Διδακτική προσφορά των πατερικών κειμένων
του Δρ Ιωάννη Κ. ΑγγελόπουλουΣχολικού Συμβούλου Θεολόγων
Εδημοσιεύθη στὸ περιοδικὸ Κοινωνία 54 (2011) 185-189 (καὶ συνεχίζεται).
1. Εἰσαγωγὴ
Η ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τῶν προστατῶν τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ μεγάλων Πατέρων καὶ Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας, μᾶς δίδει τὴν ἀφορμὴ νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸν πλοῦτο τῆς πατερικῆς θεολογίας. Ὁ πλοῦτος αὐτός, παρὰ τὸ σύνθημα «Ἐπιστροφὴ στοὺς Πατέρες», τὸ ὁποῖο ἐκυριάρχησε καὶ στὴν ἑλληνικὴ θεολογία ἐδῶ καὶ πενήντα χρόνια, παραμένει ἀναξιοποίητος στὴν ἐκπαίδευσι.
Ὅπως ἐσημείωνε ὁ Κων/νος Φούσκας, «τὰ Πατερικὰ Κείμενα μέχρι τὸ 1968 δὲν εἶχαν στὰ σχολικὰ προγράμματα θέση ὡς μάθημα ξεχωριστὸ ἢ κάποια ἰδιαίτερη, ἔστω, προβολὴ στὴν ἔκθεση τῆς ὕλης τῶν Θρησκευτικῶν... Ἡ πατερικὴ σκέψη ἢ ἦταν ἄγνωστη στοὺς συγγραφεῖς σχολικῶν ἐγχειριδίων ἢ προβαλλόταν χλωμὰ ὡς ἐπίδειξη εἰδικῶν γνώσεων καὶ ὄχι ὡς ἀδαπάνητος θησαυρός, ὁ ὁποῖος μποροῦσε νὰ συμβάλει οὐσιαστικὰ στὴν ‘κατὰ Χριστὸν’ μόρφωση τῶν μαθητῶν. Ὁ πλοῦτος τῆς πατερικῆς σοφίας ἦταν κλεισμένος στὸ χρηματοκιβώτιο τῆς ὀρθόδοξης Παραδόσεως καὶ οἱ φύλακες εἶχαν χάσει τὰ κλειδιά, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσαν νὰ τὸν ἀπελευθερώσουν, γιὰ νὰ πλουτίσουν τὴν ἑλληνικὴ ἐκπαίδευση»1. «Ἡ ἀναγέννηση τῶν πατερικῶν σπουδῶν, ἡ ὁποία σημειώθηκε μεταπολεμικὰ στὴ χώρα μας καὶ κυρίως στὸ ἐξωτερικό, ὁρίμασε τὴν ἰδέα ὅτι θρησκευτικὴ ἀγωγὴ χωρὶς τὴν πατερικὴ μαρτυρία ἦταν ἐλλιπὴς καὶ φτωχή»2.
Κατὰ τὰ ἔτη 1969 ἕως καὶ 1985 ἐχρησιμοποιήθη ἐπικουρικῶς πρὸς τὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ἕνα Ἀνθολόγιο πατερικῶν κειμένων, συνταχθὲν ἀπὸ τὸν Καθηγητὴ Εὐάγγελο Θεοδώρου. Ἡ εἰσαγωγὴ εἰδικοῦ μαθήματος πατερικῆς θεολογίας στὴν ἐκπαίδευσι δὲν εὐδοκίμησε: «Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις τὰ Πατερικὰ Κείμενα ὡς ξεχωριστὸ μάθημα ἦταν μιὰ λύση ἀνάγκης. Καὶ παρόλο ποὺ τὰ Πατερικὰ Κείμενα εἶχαν τὴν ἀξιόλογη συγκυρία νὰ ἀποδείξουν τὴν ἀξία τους γιὰ τὴ θέση ποὺ διεκδικοῦσαν στὴν ἐκπαίδευση τόσο καιρό, βρέθηκαν ἀνέτοιμα γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους: 1) Ἡ ἐπιλογὴ τῶν κειμένων ποὺ ἔχει τὸ ‘Ἀνθολόγιο’ δὲν εἶναι κατάλληλη γιὰ σήμερα, ἀφοῦ τὰ κριτήρια καὶ οἱ στόχοι ἐπιλογῆς τους τὸ 1969 ἦταν διαφορετικά. Τὰ διδακτικὰ βιβλία, στὰ ὁποῖα θὰ πρόσφεραν ἐπικουρικὴ διδακτικὴ βοήθεια, ἔπαυσαν νὰ χρησιμοποιοῦνται, γιατὶ κατὰ τὰ ἔτη 1977-1980 ἀντικαταστάθηκαν. 2) Οἱ περισσότεροι συνάδελφοι τῆς μάχιμης Μ.Ε. δὲν ἦταν προετοιμασμένοι οὔτε ψυχικὰ οὔτε ἴσως ἐπιστημονικὰ νὰ ὑλοποιήσουν τὴν ἀλλαγή, ἀφοῦ καὶ οἱ εἰδικῆς μορφῆς ὁδηγίες ποὺ συνέταξε τὸ ΚΕΜΕ δὲν ἔφτασαν ἔγκαιρα σ’ αὐτούς. Ἔτσι ἀδικήθηκε καὶ τὸ μάθημα καὶ ἡ Ἐκπαίδευση»3.
Τὰ νεώτερα μετὰ τὸ 1977 βιβλία τῶν θρησκευτικῶν ἔχουν τὸν ἐμπλουτισμὸ πολλῶν διδακτικῶν ἑνοτήτων Δημοτικοῦ, Γυμνασίου καὶ Λυκείου μὲ πατερικὰ παραθέματα. Παρ’ ὅλα αὐτὰ παραμένει εἰσέτι ἄγνωστος καὶ ἀχρησιμοποίητος ὁ μεγάλος πλοῦτος τῶν ἁγίων Πατέρων στὴν σχολικὴ πρᾶξι καὶ σὲ οὐδεμία τάξι γίνεται συστηματικὴ μελέτη καὶ ἀνάλυσις τῶν πατερικῶν κειμένων.
Ἡ εἰσήγησις αὐτὴ θὰ κινηθῆ στοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους μποροῦμε νὰ ἀξιοποιήσωμε τὸν ἄγνωστο αὐτὸ πλοῦτο στὴν καθ’ ἡμέραν διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν σὲ ὅλες τὶς τάξεις Γυμνασίου καὶ Λυκείου.
2. Ἐργαλεῖα γνωριμίας καὶ σπουδῆς
α. Γιὰ νὰ γνωρίσωμε βαθύτερα τὸν πλοῦτο τῶν πατερικῶν κειμένων θὰ πρέπει νὰ φρεσκάρωμε τὶς γνώσεις μας περὶ αὐτῶν. Σὲ αὐτὸ θὰ μᾶς βοηθήσουν τὰ κυκλοφοροῦντα πανεπιστημιακὰ ἐγχειρίδια Εἰσαγωγῆς στὴν Πατρολογία καὶ Πατρολογίας. Εἶναι ἀνάγκη νὰ μελετήσωμε κάποια γενικὰ πατρολογικὰ ἔργα γιὰ νὰ μποροῦμε μὲ μεγαλυτέρα ἄνεσι νὰ προσεγγίζωμε τὰ κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ ὀρθόδοξοι πατρολόγοι τῆς ἐποχῆς μας ἔχουν συγγράψει πολὺ ἀξιόλογα καὶ διαφωτιστικὰ ἔργα στὸν τομέα τους.
β. Γιὰ εἰδικώτερα θέματα πρέπει νὰ μελετήσωμε εἰδικὲς μονογραφίες πατερικῆς θεολογίας. Αὐτὴ ἡ μελέτη θὰ μᾶς καταστήση ἱκανοὺς νὰ διακρίνωμε τὴν βαθεῖα σκέψι συγκεκριμένων ἁγίων Πατέρων καὶ κατὰ συνέπεια νὰ ἐξοικειωθοῦμε μὲ αὐτούς.
γ. Γιὰ τὴν ἀνεύρεσι καταλλήλων πατερικῶν χωρίων καὶ ἀποσπασμάτων πολὺ μᾶς βοηθοῦν οἱ διάφορες κλεῖδες ποὺ κυκλοφοροῦν. Ἡ Κλεὶς Πατρολογίας καὶ Βυζαντινῶν Συγγραφέων, τοῦ Δωροθέου Σχολαρίου παραμένει ἀναντικατάστατος μέχρι τῶν ἡμερῶν μας καὶ ἀποτελεῖ ἀνεκτίμητο βοήθημα γιὰ τὴν εὕρεσι τῶν περιεχομένων στὴν μεγάλη πατρολογικὴ σειρὰ τοῦ J.-P. Migne. Ἐξ ἴσου χρήσιμα εἶναι καὶ τὸ ἔργο Πίνακες τῆς Ἑλληνικῆς Πατρολογίας, τοῦ Φερδινάνδου Καβαλλέρα, ἡ Συναγωγὴ τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τοῦ Καθηγητοῦ Βασιλείου Δεντάκη, ἀλλὰ καὶ ἕνα μικρὸ Συνοπτικὸ Θεματολογικὸ Εὑρετήριο Ἑλλήνων Πατέρων, τοῦ Θεοκλήτου Βίμπου.
δ. Στὴν προσωπική μας βιβλιοθήκη θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχουν ἂν ὄχι ὁλόκληρες πατρολογικὲς σειρές, τουλάχιστον τόμοι κατ’ ἐπιλογήν. Ἡ κλασσικὴ σειρὰ τῆς Patrologia Graeca (PG), τοῦ Migne μὲ 161 τόμους, παραμένει μέχρι σήμερα ἡ μοναδικὴ πλήρης καὶ γι’ αὐτὸ ἀνατυπώνεται συνεχῶς στὸ ἐξωτερικὸ καὶ στὸ ἐσωτερικό. Ὑπάρχει, μάλιστα, ψηφιοποιημένη ὁλόκληρος στὸ διαδίκτυο (booksgoogle). Ἡ σειρὰ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων (ΒΕΠΕΣ) 93 τόμων, συνεχίζει νὰ ἐκδίδη ἀνατυπώσεις κριτικῶν κειμένων, μὲ τὸ μειονέκτημα ὅτι προσφέρει μόνον τὰ πρωτότυπα κείμενα χωρὶς μετάφρασι. Στὴν Θεσσαλονίκη ἡ σειρὰ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (ΕΠΕ) καὶ Φιλοκαλία ἐξέδωσε τὰ ἅπαντα πλήθους ἁγίων Πατέρων καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων μὲ παράλληλο μετάφρασι στὴν νεοελληνική. Παρενθετικῶς ἀναφέρομε ἐδῶ τὴν γνώμη τοῦ Γέροντος Παϊσίου γιὰ τὴν μελέτη τῶν πατερικῶν ἔργων ἀπὸ τὸ πρωτότυπο. «Καλὸ εἶναι νὰ διαβάζη κανεὶς κείμενο καὶ ὄχι μετάφραση, ἐπειδὴ ὁ μεταφραστὴς ἑρμηνεύει τὸ πρωτότυπο ἀνάλογα μὲ τὴν δική του πνευματικότητα»4. Στὸ ἐξωτερικὸ συνεχίζονται πολὺ ἀξιέπαινες προσπάθειες γιὰ κριτικὴ ἔκδοσι πλείστων ὅσων πατερικῶν ἔργων. Ἀναφέρομε τὴν γνωστὴ σειρὰ Sources Chretiennes (SC) μὲ πάνω ἀπὸ 500 τόμους μὲ κείμενο καὶ γαλλικὴ μετάφρασι. Καὶ στὴν Γερμανία γίνονται κριτικὲς ἐκδόσεις τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ κ.ἄ.
ε. Χρησιμώτατα σύγχρονα ἐργαλεῖα εἶναι ὁ θησαυρὸς ἑλληνικῆς γλώσσης (Thesaurus Lingua Graeca, TLG), ὁ ὁποῖος κυκλοφορεῖ σὲ ψηφιακὸ δίσκο μὲ πλῆθος κειμένων ἀπὸ πολλοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ τὸ διαδίκτυο, ὅπου ἔχει καταχωρισθῆ σὲ ψηφιακὴ φωτογραφικὴ ἀνατύπωσι ὁλόκληρος ἡ Πατρολογία τοῦ Migne (ἑλληνικὴ καὶ λατινικὴ) καὶ πληθώρα ἄλλων μεμονωμένων πατερικῶν ἔργων. Στὰ ἔργα αὐτὰ μποροῦν νὰ ἀναζητήσωμε λέξεις καὶ μέςῳ αὐτῶν χωρία ὁλόκληρα ἀπὸ τὰ πατερικὰ συγγράμματα.
στ. Αὐτοτελεῖς μεταφράσεις καὶ ἀνθολόγια ἀπὸ ρήσεις συγκεκριμένων ἁγίων Πατέρων κυκλοφοροῦν πάρα πολλά, μὲ τὸ μειονέκτημα ὅμως ὅτι δὲν προσφέρουν πάντοτε καὶ τὸ πρωτότυπο κείμενο, τὸ ὁποῖο θὰ μᾶς φανῆ χρήσιμο ὄχι μόνον γιὰ λόγους αἰσθητικῆς ἀπολαύσεως, ἀλλὰ ἐνίοτε καὶ γιὰ λόγους κατανοήσεως τῆς μεταφράσεως. Τὰ Λεξικὰ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν στὴν προσέγγισι καὶ κατανόησι τοῦ πρωτοτύπου κειμένου, ἡ ὁποία ὁμολογουμένως ἀπαιτεῖ κόπο καὶ ἐξάσκησι χρόνων.
3. Ἐπιλογὴ τῶν πατερικῶν κειμένων
Ἡ χρῆσις τῶν παραπάνω βοηθημάτων μᾶς καθιστᾶ ἱκανοὺς νὰ ἐπιλέξωμε κατάλληλα πατερικὰ κείμενα γιὰ νὰ τὰ ἐντάξωμε στὴν διδακτική μας ἐργασία σὲ συγκεκριμένες διδακτικὲς ἑνότητες, στὶς ὁποῖες θεωροῦμε ὅτι ἐνδείκνυται νὰ τὰ χρησιμοποιήσωμε ἐπικουρικῶς ἢ καὶ πρωτευόντως.
Τὰ κυκλοφοροῦντα Ἀνθολόγια πατερικῶν κειμένων μποροῦν νὰ μᾶς προσφέρουν ἕτοιμο ὑλικό, ἀλλὰ χρειάζεται μία προετοιμασία ἐκ μέρους μας γιὰ νὰ προβάλλωμε καὶ νὰ ἀξιοποιήσωμε τὰ ἀποσπάσματα αὐτὰ στὴν διδακτικὴ πρᾶξι.
Ἐκλεκτὰ πατερικὰ ἀποσπάσματα εὑρίσκομε συχνὰ καὶ σὲ θρησκευτικὰ περιοδικὰ ἢ ἀκόμη καὶ στὸ διαδίκτυο στὶς διάφορες θρησκευτικὲς ἱστοσελίδες. Αὐτὰ τὰ ἀποσπάσματα πρέπει νὰ τὰ ἀρχειοθετοῦμε ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ τὰ χρησιμοποιήσωμε στὶς κατάλληλες διδακτικὲς ἑνότητες. Μερικὲς φορὲς τὰ ἀποσπάσματα αὐτὰ δὲν παραπέμπουν σὲ κάποια πηγή, δὲν γνωρίζομε τὴν προέλευσί τους καὶ αὐτὸ κάποιες φορὲς μᾶς δυσκολεύει στὴν ἀνεύρεσι τῆς πηγῆς. Ὠρισμένα, ὅμως, μποροῦν νὰ χρησιμοποιηθοῦν στὴν τάξι μὲ τὴν ἁπλῆ ἀναφορὰ τοῦ συγγραφέως τους (π.χ. κείμενο τοῦ ἁγίου Νεκταρίου).
Ἡ προσωπικὴ μελέτη καὶ σπουδὴ τῶν ἁγίων Πατέρων, ἡ ὁποία ὀφείλει νὰ γίνεται ἀπὸ κάθε εὐσυνείδητο χριστιανό, πόςῳ μᾶλλον ἀπὸ ἕνα διδάσκαλο τῆς θεολογίας, θὰ μᾶς δίδει σὺν τῷ χρόνῳ νέο ὑλικὸ πρὸς ἀξιοποίησί του στὴν διδακτικὴ διαδικασία. Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι ἡ ἀποδελτίωσις αὐτοῦ τοῦ ὑλικοῦ καὶ ἡ ὀρθὴ ἀρχειοθέτησίς του, ὥστε νὰ μποροῦμε εὔκολα νὰ τὸ ἀνασύρωμε σὲ κάθε ἀναζήτησί μας. Ἡ ἀποδελτίωσις καὶ ἀρχειοθέτησις τῶν πατερικῶν χωρίων μπορεῖ νὰ γίνη σήμερα μὲ τὴν χρῆσι τοῦ ἠλεκτρονικοῦ ὑπολογιστοῦ. Τὰ εὑρετήρια τῶν διαφόρων ἐπεξεργαστῶν κειμένου μποροῦν σὲ ἐλάχιστα δευτερόλεπτα νὰ μᾶς ἀνασύρουν ἀπὸ τὰ ἀρχεῖα μας τὰ κατάλληλα κάθε φορὰ ἀποσπάσματα πατερικῶν ἔργων.
4. Ἀρχὲς μελέτης καὶ ἑρμηνείας τῶν πατερικῶν κειμένων
Γιὰ τὴν μελέτη καὶ τὴν ἑρμηνεία τῶν ἔργων τῶν ἁγίων Πατέρων ἰσχύουν κάποιες γενικὲς ἀρχές, τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ γνωρίζωμε καὶ νὰ ἐφαρμόζωμε γιὰ νὰ ἐπιτύχωμε τοῦ σκοποῦ μας.
α. Ὡς πρώτη ἀρχὴ ἀναφέρομε τὴν διαφοροποίησι τῶν κειμένων τῶν ἁγίων Πατέρων ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα φιλολογικὰ κείμενα. Δὲν θὰ πρέπει ἐπ’ οὐδενὶ νὰ ἀντιμετωπίζωνται τὰ πατερικὰ κείμενα μόνον ὡς ἁπλᾶ φιλολογικὰ κείμενα. Ὅπως σημειώνει σύγχρονος θεολόγος: «σκοπός μας δὲν εἶναι ἡ φιλολογικὴ ἀνάλυση καὶ ἡ αἰσθητικὴ ἀπόλαυση τῶν Πατερικῶν κειμένων. Κύριος σκοπὸς τοῦ μαθήματος εἶναι νὰ ἐμβαθύνουν οἱ μαθητές μας στὸ πνεῦμα τῶν φωτισμένων καὶ θεωμένων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ ἐξοικειωθοῦν πρὸς τὴν Πατερικὴ σκέψη καὶ νὰ βιώσουν τὴν Πατερικὴ διδασκαλία, ποὺ ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερα νὰ εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρη, ἀφοῦ μεταδίδει μηνύματα ζωῆς καὶ σωτηρίας. Κάθε τι τὸ αἰώνιο εἶναι πάντοτε καὶ ἐπίκαιρο»5.
β. Τὰ πατερικὰ κείμενα προϋποθέτουν γιὰ τὴν κατανόησί τους τὴν ἀπόκτησι τοῦ νοῦ τῶν ἁγίων Πατέρων διὰ τῆς μιμήσεως τῆς ζωῆς τους. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἑρμηνεύονται καὶ κατανοοῦνται μὲ τὸ ἴδιο Πνεῦμα μὲ τὸ ὁποῖο συνέγραψαν: «Ἡ κατανόηση καὶ ἡ ἑρμηνεία τῶν Πατερικῶν κειμένων δύναται νὰ ἐπιτευχθεῖ μόνο ὅταν συντελεῖται μὲ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα μὲ τὸ ὁποῖο ἐγράφησαν, δηλαδὴ ‘ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ’. Διαφορετικὰ τὸ ἔργο τῶν Θεολόγων θὰ ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνο τοῦ ἀνατόμου, ὁ ὁποῖος ἀσχολεῖται μὲ ἕνα νεκρὸ σῶμα»6, ὑπεγράμμιζε ὁ Κων. Μουρατίδης. Καὶ ὁ χαριτωμένος γέρων Παΐσιος ἐδίδασκε: «Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τὰ ἔβλεπαν ὅλα μὲ τὸ πνευματικό, μὲ τὸ θεϊκὸ μάτι. Τὰ Πατερικὰ εἶναι γραμμένα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἔκαναν τὶς ἑρμηνεῖες οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Τώρα δὲν ὑπάρχει συχνὰ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ καταλαβαίνουν τὰ Πατερικά. Τὰ βλέπουν ὅλα μὲ τὸ κοσμικὸ μάτι· δὲν βλέπουν πιὸ πέρα· δὲν ἔχουν τὴν εὐρύτητα ποὺ δίνουν ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη»7.
γ. Γι’ αὐτὸ ἀπαιτεῖται (ὅπως καὶ στὴν μελέτη τῆς Βίβλου) ὁ φωτισμὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόησι τῶν πατερικῶν κειμένων. Ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει οἱ λέξεις καὶ οἱ ὅροι ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὰ πατερικὰ κείμενα διαφορετικὰ κατανοοῦνται ἀπὸ τοὺς ἁγίους συγγραφεῖς τους καὶ διαφορετικὰ ἀπὸ τὸν δικό μας νοῦ ἢ πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὸν νοῦ τῶν αἱρετικῶν· «κατὰ τοὺς πατέρας ἡ ὑποκειμένη ὑπόθεσις καὶ ὄχι ἡ γραμματικὴ ἔννοια ἢ ἡ κακὴ χρῆσις ἑνὸς ὅρου καθιστᾶ αὐτὸν ὀρθόδοξον ἢ αἱρετικόν»8. Καὶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μαθαίνομε γιὰ τοὺς ἀγῶνες ποὺ ἔδωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες γιὰ νὰ μὴ νοθευτῆ ἡ οὐσία τῆς πίστεως, ἐπινοοῦντες καὶ χρησιμοποιοῦντες καινοφανεῖς ὅρους καὶ λέξεις, οἱ ὁποῖοι, ὅμως, ἐξέφραζον τὴν παραδεδομένη πίστι τῶν Ὀρθοδόξων.
δ. Τὸ ἰδανικὸ στὴν ἑρμηνεία τῶν πατερικῶν κειμένων εἶναι αὐτὴ νὰ γίνεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἅγιο Πατέρα (σὲ ἄλλο ἔργο του) ἢ ἀπὸ ἄλλον μεταγενέστερο ἅγιο Πατέρα τοῦ ἰδίου πνεύματος καὶ τῆς ἰδίας ἁγίας ζωῆς καὶ ὄχι κατὰ τὸ δοκοῦν ἑκάστου μελετητοῦ καὶ ὑποψηφίου ἑρμηνευτοῦ. Κι αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν Πατρολογία: οἱ μεγάλοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας κατενόησαν ὀρθῶς καὶ ἑρμήνευσαν ἀσαφῆ ἢ δυσνόητα χωρία προγενεστέρων ἁγίων Πατέρων, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς μὲ τὴν ἑρμηνεία χωρίων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τοῦ ψευδο-Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγείτου.
Ὅπως ἔχει ἐπισημανθῆ: «Τὸ πρόβλημά μας λοιπὸν δὲν εἶναι ἡ ἀναζήτηση νέων ἐξωτερικῶν μορφῶν καὶ σχημάτων στὴ διδακτική μας ἐργασία. Τὸ θέμα εἶναι τὸ τί περνᾶμε μέσα ἀπὸ τὶς διάφορες μορφὲς στὰ παιδιά. Περνᾶμε ἀτόφιο καὶ ἀκέραιο τὸ πατερικὸ μήνυμα ἢ περνᾶμε τὶς δικές μας ἀπόψεις καὶ ἀντιλήψεις ἢ ἀκόμα καὶ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ ἀκούσουν τὰ παιδιά; Ἂν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε τὸ λάθος μας δὲν εἶναι μόνο οὐσιαστικό, εἰδολογικό, δηλ. κατὰ περιεχόμενο, ἀλλὰ καὶ μεθοδολογικό»9.
ε. Ἑτέρα ἑρμηνευτικὴ ἀρχὴ εἶναι ἡ χρῆσις τῶν ἀποσπασμάτων τῶν πατερικῶν ἔργων νὰ γίνεται ἐν γνώσει τοῦ συνόλου κειμένου καὶ τῶν συνθηκῶν συγγραφῆς του. Αὐτὸ μᾶς καθιστᾶ ἱκανοὺς νὰ γνωρίσωμε τὸ ἀκριβὲς νόημα καὶ νὰ μὴ τὸ παρερμηνεύωμε, ὅπως συνήθιζαν νὰ τὸ παρερμηνεύουν οἱ αἱρετικοὶ τῶν διαφόρων ἐποχῶν καὶ νὰ χρησιμοποιοῦν πρὸς ἐνδυνάμωσι τῶν κακοδοξιῶν τους σπαράγματα πατερικῶν χωρίων, ἀλλοιωμένων ὡς πρὸς τὴν ἔννοιά τους. Ὅπως ἐπισημαίνει σύγχρονος πατρολόγος οἱ λέξεις - ὅροι ἐκφράζουν ἔννοιες καὶ ἕπονται αὐτῶν: «Ὅ,τι πάλιν, ἐχρησιμοποιεῖτο ἐν αἱρετικῇ ἐννοίᾳ δὲν ἀπεκλείετο νὰ χρησιμοποιηθῇ καὶ ἐν ὀρθοδόξῳ, δεδομένου ὅτι ὁ ὅρος ἐκφράζει τὴν ἔννοιαν ἡ ὁποία ἑκάστοτε ἀποδίδεται εἰς αὐτόν. Αἱ ἔννοιαι προηγοῦνται τῶν λέξεων καὶ αἱ λέξεις ἀκολουθοῦν καὶ ἐκφράζουν αὐτάς. Κατὰ συνέπειαν ἡ σημασία τῶν ὅρων καὶ λέξεων δύναται νὰ διαφοροποιῆται, ἀρκεῖ νὰ ἐκφράζῃ τὴν ἀλήθειαν καὶ τὸ ‘κατὰ φύσιν’, δηλαδὴ τὸ ἀντικείμενον τῆς πίστεως. Τοῦτο δὲν μεταβάλλεται, δὲν ἀλλοιοῦται καὶ δὲν προσαρμόζεται εἰς τὰς λέξεις, ἀλλ’ αἱ λέξεις ἐναρμονίζονται πρὸς αὐτό. ‘Οὐ γὰρ αἱ λέξεις – παρατηρεῖ ὁ Μ. Ἀθανάσιος – τὴν φύσιν παραιροῦνται· ἀλλὰ μᾶλλον ἡ φύσις τὰς λέξεις εἰς ἑαυτὴν ἕλκουσα μεταβάλλει. Καὶ γὰρ οὐ πρότεραι τῶν οὐσιῶν αἱ λέξεις, ἀλλ’ αἱ οὐσίαι πρῶται καὶ δεύτεραι τούτων αἱ λέξεις (ΒΕΠ 30, 181)»10. Καὶ οἱ συνθῆκες ὑπὸ τὶς ὁποῖες συνεγράφη ἕνα κείμενο μᾶς βοηθοῦν στὴν ὀρθὴ κατανόησί του, γιατὶ τὰ γραφόμενα μπορεῖ νὰ ἀναφέρωνται σὲ συγκεκριμένη περίπτωσι καὶ νὰ μὴν ἔχουν γενικὴ ἰσχὺ ἢ τὸ ἀντίστροφο.
στ. Ἀκόμη, θὰ πρέπει νὰ ἐνθυμούμαστε ὅτι τὰ πατερικὰ κείμενα ἑρμηνεύουν καὶ ἐπανερμηνεύουν σὲ κάθε ἐποχή, μὲ ὅρους καὶ νοοτροπία σύγχρονο, τὴν ἅπαξ ἀποκαλυφθεῖσα ὑπὸ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ παραδοθεῖσα ὑπ’ Αὐτοῦ πίστι τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως, ἐτόνιζε ἰδιαιτέρως στὴν ἐποχή του ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος: «οὐ δὲ νῦν ἡ πίστις ἤρξατο, ἀλλ’ ἐκ τοῦ Κυρίου διὰ τῶν μαθητῶν εἰς ἡμᾶς διαβέβηκεν»11. Ἀναφέρομε ἐδῶ τὴν ρῆσι τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ πρὸς κάποιον ρωμαιοκαθολικὸ διδάκτορα «ὅτι οἱ μοναχοὶ ἡμῶν οὐχὶ μόνον ἀναγινώσκουν αὐτὰ τὰ βιβλία [πατερικὰ], ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι θὰ ἠδύναντο νὰ συγγράψουν παρόμοια… Οἱ μοναχοὶ δὲν συγγράφουν, διότι ἤδη ὑπάρχουν πολλὰ ὡραῖα βιβλία καὶ ἱκανοποιοῦνται δι’ αὐτῶν. Ἐὰν ὅμως τὰ βιβλία αὐτὰ δι’ οἱονδήποτε λόγον ἐξηφανίζοντο, τότε οἱ μοναχοὶ θὰ συνέγραφον νέα»12.
ζ. Τέλος, ἡ κατανόησις τῆς πατερικῆς θεολογίας προϋποθέτει τὴν ὑπὸ τῶν Πατέρων θεώρησι, δηλ. τὴν θεολογικὴ θεώρησι, τοῦ Θεοῦ, τοῦ κόσμου, τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας· ἄλλως τὰ κείμενά τους παραμένουν ἀκατανόητα καὶ ἐνίοτε ἀντιφατικά. Κατὰ τὴν ἐπιτυχῆ διατύπωσι τοῦ Κων. Μουρατίδη: «ἡ Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Θεολογία δὲν εἶναι ἕνα γνωσιολογικὸ ἁπλῶς σύστημα περὶ Θεοῦ, κόσμου καὶ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μιὰ θεανθρωπίνη λειτουργία κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἀνθρώπινος λόγος κοινωνεῖ τοῦ Θείου Λόγου καθιστάμενος ‘θείας φύσεως κοινωνός’»13. Γι’ αὐτὸ παρατηροῦνται δυσκολίες καὶ προσκόμματα κατὰ τὴν μελέτη καὶ ἑρμηνεία τῶν πατερικῶν κειμένων. Σημειώνει ἄλλος σύγχρονος θεολόγος: «Πολλὲς φορὲς ξεκινᾶμε ἀπὸ μιὰ λαθεμένη ἀφετηρία. Προσπαθοῦμε νὰ πείσουμε τὸν ἑαυτό μας πὼς εἶναι κάτοχος τοῦ πατερικοῦ μηνύματος λόγῳ θεολογικῶν σπουδῶν ἢ κάποιας εἰδικῆς κλίσεως, ἐπειδὴ ἴσως στὸ μάθημα τῆς Πατρολογίας νὰ ἔχουμε ἀριστεύσει. Σὲ ἄλλη περίπτωση νομίζουμε ὅτι ξέρουμε τόσο καλὰ τοὺς Πατέρες, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ τοὺς κρίνουμε ὡς ἀκατανόητους, ἀνεδαφικοὺς καὶ ἀνεφάρμοστους γιὰ τὶς σημερινὲς ἀνάγκες τῶν παιδιῶν. Ἴσως διαθέτουμε κάποια βεβαιότητα, πὼς ἡ προβληματικὴ τῶν παιδιῶν δὲν ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τοὺς Πατέρες, πὼς οἱ Πατέρες ἔγραψαν γιὰ ἀνθρώπους ὥριμους καὶ πιστοὺς καὶ πὼς τὰ παιδιὰ δὲν διαθέτουν τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις προσεγγίσεως τῶν πατερικῶν κειμένων»14.
Ἐν κατακλείδι, ὅπως ἔγραφε ἕτερος θεολόγος: «’Ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσιν’, εἰς τὸ θέμα τὸ ὁποῖον μᾶς ἀπασχολεῖ, δηλαδὴ τὴν ἑρμηνείαν τῶν πατερικῶν κειμένων, σημαίνει ἀκριβῶς ἐφαρμογὴν τῶν γενικῶν ἑρμηνευτικῶν ἀρχῶν τῶν πατέρων, συμφώνως πρὸς τὸ πνεῦμα, τὴν διάνοιαν, τὸν νοῦν, τὸν σκοπόν, τὰ ὅρια, ἀλλὰ καὶ τὴν πνευματικὴν ἐμπειρίαν αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἔγραψαν τὰ κείμενα αὐτά, ‘ἐν γνώσει’ καὶ ‘δυνάμει τοῦ Πνεύματος’ δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ»15.
5. Προτάσεις διδαχῆς τῶν πατερικῶν κειμένων
α. Γιὰ τὴν προσφορωτέρα διδασκαλία ἑνὸς πατερικοῦ κειμένου χρειάζεται νὰ δοθοῦν στὴν ἀρχὴ κάποια εἰσαγωγικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν συγγραφέα καὶ τὸ περιβάλλον τοῦ ἀποσπάσματος. Κατατοπίζονται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ μαθητὲς γιὰ τὶς συνθῆκες καὶ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς κατὰ τὴν ὁποία ἐγράφη τὸ συγκεκριμένο κείμενο.
β. Κατόπιν γίνεται ἡ παρουσίασις τοῦ κειμένου μὲ παράλληλο μετάφρασι. Ἡ παρουσίασις μπορεῖ νὰ γίνη μὲ ἀνάγνωσί του, μὲ ἀκρόασι, ἀκόμη καὶ μὲ τὴν χρῆσι ἐποπτικῶν μέσων (εἰκόνες, προβολὴ τοῦ κειμένου). Ἐπειδὴ τὰ παιδιὰ δυσκολεύονται στὴν κατανόησι ἀρχαίων κειμένων μπορεῖ νὰ προηγεῖται ἡ παρουσίασις τῆς μεταφράσεως καὶ νὰ ἕπεται τὸ πρωτότυπο κείμενο. Μπορεῖ, ἀκόμη καὶ ὁλόκληρος ἡ ἐπεξεργασία του νὰ γίνεται ἀπὸ τὴν μετάφρασι, ἀλλὰ νὰ δίνεται ἡ εὐκαιρία στοὺς μαθητές, ἔστω στὸ τέλος, νὰ διαβάζουν σιωπηρῶς τὸ ἀρχαῖο κείμενο καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν καὶ αἰσθητικῶς τὸ ἔργο.
γ. Ἀκολουθεῖ ἡ νοηματικὴ ἀνάλυσις καὶ ἐμβάθυνσις τοῦ κειμένου. Μὲ τὶς κατάλληλες ἐρωτήσεις ὁ διδάσκων προχωρᾶ στὴν διασάφησι ὅρων, λέξεων καὶ ἐννοιῶν καὶ βοηθᾶ τοὺς μαθητές του στὴν κατανόησι τοῦ κειμένου καὶ στὴν περαιτέρω ἐμβάθυνσί του.
δ. Στὴν συνέχεια συνδέεται τὸ κείμενο μὲ τὴν διδακτικὴ ἑνότητα, στὴν ὁποία τὸ παραθέτομε καὶ μὲ τὴν μέχρι τοῦδε γνωστὴ διδαχθεῖσα ὕλη τοῦ μαθήματος τῆς χρονιᾶς ἢ καὶ προηγουμένων ἐτῶν. Μερικὲς φορὲς μπορεῖ ἀντὶ τῆς ἐπεξεργασίας μιᾶς διδακτικῆς ἑνότητος νὰ δουλεύωμε στὴν τάξι μὲ ἕνα πατερικὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο συμπίπτει ἐννοιολογικῶς μὲ τὴν πρὸς διδασκαλία ἑνότητα.
ε. Στὸ τέλος καταλήγομε σὲ συμπεράσματα ὄχι μόνον θεωρητικῶν γνώσεων, ἀλλὰ καὶ πρακτικῶν συνεπειῶν αὐτῶν τῶν γνώσεων, ἀφοῦ κατὰ τὴν πατερικὴ θεολογία θεωρία καὶ πρᾶξις εἶναι ἀλληλένδετες. «Δὲν μποροῦμε νὰ ἐργαζόμαστε μόνο θεωρητικὰ ἢ πρακτικά. ‘Πρᾶξις ἐστι θεωρία ἐνεργουμένη καὶ θεωρία ἐστὶ πρᾶξις μυσταγωγουμένη’ (Μάξιμος Ὁμολογητής). Στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει κάτι τὸ θεωρητικό, ποὺ δὲν εἶναι συνάμα καὶ πρακτικό»16.
στ. Ὡς παράδειγμα διδασκαλίας πατερικοῦ κειμένου ἐπιλέγομε τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ ἁγίου Βασιλείου, Ἐν λιμῷ καὶ αὐχμῷ, § 2 (ΒΕΠ 54, 78-79), τὸ ὁποῖο παρατίθεται καὶ στὸ σχολικὸ ἐγχειρίδιο τῆς Γ’ Γυμνασίου (σ. 64).
i. Ἐνδεικτικῶς, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν συγκεκριμένη διδακτικὴ ἑνότητα, μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθῆ καὶ στὶς ἑξῆς:
Α’ Γυμνασίου, στὶς δ.ἑ. γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἐμφάνισι τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο.
Β’ Γυμνασίου, στὶς δ.ἑ. γιὰ τὸν καλὸ Σαμαρείτη, τὴν τελικὴ κρίσι, τὴν κατάπαυσι τῆς τρικυμίας.
Α’ Λυκείου, στὴν δ.ἑ. γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς στὴ λατρεία.
Β’ Λυκείου, στὶς δ.ἑ. γιὰ τὴν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὸν δυναμικὸ καὶ ἀπελευθερωτικὸ χαρακτῆρα τοῦ Χριστιανισμοῦ, γιὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ κόσμου καὶ τὴν δικαιοσύνη τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὸν συνάνθρωπο ὡς ἀδελφό.
Γ’ Λυκείου, στὶς δ.ἑ. γιὰ τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα, γιὰ τὸ ὅραμα τῆς εἰρήνης, γιὰ τὸ οἰκολογικὸ πρόβλημα.
ii. Θέματα, τὰ ὁποῖα ἀναδύονται ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο πατερικὸ κείμενο εἶναι ἐνδεικτικῶς τὰ ἀκόλουθα:
‑ Τὸ φυσικὸ κακὸ καὶ ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου (πῶς συνδέονται)
‑ Οἱ φυσικὲς καταστροφὲς καὶ ἡ θεία Πρόνοια (πῶς συμβιβάζονται)
‑ Ἡ ὑπέρβασις τοῦ φυσικοῦ κακοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ (πῶς συντελεῖται)
‑ Ἡ οἰκολογικὴ κρίσις καὶ τὸ ἀσκητικὸ πνεῦμα (πῶς ὑπερβαίνεται)
‑ Ἡ ἐσχατολογικὴ ἐξαφάνισις τοῦ φυσικοῦ κακοῦ (πῶς ἐξαφανίζεται)
iii. Συμπεράσματα ἐκ τοῦ κειμένου μποροῦν νὰ ἐξαχθοῦν τὰ κάτωθι:
‑ Οἱ κοινωνικὲς καὶ οἰκολογικὲς ἐπιπτώσεις τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου: ἡ διάχυσις τῆς ἁμαρτίας στὴν κοινωνία καὶ στὴν κτίσι ὡς ἄλλη λοιμικὴ νόσος καὶ ἡ θεραπεία αὐτῆς τῆς καταστάσεως
Χρησιμοποίησις τῆς ρήσεως τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ: «Πρέπει νὰ ἔχωμεν συμπάσχουσαν καρδίαν, καὶ οὐχὶ μόνον τὸν ἄνθρωπον νὰ ἀγαπῶμεν, ἀλλὰ νὰ συμπονῶμεν καὶ πᾶν πλάσμα, πᾶν ὅ,τι ἐκτίσθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Ἰδού, ἓν πράσινον φύλλον ἐπὶ τοῦ δένδρου, καὶ σὺ ἀπέσπασας αὐτὸ ἄνευ ἀνάγκης»17!
6. Ἐπίλογος
α. Θεωροῦμε ἀναγκαία τὴν ἀξιοποίησι τοῦ πλούτου τῆς πατερικῆς θεολογίας στὴν σχολικὴ θρησκευτικὴ ἐκπαίδευσι τῶν μαθητῶν μας. «Ἡ πολυδιάστατη σημασία καί ἀξία τῶν Πατερικῶν Κειμένων στὴν ἐκπαίδευση γενικὰ καὶ τὴ θρησκευτικὴ ἀγωγὴ εἰδικὰ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴ διδακτικὴ μέθοδο τῶν Πατέρων, ἀπὸ τὰ προσωπικὰ βιώματα, τὰ ὁποῖα τώρα εἶναι σύμβολα καί πρότυπα, καὶ ἀπὸ τὸ πλουσιότατο καὶ ἀνεπανάληπτο περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας τους»18.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὑπῆρξαν ὄντως διδάσκαλοι: «Σπουδασμένοι στὰ Πανεπιστήμια τῆς ἐποχῆς τους, καταρτιζόμενοι συνεχῶς ἀπὸ τὴ μελέτη καὶ τὴν αὐτοεπιμόρφωση καὶ ὡριμάσαντες στὰ σχολεῖα τῆς ἐρήμου καὶ τῆς ἀσκήσεως, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶχαν ὅλα τὰ προσόντα γιὰ νὰ διαπρέψουν στὸ διδακτικὸ ἔργο, ἔστω καὶ ἄν οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς δὲ δίδαξαν ποτὲ σὲ ὀργανωμένα σχολεῖα ἤ μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς δὲ σπούδασαν πουθενά, ἀλλὰ διέπρεψαν ὡς αὐτοδίδακτοι καὶ θεοδίδακτοι»19.
Ἐπὶ πλέον οἱ ἅγιοι Πατέρες μὲ τὰ κείμενά τους ἀντιμετώπιζαν πραγματικὰ καὶ διαχρονικὰ προβλήματα: «Οἱ ‘Ἐπιστολές’ τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖες ἔχουν διασωθεῖ, εἶναι μιὰ χειροπιαστὴ μαρτυρία γιὰ τὸ τεράστιο καθοδηγητικό τους ἔργο, τὸ ὁποῖο ἐπιτελοῦσαν καὶ ὅταν βρίσκονταν μακριὰ ἀπὸ τοὺς ‘μαθητές’ τους, π.χ στὴν ἔρημο, τὴν ἐξορία ἤ στὴ φυλακή. Εἶναι τόσες πολλὲς χιλιάδες οἱ Ἐπιστολὲς τῶν Πατέρων, τὶς ὁποῖες κατέχουμε σήμερα ὡς πολύτιμη κληρονομιά, καὶ τόσο μεγάλη ἡ ποικιλία τῶν θεμάτων μὲ τὰ ὁποῖα ἀσχολοῦνται, ὥστε νὰ μποροῦμε νἀ ἰσχυριστοῦμε, χωρὶς φόβο νά διαψευστοῦμε, ὅτι τὸ φαινόμενο αὐτὸ τῆς παροχῆς ἀγωγῆς μὲ αὐτὸ τὸν εἰδικὸ τρόπο εἶναι μοναδικὸ σὲ παγκόσμια καὶ διαχρονικὴ κλίμακα. Κάποτε μάλιστα οἱ Ἐπιστολὲς ἔπαιρναν τέτοια ἔκταση καὶ εἶχαν τέτοια πραγμάτευση θέματος, ὥστε νὰ ἔχουν ὅλα τὰ γνωρίσματα μιᾶς πραγματείας»20.
Ἀκόμη, οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐφήρμοζαν τὴν ἀρχὴ τῆς αὐτενεργείας: «Ἡ ψυχοσωματικὴ μετοχὴ τοῦ μαθητῆ, γνωστή σήμερα ὡς ἀρχὴ τῆς αὐτενέργειας ἤ τῆς ἐργασίας, ἦταν στὴν ἡμερήσια διάταξη τῆς πατερικῆς διδαχῆς. Οἱ Πατέρες δὲν κήρυτταν ‘ἀφ΄ ὑψηλοῦ’ ἀλλὰ χειραγωγοῦσαν τοὺς ἀκροατές τους. Δὲν ἐνδιαφέρονταν γιὰ κάποιο ὡράριο ὑποχρεωτικῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ ἐπιδίωκαν τὴν καλὴ ‘ἀλλοίωση’ τοῦ ἐκπαιδευομένου, ἔστω καὶ ἄν αὐτὸ τοὺς κόστιζε πολύμοχθο ἀγώνα»21.
Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους εἶναι ἀπαραίτητα τὰ πατερικὰ κείμενα στὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα τῶν θρησκευτικῶν: «Ἡ διεκδίκηση σημαντικῆς θέσεως τῶν Πατερικῶν Κειμένων στὸ ὡρολόγιο καὶ τὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα τῶν Θρησκευτικῶν γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τοὺς Θεολόγους καὶ τοὺς συναδέλφους ἄλλων εἰδικοτήτων, ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς γονεῖς τους, καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τοὺς ὑπεύθυνους φορεῖς, οἱ οποῖοι διευθύνουν τὴν ἑλληνικὴ ἐκπαίδευση, μόνο ὅταν ὅλοι αὐτοὶ πεισθοῦν ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ ἔχουν νὰ δώσουν ἀληθινὰ μηνύματα ζωῆς στὸ σύγχρονο ἄνθρωπο»22.
β. Μία παλαιοτέρα πρότασις γιὰ ἔνταξι τῶν πατερικῶν κειμένων στὴν ἐκπαίδευσι ἐτόνιζε ὅτι: «μιὰ καλὴ διευθέτηση θὰ ἦταν ἴσως νὰ ἔμπαιναν ἀποσπάσματα Πατερικῶν Κειμένων σὲ κάθε δ.ἑ. ἢ στό τέλος κάποιων κεφαλαίων, μὲ σκοπὸ νὰ χρησιμοποιοῦνται ἐπικουρικὰ ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ νὰ ἀξιοποιοῦνται διδακτικὰ ἀπὸ τοὺς καθηγητές. Αὐτὸ βέβαια ἔχει τὸ μειονέκτημα ὅτι ἔτσι τὰ Πατερικὰ Κείμενα γίνονται ὕλη περιθωριακή, ἀλλὰ εἶναι ἐπίσης ἀλήθεια ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὰ Πατερικὰ Κείμενα μένουν στὰ διδακτικὰ βιβλία χωρὶς νὰ ἐνοχλοῦν κανένα, μὲ τὴν πιθανότητα νὰ κινήσουν κάποτε τὸ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τῶν φορέων τῆς ἀγωγῆς»23. Κάτι, τὸ ὁποῖο σὲ ἕνα βαθμὸ ἔχει ἤδη ἐπιτευχθῆ στὴν διάρκεια τῶν τελευταίων δεκαετιῶν.
Σήμερα, ὑπάρχει ἡ σκέψις γιὰ τὴν σύνταξι ἀπὸ τὴν Ἐπιτροπὴ Παιδείας τῆς Π.Ε.Θ. ἑνὸς νέου Ἀνθολογίου Πατερικῶν Κειμένων. Γνωρίζομε, βεβαίως, τὶς πολλὲς δυσκολίες γιὰ τὴν ἐπιλογή τους: «Ὅπως καὶ νά ‘χει τὸ πράγμα, τὸ θέμα τῆς ἐπιλογῆς τῶν κατάλληλων δειγμάτων τῆς πατερικῆς σκέψεως, τὰ ὁποῖα θὰ χρησιμοποιηθοῦν ὡς μέσο τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς τῶν μαθητῶν εἶναι πολὺ σημαντικὸ καὶ δύσκολο. Θὰ ἔλεγα ὅτι εἶναι πιὸ δύσκολο νὰ ἐπιλέξει κανεὶς τὰ κατάλληλα δείγματα ἀπὸ τὴν πατερικὴ γραμματεία, ἀπὸ τὸ νὰ ἐπιλέξει τὴν ὕλη στὴν περίπτωση καταρτισμοῦ ἀναλυτικοῦ προγράμματος μὲ τὸ συνηθισμένο ‘παραδοσιακὸ’ τρόπο. Δὲν εἶναι μόνο ἡ αὐξημένη εὐθύνη, τὴν ὁποία αἰσθάνονται ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τὸ ἐγχείρημα, ἀλλὰ εἶναι ἡ τεράστια ἔκταση τῆς πατερικῆς γραμματείας σὲ συγγραφεῖς καὶ κείμενα, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ σφαιρικὴ εἰκόνα τῆς πατερικῆς σκέψεως, τὴν ὁποία πρέπει νὰ διαθέτουν, καὶ ἡ γνώση τῶν παιδαγωγικῶν καὶ σχολικῶν ἀπαιτήσεων τῆς ἐποχῆς μας»24.
Γι’ αὐτὸ ἀπαιτεῖται, κατὰ τὴν γνώμη μας, συστράτευσις πολλῶν καὶ εἰδημόνων συναδέλφων ὄχι μόνον τοῦ Πανεπιστημίου, ἀλλὰ καὶ τῆς σχολικῆς πράξεως.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. «Α’ Πατρολογικὸ Σεμινάριο τῆς Π.Ε.Θ.» (29-30/10/1983), Κοινωνία (1983) 326-424.
2. ΒΙΜΠΟΥ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ, Συνοπτικὸ θεματολογικὸ εὑρετήριο Ἑλλήνων Πατέρων, Ἀθήνα: Γρηγόρης, χ.χ.
3. ΒΡΑΚΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ, Ἀνθολόγιο ἀρχαίων ἑλληνικῶν καὶ πατερικῶν κειμένων, Ἀθήνα: Ἔννοια, 2008.
4. Δ’ Πανελλήνιον Θεολογικὸν Συνέδριον: Ἐκκλησιαστικοὶ Πατέρες καὶ Παιδεία, Ἀθῆναι: Π.Ε.Θ., 1970.
5. ΔΩΡΟΘΕΟΥ ΣΧΟΛΑΡΙΟΥ, Κλεὶς Πατρολογίας καὶ βυζαντινῶν συγγραφέων, Ἀθήνα: Ὠφέλιμο Βιβλίο, 1980.
6. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ, Ἀνθολόγιο πατερικῶν κειμένων, Ἀθήνα: ΟΕΔΒ, 1975.
7. ΚΑΒΑΛΛΕΡΑ ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΥ, Πίνακες ἑλληνικῆς πατρολογίας J.-P. Migne, Ἀθήνα: Κέντρον Πατερικῶν Ἐκδόσεων, 2008.
8. ΚΡΙΚΩΝΗ ΧΡΗΣΤΟΥ, Συλλογὴ πατερικῶν κειμένων, τόμ. Α’ – Β’ , Θεσσαλονίκη: University studio press, 1994-1998.
9. Μικρὴ φιλοκαλία τῆς καρδιᾶς. Μιὰ ἀνθολογία πατερικῶν κειμένων, μὲ παραθέματα σύγχρονων θεολόγων καὶ διδακτικὲς ὁδηγίες γιὰ μαθητικὸ κοινό, Ἀθήνα: Ἀκρίτας, 2006.
10. ΜΟΥΤΣΟΥΛΑ ΗΛΙΑ, Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Πατρολογίαν, Ἀθήνα: Γρηγόρης, 2009.
11. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ, Καινὴ Διαθήκη καὶ ἑρμηνευτὲς Πατέρες, Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 2010.
12. ΟΡΦΑΝΟΥ ΜΑΡΚΟΥ, «Ἡ ὑπὸ τῶν Πατέρων ἑρμηνεία τῆς Παραδόσεως», Κοινωνία (1983) 330-348.
13. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, Πατέρων Λόγος καὶ Διδαχή: Ἀνθολόγιο πατερικῶν κειμένων, Ἀθήνα: Γρηγόρης, 2008.
14. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Πατρολογία, τόμ. Α’-Β’, Ἀθήνα 2000.
15. ΠΑΠΑΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Ἡ διδακτικὴ τῶν πατερικῶν κειμένων στὴν Γ’ τάξη τοῦ Γυμνασίου, Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 2000.
16. ΠΑΠΑΡΝΑΚΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Ἑρμηνεία κειμένων τῆς Π. Διαθήκης κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη: Γράφημα, 2009.
17. ΤΡΑΚΑΤΕΛΛΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Οἱ Πατέρες ἑρμηνεύουν: Ἀπόψεις πατερικῆς βιβλικῆς ἑρμηνείας, Ἀθήνα: Ἀποστολική Διακονία, 1996.
18. ΤΣΑΓΚΑΡΛΗ – ΔΙΑΜΑΝΤΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ, Ἡ πατερικὴ διδαχὴ στὰ Κατηχητικὰ Σχολεῖα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἱστορικὴ ἀναδρομὴ καὶ διδακτικὴ ἀξιοποίηση, Ἀθήνα: Λύχνος, 2003.
19. ΤΣΑΜΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Ἀνθολόγιο ἐκκλησιαστικῶν κειμένων, Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 2004.
20. ΤΣΑΜΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία καὶ κείμενα πατερικῆς γραμματείας, Θεσσαλονίκη: Πουρναρᾶς, 2008.
21. ΧΑΡΩΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Σχέδια διδασκαλίας πατερικῶν κειμένων, Ἀθῆναι: Γρηγόρης, 1970.
22. ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Α’ – Ε’, Θεσσαλονίκη: Κυρομᾶνος, 1985-1992.
23. ΨΕΥΤΟΓΚΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Θέματα πατερικῆς θεολογίας, τόμ. 1-3, Θεσσαλονίκη: Κυρομᾶνος, 1995-2007.
24. ΨΕΥΤΟΓΚΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Στοιχεῖα ἐκκλησιαστικῆς γραμματολογίας μὲ ἀνθολόγιο πατερικῶν ἔργων, Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1994.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κωνσταντίνου Φούσκα, «Τὰ πατερικὰ κείμενα στὴ γενικὴ Ἐκπαίδευση», Κοινωνία (1983), σ. 351.
2. Κωνσταντίνου Φούσκα, «Τὰ πατερικὰ κείμενα στὴ γενικὴ Ἐκπαίδευση», Κοινωνία (1983), σ. 351
3. Κωνσταντίνου Φούσκα, «Τὰ πατερικὰ κείμενα στὴ γενικὴ Ἐκπαίδευση», Κοινωνία (1983), σ. 353.
4. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, τόμ. Β’ (Σουρωτή: Ἱ.Ἡσ. Ἰωάννης Θεολόγος, 1999), σ. 100-101.5. Βασιλείου Χαρώνη, «Ἡ διδακτικὴ τῶν πατερικῶν κειμένων», Κοινωνία (1983), σ. 392.
6. Κωνσταντίνου Μουρατίδου, «Προσφώνησις στὸ Α’ πατρολογικὸ Σεμινάριο τῆς ΠΕΘ», Κοινωνία (1983), σ. 328.
7. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, τόμ. Α’ (Σουρωτή: Ἱ.Ἡσ. Ἰω. Θεολόγου, 1999), σ. 231.
8. Μάρκου Ὀρφανοῦ, «Ἡ ὑπὸ τῶν Πατέρων ἑρμηνεία τῆς Παραδόσεως», Κοινωνία (1983), σ. 333.
9. Κωνσταντίνου Γρηγοριάδη, «Ἡ προσφορὰ τῶν πατερικῶν κειμένων καὶ οἱ διδακτικὲς ἀπαιτήσεις τους», Κοινωνία (1983), σ. 374.
10. Μάρκου Ὀρφανοῦ, «Ἡ ὑπὸ τῶν Πατέρων ἑρμηνεία τῆς Παραδόσεως», Κοινωνία (1983), σ. 332.
11. Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ ἐγκύκλιος, 1, 8 (ΒΕΠ 31, 195). Πρβλ. Μάρκου Ὀρφανοῦ, «Ἡ ὑπὸ τῶν Πατέρων ἑρμηνεία τῆς Παραδόσεως», Κοινωνία (1983), σ. 333-334.
12. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 1999), σ. 89.
13. Κωνσταντίνου Μουρατίδου, «Προσφώνησις στὸ Α’ πατρολογικὸ Σεμινάριο τῆς ΠΕΘ», Κοινωνία (1983), σ. 327.
14. Κωνσταντίνου Γρηγοριάδη, «Ἡ προσφορὰ τῶν πατερικῶν κειμένων καὶ οἱ διδακτικὲς ἀπαιτήσεις τους», Κοινωνία (1983), σ. 374.
15. Μάρκου Ὀρφανοῦ, «Ἡ ὑπὸ τῶν Πατέρων ἑρμηνεία τῆς Παραδόσεως», Κοινωνία (1983), σ. 337.
16. Κωνσταντίνου Γρηγοριάδη, «Ἡ προσφορὰ τῶν πατερικῶν κειμένων καὶ οἱ διδακτικὲς ἀπαιτήσεις τους», Κοινωνία (1983), σ. 384.
17. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης (Ἔσσεξ: Ἱ.Μ. Τ. Προδρόμου, 1999), σ. 474.
18. Κωνσταντίνου Φούσκα, «Τὰ πατερικὰ κείμενα στὴ γενικὴ Ἐκπαίδευση», Κοινωνία (1983), σ. 354.
19. Κωνσταντίνου Φούσκα, «Τὰ πατερικὰ κείμενα στὴ γενικὴ Ἐκπαίδευση», Κοινωνία (1983), σ. 354.
20. Κωνσταντίνου Φούσκα, «Τὰ πατερικὰ κείμενα στὴ γενικὴ Ἐκπαίδευση», Κοινωνία (1983), σ. 355.
21. Κωνσταντίνου Φούσκα, «Τὰ πατερικὰ κείμενα στὴ γενικὴ Ἐκπαίδευση», Κοινωνία (1983), σ. 356.
22. Κωνσταντίνου Φούσκα, «Τὰ πατερικὰ κείμενα στὴ γενικὴ Ἐκπαίδευση», Κοινωνία (1983), σ. 357.
23. Κωνσταντίνου Φούσκα, «Τὰ πατερικὰ κείμενα στὴ γενικὴ Ἐκπαίδευση», Κοινωνία (1983), σ. 362.
24. Κωνσταντίνου Φούσκα, «Τὰ πατερικὰ κείμενα στὴ γενικὴ Ἐκπαίδευση», Κοινωνία (1983), σ. 364.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου