισχυρές θεολογικές της δυνάμεις στηρίζονται πάντοτε οι ομόδοξοι αδελφοί μας, όπως φάνηκε και από την ευρεία διορθόδοξη αποδοχή της «Ομολογίας».
Και διερωτώμεθα, μετά πόνου ψυχής, αν αναλογίστηκε ποτέ ο Οικουμενικός Πατριάρχης όχι μόνον τον προβληματισμό, αλλά την βαθειά οδύνη, την απογοήτευση και τον έντονο σκανδαλισμό, που προκαλεί ο ίδιος και ο συσχηματισμός με τους αιρετικούς στο ορθόδοξο ποίμνιο.
Κατηγορεί το κείμενο της «Ομολογίας Πίστεως» ότι δήθεν σε αυτό «ενυπάρχει το σπέρμα του σχίσματος». Και διερωτώμεθα πως με τόση ευκολία αναγορεύονται σε σχισματικά τα αυτονόητα της πίστεώς μας. Είναι σχισματικοί οι Άγιοι και Πατέρες της Εκκλησίας μας, που εθέσπισαν και εδογμάτισαν την αλήθεια και την ακρίβεια της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεώς μας; Μήπως αυτό επιβεβαιώνει παλαιότερη απαράδεκτη πατριαρχική θέση, σύμφωνα με την οποία «οι κληροδοτήσαντες εις ημάς την διάσπασιν προπάτορες ημών υπήρξαν ατυχή θύματα του αρχεκάκου όφεως και ευρίσκονται ήδη εις χείρας του δικαιοκρίτου Θεού»; (Επίσκεψις 30.11.1998).
Και στις δύο επιστολές γίνεται συνεχής επίκληση των πανορθοδόξων αποφάσεων, που αφορούν στην συνέχιση του θεολογικού διαλόγου με τους ετεροδόξους. Οι αποφάσεις αυτές ουδέποτε αμφισβητήθηκαν από τους ασκούντες κριτική στον οικουμενισμό, παρότι, βεβαίως, δεν αποτελούν θέσφατο και ούτε υπερισχύουν των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων και της δογματικής διδασκαλίας και συνειδήσεως της Εκκλησίας.
Η κριτική η οποία έχει ασκηθεί αφορά κυρίως ανοίγματα, ενέργειες και κείμενα, που δεν έχουν στηριχθεί σε πανορθόδοξη απόφαση και ουδέποτε εγκρίθηκαν συνοδικά, αλλά αντιθέτως αντιμετωπίσθηκαν αρνητικά από ορθοδόξου πλευράς. Πρόκειται για την εφαρμογή και την αποδοχή στην πράξη της παναιρέσεως του Οικουμενισμού.
Στην επιστολή του προς τον Μακαριώτατο κ. Ιερώνυμο ο Οικουμενικός Πατριάρχης υποστηρίζει ότι «τας μετά των ετεροδόξων επαφάς εγκρίνουν δια συνοδικών αποφάσεων πάσαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι».
· Και τίθεται το ερώτημα:
· Ποιές συνοδικές αποφάσεις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών ενέκριναν την συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριάρχου στις παπικές λειτουργίες στο Βατικανό;
· Ποιές συνοδικές αποφάσεις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών ενέκριναν την συμμετοχή του αιρεσιάρχη Πάπα στην ορθόδοξη Θεία Λειτουργία και την ανταλλαγή λειτουργικού ασπασμού με τον Οικουμενικό Πατριάρχη;
· Ποιές συνοδικές αποφάσεις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών ενέκριναν την συμμετοχή σε συμπροσευχές και λατρευτικές πράξεις των ετεροδόξων;
· Ποιές συνοδικές αποφάσεις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών έκαναν δεκτές από ορθοδόξου πλευράς τις αιρετικές θεωρίες των κλάδων, των αδελφών εκκλησιών, των δύο πνευμόνων, της αποδοχής του βαπτίσματος των ετεροδόξων;
Ποιές συνοδικές αποφάσεις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών ανεγνώρισαν το Βατικανό ως Εκκλησία και τον Πάπα ως κανονικό επίσκοπο, συνυπεύθυνο για την διαποίμανση των Χριστιανών;
Η επίμονη επίκληση των συνοδικών αποφάσεων και η περιχαράκωση σ’ αυτές καθιστά ακόμη πιο αναξιόπιστη την επιχειρηματολογία των δύο επιστολών, αφού, όπως αποδεικνύεται, πλείστες όσες ενέργειές τους πραγματοποιήθηκαν ερήμην η καθ’ υπέρβαση η και αντίθετα προς τις συνοδικές αποφάσεις.
Επισημαίνουμε επίσης την γνωστή τακτική της διπλής γραμμής πλεύσεως. Μία ορθοδοξότατη γραμμή στις Πανορθόδοξες Διασκέψεις και στις αλεπάλληλες περιοδείες ανά τις Μητροπόλεις της Ελλάδος και το Άγιο Όρος και μία άλλη, οικουμενιστική γραμμή στις επαφές με τους ετεροδόξους. Όχι το ναι ναι και το ου ου, αλλά άλλοτε ναι και άλλοτε ου.
Οι αποφάσεις για παράδειγμα της Γ Πανορθοδόξου Προσυνοδικής Διασκέψεως (1986), που επικαλείται ο Οικουμενικός Πατριάρχης, έχουν επανειλημμένα παραβιαστεί σε τέτοιο βαθμό, που να τις καθιστούν κενό γράμμα.
Αναφέρουμε ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα το τελικό κείμενο της Θ Γενικῆς Συνελεύσεως του Π.Σ.Ε. στο Porto Alegre, το οποίο συνυπέγραψαν και οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι και όπου συνομολογείται ότι «Ομολογούμε Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όπως αυτή ορίζεται από το σύμβολο Νικαίας-Κων/πολης (381). Κάθε εκκλησία (σημ. που συμμετέχει στο Π.Σ.Ε.) είναι η Εκκλησία καθολική και όχι απλά ένα μέρος της. Κάθε εκκλησία είναι η Εκκλησία καθολική, αλλά όχι στην ολότητά της. Κάθε εκκλησία εκπληρώνει την καθολικότητά της, όταν είναι σε κοινωνία με τις άλλες εκκλησίες» (Porto Alegre, Φεβρουάριος 2006).
Σε ο,τι αφορά δε τον διμερή θεολογικό διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς, στα πλαίσια της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου, είναι οφθαλμοφανής η εκτροπή από τις πανορθόδοξες αποφάσεις και τις δεσμεύσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα Μνημόνια των Ορθοδόξων Προκαθημένων, τα οποία επιλεκτικά επικαλείται ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου, θέτουν ως προϋπόθεση για την συνέχιση του διαλόγου και την αλλαγή της θεματολογίας του την προηγούμενη ουσιαστική καταδίκη της Ουνίας.
Το ζήτημα, βεβαίως, της Ουνίας δεν συζητήθηκε ούτε στο Βελιγράδι το 2004 ούτε και στη Ραβέννα το 2007 στις αντίστοιχες Συνόδους της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου. Στο κείμενο μάλιστα της Ραβέννας γίνεται έμμεσος, αλλά σαφέστατος διαχωρισμός του θέματος της Ουνίας από το συζητούμενο στην παρούσα φάση του διαλόγου. Αναφέρει επί λέξει το κείμενο της Ραβέννας: «Από του έτους 1990 μέχρι το 2000 το κύριον θέμα, το οποίον συνεζητήθη υπό της Επιτροπής, ήτο αυτό της «Ουνίας» (Κείμενον του Μπελεμεντίου, 1993, Βαλτιμόρη, 2000), θέμα, το οποίον θα εξετάσωμεν περαιτέρω εις το εγγύς μέλλον. Εν τω παρόντι επιλαμβανόμεθα του θέματος, το οποίον ετέθη εις το τέλος του Κειμένου του Βάλαμο και μελετώμεν τα θέματα εκκλησιαστικής κοινωνίας, της συνοδικότητας και της εξουσίας».
Παραλείπουμε την απαράδεκτη και προκλητική αποσιώπηση και εξαφάνιση στη Ραβέννα της καταδίκης της Ουνίας με απόφαση της Ολομελείας στο Freising του Μονάχου το 1990, που αποδεικνύει πόσο αναξιόπιστοι είναι οι του Βατικανού στο Διάλογο, αφού άλλες αποφάσεις δέχονται και άλλες απορρίπτουν, γράφοντάς μας, κατά το λεγόμενον, «εις τα παλαιότερα των υποδημάτων τους», και παρατηρούμε ότι είναι πρόφαση και υπεκφυγή του μητροπολίτου Περγάμου ότι θα συζητηθεί προσεχώς το θέμα της Ουνίας εις τα πλαίσια της συζητήσεως του θέματος περί του πρωτείου του Πάπα. Το θέμα της Ουνίας έπρεπε να είχε κλείσει με την απόφαση του Freising του Μονάχου, όπου Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί υπέγραψαν την καταδίκη της Ουνίας. Πρέπει να αισχύνονται και όχι να προκαλούν αυτοί που ταπείνωσαν την Ορθοδοξία στο Balamand του Λιβάνου (1993), όπου με απουσία έξι αυτοκεφάλων εκκλησιών (Ιεροσόλυμα, Σερβία, Βουλγαρία, Γεωργία, Ελλάς, Τσεχοσλοβακία) συρθήκαμε σε καινούργια περιττή συζήτηση για την Ουνία, με την οποία τη απαιτήσει του Βατικανού ακυρώσαμε την απόφαση του Μονάχου (1990), αθωώσαμε την Ουνία και το χειρότερο προβήκαμε σε σοβαρές παραχωρήσεις σε θέματα πίστεως· εξισώσαμε εκεί εκκλησιολογικά την Ορθόδοξη και την Ρωμαιοκαθολική «Εκκλησία», αρνηθέντες ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Και μόνο αυτό έπρεπε να φράττει το στόμα και να συγκρατεί την γραφίδα όσων τολμούν να ομιλούν για σεβασμό των συνοδικών αποφάσεων, τις οποίες κατεξευτέλισαν. Εξακολουθούμε μάλιστα να δεχόμαστε την Ουνία ως συνομιλητή μας στο Διάλογο.
Σε ο,τι αφορά δε συνολικά το κείμενο της Ραβέννας, το οποίο έχει δεχθεί οξύτατες κριτικές από ορθοδόξου πλευράς, διότι εκχωρεί την ορθόδοξη εκκλησιολογία στους αιρετικούς, δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα καμμία απολύτως συζήτηση, ενημέρωση, απόφαση η έγκριση σε Συνοδικό επίπεδο από την Εκκλησία της Ελλάδος.
Σε ποιές Πανορθόδοξες αποφάσεις αναφέρονται οι δύο αξιωματούχοι, όταν δεν υπάρχουν καν Συνοδικές εγκρίσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος για τα 10 κείμενα των Συνελεύσεων της Μικτής Επιτροπής που προηγήθηκαν;
Πως θα προσέλθει ο Συνοδικός απεσταλμένος της Εκκλησίας της Ελλάδος να συμμετάσχει στην διαπραγμάτευση του νέου κειμένου της Επιτροπής, όταν δεν έχει εγκριθεί Συνοδικά το προηγούμενο, το οποίο μάλιστα αποτελεί και την βάση του επικείμενου διαλόγου;
Ποιά αξιοπιστία μπορεί να έχει ένας τέτοιος διάλογος (υπό την συμπροεδρία του Σεβασμιωτάτου Περγάμου), όταν αδιαφορεί για την Συνοδική έγκριση των πορισμάτων του εκ μέρους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών που μετέχουν σ’ αυτόν;
Γιατί διαμαρτύρονται για την «Ομολογία Πίστεως», η οποία αποτελεί συνοδική συμμετοχή του πληρώματος της Εκκλησίας, την οποία έπρεπε να επιδιώκουν και όχι να αφορίζουν; Αυτό δεν είναι Ορθόδοξη Εκκλησιολογία αλλά παπική ιεροκρατία.
Αυτήν την ιεροκρατική «αυθεντία και το κύρος των Συνοδικών αποφάσεων» υπερασπίζεται ο Μητροπολίτης Περγάμου κι αυτό είναι το «εκκλησιολογικόν διακύβευμα» για το οποίο αγωνιά;
Το ερώτημα, το οποίο μας συνέχει, είναι πραγματικά αμείλικτο. Όχι, όμως, όπως το διαστρέφει κατακλείοντας την επιστολή του ο Μητροπολίτης Περγάμου, διερωτώμενος αν «υφίστανται Ορθοδοξία και δόγματα πίστεως άνευ συνοδικών αποφάσεων», αλλά όπως ισχύει στην πραγματικότητα· αν, δηλαδή, υφίστανται συνοδικές αποφάσεις άνευ της Ορθοδοξίας και των δογμάτων πίστεως.
Αυτό είναι το αληθινό διακύβευμα· η διαφύλαξη της αληθείας και της ακριβείας της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεώς μας, εκφραζομένης Συνοδικώς υπό της Αγιωτάτης Εκκλησίας μας στα πλαίσια της απρόσκοπτης λειτουργίας Της ως Αυτοκεφάλου Τοπικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Αυτό το διακύβευμα δεν θα παύσουμε, χάριτι Θεού, να υπερασπιζόμαστε και να διαφυλάττουμε ανεπηρέαστοι και άκαμπτοι μπροστά σε εκφοβισμούς, απειλές και εκβιασμούς. Ο προβληματισμός των δύο υψηλών επιστολογράφων είναι αθεμελίωτος. Η ορθόδοξη Εκκλησιολογία προσβάλλεται από ιεροκρατικές τάσεις που αγνοούν το πλήρωμα της Εκκλησίας, από περιφρόνηση της ιεροκανονικής και Πατερικής Παραδόσεως, όπως αυτή οριοθετήθηκε στις Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους για την στάση μας έναντι των αιρετικών, αλλά και από την εσχάτως ενισχυμένη υπερόρια ανάμειξη σε θέματα της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος.
Με εμπιστοσύνη στην Σεπτή Ιεραρχία της Εκκλησίας μας παρακαλούμε υιικώς τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο και τους Σεβασμιωτάτους Ποιμενάρχες μας να αποφανθούν και να τοποθετηθούν Συνοδικώς, με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, και να αναπαύσουν το εν Χριστώ ποίμνιό τους, που αγωνιά απληροφόρητο, αναμένοντας την φωνή της Μητέρας Εκκλησίας του.
Μετά βαθυτάτου σεβασμού,
Για την Σύναξη Κληρικών και Μοναχών
Αρχιμ. Μάρκος Μανώλης, Πνευματικός Προϊστάμενος «Πανελληνίου Ορθοδόξου Ενώσεως»
Αρχιμ. Χρυσόστομος Πήχος, Καθηγούμενος Ι. M. Λογγοβάρδας
Αρχιμ. Αθανάσιος Αναστασίου, Καθηγούμενος Ι. M. Μεγ. Μετεώρου
Αρχιμ. Μάξιμος Καραβάς, Καθηγούμενος Ι. M. Αγ. Παρασκευής Μηλοχωρίου Πτολεμαΐδος
Αρχιμ. Θεόκλητος Μπόλκας, Καθηγούμενος Ι. Ησυχ. Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκου, Χαλκιδική
Αρχιμ. Γρηγόριος Χατζηνικολάου, Καθηγούμενος Ι. M. Αγ. Τριάδος Άνω Γατζέας Βόλου
Αρχιμ. Σαράντης Σαράντος, Εφημέριος Ι. N. Κοιμήσεως Θεοτόκου Αμαρουσίου Αττικής
Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, Ομότ. Καθηγητής Θεολ. Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Ομότ. Καθηγητής Θεολ. Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Γέρων Ιερομόναχος Ευστράτιος Λαυριώτης
Πρεσβύτερος Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, Εφημέριος Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Πατρών
___________________________________________________________
Στην επιστολή-απάντηση προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τον Μητροπολίτη Περγάμου απαριθμούνται μία σειρά από ενέργειες του Οικουμενικού Πατριάρχη που πραγματοποιήθηκαν χωρίς καμμία πανορθόδοξη απόφαση.(Διαβάστε την Επιστολή παρακάτω πατώντας το Διαβάστε περισσότερα)..........
Καταδικάζονται οι εκφοβισμοί και οι απειλές τους Οικουμενικού Πατριαρχείου και στιγματίζεται "η γνωστή τακτική των αφορισμών και της συλλήβδην καταδίκης, που δεν ανέχεται αντίλογο, που αδυνατεί να διανοηθεί δεύτερη άποψη, που συντρίβει όποιον επιχειρεί να την εκφέρει. Η γνωστή τακτική, που αρέσκεται σε πειθαναγκασμούς, σε ποδηγέτηση, σε ολοκληρωτική επιβολή, σε εκκλησιαστικό ραγιαδισμό".
Γίνεται αναφορά στην εγκατάλειψη του ζητήματος της Ουνίας και την απόδοχή των θέσεων του Βατικανού, καθώς και στην επικείμενη Σύνοδο της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού διαλόγου σε λίγες ημέρες στην Κύπρο.
Τέλος δηλώνεται κατηγορηματικά ότι οι κληρικοί, μοναχοί και ο πιστός λαός θα συνεχίσουν να αγωνίζονται για την διαφύλαξη της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεως παραμένοντας "ανεπηρέαστοι και άκαμπτοι μπροστά σε εκφοβισμούς, απειλές και εκβιασμούς"
Ολόκληρο το κείμενο της επιστολής έχει ως εξής:
8 Οκτωβρίου 2009
Προς την Σεπτήν Ιεραρχίαν
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι άγιοι Αρχιερείς,
Τις τελευταίες ημέρες, και εν όψει της Συνόδου της Ολομελείας της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικών στην Κύπρο, επιχειρείται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο μία προσπάθεια σπιλώσεως, συκοφαντήσεως, εκφοβισμού και φιμώσεως όλων όσοι εξέφρασαν το τελευταίο διάστημα την αντίθεσή τους στα σύγχρονα οικουμενιστικά ανοίγματα και την πορεία του θεολογικού διαλόγου.
Η προσπάθεια αυτή έχει λάβει την επίσημη έκφρασή της σε δύο επιστολές, μία του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου προς τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο και μία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου προς όλους τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Και στις δύο αυτές επιστολές παρατηρούνται στοιχεία παρεμβατικής τακτικής και εισχωρήσεως στα της Εκκλησίας της Ελλάδος, αποπροσανατολισμού και επιλεκτικής αναφοράς ενεργειών και αποφάσεων, καθώς και παντελής έλλειψη επιχειρημάτων και τεκμηριωμένου λόγου.
Από το ύφος και το περιεχόμενο των επιστολών απορρέει μία απαξίωση προς την Εκκλησία της Ελλάδος, τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες της, τους κληρικούς και μοναχούς της, τους Καθηγητές θεολόγους της και τον πιστό λαό της. Όλους αυτούς τους μέμφονται για «ζηλωτικές τάσεις», σχισματική διάθεση, έλλειψη επιγνώσεως, «ολιγωρία», «απαξίωση των συνοδικών αποφάσεων», «εμπάθεια, φανατισμό η μανία αυτοπροβολής».
Είναι η γνωστή τακτική των αφορισμών και της συλλήβδην καταδίκης, που δεν ανέχεται αντίλογο, που αδυνατεί να διανοηθεί δεύτερη άποψη, που συντρίβει όποιον επιχειρεί να την εκφέρει. Η γνωστή τακτική, που αρέσκεται σε πειθαναγκασμούς, σε ποδηγέτηση, σε ολοκληρωτική επιβολή, σε εκκλησιαστικό ραγιαδισμό.
Είναι εμφανής η διάθεση εκ μέρους των δύο υψηλών αξιωματούχων να εισχωρήσουν σε εσωτερικές υποθέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με ανοίκειους χαρακτηρισμούς, υποδείξεις, έμμεσους εκβιασμούς και απειλές επιχειρείται η ποδηγέτηση και η χειραγώγηση των Ιεραρχών και η τεχνητή εκμαίευση της αποφάσεώς τους.
Η Εκκλησία της Ελλάδος καλείται, με τον τρόπο αυτό, ουσιαστικά να καταδικάσει τους ίδιους τους Επισκόπους της, τους κληρικούς της, τους μοναχούς της και τον πιστό λαό της, που υπέγραψαν και συνεχίζουν να υπογράφουν την «Ομολογία Πίστεως», αφού, κατά τον Οικουμενικό Πατριάρχη, «μη καταδικάζουσα αλλά δεχομένη σιωπηρώς.... δημιουργεί προβληματισμόν ουχί μόνον εις το ποίμνιον αυτής, αλλά και εις την μετά των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών κοινωνίαν αυτής». Αν η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως είχε ποίμνιο ευαίσθητο εις τα οικουμενιστικά δρώμενα, θα αντιμετώπιζε τις ίδιες ανησυχίες και τους ίδιους καλούς προβληματισμούς. Η παραδοσιακή Εκκλησία της Ελλάδος όχι μόνο δεν δημιουργεί προβλήματα στην μετά των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών κοινωνία, αλλά σ᾽ αυτή και στις υγιείς και ισχυρές θεολογικές της δυνάμεις στηρίζονται πάντοτε οι ομόδοξοι αδελφοί μας, όπως φάνηκε και από την ευρεία διορθόδοξη αποδοχή της «Ομολογίας».
Και διερωτώμεθα, μετά πόνου ψυχής, αν αναλογίστηκε ποτέ ο Οικουμενικός Πατριάρχης όχι μόνον τον προβληματισμό, αλλά την βαθειά οδύνη, την απογοήτευση και τον έντονο σκανδαλισμό, που προκαλεί ο ίδιος και ο συσχηματισμός με τους αιρετικούς στο ορθόδοξο ποίμνιο.
Κατηγορεί το κείμενο της «Ομολογίας Πίστεως» ότι δήθεν σε αυτό «ενυπάρχει το σπέρμα του σχίσματος». Και διερωτώμεθα πως με τόση ευκολία αναγορεύονται σε σχισματικά τα αυτονόητα της πίστεώς μας. Είναι σχισματικοί οι Άγιοι και Πατέρες της Εκκλησίας μας, που εθέσπισαν και εδογμάτισαν την αλήθεια και την ακρίβεια της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεώς μας; Μήπως αυτό επιβεβαιώνει παλαιότερη απαράδεκτη πατριαρχική θέση, σύμφωνα με την οποία «οι κληροδοτήσαντες εις ημάς την διάσπασιν προπάτορες ημών υπήρξαν ατυχή θύματα του αρχεκάκου όφεως και ευρίσκονται ήδη εις χείρας του δικαιοκρίτου Θεού»; (Επίσκεψις 30.11.1998).
Και στις δύο επιστολές γίνεται συνεχής επίκληση των πανορθοδόξων αποφάσεων, που αφορούν στην συνέχιση του θεολογικού διαλόγου με τους ετεροδόξους. Οι αποφάσεις αυτές ουδέποτε αμφισβητήθηκαν από τους ασκούντες κριτική στον οικουμενισμό, παρότι, βεβαίως, δεν αποτελούν θέσφατο και ούτε υπερισχύουν των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων και της δογματικής διδασκαλίας και συνειδήσεως της Εκκλησίας.
Η κριτική η οποία έχει ασκηθεί αφορά κυρίως ανοίγματα, ενέργειες και κείμενα, που δεν έχουν στηριχθεί σε πανορθόδοξη απόφαση και ουδέποτε εγκρίθηκαν συνοδικά, αλλά αντιθέτως αντιμετωπίσθηκαν αρνητικά από ορθοδόξου πλευράς. Πρόκειται για την εφαρμογή και την αποδοχή στην πράξη της παναιρέσεως του Οικουμενισμού.
Στην επιστολή του προς τον Μακαριώτατο κ. Ιερώνυμο ο Οικουμενικός Πατριάρχης υποστηρίζει ότι «τας μετά των ετεροδόξων επαφάς εγκρίνουν δια συνοδικών αποφάσεων πάσαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι».
· Και τίθεται το ερώτημα:
· Ποιές συνοδικές αποφάσεις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών ενέκριναν την συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριάρχου στις παπικές λειτουργίες στο Βατικανό;
· Ποιές συνοδικές αποφάσεις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών ενέκριναν την συμμετοχή του αιρεσιάρχη Πάπα στην ορθόδοξη Θεία Λειτουργία και την ανταλλαγή λειτουργικού ασπασμού με τον Οικουμενικό Πατριάρχη;
· Ποιές συνοδικές αποφάσεις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών ενέκριναν την συμμετοχή σε συμπροσευχές και λατρευτικές πράξεις των ετεροδόξων;
· Ποιές συνοδικές αποφάσεις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών έκαναν δεκτές από ορθοδόξου πλευράς τις αιρετικές θεωρίες των κλάδων, των αδελφών εκκλησιών, των δύο πνευμόνων, της αποδοχής του βαπτίσματος των ετεροδόξων;
Ποιές συνοδικές αποφάσεις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών ανεγνώρισαν το Βατικανό ως Εκκλησία και τον Πάπα ως κανονικό επίσκοπο, συνυπεύθυνο για την διαποίμανση των Χριστιανών;
Η επίμονη επίκληση των συνοδικών αποφάσεων και η περιχαράκωση σ’ αυτές καθιστά ακόμη πιο αναξιόπιστη την επιχειρηματολογία των δύο επιστολών, αφού, όπως αποδεικνύεται, πλείστες όσες ενέργειές τους πραγματοποιήθηκαν ερήμην η καθ’ υπέρβαση η και αντίθετα προς τις συνοδικές αποφάσεις.
Επισημαίνουμε επίσης την γνωστή τακτική της διπλής γραμμής πλεύσεως. Μία ορθοδοξότατη γραμμή στις Πανορθόδοξες Διασκέψεις και στις αλεπάλληλες περιοδείες ανά τις Μητροπόλεις της Ελλάδος και το Άγιο Όρος και μία άλλη, οικουμενιστική γραμμή στις επαφές με τους ετεροδόξους. Όχι το ναι ναι και το ου ου, αλλά άλλοτε ναι και άλλοτε ου.
Οι αποφάσεις για παράδειγμα της Γ Πανορθοδόξου Προσυνοδικής Διασκέψεως (1986), που επικαλείται ο Οικουμενικός Πατριάρχης, έχουν επανειλημμένα παραβιαστεί σε τέτοιο βαθμό, που να τις καθιστούν κενό γράμμα.
Αναφέρουμε ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα το τελικό κείμενο της Θ Γενικῆς Συνελεύσεως του Π.Σ.Ε. στο Porto Alegre, το οποίο συνυπέγραψαν και οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι και όπου συνομολογείται ότι «Ομολογούμε Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όπως αυτή ορίζεται από το σύμβολο Νικαίας-Κων/πολης (381). Κάθε εκκλησία (σημ. που συμμετέχει στο Π.Σ.Ε.) είναι η Εκκλησία καθολική και όχι απλά ένα μέρος της. Κάθε εκκλησία είναι η Εκκλησία καθολική, αλλά όχι στην ολότητά της. Κάθε εκκλησία εκπληρώνει την καθολικότητά της, όταν είναι σε κοινωνία με τις άλλες εκκλησίες» (Porto Alegre, Φεβρουάριος 2006).
Σε ο,τι αφορά δε τον διμερή θεολογικό διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς, στα πλαίσια της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου, είναι οφθαλμοφανής η εκτροπή από τις πανορθόδοξες αποφάσεις και τις δεσμεύσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα Μνημόνια των Ορθοδόξων Προκαθημένων, τα οποία επιλεκτικά επικαλείται ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου, θέτουν ως προϋπόθεση για την συνέχιση του διαλόγου και την αλλαγή της θεματολογίας του την προηγούμενη ουσιαστική καταδίκη της Ουνίας.
Το ζήτημα, βεβαίως, της Ουνίας δεν συζητήθηκε ούτε στο Βελιγράδι το 2004 ούτε και στη Ραβέννα το 2007 στις αντίστοιχες Συνόδους της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου. Στο κείμενο μάλιστα της Ραβέννας γίνεται έμμεσος, αλλά σαφέστατος διαχωρισμός του θέματος της Ουνίας από το συζητούμενο στην παρούσα φάση του διαλόγου. Αναφέρει επί λέξει το κείμενο της Ραβέννας: «Από του έτους 1990 μέχρι το 2000 το κύριον θέμα, το οποίον συνεζητήθη υπό της Επιτροπής, ήτο αυτό της «Ουνίας» (Κείμενον του Μπελεμεντίου, 1993, Βαλτιμόρη, 2000), θέμα, το οποίον θα εξετάσωμεν περαιτέρω εις το εγγύς μέλλον. Εν τω παρόντι επιλαμβανόμεθα του θέματος, το οποίον ετέθη εις το τέλος του Κειμένου του Βάλαμο και μελετώμεν τα θέματα εκκλησιαστικής κοινωνίας, της συνοδικότητας και της εξουσίας».
Παραλείπουμε την απαράδεκτη και προκλητική αποσιώπηση και εξαφάνιση στη Ραβέννα της καταδίκης της Ουνίας με απόφαση της Ολομελείας στο Freising του Μονάχου το 1990, που αποδεικνύει πόσο αναξιόπιστοι είναι οι του Βατικανού στο Διάλογο, αφού άλλες αποφάσεις δέχονται και άλλες απορρίπτουν, γράφοντάς μας, κατά το λεγόμενον, «εις τα παλαιότερα των υποδημάτων τους», και παρατηρούμε ότι είναι πρόφαση και υπεκφυγή του μητροπολίτου Περγάμου ότι θα συζητηθεί προσεχώς το θέμα της Ουνίας εις τα πλαίσια της συζητήσεως του θέματος περί του πρωτείου του Πάπα. Το θέμα της Ουνίας έπρεπε να είχε κλείσει με την απόφαση του Freising του Μονάχου, όπου Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί υπέγραψαν την καταδίκη της Ουνίας. Πρέπει να αισχύνονται και όχι να προκαλούν αυτοί που ταπείνωσαν την Ορθοδοξία στο Balamand του Λιβάνου (1993), όπου με απουσία έξι αυτοκεφάλων εκκλησιών (Ιεροσόλυμα, Σερβία, Βουλγαρία, Γεωργία, Ελλάς, Τσεχοσλοβακία) συρθήκαμε σε καινούργια περιττή συζήτηση για την Ουνία, με την οποία τη απαιτήσει του Βατικανού ακυρώσαμε την απόφαση του Μονάχου (1990), αθωώσαμε την Ουνία και το χειρότερο προβήκαμε σε σοβαρές παραχωρήσεις σε θέματα πίστεως· εξισώσαμε εκεί εκκλησιολογικά την Ορθόδοξη και την Ρωμαιοκαθολική «Εκκλησία», αρνηθέντες ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Και μόνο αυτό έπρεπε να φράττει το στόμα και να συγκρατεί την γραφίδα όσων τολμούν να ομιλούν για σεβασμό των συνοδικών αποφάσεων, τις οποίες κατεξευτέλισαν. Εξακολουθούμε μάλιστα να δεχόμαστε την Ουνία ως συνομιλητή μας στο Διάλογο.
Σε ο,τι αφορά δε συνολικά το κείμενο της Ραβέννας, το οποίο έχει δεχθεί οξύτατες κριτικές από ορθοδόξου πλευράς, διότι εκχωρεί την ορθόδοξη εκκλησιολογία στους αιρετικούς, δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα καμμία απολύτως συζήτηση, ενημέρωση, απόφαση η έγκριση σε Συνοδικό επίπεδο από την Εκκλησία της Ελλάδος.
Σε ποιές Πανορθόδοξες αποφάσεις αναφέρονται οι δύο αξιωματούχοι, όταν δεν υπάρχουν καν Συνοδικές εγκρίσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος για τα 10 κείμενα των Συνελεύσεων της Μικτής Επιτροπής που προηγήθηκαν;
Πως θα προσέλθει ο Συνοδικός απεσταλμένος της Εκκλησίας της Ελλάδος να συμμετάσχει στην διαπραγμάτευση του νέου κειμένου της Επιτροπής, όταν δεν έχει εγκριθεί Συνοδικά το προηγούμενο, το οποίο μάλιστα αποτελεί και την βάση του επικείμενου διαλόγου;
Ποιά αξιοπιστία μπορεί να έχει ένας τέτοιος διάλογος (υπό την συμπροεδρία του Σεβασμιωτάτου Περγάμου), όταν αδιαφορεί για την Συνοδική έγκριση των πορισμάτων του εκ μέρους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών που μετέχουν σ’ αυτόν;
Γιατί διαμαρτύρονται για την «Ομολογία Πίστεως», η οποία αποτελεί συνοδική συμμετοχή του πληρώματος της Εκκλησίας, την οποία έπρεπε να επιδιώκουν και όχι να αφορίζουν; Αυτό δεν είναι Ορθόδοξη Εκκλησιολογία αλλά παπική ιεροκρατία.
Αυτήν την ιεροκρατική «αυθεντία και το κύρος των Συνοδικών αποφάσεων» υπερασπίζεται ο Μητροπολίτης Περγάμου κι αυτό είναι το «εκκλησιολογικόν διακύβευμα» για το οποίο αγωνιά;
Το ερώτημα, το οποίο μας συνέχει, είναι πραγματικά αμείλικτο. Όχι, όμως, όπως το διαστρέφει κατακλείοντας την επιστολή του ο Μητροπολίτης Περγάμου, διερωτώμενος αν «υφίστανται Ορθοδοξία και δόγματα πίστεως άνευ συνοδικών αποφάσεων», αλλά όπως ισχύει στην πραγματικότητα· αν, δηλαδή, υφίστανται συνοδικές αποφάσεις άνευ της Ορθοδοξίας και των δογμάτων πίστεως.
Αυτό είναι το αληθινό διακύβευμα· η διαφύλαξη της αληθείας και της ακριβείας της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεώς μας, εκφραζομένης Συνοδικώς υπό της Αγιωτάτης Εκκλησίας μας στα πλαίσια της απρόσκοπτης λειτουργίας Της ως Αυτοκεφάλου Τοπικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Αυτό το διακύβευμα δεν θα παύσουμε, χάριτι Θεού, να υπερασπιζόμαστε και να διαφυλάττουμε ανεπηρέαστοι και άκαμπτοι μπροστά σε εκφοβισμούς, απειλές και εκβιασμούς. Ο προβληματισμός των δύο υψηλών επιστολογράφων είναι αθεμελίωτος. Η ορθόδοξη Εκκλησιολογία προσβάλλεται από ιεροκρατικές τάσεις που αγνοούν το πλήρωμα της Εκκλησίας, από περιφρόνηση της ιεροκανονικής και Πατερικής Παραδόσεως, όπως αυτή οριοθετήθηκε στις Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους για την στάση μας έναντι των αιρετικών, αλλά και από την εσχάτως ενισχυμένη υπερόρια ανάμειξη σε θέματα της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος.
Με εμπιστοσύνη στην Σεπτή Ιεραρχία της Εκκλησίας μας παρακαλούμε υιικώς τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο και τους Σεβασμιωτάτους Ποιμενάρχες μας να αποφανθούν και να τοποθετηθούν Συνοδικώς, με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, και να αναπαύσουν το εν Χριστώ ποίμνιό τους, που αγωνιά απληροφόρητο, αναμένοντας την φωνή της Μητέρας Εκκλησίας του.
Μετά βαθυτάτου σεβασμού,
Για την Σύναξη Κληρικών και Μοναχών
Αρχιμ. Μάρκος Μανώλης, Πνευματικός Προϊστάμενος «Πανελληνίου Ορθοδόξου Ενώσεως»
Αρχιμ. Χρυσόστομος Πήχος, Καθηγούμενος Ι. M. Λογγοβάρδας
Αρχιμ. Αθανάσιος Αναστασίου, Καθηγούμενος Ι. M. Μεγ. Μετεώρου
Αρχιμ. Μάξιμος Καραβάς, Καθηγούμενος Ι. M. Αγ. Παρασκευής Μηλοχωρίου Πτολεμαΐδος
Αρχιμ. Θεόκλητος Μπόλκας, Καθηγούμενος Ι. Ησυχ. Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκου, Χαλκιδική
Αρχιμ. Γρηγόριος Χατζηνικολάου, Καθηγούμενος Ι. M. Αγ. Τριάδος Άνω Γατζέας Βόλου
Αρχιμ. Σαράντης Σαράντος, Εφημέριος Ι. N. Κοιμήσεως Θεοτόκου Αμαρουσίου Αττικής
Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, Ομότ. Καθηγητής Θεολ. Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Ομότ. Καθηγητής Θεολ. Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Γέρων Ιερομόναχος Ευστράτιος Λαυριώτης
Πρεσβύτερος Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, Εφημέριος Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Πατρών
___________________________________________________________
NEAFECTAŢI ŞI INFLEXIBILI
LA INTIMIDĂRI, AMENINŢĂRI ŞI ŞANTAJ
Clerici şi monahi dau un răspuns la ameninţările Patriarhului Ecumenic printr-o scrisoare către Sfântul Sinod al Bisericii din Grecia, în care condamnă încercarea Fanarului de a interveni în treburile interne ale Bisericii Greciei.
În scrisoarea-răspuns către Patriarhul Ecumenic şi Mitropolitul Pergamului sunt enumerate o serie din acţiunile Patriarhului Ecumenic care au avut loc fără nici o hotărâre panortodoxă. Sunt condamnate intimidările şi ameninţările Patriarhului Ecumenic şi se stigmatizează „cunoscuta tactică a afurisirilor şi a condamnării colective, care nu acceptă a acorda drept la replică, care e incapabilă a accepta o altă opinie, care desfiinţează pe oricine ar încerca să o emită. Cunoscuta tactică, care se rezumă la convingerile cu forţa, conducere, călăuză, impunere totalitară şi sclavie bisericească”.
Se face referire la abandonarea problematicii Uniaţiei şi la acceptarea poziţiilor Vaticanului, precum şi la întrunirea viitoare a Comisiei Mixte pentru Dialogul Teologic, ce va avea loc peste puţine zile în Cipru.
În cele din urmă, se declară categoric că monahii, clericii şi credinciosul popor vor continua să lupte pentru păzirea neprihănitei Credinţe Ortodoxe, rămânând „neafectaţi şi inflexibili la intimidări, ameninţări şi şantaje”.
Textul întreg al scrisorii are următorul conţinut:
8 octombrie 2009
Către Respectabila Ierarhie a Bisericii Greciei
Preafericite,
Înaltpreasfinţiţi şi Sfinţi Arhierei,
În ultimele zile şi cu prilejul Adunării în Cipru a plenului Comisiei Mixte pentru Dialogul Teologic dintre ortodocşi şi romano-catolici, se pregăteşte din partea Patriarhiei Ecumenice o încercare de ponegrire, de calomniere, de intimidare şi reducere la tăcere a tuturor acelora care şi-au exprimat în ultima perioadă împotrivirea la deschiderile ecumeniste actuale şi la demersul Dialogului Teologic.
Această încercare a luat o expresie oficială în două scrisori: una a Sanctităţii Sale, Patriarhul ecumenic, kir Bartolomeu, către Preafericitul Arhiepiscop al Atenei şi a toată Grecia, kir Ieronim, şi una a Înaltpreasfinţitului Mitropolit Ioan de Pergam către toţi Înaltpreasfinţiţii Mitropoliţi ai Bisericii Greciei.
În ambele scrisori se observă elemente ale unei tactici de intervenţie şi de penetrare în problemele interne ale Bisericii Greciei, de dezorientare şi de raportare selectivă la fapte şi hotărâri, precum şi o totală lipsă de argumente şi de motive întemeiate.
Din stilul şi conţinutul scrisorilor rezultă o depreciere la adresa Bisericii Greciei, a Înaltpreasfinţiţilor Mitropoliţi ai Ei, a clericilor şi monahilor Ei, a profesorilor Ei de Teologie şi a poporului Ei credincios. Pe toţi aceştia îi consideră vinovaţi de „tendinţe zelotiste”, dispoziţie schismatică, lipsă de informare, „neglijenţă”, „nerespectare a hotărârilor sinodale”, „patimă, fanatism sau mania auto-afirmării”.
Este cunoscută tactica afurisirilor şi a condamnării comune, care nu înţelege a acorda dreptul la replică, care e incapabilă în a accepta o altă opinie, care desfiinţează pe oricine ar încerca să o emită. Cunoscuta tactică, care se rezumă la convingerile cu forţa, conducere, călăuză, impunere totalitară şi sclavie bisericească. Este evidentă dispoziţia celor doi înalţi demnitari de a interveni în problemele interne ale Bisericii Greciei. Prin catalogări şi sugestii necuvenite, prin şantaje şi ameninţări indirecte se încearcă conducerea şi manipularea ierarhilor şi urzirea artificială a hotărârii lor.
Biserica Greciei este chemată în felul acesta să-i condamne în esenţă pe propriii Ei episcopi, pe clericii Ei, pe monahii Ei şi pe poporul Ei credincios, care au semnat şi continuă să semneze „Mărturisirea de Credinţă împotriva Ecumenismului”, de vreme ce, conform Patriarhul Ecumenic, „necondamnând, dar acceptând prin tăcere... creează problematizare (nelinişte) nu doar turmei Ei, ci şi celorlalte Biserici Ortodoxe care sunt în comuniune cu Ea”. Dacă Biserica Constantinopolului ar fi avut o turmă sensibilă la evenimentele ecumeniste, ar fi înfruntat aceleaşi nelinişti şi aceleaşi bune problematizări. Biserica tradiţională a Greciei nu numai că nu creează probleme comuniunii cu celelalte Biserici Ortodoxe, ci pe Ea şi pe forţele Ei teologice sănătoase şi viguroase se sprijină întotdeauna fraţii noştri de aceeaşi credinţă, după cum s-a putut observa şi din larga primire interortodoxă a „Mărturisirii”.
Şi ne întrebăm cu durere în suflet, dacă Patriarhul Ecumenic a luat în calcul vreodată nu doar problematizarea, ci durerea profundă, deznădejnea şi marea sminteală pe care o provoacă el însuşi şi conformarea cu ereticii în turma ortodoxă.
Critică textul „Mărturisirii de Credinţă” cum că în el – chipurile – „există sămânţa schismei”. Şi ne întrebăm: cum prezintă cu atâta uşurinţă drept schismatice cele proprii credinţei noastre? Sunt schismatici Sfinţii şi Părinţii Bisericii noastre, care au legiuit şi au dogmatizat Adevărul şi scumpătatea Credinţei noastre Ortodoxe? Nu cumva aceasta confirmă inadmisibila teză mai veche a Patriarhului, conform căreia strămoşii noştri, care ne-au lăsat ca moştenire schisma, au fost victimele nefericite ale şarpelui-începătorul răutăţii şi se află deja în mâinile lui Dumnezeu, Dreptul Judecător? (Επίσκεψις, 30.11.1998).
În ambele scrisori se invocă continuu hotărârile panortodoxe, referitoare la continuarea Dialogului Teologic cu eterodocşii. Aceste hotărâri nu au fost puse la îndoială niciodată de către cei ce critică ecumenismul, cu toate că, desigur, ele nu constituie o descoperire divină şi nici nu au o putere mai mare decât hotărârile Sinoadelor Ecumenice şi decât învăţătura şi conştiinţa dogmatică a Bisericii.
Critica exercitată se referă în principal la deschiderile, acţiunile şi textele care nu s-au făcut în baza vreunei hotărâri panortodoxe şi nu au fost girate sinodal niciodată, ci, dimpotrivă, au fost întâmpinate negativ de partea ortodoxă. Este vorba despre punerea în practică şi acceptarea de facto a panereziei ecumenismului.
În scrisoarea sa către Preafericitul Kir Ieronim, Patriarhul Ecumenic susţine: „contactele cu eterodocşii sunt aprobate prin hotărâri sinodale de către toate Bisericile Ortodoxe.
Şi se pune întrebarea:
Care hotărâri sinodale ale tuturor Bisericilor Ortodoxe au aprobat participarea Patriarhului Ecumenic la liturghiile catolice de la Vatican?
Care hotărâri sinodale ale tuturor Bisericilor Ortodoxe au aprobat participarea ereziarhului Papă la Dumnezeiasca Liturghie ortodoxă şi schimbarea sărutului liturgic cu Patriarhul Ecumenic?
Care hotărâri sinodale ale tuturor Bisericilor Ortodoxe au aprobat participarea la rugăciunile în comun şi la actele de cult cu eterodocşii?
Care hotărâri sinodale ale tuturor Bisericilor Ortodoxe au făcut acceptabile pentru partea ortodoxă teoriile eretice ale ramurilor, Bisericilor surori, celor doi plămâni, a acceptării botezului eterodocşilor?
Care hotărâri sinodale ale tuturor Bisericilor Ortodoxe au recunoscut Vaticanul drept Biserică şi pe Papă drept episcop canonic, coresponsabil pentru păstorirea creştinilor?
Invocarea insistentă a hotărârilor sinodale şi retranşamentul în ele face cu totul lipsită de credibilitate argumentaţia celor două scrisori, de vreme ce - după cum se dovedeşte, multitudinea acestor acţiuni ale lor au fost realizate în lipsa, peste sau chiar contra unor hotărâri sinodale.
Semnalăm şi cunoscuta tactică a liniei duble de plutire. O linie foarte ortodoxă în cadrul Conferinţelor Panortodoxe şi în călătoriile prin Mitropoliile Greciei şi în Sfântul Munte şi o altă linie ecumenistă în contactele cu eterodocşii. Nu ceea ce este da, da şi ceea ce este nu, nu; ci uneori da, alteori nu.
De pildă, hotărârile celei de a III-a Conferinţe Panortodoxe Presinodală (1986) pe care o invocă Patriarhul Ecumenic, au fost încălcate în mod repetat într-un asemenea măsură, încât de-acum ele constituie o literă goală.
Menţionăm ca pe un exemplu semnificativ textul final al celei de-a IX-a Adunări Generale a Consiliului Mondial al Bisericilor de la Porto Alegre, care a fost semnat în comun şi cu reprezentanţii ortodocşi şi în care se declară că „mărturisim Biserica cea Una, Sfântă, Universală şi Apostolică, după cum este mărturisită Ea de către Simbolul niceo-constantinopolitan (381). Orice biserică (notă: care participă în Consiliul Mondial al Bisericilor) este Biserica Universală, şi nu doar o parte a Ei. Fiecare biserică este Biserica Universală, dar nu în integralitatea ei. Fiecare biserică îşi desăvârşeşte universalitatea ei, atunci când este în comuniune cu celelalte biserici” (Porto Alegre, februarie 2006).
În tot ceea ce priveşte Dialogul Teologic Bilateral cu romano-catolicii, în cadrul Comisiei Mixte Internaţionale pentru Dialogul Teologic, este evidentă abaterea de la hotărârile şi angajamentele panortodoxe. Este semnificativ că memoriile Întâistătătorilor ortodocşi pe care le invocă doar selectiv Înaltpreasfinţitul Mitropolit de Pergam, pun ca şi condiţie pentru continuarea Dialogului şi schimbarea tematologiei lui, condamnarea anterioară substanţială a Uniaţiei.
Desigur că problema Uniaţiei nu a fost dezbătută nici la Belgrad în 2004, nici la Ravenna în 2007 în cadrul întrunirilor respective ale Comisiei Mixte pentru Dialogul Teologic. Mai mult, în Textul de la Ravenna se face o delimitare indirectă, dar foarte evidentă, între tema Uniaţiei şi ceea ce se dezbate în faza prezentă a Dialogului. Textul de la Ravenna menţionează: „Din anul 1990 până în anul 2000, tema principală care a fost dezbătută de Comisie a fost cea a „Uniaţiei” (Textul de la Balamand din 1993, Baltimore, 2000), temă pe care o vom examina mai departe în viitorul apropiat. În prezent, depăşim această temă care s-a expus la sfârşitul Textului de la Valaam şi studiem teme referitoare la comuniunea bisericească, sinodalitate şi autoritate”.
Lăsăm la o parte inadmisibila şi provocatoarea trecere sub tăcere şi absenţă la Ravenna a condamnării Uniaţiei prin hotărârea plenului la Freising (Monaco, 1990), care dovedeşte cât de lipsiţi de credibilitate sunt reprezentanţii Vaticanului la Dialog, pentru că unele hotărâri sunt acceptate, iar altele sunt respinse, „scriindu-ne” – conform zicalei – „la încălţămintea lor mai veche” şi observăm că este un pretext şi un subterfugiu al Mitropolitului de Pergam faptul că tema Uniaţiei se va dezbate în curând, în cadrul dezbaterii temei referitoare la primatul papal. Tema Uniaţiei se părea că s-a definitivat prin hotărârea de la Freising (Monaco), unde ortodocşii şi romano-catolicii au semnat condamnarea Uniaţiei. Ar trebui să se ruşineze şi nu să atace cei care au umilit Ortodoxia la Balamand, în Liban (1993), unde, în absenţa a şase Biserici Autocefale (Ierusalim, Serbia, Bulgaria, Georgia, Grecia, Cehoslovacia) am fost atraşi spre o nouă şi inutilă dezbatere despre Uniaţie, prin care, la pretenţia Vaticanului, am anulat hotărârea de la Monaco (1990), am disculpat Uniaţia şi, ceea ce este mai rău, am mers mai departe spre cedări serioase în temele credinţei; am egalizat acolo eclesiologic „Biserica Romano-Catolică” cu cea Ortodoxă, negând că Biserica Ortodoxă este cea Una, Sfântă, Sobornicească şi Apostolească Biserică. Şi doar acest lucru ar fi trebuit să astupe gura şi să reţină condeiul celor care îndrăznesc să vorbească despre respectarea hotărârilor sinodale, hotărâri pe care le-au încălcat sistematic. Mai mult, continuăm să acceptăm Uniaţia ca partener co-vorbitor în cadrul Dialogului.
Iar în tot ceea ce priveşte integral Textul de la Ravenna care a primit critici foarte dure din partea ortodoxă, deoarece cedează eclesiologia ortodoxă ereticilor, până astăzi nu a existat nici măcar o dezbatere, informare, hotărâre sau aprobare la nivel sinodal din partea Bisericii Greciei.
La ce hotărâri panortodoxe se referă cei doi demnitari, când nu există nici măcar aprobări sinodale ale Bisericii Greciei referitoare la cele zece texte ale întrunirilor anterioare ale Comisiei Mixte?
Cum se va duce trimisul sinodal al Bisericii Greciei să participe la redactarea noului Text al Comisiei, când nu a fost aprobat sinodal cel anterior, care desigur constituie şi baza Dialogului prezent? Ce credibilitate poate să aibă un astfel de Dialog (sub copreşedenţia Înaltpreasfinţitului Mitropolit de Pergam), când el este indiferent faţă de aprobarea sinodală a concluziilor lui de către Bisericile Ortodoxe Locale care participă la el?
De ce protestează împotriva „Mărturisirii de Credinţă împotriva ecumenismului”, care constituie o participare sinodală a pleromei Bisericii, pe care ar fi trebuit să o caute şi nu să o afurisească? Aceasta nu înseamnă eclesiologie ortodoxă, ci ierokratia (sfânta autoritate) papală.
Această ierocratică „autoritate şi aprobare a hotărârilor sinodale” o apără Mitropolitul de Pergam şi acesta este „riscul eclesiologic (provocarea eclesiologică)” pentru care se nelinişteşte?
Întrebarea ce urmează este într-adevăr necruţătoare. Însă nu aşa cum o perverteşte Mitropolitul de Pergam încheindu-şi scrisoarea, în care se întreabă dacă „Există Ortodoxie şi dogme ale credinţei în afara hotărârilor sinodale?”, ci precum este valabil în realitate. Adică: Există hotărâri sinodale în afara Ortodoxiei şi a dogmelor credinţei?
Aceasta este adevărata provocare: păzirea Adevărului şi a scumpătăţii Neprihănitei noastre Credinţe Ortodoxe, exprimate sinodal de către Preasfânta noastră Biserică în cadrul funcţionalităţii Ei neîmpiedicate de Biserică Ortodoxă Locală Autocefală.
Această provocare nu vom înceta, prin harul lui Dumnezeu, a o apăra şi a o păzi neafectaţi şi inflexibili în faţa intimidărilor, ameninţărilor şi şantajelor. Problematizarea celor doi Înalţi epistolografi este neîntemeiată. Eclesiologia ortodoxă este atacată de tendinţe ierocratice, care ignoră pleroma Bisericii din dispreţ faţă de Predania ierocanonică şi patristică, după cum a fost ea definită şi formulată în cadrul Sinoadelor Ecumenice şi Locale cu privire la poziţia noastră în faţa ereticilor, dar şi de implicarea puternică şi nelimitată, relativ recentă, în problemele Bisericii Autocefale a Greciei.
Cu încredere în respectabila Ierarhie a Bisericii noastre, rugăm filial pe Preafericitul Arhiepiscop şi pe Înaltpreasfinţiţii Arhipăstorii noştri să hotărască şi să se poziţioneze sinodal, prin luminarea Sfântului Duh şi să odihnească în Hristos turma lor, care se nelinişteşte de lipsa de informare, aşteptând glasul Mamei ei -Biserica.
Cu profund respect,
Sinaxa Clericilor şi Monahilor:
Arhimandritul Markos Manolis, Întâistătătorul duhovnicesc al „Uniunii Ortodoxe Panelenice”
Arhimandritul Hrisostomos Pihos, Egumenul Sfintei Mănăstiri Longobarda
Arhimandritul Athanasios Anastasiou, Egumenul Sfintei Mănăstiri Marea Meteoră
Arhimandritul Maximos Karavas, Egumenul Sfintei Mănăstiri a Sfintei Paraschevi din Milohorios-Ptolemaida
Arhimandritul Theoklitos Volkas, Egumenul Sfintei Sihăstrii a Sfântului Arsenie Capadocianul, Halkidiki
Arhimandritul Grigorios Hatzinikolau, Egumenul Sfintei Mănăstiri a Sfintei Treimi din Ano Gatzeas, Volos
Arhimandritul Sarantis Sarantos, preot slujitor la Sfânta Biserică a Adormirii Născătoarei de Dumnezeu din Amarousios, Attika
Protopresbiterul Gheorghios Metallinos, profesor emerit al Facultăţii de Teologie din cadrul Universităţii din Atena
Protopresbiterul Theodoros Zisis, profesor emerit al Facultăţii de Teologie din cadrul Universităţii din Tesalonic
Gheron Ieromonah Evstratios Lavriotul
Presbiterul Anastasios Gotsopulos, preot slujitor la Sfânta Biserică a Sfântului Nicolae din Patra.
(traducere din greacă: ierom. Fotie; sursa: http://orthodoxia-pateriki.blogspot.com/)
1 σχόλιο:
Πατερικης πνοής κείμενο. Ο Αγιος Θεός ας φωτίζει πάντοτε τους σεβαστούς μας πατέρες που ηγούνται του αγώνα εναντίον του Οικουμενισμού
Δημοσίευση σχολίου