πηγή: Ακτίνες
Γράφει ο κ. Νικήτας Αλιπράντης,
Καθηγητής Νομικής Πανεπιστημίου Θράκης και Στρασβούργου
Μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τον Εσταυρωμένο στα σχολεία, καλό είναι να γίνουν μερικές διευκρινίσεις και για τους ανησυχούντες και για τους υπερμάχους της. Η βασική διευκρίνιση είναι ότι η απόφαση στηρίζεται σε νομικά και πραγματικά δεδομένα της Ιταλίας, που είναι τελείως ξένα προς την ελληνική πραγματικότητα και επομένως δεν μπορεί, εξ ορισμού, να έχει επιπτώσεις στον τόπο μας. Η βασική διαφορά έγκειται στο ότι στην Ιταλία υπάρχει εκ του νόμου υποχρέωση να εκτίθεται ο Εσταυρωμένος στις σχολικές τάξεις......
Αυτή επιβλήθηκε με κρατική πράξη ήδη από το 19ο αιώνα. Και επειδή η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει από αιώνων και κρατική υπόσταση, το ζήτημα συνδέθηκε με τις σχέσεις της με το Ιταλικό κράτος, που την αναγνώρισε ως τη μόνη επίσημη θρησκεία. Μετά την επέμβαση των Ιταλών επαναστατών έγινε ένα διάλειμμα (1871-1929), αλλ’ επί φασισμού ο επίσημος χαρακτήρας της ανανεώθηκε και διατηρήθηκε μέχρι το κονκορδάτο του 1984 που τον κατήργησε, χωρίς πάντως να καταργήσει τους κρατικούς κανόνες που επέβαλλαν την σχετική υποχρέωση. Επομένως, το δικαστήριο του Στρασβούργου έπρεπε να κρίνει εάν η προβλεπόμενη από κρατικούς κανόνες υποχρεωτική έκθεση του Εσταυρωμένου ήταν αντίθετη με την ευρωπαϊκή σύμβαση δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Σε μας η ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε διανοήθηκε να αυτοανακηρυχθεί σε κρατική εξουσία με πρόθεση να αναγνωριστεί ως η μόνη επίσημη θρησκεία του κράτους. Όσο για τις εικόνες, η ύπαρξή τους σε κάθε είδους εσωτερικούς χώρους και γραφεία, δημόσια και ιδιωτικά, δεν επιβλήθηκε από το κράτος. Πρόκειται για έθιμο που έχει δημιουργηθεί από τον από αιώνων σεβασμό της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων της Ελλάδος. Όπως είναι γνωστό (στους νομικούς), για κάθε έθιμο δεν είναι αναγκαίο να μετέχουν στη διαμόρφωσή του όλα τα άτομα που διέπονται από αυτό, αρκεί η ύπαρξη μεγάλης πλειοψηφίας.
Ως απλή έκφραση ευλάβειας, η ύπαρξη εικόνων στα σχολεία δεν υποβάλλει ούτε έμμεσα, στους μαθητές οποιαδήποτε υποκίνηση αποδοχής της χριστιανικής πίστης ή οποιαδήποτε ιδέα προτίμησής της έναντι άλλων θρησκειών ή έναντι έλλειψης θρησκευτικής πίστης. Έτσι, γενικά, και οι μη χριστιανοί γονείς και μαθητές ούτε ενοχλούνται ούτε θεωρούν ότι προσβάλλεται η ελευθερία συνείδησής τους ή οποιαδήποτε άλλη πίστη τους. Αν βρεθούν κάποιοι που στην Ελλάδα ενοχλούνται ιδιαίτερα από τη θέα των εικόνων, απλώς προδίδουν ότι εμφορούνται από ένα είδος μισαλλοδοξίας, αντίστοιχης με εκείνης ορισμένων φανατικών θρησκευόμενων, στάση που, για αυτόν τον λόγο, δεν προστατεύεται από την εσωτερική ή τη διεθνή έννομη τάξη. Όπως έγραφε και ο συνταγματολόγος καθηγητής και γνωστός για τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις Αριστόβουλος Μανέσης, οι συνταγματικοί ή οι διεθνείς κανόνες που θεσπίζουν την θρησκευτική ελευθερία δεν είναι δυνατό να ερμηνεύονται ερήμην της κοινωνικής πραγματικότητας.
Σ’ εμάς, η ύπαρξη εικόνων (και μάλιστα του προσώπου του Χριστού και όχι του Εσταυρωμένου, που μπορεί να προκαλέσει φόβο ή αποστροφή στα παιδιά) δεν συνδέθηκε ποτέ ούτε συνδέεται με το σύστημα σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας. Ακόμη και αν επικρατούσε στην Ελλάδα το λεγόμενο λαϊκό (κοσμικό) κράτος, αυτό δεν θα είχε ως συνέπεια την απομάκρυνση των εικόνων, δηλαδή την κατάργηση ενός εθίμου αιώνων. Νόμος θα μπορούσε να το καταργήσει; Ούτε αυτό φαίνεται δυνατό, γιατί, όπως γράφει ο καθηγητής και πρόεδρος της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου της Ευρώπης J. P. Jacqué, το σύστημα του λαϊκού κράτους «δεν πρέπει να επιδιώκει να διαγράψει το παρελθόν και, αν το κάνει, θα προσβάλλει την ελευθερία συνείδησης των πολιτών».
Αλλά έχει ίσως μεγαλύτερη σημασία να συνειδητοποιηθεί ότι, όπως έχει δεχθεί και το ιταλικό συνταγματικό δικαστήριο, η ίση προστασία της συνείδησης κάθε προσώπου δεν αντιφάσκει με την δυνατότητα μιας διαφορετικής νομικής ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ κράτους και των διαφόρων θρησκειών. Ιδίως όταν πρόκειται για χώρες, όπως η Ελλάδα, με θεμελιακά διαφορετική θρησκευτική ιστορία απ’ αυτήν της Δύσης, ο απόλυτος θρησκευτικός αποχρωματισμός του κράτους κατά το γαλλικό «λαϊκό» πρότυπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απαραίτητος εκσυγχρονισμός αλλά μάλλον ως αθεμελίωτη ευθυγράμμιση με αλλότρια πρότυπα. Μήπως ισχύει γι’ αυτούς, που επικαλούνται την απόφαση του δικαστηρίου για την Ιταλία και ζητούν την απομάκρυνση των εικόνων από του δημόσιους χώρους, ο λόγος του Τσαρούχη ότι κάποιοι θέλουν να «μας επιβάλουν να θεωρούμε άξιο λόγου μόνο ό,τι είναι εφάμιλλο των ευρωπαϊκών»;
Γράφει ο κ. Νικήτας Αλιπράντης,
Καθηγητής Νομικής Πανεπιστημίου Θράκης και Στρασβούργου
Μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τον Εσταυρωμένο στα σχολεία, καλό είναι να γίνουν μερικές διευκρινίσεις και για τους ανησυχούντες και για τους υπερμάχους της. Η βασική διευκρίνιση είναι ότι η απόφαση στηρίζεται σε νομικά και πραγματικά δεδομένα της Ιταλίας, που είναι τελείως ξένα προς την ελληνική πραγματικότητα και επομένως δεν μπορεί, εξ ορισμού, να έχει επιπτώσεις στον τόπο μας. Η βασική διαφορά έγκειται στο ότι στην Ιταλία υπάρχει εκ του νόμου υποχρέωση να εκτίθεται ο Εσταυρωμένος στις σχολικές τάξεις......
Αυτή επιβλήθηκε με κρατική πράξη ήδη από το 19ο αιώνα. Και επειδή η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει από αιώνων και κρατική υπόσταση, το ζήτημα συνδέθηκε με τις σχέσεις της με το Ιταλικό κράτος, που την αναγνώρισε ως τη μόνη επίσημη θρησκεία. Μετά την επέμβαση των Ιταλών επαναστατών έγινε ένα διάλειμμα (1871-1929), αλλ’ επί φασισμού ο επίσημος χαρακτήρας της ανανεώθηκε και διατηρήθηκε μέχρι το κονκορδάτο του 1984 που τον κατήργησε, χωρίς πάντως να καταργήσει τους κρατικούς κανόνες που επέβαλλαν την σχετική υποχρέωση. Επομένως, το δικαστήριο του Στρασβούργου έπρεπε να κρίνει εάν η προβλεπόμενη από κρατικούς κανόνες υποχρεωτική έκθεση του Εσταυρωμένου ήταν αντίθετη με την ευρωπαϊκή σύμβαση δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Σε μας η ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε διανοήθηκε να αυτοανακηρυχθεί σε κρατική εξουσία με πρόθεση να αναγνωριστεί ως η μόνη επίσημη θρησκεία του κράτους. Όσο για τις εικόνες, η ύπαρξή τους σε κάθε είδους εσωτερικούς χώρους και γραφεία, δημόσια και ιδιωτικά, δεν επιβλήθηκε από το κράτος. Πρόκειται για έθιμο που έχει δημιουργηθεί από τον από αιώνων σεβασμό της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων της Ελλάδος. Όπως είναι γνωστό (στους νομικούς), για κάθε έθιμο δεν είναι αναγκαίο να μετέχουν στη διαμόρφωσή του όλα τα άτομα που διέπονται από αυτό, αρκεί η ύπαρξη μεγάλης πλειοψηφίας.
Ως απλή έκφραση ευλάβειας, η ύπαρξη εικόνων στα σχολεία δεν υποβάλλει ούτε έμμεσα, στους μαθητές οποιαδήποτε υποκίνηση αποδοχής της χριστιανικής πίστης ή οποιαδήποτε ιδέα προτίμησής της έναντι άλλων θρησκειών ή έναντι έλλειψης θρησκευτικής πίστης. Έτσι, γενικά, και οι μη χριστιανοί γονείς και μαθητές ούτε ενοχλούνται ούτε θεωρούν ότι προσβάλλεται η ελευθερία συνείδησής τους ή οποιαδήποτε άλλη πίστη τους. Αν βρεθούν κάποιοι που στην Ελλάδα ενοχλούνται ιδιαίτερα από τη θέα των εικόνων, απλώς προδίδουν ότι εμφορούνται από ένα είδος μισαλλοδοξίας, αντίστοιχης με εκείνης ορισμένων φανατικών θρησκευόμενων, στάση που, για αυτόν τον λόγο, δεν προστατεύεται από την εσωτερική ή τη διεθνή έννομη τάξη. Όπως έγραφε και ο συνταγματολόγος καθηγητής και γνωστός για τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις Αριστόβουλος Μανέσης, οι συνταγματικοί ή οι διεθνείς κανόνες που θεσπίζουν την θρησκευτική ελευθερία δεν είναι δυνατό να ερμηνεύονται ερήμην της κοινωνικής πραγματικότητας.
Σ’ εμάς, η ύπαρξη εικόνων (και μάλιστα του προσώπου του Χριστού και όχι του Εσταυρωμένου, που μπορεί να προκαλέσει φόβο ή αποστροφή στα παιδιά) δεν συνδέθηκε ποτέ ούτε συνδέεται με το σύστημα σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας. Ακόμη και αν επικρατούσε στην Ελλάδα το λεγόμενο λαϊκό (κοσμικό) κράτος, αυτό δεν θα είχε ως συνέπεια την απομάκρυνση των εικόνων, δηλαδή την κατάργηση ενός εθίμου αιώνων. Νόμος θα μπορούσε να το καταργήσει; Ούτε αυτό φαίνεται δυνατό, γιατί, όπως γράφει ο καθηγητής και πρόεδρος της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου της Ευρώπης J. P. Jacqué, το σύστημα του λαϊκού κράτους «δεν πρέπει να επιδιώκει να διαγράψει το παρελθόν και, αν το κάνει, θα προσβάλλει την ελευθερία συνείδησης των πολιτών».
Αλλά έχει ίσως μεγαλύτερη σημασία να συνειδητοποιηθεί ότι, όπως έχει δεχθεί και το ιταλικό συνταγματικό δικαστήριο, η ίση προστασία της συνείδησης κάθε προσώπου δεν αντιφάσκει με την δυνατότητα μιας διαφορετικής νομικής ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ κράτους και των διαφόρων θρησκειών. Ιδίως όταν πρόκειται για χώρες, όπως η Ελλάδα, με θεμελιακά διαφορετική θρησκευτική ιστορία απ’ αυτήν της Δύσης, ο απόλυτος θρησκευτικός αποχρωματισμός του κράτους κατά το γαλλικό «λαϊκό» πρότυπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απαραίτητος εκσυγχρονισμός αλλά μάλλον ως αθεμελίωτη ευθυγράμμιση με αλλότρια πρότυπα. Μήπως ισχύει γι’ αυτούς, που επικαλούνται την απόφαση του δικαστηρίου για την Ιταλία και ζητούν την απομάκρυνση των εικόνων από του δημόσιους χώρους, ο λόγος του Τσαρούχη ότι κάποιοι θέλουν να «μας επιβάλουν να θεωρούμε άξιο λόγου μόνο ό,τι είναι εφάμιλλο των ευρωπαϊκών»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου