Αρχιμανδρίτου Γεωργίου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Ό Καθηγητής κ. Γεώργιος Μαρτζέλος με το άρθρο του «Ορθοδοξία και αίρεση των Αντιχαλκηδονίων κατά τον αγ. Ιωάννη το Δαμασκηνό»1, αναγνωρίζει ιδεολογική ορθοδοξία στους Αντιχαλκηδονίους. Υποστηρίζει ότι ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός περιγράφει «με τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο τη δογματική ταυτότητα» των Αντιχαλκηδονίων, όταν στο Περί Αιρέσεων έργο του σημειώνει γι' αυτούς: «τα δε άλλα πάντα ορθόδοξοι υπάρχοντες», ενώ ό αιρετικός χαρακτήρας τους «συνίσταται στην απόσχιση τους από την Ορθόδοξη Εκκλησία, λόγω της αρνήσεως τους να δεχθούν τον Όρο της Χαλκηδόνας και γενικώτερα τις αποφάσεις της Δ' Οικουμενικής Συνόδου»2,
Θεωρεί μάλιστα ότι όσοι δεν συμφωνούν με την «ιδεολογική» ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων, παρερμηνεύουν τη «νηφάλια δογματική αξιολόγηση ... που κάνει στο εν λόγω έργο του ό μεγάλος αυτός και ακριβής δογματολόγος της Εκκλησίας»3.
Εμπεριστατωμένη κριτική στο εν λόγω άρθρο ασκήθηκε με το βιβλίο μας «Ή «ιδεολογική» ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων. Απάντησις σε απόψεις του Καθηγητού κ. Γεωργίου Μαρτζέλου (εκδ. Ιεράς Μονής Όσιου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2005). Βάσει στοιχείων πού αφορούν τα ιστορικοδογματικά δεδομένα και τις αναφορές των πατερικών κειμένων επί του ζητήματος, δείξαμε ότι ή θεωρία της «ιδεολογικής» ορθοδοξίας των Αντιχαλκηδονίων δεν ευρίσκει έρεισμα στην συνοδική και πατερική Παράδοσι. Σύμφωνα με την Παράδοσι αυτή οι αιρεσιάρχαι Διόσκορος Αλεξανδρείας και Σεβήρος Αντιοχείας, καθώς και όσοι τους ακολουθούν, έχουν μονοφυσιτική Χριστολογία. Επεσημάναμε ότι οι Αντιχαλκηδόνιοι, στην προοπτική της ενώσεως των με την Εκκλησία, οφείλουν να αποδεχθούν τις Οικουμενικές Συνόδους με το δογματικό τους περιεχόμενο, πού είναι ή καταδίκη της χριστολογικής ετεροδοξίας του Διοσκόρου και του Σεβήρου, και όχι απλώς τις Συνόδους ψιλώ ονόματι, όπως σαφώς προκύπτει από το άρθρο του κ. Μαρτζέλου.
Εξ αφορμής της κριτικής μας ό κ. Μαρτζέλος επανήλθε με νεώτερο άρθρο του, υπό τον τίτλο «Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό και ό ενδοορθόδοξος διάλογος (Όφειλόμενη απάντηση στις βασικές θέσεις κ.λπ.)»4. Σε αυτό αποκαλύπτει(!) ότι συντάκτης του βιβλίου μας είναι κάποιος «ερασιτεχνικώς θεολογών» μοναχός, ό όποιος λόγω ελλιπούς θεολογικής και ιστορικοφιλολογικής καταρτίσεως έχει περιπέσει σε «κραυγαλέα μεθοδολογικά σφάλματα, με παρανοήσεις και παρερμηνείες πατερικών κειμένων και παραπλανητικές διαστρεβλώσεις σαφώς διατυπωμένων θέσεων» του5.
Οι ενδιαφερόμενοι αναγνώσται μπορούν να ανατρέξουν στο βιβλίο μας, να αξιολογήσουν με νηφαλιότητα τις εκατέρωθεν θεολογικές θέσεις και να διακρίνουν ότι δεν παρενοήσαμε, δεν παρερμηνεύσαμε, ούτε παραπλανητικά διαστρεβλώσαμε τα πατερικά κείμενα και τις θεολογικές απόψεις του κ. Μαρτζέλου. Στην αξιολόγησι αυτή θα βοηθήση ή μεταξύ μας διαμειφθείσα θεολογική αλληλογραφία (ανέκδοτη καθηκόντως μέχρι σήμερα). Ή αναφορά του κ. Καθηγητού σε αυτήν6 μας δίνει το δικαίωμα να δημοσιοποιήσουμε κατωτέρω τις δικές μας επιστολές7 (εκείνος, αν θέληση, μπορεί να πράξη ομοίως με τις δικές του). Όπως θα διαπίστωση ό αναγνώστης, ό κ. Μαρτζέλος είχε λάβει σαφείς απαντήσεις στις ως άνω εναντίον του βιβλίου μας αιτιάσεις του ήδη από τον Φεβρουάριο του 2006.
Στο παρόν άρθρο, μετά από τις επιστολές μας ακολουθούν άκρως ενδιαφέροντα σχόλια σε θεολογικά θέματα, πού θίγονται πάλι από τον κ. Μαρτζέλο με στόχο να υπεραμυνθή της «Ιδεολογικής» ορθοδοξίας των Αντιχαλκηδονίων. Οι τίτλοι των θεμάτων είναι: α) Ή Κατά Ιακωβιτών πραγματεία, β) Ή ομολογία και ή αντιλογία, γ) Ό π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ περί των Σεβηριανών, δ) Ό πρώιμος ενθουσιασμός στον Θεολογικό Διάλογο, ε) Το κριτήριο της Ορθοδοξίας, στ) Ό θεολογικός μας «ερασιτεχνισμός», και ζ) Το απόσπασμα από το Περί Αιρέσεων έργο. Από τα σχόλια αυτά φαίνεται για μία ακόμη φορά ότι ή συνοδική και πατερική Παράδοσις, και αυτό το 'ίδιο το απόσπασμα από το Περί Αιρέσεων έργο, δεν επιγράφουν στους Αντιχαλκηδονίους ένα Ορθόδοξο χριστολογικό φρόνημα. Αντιθέτως, τους καταλογίζουν την ετεροδοξία του σεβηριανού μονοφυσιτισμού. «Ιδεολογική» ορθοδοξία στους Αντιχαλκηδονίους δεν μπορεί να επιβεβαιωθή, παρά μόνο βασισμένη σε παρερμηνεία της εκφράσεως: «τα δε άλλα πάντα ορθόδοξοι υπάρχοντες». Αυτήν ακριβώς την παρερμηνεία πού επεχείρησε ό κ. Μαρτζέλος.
Εξ αφορμής επίσης της εκκλήσεως του κ. Μαρτζέλου «να μη ταρασσώμεθα πνευματικά, αγωνιώντας αδικαιολόγητα για επιστημονικά θέματα σχετικά με τους Αντιχαλκηδονίους, αλλά να ειρηνεύωμε εν εαυτοίς, έχοντας περισσότερη εμπιστοσύνη στην Εκκλησία απ' ό,τι έχουμε στον εαυτό μας»8, οφείλουμε να διαβεβαιώσουμε κάθε ενδιαφερόμενο ότι οι συγγραφές μας για το θέμα των Αντιχαλκηδονίων, πού έχουν αρχίσει από το 1994, δεν είναι αποτέλεσμα πνευματικής ταραχής και αδικαιολογήτου αγωνίας. Με τη Χάρι του Θεού ειρηνεύαμε εν εαυτοίς. Όμως ή συνείδησίς μας δεν μας επιτρέπει να σιωπούμε, όταν βλέπουμε "Ορθοδόξους θεολόγους να παραθεωρούν και παρερμηνεύουν τις σαφείς αποφάνσεις των Οικουμενικών Συνόδων προφάσει επιστημονικής δήθεν ερεύνης.
Όσον αφορά τέλος την συμβουλή του κ. Μαρτζέλου «να προσέχουμε σε ποια θεολογικά κείμενα, που θέλουν να έχουν επιστημονικές αξιώσεις, βάζουμε την υπογραφή μας», θέλω να υπογραμμίσω ότι ή επί πολλά έτη ενασχόλησίς μου με την πατερική θεολογία και ή ακαδημαϊκή μου πείρα μου επιτρέπουν να κατανοώ την ορθότητα η μη θεολογικών απόψεων και την επιστημονικότητα ή μη θεολογικών κειμένων. Πέραν τούτου, επειδή δεν εμπιστεύομαι τις προσωπικές μου απόψεις, θέτω τα κείμενα μας υπό την κρίσιν επισκόπων και λοιπών κληρικών, μοναχών και λαϊκών θεολόγων, στο ορθόδοξο φρόνημα των οποίων έχω απόλυτη εμπιστοσύνη.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 1η (3ης Ιανουαρίου 2006)
Αγαπητέ μοι κ. Καθηγητά,
Ευχαριστώ δια την από 18ης Δεκεμβρίου 2005 επιστολήν Σας, ως και δια το βιβλίον Σας «Θεολογία και πνευματικότητα στην ασκητική παράδοση των πατέρων της Γάζας (Βαρσανουφίου, Ιωάννου και Δωροθέου)».
Απαντών εν αγάπη Χριστού εις την επιστολήν Σας εκφράζω την απορίαν και την λύπην μου δι' ωρισμένας οξυτάτας εκφράσεις εις αυτήν, καθώς και δι' αδίκους μομφάς κατά των συνταξάντων το βιβλίον μας μοναχών, προτού μάλιστα αύται αποδειχθούν δι΄ επιχειρημάτων. Πιστεύω ότι ή «σωρεία ηθελημένων ... παρανοήσεων όχι μόνο σαφώς εκπεφρασμένων θέσεων Σας αλλά και πατερικών κειμένων», τα «κραυγαλέα μεθοδολογικά σφάλματα», οι «παραπλανητικές διαστρεβλώσεις» (το όποιον σημαίνει πρόθεσιν να αλλοιώσωμεν την αλήθειαν), τα «αλλεπάλληλα επιστημονικά λάθη» και ή «έκδηλη αδυναμία κατανόησης δογματικών κειμένων», τα όποια μας καταλογίζετε9, θα αποδειχθούν πράγματι τέτοια, όταν τα δημοσιεύσετε και διατυπώσωμεν έπ' αυτών τας κρίσεις μας δια το κατά πόσον είναι παρανοήσεις, διαστρεβλώσεις, λάθη κ.λπ.
Δεν θα ήτο ωσαύτως ορθόν δια της επικλήσεως μεθοδολογικών δήθεν σφαλμάτων να δημιουργηθή αποπροσανατολισμός από την ουσίαν του θεολογικού προβλήματος, το όποιον εις την προκειμένην περίπτωσιν είναι ό ισχυρισμός Σας ότι ό Διόσκορος, ό Σεβήρος και όσοι ακολουθούν την Χριστολογίαν των έχουν «ιδεολογικήν» Ορθοδοξίαν.
Συμφωνούμεν με το περιεχόμενον του άρθρου Σας «Θεολογία και πνευματικότητα...» και Σας συγχαίρομεν. Αυτήν την γραμμήν ακλουθούμεν εις την Ίεράν Μονήν μας. Ελάχιστοι μόνον αδελφοί ασχολούνται με τα δογματικά θέματα, και αυτοί όχι διότι το εζήτησαν αλλά διότι επεστρατεύθησαν και έκαμαν υπακοήν. Πράγματι, κύριον έργον του μονάχου δεν είναι ή «θεωρητική ενασχόληση με την θεολογία» αλλά ή μετάνοια.
Οσάκις όμως ή πίστις είναι το κινδυνευόμενον, οι μοναχοί ομολογούν την πίστιν των, θεολογούν, αντιτίθενται εις τας αιρέσεις και τας κακοδοξίας, στηρίζουν και συμπαρίστανται εις τους αγώνας των Ορθοδόξων Συνόδων και των Πατέρων. Περί του θέματος αυτού υπάρχει ασφαλής παράδοσις της Εκκλησίας ιστορικώς βεβαιωμένη.
Θα αρκούσε το παράδειγμα του αγίου Ιωάννου του Δαμάσκηνου, Πρεσβυτέρου και μονάχου, δια να πεισθή κάθε καλοπροαίρετος ότι έργον του μονάχου δεν είναι μόνον το πενθείν αλλά, όταν χρειάζεται, και το θεολογείν. Ή παλαιά και πρόσφατος ιστορία του Αγίου Όρους μαρτυρεί δια του λόγου το αληθές. Σάς αποστέλλω βιβλίον μας υπό τον τίτλον «Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας», εις το οποίον αναφέρονται οι κατά καιρούς υπέρ της Ορθοδοξίας αγώνες των μοναχών, καθώς και το βιβλίον μου «"Ορθόδοξος Μοναχισμός και Άγιον Όρος», οπού υπάρχει άρθρον μου με τίτλον «Ή θεολογική μαρτυρία του Αγίου Όρους». Όσον αφορά τους αντιαιρετικούς αγώνας των Πατέρων, υπενθυμίζω μόνον την στάσιν του αγίου Αντωνίου, ό όποιος εξήλθε της έρημου δια να αγωνισθή κατά των Αρειανών, των οσίων Σάββα του Ηγιασμένου και Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, οι όποιοι ηγωνίσθησαν κατά του αιρεσιάρχου Σεβήρου, καθώς και τους αγώνας των μοναχών επί εικονομαχίας.
Ως γράφει και ό άγιος Θεόδωρος ό Στουδίτης, «έργον δε μονάχου μηδέ το τυχόν ανέχεσθαι καινοτομείσθαι το ευαγγέλιον, ίνα μη υπόδειγμα τοις λαϊκοίς προτιθέμενοι αιρέσεως και αιρετικής συγκοινωνίας της υπέρ αυτών απώλειας λόγον υφέξουσι».
Πολύ φοβούμαι ότι οι θέλοντες την σιωπήν των μοναχών εις τα θεολογικά ζητήματα αποβλέπουν να φιμώσουν όσους μοναχούς δεν συμφωνούν μαζί των και να επιβάλουν έτσι ανεμπόδιστος τας νεωτεριστικός των απόψεις επί της Εκκλησίας.
Είναι λοιπόν αναγκαίον να τονισθή ότι ή διακριτική στάσις και ή ορθή ποιμαντική συμπεριφορά απαιτούν να προλαμβάνωνται εξ ίσου τόσον ό ομολογιακός φανατισμός όσον και ό ομολογιακός συγκρητισμός.
Έχοντες και ημείς την καλήν ανησυχίαν δια την πορείαν των θεολογικών διαλόγων, ως και οι πλείστοι ΑγιορεΌται πατέρες, ηρχίσαμεν να μελετώμεν μετά τίνων αδελφών της Ιεράς ημών Μονής τα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων και τα έργα των Αγίων Πατέρων, ώστε να διαπιστώσωμεν αν τα αποφασιζόμενα είναι σύμφωνα με την «άπαξ παραδοθείσαν τοις αγίοις πίστιν» (Ίούδ. 3), και έτσι να αναπαυθώμεν.
Ως ζώντα μέλη της Εκκλησίας και ως λειτουργοί Αυτής, μετέχοντες δε και τίνος θεολογικής παιδείας, θεωρούμεν εαυτούς συνυπεύθυνους δια τα αποφασιζόμενα εις τους θεολογικούς διάλογους. Δεν αμφισβητούμεν την πρόθεσιν των μετεχόντων εις τους διάλογους θεολόγων να ορθοδοξούν, ούτε μονοπωλούμεν την Ορθοδοξίαν10. Άλλα και δεν θέλομεν να εκπέσωμεν εις παθητικά όργανα και να δεχώμεθα ανεξετάστως ό,τι αποφασίζεται και μάλιστα από ολιγομελείς επιτροπάς «ειδικών» του Οικουμενισμού. Εις το βιβλίον μου «Ή ποιμαντική διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας», σελ. 110-111, γράφω περί της μεγάλης σημασίας, την οποίαν έχει ή συνείδησις της Εκκλησίας, ως τελικού κριτηρίου της "Ορθοδοξίας.
Γνωρίζετε Σεις ως ιστορικός και δογματολόγος πόσας φοράς επίσημα όργανα της Εκκλησίας και πολυπληθείς Σύνοδοι επλανήθησαν, ενώ την Ορθοδοξίαν διέσωσαν ταπεινοί μοναχοί ως ό άγιος Μάξιμος ό Ομολογητής με τους αγώνας του κατά των Μονοθελητών και ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς ως ιερομόναχος με τους υπέρ της Ορθοδοξίας αγώνας του κατά των Βαρλαάμ και Ακίνδυνου, αν και ό πατριάρχης Καλέκας τον εγκαλούσε ως ποιούντα «παρασυναγωγάς».
Όσον άφορα το θέμα της ταυτότητος του συγγραφέως του βιβλίου μας, έχω να παρατηρήσω τα εξής11:
Πολλάκις εις την ιστορίαν της Εκκλησίας κείμενα δογματικά εγράφοντο από χαρισματούχα πρόσωπα, αλλά έφερον την υπογραφήν επισήμων προσώπων. Εκ των πολλών περιπτώσεων θα αναφέρω ελαχίστας μόνον: Ό Τόμος του αγίου Λέοντος φέρεται να έχη συνταχθή από τον θεολόγον Πρόσπερον, αλλά υπεγράφη από τον άγιον Λέοντα Πάπα Ρώμης· ό Αγιορείτικος Τόμος συνετάγη από τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν, αλλ΄ εδημοσιεύθη με τας υπογραφάς των επιφανέστερων Αγιορειτών και όχι του συγγραφέως του· ή Κατά Ιακωβιτών πραγματεία συνετάγη υπό του αγίου Ιωάννου του Δαμάσκηνου δια να χρησιμοποιηθή από τον επίσκοπον Δαμάσκου Πέτρον ή πατριαρχική Εγκύκλιος του 1848 συνετάγη από τον θεολογούντα Ίατρόν Στέφανον Καραθεοδωρην, αλλά υπεγράφη υπό των Πατριαρχών της Ανατολής. Πολλά επίσης κείμενα της Ιεράς Κοινότητος του Άγιου Όρους και γενικώτερον της Εκκλησίας υπογράφονται υπό της Ιεράς Κοινότητος ή της δεινός εκκλησιαστικής αρχής, αν και συνιάσσωνται υπό ενός προσώπου ή επιτροπής.
Δεν θα ήμουν συνεπώς έκτος της Παραδόσεως της Εκκλησίας, εάν το βιβλίον μας έφερε την υπογραφήν μου ενώ εγράφη υπό ετέρου αδελφού. Παρά ταύτα αισθάνομαι ότι δικαίως το υπέγραψα, διότι συνετάγη με πρωτοβουλίαν ιδικήν μου, με την ιδικήν μου επιστασίαν, παρακολούθησιν, εξέτασιν και ευθύνην. Είναι σύνηθες άλλως τε εις τα Κοινόβια να ενεργούμεν «κοινοβιακώς», συνεργαζόμενοι ως ομόψυχοι και ομόφρονες.
Σχετικώς δε με την φράσιν Σας «όταν βεβαίως γνωρίζει κανείς ορισμένα πράγματα της Μονής», αν δεν υπάρχη εις αυτήν άλλος υπαινιγμός, θα ήθελα να Σάς πληροφορήσω ως ό πλέον αρμόδιος ότι ή Αδελφότης μας Χάριτι Θεού πορεύεται εν ειρήνη, ομόνοια και αγάπη Χριστού.
Ομιλείτε επίσης περί ερασιτεχνικώς θεολογούντος αδελφού της Μονής και δι' αυτό υποπεσόντος εις σωρείαν λαθών. Ταπεινώς φρονώ ότι ό ορός «ερασιτεχνικώς θεολόγων» είναι επιεικώς άστοχος και απαράδεκτος. Εδώ τίθεται ένα μεγάλο ζήτημα: Έφ' όσον αληθής, γνήσια και Ορθόδοξος θεολογία δεν είναι ή θεολογία των σπουδαστηρίων, ή θεολογία που φέρει εν πολλοίς, εκτός επαινετών εξαιρέσεων, την σφραγίδα της δυτικής και μάλιστα γερμανικής θεολογίας, αλλά ή θεολογία της ασκήσεως, της προσευχής, της διαρκούς μετανοίας, της θείας Λατρείας, της θεοπτίας, ημπορεί ένας μοναχός ασκούμενος εις το Άγιον Όρος επί πολλά έτη άγρυπνων, νηστεύων, υπακούων, μελετών τους Πατέρας, μετέχων καθημερινώς της λατρείας, προσευχόμενος και έχων την ευλογίαν μου να ασχολήται με τα βαθύτερα ζητήματα της ορθοδόξου θεολογίας, ημπορεί λέγω να χαρακτηρίζεται ως «ερασιτέχνης» δια να υποβαθμισθή και εξουδετερωθή ή θεολογική του μαρτυρία; Αντιθέτως δε να γίνεται αποδεκτή και να επιβραβεύεται ή θεολογία πτυχιούχων των θεολογικών σχολών πού με διδακτορικάς διατριβάς ορθοδοξοποιούν τους αιρεσιάρχας Διόσκορον και Σεβήρον;
Με τα κριτήρια της ακαδημαϊκής θεολογίας ερασιτέχνης θεολόγος θα ηδύνατο να χαρακτηρισθή ό Όσιος Νικόδημος ό Αγιορείτης, ό άγιος Σιλουανός ό Αθωνίτης, ό π. Σωφρόνιος του Έσσεξ, ό μακαριστός γέροντας Σας π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ό όποιος συνέγραψε πλουσιωτάτην υμνολογίαν θεολογικώς θεμελιουμένην.
Προσωπικώς εγνώρισα και την ακαδημαϊκήν θεολογίαν και την διηκόνησα επί δεκαετίαν. Δεν υποτιμώ τους ακαδημαϊκούς θεολόγους, αλλά φρονώ ότι δεν δύναται ή ακαδημαϊκή θεολογία να είναι το κριτήριον της θεολογίας της ασκήσεως και της προσευχής.
Θα ήθελα εδώ να επικαλεσθώ μαρτυρίας από τον βίον και την θεολογίαν του σοφού και αγίου Γέροντος και θεολόγου (χωρίς πτυχίον) π. Σωφρονίου του Αγίου Όρους και του Έσσεξ.
Έφοιτησε, ως γνωστόν, ό π. Σωφρόνιος εις το Ορθόδοξον Θεολογικόν Ινστιτούτον των Παρισίων, αλλά διέκοψε τας σπουδάς του. Ως γράφει ό ίδιος: «εν τούτοις, παρά το ενδιαφέρον μου προς τας εκκλησιαστικάς επιστήμας, ή πνευματική μου ανάγκη, όπως παραμένω εν τη προσευχή, υφίστατο ζημίαν, και εγώ ανεχώρησα δια τον Άθωνα» (Άρχιμ. Σωφρονίου Περί Προσευχής, σελ. 59). Επίσης: «Χιλιάδες και χιλιάδες επαγγελματιών θεολόγων λαμβάνουν τα ανώτερα πτυχία, ενώ εν τη σφαίρα του Πνεύματος παραμένουν κατ' ουσίαν εις βαθείαν αγνοίαν. Και τούτο, διότι δεν ζουν συμφώνως προς τας εντολάς του Χριστού· ένεκα δε τούτου στερούνται του φωτός της θεογνωσίας» (ενθ' άνωτ., σελ. 230). Και πάλιν: «Συνέβη να συνομιλήσω μετά τίνων εκ των πλέον διαπρεπών εκπροσώπων της ακαδημαϊκής θεολογίας. Ήτο οφθαλμοφανές ότι και εκείνοι, οίτινες εγνώριζον τα έργα των αγίων ασκητών της αρχαίας Αιγύπτου και Παλαιστίνης, δεν είχον ζώσαν πείραν εκείνου περί του οποίου έ μαρτυρούν οι Πατέρες» (του ιδίου, «Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί», σελ. 210). Και τέλος: «Ή μακραίων πείρα της ακαδημαϊκής θεολογίας απέδειξε μετά πειστικότητας ότι είναι δυνατόν να έχη τις ευρείαν πολυμάθειαν επί του πεδίου της επιστημονικής θεολογίας και μη έχων ζώσαν πίστιν, τουτέστιν αγνοών πλήρως τον Θεόν» (ενθ' άνωτ., σελ. 310).
Το Πνεύμα το Άγιον, το όποιον «αλιείς θεολόγους ανέδειξεν», δεν εμποδίζεται εις κάθε εποχήν να αναδεικνύη θεολόγους και εκ των μη εχόντων πτυχία θεολογίας πιστών και ευλαβών ανθρώπων, και δη και μοναχών αφιερωμένων εις τον Θεόν ψυχή τε και σώματι, θεολογούντων κατά τον άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον αλιευτικώς και όχι αριστοτελικώς (Ειρηνικός γ', ΡΟ 35,1164).
Φοβούμαι ότι ή νοοτροπία να υποτιμώνται οι μη έχοντες πτυχία θεολογίας ως «ερασιτέχναι» δεν απέχει πολύ από την δυτικίζουσαν θεολογίαν του Βαρλαάμ θεωρούντος την φιλοσοφίαν και την ανθρωπίνην γνώσιν ως προϋπόθεσιν της θεογνωσίας.
Κατόπιν τούτων σημασίαν έχει το περιεχόμενον του βιβλίου μας και αι θεολογικαί του θέσεις12, δια τας οποίας περιμένομεν μετά χαράς όχι μόνο τας ιδικάς σας κρίσεις άλλα και όλης της Εκκλησίας. Επιθυμία μας είναι η οικοδομή και ή ενότης αυτής, και όχι ή προβολή προσωπικών μας απόψεων.
Ταύτα πάντα φιλαδέλφως γράφομεν εις την ελλογιμότητά Σας. Ειλικρινώς λυπούμεθα, διότι δεν δυνάμεθα να συμφωνήσωμεν με ωρισμένας απόψεις Σας. Μένει πάντως ή εν Χριστώ αγάπη και εκτίμησις προς το πρόσωπον Σας. Κατά τους αρχαίους προγόνους μας: «Φίλος Πλάτων, άλλα φιλτέρα ή αλήθεια».
Ταπεινώς εύχομαι εις Υμάς και την οικογένειάν Σας πλουσίαν την Χάριν του ενανθρωπήσαντος Σωτήρος και το νέον έτος με υγείαν και πάσαν παρά Κυρίου αγαθοδωρίαν.
Ό Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους Αρχιμανδρίτης Γεώργιος
***
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 2α (18ης Φεβρουαρίου 2006)
Αγαπητέ μοι κ. Καθηγητά,
Έλαβα την από 11ης Ιανουαρίου 2006 επιστολή Σας και τα δύο άρθρα Σας «Ή θέα του Θεού κατά τον άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο» και «Θεολογία και πνευματικότητα στη σιναϊτική πατερική παράδοση», για τα όποια και Σας ευχαριστώ.
Με το βιβλίο μας «Ή ιδεολογική ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων» απαντήσαμε σε θεολογικές Σας θέσεις με την βεβαιότητα ότι δεν τις παρενοήσαμε. Πολλώ μάλλον δεν τις διαστρεβλώσαμε παραπλανητικά, όπως ισχυρίζεσθε στην προηγουμένη επιστολή Σας. Εδείξαμε σε αυτό ότι ή υποστήριξις της «ιδεολογικής» ορθοδοξίας των Αντιχαλκηδονίων δεν ευρίσκει ερείσματα στην συνοδική και πατερική παράδοσι της Εκκλησίας. Στην νέα επιστολή Σας καταχωρίζετε ένα «μικρό δείγμα ηθελημένης παρανοήσεως και παραπλανητικής διαστρέβλωσης τόσο μιας σαφώς εκπεφρασμένης θέσης Σας, όσο και μιας σαφέστατης θέσης σημαντικότατου πατρός της Εκκλησίας». Μας δίνετε έτσι την δυνατότητα να διευκρινίσουμε στην συνέχεια ότι τα σημεία, στα όποια αναφέρεσθε, δεν τα παρενοήσαμε ούτε τα διαστρεβλώσαμε.
1όν. Περί της πλήρους αποδοχής των Οικουμενικών Συνόδων.
Γράφετε στην επιστολή Σας: «στη μελέτη μου.... τονίζω ρητά και σαφέστατα ότι "κατά τις θεολογικές μας επαφές μαζί τους (δηλ. με τους Αντιχαλκηδονίους) θα πρέπει ως Ορθόδοξοι να μη ζητούμε απ' αυτούς, προκειμένου να επανέλθουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, τίποτε περισσότερο απ' αυτό πού ζητούσαν καθ' όλους τους αιώνες μετά το σχίσμα του 451 οι Πατέρες της Εκκλησίας μας: Να αποδεχθούν δηλ, πλήρως την Δ' Οικουμενική Σύνοδο, καθώς βέβαια και τις επόμενες Οικουμενικές Συνόδους, πού συνεχίζουν και επιβεβαιώνουν ουσιαστικά την Δ ' Οικουμενική Σύνοδο, ως άγιες και Οικουμενικές"» (σελ. 1-2 της επιστολής της 11ης Ιανουαρίου, και σελ. 609 τον άρθρου «Ορθοδοξία και αίρεσι κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό» χωρίς τις υπογραμμίσεις).
Πιστεύετε ότι παρενοήσαμε ηθελημένα και διαστρεβλώσαμε παραπλανητικά την διατύπωσί Σας και ισχυρίζεσθε: « Αδικώ λοιπόν, σεβαστέ μου Γέροντα, το συντάκτη του βιβλίου Σας, όταν του καταλογίζω ηθελημένη παρανόηση και παραπλανητική διαστρέβλωση σαφώς εκπεφρασμένης θέσεως μου, πού αποτελεί μάλιστα την πιο ουσιαστική και τεκμηριωμένη πρόταση με βάση τα δεδομένα της μελέτης μου; Θα ήθελα να τον ρωτήσω εν προκειμένω: Από πού έβγαλε το συμπέρασμα ότι για την επάνοδο των Αντιχαλκηδονίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία προτείνω ή ισχυρίζομαι να αποδεχθούν τις Οικουμενικές Συνόδους χωρίς το δογματικό τους περιεχόμενο; Δεν πρόσεξε την πρόταση μου, την οποία άλλωστε παραθέτει αυτούσια στη σελ. 69 του βιβλίου Σας, ότι υπογραμμίζω σαφέστατα πώς θα πρέπει να αποδεχθούν πλήρως την Δ' Οικουμενική Σύνοδο, καθώς και τις επόμενες Οικουμενικές Συνόδους ως άγιες και Οικουμενικές; Δεν καταλαβαίνει ότι, όταν γίνεται λόγος για πλήρη αποδοχή των Οικουμενικών Συνόδων, δεν υπάρχει δυνατότητα να εξαιρεθεί το δογματικό τους περιεχόμενο; Και έπειτα, τί καινοφανής και άκρως αθεολόγητη άποψη είναι αυτή, σύμφωνα με την οποία μπορεί δήθεν να υπάρξει αποδοχή των Οικουμενικών Συνόδων χωρίς το δογματικό τους περιεχόμενο;»".
Θα ήθελα ευθύς εξ αρχής να επισημάνω ότι δεν είμαστε εμείς πού υποστηρίζουμε την δυνατότητα, στο πλαίσιο της θεολογίας των αγίων Πατέρων και της Εκκλησίας, να υπάρχη αποδοχή των Οικουμενικών Συνόδων χωρίς το δογματικό τους περιεχόμενο. Αυτή θα ήταν όντως «καινοφανής και άκρως αθεολόγητη άποψη». Την καταλογίζουμε όμως στο άρθρο Σας, εφ' όσον σε αυτό παρακάμπτεται ή θεολογία των αγίων Πατέρων και της Εκκλησίας και συμπεραίνεται ευλόγως από αυτό μία τέτοια «καινοφανής και αθεολόγητη άποψη».
Έπειτα, ή πρότασίς Σας δεν είναι «σαφώς εκπεφρασμένη». Στο άρθρο Σας αφήνετε απροσδιόριστη την έκφρασι: «να μη ζητούμε... τίποτε περισσότερο από αυτό πού ζητούσαν... οι Πατέρες της Εκκλησίας μας». Αφήνετε επίσης αδιευκρίνιστη την λέξι «πλήρως» στην διατύπωσι: «να αποδεχθούν δηλ. πλήρως την Δ' Οικουμενική Σύνοδο, καθώς και τις επόμενες Οικουμενικές Συνόδους ως αγίες και Οικουμενικές». Άλλα ούτε και στην επιστολή Σας (της 11ης Ιανουαρίου 2006) διευκρινίζετε -όπως έπωφείλετο14, λόγω της ήδη γενομένης προκλήσεως- τί σημαίνει «πλήρης αποδοχή των Οικουμενικών Συνόδων». Είναι γνωστό ότι εμείς έχουμε σαφώς προσδιορίσει βάσει αξιόπιστων συνοδικών και πατερικών μαρτυριών (βλ. σελ. 67-68 του βιβλίου μας) τί σημαίνει πλήρης αποδοχή των Οικουμενικών Συνόδων.
Επειδή απουσιάζουν από το άρθρο Σας οι απαραίτητες αυτές διευκρινίσεις, το περιεχόμενο των ανωτέρω εκφράσεων και συνεπώς ή έννοια της προτάσεως Σας για «πλήρη» αποδοχή των Οικουμενικών Συνόδων μπορούν να προσδιορισθούν μόνο αφού αποτιμηθή ή πρότασις Σας σε συνάφεια με τις θεολογικές Σας θέσεις σε αυτό. Άλλα στην περίπτωσι αυτή ή αποτίμησις μπορεί να κριθή ως ορθή ή εσφαλμένη, όχι όμως να χαρακτηρισθή «ηθελημένη παρανόηση και παραπλανητική διαστρέβλωση σαφώς εκπεφρασμένης θέσεως» Σας.
Πέραν τούτου, από όσα γράφουμε στο βιβλίο μας και ενδεχομένως δεν τα ελάβατε ύπ' όψιν Σας, γίνεται φανερό ότι ό σχολιασμός μας επί της προτάσεως Σας για αποδοχή των Οικουμενικών Συνόδων υπό των Αντιχαλκηδονίων -στην περίπτωσι της ενώσεως των με την Εκκλησία- δεν ήταν ούτε καν απλή παρανόησις, άλλα ορθή και τεκμηριωμένη αποτίμησίς της. Και εξηγούμεθα:
Στο άρθρο Σας «Ορθοδοξία και αίρεσι κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό» υποστηρίζετε την θέσι ότι οι αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι Διόσκορος και Σεβήρος, αν και καταδικασμένοι από τις Οικουμενικές Συνόδους, έχουν ορθόδοξη χριστολογική διδασκαλία. Υπό αυτήν την εσφαλμένη καθ΄ ημάς προϋπόθεσι διατυπώνετε την επίμαχη περί των Αντιχαλκηδονίων πρότασί Σας: «θα πρέπει ως Ορθόδοξοι να μη ζητούμε απ' αυτούς, προκειμένου να επανέλθουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, τίποτε περισσότερο απ' αυτό πού ζητούσαν καθ΄ όλους τους αιώνες μετά το σχίσμα του 451 οι Πατέρες της Εκκλησίας μας: Να αποδεχθούν δηλ. πλήρως την Δ ' Οικουμενική Σύνοδο, καθώς βέβαια και τις επόμενες Οικουμενικές Συνόδους, που συνεχίζουν και επιβεβαιώνουν ουσιαστικά την Α' Οικουμενική Σύνοδο, ως άγιες και Οικουμενικές».
Είναι προφανές λοιπόν ότι, επειδή αναγνωρίζετε στους αιρεσιάρχας ορθόδοξη Χριστολογία και υπονοείτε ότι το αυτό πράττουν και οι Οικουμενικές Σύνοδοι, ή πρότασίς Σας για πλήρη αποδοχή των Οικουμενικών Συνόδων υπό των Αντιχαλκηδονίων δεν περιλαμβάνει και την απαίτησι να καταδικάσουν την σεβηριανή τους Χριστολογία (την μία σύνθετη φύσι και τον μονοενεργητισμό) και τους διδασκάλους αυτής της χριστολογικής διδασκαλίας, τον Διόσκορο και τον Σεβήρο.
Ό καθένας αντιλαμβάνεται ότι αυτό δεν ονομάζεται απαίτησις πλήρους αποδοχής των Οικουμενικών Συνόδων, όπως τουλάχιστον αντιλαμβανόμεθα εμείς την παραδεδομένη στην Εκκλησία διδασκαλία περί Οικουμενικών Συνόδων.
Όπως είναι γνωστό από το σύνολο των μέχρι τώρα συγγραφών μας επί του θέματος, είναι περισσότερο από βεβαία ή πεποίθησίς μας ότι ό Διόσκορος και ό Σεβήρος έχουν καταδικασθή από τις Οικουμενικές Συνόδους για την αιρετική τους χριστολογική διδασκαλία, ή οποία συνοψίζεται στην μία σύνθετη φύσι και στον συνακόλουθο μονοενεργητισμό. Υπό την ορθή καθ' ημάς αυτή προϋπόθεσι σχολιάσαμε την πρότασί Σας στις σελίδες 70-71 του βιβλίου μας ως εξής:
«Αποτελεί άραγε ή αποδοχή των Οικουμενικών Συνόδων σημείο αληθούς ενότητας στην περίπτωσι της εκκλησιαστικής ενώσεως, αν δεν γίνη αποδεκτό από τους Αντιχαλκηδονίους το δογματικό περιεχόμενο των Συνόδων, που σχετίζεται στενά με την καταδίκη της διδασκαλίας και του προσώπου του Διοσκόρου και του Σεβήρου;
Καθ' ημάς αποτελεί σημείο επίπλαστης ενότητος. Διότι, διερωτώμεθα, εν τη εκκλησιαστική ενώσει τί θα πιστεύουν (ανεγνωρισμένοι Ορθόδοξοι πλέον) οι Ανατολικοί Χριστιανοί: μία σύνθετη υπόστασι-φύσι και δύο φανταστικές (ψιλή θεωρία) φύσεις ή μία σύνθετη υπόστασι και δυο πραγματικές φύσεις εν Χριστώ; Μία σύνθετη (υποστατική) ενέργεια, ή δύο φυσικές ενέργειες αντίστοιχες προς τις φύσεις; Ένα σύνθετο θέλημα ή δύο φυσικά θελήματα, αντίστοιχα προς τις φύσεις; Και αντιστρόφως, τί θα θεωρούμε εμείς οι Ορθόδοξοι για τα μέχρι τώρα μονοφυσιτικά δόγματα της μιας συνθέτου φύσεως, του μονοενεργητισμού, του μονοθελητισμού; Θα θεωρούμε ότι είναι ορθόδοξα δόγματα; Και πώς θα έχουμε κοινωνία μετά πάντων των Αγίων (communion Sanctorum), όταν οι άγιοι Πατέρες μας ανεθεμάτισαν αυτά τα δόγματα; Και ακόμη περισσότερο: πώς ή; Εκκλησία (εν τη) ενώσει εννοείται) θα είναι κοινωνία συν πάσι τοις Αγίοις, όταν μεταξύ των Αγίων συμπεριλάβουμε τους αιρεσιάρχας Διόσκορο και Σεβήρο και τους λοιπούς αναθεματισθέντας Αντιχαλκηδονίους διδασκάλους;»
Είναι βέβαιον ότι υπό την προϋπόθεσι της χριστολογικής ετεροδοξίας των αιρεσιαρχών Διοσκόρου και Σεβήρου δεν ήταν δυνατόν, για λόγους δογματικής συνεπείας και πιστότητας στην πατερική και συνοδική παράδοσι της Εκκλησίας, να αποτιμήσωμε την πρότασί Σας όπως θα περιμένατε, δηλαδή με την έννοια ότι ή πλήρης αποδοχή των Οικουμενικών Συνόδων υπό των Αντιχαλκηδονίων δεν πρέπει να περιλαμβάνη την καταδίκη των αιρεσιαρχών και της σεβηριανής Χριστολογίας. Ή στάσις μας αυτή απέναντι στην πρότασί Σας δεν σημαίνει ότι παρενοήσαμε την θέσι Σας ούτε ότι την διαστρεβλώσαμε, άλλα ότι, αφού απεδείξαμε διεξοδικώς ότι ή «ιδεολογική» ορθοδοξία των αιρεσιαρχών είναι θεωρία ασύμβατη προς την συνοδική και πατερική παράδοσι, αποτιμήσαμε την πρότασί Σας συμφώνως προς αύτη την παράδοσι. Γι' αυτό άλλωστε α) προσδιορίσαμε με κάθε σαφήνεια το δογματικό περιεχόμενο των Οικουμενικών Συνόδων βάσει του α' Κανόνος της Πενθέκτης αγίας Συνόδου και της Συνοδικής Επιστολής του αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων (βλ. σελ. 67-68 του βιβλίου μας) και β) προσκομίσαμε την μαρτυρία του αγίου Φωτίου για την ενωτική προσπάθεια με τους Αρμενίους, κατά την οποια: «οι την Αρμενίαν οικούντες, τω των Ιακωβιτών ενισχημένοι δυσσεβήματι, και προς το ορθόν της ευσέβειας απαυθαδιαζόμενοι κήρυγμα ... την μακράν εκείνην πλάνην αποθέσθαι ενεδυναμώθησαν και λατρεύει σήμερον καθαρώς και ορθοδόξως ή των Αρμενίων λήξις την των χριστιανών λατρείαν, Ευτυχή τε και Σεβήρον και Διόσκορον, και τους κατά της ευσέβειας πετροβόλους, Πέτρον και τον Αλικαρνασσέα Ιουλιανόν, και πάσαν αυτών την πολύσπορον διασποράν, ως ή Καθολική Εκκλησία, μυσαττομένη, και δεσμοίς αλύτοις τον αναθέματος υποβάλλουσα».
Επαναδιατυπώνοντας με λιτή έκφρασι την αποτίμησι της προτάσεως Σας λέγομε: έφ' όσον το άρθρο Σας εγράφη για να αποδείξη την «Ιδεολογική» ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων, ή πρότασίς Σας ως συνέπεια του άρθρου Σας σημαίνει αποδοχήν των Οικουμενικών Συνόδων άνευ του δογματικού των περιεχομένου, πού είναι ή καταδίκη των αιρεσιαρχών και της διδασκαλίας των. Αυτό ακριβώς υπεστηρίξαμε και στο βιβλίο μας. Όσα εγράψαμε επομένως δεν είναι «ηθελημένη παρανόηση και παραπλανητική διαστρέβλωση» αλλά δικαία συναγωγή απλού και κατανοητού συμπεράσματος.
Συμφώνως προς τα ανωτέρω, είναι μεν θετικό το γεγονός ότι είχατε απευθύνει την πρότασί Σας για πλήρη αποδοχή των Οικουμενικών Συνόδων στον Πατριάρχη των Κοπτών Σενούντα και τον Μητροπολίτη Δαμιέττης Βίβλον. Όμως ή πρότασίς Σας χάνει την θεολογική της βαρύτητα με την υποστήριξι της «ιδεολογικής» τους δήθεν ορθοδοξίας. Χωρίς να τους δοθή το μήνυμα ότι ή σεβηριανή τους Χριστολογία είναι αιρετική, ή ενωτική προσπάθεια οδηγείται σε λύσι σύμφωνη προς την προτεσταντική αρχή της περιεκτικότητας (οοπιρΓβΙιοηδΐνεηεδκ), σε μία εκκλησιαστική συγκόλλησι. Άλλα αυτό δεν είναι το ζητούμενο. Ή επιζητούμενη ενότης της Πίστεως εν τη ενώσει απαιτεί την απαλλαγή τους από την διοσκόρειο-σεβηριανή Χριστολογία. Σε αυτό τον στόχο έπρεπε να προσανατολισθη ή θεολογική προσπάθεια και όχι στην υποστήριξι της «Ιδεολογικής» τους τάχα ορθοδοξίας.
'Εξ άλλου ό κυρίλλειος χαρακτήρας του Όρου της Χαλκηδόνος, ό όποιος τονίζεται κατά κόρον στην σύγχρονη ακαδημαϊκή θεολογική γραμματεία, αλλά οφείλει να κατανοηθή μόνο υπό την έννοια της ενότητος της χριστολογικής διδασκαλίας των Οικουμενικών Συνόδων Γ' και Δ', ουδόλως πρέπει να γίνη ή γέφυρα για να πέραση ή προτεσταντική αρχή της περιεκτικότητας στα καθ' ημάς, υπό την έννοια ότι οι Ορθόδοξοι υποστηρίζοντες τον κυρίλλειο χαρακτήρα του Όρου της Δ' Οικουμενικής Συνόδου και οι Αντιχαλκηδόνιοι πιστεύοντες ότι ακολουθούν την κυρίλλειο Χριστολογία ημπορούν να προωθήσουν την εκκλησιαστική τους ένωσι επί τη βάσει της κοινής δήθεν χριστολογικής τους πίστεως (βλ. Κοινές Δηλώσεις και Προτάσεις 1990,1993).
Περιττό να διευκρινήσω ότι οι φράσεις μας, τις οποίες υπογραμμίζετε με έντονη γραφή στην σελ. 2 της επιστολής Σας (της 11ης Ιανουαρίου 2006) και είναι αποσπάσματα από τις σελίδες 70 και 72 του βιβλίου μας, δεν αποκαλύπτουν, όπως νομίζετε, ότι παρενοήσαμε και διεστρεβλώσαμε την πρότασί Σας.
Αντιθέτως, ή πρώτη φράσις (από την σελ. 70) θέτει ευθέως τον έντονο προβληματισμό πού δημιουργεί ή πρότασίς Σας σε κάθε ένα πού διαθέτει ορθόδοξο αισθητήριο. Ή υποστήριξις της «ιδεολογικής» ορθοδοξίας των αιρεσιαρχών και ή πρότασίς Σας για πλήρη αποδοχή των Οικουμενικών Συνόδων ευρίσκονται σε τόσο σοβαρή αντίφασι μεταξύ τους, ώστε, νοούμενης ως ορθής της πρώτης, ή δεύτερη να γίνεται κατανοητή μόνον ως αποδοχή των Οικουμενικών Συνόδων κενή του δογματικού των περιεχομένου.
Παρομοίως, ή δευτέρα φράσις (από την σελ. 72) αποτελεί το συμπέρασμα της συζητήσεως, την οποία παραθέτουμε στην σελίδα αυτή του βιβλίου μας, καθώς με ειλικρίνεια διερευνούμε μία ενδεχομένη εύλογη αντίρρησι στην ιδική μας αποτίμησι της προτάσεως Σας. Όχι μόνο λοιπόν δεν διαστρεβλώσαμε τις θέσεις Σας, αλλά είχαμε την ευαισθησία να διερευνήσουμε και εκείνη την ερμηνεία της προτάσεως Σας πού δεν ήταν σύμφωνη με την ιδική μας. Το συμπέρασμα από αυτή την διερεύνησι είναι ότι, όσα παραθέσαμε στις σελίδες 70-71 του βιβλίου μας ως αποτίμησι της προτάσεως Σας, είναι αναπόδραστη συνέπεια του χαρακτηρισμού της χριστολογικής διδασκαλίας των αιρεσιαρχών Διοσκόρου και Σεβήρου ως ορθοδόξου. Ή θεωρία περί «Ιδεολογικής» ορθοδοξίας των Αντιχαλκηδονίων είναι όντως ιό πρόβλημα. Όταν αυτή απορριφθή ως εσφαλμένη, τότε ή απαίτησις από τους Αντιχαλκηδονίους να αποδεχθούν τις Οικουμενικές Συνόδους θα είναι πραγματικά πλήρης.15
Ότι αυτό είναι το νόημα της δευτέρας από τις υπογραμμισμένες στην επιστολή Σας εκφράσεις μας και όχι ή προοπτική διαστρεβλώσεως της θέσεως Σας, αποδεικνύεται από την παράγραφο πού έπεται του ανωτέρω καταλυτικού συμπεράσματος: «Επομένως το πρόβλημα για την Εκκλησία είναι να αποφασίση συνοδικώς ένα από τα δύο: ή να υιοθέτηση την θεωρία της «ιδεολογικής» Ορθοδοξίας των Αντιχαλκηδονίων και να προχώρηση στην ένωσι μαζί τους με μόνο κριτήριο την «αποδοχή» των Συνόδων (χωρίς αναφορά στην Χριστολογία), αφήνοντας όλα τα ανωτέρω ερωτήματα ανοικτά στις συνειδήσεις των Ορθοδόξων πιστών και διακινδυνεύοντας την ενότητα της· ή να θεώρηση την αντιχαλκηδόνιο Χριστολογία αιρετική, όπως παρελάβαμε από τους αγίους Πατέρας να την θεωρούμε, και να ζήτηση από τους Αντιχαλκηδονίους να αποδεχθούν τις Οικουμενικές μας Συνόδους με ό,τι αύτη ή αποδοχή συνεπάγεται: την απόρριψι της σεβηριανής Χριστολογίας, την οικείωσι της Ορθοδόξου, και την αποδοχή των καταδικών πού οι Οικουμενικές Σύνοδοι επέβαλαν στους Αντιχαλκηδονίους αιρεσιάρχας Διόσκορο και Σεβήρο» (βλ. σελίδες 71-72 του βιβλίου μας).
2ον. Περί της «αυθαιρέτου» δηλώσεως του αγίου Ανατολίου.
θεωρείτε «ηθελημένη παρανόησι και διαστρέβλωσι σαφέστατης πατερικής θέσεως, και μάλιστα μεγάλου πατρός της Εκκλησίας» (σελ. 4 της επιστολής Σας)16, την αναφορά μας στην δήλωσι του αγίου Ανατολίου κατά την ε' συνεδρία της Δ' Οικουμενικής Συνόδου. Αντιγράφετε από το βιβλίο μας: «Ή δήλωσις του αγίου Ανατολίου ήταν μία ορθή, αλλά αυθαίρετη παρατήρησις. Ήταν ορθή, διότι τυπικά «δια πίστιν ου καθηρέθη Διόσκορος» ... Ήταν όμως αυθαίρετη, διότι, όσον άφορα την ορθοδοξία ή ετεροδοξία του Διοσκόρου, ό άγιος Ανατόλιος εγνώριζε σαφώς ότι ό Διόσκορος απέφυγε να παρουσιασθή), για να μη εκδικασθή το αιρετικό του φρόνημα» (από την σελ. 44). Υπογραμμίζετε με έντονα γράμματα το «αυθαίρετη», θεωρώντας ότι με τον χαρακτηρισμό αυτόν διαστρεβλώνουμε το νόημα της δηλώσεως, και υποβάλλετε σειρά ερωτημάτων που δείχνουν την «ασέβεια» μας προς τον άγιο Άνατόλιο»17.
Είναι κατ' αρχήν αξιοπρόσεκτο στην επιστολή Σας ότι, ενώ αμφισβητήτε τον χαρακτηρισμό «αυθαίρετη», δεν φαίνεται να έχετε προηγουμένως αναιρέσει τα βασικά επιχειρήματα, στα όποια στηρίζουμε την ουσιαστική μας αντιλογία (οπού και το «αυθαίρετη») στην θέσι Σας ότι από την δήλωσί του αγίου Ανατολίου συμπεραίνεται ή «Ιδεολογική» ορθοδοξία του Διοσκόρου.
Θεωρώ λοιπόν ότι ή κρίσις Σας για το απόσπασμα οφείλεται στο ότι δεν αξιολογήσατε επαρκώς τα στοιχεία που το πλαισιώνουν και το θεμελιώνουν (στις σελίδες 44-46 του βιβλίου μας). Μεταξύ αυτών των στοιχείων περιλαμβάνονται: α) το γεγονός ότι ουδεμία Σύνοδος της Εκκλησίας και ουδείς από τους αγίους Πατέρας επικαλέσθηκε την δήλωσί του αγίου Ανατολίου για να συναγάγη δι' αυτής την ορθοδοξία του χριστολογικού φρονήματος του Διοσκόρου, β) ισχυρές μαρτυρίες περί του ότι ή έπίκλησις της δηλώσεως αυτής υπέρ της ορθοδοξίας του Διοσκόρου είναι ένα αντιχαλκηδόνιο επιχείρημα, και μάλιστα «μάταιον» εφεύρημα των Μονοφυσιτών υπέρ της «ιδεολογικής» των ορθοδοξίας (βλ. σελ. 44), και γ) ότι από τα Πρακτικά της Δ' Οικουμενικής Συνόδου δεν προκύπτει ή «ιδεολογική» ορθοδοξία του Διοσκόρου.
Βάσει των ανωτέρω στοιχείων ή δήλωσις του αγίου Ανατολίου δεν συνηγορεί υπέρ της «Ιδεολογικής» ορθοδοξίας του Διοσκόρου. Επειδή όμως στο άρθρο Σας18 υπεστηρίξατε το αντίθετο, στο βιβλίο μας χαρακτηρίσαμε την δήλωσί του αγίου Ανατολίου ορθή αλλά αυθαίρετη, προκειμένου να ερμηνεύσωμε το δεδομένο, ότι ή δήλωσις του αγίου Ανατολίου δεν στηρίζει την «Ιδεολογική» ορθοδοξία του Διοσκόρου. Γράφουμε: «Ωρισμένοι θεολόγοι σήμερα, για να αμνηστευσουν τον Διόσκορο, επαναλαμβάνουν το αντιχαλκηδόνιο αυτό επιχείρημα. Πρέπει όμως να λεχθή ότι ή δήλωσις του αγίου Ανατολίου ήταν μία ορθή, αλλά αυθαίρετη παρατήρησις κ.λπ.» (σελ. 44).
Ήταν λοιπόν ορθή ή δήλωσις για την κανονική της ακρίβεια. Ό Διόσκορος είχε κληθή τρεις φορές από την Σύνοδο να απολογηθή και, επειδή δεν προσήλθε, καθαιρέθηκε για το κανονικό παράπτωμα της απείθειας στην Σύνοδο. Ό άγιος Ανατόλιος με την δήλωσί του αναφέρθηκε μόνο στο γιατί καθηρέθη ό Διόσκορος. Στηριζόμενοι στα Πρακτικά της Δ' Οικουμενικής Συνόδου εκτιμούμε ότι ή δήλωσις του αγίου Ανατολίου εύρισκε έρεισμα σε εκείνο ακριβώς πού τυπικά και διαδικαστικά είχε συμβή κατά την καθαίρεσι του Διοσκόρου. Όπως σημειώνουμε στο βιβλίο μας: «Το έγγραφο της καθαιρέσεώς του δεν αναφέρει δογματικό λόγο, αλλά την άρνησί του να εμφανισθή στην Σύνοδο και να απολογηθή για την στάσι του στην Ληστρική» (σελ. 44-45)19.
Όμως ό Διόσκορος ήταν και αιρετικός, όπως ελέχθη. Ή χριστολογική του ετεροδοξία είναι αναντίρρητη, επειδή στοιχειοθετείται από πλήθος στοιχείων πού παρέχουν τα Πρακτικά της Δ' Οικουμενικής Συνόδου (βλ. Διόσκορος και Σεβήρος, οι Αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι) και ή συνοδική και πατερική παράδοσις της Εκκλησίας, και τα όποια παραθέτουμε στο βιβλίο μας. Ό άγιος Ανατόλιος με την δήλωσί του δεν αναφέρθηκε στο αιρετικό φρόνημα του Διοσκόρου. Γι' αυτό την χαρακτηρίσαμε, έκτος από ορθή, και «αυθαίρετη».
Χαρακτηρίζοντας «αυθαίρετη» την δήλωσί του αγίου Ανατολίου δεν την φορτίζουμε με την σύγχρονη αρνητική έννοια της αυθαιρεσίας. Στα κείμενα μας, οσάκις αναπτύσσουμε λεπτές έννοιες, χρησιμοποιούμε λογία γλώσσα και ακριβολογία στο εννοιολογικό περιεχόμενο των λέξεων. Στην γλώσσα αυτή αυθαίρετος ενέργεια είναι ή κατ' ιδίαν προτίμησιν του ενεργούντος γινομένη· όχι βεβαίως ή ανάρμοστη ενέργεια, που σήμερα λέγεται αυθαιρεσία. Με τον χαρακτηρισμό «αυθαίρετη» προσδιορίζουμε ότι ό άγιος Ανατόλιος εξέφρασε με την δήλωσί του την κανονική μόνο πλευρά της περί τον Διόσκορον προβληματικής.
Ό Σεβ. Μητροπολίτης Νικοπόλεως κ. Μελέτιος, αναφερόμενος στο θέμα αυτό και συμπεραίνων περί του Διοσκόρου ότι «καθηρέθη ως αιρετικός, αφού απεδέχθη ότι είχε καθαιρέσει Ορθόδοξον (τον άγιον Φλαβιανόν) ως αιρετικόν», χαρακτηρίζει την δήλωσί του αγίου Ανατολίου ως έξης: «Με τον αναθεματισμόν του Διοσκόρου ή Σύνοδος απέδειξεν, ότι ή κρίσις του Ανατολίου, ότι «Διόσκορος ου δι' αίρεσιν καθηρέθη», ήτο μία αστήρικτος εσφαλμένη προσωπική άποψις» (Ή Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος, Αθήναι 1985, σελ. 74-75 και 79)20.
Θεωρούμε ότι από τα Πρακτικά ευλόγως προκύπτει ό χαρακτηρισμός της δηλώσεως «ορθή, άλλα αυθαίρετη παρατήρησις», με την έννοια βεβαίως που ήδη έχουμε αναφέρει. Οι συγκλητικοι είχαν θέσει θέμα τροποποιήσεως του αρχικού Όρου. Ή πρώτη πρότασίς των προς τους συνοδικούς Πατέρας είχε φέρει την χριστολογική διατύπωσι του αγίου Φλαβιανού «δύο φύσεις» προς αντικατάσταση της διατυπώσεως «εκ δύο φύσεων», ή οποία υπήρχε στον αρχικό Όρο. Ή απάντησις του αγίου Ανατολίου στην πρότασι των συγκλητικών δεν ανεμένετο οπωσδήποτε (δηλαδή κατά τίνα διαδικαστική αναγκαιότητα) να άφορα την αιτία της καθαιρέσεως του Διοσκόρου. Δεν ερωτήθηκαν οι Πατέρες ευθέως, αν δια την πίστιν ή δια την απείθειαν καθηρέθη ό Διόσκορος. Εάν ετίθετο τέτοιο ερώτημα, ή συγκεκριμένη απάντησις του αγίου Ανατολίου: «δια πίστιν ου καθηρέθη Διόσκορος», ήταν ή μοναδική πού ώφειλε να δοθή. Αυτή ήταν ή αλήθεια. Το θέμα όμως ήταν ευρύτερο. Οι συγκλητικοι είχαν συνδέσει την τροποποίησι του Όρου με το πρόσωπο του Διοσκόρου και τον λόγο πού ό Διόσκορος καθήρεσε τον άγιο Φλαβιανό οτήν Ληστρική σύνοδο: «Διόσκορος έλεγεν ότι δια τούτο καθείλον Φλαβιανόν, επειδή δύο φύσεις είπεν είναι» (ΑΟΙ) II, 1, 2, 124). Πολλά είχαν συζητηθή κατά την α' συνεδρία γύρω από τις χριστολογικές αυτές διατυπώσεις εν σχέσει προς τον Ευτυχή και την υποστήριξι του Διοσκόρου προς αυτόν. Όπως ορθά παρατηρεί ό μακαριστός καθηγητής Παν. Τρεμπέλας: Ό Διόσκορος εξήλθε από την α' συνεδρία «με εκκρεμή εισέτι την κατ' αυτού περί πίστεως κατηγορίαν» (Επι των πρακτικών της έν Αατίιιιβ Διασκέψεως, περιοδ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ, τεϋχ. 15ης Φεβρ. 1966, αριθμ. 4, σελ. 103). Στο θέμα πού ετίθετο από τους συγκλητικούς ό άγιος Ανατόλιος έδωσε απάντησι κανονικής φύσεως, παρότι το θέμα «σήκωνε» και απάντησι δογματικής φύσεως. Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος λοιπόν ωνομάσαμε την δήλωσι «αυθαίρετη». Όχι για να την χαρακτηρίσουμε ως αυθαίρετη ενέργεια (αυθαιρεσία, καταστρατήγησι συνοδικών πράξεων ή αποφάσεων), αλλά για να τονίσουμε ότι υπάρχει και ή δογματική πλευρά της περί τον Διόσκορο προβληματικής, στην οποία δεν αναφέρθηκε ό άγιος Ανατόλιος με την δήλωσί του, και γι' αυτό δεν επιτρέπεται εξ αφορμής της δηλώσεως -που βεβαίως ήταν κανονικώς ορθή και διαδικαστικώς τυπική- να συνάγεται ή «Ιδεολογική» ορθοδοξία του Διοσκόρου.
Δεδομένου λοιπόν ότι ό χαρακτηρισμός «αυθαίρετη» δεν καταργεί το γεγονός ότι ή δήλωσις ήταν κανονικώς και διαδικαστικώς ορθή, οι αγωνιώδεις ερωτήσεις21 πού μας απευθύνετε εξ αιτίας του χαρακτηρισμού «αυθαίρετη», χάνουν την βαρύτητα πού φαίνεται να έχουν στην επιστολή Σας. Διότι:
i) Ό χαρακτηρισμός «αυθαίρετη» δεν αποτελεί μομφή ούτε προσβάλλει τον άγιο Ανατόλιο ως πρόεδρο της Συνόδου ή ως πατέρα της Εκκλησίας. Ή ενέργεια του δεν συνιστά αυθαιρεσία (με την σύγχρονη αρνητική έννοια), διότι ήταν κατάθεσις της κανονικής αποφάσεως της Συνόδου περί του Διοσκόρου, ότι δηλαδή καθηρέθη για απείθεια και όχι «δια την πίστιν».
ii) Δεν ήταν αναμενόμενο να αντιδράσουν στην δήλωσι του αγίου Ανατολίου οι πατέρες της Συνόδου πού επιθυμούσαν την τροποποίησι του αρχικού Όρου. Έφ' όσον ή δήλωσις ήταν κανονικώς ορθή και αφορούσε τον λόγο της καθαιρέσεως του Διοσκόρου, δεν εδικαιούντο να επικαλεσθούν άλλον λόγο καθαιρέσεως εκτός εκείνου πού εδήλωσε ό άγιος Ανατόλιος και για τον όποιον υπέγραψαν. Και οι αυτοκρατορικοί αντιπρόσωποι δεν είχαν λόγο «να τινάξουν στον αέρα» την δήλωσι, όπως γράφετε, γιατί ήταν κανονικώς ορθή και διαδικαστικώς τυπική. Συνέχισαν όμως με δεύτερη πρότασι την αναγκαιότατη από δογματικής απόψεως διαδικασία της τροποποιήσεως του αρχικού Όρου, επειδή ή έκφρασις «εκ δύο φύσεων», αν και ορθόδοξη καθεαυτήν, ήταν επιδεκτική μονοφυσιτικής παρερμηνείας, αυτής ακριβώς στην οποία είχε παρεκκλίνει ό Διόσκορος αρνούμενος τις Διαλλαγές του αγίου Κυρίλλου.
iii) Ή βαθειά γνώσις όλων των θεολογικών και μη θεολογικών παραμέτρων που υπονοείται ότι συντρέχει στο πρόσωπο του αγίου Ανατολίου ως προεδρεύοντος πολλών επιτροπών της Συνόδου και πρωτεργάτου σε σημαντικές αποφάσεις της, δεν σημαίνει αυτόχρημα ότι ό άγιος Ανατολίας με την «αυθαίρετη» δήλωσί του ενήργησε παρά ταύτας τας παραμέτρους. Ενήργησε κατά ταύτας. Επιστοποίησε αυτό που εν τοις πράγμασιν είχε διαδικαστικώς μέχρι εκείνη την στιγμή γίνει: «δια πίστιν ου καθηρέθη Διόσκορος». Εν τούτοις το αιρετικό φρόνημα του Διοσκόρου από την α' μέχρι και την ε' συνεδρία αποτελούσε μία εκκρεμότητα, ή οποία τη συμμετοχή του αγίου Ανατολίου έλαβε τέλος κατά την στ' συνεδρία με τον αναθεματισμό του Διοσκόρου μετά την προσυπογραφή του δογματικού Όρου της Συνόδου.
ίν) Ό άγιος Ανατόλιος εγνώριζε σαφώς ότι ό Διόσκορος απέφευγε να παρουσιασθή, για να μη εκδικασθή το αιρετικό του φρόνημα. Άλλα αυτό δεν σημαίνει ότι με την δήλωσί του επεχείρησε να παραπλάνηση την Σύνοδο αποκρύπτοντας το αιρετικό φρόνημα του Διοσκόρου, όπως νομίζετε ότι συνάγεται από τον χαρακτηρισμό της δηλώσεως του ως «αυθαιρέτου». Τίποτε δεν απέκρυψε ό άγιος Ανατόλιος με την δήλωσί του. Το αιρετικό φρόνημα του Διοσκόρου ήταν γνωστό στους Πατέρας της Συνόδου ήδη από την α' συνεδρία. Το τρίτο κλητευτικό έγγραφο προς τον Διόσκορο μαρτυρεί ήδη από την β' συνεδρία ότι οι δικαιολογίες του, με τις όποιες ηρνείτο να παρουσιασθη προς απολογίαν, είναι αλλοπρόσαλλες και τις προβάλλει για να κρύψη το αιρετικό του φρόνημα: «τα παρά της σης θεοσέβειας δηλούμενα πολλήν και διάφορον έχει την ποικιλίαν ... ων έκαστον κατ' ουδένα τρόπον επάγεται την αλήθειαν εκάστου των παρά σου λεγομένων απωθουμένου το αληθές» (ΑΟΌ Π, 1, 2, 25). Ό Διόσκορος είχε αρνηθή τις Διαλλαγές, είχε καταδικάσει τον άγιο Φλαβιανό ως νεστοριανό, είχε υποστηρίξει τον Ευτυχή αρνούμενον τις Διαλλαγές. Το χριστολογικό του φρόνημα ήταν αναμφίβολα αιρετικό.
3ον. Θεολογία και ακαδημαϊκή θεολογική επιστήμη.
Μετά από την διευκρίνισι ότι ούτε ηθελημένα παρενοήσαμε ούτε παραπλανητικά διαστρεβλώσαμε τα δύο σημεία πού αναφέρετε στην επιστολή Σας, έρχομαι στο θέμα του πώς δει θεολογεΐν22 (σελ. 6-7 της επιστολής), το όποιο ευρίσκεται σε στενή συνάφεια με την εκ μέρους Σας υποστήριξι της «ιδεολογικής» ορθοδοξίας των Αντιχαλκηδονίων.
Οι θέσεις Σας, όπως διατυπώνονται στις μελέτες «Ή θέα του Θεού κατά τον άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο» και «Θεολογία και πνευματικότητα στη σιναϊτική πατερική παράδοση» μας αναπαύουν, γιατί εκφράζουν την διαχρονικά εφαρμοζόμενη από τους Αγίους μέθοδο του θεολογείν. Εν τούτοις στην επιστολή Σας λέγονται ωρισμένα, με τα όποια δεν ημπορούμε να συμφωνήσουμε.
Ορθά, βεβαίως, διακρίνετε την «θεοπτία» από την «θεολογία» παραπέμποντας στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και ορθά επίσης μαζί με τον ίδιο Άγιο κατακρίνετε ως επικίνδυνη και δαιμονική την είσοδο της διαλεκτικής φιλοσοφικής μεθόδου στον χώρο της θεοπτίας-θεογνωσίας.
Ταυτίζετε όμως την «θεολογία» με την ακαδημαϊκή θεολογική επιστήμη και προσαρμόζετε στην τελευταία ως τρόπον εργασίας το «αριστοτελικώς» θεολογείν. Αποδίδετε επίσης στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά την γνώμη ότι «θεολογία» είναι το «αριστοτελικώς θεολογείν» (δηλαδή ή διαλεκτική μέθοδος των αάντιησυχαστών) και ότι «θεοπτία» είναι το «αποδεικτικώς θεολογείν» (δηλαδή ή μέθοδος των Ορθοδόξων Πατέρων). Ταυτίζετε ακόμη το «αριστοτελικώς θεολογείν» με την χρήσι συλλογισμών και άλλων σχετικών λογικών μεθόδων.
Έπ' αυτών θέλω να παρατηρήσω τα ακόλουθα:
Ή θεοπτία είναι εμπειρία του ακτίστου Θεού, ή δε θεολογία είναι λόγος πού αποκαλύπτει στην Εκκλησία την πίστι των θεοπτών περί του Θεού. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά ή θεοπτία υπερέχει της θεολογίας, τόσο της καταφατικής όσο και της αποφατικής (βλ. ημέτερο έργο «Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς διδάσκαλος της θεώσεως», 'Άγιον Όρος 2000, σελ. 49-62).
Στά κατηγορήματα του «αριστοτελικώς» και του «αλιευτικώς» δεν υπόκειται ή θεοπτία αλλά μόνο ή θεολογία. Το «αλιευτικώς» νοείται ως κατάθεσις μεν υπό των θεοπτών της θείας εμπειρίας των: «ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν ... ο εθεασάμεθα» (Α' Ίω. α' 1), ως πιστότης δε στην θεολογία των θεοπτών υπό των θεολόγων πού δεν είναι θεόπται αλλά έπονται αυτών. Το «αριστοτελικώς» νοείται ως ανατροπή και διαστροφή της εμπειρίας των θεοπτών με την προβολή δαιμονιώδους «θεολογίας», της «τεχνολογίας» ή «πιθανολογίας». Από τότε που ό ορός «αριστοτελικώς» χρησιμοποιήθηκε από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο με την γνωστή αρνητική έννοια (γ' ειρηνικός λόγος, παραγρ. ιβ'), συνεχίζει να την έχη σε κάθε περίπτωσι που ό θεολογικός λόγος δεν ταυτίζεται με την αποστολική Πίστι ή δεν την αναδεικνύει. Τον 14ον αιώνα ή έννοια του «αριστοτελικώς» αποδίδεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά με το «στοχαστικώς» ή «διαλεκτικώς».
Ή ακαδημαϊκή θεολογική επιστήμη είναι διαφορετική λειτουργία από την θεοπτία και την θεολογία. Τιθεμένη στην υπηρεσία της Εκκλησίας υπόκειται στις κατηγορίες του «αλιευτικώς» και του «αριστοτελικώς», αναλόγως του φρονήματος του ακαδημαϊκώς θεολογούντος· έ«ν δηλαδή αυτός σκοπεύη να αναδείξη την θεολογία των θεοπτών θεολόγων ή εάν επιδίδεται στην προσπάθεια να συναγάγη συμπεράσματα διαφορετικά από εκείνα των θεοπτών. Ή ακαδημαϊκή θεολογική επιστήμη είναι θεολογία, όταν γίνεται «αλιευτικώς-αποδεικτικώς».
Πρέπει να παρατηρηθή ότι ό εξοπλισμός με τα απαραίτητα προσόντα και ή χρησιμοποιησις της ιστορικοφιλολογικής μεθόδου δεν προκρίνει την ένταξι του ακαδημαϊκού θεολόγου στην κατηγορία του «αριστοτελικώς» ή του «αλιευτικώς», αλλά αύτη προκρίνεται από την πρόθεσί του να ακόλουθη ή όχι την θεολογία των θεοπτών. Επομένως, ή θεολογία των θεοπτών αποτελεί πάντοτε το κριτήριο για τον έλεγχο της γνησιότητος της ακαδημαϊκής θεολογικής επιστήμης. Γι' αυτό δεν είναι επιτυχής ή παρατήρησίς Σας: «είναι ανεπίτρεπτο λάθος... να Θεωρείται... ή μία κριτήριο της άλλης» (σελ. 6).
Επίσης πρέπει να λεχθή ότι οι άγιοι Πατέρες κατά τον αντιαιρετικό τους αγώνα χρησιμοποιησαν συλλογισμούς και άλλες λογικές μεθόδους, οι όποιες τους εξυπηρετούσαν στην προσπάθεια τους να αποδείξουν στους αιρετικούς την πλάνη. Εν τούτοις ή χρησιμοποίησις των συλλογισμών δεν συνιστά «αριστοτελικώς» θεολογείν. Ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, ό όποιος ευφυώς λέγει προς τους Ιακωβίτας ότι πηγή των δογμάτων τους είναι ό «άγιος αυτών Αριστοτέλης», χρησιμοποιεί κατά κόρον στην εναντίον τους πραγματεία του την αριστοτελική λογική. Και αυτό το γεγονός δεν συνιστά ούτε αντίφασι ούτε ασυνέπεια. Την ίδια τακτική ακολούθησαν και οι προγενέστεροι από αυτόν άγιοι Πατέρες και οι μεταγενέστεροι, εν οις και ό μέγας Γρηγόριος ό Παλαμάς, του οποίου τα αντιαιρετικά έργα δεν στερούνται λογικών επιχειρημάτων.
Συνοψίζοντας τα ανωτέρω λέγομε ότι το «αριστοτελικώς», τόσο στην θεολογία όσο και στην ακαδημαϊκή θεολογική επιστήμη, αποτελεί έκπτωσι από την αλήθεια. Κατά την ταπεινή μας γνώμη, οι Κοινές Δηλώσεις του Θεολογικού Διαλόγου και οι ακαδημαϊκές-επιστημονικές μελέτες πού τις στηρίζουν, αποτελούν δείγματα «αριστοτελικώς» θεολογείν, επειδή δεν ακολουθούν την θεολογία των θεοπτών Αγίων.
Αναπτύσσοντας τις σκέψεις Σας περί του θεολογείν παρετηρήσατε ακόμη (σελ. 7 της επιστολής Σας): «Με βάση λοιπόν τις παραπάνω διευκρινήσεις δεν κινδυνεύουν, όπως νομίζετε, να χαρακτηρισθούν ως ερασιτέχνες θεολόγοι ό αγ. Νικόδημος ό Αγιορείτης, ό αγ. Σιλουανός ό Αθωνίτης, ό π. Σωφρόνιος του Έσσεξ, καθώς και ό μακαριστός μου Γέροντας π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, γιατί ή θεολογία τους είναι χαρισματική (...) και ως εκ τούτον δεν μπορούν ούτε και είναι επιστημολογικά επιτρεπτό να κριθούν και να αξιολογηθούν με τα κριτήρια της ακαδημαϊκής θεολογίας».
Με αφορμή την ανωτέρω παρατήρησί Σας υπενθυμίζω ότι ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης για το ζήτημα της ετεροδοξίας του Διοσκόρου έγραψε τα έξης στα Προλεγόμενα στην Δ' Οικουμενική Σύνοδο: «Οίτινες [Πατέρες της Συνόδου] κατεδίκασαν και τω αναθέματι παρέπεμψαν τον δυστυχή Ευτυχή Αρχιμανδρίτην, και τον αυτού υπερασπιστήν Διόσκορον τον μετά τον Κύριλλον γεγονότα Αλεξανδρείας Επίσκοπον. Ούτοι γαρ εις την εναντίαν πλάνην του Νεστορίου πεσόντες, εις την ομοίαν εκείνον απώλειαν σνγκατέπεσον διότι, εκείνος μεν εις δύω πρόσωπα, και εις δύω υποστάσεις τον ένα Χριστόν εμέριζεν, ούτοι δε τας δύω του Χριστού φύσεις, θεότητα και ανθρωπότητα, ει ων συντίθεται, και εν αις γνωρίζεται και προσκυνείται, εις μίαν φύσιν τολμηρώς συνέχεον, μη νοούντες οι άφρονες, ότι εκ του δυσσεβούς τούτου φρονήματος συμπεραίνεται να μη ηναι ό Χριστός της αυτής φύσεως του Πατρός, και της αυτής φύσεως των ανθρώπων, αλλά άλλης τινός (Πηδάλιον, έκδ. Ρηγόπουλου, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 182). Επίσης υπενθυμίζω ότι ό μακαριστός π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης έγραψε με την χαρισματική -και πιστή στην παράδοσι της Εκκλησίας- γραφίδα του: «Ήλεγξας σαφώς, εγγράφως Ιωάννη, του Νεστορίου την διαίρεσιν, Σεβήρον την σύγχυσιν, μονοθέλητον παράνοιαν, και πίστιν μονενέργητον, φέγγος Ορθοδοξίας, πάσιν αστράψας τοις πέρασιν» (Ακολουθία αγίου Ιωάννου του Δαμάσκηνου, εκδοθείσα εν Αθήναις το 1971, τροπάριον της η' ωδής).
Είναι από τα ανωτέρω προφανές ότι τα πρόσφατα πορίσματα της ακαδημαϊκής θεολογικής επιστήμης, ή οποια «απέδειξε» δια διδακτορικών διατριβών ότι ό Διόσκορος και ό Σεβήρος έχουν ορθόδοξη χριστολογική διδασκαλία, δεν συμφωνούν με το συμπέρασμα του αγίου Νικόδημου περί της ετεροδοξίας του Διοσκόρου και με την αναφορά του π. Γερασίμου στην «Σεβήρον σύγχυσιν». Ειδικότερα μάλιστα το απόσπασμα του αγίου Νικόδημου, οπού συναγεται συμπερασματικώς και με «αποδεικτικό» λόγο ότι ή ετεροδοξία του Διοσκόρου («το δυσσεβές φρόνημα») συνεπαγεται κατάργησι της εν Χριστώ διπλής ομοουσιότητος, κινδυνεύει να θεωρηθή από πλευράς ακαδημαϊκών θεολόγων δείγμα «ερασιτεχνικής» θεολογίας.
Συναφώς επιτρέψτε μου να αναφερθώ στην διαβεβαίωσί Σας ότι:" «δεν ανήκω σ' αυτούς πού θέλουν την σιωπή των μοναχών ατά θεολογικά ζητήματα· θα προτιμούσα όμως οι θεολογικές παρεμβάσεις των μοναχών να είναι χαρισματικές... και όχι επιστημονικές» (σελ. 7). Είναι γνωστό ότι Αγιορείται πατέρες είχαν ομολογήσει με χαρισματική θεολογική γλώσσα ότι ή υποστηριζόμενη ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων είναι προφανής πλάνη. Ό μακαριστός π. Παίσιος ό Αγιορείτης «χαρακτήρισε ως βλασφημία κατά των αγίων Πατέρων την προτεινόμενη κάθαρση των Λειτουργικών βιβλίων από τον χαρακτηρισμό του αιρετικού για τον Διόσκορο και Σεβήρο» (Ίερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου», Άγιον Όρος 2004, σελ. 691). Ή Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους με το Υπόμνημα της (1995) είχε εκφράσει με χαρισματική λιτότητα την διαφωνία των Αγιορειτών προς τις αποφάσεις της Μικτής Επιτροπής του Διαλόγου με τους Αντιχαλκηδονίους, μεταξύ των οποίων να θεωρούνται και οι Αντιχαλκηδόνιοι ορθόδοξοι κατά την χριστολογική πίστι (παραγρ. 9 της Β' Κοινής Δηλώσεως). Ακαδημαϊκοί θεολόγοι εν τούτοις ανέλαβαν να αποδείξουν -υποτιμώντες την χαρισματική παρέμβασι των Μοναχών- ότι οι αιρεσιάρχαι Διόσκορος και Σεβήρος είναι στην διδασκαλία τους ορθόδοξοι. Κατόπιν τούτου διερωτώμεθα: Θα προτιμούσατε άραγε να μην είχε άκολουθήστ) ή θεολογική μας παρέμβασις, με την οποια βεβαιώνεται «αποδεικτικώς» ό χαρισματικός λόγος των Πατέρων του Αγίου Όρους, επειδή αύτη ή παρέμβασις έχει και επιστημονική διάρθρωσι αναγκαία για την αντιμετώπισι των αντιθέτων επιστημονικών απόψεων ωρισμένων ακαδημαϊκών θεολόγων;
Ως εν παρόδω σημειώνω ακόμη ότι στο άρθρο Σας «Θεολογία και πνευματικότητα στη σιναϊτική πατερική παράδοση» κάνετε ορθές αναφορές στον θεολογικό αγώνα του αγίου Αναστασίου του Σιναΐτου κατά του μονοφυσιτισμού (κατά τους γνωρίζοντας, όχι μόνο του ευτυχιανικού αλλά και του διοσκορείου-σεβηριανού μονοφυσιτισμού), γεγονός το όποιο δεν συνάδει με την υποστήριξι της «Ιδεολογικής» ορθοδοξίας των Αντιχαλκηδονίων.
Όσον άφορα τους αείμνηστους καθηγητας Ίω. Καρμίρη και π. Ίω. Ρωμανίδη, των οποίων τις «επί τον προκειμένου επιστημονικές θέσεις επαναλαμβάνετε και επιβεβαιώνετε» με την υποστήριξι της ιδεολογικής ορθοδοξίας των Αντιχαλκηδονίων (πρβλ. επιστολή 11ης Ιανουαρίου 2006, σελ. δ)23, πρέπει να λεχθή ότι υπήρξαν πραγματι διακεκριμένοι θεολόγοι και προσέφεραν μεγάλες υπηρεσίες στην Εκκλησία με το θεολογικό τους έργο. Έχουν κάνει όμως και αυτοί ως άνθρωποι κάποια θεολογικά σφάλματα. Ό Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος έχει επισημάνει ωρισμένα στην Εισαγωγή ενός πρωίμου έργου του καθηγητού Ίω. Καρμίρη, της εκδόσεως στην ελληνική γλώσσα της Suma Theologicaτου Θωμά Ακινάτου (Ησυχία και Θεολογία, έκδ. Ί. Μονής Γενεθλίου Θεοτόκου, 2004, σελ. 392-408). Ακόμη, ό καθηγητής Καρμίρης στο έργο του «Ορθόδοξος Εκκλησιολογία» (1973), αντιθέτως προς ό,τι ορθόδοξα έγραφε στα προγενέστερα έργα του «Ή Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία και αι σχέσεις αυτής προς τας ετεροδόξους Εκκλησίας και την Κοινωνίαν των Εθνών» (1949) και «Σύνοψις της δογματικής διδασκαλίας της "Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας» (1960), αναπτύσσει μία περιεκτική Εκκλησιολογία, ή οποία επεκτείνει τα όρια της Εκκλησίας πέραν των κανονικών της ορίων.
Για τον λόγο αυτό είναι χρήσιμο να μη θεωρούνται όλες οι απόψεις των αειμνήστων καθηγητών a priori ορθές, πριν μάλιστα συγκριθούν με την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων. 'Εν προκειμένω, ή γνώμη τους περί του ότι οι Αντιχαλκηδόνιοι είχαν ορθόδοξη Χριστολογία δεν βρίσκεται σύμφωνη με την ομόφωνη συνοδική και πατερική παράδοσι, ή οποία μαρτυρεί περί του αντιθέτου. Επαναλαμβάνω αυτό πού ήδη εγράψαμε στο βιβλίο μας, ότι ή γνώμη τους ωφείλετο μάλλον σε πρώιμο ενθουσιασμό. Σας αποστέλλω συνημμένως την μελέτη-απάντησί μας στον αείμνηστο π. Ιωάννη Ρωμανίδη «Οι Αντιχαλκηδόνιοι δεν ήσαν και δεν είναι Ορθόδοξοι», πού έχει δημοσιευθή στο περιοδ. ΚΟΙΝΩΝΙΑ (2/1999).
Επιτρέψτε μου ακόμη να κάνω μία παρατήρησι στην άποψι, πού διατυπώνετε στις σελ. 8-9 της επιστολής Σας, ότι δεν «θα υπέγραφαν τόσο εύκολα οι Μή-Χαλκηδόνιοι τις Κοινές Θεολογικές Δηλώσεις, αν δεν διαπίστωναν ότι συμφωνούν με τη δική μας Χριστολογική διδασκαλία». Νομίζω ότι δεν αγνοείτε τί έγραφε το 1999 ό Σεβ. Μητροπολίτης Πισιδίας κ. Μεθόδιος Φούγιας, καλός γνώστης των πεπραγμένων στους Διάλογους και θιασώτης της ενώσεως με τους Αντιχαλκηδονίους, αναφερόμενος στην Β' Κοινή Δήλωσι του 1990: «Ή Κοινή Δήλωσις κλίνει προς τις απόψεις των Orientals» (βλ. Σταύρου Μποζοβίτη, «Τα αιώνια σύνορα της Ορθοδοξίας και οι Αντιχαλκηδόνιοι», έκδ. Αδελφότητας Θεολόγων Ο ΣΩΤΗΡ, 1999, σελ. 85). Δεν αγνοείτε ακόμη ότι οι "Ορθόδοξοι θεολόγοι, πού την περασμένη δεκαετία έγραψαν κατά των Κοινών Δηλώσεων, τις έχουν χαρακτηρίσει παραχώρησι στους Αντιχαλκηδονίους. Εμείς με τα κείμενα μας έχουμε επανειλημμένως δηλώσει ότι με αυτές τις Κοινές Δηλώσεις, οι θεολόγοι πού τις υπέγραψαν, παρεθεώρησαν τις αποφάνσεις των Οικουμενικών Συνόδων και των κορυφαίων Πατέρων της Εκκλησίας και γι' αυτό εξίσωσαν την Ορθόδοξο με την αντιχαλκηδόνιο Χριστολογία. Στό βιβλίο μας «Διόσκορος και Σεβήρος, οι Αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι» έχουμε διευκρινίσει επαρκώς τους λόγους, για τους οποίους οι δογματικές διατυπώσεις «εκ δύο φύσεων», «μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη», «δύο φύσεις τη θεωρία μόνη», δεν έχουν το ίδιο χριστολογικό περιεχόμενο στην σεβηριανή Χριστολογία και στην Ορθόδοξο Χριστολογία24. Σκοπός των θεολογικών μας παρεμβάσεων είναι να τονισθή ότι ό Διόσκορος και ό Σεβήρος έχουν κληροδοτήσει στους Αντιχαλκηδονίους μία αιρετική Χριστολογία, της οποίας τα επί μέρους στοιχεία έχουμε επισημάνει. Έτσι, λοιπόν, δεν ευρίσκω σωστή την έκφρασί Σας «εφ' όσον μάλιστα δέχονται [ενν. οι Αντιχαλκηδόνιοι] ότι συμφωνούν μαζί μας ως προς την ουσία τον χριστολογικού δόγματος» (σελ. 9 της επιστολής της 11ης Ιανουαρίου 2006). Δεν έχει σημασία αν αυτοί λέγουν ότι συμφωνούν μαζί μας. Σημασία έχει αν ή Εκκλησία αναγνωρίζη ότι συμφωνούν μαζί μας. Ή παράδοσις της Εκκλησίας πάντως δεν το αναγνωρίζει, παρά τις σύγχρονες επιστημονικές περί του αντιθέτου μελέτες και γνωμοδοτήσεις. Αυτό το θέμα πραγματευόμαστε στο βιβλίο μας «Διόσκορος και Σεβήρος, οι Αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι».
Περί του ότι ή Εκκλησία είναι αρμοδία να κρίνη, αν οι επιστρέφοντες ετερόδοξοι επέτυχαν την δογματική τους ταύτισι με την πίστι της, μαρτυρεί με εντυπωσιακή σαφήνεια ή επιστολή του Μανουήλ Κομνηνού προς τον Καθολικό των Αρμενίων. Γράφει ό αυτοκράτωρ: «Ή βασιλεία μου πολλάκις αναμαθούσα παρ' υμών ότι αγαθός εστίν ό υμέτερος σκοπός και το θέλημα περί την των Χριστιανών Ορθόδοξον πίστιν, και ότι έτοιμοι έστε, αναδιδαχθέντες τα παρά της Εκκλησίας της αγίας αιτιώμενα, δι΄ όπερ ου προσδέχεται υμάς ως μη ομοφρονούντας αυτή... θείναι το μέρος υμών μετά της αγιότατης Εκκλησίας, μεγάλως επήνεσε και απεδέξατο την υμετέραν σύνεσιν και κοινωσαμένη περί τούτου τω τε αγιωτάτω πατριάρχη και τη ιερά και θεία συνόδω, και έτοιμον ευρούσα και ευπειθές το μέρος άπαν της αγιωτάτης Εκκλησίας προς την υμετέραν υποδοχήν, είπερ ορθώς υμάς και ευσεβώς διαγνοίη φρονήσαντας,...» (ΡG133,120ΑΒ).
Τέλος, δεν θα ήθελα να νομίζετε ότι οι δήθεν αστοχίες του συντάκτου του βιβλίου μας με κάνουν να αναλαμβάνω να τις καλύψω, ούτε ότι λόγω του βιβλίου μας «Ή "ιδεολογική" ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων» ευρίσκομαι σε δύσκολη θέσι. Απεναντίας χαίρω που ή Ιερά Μονή μας με την δική μου ευθύνη και επιστασία συμβάλλει και δι' αυτού του βιβλίου στην αντιμετώπισι του μεγάλου κινδύνου, τον όποιο συνεπαγεται ή ύποστήριξις της «ιδεολογικής» ορθοδοξίας των Αντιχαλκηδονίων για την ενότητα της Εκκλησίας και την Ορθόδοξο Πίστι.
Δεν αμφιβάλλω για τις καλές Σας προθέσεις. Όσον αφορά την πρότασί Σας να συναντηθούμε και να συζητήσουμε τα ως άνω ζητήματα, νομίζω ότι προέχει ή ανταλλαγή απόψεων να γίνη γραπτώς, ώστε οι θέσεις μας να τεθούν ενώπιον της Εκκλησίας. Δεν αντιλέγω όμως να συναντηθούμε, για να φανερωθή ή εκ μέρους μας ειλικρινής αγάπη προς το πρόσωπο Σας.
Με αγάπη Χριστού
Ό Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους Αρχιμανδρίτης Γεώργιος
***
ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
θεολογικών απόψεων του νεωτέρου άρθρου.
Μετά από την επαρκή, καθώς νομίζουμε, ανασκευή των αδίκων επικρίσεων του κ. Μαρτζέλου κρίναμε απαραίτητο να σχολιάσουμε τις θεολογικές απόψεις πού διατυπώνονται στο νεώτερο άρθρο του, για να γίνη φανερό ότι οι Αντιχαλκηδόνιοι δεν είναι αιρετικοί επειδή απλώς απεσχίσθησαν από την Εκκλησία, αλλά επειδή έχουν σεβηριανό μονοφυσιτικό χριστολογικό φρόνημα, αυτό πού πραγματικά προκύπτει και από την ορθή κατανόησι του επιμάχου αποσπάσματος από το Περί Αιρέσεων έργο του αγίου Ιωάννου του Δαμάσκηνου και της εκφράσεως: «τα δε άλλα πάντα ορθόδοξοι υπάρχοντες».
α) Ή Κατά Ιακωβιτών πραγματεία.
Ό κ. Μαρτζέλος εκφράζει την λύπη του για την «τόσο έκδηλη αδυναμία κατανόησης δογματικών κειμένων από τον συντάκτη του βιβλίου [μας]»25. Πρόκειται για το απόσπασμα από την Κατά Ιακωβιτών πραγματεία του αγίου Ιωάννου του Δαμάσκηνου, στο όποιο δήθεν «φαίνεται σαφώς ότι [ό άγιος] τους θεωρεί τουλάχιστον ως συμφωνούντες με την ουσία της χριστολογικής διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας»26. Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι δεν δικαιώνεται ή άποψίς του, παρά και την προσαγωγή παραπομπών στον καθηγητή Α. A. Louth27. Ή πραγματεία μαρτυρεί εμφανέστατα για το ετερόδοξο φρόνημα των Ιακωβιτών, καθώς:
Πρώτον, ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός επί τη βάσει της κοινής μέχρι τότε πατερικής παραδόσεως αποδεικνύει εσφαλμένες τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις των Ιακωβιτών (Κατά Ιακωβιτών, 4-12), οι όποιες είναι «το ποιούν τοις αιρετικοίς την πλάνην» (Εκδοσις ακριβής, 47). Και είναι βέβαιον ότι ή υποδηλουμένη πλάνη δεν συνίσταται στην απόσχισί τους από την Εκκλησία, άλλα στην σύγχυσι των εν Χριστώ φύσεων, την οποία προκαλεί ή ταύτισις φύσεως και υποστάσεως.
Δεύτερον, επί ορθής πλέον βάσεως θέτει επί τάπητος το ζητούμενο («τούτων ούτω προσδιορισμένων επί το ζητούμενον έλθωμεν»). Το ζητούμενον είναι «ει δύο φύσεις εστίν ό Χριστός και εν δυσί φύσεσι ή μία, καθά τερατεύεσθε [οι Ίακωβίται]». Για να είναι το συμπέρασμα της συζητήσεως «αληθές και ουκ άτοπον», παρατηρεί ό άγιος Ιωάννης, πρέπει ή συζήτησις να αρχίση από τις κοινώς αποδεκτές έννοιες, πού διατυπώνονται με τις εκφράσεις «εκ θεότητος και ανθρωπότητας γεγενήσθαι την ένωσιν» (δηλαδή το «εκ δύο φύσεων») και το «τον Χριστόν [είναι] εν θεότητι τέλειον και τέλειον και ανελλιπή τον αυτόν εν ανθρωπότητι». Πρόκειται για εκφράσεις της κοινής κυριλλείου παρακαταθήκης. Με απλή συλλογιστική ό άγιος συνάγει ότι, εφ' όσον αφ' ενός δέχονται το «εκ δύο φύσεων» και αφ' ετέρου ή θεότης και ή ανθρωπότης είναι φύσεις (δηλαδή όχι υποστάσεις ούτε συμβεβηκότα) και υπάρχουν εν Χριστώ μετά την ένωσι, οφείλουν οί Ιακωβίται να ομολογήσουν και τις εκφράσεις «δύο φύσεις» και «εν δύο φύσεσι» (ενθ' άνωτ., 13-14). Ή λογική και δογματική συνέπεια της αποδοχής των κυριλλείων εκφράσεων είναι το «εν δύο φύσεσι» της Συνόδου της Χαλκηδόνος και όχι ή σεβηριανή «μία φύσις». Σε αυτό το «ζητούμενον» συνίσταται ή δογματική διαφοροποίησις των Αντιχαλκηδονίων από την Ορθοδοξία. Αυτό δεν άφορα στην απόσχισί τους από την Εκκλησία ούτε εξαντλείται στην διαφορά ορολογίας (χαλκηδονίου ή δήθεν κυριλλείου), αλλά πρωτίστως άφορα στην αποδοχή του εννοιολογικού περιεχομένου των εκφράσεων «εν δύο φύσεσι» ή «μία φύσις», καθώς το περιεχόμενο της δευτέρας εκφράσεως συνιστά διαφορετική κατανόησι του μυστηρίου της Ενανθρωπήσεως («καθά τερατεύεσθε»). Αυτό φαίνεται σαφέστερα από τα ακόλουθα.
Τρίτον, αναπτύσσει ό άγιος πολύπλευρη και διεξοδική επιχειρηματολογία κατά της «μιας φύσεως» (ενθ' άνωτ., 15-23), αρχίζοντας από την κοινή κυρίλλειο παραδοχή ότι διαφέρουν ή θεότης και ή ανθρωπότης «εν ποιότητι φυσική». Αποδεικνύει ότι ή «εν ποιότητι φυσική διαφορά» κινδυνεύει να χάση το Ορθόδοξο νόημα της, να μην έχη αληθή αλλά ψιλή έννοια διαφοράς φύσεων, αν δεν ομολογηθούν στον Χριστό «δύο [ουσιωδώς υπαρκτές] φύσεις»: «ουσιών γαρ διαφοράν λέγοντες, ουσών λέγειν και σωζόμενων αναγκασθήσεσθε· του γαρ μη οντος ούτε διαφορά αν εϊη. Πώς γαρ διαφέρουσι τα μη σωζόμενα; εί δε όντως σώζονται, και αριθμείσθωσαν» (ενθ' άνωτ., 23). Με άλλα λόγια, εάν ό Χριστός δεν ομολογηθή «εν δύο φύσεσι» και «δύο φύσεις», οι κοινώς αποδεκτές κυρίλλειες χριστολογικές διατυπώσεις παίρνουν αιρετικό νόημα. Αυτό συμβαίνει με τους Ιακωβίτας, οι οποίοι καταλήγουν να φρονούν ότι ό Χριστός είναι «μία φύσις» με όλες τις συνέπειες στην Χριστολογία. Σημειωτέον ότι στο θέμα αυτό ό άγιος Μάξιμος ό Ομολογητής είναι διεξοδικώτερος και ή στάσις του έναντι της σεβηριανης κακοδοξίας δεν επιτρέπεται να παραθεωρήται για κανένα λόγο, δήθεν μεθοδολογικό28. Άλλα, πέραν τούτου, ό άγιος Ιωάννης δεν επιχειρηματολογεί εδώ κατά της αποσχίσεως των Ίακωβιτών από την Εκκλησία, αλλά κατά της δογματικής κακοδοξίας της «μιας φύσεως».
Τέταρτον, ανασκευάζει ό άγιος την πεποίθησι των Ιακωβιτών ότι ό Χριστός είναι σύνθετος φύσις (ενθ' άνωτ., 24-44), διότι μεταξύ άλλων συνεπειών της: ί) καθίστα στον νου τους φρόνημα ανορθόδοξο την κοινώς παραδεκτή «διαφοράν των φύσεων»: «Εί γαρ μία καθ' υμάς φύσις σύνθετος εστί μετά την ένωσιν, έδει υμάς λέγειν ου φύσεων διαφοράν, αλλά μιας φύσεως προς εαυτήν διαφοράν, όπερ υμών, ούχ ημών εστίν ειπείν και φρονήσαι» (ενθ' άνωτ., 34)· και ίί) εισάγει τροπή, αφανισμό και συνουσίωσι των φύσεων εις πείσμα της κυριλλείου παρακαταθήκης: «πώς υμείς και την διαφοράν ειδότες και τας ιδιότητας ομολογούντες των φύσεων μίαν ταύτας και ου δύο κηρύττετε και ουδέ τα της συγχύσεως ταις ασυγχύτοις δίδοτε; Αλλά δήλον, ως τροπήν και αφανισμόν και συνουσίωσιν ωδίνετε μεν, εις τουμφανές δε προσαγαγείν εν τροπή της ασεβείας ου βούλεσθε» (ενθ' άνωτ., 44). Με άλλα λόγια, οι Ιακωβίται εννοούν μονοφυσιτικώς τις εκφράσεις της κοινής χριστολογικής παρακαταθήκης, χωρίς να θέλουν να το παραδεχθούν. Σημειωτέον ότι ό άγιος Μάξιμος ό Ομολογητής την σεβηριανή έννοια της διαφοράς των φύσεων ονομάζει ψιλήν διαφοράν, μη πραγματική, που εισάγει σύγχυσιν (ΡΟ 91, 41Β). Είναι αυτονόητον ότι ή επιχειρηματολογία κατά της ψιλής διαφοράς αφορά στο μονοφυσιτικό φρόνημα των Ιακωβιτών και όχι στο γεγονός της αποσχίσεως των από την Εκκλησία.
Πέμπτον, υπερασπίζεται την δυνατότητα αριθμήσεως των φύσεων έναντι της υπό των Ιακωβιτών αρνήσεως της (ενθ' άνωτ., 50-51)· αποδεικνύει ότι ή έννοια της «μιας φύσεως», την οποία οι Ιακωβίται προσδίδουν στην έκφρασι «Μία φύσις του θεοϋ Λόγου σεσαρκωμένη», καταστρατηγεί το πνεύμα της κοινώς αποδεκτής κυριλλείου εκφράσεως (ενθ'άνωτ., 52)· περιγράφει την έννοια της θεώσεως του προσλήμματος (ενθ' άνωτ., 53)· και εκθέτει την Ορθόδοξο (κατ' αντιδιαστολή δηλαδή προς την σεβηριανή) εφαρμογή του ανθρωπολογικού παραδείγματος (ενθ' άνωτ., 54-57) κ.λπ. Και όλα αυτά σε μία προοπτική να συζήτηση μαζί τους χριστολογικές έννοιες και όχι το γεγονός της άποσχίσεως των.
Διακόπτουμε εδώ την παρουσίασι της καταπληκτικώς αντισεβηριανής αυτής πραγματείας29. Περιοριζόμαστε σε αυτά μόνο τα στοιχεία, από τα όποια γίνεται πρόδηλον ότι ή πραγματεία Κατά Ιακωβιτών δεν δικαιώνει τον κ. Μαρτζέλο, ό όποιος διατυπώνει την εσφαλμένη γνώμη ότι «δεν υπάρχει περιεκτικότερο κείμενο από το παραπάνω [σ.σ. το απόσπασμα από την πραγματεία Κατά Ιακωβιτών] που να επισημαίνει με τόση σαφήνεια τη συμφωνία των Αντιχαλκηδονίων με την ουσία της πατερικής Χριστολογίας, άλλα και την ειδοποιό διαφορά της Χριστολογίας τους από τη χριστολογική διδασκαλία των Πατέρων, που συνίσταται στη διαφορετική ορολογία»30.
Ομολογουμένως, από την πραγματεία σαφώς προκύπτει το αντίθετο. Οι Ιακωβίται διατηρούν τις εκφράσεις της κοινής κυριλλείου χριστολογικής κληρονομιάς με σεβηριανό όμως εννοιολογικό περιεχόμενο, εξ αιτίας του οποίου αυτές οδηγούν σε ένα μονοφυσιτικό φρόνημα (τροπήν και άφανισμόν και συνονσίωσιντων φύσεων). Ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός προσπαθεί στην πραγματεία του να τους πείσει να δεχθούν και τις εκφράσεις «δύο φύσεις» και «εν δύο φύσεσι», βεβαιώνοντας τους ότι έτσι το χριστολογικό φρόνημα δεν εκτρέπεται στον νεστοριανισμό, αλλά εξασφαλίζεται από την εκτροπή στον μονοφυσιτισμό («δύο δε φύσεις λέγοντες ου διαιρούμεν την ένωσιν, την δε τροπήν και την σύγχυσιν φεύγομεν», ένθ' άνωτ., 81). Επομένως ή ειδοποιός διαφορά της αντιχαλκηδονίου από την Ορθόδοξο Χριστολογία δεν έγκειται στην διαφορετική ορολογία μόνο, αλλά κυρίως στο διαφορετικό φρόνημα που (οδήγησε στην φραστική διαφοροποίησι και κατά συνέπειαν στην άρνησι του Όρου της Χαλκηδόνος και την απόσχισι από την Εκκλησία.
β) Ή ομολογία και ή αντιλογία.
Ισχυρίζεται ό κ. Μαρτζέλος ότι ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός δεν προσδιορίζει το χριστολογικό φρόνημα των Διοσκόρου και Σεβήρου, όταν τους καταλογίζη ανάκρασι, σύγχυσι και φυρμό, αλλά οι εκφράσεις αυτές, λέγει, αποτελούν ποιμαντικού χαρακτήρας αντιλογία (στην οποία δικαιολογείται τυχόν ανακρίβεια ορολογίας) και όχι ομολογία (ή οποία απαιτεί δογματική ακριβολογία). Για να στηρίξει τον ισχυρισμό του, παραπέμπει στο χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: «έτερον εστίν ή υπέρ της ευσέβειας αντιλογία...».
Απαντώντες παραπέμπουμε κατ' αρχήν στις σελ. 54-61 του βιβλίου μας31, οπού διευκρινίζεται γιατί ή χρησιμοποίησις του χωρίου του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ήταν άστοχη και γιατί οι ανωτέρω εκφράσεις του αγίου Ιωάννου του Δαμάσκηνου είναι δογματικώς ακριβείς. Ό κ. Μαρτζέλος δεν αντικρούει όσα εκεί λέγονται, αλλά τα αφήνει στο περιθώριο της συζητήσεως. Επαναδιατυπώνει αυτούσια την θέσι του στο νεώτερο άρθρο32 με τον ισχυρισμό ότι δεν κατενοήσαμε τί είναι ομολογία και τί αντιλογία και ότι για να υπερασπισθούμε την άποψί μας παραθέσαμε Ομολογίες Πίστεως αγίων Πατέρων, των οποίων όμως οι αντιμονοφυσιτικές αναφορές ήσαν ουσιαστικά ποιμαντική αντιλογία (όχι ομολογία), και επομένως όχι δογματικώς ακριβείς!
Πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι δεν χρησιμοποιήσαμε τις Ομολογίες Πίστεως των αγίων Πατέρων, επειδή έτσι επιγράφονται στην βιβλιογραφία, αλλά επειδή εγράφησαν από τους αγίους αυτούς για να δηλώσουν το Ορθόδοξο φρόνημα τους. Ό άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων περιέλαβε τόσα πολλά δογματικά στοιχεία στην Συνοδική του επιστολή, για να διακήρυξη τί Ορθοδόξως πιστεύει, γιατί το πιστεύει και ποιοι αιρετικοί το έχουν αμφισβητήσει ή πολεμήσει. Ή επιστολή του είναι ομολογία (περιγραφή του Ορθοδόξου δόγματος) και εν ταυτώ καταδίκη όλων των αιρέσεων και των αιρεσιαρχών. Ή ομολογία της Ορθοδόξου Πίστεως είναι άφ' εαυτής καταδίκη των αιρετικών διδασκαλιών. Οι αιρέσεις αναγκάζουν την Εκκλησία να διατυπώνει και να διακηρύττει την Ορθοδοξία της. Υπό την έννοια αυτή ό άγιος Μάξιμος ό Ομολογητής εκθέτοντας το Ορθόδοξο χριστολογικό του φρόνημα γράφει: «Άλλ' ούτοι μεν [οι Σεβηριανοί μονοφυσίται] ούτω διακείσθαι επισφαλώς κατά την πίστιν προελόμενοι, άξιον της αυτών δρέπονται ανοίας καρπόν το παρά πάσιν ευφώρατον κεκτήσθαι της δυσσεβείας έλεγχον. Ημείς δε ... ομολογούμεν... [και συνεχίζει την ομολογία του]» (ΡG 91, 500Α-504Α).
Έτσι λοιπόν, αντιθέτως προς ό,τι πιστεύει και φοβείται ό κ. Μαρτζέλος33, οι επικριτικές εκφράσεις των αγίων Πατέρων κατά των Αντιχαλκηδονίων για φυρμό, ανάκρασι και σύγχυσι πρέπει να εκλαμβάνωνται κατ' ακρίβειαν. Ή ακρίβεια σημειωτέον αναφέρεται στο ότι με τους ορούς αυτούς εννοείται ή σύνθετος φύσις και ό συνεπακόλουθος μονοενεργηησμός. Αυτό το φρόνημα δέχεται δι' εαυτόν ό Σεβήρος: «έως αν ουν εις εστίν ό Χριστός, μίαν ως ενός αυτού την τε φύσιν και την υπόστασιν και την ενέργειαν σύνθετον ... κηρύττομεν, αναθεματίζοντες και πάντας τους έπ' αυτού μετά την ένωσιν δυάδα φύσεων και ενεργειών δογματίζοντας»34. Αυτό το φρόνημα του προσάπτει και ή συνοδική Παράδοσις: «Της κακίας ό εφευρέτης ... ενός θελήματος και μιας ενεργείας επί των δύο φύσεων του ενός της αγίας Τριάδος Χρίστου του αληθινοί) θεοί) ημών τω ορθοδόξω λαώ καινοφώνως ενσπείρας την αίρεσιν, τη Απολιναρίου, Σεβήρου και Θεμίστιου των δυσσεβών φρενοβλαβεί κακοδοξία συνάδουσαν, και το τέλειον της ενανθρωπήσεως του αυτού ενός Κυρίου Ιησού Χριστού του Θεού ημών ανελείν δια τίνος δολεράς επινοίας σπουδάζουσαν...» (Όρος της αγίας ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου).
Δεν χωρεί λοιπόν αμφιβολία ότι τόσον οι άγιοι Πατέρες (εν προκειμένω Μάξιμος ό Ομολογητής και Σωφρόνιος Ιεροσολύμων) όσο και ή ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος καταδικάζουν στο πρόσωπο του Σεβήρου ένα αιρετικό χριστολογικό φρόνημα, μία ετεροδοξία, και όχι απλώς μία πράξι αποσχίσεως των Αντιχαλκηδονίων από την Εκκλησία. Συνεπώς ή δογματική ταυτότης των έγκειται στην σεβηριανή ετεροδοξία, παρά την επίμονη αντίθετη γνώμη του κ. Μαρτζέλου.
Με την τοποθέτησί μας αυτή περί της σημασίας των αντισεβηριανών εκφράσεων φυρμός, ανάκρασις και σύγχυσις δεν κινδυνεύουμε να παρουσιάσουμε τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό αντιφάσκοντα προς εαυτόν και αυτοαναιρούμενον, όπως εγκαλούμεθα35. Ό άγιος Ιωάννης δεν καταφάσκει στο ότι οι Ιακωβίται ομολογούν ορθοδόξως «την διαφοράν των φύσεων μετά την ένωσιν», όπως νομίζει ό κ. Μαρτζέλος36. Με την επιχειρηματολογία του ό άγιος Ιωάννης τους δίνει να εννοήσουν ότι την ομολογούν μεν ως έκφρασι, αλλά αυτή έχει αιρετική έννοια (ψιλής διαφοράς, κατά τον άγιο Μάξιμο), έφ' όσον δέχονται εν Χριστώ «σύνθετον φύσιν». Έπειτα, το «ούτε σύγχυσιν λέγομεν κ.λπ.» του Διοσκόρου και οι λοιπές διαβεβαιώσεις των Σεβηριανών ότι απορρίπτουν την σύγχυσιν, δεν επιβεβαιώνουν το ασύγχυτον των φύσεων37. Το σεβηριανό «ασυγχύτως» δεν είναι αρκετό να αποτρέψη την μονοφυσιτική σύγχυσι των εν Χριστώ φύσεων, όπως κατά τον άγιο Κύριλλο το «αδιαιρέτως» του Νεστορίου δεν ήταν αρκετό να αποκλείσει την νεστοριανή των διαίρεσι38. Ούτε το πρώτο εξασφαλίζει το ασύγχυτον ούτε το δεύτερο επιβεβαιώνει το αδιαίρετον, διότι ή σύνθετος φύσις λυμαίνεται το σεβηριανό «ασυγχύτως» όπως ή ταυτοβουλία ένωσις το νεστοριανό «αδιαιρέτως»39. Ή άποψις επίσης του κ. Μαρτζέλου ότι ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός αποδίδει φυρμόν, ανάκρασιν και σύγχυσιν στους Σεβηριανούς κατά συνεκδοχήν, επειδή αρνούνται να δεχθούν τον Όρο της Δ' Οικουμενικής που περιλαμβάνει τα επιρρήματα ασυγχύτως και ατρέπτως40, δεν είναι ορθή. Τα επιρρήματα περιελήφθησαν στον Όρο για να αντιμετωπίσουν την σύγχυσι των φύσεων που εισήγε ή διδασκαλία του Ευτυχούς. Όσοι αρνούνται τον Όρο, το πράττουν επειδή έχουν συγχυτικό χριστολογικό φρόνημα. Κατά τον άγιο Μάξιμο, ή σεβηριανή σύνθετος φύσις σαφώς εισάγει «την τε Μάνεντος φαντασίαν, και την Απολιναρίου σύγχυσιν, και την Ευτυχούς μετά την ένωσιν εις μίαν ούσίαν των ενωθέντων... συναίρεσιν» (ΡG 91, 40). Επομένως ό άγιος Ιωάννης καταλογίζει στους Σεβηριανούς εκείνο το συγχυτικό φρόνημα, το όποιο ή Σύνοδος καταδικάζει με τα γνωστά επιρρήματα. 'Άλλωστε ή σύνδεσις της εκφράσεως σύνθετος φύσις με την ευτυχιανική σννονσίωσι από ένα θεολόγο και άγιο του ύψους του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού δεν αφήνει περιθώρια να εννοήσει κανείς ότι ή αίρεσις των Αντιχαλκηδονίων Σεβηριανών έγκειται στην απόσχισί τους από την Εκκλησία.
Επιπλέον, δεδομένου ότι ό άγιος Ιωάννης ακριβολογεί δια των αντισεβηριανών του εκφράσεων φυρμός, ανάκρασις και σύγχυσις, δεν δικαιώνεται ό ισχυρισμός του κ. Μαρτζέλου ότι οι εκφράσεις αυτές έχουν απλώς ποιμαντική προοπτική και δεν χαρακτηρίζουν το χριστολογικό φρόνημα των Σεβηριανών. Δεν αρμόζει στο αγιοπνευματικό ήθος των Αγίων Πατέρων να ασκούν ποιμαντική διακονία χρησιμοποιώντας ανακριβείς εκφράσεις περί των αιρετικών. Στην ουσία της Ποιμαντικής ευρίσκεται ή Αλήθεια και δεν επιτρέπεται να αλλοιώνεται από αναλήθειες. Δικαίως ό Ομότιμος Καθηγητής κ. Παν. Μπούμης ανασκευάζων τον ανωτέρω ισχυρισμό του κ. Μαρτζέλου διερωτάται: «Μέχρι ποίου σημείου στα διάφορα κείμενα τους [ενν. των Πατέρων] εκτείνεται ή ανακρίβεια; Μήπως μέχρι και της απάτης;»41. Περισσότερα γράφουμε σχετικώς στο βιβλίο μας42.
γ) Ό π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ περί των Σεβηριανών.
Ό κ. Μαρτζέλος καταθέτει μαρτυρία του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ότι ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός στο Περί Αιρέσεων έργο του χαρακτηρίζει τους Μονοφυσίτες ως σχισματικούς και όχι ως αιρετικούς43. Εν τούτοις πρέπει να λεχθεί ότι στο σημείο εκείνο ό π. Φλωρόφσκυ απλώς αναφέρει τί γράφει ό ιερός Πατήρ. Το σεβηριανό χριστολογικό φρόνημα το περιγράφει δια πολλών στο δεκασέλιδο σχεδόν κείμενο πού ακολουθεί. Μεταξύ άλλων καταθέτει: «για τους οπαδούς του Σεβήρου το "ανθρώπινο" στον Χριστό δεν ήταν εντελώς ανθρώπινο, γιατί δεν ήταν δραστήριο, δεν ήταν "αυτο-κινούμενο". Κατά τη θεώρηση των Μονοφυσίτων το ανθρώπινο στο Χριστό ήταν σαν ένα παθητικό αντικείμενο της θεϊκής επιδράσεως... αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί ανθρωπολογικός μινιμαλισμός»44. Οι Σεβηριανοί έχουν κάτι αιρετικό στην αντίληψί τους περί του Προσώπου του Χριστού, το όποιο συνιστά και την διαφοροποίησί τους από την Ορθόδοξο Χριστολογία.
Αυτός ό ανθρωπολογικός μινιμαλισμός του Σεβήρου πιστοποιείται από την αντισεβηριανή γραμματεία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού: «Σκοπός συν Σευήρω, και τοις άμφ' αυτον, δια τίνος πάντως ελλείψεως φυσικής, την προσληφθείσαν καθ' ένωσιν άρρητον εξώσασθαι φύσιν της τε Μάνεντος φαντασίας, και της Απολιναρίου συγχύσεως, και της Ευτυχούς συνουσιώσεως επικυρώσαι το μίσος»45.
Το κείμενο του π. Φλωρόφσκυ έπρεπε να αναγνωσθή προσεκτικώτερα. Αν και είναι γραμμένο χωρίς ομολογιακή διάθεσι, εν τούτοις δεν αφήνει την εντύπωσι ότι οι Σεβηριανοί έχουν Ορθόδοξο χριστολογικό φρόνημα· αντίθετα, δείχνει ότι με την άρνησι της Συνόδου της Χαλκηδόνος και της ορολογίας της φανερώνουν ένα άλλο χριστολογικό δράμα. Όπως εύστοχα επισημαίνει: «Δεν ήταν χωρίς λόγο πού οι Πατέρες της Συνόδου της Χαλκηδόνας ανακάλυψαν εδώ μια λεπτή γεύση του αρχαίου Δοκητισμού. Ασφαλώς αυτός δεν είναι... κ.λπ». Αυτό το χριστολογικό δράμα ή Εκκλησία κατεδίκασε στο πρόσωπο του Σεβήρου. Όταν προσεκτικά ανάγνωση κάποιος το κείμενο του π. Φλωρόφσκυ, διαπιστώνει ότι εκφράζει την καθολική συνείδησι της Εκκλησίας, το πνεύμα των Οικουμενικών Συνόδων, σύμφωνα με το όποιο οι Αντιχαλκηδόνιοι δεν αποσχίσθηκαν απλώς από την Εκκλησία, αλλά το έπραξαν επειδή διεπνέοντο από το σεβηριανό χριστολογικό δράμα.
δ) Ό πρώιμος ενθουσιασμός κατά τον Θεολογικό Διάλογο.
Ό κ. Μαρτζέλος, για να υποστηρίξει την «ιδεολογική» ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων, παραπέμπει πάλι στις απόψεις πού εξέφρασαν ό π. Ιωάννης Ρωμανίδης και ό Ιωάννης Καρμίρης το 1964 στο Α&ιΐπΐδ της Δανίας, σύμφωνα με τις όποιες δεν υπάρχει πραγματική διαφορά μεταξύ Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων όσον άφορα την ουσία του Χριστολογικού δόγματος46. Επανέρχεται σε αυτές τις απόψεις με λογική μονολόγου, χωρίς να αξιολόγηση τα στοιχεία, τα όποια είχαμε παραθέσει για να χαρακτηρίσουμε τις απόψεις εκείνες των αειμνήστων καθηγητών ως έκφρασι πρωίμου ενθουσιασμού. Τα Πρακτικά των Διορθοδόξων Διασκέψεων του 1971 και περισσότερο του 1979 βοούν και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να διακρίνει κάποιος την διαφορά από την ενθουσιώδη Διάσκεψι του 1964". Θα παραθέσωμε ενδεικτικώς ελάχιστα στοιχεία, από τα όποια φαίνεται ή διαφορά:
Στο Α&Γΐιυ8 το 1964 ακούσθηκαν οι πλέον ενθουσιώδεις δηλώσεις, όπως αυτή από τον Αρμένιο Τιράν Νερσογιάν: «Να κηρύξωμεν εαυτούς ηνωμένους. Να παύσωμεν να ονομάζωμεν εαυτούς Χαλκηδονίους_ή Αντιχαλκηδονίους. Ν' ανταλλάξωμεν ειρηνικάς επιστολάς»48. Το 1979 όμως ό Κόπτης Πατριάρχης Σενούντα Γ' ενώπιον της Διορθοδόξου Διασκέψεως εδήλωσε: «Αρνούμεθα την Σύνοδον της Χαλκηδόνος ... Δύναμαι να είπω τελείως ανοικτά, ότι όλαι αι Ανατολικοί Εκκλησίαι δεν δύνανται να δεχθούν την Σύνοδον της Χαλκηδόνος»49.
Κατά την Β' Συνεδρία της Διορθοδόξου Διασκέψεως (1971) ό π. Ρωμανίδης παρετήρησε: «ενώ εις τας δύο πρώτας [ανεπισήμους Διασκέψεις, Aarhusκαι Βristol] οι Αντιχαλκηδόνιοι θεολόγοι εις την Κοινήν Δήλωσιν εδέχθησαν την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον... το 1970 εις Γενεύην εδήλωσαν απεριφράστως, ότι ή ένωσις δεν πρόκειται να γίνη βάσει επισήμου αναγνωρίσεως της Δ' Οικουμενικής Συνόδου»30. Κατά την ίδια συνεδρία ό Μητροπολίτης Αξώμης Μεθόδιος Φούγιας είπε: «από του πρώτου ανεπισήμου διαλόγου του 1964, ελέχθη, ουχί άπαξ, και ουχί υπό ενός και μόνου, ότι ευρισκόμεθα προ επικείμενης συμφωνίας. Ήδη έλαβον χωράν αλλά τρία παρόμοια συνέδρια και ή συμφωνία όχι μόνον δεν είναι εγγύς, άλλα μακράν και ακανθώδης»51.
Όσον άφορα την Χριστολογία, ό καθηγητής Καρμίρης, αντίθετα προς την δήλωσί του στο ΛαΛικ ότι δεν υπάρχει διαφορά στην ουσία του χριστολογικού δόγματος, παρετήρησε: «Δεν συμφωνώ ότι αι μνημονευόμεναι φράσεις του Διοσκόρου: "Το δύο ου δέχομαι" και "μετά γαρ την ένωσιν δύο φύσεις ουκ είσίν", είναι οιονεί αδιάφοροι, διότι σαφώς περιέχουσιν αύται μονοφυσιτισμόν, ον κατεδίκασεν ή 4η Οικουμενική Σύνοδος, και επομένως και "αυτή ή διδασκαλία του Διοσκόρου κατεδικάσθη" δια του συνοδικού ορού»52.
Χαρακτηριστική είναι ή στάσις του αειμνήστου π. Δημητρίου Στανιλοάε. Το 1971 κατά την ε' συνεδρία της Α' Διασκέψεως της Διορθοδόξου Θεολογικής Επιτροπής μεταξύ άλλων είπε ενθουσιωδώς τα ακόλουθα: «...οι πάλαι άγιοι και ιεράρχαι εκάστου μέρους δύνανται να θεωρηθώσιν ως αντιπρόσωποι της ίδιας εις το παρελθόν κοινής πίστεως, εκφρασθείσης κατά διαφορετικούς τρόπους»53. Αργότερα, στην η' συνεδρία, άφοΰ είχαν προηγηθή επικρίσεις επί των ανωτέρω θέσεων του, είπε με πολλή δυσαρέσκεια: «Ημείς ως Ρουμανική Εκκλησία απεδώσαμεν μεγαλην σημασιαν και εμπιστοσύνην εις όσα οι Ορθόδοξοι Θεολόγοι έκαμον εις τας ανεπισήμους επαφάς του Άρους και του Μπρίστολ, καθώς και εις τα αισιόδοξα ανακοινωθέντα, τα όποια εξέδωσαν. Εδώκαμεν δε μεγάλην εμπιστοσύνην ιδιαιτέρως εις την δήλωσιν του μεγάλου Ορθοδόξου θεολόγου Καρμίρη, ειπόντος, ότι ουδεμία ουσιώδης διαφορά υφίσταται μεταξύ ημών και των Αντιχαλκηδονίων εις ό,τι άφορα το Χριστολογικόν Δόγμα ... Διερωτώμαι: Διατί οι θεολόγοι ημών δεν επληροφόρησαν τας Εκκλησίας ημών, ότι δεν υπάρχει πλήρης συμφωνία επί του Δόγματος τούτου...;»54.
Το πλέον ενδιαφέρον είναι ότι τα επόμενα χρόνια ό π. Στανιλοάε έγραψε θαυμάσιες αντιμονοφυσιτικές πραγματείες. Σε αυτές φαίνεται ό θεολόγος πού με βαρύτητα και κύρος αντιμετωπίζει τις χριστολογικές και άμεσα σωτηριολογικές προεκτάσεις της σεβηριανής χριστολογικής διδασκαλίας. Γράφει: «Ό Σεβήρος Αντιοχείας διετύπωνε σοφιστικά (ου 8ΐιΙ)ΐί1ίί3ΐε)55 τον μονοφυσιτισμό του ως έξης: το θείο και το ανθρώπινο διατηρήθηκαν άτρέπτως και ασυγχύτως στον Χριστό. Αυτά όμως δεν μπορούν να ονομασθούν δύο, ακριβέστερα δύο φύσεις. Εάν τα εν Χριστώ ενωθέντα δεν είναι πλέον δύο, ή σημασία της ενότητας Του υποβαθμίζεται, το περιεχόμενο της συρρικνώνεται, και οι δύο φύσεις χάνουν δια της συγχύσεως την πληρότητα τους. Σε αύτη την περίπτωσι μειώνεται ό 'ίδιος ό Χριστός τόσο στην Θεότητα όσο και στην ανθρωπότητα Του. Αποξενώνεται από εμάς και από τον Θεό. Δεν είναι πλέον ούτε Θεός ούτε άνθρωπος με την πληρότητα και αυθεντικότητα της Θεότητος και ανθρωπότητας Του. Δεν μπορεί να μας πλουτίση και ενίσχυση με το πλήρωμα της Θεότητος Του... Ένας κατά μονοφυσιτικό τρόπο νοούμενος Χριστός δεν μας φέρει ενώπιον του Θεού ούτε μας κάνει κοινωνούς του Θεοΰ»56. Και πάλι: «Ό Νεστόριος μιλούσε περί μιας κατ' όνομα μόνο ενώσεως, διατηρώντας διηρημένα εκείνα πού ωνόμαζε ενωμένα. Ό Σεβήρος αντίθετα, μιλώντας περί μιας (ψιλής) ενώσεως, κατωχύρωνε την δική του αντίληψι περί συγχύσεως των φύσεων ... Ό μεν Νεστόριος επρέσβευε ένα αγεφύρωτο χωρισμό εν Χριστώ και κατά συνέπεια μεταξύ Θεού και κόσμου, ό δε Σεβήρος, όπως όλοι οι μονοφυσίται, ένα πανθεϊσμό που συνέχεε τον θεό με τον κόσμο και το πρόσωπο με την ουσία»57. Και τέλος: «Όλες αυτές οι αντιφατικές αντιλήψεις περί του Χριστού, πού απορρέουν από την θεωρία του Σεβήρου περί ελλείψεως ανθρωπινής θελήσεως και ενεργείας εν Αυτώ, συνιστούν άρνησι της Ενσαρκώσεως και της σωτηριώδους Οικονομίας και της θεώσεως του ανθρώπου»58.
Ολοκληρώνουμε την αναφορά στον πρώιμο ενθουσιασμό των πρώτων Διασκέψεων με την καταλυτική δήλωσι του καθηγητού κ. Ανδρ. Παπαβασιλείου, μέλους της αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Κύπρου στον Διάλογο από το 1964: «Έχοντας υπόψη όλα "τα δεδομένα", οι δύο αυτές Δηλώσεις [1989 και 1990] δεν πρόκειται να τύχουν της καθολικής αναγνωρίσεως και αποδοχής. Το μόνο βέβαιο, στην περίπτωση αυτή, είναι το μερίδιο της ευθύνης, πού θα υπέχουμε όσοι λάβαμε μέρος στη σύνταξη τους και επιβεβαιώσαμε την "ορθοδοξία" τους με τις υπογραφές μας»59. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ό πρώιμος ενθουσιασμός των πρώτων ανεπισήμων Διασκέψεων κληροδότησε σε πολλούς θεολόγους την εσφαλμένη άποψι ότι ή διαφορά μας με τους Αντιχαλκηδονίους βρίσκεται μόνο στην απόσχισί τους από την Εκκλησία και όχι στην χριστολογική τους ετεροδοξία.
Όσον άφορα, τέλος, την απάντησι του π. Ρωμανίδη με τίτλο «Συνομωσία;» (Αθήναι 1999)60 σε άρθρο μας61, δεν την σχολιάζουμε, διότι δεν ήταν θεολογικού περιεχομένου.
ε) Το κριτήριο της Ορθοδοξίας.
Ό κ. Μαρτζέλος επεχείρησε να θεμελίωση την "ιδεολογική" ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων επί της εσφαλμένης παραδοχής, ότι «ό Δαμασκηνός εκτός από τους Αντιχαλκηδονίους χαρακτηρίζει και άλλες δύο ομάδες αιρετικών, τους Ικέτες και τους Αυτοπροσκόπτες ως "ορθοδόξους"»62. Προφανώς όμως αστόχησε. Όπως έχουμε γράψει και στο βιβλίο μας63, οι Ίκέται και οι Αυτοπροσκόπται δεν φαίνεται να είναι ετερόδοξοι αλλά σχισματικοί (δεν αναφέρεται δογματικός λόγος για την απόσχισί τους από την Εκκλησία)· κατατάσσονται μεταξύ των αιρετικών με την έννοια του ·σχισματοαιρετικού, όπως την προσδιορίζει ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης σε τέτοιες περιπτώσεις64· και γι' αυτό ό ακριβολόγος άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός αναφέρει γι' αυτούς ότι είναι "κατά πάντα" "Ορθόδοξοι. Αντίθετα, οι Αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι Διόσκορος και Σεβήρος, οι οποίοι έχουν καταδικασθή από Οικουμενικές Συνόδους για συγκεκριμένη ετεροδοξία (σύνθετη φύσι, μονοενεργητισμό), χαρακτηρίζονται από τον άγιο Ιωάννη με την έκφρασι: «τα δε άλλα πάντα ορθόδοξοι υπάρχοντες». Οι μεν είναι "καθ' όλα" "Ορθόδοξοι, οι δε "καθ' όλα τα άλλα" "Ορθόδοξοι. Είναι σαφές από τα ανωτέρω ότι ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός προσάπτει στους Αντιχαλκηδονίους κάποια ετεροδοξία, έκτος της οποίας καθ' όλα τα άλλα είναι ορθόδοξοι.
Άλλη εσφαλμένη παραδοχή, επάνω στην οποία ό κ. Μαρτζέλος επεχείρησε να στηρίξη την "ιδεολογική" ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων, ήταν ότι ή οικουμενική απόφασις της Εκκλησίας συνιστά το κριτήριο για τον χαρακτηρισμό κάποιων ως αιρετικών, οπότε το θέμα της περί το δόγμα ορθοδοξίας ή ετεροδοξίας είναι για τους Πατέρας αδιάφορο65. Ύπεστηρίξαμε έπ' αυτού στο βιβλίο μας ότι, όταν πρόκειται για δογματικό πρόβλημα οί οικουμενικές αποφάσεις της Εκκλησίας, με τις όποιες κατατάσσονται κάποιοι μεταξύ των αιρετικών, εναρμονίζονται απαραιτήτως με το δογματικό κριτήριο. Ή οικουμενική απόφασις είναι το οριστικό (το εκκλησιαστικό) κριτήριο. Άλλα αυτή ή απόφασις προϋποθέτει την "Ορθόδοξο Πίστι, χάρις στην οποία αποκτά απαρασάλευτη ισχύ. Σε περιπτώσεις πού "οικουμενικές" (δήθεν οικουμενικές) αποφάσεις της Εκκλησίας δεν προϋπέθεταν ή δεν εναρμονίζονταν με το Ορθόδοξο δόγμα, όπως π.χ. στην Ληστρική Σύνοδο, αυτές ακυρώθηκαν από πραγματικά οικουμενικές και σύμφωνες με το Ορθόδοξο δόγμα αποφάσεις, όπως της Δ' Οικουμενικής Συνόδου. Στο βιβλίο μας είχαμε παραθέσει μαρτυρίες της Πενθέκτης Συνόδου, του αγίου Αθανασίου και του αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων, περί του ότι αλληλοπεριχωρούνται και αλληλοεξαρτώνται ή Ορθόδοξος Πίστις, αι Σύνοδοι πού την εκράτυναν και οι συνοδικές καταδίκες αιρετικών πού την αμφισβήτησαν66.
Κατελήξαμε λοιπόν στο πολύ σαφές συμπέρασμα ότι οι Αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι καταδικάσθηκαν από την Εκκλησία «όχι γιατί απλώς αρνήθηκαν την οικουμενική απόφασι της Εκκλησίας άνευ του δογματικού της περιεχομένου, αλλά γιατί την απέρριψαν λόγω του δογματικού της Όρου πού απεκάλυπτε, στηλίτευε και κατεδίκαζε την δογματική τους άνορθοδοξία»67. "Εν τούτοις ό κ. Μαρτζέλος διατύπωσε την ένστασι ότι, αν "ίσχυε απόλυτα ή αποψίς μας ότι «το "εκκλησιολογικό" κριτήριο αποκτά ισχύν χάρις στο Ορθόδοξο δόγμα, το όποιο προϋποθέτει, τότε θα έπρεπε οι άγιοι Γρηγόριος Νύσσης και Αυγουστίνος, πού διετύπωσαν, ως γνωστόν, κάποιες εσφαλμένες δογματικές διδασκαλίες, να μη θεωρούνται άγιοι και μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας»68 και ότι «το κριτήριο της "Ορθοδοξίας και της αιρέσεως, για τους Πατέρες, ... δεν είναι απλώς "ιδεολογικό άλλα έκκλησιολογικό»69.
Πρέπει να παρατηρήσουμε κατ" αρχήν ότι ή περίπτωσις των ανωτέρω αγίων Πατέρων δεν προσφέρεται προς υποστήριξι της "ιδεολογικής" ορθοδοξίας των Αντιχαλκηδονίων. Τα δογματικά σφάλματα των Πατέρων αυτών δεν συνέστησαν ποτέ γι' αυτούς "ιδεολογική" ετεροδοξία, ώστε να διστάση ή Εκκλησία να τους αναγνώριση την Ορθοδοξία της. Ή "Εκκλησία, παρότι έχει καταδικάσει τον ωριγενισμό και το Filioque, δεν τους κατελόγισε "Ιδεολογική" ετεροδοξία. Δεν κατεδίκασε στα πρόσωπα τους αυτές τις αιρέσεις. Συνεζήτησε τους λόγους, για τους οποίους διετύπωσαν τις εσφαλμένες αυτές διδασκαλίες (άγιος Βαρσανούφιος, άγιος Μεθόδιος, άγιος Φώτιος), αλλά και με διακηρύξεις της σε Οικουμενικές Συνόδους εβεβαίωσε την Ορθοδοξία τους70. Δεν τους απέδωσε χαριστικώς την "ιδεολογική" "Ορθοδοξία λόγω της "εκκλησιολογικής", άλλα την "Ορθοδοξία με την καθολική της έννοια και τον τίτλο του διδασκάλου Της. Αντιθέτως, στους αιρεσιάρχας Διόσκορο και Σεβήρο ή "Εκκλησία κατελόγισε χριστολογική αιρεσι, όταν με Οικουμενικές Συνόδους κατεδίκασε στα πρόσωπα τους την χριστολογική διδασκαλία της συνθέτου φύσεως και του μονοενεργητισμοϋ ως ετεροδοξία.
Έπειτα, όσον αφορά το τελικό κριτήριο Ορθοδοξίας, τα πράγματα δεν είναι απλώς όπως τα θεωρεί ό κ. Μαρτζέλος γράφων: «Ή κοινωνία με την Εκκλησία είναι πού δίνει στην ιδεολογική ορθοδοξία την πληρότητα και το αγιοπνευματικό περιεχόμενο της εκκλησιαστικής Ορθοδοξίας»71. Ή κοινωνία με την Εκκλησία είναι βεβαίως το εκκλησιαστικό κριτήριο Ορθοδοξίας. Άλλα αυτό σημαίνει ότι τα πρόσωπα πού κοινωνούν με την Εκκλησία δεν μπορούν να είναι ετερόδοξοι (καταδικασμένοι δηλαδή από την Εκκλησία για ετεροδοξία). Γι' αυτό γράψαμε ότι «το "εκκλησιολογικό" κριτήριο αποκτά ισχύν χάρις στο Ορθόδοξο δόγμα, το όποιο προϋποθέτει». "Κοινωνία με την Εκκλησία" χωρίς Ορθόδοξο δόγμα, δεν νοείται. Όταν κάποτε συνέβη τέτοια "κοινωνία με την Εκκλησία", φανέρωνε είτε παρανομία είτε προσωρινή οικονομία. Το πρώτο συνάγεται από το γεγονός της αποκατασταςεως του Ευτυχούς στην Ληστρική. Ή "εκκλησιαστική" του αποκαταστασις, επειδή δεν προϋπέθετε την χριστολογική του "Ορθοδοξία, ήταν μία παρανομία. Το δεύτερο συνάγεται από το γεγονός ότι ή Ε' Οικουμενική Σύνοδος κατεδίκασε μετά θάνατον τον Θεόδωρο Μοψουεστίας και τον Διόδωρο Ταρσού μαζί με τις διδασκαλίες τους, αν και είχαν αποθάνει εν κοινωνία μαζί της. Ειδικά με τον Θεόδωρο, ήταν μία οικονομία του αγίου Κυρίλλου, ή οποία έληξε με την απόφασι της Ε' Οικουμενικής Συνόδου. Επομένως, τόσο στην περίπτωσι των αγίων Γρηγορίου και Αυγουστίνου, όσο και στην περίπτωσι των αιρεσιαρχών Ευτυχούς, Διόδωρου Ταρσού και Θεοδώρου Μοψουεστίας, ή Ορθοδοξία η ή αιρεσις προσδιορίζονται από ένα ενιαίο (ταυτόχρονα "εκκλησιολογικό" και "Ιδεολογικό") κριτήριο: την "Ορθοδοξία του δόγματος πού προσδιορίζεται με τις οικουμενικές αποφάσεις της "Εκκλησίας.
Συνεπώς, όταν ή Εκκλησία αποφάσιζε για δογματικό ζήτημα, απέδιδε την Ορθοδοξία ενιαία, χωρίς τις σύγχρονες σοφιστικές διακρίσεις σε "ιδεολογική" και "εκκλησιολογική" ορθοδοξία, σε όσους ανεγνώριζε Ορθόδοξο δόγμα· και κατεδίκαζε ως έτεροδόξους και θεωρούσε αιρετικούς τους αρνητάς του Ορθοδόξου δόγματος72. Όσον άφορα τους Αντιχαλκηδονίους αιρεσιάρχες Διόσκορο και Σεβήρο, στα πρόσωπα των οποίων κρίθηκε ένα από τα σοβαρότερα δογματικά ζητήματα, ή Εκκλησία δεν τους εστέρησε μόνο την "εκκλησιολογική" Ορθοδοξία, αναγνωρίζουσα δήθεν την "ιδεολογική" τους ορθοδοξία, αλλά τους κατεδίκασε ως αιρετικούς, επειδή ήσαν ετερόδοξοι. Και ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός τόσο με την Κατά Ιακωβιτών πραγματεία του, με τις αντιμονοφυσιτικές αναφορές του στην Έκδοσι ακριβή και τα λοιπά έργα του, όσο και με αυτό ακόμη το απόσπασμα από το Περί Αιρέσεων έργο (όπως θα ιδούμε), τους καταλογίζει χριστολογική ετεροδοξία. Αυτή ήταν ή φράσις και το νόημα του βιβλίου μας. Γι΄ αυτό θεωρούμε άδικη την μομφή του κ. Μαρτζέλου ότι υποτιμούμε ή εξαίρουμε την μία διάστασι της Ορθοδοξίας εις βάρος της άλλης, και ότι τις ταυτίζουμε «επικίνδυνα»73. Τις ταυτίζουμε τόσο αρμονικά, όσο και ή Παράδοσις της Εκκλησίας, και σε αυτή την αρμονική ταύτισι δεν βλέπουμε τίποτε το επικίνδυνο. Ίσως το μόνο επικίνδυνο είναι να μη ευοδούται ή "επιστημονική" (δια διδακτορικών διατριβών) τεκμηρίωσις της "Ορθοδοξίας του Διοσκόρου, του Σεβήρου και όσων ακολουθούν την χριστολογική τους ετεροδοξία!
Και μία τελευταία επισήμανσις. Ό κ. Μαρτζέλος γράφει: «Το θέμα της ιδεολογικής ορθοδοξίας ή αίρεσης του Διοσκόρου και των οπαδών του δεν είναι θέμα πού ενδιαφέρει την Εκκλησία, αλλά μόνο την επιστήμη. Για την Εκκλησία το θέμα είναι ήδη λυμένο: ό Διόσκορος και οι Αντιχαλκηδόνιοι... είναι αιρετικοί, γιατί αρνήθηκαν την οικουμενική απόφαση της Εκκλησίας κατά την Δ' Οικουμενική Σύνοδο»74. Όμως, αν το θέμα της Ιδεολογικής ορθοδοξίας των Αντιχαλκηδονίων δεν ενδιαφέρη την Εκκλησία αλλά μόνο την επιστήμη, τότε γιατί επί τη βάσει αυτής της "επιστημονικής διαπιστώσεως" ό κ. Μαρτζέλος προτείνει στην Εκκλησία: «να μη ζητούμε απ' αυτούς [τους Αντιχαλκηδονίους], προκειμένου να επανέλθουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, τίποτε περισσότερο...»75; Πρόκειται για εξόφθαλμη αντίφασι. Όσο για το δογματικό, πέραν της αντιφάσεως, σφάλμα αυτής της προτάσεως, ήδη έχουμε γράψει στο βιβλίο μας76 και στις επιστολές μας, που στο παρόν άρθρο δημοσιεύουμε.
στ) Ό θεολογικός μας «ερασιτεχνισμός».
Ό κ. Μαρτζέλος προτίμα να παρουσιάζη την βασική και κυρία θεολογική μας θέσι, ότι οι Αντιχαλκηδόνιοι δεν είναι Ορθόδοξοι κατά το δόγμα, ως αποτέλεσμα θεολογικού ερασιτεχνισμοί). Εν τούτοις έγκριτοι θεολόγοι και ακαδημαϊκοί δάσκαλοι βεβαιώνουν την θέσι μας. Υπενθυμίζουμε ότι στο βιβλίο μας είχαμε παραπέμψει77 μεταξύ άλλων θεολόγων σε άρθρα των συναδέλφων του καθηγητών στην Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. π. Θεοδώρου Ζήση78 και κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη79, των ομότιμων καθηγητών στην Θεολογική Σχολή Αθηνών κ. Νίκ. Μητσόπουλου80 και κ. Ίω. Κορναράκη81, στο βιβλίο του μετάσχοντος άπ' αρχής στον Διάλογο καθηγητού κ. Άνδρ. Παπαβασιλείου82, στα άρθρα του αειμνήστου καθηγητού Παν. Τρεμπέλα83 και τα νεώτερα των θεολόγων της Αδελφότητας "Ό Σωτήρ"84, εν οις του κ. Σταύρου Μποζοβίτη85, ατό άρθρο του καθηγητού κ. J.-CL. Larchet και βεβαίως στα κείμενα της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους87. Σέ όλα αυτά ήδη προστέθηκε το άρθρο του ομότιμου καθηγητού κ. Παναγιώτη Μπούμη88. Το εξαίρετο άρθρο του κ. Larchet μετέφρασε στα σερβικά και προλόγισε με ενθουσιασμό ό διατελέσας καθηγητής στην Θεολογική Σχολή του Βελιγραδίου, Σεβ. Επίσκοπος πρ. Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης κ. Αθανάσιος Γιέβτιτς89. Αυτοί δεν είναι ερασιτέχναι θεολόγοι, ούτε βέβαια ό αείμνηστος π. Ιωάννης Μέγεντορφ, από έργο του οποίου θα παραθέσουμε απόσπασμα, στο όποιο φαίνεται ότι κατά τον ιερό Δαμασκηνό ή αντίθεσις των Αντιχαλκηδονίων στην Χαλκηδόνα σημαίνει μονοφυσιτισμό: «Ό Ιωάννης (Δαμασκηνός) αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος του θεολογικού του έργου στην πολεμική εναντίον των σεβηριανών μονοφυσιτών. Αν και αναγνωρίζει ότι είναι "ορθόδοξοι" καθ' όλα, εκτός από την αντίθεσί τους στην Χαλκηδόνα, δεν αναγνωρίζει καμμία διαφορά μεταξύ του μονοφυσιτισμόν του Ευτυχούς και της Χριστολογίας του Διοσκόρου και του Σεβήρου. Το γεγονός, ότι οι τελευταίοι απορρίπτουν την Χαλκηδόνα, συνιστά προφανώς γι' αυτόν Ικανή απόδειξι της συμπαρατάξεως τους στον εύτυχιανισμό»90! Σημαντική ή παρατήρησις του π. Ιωάννου Μέγεντορφ, κατά την οποία ή αντίθεσις στην Σύνοδο της Χαλκηδόνος σημαίνει μονοφυσιτική Χριστολογία!
ζ) Το απόσπασμα από το Περί Αιρέσεων έργο.
Μετά από τον σχολιασμό των προηγουμένων θεμάτων ερχόμαστε στο επίμαχο απόσπασμα από το Περί Αιρέσεων έργο του αγίου Ιωάννου Δαμάσκηνου, που επιγράφεται «Αιγύπτιοι, οι και Σχηματικοί, [και] Μονοφυσίται...»". Το προφανώς αντισεβηριανό-αντιμονοφυσιτικό αυτό απόσπασμα παρερμηνεύεται από τον κ. Μαρτζέλο. Σύμφωνα με την παρερμηνεία αύτη, ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός εμφανίζει τους Αντιχαλκηδονίους ως αποσχισθέντας απλώς από την Εκκλησία λόγω του Όρου της Χαλκηδόνος, όχι όμως και ετεροδόξους. Τους παρουσιάζει αιρετικούς μεν και καταδικασμένους για την απόσχισί τους, "ορθοδόξου;" όμως κατά την χριστολογική τους διδασκαλία. Ή "ορθοδοξία" τους βέβαια, λέγει ό κ. Μαρτζέλος, δεν είναι ή καθολική "Ορθοδοξία πού απολαύουν τα μέλη της Εκκλησίας, αλλά μία συμφωνία της χριστολογικής τους διδασκαλίας με την χριστολογική Πίστι της Εκκλησίας, αυτή την συμφωνία πού δήθεν εννοεί ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, όταν γράφει: «τα δε άλλα πάντα (πλην της αποσχίσεώς των) ορθόδοξοι υπάρχοντες». Προς υποστήριξιν της παρερμηνείας αυτής ό κ. Μαρτζέλος συμπληρώνει: «Ή υπογράμμιση της "ορθοδοξίας" τους δεν γίνεται σε αντιδιαστολή με το περιεχόμενο της Χριστολογίας τους, αλλά σε αντιδιαστολή με την απόσχιση τους από την "Ορθόδοξη Εκκλησία, λόγω της αρνήσεως τους να αποδεχθούν την Δ' Οικουμενική Σύνοδο. Και ή άρνηση τους αυτή δεν προϋποθέτει κατ' ανάγκην αιρετική Χριστολογία, γιατί οφείλεται, όπως είναι γνωστό, στην από μέρους τους εσφαλμένη θεώρηση και ερμηνεία της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, λόγω των δυοφυσιτικών διατυπώσεων της, ως νεστοριανικής»92.
Εν σχέσει προς το τελευταίο αυτό επιχείρημα πρέπει να διευκρινήσουμε ότι οι Αντιχαλκηδόνιοι είδαν και ερμήνευσαν βεβαίως εσφαλμένως την Δ' Οικουμενική Σύνοδο ως νεστοριανική, όμως ό λόγος της εσφαλμένης θεωρήσεως και ερμηνείας της ήταν ή μονοφυσιτική τους Χριστολογία93. Σε αυτό το βασικό σημείο διαφωνούμε με την άποψι του κ. Μαρτζέλου, κατά την οποία δεν υπήρχε κατ' ανάγκην αιρετική Χριστολογία πίσω από την άρνησι της Δ' Οικουμενικής Συνόδου. Ή καχυποψία όμως των Αντιχαλκηδονίων για τις χριστολογικές διατυπώσεις της Συνόδου και στην συνέχεια ή απόρριψις των διατυπώσεων αυτών ως νεστοριανικών οφείλονται στο μονοφυσιτικό τους φρόνημα (την σύνθετο φύσι και τον μονοενεργητισμό). Σε αυτό δεν χωρεί αμφιβολία. Το μαρτυρεί σαφέστατα ή ομολογία του Σεβήρου: «μίαν ως ενός αυτού την τε φύσιν και την υπόστασιν και την ένέργειαν σύνθετον ... κηρύττομεν, άναθεματίζοντες και πάντας τους έπ' αυτού μετά την ένωσιν δυάδα φύσεων και ενεργειών δογματίζοντας»94. Προϋποτίθεται το φρόνημα («κηρύττομεν») και ακολουθεί ή άρνησις των διατυπώσεων του Όρου και ή απόρριψις της Συνόδου («αναθεματίζοντες»)! Εύστοχα αυτό επιβεβαιώνει και ό άγιος Μάξιμος ό Ομολογητής, όταν γράφει: «ου γαρ πατρικός, αιρετικός δε μάλλον ό περί μιας και της αυτής ενεργείας ή θελήσεως ή φύσεως λόγος, επί του αυτού και ενός Κυρίου ημών και Θεοΰ»95. Είναι πραγματικά εντυπωσιακός ό λόγος του αγίου Μαξίμου. Συνδυάζει απεριφράστως την αιρεσι (ως απεσχισμένη ομάδα) με την χριστολογική ετεροδοξία πού την χαρακτηρίζει. Τον μεταγλωττίζουμε: «Ό μονοενεργητισμός, ό μονοθελητισμός και ή μία σύνθετος φύσις είναι διδασκαλία των αιρετικών Σεβηριανών και όχι των αγίων Πατέρων μας». Ό μονοφυσιτισμός και ό μονοενεργητισμός αποτελεί την ουσία του χριστολογικού δόγματος των Σεβηριανών. Ή ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος το επισφραγίζει με τον Όρο της: Ό μονοθελητισμός και ό μονοενεργητισμός είναι δαιμονική αιρετική διδασκαλία που συνάδει με την φρενοβλαβή κακοδοξία του Σεβήρου!
Πιστός στην συνοδική και πατερική Παράδοσι της Εκκλησίας ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, καταλογίζει στους Αντιχαλκηδονίους αιρεσιάρχες Διόσκορο και Σεβήρο μονοφυσιτικό χριστολογικό φρόνημα με το σύνολο των αντισεβηριανών αναφορών του, τόσο στην Έκδοσι ακριβή, την Κατά Ιακωβιτών πραγματεία, όπως είδαμε, και εν προκειμένω με το υπό πραγμάτευσιν απόσπασμα από το Περί Αιρέσεων έργο του. Μόνο παρερμηνεία όλων αυτών των αναφορών, όπως αυτή πού κάνει ό κ. Μαρτζέλος, είναι ικανή να αποκόψη τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό από την φυσική του θέσι στην αδιάσπαστη συνέχεια της Παραδόσεως των Πατέρων και των Συνόδων της Εκκλησίας.
Έφ' όσον δηλαδή πίσω από την άρνησι του Όρου της Χαλκηδόνος υπάρχει αναμφιλέκτως το μονοφυσιτικό φρόνημα, ή παρατήρησις του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνοί): «τα δε άλλα πάντα ορθόδοξοι υπάρχοντες», αντιδιαστέλλεται προς την χριστολογική τους ετεροδοξία, προς αυτό πού δεν είναι "τα άλλα πάντα", προς αυτό πού ωδήγησε στην απόσχισί τους. Ή αυτονόητη αρχή, ότι «αυτοί πού είναι αιρετικοί σε ένα σημείο του ορθοδόξου δόγματος δεν σημαίνει ότι είναι αιρετικοί σε όλα»96, εφαρμόζεται και στην περίπτωσι των Σεβηριανών. Αναμφίβολα ή έννοια της Ορθοδοξίας είναι καθολική και δεν είναι δυνατον κάποιος από τους αγίους Πατέρας ή από εμάς να χαρακτηρίση τους ετεροδόξους αιρετικούς ως Ορθοδόξους. Είναι όμως δυνατόν, παρά την αντίθετη γνώμη του κ. Μαρτζέλου97, να χαρακτηρίζωνται οι καθέκαστα αιρετικοί «"ορθόδοξοι" ως προς όλα τα αλλά» (εκτός από αυτά, στα οποία είναι αιρετικοί). Οι Νεστοριανοί π.χ. είναι αιρετικοί, επειδή διαιρούν τον Χριστό σε δύο υποστάσεις και γι' αυτό αρνούνται την απόφασι της Γ' Οικουμενικής Συνόδου, σε άλλα όμως δόγματα συμφωνούν μαζί μας98.
Έτσι πρέπει να εννοηθή και ή επισήμανσις του αγίου Ιωάννου του Δαμάσκηνου περί των Αντιχαλκηδονίων: ότι αρνήθηκαν τον "Ορο της Χαλκηδόνος εξ αιτίας του σεβηριανού μονοφυσιτικού των φρονήματος, «τα δε άλλα πάντα (πλην του σεβηριανού μονοφυσιτισμού) ορθόδοξοι υπάρχοντες».
Πρέπει επομένως να επαναλάβουμε αυτό πού ήδη έχουμε ειπεί στο βιβλίο μας99, ότι ό όρος «μονοφυσίται» στο επίμαχο απόσπασμα δεν είναι απλώς ένα όνομα των Αντιχαλκηδονίων, αλλά εκείνο από τα ονόματα τους, το όποιο ταυτοχρόνως εκφράζει και την χριστολογική τους ετεροδοξία. Είναι χαρακτηριστικά σαφής ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, καθώς στην συνέχεια του αποσπάσματος κάνει την δογματική περιγραφή τους. Τί λέγει λοιπόν το κείμενο;
ί) Οι Αιγύπτιοι, οι και Σχηματικοί, [και] μονοφυσίται100 είναι αυτοί πού «προφάσει» του Όρου της Χαλκηδόνος άπεσχίσθησαν από την Εκκλησία. Καμμία αιρετική ομάδα δεν οδηγείται στο σχίσμα χωρίς κάποιο λόγο. Στήν προκειμένη περίπτωσι ό λόγος, ή "πρόφασις", για να αρνηθούν οι Μονοφυσίται τον Όρο και την Σύνοδο, ήταν ή διατύπωσις του Όρου: «εν δύο φύσεσι», την οποία εξέλαβαν ως νεστοριανή, επειδή διεπνέοντο από την συγχυτική τους Χριστολογία.
ii) «Αιγυπτιακοί δε προσείρηνται δια το πρώτους Αιγυπτίους κατάρξασθαι τούτου του σχήματος επί Μαρκιανού και Ουαλεντινιανού των βασιλέων, τα δε άλλα πάντα ορθόδοξοι υπάρχοντες». Πέραν από την ιστορική περιγραφή του σχίσματος, με την καταληκτική παρατήρησι:
«τα δε άλλα πάντα ορθόδοξοι υπάρχοντες» ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός προσδιορίζει ακριβέστερα την δογματική ταυτότητα της σεβηριανής αιρέσεως. Ή ετεροδοξία της ύπ' όψιν αιρετικής ομάδος έγκειται στήν Χριστολογία. Όταν οι «Αιγύπτιοι, οι και Σχηματικοί» έκαναν αρχή του αιρετικού παρά την Καθολικήν Έκκλησίαν σχήματος, καθ' όλα τα άλλα ήσαν Ορθόδοξοι. Το μόνο που τους διαφοροποιούσε από την Καθολική Εκκλησία ήταν το μονοφυσιτικό τους φρόνημα, το όποιο τους ωδήγησε στο σχίσμα.
Θα διερωτηθή κάποιος: Γιατί υποστηρίζουμε ότι ή έκφρασις: «τα δε άλλα πάντα ορθόδοξοι υπάρχοντες» αντιδιαστέλλεται προς την μονοφυσιτική Χριστολογία των Αντιχαλκηδονίων και όχι προς την άπόσχισί τους από την Εκκλησία, όπως φρονεί ό κ. Μαρτζέλος; Απαντούμε: Πρώτον, για τον λόγο που ήδη αναπτύξαμε, ότι ή ομολογία του Σεβήρου, καθώς και ή πατερική και ή συνοδική Παράδοσις, φανερώνουν ως αιτία της αποσχίσεως τον μονοφυσιτισμό και τον μονοενεργητισμό τους. Δεύτερον, διότι, εάν ή "ορθοδοξία" τους αντιδιεστέλλετο προς την απόσχισί τους, θα περιμέναμε από τον ακριβολόγο άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό να γράψη και γι' αυτούς, όπως και για τους Αυτοπροσκόπτας: «πάντα μεν ορθόδοξοι τυγχάνοντες»101, και να μη προχώρηση στην συνέχεια σε δογματικές περιγραφές της αίρέσεως τους. Και τρίτον, διότι οί δογματικές γύρω από αυτούς και τους ηγέτας των αναφορές του αγίου Ιωάννου του Δαμάσκηνου είναι αποδεικτικές μονοφυσιτικής Χριστολογίας.
ίίί) «Ούτοι δε προσπάθεια τη προς τον εν Αλεξάνδρεια Διόσκορον, τον υπό της εν Χαλκηδόνι Συνόδου καθαιρεθέντα ως των Ευτυχούς δογμάτων συνήγορον αντεπάθησαν τη συνάδω, μυρίας τε γε έπ' αητοίς μέμψεις κατ' αυτής ανεπλάσαντο, ας προλαβόντως εν τη παρούσι βίβλω ικανώς διελύσαμεν σκαιούς αυτούς και ματαιόφρονας αποδείξαντες». Ή αναφορά αύτη δεν μπορεί να παρακάμπτεται ούτε να παρερμηνεύεται! Ό Διόσκορος καθηρέθη από την Σύνοδο της Χαλκηδόνος ως συνήγορος των δογμάτων του Ευτυχούς. Πρόκειται για συνηγορία υπέρ χριστολογικής αιρέσεως. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός περιέλαβε στο απόσπασμα το «ως των Ευτυχούς δογμάτων συνήγορον» και όχι το «δια πίστιν ου καθηρέθη Διόσκορος». Ό μεγάλος και ακριβής δογματολόγος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κατά τον κ. Μαρτζέλο (και βεβαίως και καθ' ημάς), προσδιορίζει και την δογματική αιτία της καθαιρεσεως του Διοσκόρου, πέρα από την κανονική και διαδικαστική, στην οποία αναφέρεται ή δήλωσις του αγίου Ανατολίου!
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ή διατύπωσις του «μεγάλου και ακριβούς δογματολόγου της Ορθοδόξου Εκκλησίας», του αγίου Ιωάννου του Δαμάσκηνου, δημιουργεί ανυπέρβλητες ερμηνευτικές δυσκολίες σε όσους αγνοούν ή παραβλέπουν την Παράδοσι της Εκκλησίας και προσανατολίζονται στις νεώτερες επιστημονικές έρευνες. Σύμφωνα με τις τελευταίες ό Διόσκορος ήταν Ορθόδοξος στο χριστολογικό του φρόνημα. Πώς λοιπόν ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός του καταλογίζει συνηγορίαν υπέρ των Ευτυχούς δογμάτων; Ό κ. Μαρτζέλος, ό όποιος κατατάσσει τον εαυτό του με εκείνους πού πιστεύουν στα πορίσματα της συγχρόνου επιστημονικής Ερεύνης, σχολιάζει: «Απλούστατα, ό παραπάνω χαρακτηρισμός σχετίζεται μόνο με τις ενέργειες του Διοσκόρου στη "ληστρική" σύνοδο (449), οπού πράγματι με τη συνηγορία του υπέρ του Ευτυχούς συνέβαλε αποφασιστικά στην αθώωση του καταδικασμένου από την Ενδημούσα σύνοδο του 448 μονοφυσίτη αίρεσιάρχη»102.
Κατ' αρχήν είναι να εκπλήσσεται κανείς! Ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός γράφει για τον Διόσκορο: «ως τον Ευτυχούς δογμάτων συνήγορον», και ή "επιστημονική" γραφίδα μεταγράφει: «με τη συνηγορία του υπέρ του Ευτυχούς»! Άλλο όμως το ένα και άλλο το άλλο, με τεράστια μάλιστα θεολογική διαφορά.
Πέραν τούτου ό Διόσκορος καθηρέθη για συνηγορία υπέρ των ευτυχιανικών δογμάτων, και ή παραδοχή αύτη δεν μας υποχρεώνει να τον εντάξουμε στο απόσπασμα πα' του Περί Αιρέσεων έργου με τίτλο «Εύτυχιανισταί», όπως νομίζει ό κ. Μαρτζέλος γράφων: «διότι τότε θα έπρεπε [ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός] να εντάξει το Διόσκορο και τους οπαδούς του στην αίρεση των Εύτυχιανιστών»103. Ό λόγος είναι ό εξής: Ό Ευτυχής, σύμφωνα με τα Πρακτικά της Ενδημούσης, της Ληστρικής και της εν Χαλκηδόνι, κατηγορήθηκε για δύο αλληλοσχετιζόμενα αλλά διαφορετικά φρονήματα: τον δοκητισμό και τον μονοφυσιτισμό. Τον δοκητισμό εξέφραζε με την άρνησι της Ομοουσιότητος του σώματος του Χριστού με την ανθρωπινή μας φύσι: «μη είναι της ημετέρας ουσίας» το σώμα του Κυρίου. Τον μονοφυσιτισμό τον Εδήλωνε με την άρνησί του να ομολογήση «ετέρα τίνα παρά τα... εν Έφέσω πρότερον», δηλαδή τις Διαλλαγές. Για τα δύο αυτά φρονήματα μαρτυρεί ό άγιος Φλαβιανός στην επιστολή του προς τον άγιο Λέοντα Ρώμης μετά την καταδίκη του Ευτυχούς104. Όσον άφορα το πρώτο από τα δύο ευτυχιανικά φρονήματα, τον δοκητισμό, ό Διόσκορος το κατεδίκασε στην Χαλκηδόνα. Όταν έγινε αντιληπτό κατά την ανάγνωσι των Πρακτικών της Ληστρικής στην Χαλκηδόνα, ότι δεν μπορεί πλέον να μη αποδίδεται δοκητισμός στον Ευτυχή, ό Διόσκορος είπε: «ει δε Ευτυχής παρά τα δόγματα της εκκλησίας φρονεί, ου μόνον τιμωρίας άξιος εστίν, αλλά και πυρός». Το δεύτερο όμως ευτυχιανικό φρόνημα, την άρνησί των Διαλλαγών και τον επακόλουθο μονοφυσιτισμό, ό Διόσκορος ουδέποτε το απέβαλε ή κατεδίκασε, όπως επίσης γίνεται φανερό από τα Πρακτικά της Χαλκηδόνος105.
Συνεπώς ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, ό ακριβής δογματολόγος και εκφραστής της συνοδικής Παραδόσεως της Εκκλησίας, χαρακτηρίζει χωρίς έλλειψι ή υπερβολή τους Αντιχαλκηδονίους οπαδούς του Διοσκόρου, τους «Αιγυπτίους και Σχηματικούς», ως μονοφυσίτας, ως συνεχιστάς μέχρι των ημερών του του δευτέρου ευτυχιανικού φρονήματος, όπως φαίνεται και από την Κατά Ιακωβιτών πραγματεία του. Ενώ στο εδάφιο «Ευτυχιανισταί», όπως εύκολα μπορεί κανείς να παρατήρηση, κατατάσσονται οι οπαδοί του Ευτυχούς που έμειναν πιστοί στο πρώτο από τα δύο φρονήματα του διδασκάλου των.
Μεταξύ αυτών πού «αντεπάθησαν τη συνάδω και μυρίας το γε έπ' αυτοίς μέμψεις κατ1 αυτής άνεπλάσαντο», έξαρχοι κατονομάζονται ό Θεοδόσιος Αλεξανδρείας, ό Ιάκωβος ό Σύρος, ό Σεβήρος Αντιοχείας και ό Ιωάννης ό Τριθεΐτης (ό Φιλόπονος). Όλοι αυτοί είναι γνωστοί, όχι μόνο για την πολεμική τους κατά της Συνόδου της Χαλκηδόνος, αλλά και για το πολλαχόθεν μεμαρτυρημένο μονοφυσιτικό τους φρόνημα. Ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός δεν παραλείπει να το τονίση γράφων επιγραμματικώς: «το της κοινής αρνούμενοι σωτηρίας μυστήριον» και «μερικάς δε δογματίζοντες ουσίας το της οικονομίας συγχέουσι μυστήριον», και επιπλέον να δήλωση ότι έθεώρησε αναγκαίο να ελέγξη την ανορθοδοξία τους και να παράθεση μικρό σχολιασμό της παμμιαράς αιρέσεως τους: («ων διαλαβείν εν επίτομη την ασέβειαν ελογισάμεθα δειν, παρενθέντες και μικρά σχόλια προς έλεγμόν της άθεου αυτών και παμμιαράς αιρέσεως»).
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το ίδιο το κείμενο του αποσπάσματος δεν επιτρέπει την παρερμηνεία του. Ίσως να είναι δυνατή ή παρερμηνεία του χάριν κάποιας σκοπιμότητας. Όμως, όσο χρήσιμη(!) και αν είναι μία τέτοια παρερμηνεία, για να δικαιολογηθούν ίσως οι απαράδεκτες συμφωνίες του προσφάτου θεολογικού διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, δημιουργείται εκτός των άλλων τεράστιο θεολογικό πρόβλημα. Κατοχυρώνεται, στο όνομα του αγίου Ιωάννου του Δαμάσκηνου, ή δυνατότης να αναγνωρίζωνται οι ετερόδοξοι, καταδικασμένοι από την Εκκλησία, ως συμφωνούντες μαζί Της στην ουσία του δόγματος. Αυτονόητες θεολογικές αλήθειες να αμφισβητούνται με θεολογικές σοφιστείες! Υπάρχουν ήδη και άλλες παρεμφερείς εισηγήσεις ακαδημαϊκών δασκάλων: ότι ή Ληστρική Σύνοδος δεν είναι αιρετική106, ότι ό Νεστόριος ήταν ορθόδοξος στο χριστολογικό του φρόνημα και αδίκως καταδικάσθηκε ως αιρετικός (Τillich, Ρittenger,Loofs)107. Αυτό το κακό προηγούμενο φέρει δυστυχώς στο προσκήνιο και τις νεώτερες φαεινές ανακαλύψεις, με "επιστημονικές" επίσης διατριβές και από ακαδημαϊκούς δασκάλους επιβεβαιούμενες, ότι το Filiocue108και το Πρωτεΐον αποτελούν θεολογικά Ισότιμες όψεις των αντιστοίχων Ορθοδόξων διδασκαλιών.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
α) Είναι σύμφωνο προς την παράδοσι της Εκκλησίας να υπογράφονται από εκκλησιαστικά πρόσωπα ή φορείς κείμενα συνταχθέντα από άλλα χαρισματούχα πρόσωπα.
β) Ό χαρακτηρισμός του συντάκτου του βιβλίου μας ως «ερασιτεχνικώς θεολογούντος μονάχου» είναι επιεικώς άστοχος και απαράδεκτος.
γ) Ή ακαδημαϊκή θεολογία, παρά την "επιστημονικότατα" της, αποτελεί «αριστοτελικώς» θεολογείν (έκπτωσι από την αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως), εάν δεν εκφράζη την υπό των Οικουμενικών Συνόδων εκπεφρασμένη εμπειρία των θεοπτών Αγίων.
δ) Είναι αστήρικτη ή μομφή, ότι παρενοήσαμε και διαστρεβλώσαμε την πρότασι του κ. Μαρτζέλου να αποδεχθούν οι Αντιχαλκηδόνιοι πλήρως τις Οικουμενικές Συνόδους, διότι στο πλήρως δεν έχει περιλάβει την καταδίκη της σεβηριανής Χριστολογίας και των αιρεσιαρχών Διοσκόρου και Σεβήρου, όπως ή συνοδική και πατερική Παράδοσις της Εκκλησίας μας παραδίδει να έννοοϋμε το πλήρως.
ε) Είναι αστήρικτη ή μομφή ότι παραπλανητικώς διαστρεβλώσαμε την δήλωσι του αγίου Ανατολίου κατά την ε' συνεδρία της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, χαρακτηρίζοντας την «αυθαίρετη». Εξηγήσαμε ότι χαρακτηρίσαμε την δήλωσι «ορθή αλλά αυθαίρετη», επειδή με αυτήν ό άγιος Ανατόλιος εξέφρασε μόνο την κανονική και διαδικαστική πλευρά της περί τον Διόσκορο προβληματικής. Ή αναφορά στην διαδικαστική μόνο πλευρά του θέματος ήταν μία προσωπική επιλογή του αγίου Ανατολίου, εφ' όσον υπήρχε και ή δογματική πλευρά. Γι' αυτό την χαρακτηρίσαμε αυθαίρετη, με την λογία σημασία του ορού· όχι βεβαίως επειδή επρόκειτο για αυθαιρεσία με την σημερινή έννοια.
στ) Ή θεωρία περί "ιδεολογικής" ορθοδοξίας των Αντιχαλκηδονίων συνιστά ανατροπή και άκύρωσι της ομοφώνου συνοδικής, πατερικής και λατρευτικής Παραδόσεως της Εκκλησίας, κατά την οποία οι αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι Διόσκορος και Σεβήρος είναι αιρετικοί στο χριστολογικό τους φρόνημα. Ό κ. Μαρτζέλος επιχειρεί να υποτάξη μία τόσο σαφή Παράδοσι στο στενόχωρο πλαίσιο μιας παρερμηνείας του εδαφίου του αγίου Ιωάννου του Δαμάσκηνου: «τα δε άλλα πάντα ορθόδοξοι υπάρχοντες».
ζ) Ή θεωρία αυτή είναι επιζήμια για την Ορθόδοξο Θεολογία, καθώς με "επιστημονικές" διατριβές και μονογραφίες παρέχομε διαβεβαιώσεις "ιδεολογικής" ορθοδοξίας σε αιρεσιάρχες, καταδικασμένους από Οικουμενικές Συνόδους για συγκεκριμένες αιρετικές διδασκαλίες.
η) Ή θεωρία περί "ιδεολογικής" ορθοδοξίας των Αντιχαλκηδονίων είναι επιπλέον επικίνδυνη για την ενότητα της Εκκλησίας. Το Ορθόδοξο πλήρωμα δεν είναι διατεθειμένο να θυσιάση την πιστότητα του σε ό,τι παρέλαβε και ζή διαχρονικά ως συνοδικώς κεκυρωμένη Ορθοδοξία και στάσι έναντι των ετεροδόξων, χάριν "επιστημονικών" θεωριών.
θ) Ή θεωρία αύτη θα δημιουργήση σοβαρό πρόβλημα στην αρχιερατική συνείδησι των επισκόπων της Εκκλησίας, όταν αυτοί κληθούν να αποφασίσουν συνοδικώς για το θέμα, καθώς έχουν δώσει κατά την χειροτονία τους όρκους να φυλάσσουν ακαινοτόμητες τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και όχι τα συμπεράσματα των θεολογικών σπουδαστηρίων. Αυτοί θα αποφανθούν τελικώς, εν συνάδω και πιστότητι προς την διαχρονική Πίστι της Εκκλησίας, για το αν οι αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι Διόσκορος και Σεβήρος και όσοι τους ακολουθούν έχουν Ορθόδοξο Χριστολογικό φρόνημα, όπως ισχυρίζεται ό κ. Μαρτζέλος, ή αν έχουν, όπως πιστεύουμε εμείς, αιρετικό χριστολογικό φρόνημα, το όποιο τους έκανε να απορρίψουν τις αγίες Οικουμενικές Συνόδους Δ", Ε', ΣΤ' και Ζ' και να πολεμήσουν κάποιες από αυτές.
ι) Οι θεολογικές αναλύσεις, με τις όποιες αποδεικνύουμε εσφαλμένη την θεωρία περί "ιδεολογικής" ορθοδοξίας των Αντιχαλκηδονίων, φαίνονται στον κ. Μαρτζέλο ως παρανοήσεις, επιστημονικά λάθη, διαστρεβλώσεις θεολογικών θέσεων, αδυναμία κατανοήσεως πατερικών κειμένων κ.λπ. Όπως φάνηκε από το παρόν άρθρο, δεν συμφωνούμε. 'Άλλο φρόνημα περί των Αντιχαλκηδονίων, εκτός από το ότι είναι αιρετικοί και στο χριστολογικό τους φρόνημα, δεν μπορούμε να δεχθούμε. Διότι αυτό εγγυάται την πιστότητα μας σε ό,τι οι άγιοι Πατέρες μας παρέδωσαν ως Ορθοδοξία έναντι της σεβηριανής κακοδοξίας.
Υποσημειώσεις
1. Περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 75/2004, σελ. 591-609.
2. Γεωργίου Μαρτζέλου, Ορθοδοξία και αίρεση..., περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 75/2004, σελ. 594.
3. Ένθ' άνωτ.
4. Περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 77/2006, σελ. 229-261.
5. Γεωργίου Μαρτζέλου, Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων κατά τον Άγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό και ό ενδοορθόδοξος διάλογος.,., περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 77/2006, 233.
6. Ένθ' άνωτ., σελ. 234.
7. Οι επιστολές μας, όταν εστάλησαν στον παραλήπτη τους, δεν είχαν υποσημειώσεις. Οι υποσημειώσεις που παραθέτουμε σε αυτή την δημοσίευσι των επιστολών, σκοπό έχουν να διευκολύνουν τον αναγνώστη να κατανόηση πώς οι απαντήσεις μας συνδέονται με τις θεολογικές απόψεις ή με τις μομφές του κ. Μαρτζέλου, πού επαναδιατυπώνονται αυτούσιες ή τροποποιημένες στο νεώτερο άρθρο του (Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 77/2006).
8. Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 77/2006, σελ. 261.
9. Ή επιστολή αποτελεί απάντησι και στην αυτούσια σχεδόν μομφή, ή οποία επαναλαμβάνεται στις σελ. 230,232,233 του νεωτέρου άρθρου (Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., περιοδ. ΘΕΟΛΟΠΑ, 77/2006).
10. Αυτή ή πρότασις αποτελεί απάντησι όχι μόνο στην σχετική νύξι της επιστολής της 18ης Δεκεμβρίου 2005 αλλά και όσων παρομοίων επαναλαμβάνονται στην σελ. 234 του νεωτέρου άρθρου ( Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων…, περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 77/2006).
11. Στήν επιστολή της 18ης Δεκεμβρίου 2005 σημειώνει ό κ. Μαρτζέλος την διαπίστωσί του (!) ότι: «συγγραφέας του βιβλίου είναι κάποιος μη θεολόγος, αλλά ερασιτεχνικώς θεολογών μοναχός της Μονής, ό όποιος προφανώς με την ευλογία Σας χρησιμοποίησε το όνομά Σας, προκειμένου να προσδοθή κύρος στα γραφόμενα». Ήδη δίνουμε απάντησι και σε όσα παρομοίως γράφει στο νεώτερο άρθρο του (Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., Ένθ΄ άνωτ., σελ. 233-234).
12. Πάντως, έφ' όσον τελικώς και κατά τον κ. Μαρτζέλο «εκείνο πού μετράει, προκειμένου ένα σύγγραμμα να έχει επιστημονική βαρύτητα... δεν είναι ούτε το σχήμα ούτε ή ιδιότητα ούτε ό ακαδημαϊκός τίτλος του συγγραφέα, αλλά ή επιστημονική τεκμηρίωση και ή αλήθεια των απόψεων του» (βλ. Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 77/2006, σελ. 234), αποδεικνύεται περιττή ή αγωνία του περί του πραγματικού συντάκτου και περί του υπογράψαντος το βιβλίο μας.
13. Ή επιστολή δίδει απάντησι και σε όσα σχεδόν αυτούσια επαναλαμβάνονται στην σελ. 236 του νεωτέρου άρθρου του κ. Μαρτζέλου (περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 77/2006).
14. Ή ίδια ασάφεια ή μάλλον αδυναμία προσδιορισμοί παρατηρείται ακόμη και στο νεώτερο άρθρο (Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 77/2006, σελ. 236).
15. Ή εντύπωσις του κ. Μαρτζέλου ότι, με την πρότασί του για πλήρη αποδοχή των Οικουμενικών Συνόδων από τους Αντιχαλκηδονίους, απαιτεί πράγματι και όχι ψιλώ ονόματι "πλήρη" αποδοχή των, τον κάνει να ερωτά στο νεώτερο άρθρο του: «Τόσο άραγε μικρή σημασία έχει γι' αυτόν [σ.α τον συντάκτη του βιβλίου μας] ή αποδοχή των Οικουμενικών Συνόδων εκ μέρους ενός αιρετικού, προκειμένου να επανέλθει στην "Ορθόδοξη Εκκλησία;» (Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΊΑ, 77/2006, σελ. 236-237). Απαντώντας βεβαιώνουμε ότι ή αποδοχή των Οικουμενικών Συνόδων, όπως την προσδιόρισε ό κ. Μαρτζέλος με το άρθρο του, έχει δραματικά μικρότερη σημασία από όση την προσδιορίζει ή συνοδική Παράδοσις της Εκκλησίας και γι' αυτό την απαιτούμε πλήρη.
16. Ή επιστολή δίδει απάντησι στην μομφή αύτη, που υπάρχει και στις σελ. 237 και 239 του νεωτέρου άρθρου (Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., περιοδ. ΘΕΟ-ΛΟΠΑ, 77/2006).
17. Ή σειρά των ερωτημάτων επαναλαμβάνεται στις σελ. 237-239 του νεωτέρου άρθρου (περιοδ. ΘΕΟΛΟΠΑ, 77/2006).
18. Γεωργ. Μαρτζέλου, Ορθοδοξία και αίρεση..., (περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 75/2004).
19. Ή Ιδεολογική Ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων..., Ένθ΄ άνωτ., σελ. 44-45.
20. Πρβλ.: «Πάλιν λέγουσιν, ότι ει κατά την φωνήν Ανατολίου του Κωνσταντινουπόλεως ου δια πίστιν καθηρέθη Διόσκορος, τι μη δέχεσθε αυτόν; και λέγομεν, ότι έπ' αληθείας ου δια πίστιν καθηρέθη. δια τούτο γαρ ου συνήλθεν εν τη συνόδω, ίνα μη ζητηθή τα κατ' αυτόν ει δε ανήλθε και ζήτησις γέγονε, και ως αιρετικός καθηρείτο και γαρ ην. επειδή δε κληθείς εκ τρίτου ου παρεγένετο και ταύτην εποιήσαντο αιτίαν της καθαιρέσεως αυτού, τούτου ένεκα είπεν ό Ανατόλιος, ότι ου δια πίστιν «καθηρέθη» (Εκ των σχολίων Λεοντίου, Doctrina Patrum, 178).
21. Υπάρχουν και στις σελ. 237-239 του νεωτέρου άρθρου (Ή Ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων..., περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 77/2006).
22. Το ζήτημα του πώς δει θεολογείν λείπει από το νεώτερο άρθρο (ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 77/2006), αλλά υπάρχει σε αυτό ως γενικώτερο θέμα περί της «ερασιτεχνικής» θεολογίας του συντάκτου του βιβλίου μας και περί της «επιστημονικής» θεολογίας του κ. Γεωργίου Μαρτζέλου.
23. Αναφορά στους αείμνηστους καθηγητάς γίνεται στις σελ. 240, 244 και 256 του νεωτέρου άρθρου (Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΊΑ,
77/2006).
24. Στο θέμα της κατ' αυτόν δογματικής ισοδυναμίας των διατυπώσεων «εκ δύο φύσεων» και «εν δύο φύσεσι» και «δύο φύσεις» επανέρχεται (έστω ακροθιγώς) ό κ. Μαρτζέλος στην σελ. 260 του νεωτέρου άρθρου (Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., ένθ' άνωτ.), παρότι στο βιβλίο μας έχουμε διεξοδικώς απαντήσει ότι δεν είναι δογματικώς ισοδύναμες αλλά συμπληρωματικές.
25. Γεωργ. Μαρτζέλου, Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., Ένθ΄ άνωτ, σελ. 246-249.
26. Ένθ΄άνωτ., σελ. 246.
27. Ένθ΄άνωτ., σελ. 246, υποσημ. 37 και σελ. 248, υποσημ. 41. Ό Α. Louth στην πολύ καλή μελέτη του δεν έχει αποφύγει τα θεολογικά σφάλματα, ή παρουσίασις των οποίων έκφεύγει τον σκοπό του παρόντος άρθρου.
28. Πρβλ. Γεωργ. Μαρτζέλου, Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., Ένθ΄ άνωτ., σελ. 250.
29. Βλ. πλήρη ανάπτυξί της στην διδακτορική διατριβή του Φώτη Σχοινά, Βυζαντινή Λογική και "Οντολογία. Ή περί κατηγοριών διδασκαλία Ιωάννου τον Δαμάσκηνου, θεωρητική στοιχείωση και πρακτική εφαρμογή, Αθήνα 2005, σελ. 148-164. Όσον άφορα τον μονοφυσιτισμό των Αντιχαλκηδονίων, ό κ. Σχοινάς σημειώνει: «Εμείς προσωπικά θεωρούμε αρκούντως πειστική την επιχειρηματολογία του ανωνύμου συντάκτου του ως άνω άρθρου για την όντως κακοδοξία του Σεβήρου [σ.σ. εννοεί την Συμβολή στον ενδοορθόδοξο διάλογο για την ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων, πού περιελήφθη στο βιβλίο Είναι οι Αντιχαλκηδόνιοι ορθόδοξοι; Ιερά Μονή Όσιου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1995, σελ. 67-128] ... Επιπροσθέτως θεωρώ ότι το θέμα της όντως κακοδοξίας του Σεβήρου ελύθη οριστικώς από την μελέτη πού εξεδόθη από την Ιερά Μονή του Οσίου Γρηγορίου, Διόσκορος και Σεβήρος, οι αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι» (Φώτη Σχοινά, Ένθ΄ άνωτ., σελ. 140, υποσημ. 475).
30. Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., ένθ' άνωτ., σελ. 249.
31. Άρχιμ. Γεωργίου, Ή "ιδεολογική" ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων..., Άγιον Όρος 2005.
32. Γεωργ. Μαρτζέλου, Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., Ένθ΄ άνωτ., σελ. 250-255.
33. Ένθ΄ άνωτ., σελ. 252-254.
34. Doctrina Patrum 310• πρβλ. και άγ. Μαξίμου του Ομολογητού, Εγχειρίδια θεολογικά και πολεμικά, ΡΟ 91, 41Β. Περισσότερα για το θέμα βλ. στο βιβλίο μας Διόσκουρος και Σεβήρος, οι αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι, σελ. 138-151 και 171-182.
35. Βλ. Γεωργ. Μαρτζέλου, Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., Ένθ΄ άνωτ., σελ. 252-254.
36. Γράφει: «ό ίδιος ό Δαμασκηνός σε πλείστα σημεία των έργων του δέχεται σαφώς ότι ομολογούν "την διαφοράν των φύσεων και μετά την ένωσιν"» (Γεωργ. Μαρτζέλου, Ή «ορθοδοξία ίων Αντιχαλκηδονίων..., Ένθ΄ άνωτ., σελ. 253).
37. Τις διαβεβαιώσεις των Σεβηριανών, ότι δεν πρεσβεύουν σύγχυσι των φύσεων, ό κ. Μαρτζέλος τις θεωρεί ισχυρό επιχείρημα και διερωτάται πώς εν όψει αυτών θα δικαιολογηθή) μία κατηγορία επί συγχύσει (Γεωργ. Μαρτζέλου, Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., Ένθ΄ άνωτ., σελ. 252-253, υποσημ. 49).
38. «Το δε, αδιαιρέτως, προστεθέν παρ' αυτοίς, δοκεί μεν πως παρ' ημίν ορθής είναι δόξης σημαντικόν. Αυτοί δε, ούχ ούτως νοούσι• το γαρ αδιαίρετον παρ' αυτοίς, κατά τας κενοφωνίας Νεστορίου, καθ΄ έτερον λαμβάνεται τρόπον. Φασι γαρ, ότι τη ισοτιμία, τη ταυτοβουλία, τη αυθεντία αδιαίρετος εστί του Θεού Λόγου ό εν φ κατώκησεν άνθρωπος. Ώστε ούχ απλώς τας λέξεις προφέρουσιν, αλλά μετά τίνος δόλου και κακουργίας» (Επιστολή Β' προς Σούκενσον, ΡG 77,245Ο). Το πολύ σημαντικό αυτό χωρίο του αγίου Κυρίλλου επικαλείται ό άγιος Μάξιμος ό Ομολογητής (βλ. Επιστολή Προς Ιωάννην κουβικουλάριον, ΡG 91, 481-484).
39. Βλ. Διόσκορος και Σεβήρος, οι αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι, Ένθ΄ άνωτ., σελ. 43-44
40. Βλ. Γεωργ. Μαρτζέλου, Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., Ένθ΄ άνωτ., σελ. 254.
41. Παν. Μπούμη, Περί Αντιχαλκηδονίων, Ιωάννου Δαμασκηνού και νεωτέρων Διατριβών, περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ 77/2006, σελ. 273.
42. Αρχιμ. Γεωργίου, Ή "ιδεολογική" ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων..., ένθ' άνωτ., σελ. 57-58.
43. Γεωργ. Μαρτζέλου, Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., Ένθ΄ άνωτ., σελ. 244.
44. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ον αιώνα, μετάφρ. Π. Πάλη, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 604.
45. Εγχειρίδια θεολογικά και πολεμικά, ΡΟ 91, 490.
46. Γεωργ. Δ. Μαρτζέλου, Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., περιοδ. ΘΕΟ-ΛΟΠΑ 77/2006, σελ. 255-256. Βλ. του αυτοί), Ορθοδοξία και αίρεση..., περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ 75/2004, σελ. 597-598.
47. Μεθοδίου, Μητροπ. Αξώμης, Το έργον της Διορθοδόξου Θεολογικής Επιτροπής δια τον διάλογον των Ορθοδόξων και των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών, περιοδ. Abba Salama, τόμ. VII, Αθήναι 1976. Άνδρ. Ν. Παπαβασιλείου, Ό Θεολογικός Διάλογος μεταξύ Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, Λευκωσία 2000.
48. Μεθοδίου, Μητροπ. Άξώμης..., ένθ' άνωτ., σελ. 106.
49. Μητροπ. Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου, Διάλογος Ορθοδόξου Εκκλησίας και Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών, περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 51/1980, σελ. 229-230.
50. Μεθοδίου, Μητροπ. Αξώμης..., Ένθ΄ άνωτ., σελ. 96.
51. Ένθ' άνωτ., σελ. 100.
52. Ένθ' άνωτ., σελ. 121 και 124-125.
53. Ένθ' άνωτ., σελ. 164.
54. Ένθ' άνωτ., σελ. 205-206.
55. Πρβλ. αγ. Μαξίμου Ομολογητού: «ό πανούργος σοφιστής» (Εγχειρίδια θεολογικά και πολεμικά, ΡG 91, 41Α).
56. Sfantul Maxim Marturisitorul, Scrieri si epistoe hristologice si duhovnicesti, in PSB 81, traducere de Prof. Dumitru Staniloae, EIBMBOR, Bucuresti 1990 (Αγ. Μαξίμου του Ομολογητού, Χριστολογικά και πνευματικά συγγράμματα και επιστολές, μετάφρ. Πρωτοπρ. καθηγ. Δημητρίου Στανιλοάε, EIBMBOR, Βουκουρέστι 1990), σελ. 88, υποσημ. 163. Ή απόδοσις των ρουμανικών κειμένων στην ελληνική έγινε από εμάς, αλλά νομίζουμε ότι επαρκώς εκφράζει το πρωτότυπο.
57. Ένθ΄ άνωτ., σελ. 198, υποσημ. 4111).
58. Staniloae, Pr. Prof. Dr. Dumitru, Studii de theologie dogmatic, Craiova, 1991 (Πρωτοπρ. Καθηγ. Δημητρίου Στανιλοάε, Μελέτες δογματικής θεολογίας, Κραϊόβα, 1991), σελ. 97.
59. Άνδρ. Ν. Παπαβασιλείου, Ένθ΄ άνωτ., σελ. 279. Για την κριτική που ήσκησε ό καθηγητής κ. Ανδρέας Παπαβασιλείου στον κ. Μαρτζέλο βλ. Ένθ΄ άνωτ., σελ. 278-279 και 296-297.
60. Γεωργ. Μαρτζέλου, Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., Ένθ΄ άνωτ., σελ. 256.
61. Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου της Ί. Μονής Όσιου Γρηγορίου, Οι Αντιχαλκηδόνιοι δεν ήσαν και δεν είναι Ορθόδοξοι (Απάντησις εις μελέτην τον π. Ίω. Ρωμανίδου υποστηρίζοντας την αντίθετον άποψιν), περιοδ. ΚΟΙΝΩΝΙΑ τευχ. 2/1999.
62. Ή «Ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., Ένθ΄ άνωτ., σελ. 257.
63. Ή "ιδεολογική" ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων..., Ένθ΄ άνωτ., σελ. 63-68.
64. Ένθ΄ άνωτ..., σελ. 63-64.
65. Γεωργίου Μαρτζέλου, "Ορθοδοξία και αίρεση..., ένθ' άνωτ., σελ. 599.
66. Ή "ιδεολογική" ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων..., σελ. 67-68.
67. Ένθ΄ άνωτ., σελ. 65.
68. Ή «Ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., ένθ' άνωτ., σελ. 258.
69. Ένθ' άνωτ., σελ. 607.
70. Ή Ε' Οικουμενική Σύνοδος με την Ομολογία της: «ακολούθουμεν εν άπασι και τοις αγίοις Πατράσι και διδασκάλοις της Εκκλησίας, Αθανασίω, Ιλαρίω, Βασιλείω, Γρηγορίω τω Θεολογώ, και Γρηγορίω τω Νύσσης, Αμβροσίω, Αυγουστίνω,...» (Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, Ή Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος, Αθήναι 1985, σελ. 232).
71. Ορθοδοξία και αίρεση..., ένθ' άνωτ., σελ. 606.
72. Προφανώς, όταν δεν υπάρχουν δογματικά ζητήματα, ή Εκκλησία χαρακτηρίζει («λέγομεν», στ' της Β') ως αιρετικούς και κάποιους πού είναι σχισματικοί ή παρασυναγωγοι, άλλα δεν τους καταλογίζει ετεροδοξία μέχρι τουλάχιστον εκείνου του χρονικού σημείου, όποτε το σχίσμα παρατεινόμενο «εις αίρεσιν μεταγίνεται» (βλ. Ή "ιδεολογική" ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων..., Ένθ΄ άνωτ., σελ. 63-64). Συναφώς πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι σχισματικοί χωρίζονται μόνοι τους από την Εκκλησία, ενώ τους ετεροδόξους αιρετικούς ή ίδια ή Εκκλησία τους αποκόπτει καταδικάζοντας συνοδικώς τις συγκεκριμένες ετεροδοξίες τους. Αυτή ή σημαντική διαφορά πρέπει να μη λησμονήται, όταν συγκρίνονται οι Ικέται και οι Αυτοπροσκόπται με τους Αντιχαλκηδονίους.
73. Γεωργ. Μαρτζέλου, Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., Ένθ΄ άνωτ., σελ. 258: «υποτιμά την εκκλησιολογική διάστασι της Ορθοδοξίας... ταυτίζει επικίνδυνα την εκκλησιαστική με την ιδεολογική ορθοδοξία. Αν ίσχυε απόλυτα ή άποψη του.».
74. Γεωργ. Μαρτζέλου, Ορθοδοξία και αίρεση,.., Ένθ΄ άνωτ., σελ. 607.
75. Ένθ άνωτ., σελ. 609.
76. Αρχιμ, Γεωργίου, Ή "ιδεολογική" ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων..., σελ. 69-73.
77. Ή "ιδεολογική" ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων, σελ. 15, 18 και 26, υποσημ. 1, 7 και 9.
78. Ή "ορθοδοξία" των Αντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτών, εκδόσεις Βρυέννιος, Θεσ/νίκη 1994.
79. Επιστημονική κριτική μιας διδακτορικής διατριβής, περιοδ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, τεϋχ. 792 (2002) σελ. 308-316.
80. Δογματικοί προϋποθέσεις της ενώσεως των Αντιχαλκηδονίων μετά της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1993• βλ. και εν έφημ. Όρθ. Τύπος, φ. 1061, 4-2-1994. Βλ. του ιδίου και αλλά αξιόλογα σχετικά άρθρα.
81. Οι Αντιχαλκηδόνιοι αιρετικοί και συγχρόνως ορθόδοξοι, έφημ. Όρθ. Τύπος, 8-11-2002.
82. Ό Θεολογικός Διάλογος μεταξύ Όρθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, Λευκωσία 2000.
83. Επί των Πρακτικών της έν ΑαΛυδ Διασκέψεως, περιοδ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ, τεύχη 17-18/1965 και 5/1966.
84. Ορθόδοξος πίστης και Αντιχαλκηδόνιοι ή Μονοφυσίται, Αθήναι 1995.
85. Τα αιώνια σύνορα της Ορθοδοξίας και οί Αντιχαλκηδόνιοι, έκδ. «Ο ΣΩΤΗΡ», 1999.
86. Το χριστολογικό πρόβλημα. Περί της μελετωμένης ενώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Μή-Χαλκηδονίων Εκκλησιών: εκκρεμούντα θεολογικά και εκκλησιολογικά προβλήματα, περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τευχ. 75/1 (2004).
87. Παρατηρήσεις περί τον Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων. Απάντησις εις κριτικήν τον Σεβ. Μητροπολίτου Ελβετίας κ. Δαμάσκηνου, Άγιον Όρος 1996.
88. Περί Αντιχαλκηδονίων, "Ιωάννου Δαμάσκηνου και νεωτέρων Διατριβών, περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ 77/2006, σελ. 265-277.
89 Zan-Klod Larse, Hristolosko Pitanje..., έκδ. Βidoslov, Vaskrs 2001.
90. Le Christ dans la theologie byzantine, Paris, 1969, σελ. 209-210. Το απόσπασμα παραθέτει και ερμηνεύει ό J.-Cl.Larchet στο ως άνω άρθρο του (περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τευχ. 75/2004). Για την έννοια, υπό την οποία συμπαρατάσσονται στον ευτυχιανισμό, βλ. στο βιβλίο μας Διόσκορος και Σεβήρος, οι αντιχαλκηδόνιοι, αιρεσιάρχαι, σελ. 51-57 και 79-94.
91. Εκτενή επί του αποσπάσματος αναφορά μας βλ. Άρχιμ. Γεωργίου, Ή "Ιδεολογική" ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων, ένθ' άνωτ., σελ. 22-34.
92. Γεωργ. Μαοτζέλου, Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., Ένθ΄ άνωτ., σελ. 241.
93. Υπενθυμίζουμε ότι ή συμπεριφορά των πρωτεργατών του πρωίμου αντιχαλκηδονίου κινήματος, του μονάχου Θεοδοσίου και των αρχιμανδριτών Καρώσου, Δωροθέου και Βαρσουμά ωφείλετο στο ευτυχιανικό τους φρόνημα (βλ. «Διόσκουρος και Σεβήρος, οι αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι», σελ. 102-104). Και ό Διόσκορος εθεώρησε εσφαλμένως νεστοριανή την ενδημούσα Σύνοδο του 448 και αρνήθηκε τον Όρο της Χαλκηδόνος, επειδή ηρνείτο τις Διαλλαγές του αγίου Κυρίλλου (στο ίδιο βιβλίο, σελ. 32-35 και 44-46).
94. Οοΰίππα Ραίπιπι, 310.
95. Αγ. Μαξίμου του Ομολογητού, Εγχειρίδια θεολογικά και πολεμικά, ΡΟ 91, 132Β.
96. Γεωργ. Μαρτζέλου, Ή «ορθοδοξία» των Αντιχαλκηδονίων..., ένθ' άνωτ., σελ. 241.
97. Ένθ' άνωτ., σελ. 242.
98. Είναι εντελώς διαφορετικό θέμα το ότι κάποια αιρετική διδασκαλία προέρχεται από μία προγενέστερη ή ότι λυμαίνεται όλη την δογματική διδασκαλία. Αυτό είναι θέμα θεολογικών προϋποθέσεων και συνεπειών, και υπ' αυτή την έννοια ό μεν άγιος Αναστάσιος ό Σιναΐτης έγραψε: «όσον λοιπόν... δια βραχέων ειπείν, πόθεν ήρξατο και ή την σύγχυσιν δογματίζουσα των Μονοφυσιτών αίρεσις, και εκ ποίων αιρέσεων και δρακόντων αρχαίων τον ιόν εθήλασε», ό δε άγιος Μάξιμος ό Ομολογητής έγραψε ότι «ομού της τε θεολογίας και της οικονομίας ό Σεβήρου βασανιζόμενος καταγωνίζεται λόγος» (ΡΟ 91,52Α).
99. Ή "ιδεολογική" ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων, ένθ' άνωτ., σελ. 22-26.
100. Πάντως ή άποψις του κ. Μαρτζέλου, ότι ή έλλειψις του συνδέσμου «και» (στην κριτική έκδοσι του Κotter) συνηγορεί υπέρ της "ιδεολογικής" ορθοδοξίας των Αντιχαλκηδονίων, επειδή στην έκφρασι «οι και Σχηματικοί, μονοφυσίται» ή λέξις «Σχηματικοί» θα έχει θέσιν επιθετικού προσδιορισμού και θα διαβάζεται «Σχηματικοί μονοφυσίται», δηλαδή όχι κατ' ουσίαν μονοφυσίται (αφού στο χειρόγραφο με την μεγαλογράμματη γραφή δεν υπήρχε στίξις), θα προκαλέση την εύλογη κριτική των ειδικών φιλολόγων.
101. Αγ. Ιωάννου Δαμάσκηνου, Περί Αιρέσεων, § 100bis.
102. Ορθοδοξία και αίρεση,.., Ένθ΄ άνωτ., σελ. 596.
103. Ένθ΄ άνωτ.
104. ΑCΟII, 1,1, 38-39.
105. Περί όλων αυτών βλ. λεπτομερώς στο βιβλίο μας Διόσκουρος και Σεβήρος, οι αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι, ένθ' άνωτ., σελ. 53-57.
106. Πολλές φορές στην πορεία του Θεολογικού Διαλόγου προεβλήθη ή άποψις ότι ή Ληστρική Σύνοδος δεν είναι αιρετική σύνοδος (βλ. Μεθοδίου, Μητροπ. Αξώμης, Το έργον της Διορθοδόξον θεολογικής Επιτροπής..., Ένθ΄ άνωτ., σποράδην)• Τελευταία ή ίδια άποψις προεβλήθη και στο άρθρο του π. Ίω. Ρωμανίδη, στο όποιο απαντήσαμε με το άρθρο μας ΟΙ Αντιχαλκηδόνιοι δεν ήσαν και δεν είναι "Ορθόδοξοι (περιοδ. ΚΟΙΝΩΝΙΑ 2/1999). Όμως στα Πρακτικά της Ε' Οικουμενικής Συνόδου ή Ληστρική Σύνοδος χαρακτηρίζεται «συρροή αιρετικών» (Μελετίου, Μητροπ. Νικοπόλεως, Ή Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος, Αθήναι 1985, σελ. 163).
107. Ένθ΄ άνωτ., σελ. 35-36, υποσημ. 6. Βλ. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 9, σελ. 434.
108. Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ί. Μονής Όσιου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Καινοφανείς απόψεις εν όψει των διαλόγων, περιοδ. ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ, 43/2005, σελ. 3-4.
ΥΠΟ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΓΕΩΡΠΟΥ ΚΑΨΑΝΗ
Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Όσιου Γρηγορίου Αγίου Όρους
Από το «ΘΕΟΛΟΓΙΑ»
ΕΞΑΜΗΝΙΑΙΟΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ
ΒΡΑΒΕΙΟΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΟΜΟΣ 78, ΤΕΥΧΟΣ 2ον, ΙΟΥΛΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2007
ΑΘΗΝΑΙ
Η ιστοσελίδα www.zoiforos.gr έχει τη μεγάλη τιμή και χαρά, με τις ευλογίες του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου π. Γεωργίου Καψάνη Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους και όλων των πατέρων της Ιεράς Μονής, να παρουσιάσει στο διαδίκτυο κατ΄ αποκλειστικότητα, όλο το εκδοτικό έργο της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους που αφορά το θεολογικό διάλογο της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους Αντιχαλκηδονίους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου