Γράφει ο κ. Τριαντάφυλλος Σιούλης, Δρ. Φ., Σχολικός Σύμβουλος ΔΕ,
Διδάσκων στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Βελλάς Ιωαννίνων
Είναι πολύ σημαντική και παρήγορη ταυτόχρονα η διαπίστωση πως τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια στροφή στην μελέτη της Πατερικής θεολογίας από Έλληνες και ξένους θεολόγους μέσα από διαχριστιανικούς διαλόγους και διάφορα συνέδρια. Πρόσφατο παράδειγμα το πολύ σημαντικό Συνέδριο που διοργανώθηκε στο Βόλο από την Ακαδημία Θεολογικών σπουδών με θέμα: «Νεο-πατερική σύνθεση και «μετα-πατερική» θεολογία: Το αίτημα της θεολογίας της συνάφειας στην Ορθοδοξία». Δίκαια, κατά τη γνώμη μας, το έργο της Ακαδημίας έχει ενταχθεί στο «πλαίσιο της ανανέωσης στο χώρο της ελλαδικής ορθόδοξης θεολογίας» και είναι γόνιμοι σε κάθε περίπτωση οι προκαλούμενοι διάλογοι και οι αντιπαραθέσεις.
Εντύπωση ωστόσο προξενεί η διαπίστωση πως η προβληματική ορισμένων ανάλογων συναντήσεων δείχνει να χρησιμοποιείται από κύκλους στην κατεύθυνση της αποδυνάμωσης, αν όχι απαξίωσης και φίμωσης, οποιασδήποτε διαφορετικής θεολογικής οπτικής και άποψης για την ορθόδοξη Πατερική θεολογία, κυρίως παραδοσιακής ή απόψεων που εκφράζουν κάποια επιφυλακτικότητα στους νεωτερισμούς και τις καινοτομίες.....
Πως αλλιώς να εκλάβει κανείς κινδυνολογικές εκφράσεις που διατυπώθηκαν στο Συνέδριο και δημοσιεύθηκαν και κάνουν λόγο για «πατερικό φονταμενταλισμό», «εκκλησιαστική θριαμβολογία» «πνευματική υπεροχή έναντι του ‘Άλλου’ της Δύσης», «πνευματικό απομονωτισμό» και «ελληνοκεντρικότητα που αγγίζει την ειδωλολατρία». Διαπιστώνεται λοιπόν μια αντιπαράθεση και προκαλείται, ως προς τη χρήση των νεολογισμών αυτών και των νέων όρων και ορολογιών που «εντάσσονται» στα πλαίσια του θεολογικού διαλόγου και αφορούν στην πατερική σκέψη και στο πατερικό πνεύμα, η χρήση αντίστοιχων ορολογιών όπως «μετανεωτερική δήθεν θεολογία» και «μετα-πατερική θεολογική θολούρα».
Παράδειγμα υποβάθμισης, παραθεώρησης και περιθωριοποίησης των Πατέρων διαφαίνεται στην παρεξηγήσιμη άποψη που διατυπώθηκε στο Συνέδριο πως « … η ιστορική κριτική της Βίβλου δεν μπορεί σήμερα να αγνοείται από τους ορθοδόξους ερευνητές και να αντικαθίσταται απλά από την πατερική ερμηνευτική παράδοση. Ακόμη περισσότερο η ορθόδοξη επιστημονική χρήση της ιστορικο-κριτικής μεθόδου στη βιβλική ερμηνεία και η αναζήτηση της κυριολεκτικής σημασίας της Βίβλου μπορεί να διευκολύνει μια καρποφόρα εμπλοκή και χρήση της Βίβλου στη ζωή των ορθοδόξων πιστών, επιτρέποντας τη χρήση των Γραφών στο λειτουργικό κήρυγμα, όπως επίσης διευκολύνοντας τη δυναμική συνάντηση με το μήνυμα της Βίβλου στη λατρεία μέσα στο πλαίσιο της ορθόδοξης Λειτουργίας». Δηλαδή, αν καταλαβαίνουμε καλά, οι άγιοι Πατέρες (π.χ. Ιωάννης Χρυσόστομος, Ιερώνυμος) αλλά και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς (π.χ. Ωριγένης) «αγνόησαν» την ιστορική κριτική των κειμένων της Βίβλου; Δεν ενέταξε η εκκλησία, μετά από την ιστορικο-φιλολογική ερμηνευτική μέθοδο και την κριτική της Βίβλου (π.χ. Σχολή Αντιόχειας), στην λατρεία βιβλικά κείμενα; Ή τέλος πάντων η ιστορική κριτική αυτών είναι ξεπερασμένη και ανεπίκαιρη και άρα πρέπει να εγκαταλειφθεί και να αντικατασταθεί από άλλη, σύγχρονη;
Η συμφωνία των Πατέρων (consensus patrum) από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους μέχρι σήμερα φανερώνει ότι ο λόγος των Πατέρων, στηριγμένος στην μυστική και ποιμαντική εμπειρία του εκκλησιαστικού γεγονότος, υπερβαίνει τα κοσμικά σχήματα και τη συμβολική γλώσσα της προ-νεωτερικότητας, νεωτερικότητας και μετα-νεωτερικότητας, όντας ένα διαρκές βίωμα και μαρτυρία στηριγμένο στο «δώσε αίμα και πάρε πνεύμα», πάντα το ίδιο ζωντανό και πάντα το ίδιο επίκαιρο, όπως τα ανθρώπινα.
Μια θεολογία ενταγμένη στη ζωή της εκκλησίας δια των αγίων, όπως διαχρονικά βιώνεται από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, το βυζάντιο, την εποχή της κολλυβαδικής αναγέννησης, τους σύγχρονους γεροντάδες και αγίους (π. Παϊσιος, π. Σωφρόνιος, π. Ιάκωβος, π. Πορφύριος, άγιος Σεραφείμ Σάρωφ, άγιος Νεκτάριος κ.ά.), είναι πνοή αναγεννητική, λυτρωτική, πάντα σύγχρονη και επίκαιρη. Η προσέγγισή τους πρέπει να γίνεται εντρυφώντας και ερευνώντας στο «ποιοι και τι ήσαν αυτοί, τι δίδασκαν, ποιο ήταν το πνευματικό κλίμα της εποχής τους, να ψηλαφήσουμε την αγωνία τους για την αλήθεια, να παρακολουθήσουμε την πιστότητα στην Παράδοση και την εμπιστοσύνη τους στο Άγιο Πνεύμα. Να γνωρίσουμε το εύρος της πνευματικής τους καλλιέργειας, την ευγένεια, την γενναιοψυχία και αισθαντικότητά τους. Να εκπλαγούμε από το θάρρος και την αγωνιστικότητά τους. Να ζήσουμε την ελπίδα τους, τις στιγμές της χαράς και της αγωνίας τους, να θαυμάσουμε το μεστό και πάντα επίκαιρο λόγο τους, αλλά και να γευτούμε από τις θείες εμπειρίες τους».
Δεν ξέρω πόσοι από εμάς της μετανεωτερικής εποχής περνάμε, όπως οι άγιοι Πατέρες «διά μέσου θλίψεων», «διά μέσου αίματος» για να «ανεβούμε στον ουρανό», να γίνουμε «πνευματοφόροι» και «θεοφόροι» όπως: «Είπε ο αββάς Λογγίνος στον αββά Ακάκιο: “… η ψυχή, τότε καταλαβαίνει ότι έχει μέσα της Πνεύμα Άγιο, όταν σταματήσουν τα πάθη που ρέουν απ’ αυτή σαν το αίμα. Όσο όμως είναι στην επιρροή των παθών, πως μπορεί να υπερηφανεύεται ότι είναι άπαθής; Δώσε αίμα και πάρε πνεύμα».
Γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος (Λόγος κστ΄): «Υπάρχουν μερικοί ακάθαρτοι δαίμονες που μόλις αρχίση κάποιος την μελέτη της Αγίας Γραφής του αποκαλύπτουν την ερμηνεία της. Τούτο ιδιαίτερα αγαπούν να το κάνουν σε καρδιές κενοδόξων ανθρώπων και μάλιστα μορφωμένων με την κατά κόσμον παιδεία. Και αποσκοπούν να τους ρίξουν σε αιρέσεις και βλάσφημες ιδέες απατώντας τους σιγά-σιγά. Θα αντιληφθούμε δε καλώς την δαιμονική αυτή θεολογία ή καλύτερα βαττολογία από την ταραχή και την ακατάστατη και άτακτη ευχαρίστησι που δημιουργείται στην ψυχή την ώρα της εξηγήσεως», αλλού δε γράφει ο ίδιος άγιος (Λόγος λ΄) πως αν δεν γνωρίσει κανείς τον Θεό με τέλεια αγνότητα και καθαρότητα αφού «οι αισθήσεις δεν έχουν ενωθή με τον Θεόν, είναι δύσκολο και επικίνδυνο να θεολογή», φτάνει δε στο σημείο να «ομιλεί περί θεού ‘στοχαστικώς’».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, σχετικά με αυτό το θέμα βασιζόμενος στην πατερική παράδοση, διατυπώνοντας την θεολογία του ησυχασμού στον αγώνα του να αντιμετωπίσει τον ορθολογισμό του Βαρλαάμ του Καλαβρού, λέγει πως υπάρχουν δύο σοφίες, η ανθρώπινη και η θεία, η φιλοσοφία και η θεολογία. Η φιλοσοφία, στηριγμένη κυρίως στον ορθό λόγο και στη νοησιαρχία, ικανοποιεί μερικώς την ανθρώπινη περιέργεια δίνοντας απαντήσεις σε διάφορα θέματα της καθημερινότητας διατυπώνοντας κανόνες συμπεριφοράς (καθηκοντολογία, ηθικισμός) η δε θεολογία βοηθά τον άνθρωπο στο να γνωρίσει το Θεό και να πετύχει τη σωτηρία του με την πίστη, δύναμη υπερβατική και με την άσκηση, καθαίροντας λίγο - λίγο τον εαυτό του, να ανεβαίνει στην πιο ψηλή βαθμίδα τελειώσεως, τη θεοπτία.
Στο ίδιο πνεύμα συνεχίζουν όλοι οι άγιοι Πατέρες στη συνέχεια, από τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, μέχρι τον άγιο Νεκτάριο. «Η Ορθόδοξη Εκκλησία διαφυλάττει ανόθευτη την αποστολική αλήθεια και ακέραιες τις διδασκαλίες των Πατέρων της. Έχοντας μάλιστα τη βεβαιότητα της αγιοπνευματικής συνεργίας στο θεολογικό τους έργο, χαρακτηρίζει τους ίδιους θεόπνευστους και θεοπαράδοτα τα συγγράμματα τους (Πενθέκτη Σύνοδος, ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος, Τόμος Συνόδου έτους 1351). Εξαιτίας αυτής της βεβαιότητας, αποδίδει στην πατερική Παράδοση κύρος ίσο με αυτό της Αγίας Γραφής. Η διδασκαλία των Πατέρων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αλήθεια της Γραφής. Η θεολογική συμβολή της συνίσταται στη φανέρωση του κρυμμένου θησαυρού που βρίσκεται κάτω από το γράμμα της Γραφής και αποτελεί συνέχεια, επεξεργασία και βιωματική έκφραση αυτής. Στη συνείδηση της Εκκλησίας ο πατερικός λόγος αποτελεί συνέχεια και προέκταση του αποστολικού λόγου κι έτσι Γραφή και Παράδοση δεν αποτελούν μόνο την ενιαία έκφραση της θείας αλήθειας, αλλά και την οδό που οδηγεί τον άνθρωπο στη σωτηρία του. Οι άγιοι Πατέρες είναι τα γνήσια πρότυπα της χριστιανικής ζωής. Με το έργο και τη ζωή τους συνδέουν το υπεραισθητό με το αισθητό, το κτιστό με το άκτιστο, το χρόνο με την αιωνιότητα. Κατά συνέπεια, η παρουσία και η μαρτυρία τους δεν εξαντλείται στην αρχαιότητα, γιατί η αγιαστική ενέργεια του Πνεύματος συνεχίζει να τελοιεί τα μέλη της Εκκλησίας και να αναδεικνύει Πατέρες και διδασκάλους. Το έργο και η προσφορά των Πατέρων δεν εξαντλείται στο θεολογικό πεδίο της ερμηνείας της αλήθειας και της ορθής διατύπωσης των δογμάτων της Εκκλησίας. Το πλούσιο και πολύπλευρο έργο τους συμβάλλει, σε κάθε εποχή, στο ανθρωπιστικό ιδεώδες και προσφέρει καρπούς στην ιστορία του πνεύματος και του πολιτισμού, ενώ με το φρόνημα, το ήθος και το βίο τους γίνονται οι εκφραστές του ανακαινισμένου εν Χριστώ ανθρώπου. Οι Πατέρες ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο, πλούσιο ή φτωχό, ισχυρό ή αδύνατο, μορφωμένο ή απαίδευτο, για τη δικαιοσύνη, την αξία και την ελευθερία του ανθρώπου, για την ισότητα και την ειρήνη. Ο λόγος τους είναι προφητικός, επαναστατικός, χαρισματικός, απελευθερωτικός, κενωτικός και θεραπευτικός. Προσλαμβάνουν τον κόσμο και τα πνευματικά αγαθά του, χρησιμοποιώντας τα και εντάσσοντας τα αριστοτεχνικά στην έκφραση της αλήθειας και στην προοπτική της μεταμόρφωσης. Η ουσιαστική κατανόηση του πνεύματος της πατερικής θεολογίας προϋποθέτει πρωτίστως τη ριζική μεταβολή της προσωπικής ζωής του ανθρώπου και τη μετοχή του στη ζωή της Εκκλησίας. Η αυτονόμηση του τελευταίου από το εκκλησιαστικό βίωμα και άρα από τις εμπειρίες των Πατέρων δυσχεραίνει την κατανόηση αυτού του πνεύματος και αποτελεί τον πρώτο λόγο ακαταληψίας της πατερικής θεολογίας. Συνεπώς, η κατανόηση της πατερικής γραμματείας βρίσκεται πέρα από τις δυσχέρειες που γεννούν τα ιστορικοφιλολογικα προβλήματα των κειμένων και οπωσδήποτε δεν εξαντλείται σ' αυτά. Έτσι, για την κατανόηση της διδασκαλίας ενός Πατέρα, ενώ κρίνεται αναγκαία η καλή γνώση του εκφραστικού μέσου, του πολιτιστικού περιβάλλοντος και της ιστορίας της εποχής του, εντούτοις τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν και ασφαλή τεκμήρια για την κατανόηση της. Οι Πατέρες ερμηνεύουν την αλήθεια χωρίς να αλλοιώνουν το περιεχόμενο της, χωρίς να την υποτάσσουν σε φιλοσοφικές κατηγορίες και χωρίς να κατασκευάζουν θεολογικά συστήματα. Οι διδασκαλίες τους είναι απόρροια της προσωπικής τους πνευματικής εμπειρίας, την οποία βιώνουν μέσα στην Εκκλησία με την προσευχή, τη μετοχή στα μυστήρια και την άσκηση. Η φωνή των Πατέρων είναι η φωνή του Αγίου Πνεύματος, που κατευθύνει και φωτίζει τη σκέψη τους. Οι Πατέρες δεν αυτονομούν τις αρετές ούτε όμως και τις αστοχίες των ανθρώπων. Τις εντάσσουν στο εκκλησιαστικό σώμα. Έτσι, οποιαδήποτε πράξη του ανθρώπου χαρακτηρίζεται ως αρετή ή αμαρτία όχι τόσο από τα θετικά ή αρνητικά της αποτελέσματα, αλλά από το αν εκπηγάζει ή προάγει ή λυμαίνεται την αγάπη και την ενότητα του Σώματος του Χριστού. Κατά συνέπεια, ο Χριστιανός εκλαμβάνεται ως οικουμενικό πρόσωπο, που καλείται να ενσαρκώσει στην επίγεια ζωή του την αγάπη, με σκοπό τη δική του μεταμόρφωση, αλλά και του κόσμου. Η πατερική διδασκαλία τονίζει την χωρίς προϋποθέσεις αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο. Αναδεικνύει την οικειότητα που υπάρχει ανάμεσα στο Θεό εν Χριστώ και τον άνθρωπο, τοποθετεί τις σχέσεις των ανθρώπων στη βάση του φιλάδελφου πνεύματος και του διαλόγου, δίνει διέξοδο στα υπαρξιακά αδιέξοδα και φανερώνει τα χαρίσματα και τις εσωτερικές δυνάμεις του ανθρώπου».
Στόχος πρέπει να είναι να ανακαλυφθεί και να αποκαλυφθεί η σπουδαιότητα αυτής της Παράδοσης, όπως για παράδειγμα της Φιλοκαλίας των έντεκα αιώνων, που «αγγίζει την ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου σε Δύση και Ανατολή, χριστιανού και μη» «που υμνεί τη ζωή, αποκαλύπτει την αλήθεια, κομίζει πανανθρώπινες αξίες, αγγίζει όλες τις πτυχές της καθημερινότητας και εξανθρωπίζει τον άνθρωπο» και όχι να αποτελεί ζήτημα διανοητικής και μόνο προσέγγισης και να είναι αποκομμένη από τη λατρευτική και ευχαριστιακή ζωή της εκκλησίας.
Σε κάθε περίπτωση είναι παράδοξο να μιλά κανείς για βιβλικές αλήθειες χωρίς την άμεση προσφυγή στην ασφαλή ερμηνεία των Πατέρων. Να μιλά κανείς για ορθόδοξη πίστη και λατρεία χωρίς να αναφερόμαστε πρωτίστως στις πηγές που επεξεργάστηκαν το περιεχόμενο της πίστης, πλούτισαν, αλλά και διαμόρφωσαν τη λατρεία της Εκκλησίας. Χωρίς να αναδεικνύεται η ορθοπραξία των Πατέρων, η δυναμική τους σκέψη και ο προβληματισμός τους, που στις περισσότερες περιπτώσεις παραμένει επίκαιρος, ενώ παράλληλα τοποθετεί το μήνυμά τους στη σημερινή εποχή.
Η αντίληψη αυτή είναι παντελώς ξένη προς την καλλιέργεια κάθε είδους θρησκευτικού φονταμενταλισμού ή οπισθοδρόμησης. Μη πέσουμε στην παγίδα στην προσπάθειά μας να αναδείξουμε την Πατερική Παράδοση μέσα από ορισμένη «μοντέρνα» οπτική «ιδεολογικής χρήσης» να διαμορφώσουμε μια ορθόδοξη θεολογία που να καλλιεργεί ηθικούς τύπους ανθρώπων αλλά όχι ελεύθερα πρόσωπα. Μια τέτοια προσέγγιση και οπτική της ορθόδοξης πατερικής θεολογίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση και ασφαλή οδηγό και συνοδοιπόρο σε οποιαδήποτε πορεία διαλόγου και συνδιαλλαγής στην σημερινή εποχή της σύγχυσης και των διαφόρων σκοπιμοτήτων.
Διδάσκων στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Βελλάς Ιωαννίνων
Είναι πολύ σημαντική και παρήγορη ταυτόχρονα η διαπίστωση πως τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια στροφή στην μελέτη της Πατερικής θεολογίας από Έλληνες και ξένους θεολόγους μέσα από διαχριστιανικούς διαλόγους και διάφορα συνέδρια. Πρόσφατο παράδειγμα το πολύ σημαντικό Συνέδριο που διοργανώθηκε στο Βόλο από την Ακαδημία Θεολογικών σπουδών με θέμα: «Νεο-πατερική σύνθεση και «μετα-πατερική» θεολογία: Το αίτημα της θεολογίας της συνάφειας στην Ορθοδοξία». Δίκαια, κατά τη γνώμη μας, το έργο της Ακαδημίας έχει ενταχθεί στο «πλαίσιο της ανανέωσης στο χώρο της ελλαδικής ορθόδοξης θεολογίας» και είναι γόνιμοι σε κάθε περίπτωση οι προκαλούμενοι διάλογοι και οι αντιπαραθέσεις.
Εντύπωση ωστόσο προξενεί η διαπίστωση πως η προβληματική ορισμένων ανάλογων συναντήσεων δείχνει να χρησιμοποιείται από κύκλους στην κατεύθυνση της αποδυνάμωσης, αν όχι απαξίωσης και φίμωσης, οποιασδήποτε διαφορετικής θεολογικής οπτικής και άποψης για την ορθόδοξη Πατερική θεολογία, κυρίως παραδοσιακής ή απόψεων που εκφράζουν κάποια επιφυλακτικότητα στους νεωτερισμούς και τις καινοτομίες.....
Πως αλλιώς να εκλάβει κανείς κινδυνολογικές εκφράσεις που διατυπώθηκαν στο Συνέδριο και δημοσιεύθηκαν και κάνουν λόγο για «πατερικό φονταμενταλισμό», «εκκλησιαστική θριαμβολογία» «πνευματική υπεροχή έναντι του ‘Άλλου’ της Δύσης», «πνευματικό απομονωτισμό» και «ελληνοκεντρικότητα που αγγίζει την ειδωλολατρία». Διαπιστώνεται λοιπόν μια αντιπαράθεση και προκαλείται, ως προς τη χρήση των νεολογισμών αυτών και των νέων όρων και ορολογιών που «εντάσσονται» στα πλαίσια του θεολογικού διαλόγου και αφορούν στην πατερική σκέψη και στο πατερικό πνεύμα, η χρήση αντίστοιχων ορολογιών όπως «μετανεωτερική δήθεν θεολογία» και «μετα-πατερική θεολογική θολούρα».
Παράδειγμα υποβάθμισης, παραθεώρησης και περιθωριοποίησης των Πατέρων διαφαίνεται στην παρεξηγήσιμη άποψη που διατυπώθηκε στο Συνέδριο πως « … η ιστορική κριτική της Βίβλου δεν μπορεί σήμερα να αγνοείται από τους ορθοδόξους ερευνητές και να αντικαθίσταται απλά από την πατερική ερμηνευτική παράδοση. Ακόμη περισσότερο η ορθόδοξη επιστημονική χρήση της ιστορικο-κριτικής μεθόδου στη βιβλική ερμηνεία και η αναζήτηση της κυριολεκτικής σημασίας της Βίβλου μπορεί να διευκολύνει μια καρποφόρα εμπλοκή και χρήση της Βίβλου στη ζωή των ορθοδόξων πιστών, επιτρέποντας τη χρήση των Γραφών στο λειτουργικό κήρυγμα, όπως επίσης διευκολύνοντας τη δυναμική συνάντηση με το μήνυμα της Βίβλου στη λατρεία μέσα στο πλαίσιο της ορθόδοξης Λειτουργίας». Δηλαδή, αν καταλαβαίνουμε καλά, οι άγιοι Πατέρες (π.χ. Ιωάννης Χρυσόστομος, Ιερώνυμος) αλλά και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς (π.χ. Ωριγένης) «αγνόησαν» την ιστορική κριτική των κειμένων της Βίβλου; Δεν ενέταξε η εκκλησία, μετά από την ιστορικο-φιλολογική ερμηνευτική μέθοδο και την κριτική της Βίβλου (π.χ. Σχολή Αντιόχειας), στην λατρεία βιβλικά κείμενα; Ή τέλος πάντων η ιστορική κριτική αυτών είναι ξεπερασμένη και ανεπίκαιρη και άρα πρέπει να εγκαταλειφθεί και να αντικατασταθεί από άλλη, σύγχρονη;
Η συμφωνία των Πατέρων (consensus patrum) από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους μέχρι σήμερα φανερώνει ότι ο λόγος των Πατέρων, στηριγμένος στην μυστική και ποιμαντική εμπειρία του εκκλησιαστικού γεγονότος, υπερβαίνει τα κοσμικά σχήματα και τη συμβολική γλώσσα της προ-νεωτερικότητας, νεωτερικότητας και μετα-νεωτερικότητας, όντας ένα διαρκές βίωμα και μαρτυρία στηριγμένο στο «δώσε αίμα και πάρε πνεύμα», πάντα το ίδιο ζωντανό και πάντα το ίδιο επίκαιρο, όπως τα ανθρώπινα.
Μια θεολογία ενταγμένη στη ζωή της εκκλησίας δια των αγίων, όπως διαχρονικά βιώνεται από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, το βυζάντιο, την εποχή της κολλυβαδικής αναγέννησης, τους σύγχρονους γεροντάδες και αγίους (π. Παϊσιος, π. Σωφρόνιος, π. Ιάκωβος, π. Πορφύριος, άγιος Σεραφείμ Σάρωφ, άγιος Νεκτάριος κ.ά.), είναι πνοή αναγεννητική, λυτρωτική, πάντα σύγχρονη και επίκαιρη. Η προσέγγισή τους πρέπει να γίνεται εντρυφώντας και ερευνώντας στο «ποιοι και τι ήσαν αυτοί, τι δίδασκαν, ποιο ήταν το πνευματικό κλίμα της εποχής τους, να ψηλαφήσουμε την αγωνία τους για την αλήθεια, να παρακολουθήσουμε την πιστότητα στην Παράδοση και την εμπιστοσύνη τους στο Άγιο Πνεύμα. Να γνωρίσουμε το εύρος της πνευματικής τους καλλιέργειας, την ευγένεια, την γενναιοψυχία και αισθαντικότητά τους. Να εκπλαγούμε από το θάρρος και την αγωνιστικότητά τους. Να ζήσουμε την ελπίδα τους, τις στιγμές της χαράς και της αγωνίας τους, να θαυμάσουμε το μεστό και πάντα επίκαιρο λόγο τους, αλλά και να γευτούμε από τις θείες εμπειρίες τους».
Δεν ξέρω πόσοι από εμάς της μετανεωτερικής εποχής περνάμε, όπως οι άγιοι Πατέρες «διά μέσου θλίψεων», «διά μέσου αίματος» για να «ανεβούμε στον ουρανό», να γίνουμε «πνευματοφόροι» και «θεοφόροι» όπως: «Είπε ο αββάς Λογγίνος στον αββά Ακάκιο: “… η ψυχή, τότε καταλαβαίνει ότι έχει μέσα της Πνεύμα Άγιο, όταν σταματήσουν τα πάθη που ρέουν απ’ αυτή σαν το αίμα. Όσο όμως είναι στην επιρροή των παθών, πως μπορεί να υπερηφανεύεται ότι είναι άπαθής; Δώσε αίμα και πάρε πνεύμα».
Γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος (Λόγος κστ΄): «Υπάρχουν μερικοί ακάθαρτοι δαίμονες που μόλις αρχίση κάποιος την μελέτη της Αγίας Γραφής του αποκαλύπτουν την ερμηνεία της. Τούτο ιδιαίτερα αγαπούν να το κάνουν σε καρδιές κενοδόξων ανθρώπων και μάλιστα μορφωμένων με την κατά κόσμον παιδεία. Και αποσκοπούν να τους ρίξουν σε αιρέσεις και βλάσφημες ιδέες απατώντας τους σιγά-σιγά. Θα αντιληφθούμε δε καλώς την δαιμονική αυτή θεολογία ή καλύτερα βαττολογία από την ταραχή και την ακατάστατη και άτακτη ευχαρίστησι που δημιουργείται στην ψυχή την ώρα της εξηγήσεως», αλλού δε γράφει ο ίδιος άγιος (Λόγος λ΄) πως αν δεν γνωρίσει κανείς τον Θεό με τέλεια αγνότητα και καθαρότητα αφού «οι αισθήσεις δεν έχουν ενωθή με τον Θεόν, είναι δύσκολο και επικίνδυνο να θεολογή», φτάνει δε στο σημείο να «ομιλεί περί θεού ‘στοχαστικώς’».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, σχετικά με αυτό το θέμα βασιζόμενος στην πατερική παράδοση, διατυπώνοντας την θεολογία του ησυχασμού στον αγώνα του να αντιμετωπίσει τον ορθολογισμό του Βαρλαάμ του Καλαβρού, λέγει πως υπάρχουν δύο σοφίες, η ανθρώπινη και η θεία, η φιλοσοφία και η θεολογία. Η φιλοσοφία, στηριγμένη κυρίως στον ορθό λόγο και στη νοησιαρχία, ικανοποιεί μερικώς την ανθρώπινη περιέργεια δίνοντας απαντήσεις σε διάφορα θέματα της καθημερινότητας διατυπώνοντας κανόνες συμπεριφοράς (καθηκοντολογία, ηθικισμός) η δε θεολογία βοηθά τον άνθρωπο στο να γνωρίσει το Θεό και να πετύχει τη σωτηρία του με την πίστη, δύναμη υπερβατική και με την άσκηση, καθαίροντας λίγο - λίγο τον εαυτό του, να ανεβαίνει στην πιο ψηλή βαθμίδα τελειώσεως, τη θεοπτία.
Στο ίδιο πνεύμα συνεχίζουν όλοι οι άγιοι Πατέρες στη συνέχεια, από τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, μέχρι τον άγιο Νεκτάριο. «Η Ορθόδοξη Εκκλησία διαφυλάττει ανόθευτη την αποστολική αλήθεια και ακέραιες τις διδασκαλίες των Πατέρων της. Έχοντας μάλιστα τη βεβαιότητα της αγιοπνευματικής συνεργίας στο θεολογικό τους έργο, χαρακτηρίζει τους ίδιους θεόπνευστους και θεοπαράδοτα τα συγγράμματα τους (Πενθέκτη Σύνοδος, ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος, Τόμος Συνόδου έτους 1351). Εξαιτίας αυτής της βεβαιότητας, αποδίδει στην πατερική Παράδοση κύρος ίσο με αυτό της Αγίας Γραφής. Η διδασκαλία των Πατέρων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αλήθεια της Γραφής. Η θεολογική συμβολή της συνίσταται στη φανέρωση του κρυμμένου θησαυρού που βρίσκεται κάτω από το γράμμα της Γραφής και αποτελεί συνέχεια, επεξεργασία και βιωματική έκφραση αυτής. Στη συνείδηση της Εκκλησίας ο πατερικός λόγος αποτελεί συνέχεια και προέκταση του αποστολικού λόγου κι έτσι Γραφή και Παράδοση δεν αποτελούν μόνο την ενιαία έκφραση της θείας αλήθειας, αλλά και την οδό που οδηγεί τον άνθρωπο στη σωτηρία του. Οι άγιοι Πατέρες είναι τα γνήσια πρότυπα της χριστιανικής ζωής. Με το έργο και τη ζωή τους συνδέουν το υπεραισθητό με το αισθητό, το κτιστό με το άκτιστο, το χρόνο με την αιωνιότητα. Κατά συνέπεια, η παρουσία και η μαρτυρία τους δεν εξαντλείται στην αρχαιότητα, γιατί η αγιαστική ενέργεια του Πνεύματος συνεχίζει να τελοιεί τα μέλη της Εκκλησίας και να αναδεικνύει Πατέρες και διδασκάλους. Το έργο και η προσφορά των Πατέρων δεν εξαντλείται στο θεολογικό πεδίο της ερμηνείας της αλήθειας και της ορθής διατύπωσης των δογμάτων της Εκκλησίας. Το πλούσιο και πολύπλευρο έργο τους συμβάλλει, σε κάθε εποχή, στο ανθρωπιστικό ιδεώδες και προσφέρει καρπούς στην ιστορία του πνεύματος και του πολιτισμού, ενώ με το φρόνημα, το ήθος και το βίο τους γίνονται οι εκφραστές του ανακαινισμένου εν Χριστώ ανθρώπου. Οι Πατέρες ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο, πλούσιο ή φτωχό, ισχυρό ή αδύνατο, μορφωμένο ή απαίδευτο, για τη δικαιοσύνη, την αξία και την ελευθερία του ανθρώπου, για την ισότητα και την ειρήνη. Ο λόγος τους είναι προφητικός, επαναστατικός, χαρισματικός, απελευθερωτικός, κενωτικός και θεραπευτικός. Προσλαμβάνουν τον κόσμο και τα πνευματικά αγαθά του, χρησιμοποιώντας τα και εντάσσοντας τα αριστοτεχνικά στην έκφραση της αλήθειας και στην προοπτική της μεταμόρφωσης. Η ουσιαστική κατανόηση του πνεύματος της πατερικής θεολογίας προϋποθέτει πρωτίστως τη ριζική μεταβολή της προσωπικής ζωής του ανθρώπου και τη μετοχή του στη ζωή της Εκκλησίας. Η αυτονόμηση του τελευταίου από το εκκλησιαστικό βίωμα και άρα από τις εμπειρίες των Πατέρων δυσχεραίνει την κατανόηση αυτού του πνεύματος και αποτελεί τον πρώτο λόγο ακαταληψίας της πατερικής θεολογίας. Συνεπώς, η κατανόηση της πατερικής γραμματείας βρίσκεται πέρα από τις δυσχέρειες που γεννούν τα ιστορικοφιλολογικα προβλήματα των κειμένων και οπωσδήποτε δεν εξαντλείται σ' αυτά. Έτσι, για την κατανόηση της διδασκαλίας ενός Πατέρα, ενώ κρίνεται αναγκαία η καλή γνώση του εκφραστικού μέσου, του πολιτιστικού περιβάλλοντος και της ιστορίας της εποχής του, εντούτοις τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν και ασφαλή τεκμήρια για την κατανόηση της. Οι Πατέρες ερμηνεύουν την αλήθεια χωρίς να αλλοιώνουν το περιεχόμενο της, χωρίς να την υποτάσσουν σε φιλοσοφικές κατηγορίες και χωρίς να κατασκευάζουν θεολογικά συστήματα. Οι διδασκαλίες τους είναι απόρροια της προσωπικής τους πνευματικής εμπειρίας, την οποία βιώνουν μέσα στην Εκκλησία με την προσευχή, τη μετοχή στα μυστήρια και την άσκηση. Η φωνή των Πατέρων είναι η φωνή του Αγίου Πνεύματος, που κατευθύνει και φωτίζει τη σκέψη τους. Οι Πατέρες δεν αυτονομούν τις αρετές ούτε όμως και τις αστοχίες των ανθρώπων. Τις εντάσσουν στο εκκλησιαστικό σώμα. Έτσι, οποιαδήποτε πράξη του ανθρώπου χαρακτηρίζεται ως αρετή ή αμαρτία όχι τόσο από τα θετικά ή αρνητικά της αποτελέσματα, αλλά από το αν εκπηγάζει ή προάγει ή λυμαίνεται την αγάπη και την ενότητα του Σώματος του Χριστού. Κατά συνέπεια, ο Χριστιανός εκλαμβάνεται ως οικουμενικό πρόσωπο, που καλείται να ενσαρκώσει στην επίγεια ζωή του την αγάπη, με σκοπό τη δική του μεταμόρφωση, αλλά και του κόσμου. Η πατερική διδασκαλία τονίζει την χωρίς προϋποθέσεις αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο. Αναδεικνύει την οικειότητα που υπάρχει ανάμεσα στο Θεό εν Χριστώ και τον άνθρωπο, τοποθετεί τις σχέσεις των ανθρώπων στη βάση του φιλάδελφου πνεύματος και του διαλόγου, δίνει διέξοδο στα υπαρξιακά αδιέξοδα και φανερώνει τα χαρίσματα και τις εσωτερικές δυνάμεις του ανθρώπου».
Στόχος πρέπει να είναι να ανακαλυφθεί και να αποκαλυφθεί η σπουδαιότητα αυτής της Παράδοσης, όπως για παράδειγμα της Φιλοκαλίας των έντεκα αιώνων, που «αγγίζει την ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου σε Δύση και Ανατολή, χριστιανού και μη» «που υμνεί τη ζωή, αποκαλύπτει την αλήθεια, κομίζει πανανθρώπινες αξίες, αγγίζει όλες τις πτυχές της καθημερινότητας και εξανθρωπίζει τον άνθρωπο» και όχι να αποτελεί ζήτημα διανοητικής και μόνο προσέγγισης και να είναι αποκομμένη από τη λατρευτική και ευχαριστιακή ζωή της εκκλησίας.
Σε κάθε περίπτωση είναι παράδοξο να μιλά κανείς για βιβλικές αλήθειες χωρίς την άμεση προσφυγή στην ασφαλή ερμηνεία των Πατέρων. Να μιλά κανείς για ορθόδοξη πίστη και λατρεία χωρίς να αναφερόμαστε πρωτίστως στις πηγές που επεξεργάστηκαν το περιεχόμενο της πίστης, πλούτισαν, αλλά και διαμόρφωσαν τη λατρεία της Εκκλησίας. Χωρίς να αναδεικνύεται η ορθοπραξία των Πατέρων, η δυναμική τους σκέψη και ο προβληματισμός τους, που στις περισσότερες περιπτώσεις παραμένει επίκαιρος, ενώ παράλληλα τοποθετεί το μήνυμά τους στη σημερινή εποχή.
Η αντίληψη αυτή είναι παντελώς ξένη προς την καλλιέργεια κάθε είδους θρησκευτικού φονταμενταλισμού ή οπισθοδρόμησης. Μη πέσουμε στην παγίδα στην προσπάθειά μας να αναδείξουμε την Πατερική Παράδοση μέσα από ορισμένη «μοντέρνα» οπτική «ιδεολογικής χρήσης» να διαμορφώσουμε μια ορθόδοξη θεολογία που να καλλιεργεί ηθικούς τύπους ανθρώπων αλλά όχι ελεύθερα πρόσωπα. Μια τέτοια προσέγγιση και οπτική της ορθόδοξης πατερικής θεολογίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση και ασφαλή οδηγό και συνοδοιπόρο σε οποιαδήποτε πορεία διαλόγου και συνδιαλλαγής στην σημερινή εποχή της σύγχυσης και των διαφόρων σκοπιμοτήτων.
2 σχόλια:
Απο τους λιγους καλους σχολικους συμβουλους που έχουμε.
Φίλος του φίλου του Φιλήμονα
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΕΓΕΤΑΙ ΜΠΡΑΒΟ ΣΑΣ Κ.ΣΙΟΥΛΗ
Δημοσίευση σχολίου