26/6/14

Οι Ιεροί Κανόνες στην ενδοϊστορική και εσχατολογική πορεία της Εκκλησίας

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 26η  Ιουνίου 2014.
ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες μαζί με την Αγία Γραφή και τους Δογματικούς και Συνοδικούς Όρους αποτελούν τα τρία βασικά θεμέλια, πάνω στα οποία στηρίζεται όλο το οικοδόμημα της Εκκλησίας, τους τρείς βασικούς πυλώνες οι οποίοι μας εισάγουν στην κατά Χριστόν ζωή, τους τρεις βασικούς οδοδείκτες, που προσανατολίζουν ορθώς και απλανώς το εκκλησιαστικό σώμα στην ενδοϊστορική πορεία του προς τα έσχατα και την Βασιλεία των Ουρανών.
Αφορμή για τη σύνταξη της παρούσης εργασίας μας έδωσε το πάλιν και πολλάκις επανερχόμενο και υπό πολλών τιθέμενο ζήτημα της αυθεντίας, του κύρους, της επικαιρότητος και εν τέλει της λειτουργικότητας των Ιερών Κανόνων στη σύγχρονη εποχή μας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, εξ’ αιτίας του οποίου συγκροτούνται διεθνή και άλλα συνέδρια, όπως το προσφάτως, (τον παρελθόντα Μάιο), υπό της «Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών» Βόλου, διοργανωθέν συνέδριο με θέμα: «Κανόνες της Εκκλησίας και σύγχρονες προκλήσεις».

Δυστυχώς, στους σημερινούς εσχάτους καιρούς της αποστασίας και της πλήρους πνευματικής συγχύσεως, πολλοί θεολόγοι και κληρικοί, επηρεασμένοι από τον πνεύμα της χαλαρότητας και του ενδοτισμού, της αλλαγής και του εκσυγχρονισμού, της δυσπιστίας και της αρνήσεως να δεχθούν και να ακολουθήσουν άνευ κριτικού ελέγχου ό, τι προβάλλεται ως δήθεν αυθεντική έκφραση της χριστιανικής πίστεως, φθάνουν στο σημείο να αμφισβητούν και τελικά να απορρίπτουν,(εν μέρει ή και εν όλω),τους Ιερούς Κανόνες. Τους Θεωρούν ως δήθεν αναχρονιστικούς, ξεπερασμένους και μη αναγκαίους για τη σημερινή εποχή. Ισχυρίζονται ότι αναφέρονται σε θέματα και ζητήματα, που απασχόλησαν την Εκκλησία σε παλαιότερες εποχές, τα οποία όμως δεν υφίστανται σήμερα και ως εκ τούτου δεν ανταποκρίνονται στα αιτήματα του ολοένα και περισσότερο μεταβαλλόμενου κόσμου. Γι’ αυτό και θεωρούν ως αναγκαίο  τον εκσυγχρονισμό των, ή ακόμη και την κατάργησή των.
Κατ’ αρχήν οι Ιεροί Κανόνες δεν αποτελούν εντάλματα ανθρώπων, ή νομικού χαρακτήρα διατάξεις, που έχουν ανάγκη, (όπως όλοι οι νόμοι μιας οργανωμένης πολιτείας), κατά καιρούς αναθεωρήσεων, ώστε να ανταποκρίνονται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες και απαιτήσεις της κοινωνικής ζωής. Αποτελούν θεόπνευστα κείμενα, τα οποία εγράφησαν από αγίους και θεοφόρους Πατέρες με τον φωτισμό και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος και ως εκ τούτου έχουν στη ζωή της Εκκλησίας απόλυτο και διαχρονικό κύρος. Ο Α΄ Κανόνας της Ζ΄ Οικουμενικής διακηρύσσει σχετικά με την θεοπνευστία και το απόλυτο και διαχρονικό κύρος των Ιερών Κανόνων τα εξής: «Τούτων ουν ούτως εχόντων… ασπασίως τους θείους κανόνας ενστερνιζόμεθα και ολόκληρον την αυτών διαταγήν και ασάλευτον κρατύνομεν, των εκτεθέντων υπό των αγίων σαλπίγγων του Πνεύματος, των πανευφήμων Αποστόλων, των τε εξ αγίων Οικουμενικών Συνόδων και των τοπικών συναθροισθεισών επί εκδόσει διαταγμάτων και των αγίων Πατέρων ημών. Εξ ενός γαρ άπαντες και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες ώρισαν τα συμφέροντα».[1] Διά του Κανόνος αυτού διακηρύσσεται «κατά τον πλέον πανηγυρικόν τρόπον η κρατούσα εν τη εκκλησιαστική συνειδήσει βαθυτάτη πεποίθησις περί της φύσεως και του χαρακτήρος των θείων και ιερών της Εκκλησίας κανόνων ως καρπών του παναγίου Πνεύματος».[2]Ο Μέγας Αθανάσιος σε επιστολή του προς τους εν Αφρική επισκόπους λέγει: «Το δε ρήμα του Κυρίου το διά της Οικουμενικής Συνόδου εν τη Νικαία γενόμενον, μένει εις τον αιώνα».[3] Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο μεγαλύτερος από τους νεωτέρους κανονολόγους της Εκκλησίας παρατηρεί σχετικώς στην εισαγωγή του «Πηδαλίου» του: «Αύτη η βίβλος (δηλαδή η συλλογή των Ιερών Κανόνων, στην οποία εμπεριέχονται συνοπτικώς και οι δογματικές αποφάσεις των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων), είναι η μετά τας αγίας Γραφάς, αγία Γραφή, η μετά την Παλαιάν και Καινήν Διαθήκην, Διαθήκη. Τα μετά τα πρώτα και θεόπνευστα λόγια, δεύτερα και θεόπνευστα λόγια. Αύτη εστί τα αιώνια όρια, ά έθεντο οι πατέρες ημών και νόμοι οι υπάρχοντες εις τον αιώνα… τους οποίους σύνοδοι οικουμενικαί τε και τοπικαί διά Πνεύματος αγίου εθέσπισαν… Αύτη ως αληθώς εστί, καθώς αυτήν επωνομάσαμεν, το Πηδάλιον της Καθολικής Εκκλησίας, διά μέσου του οποίου αύτη κυβερνωμένη, ασφαλώς τους εν αυτή ναύτας και επιβάτας, ιερωμένους τε λέγω και λαϊκούς, προς τον ακύμαντον παραπέμπει της άνω βασιλείας λιμένα».[4] Συνεπώς οι Ιεροί Κανόνες «αποτελούν τους αυθεντικούς φορείς της ορθής εκφράσεως του πνεύματος της εν Χριστώ αποκαλυφθείσης αληθείας και του μηνύματος της εν Χριστώ πραγματοποιουμένης σωτηρίας».[5] Τούτο συμβαίνει διότι οι Ιεροί Κανόνες πηγάζουν από την Αγία Γραφή και την αυθεντική αποστολική και εκκλησιαστική Παράδοση. Μπορεί βέβαια η αφορμή για την θέσπιση ενός κανόνος να υπήρξε ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, ή η ανάγκη ρυθμίσεως και διορθώσεως μιας αταξίας, ή ανώμαλης καταστάσεως στην εκκλησιαστική ζωή κάποιας συγκεκριμένης εποχής, ωστόσο όμως από τη στιγμή που ένας κανόνας θεσπίζεται, ή επικυρώνεται από μία Οικουμενική Σύνοδο, αποκτά οικουμενικό και διαχρονικό κύρος. Η θεοπνευστία και η διαχρονικότητα των Ιερών Κανόνων δεν εξαρτάται από τις ούτως ή άλλως μεταβαλλόμενες ιστορικές συγκυρίες,(που σήμερα είναι διαφορετικές και αύριο θα είναι ακόμη πιο διαφορετικές), που οδήγησαν στην ανάγκη θεσπίσεώς των, αλλά έγκειται στην θεολογία που αυτοί εκφράζουν, η οποία είναι «χθες και σήμερον η αυτή και εις τους αιώνας». Οι Ιεροί Κανόνες αποτελούν έκφραση της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Όπως ορθώς παρατηρεί ο Vl. Lossky: «οι κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν την ζωή της Εκκλησίας εν τη γηΐνη αυτής όψει είναι αχώριστοι των χριστιανικών δογμάτων. Δεν είναι νομικοί κανονισμοί κυρίως ειπείν, αλλά εφαρμογαί των δογμάτων της Εκκλησίας».[6]
Φυσική δε απόρροια του απολύτου και διαχρονικού κύρους των Ιερών Κανόνων είναι και το γεγονός, ότι απαγορεύεται κάθε αθέτηση, αλλοίωση, η παραχάραξή των, όπως αυτό φαίνεται από τον Β΄ Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής: «…Και μηδενί εξείναι (και δεν επιτρέπεται σε κανένα) τους προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας, ή αθετείν, ή ετέρους παρά τους προκειμένους παραδέχεσθαι, (ή να παραδεχόμεθα άλλους, αντί αυτών), ψευδεπιγράφως υπό τινών συντεθέντας, των την αλήθειαν καπηλεύειν επιχειρησάντων. Ει δε τις αλώ, (εάν κανείς συλληφθεί), κανόνα τινά των ειρημένων καινοτομών, ή ανατρέπειν επιχειρών, υπεύθυνος έσται κατά τον τοιούτον κανόνα, ως αυτός διαγορεύει, την επιτιμίαν δεχόμενος και δι’ αυτού εν ώπερ πταίει θεραπευόμενος».[7] Βέβαια εδώ, ομιλούντες περί των Ιερών Κανόνων, εννοούμε εκείνους οι οποίοι θεσπίστηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους, καθώς και για εκείνους, οι οποίοι θεσπίστηκαν μεν από Τοπικές Συνόδους, ή από αγίους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά στη συνέχεια επικυρώθηκαν από κάποια Οικουμενική Σύνοδο. Στη συνάφεια αυτή πρέπει να σημειωθεί επίσης, ότι «η αυθεντική συνέχιση της κανονικής παραδόσεως με την θέσπιση νέων κανόνων από την Εκκλησία, αποκλείει κάθε αντίφαση μεταξύ μεταγενεστέρων  και προγενεστέρων χρονικώς κανόνων. Τούτο συμβαίνει, (και οφείλει να συμβαίνει), γιατί διά των ιερών κανόνων εκφράζεται η ίδια συνείδηση της Εκκλησίας, η οποία καθοδηγείται από το ‘εν και το αυτό άγιο Πνεύμα’».[8] Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν μια μέλλουσα να συνέλθει Πανορθόδοξος Σύνοδος, (όπως αυτή που προγραμματίζεται για το 2016), να περιέχει κανόνες και διατάξεις, οι οποίοι δεν θα εναρμονίζονται, αλλά θα έρχονται σε αντίθεση και στην πράξη θα αναιρούν και θα ακυρώνουν τους Ιερούς Κανόνες, που αποτελούν στο σύνολό τους την μέχρι σήμερα Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας. Πολύ περισσότερο βέβαια δεν είναι δυνατόν να περιέχει δογματικού χαρακτήρα αποφάσεις, οι οποίες θα έρχονται σε αντίθεση με την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Δεν είναι δυνατόν για παράδειγμα η μέλλουσα να συνέλθει Πανορθόδοξος Σύνοδος το 2016, να θεσπίσει νέους κανόνες, που θα επιτρέπουν τις συμπροσευχές με αιρετικούς, η να θεσπίσει δογματικού χαρακτήρα απόφαση, η οποία θα αναγνωρίζει ως αληθείς Εκκλησίες με έγκυρα μυστήρια τις αιρέσεις του Παπισμού, η του Προτεσταντισμού.
Μία άλλη πτυχή του θέματος, πολύ σημαντική,  είναι το πνεύμα και ο σκοπός, στον οποίο αποβλέπουν. Ο σκοπός των Ιερών Κανόνων είναι ποιμαντικός και κατ’ επέκτασιν σωτηριολογικός. Μ’ αυτούς επιδιώκεται, αφ’ ενός μεν η διασφάλιση της ενότητας και της τάξεως μέσα στην Εκκλησία, και αφ’ ετέρου η οικείωση από τον κάθε πιστό της εν Χριστώ σωτηρίας. Αναλυτικότερα οι Ιεροί Κανόνες αποσκοπούν, στο να προφυλάξουν το εκκλησιαστικό σώμα από επικίνδυνες εκκλησιολογικές παρεκκλίσεις, από τις αιρέσεις, τα σχίσματα, τις παρασυναγωγές, από κάθε τάση εκκοσμικεύσεως, ή νοθεύσεως της ευαγγελικής διδασκαλίας, από κάθε τάση υποκειμενικής αξιολογήσεως  και ερμηνείας της αυθεντικής εν Χριστώ ζωής, από κάθε τάση σμικρύνσεως και προσαρμογής της Ορθόδοξης πνευματικότητος στα πνευματικά μέτρα και στην πνευματική κατάσταση του κάθε πιστού. Οι κανόνες αποτελούν τον γνώμονα, το μέτρο, το κριτήριο, βάσει του οποίου καθρεφτίζεται και αξιολογείται η πνευματική πορεία και η πνευματική κατάσταση κλήρου και λαού. Συνεπώς εάν κάποιος Κανόνας μας φαίνεται ανεφάρμοστος, τότε την αιτία της αδυναμίας εφαρμογής του θα πρέπει να την αναζητήσουμε στον εαυτό μας, στη ραθυμία και αμέλειά μας, στην έλλειψη ζήλου και αγωνιστικού φρονήματος και όχι στον ίδιο τον Κανόνα. Στην περίπτωση αυτή ο Κανόνας μας βοηθάει, να κατανοήσουμε πόσο απέχουμε από την εν Χριστώ τελειότητα, να συνειδητοποιήσουμε τα σφάλματα και τις πτώσεις μας, να ταπεινωθούμε και να αποκτήσουμε το «γνώθι σαυτόν». Διότι όπως λέγει ο απόστολος: «Διά γαρ νόμου επίγνωσις αμαρτίας» (Ρωμ.3,20). Εάν για παράδειγμα δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε τον 69ον Κανόνα των αγίων Αποστόλων, που επιβάλλει νηστεία κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, επειδή αισθανόμαστε κατάπτωση των σωματικών και διανοητικών δυνάμεών μας, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Κανόνας είναι ανεφάρμοστος, αφού πολλοί είναι εκείνοι, που εξακολουθούν να τον τηρούν μέχρι σήμερα. Στην περίπτωση αυτή ο εν λόγω κανόνας μας βοηθάει να συνειδητοποιήσουμε την αδυναμία μας και να ακολουθήσουμε, (με την σύμφωνη γνώμη και του πνευματικού), την οικονομία που προβλέπει στη συνέχεια ο Κανόνας: «Εκτός ειμή δι’ ασθένειαν σωματικήν εμποδίζοιτο». Δηλαδή δεν υποχρεούνται να τηρήσουν νηστεία όσοι εμποδίζονται για λόγους σωματικής ασθενείας. Εδώ αξίζει να θαυμάσει κανείς την σοφία και την διάκριση των Πατέρων, οι οποίοι μαζί με τους όρους της ακριβείας δεν παραλείπουν, να θέσουν και τους όρους της οικονομίας. Είναι πολύ επικίνδυνο να κρίνουμε τους Ιερούς Κανόνες με τα δικά μας κριτήρια και με αφετηρία την ιδική μας πνευματική κατάσταση. Αλλοίμονο αν οι Ιεροί Κανόνες προσαρμοζόταν κάθε τόσο προς τις πεποιθήσεις και απαιτήσεις του κάθε μέλους της Εκκλησίας. Στην περίπτωση αυτή η Εκκλησία θα εκκοσμικευόταν και θα έχανε την σωτηριολογική της αποστολή.
Επίσης ορισμένα επιτίμια που ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες, (όπως για παράδειγμα τα «αφοριζέσθω» και «καθαιρείσθω»), μας σοκάρουν πολλές φορές, διότι τα θεωρούμε ιδιαίτερα αυστηρά, σκληρά, ή και απάνθρωπα ακόμη. Εδώ πέφτουμε και πάλι στο ίδιο σφάλμα, για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως. Γινόμαστε κατά κάποιο τρόπο δικαστές και κριτές των αγίων Πατέρων. Τοποθετούμε την ιδική μας κρίση, την ως επί το πλείστον εσκοτισμένη από τα πάθη και τις εγκόσμιες επιθυμίες μας, υπεράνω της θεοφώτιστης κρίσης των αγίων Πατέρων. Και χωρίς ίσως να το αντιλαμβανόμαστε, καταλογίζουμε στους συντάκτες των κανόνων, έλλειψη αγάπης και διακρίσεως, επειδή νομίζουμε  ότι εμείς έχουμε περισσότερη αγάπη και διάκριση από αυτούς. Κατ' αρχήν τα επιτίμια δεν έχουν την έννοια της τιμωρίας, αλλά της παιδαγωγίας και θεραπείας του αμαρτήσαντος κληρικού ή λαϊκού. Και όταν ακόμη η Εκκλησία φθάσει στο σημείο να αποκόψει με αφορισμό κάποιο μέλος της, και τότε ακόμη αποβλέπει στην μετάνοια και στη σωτηρία του. Επί πλέον αποβλέπει εις το να προφυλάξει τα υπόλοιπα μέλη της από παρόμοιες πτώσεις και να προλάβει έτσι γενίκευση και εξάπλωση του κακού σ’ όλο το εκκλησιαστικό σώμα. Στην περίπτωση αυτή οι άγιοι Πατέρες διά των Ιερών Κανόνων ενεργούν, όπως ενήργησε σε ανάλογη περίπτωση ο απόστολος Παύλος, όταν στην Εκκλησία της Κορίνθου προέκυψε το σκάνδαλο του αιμομίκτου, το οποίο αναφέρεται στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή: «Εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού συναχθέντων υμών και του εμού πνεύματος συν τη δυνάμει του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού παραδούναι τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού» (5,4-5). Εδώ ο απόστολος από κοινού με την Εκκλησία της Κορίνθου, (συνοδικώ τω τρόπω), παραδίδει τον αιμομίκτη στον σατανά, που σημαίνει ότι τον αποκόπτει από το σώμα της Εκκλησίας. Ο σκοπός της αποκοπής είναι παιδαγωγικός και θεραπευτικός, διότι όπως λέγει παρά κάτω, η αποκοπή γίνεται: «εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή», δηλαδή για να τιμωρηθεί και κολασθεί σκληρά το σώμα του και σωφρονισθεί με την παιδαγωγία αυτή, ώστε να σωθεί η ψυχή του. Βλέπουμε επομένως, ότι οι άγιοι Πατέρες στις κανονικές τους διατάξεις, βαδίζουν ακριβώς πάνω στα χνάρια του αποστόλου Παύλου και γενικότερα της αγίας Γραφής. Εάν λοιπόν καταλογίσουμε έλλειψη αγάπης και διακρίσεως στους αγίους Πατέρες για τους «αφορισμούς» των, τότε θα πρέπει να καταλογίσουμε έλλειψη αγάπης και διακρίσεως και στον ίδιο τον απόστολο Παύλο. Και στο τέλος θα φθάσουμε σε τέτοιο βαθμό πλάνης και σκοτισμού, ώστε να καταλογίσουμε έλλειψη αγάπης και διακρίσεως και στον ίδιο τον Χριστό, ο Οποίος αποκόπτει, τουτέστιν αφορίζει, κάθε πνευματικό κλήμα-μέλος της Εκκλησίας, το οποίο δεν παράγει πνευματικούς καρπούς, από την πνευματική κληματαριά, την Εκκλησία, σύμφωνα με τον λόγον του: «Παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν αίρει αυτό» (Ιω.15,2).
Οι Ιεροί Κανόνες δεν έχουν σε καμιά περίπτωση νομικό χαρακτήρα, όπως αυτό συμβαίνει στον παπισμό, αλλά εκφράζουν το πνεύμα της χάριτος της Καινής Διαθήκης, σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου «χάριτί εστέ σεσωσμένοι» (Εφ.2,5) και πάλιν «ουκ εσμέν υπό νόμον, αλλ’ υπό χάριν» (Ρωμ.6,15). Η άφεση των αμαρτιών, λ. χ. παρέχεται στον εξομολογούμενο διά του μυστήριου της μετανοίας κατά την ώρα της ειλικρινούς εξαγορεύσεως και δεν εξαρτάται από την ενδεχόμενη επιβολή επιτιμίων, που προβλέπουν οι Ιεροί Κανόνες. Μέσα από το πνεύμα των Ιερών Κανόνων διαφαίνεται ξεκάθαρα, ότι η σωτηρία των πιστών είναι δωρεά του Θεού, και όχι ατομικό επίτευγμα των πιστών με την τήρηση κάποιων νομικών διατάξεων. Τα «επιτίμια» είναι στην ουσία πνευματικά θεραπευτικά μέσα, που αποβλέπουν στη θεραπεία των παθών. Γι’ αυτό και δίδεται η ευχέρεια στον πνευματικό, να επιβάλει ανάλογα επιτίμια στον μετανοούντα σύμφωνα με τις διαθέσεις του και την πνευματική του κατάσταση. Αυτό ορίζει άλλωστε και 102ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου: «Δει δε τους εξουσίαν λύειν, και δεσμείν παρά Θεού λαβόντας, σκοπείν την της αμαρτίας ποιότητα και την του ημαρτηκότος προς επιστροφήν ετοιμότητα, και ούτω κατάλληλον την θεραπείαν προσάγειν τω αρρωστήματι, ίνα μη τη αμετρία, καθ’ εκάτερον χρώμενος, αποσφαλείη προς την σωτηρίαν του κάμνοντος»[9].
Κλείνοντας την μικρή αυτή αναφορά μας στους Ιερούς Κανόνες, θεωρούμε καθήκον μας να προτρέψουμε τον πιστό λαό του Θεού, να εγκολπωθεί με απόλυτη εμπιστοσύνη τους Ιερούς Κανόνες, ενθυμούμενος τον λόγον του αποστόλου: «Αδελφοί στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις» (Β΄ Θεσσ. 2,15). Και όχι μόνον να τους εγκολπωθεί, αλλά και να μαθητεύσει σ’ αυτούς, αναγινώσκοντας αυτούς παράλληλα με την αγία Γραφή. Να τους περιφρουρήσει από κάθε προσπάθεια νοθεύσεως, παραχαράξεως, ή καταργήσεώς των, που προωθείται από πρόσωπα, που κινούνται κυρίως μέσα στην παναίρεση του Οικουμενισμού. Οι Οικουμενιστές ζητούν να κατεδαφίσουν τους Ιερούς Κανόνες, διότι τους ελέγχουν για τις πτώσεις των, για τις συμπροσευχές των με αιρετικούς κ.λπ. Θέλουν να απαλλαγούν από αυτούς, διότι αποτελούν γι’ αυτούς σοβαρό εμπόδιο στα πρωτοφανή οικουμενιστικά τους ανοίγματα προς τις αιρετικές παρασυναγωγές. Ματαιοπονούν όμως, διότι ο Θεός δεν θα επιτρέψει να ευοδωθούν τα σχέδιά τους. Και εφ’ όσον δεν μετανοήσουν θα εφαρμοσθεί σ’ αυτούς ο λόγος του προφήτου: «Κύριος εν οργή αυτού συνταράξει αυτούς και καταφάγεται αυτούς πυρ» (Ψαλμ.20,10).

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών



[1]Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», Εκδ. «Αστήρ», Α. Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1957, σελ. 322.
[2]Κων. Μουρατίδου, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, Οι ιεροί κανόνες «στύλος και εδραίωμα» της Ορθοδοξίας, Αθήναι 1972, σελ. 9.
[3]PG 26,1032B. Εδώ ο άγιος Πατήρ αναφέρει μόνο την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, επειδή οι άλλες δεν είχαν συγκληθεί ακόμη.
[4]Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», …ο.π. σελ. ιστ΄.
[5] Παναγιώτη Μπούμη, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κανονικόν Δίκαιον, Εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2000, σελ.17.
[6]Vl. Lossky- Μετάφρ. Στ. Πλευράκη, Η μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη  1964, σελ. 206.
[7]Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», …ο.π., σελ. 220.
[8]Παναγιώτη Μπούμη…ο.π. σελ. 19.
[9]Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», …ο.π., σελ. 311-312

1 σχόλιο:

Αντιοικουμενιστής είπε...

Αρίστη η εργασία. Εύγε πλείστα εις τους πανήσαντας αυτήν.

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)