17/5/15

Αρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος, Ερμηνευτικά σχόλια στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής του Τυφλού (2 και 3)

Δείτε και το Μέρος 1ο. 
Εν Πειραιεί τη 16η Μαΐου 2015
Ερμηνευτικά σχόλια στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής τουΤυφλού
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
(2ον)
Συνεχίζοντες την ερμηνευτική ανάλυση της ευαγγελικής περικοπής της Κυριακής του Τυφλού και σαν συνέχεια των όσων εσημειώσαμε στην προηγούμενη δημοσίευση, προχωρούμε στην ερμηνεία των επομένων στίχων της περικοπής.

«Έλεγον ουν αυτώ, πως ανεώχθησάν σου οι οφθαλμοί; απεκρίθη εκείνος και είπεν, άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς πηλόν εποίησε και επέχρισέ μου τούς  οφθαλμούς  και είπέ μοι ύπαγε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και νίψαι. απελθών δε και νιψάμενος ανέβλεψα» ( 9, 10-11 ).
Άρχισαν να τον ρωτούν οι συγγενείς και οι γνωστοί του να τούς εξηγήσει, πως θεραπεύτηκε. Αναλαμβάνει στη συνέχεια ο τυφλός να τούς διηγηθεί περιληπτικά το περιστατικό του θαύματος. Ομολογεί ότι ο αυτουργός του θαύματος είναι κάποιος άνθρωπος ονόματι Ιησούς. Τον ονομάζει άνθρωπο από άγνοια, διότι δεν είχε ακόμη αποκτήσει τελειότερη γνώση γι’ αυτόν.  Το θαύμα δεν ήταν έργο απλού ανθρώπου, αλλά έργο θείας δυνάμεως. Περιορίζεται ο τυφλός να διηγηθεί με ευθύτητα και ειλικρίνεια, ό,τι έπεσε στην αντίληψή του από την αίσθηση της αφής και της ακοής, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει τον τρόπο του θαύματος. Με την αφή αντιλήφθηκε τον πηλό που έβαλε στις κόγχες των οφθαλμών, ενώ με την ακοή έμαθε το όνομα του ευεργέτου του, καθώς άκουε να το προφέρουν οι μαθητές του.
«Είπον ουν αυτώ, που εστιν εκείνος; Λέγει, ουκ οίδα. άγουσιν αυτόν προς τούς Φαρισαίους, τον ποτέ τυφλόν». (9, 12-13 ).
Ρωτούν, που είναι, διότι εν τω μεταξύ ο Κύριος έφυγε θέλοντας να αποφύγει την δόξα και τούς επαίνους των ανθρώπων. Έφυγε ακόμη για να μην ερεθίζει περισσότερο την οργή εκείνων που τον μισούσαν, όταν θα επληροφορούντο το θαύμα. Διότι και μόνο που άκουσαν από τον τυφλό, ότι ο αυτουργός του θαύματος είναι ο Ιησούς, άναψε μέσα τους ο θυμός. Επαναστατούν εναντίον του, διότι εθεράπευσε τον τυφλό εν ημέρα Σαββάτου.  Γι’ αυτό και ζητούν να μάθουν που είναι, για να τον φονεύσουν.  Ενώ θα περίμενε κανείς να χαρούν για το θαύμα μαζί με τον τυφλό, να δοξάσουν το Θεό και να πιστεύσουν στο Χριστό, αυτοί τυφλωμένοι από μίσος, τον καταδιώκουν, ωσάν να διέπραξε κάποιο έγκλημα. Ήθελαν να τον συλλάβουν, αλλά επειδή δεν τον βρήκαν, οδηγούν τον τυφλό προς τούς Φαρισαίους, προκειμένου να κάνουν αυτοί ακριβέστερη εξέταση του θαύματος, επειδή θεωρούνταν διδάσκαλοι και ερμηνευτές του νόμου.
 «Ήν δε Σαββάτον ότε τον πηλόν εποίησεν ο Ιησούς και ανέωξεν αυτού τούς οφθαλμούς» (9, 14 ).
Ο Ευαγγελιστής κάνει αυτήν την παρατήρηση, για να μας δώσει να καταλάβουμε, την αιτία για την οποία οδηγείται ο τυφλός προς ανάκριση. Η κατασκευή του πηλού και η χρίση των οφθαλμών, θεωρήθηκε παράβαση της νομικής εντολής για την αργία του Σαββάτου. Εκείνοι δηλαδή που συνέλαβαν τον πρώην τυφλό, προφανώς ομόφρονες των Φαρισαίων, εθεώρησαν τον Ιησούν ως παραβάτη της νομικής εντολής, ενώ παραθεώρησαν το θαύμα σαν ένα άνευ σημασίας γεγονός.  Τόσον όμως αυτοί όσον και οι Φαρισαίοι είχαν διαστρέψει και αλλοιώσει το πραγματικό νόημα και την βαθύτερη σημασία της αργίας του Σαββάτου. Κάθε πράξη αγάπης και ευεργεσίας προς τούς πάσχοντας αδελφούς μας την ημέρα αυτή όχι μόνο δεν έρχεται σε αντίθεση, αλλά και εναρμονίζεται πλήρως με το πνεύμα της εντολής. Διότι η εντολή του Θεού έλεγε: «μνήσθητι την ημέραν των Σαββάτων αγιάζειν αυτήν...». (Εξ.20,8).  Ο καλύτερος τρόπος αγιασμού της ημέρας αυτής είναι τα έργα της αγάπης και φιλανθρωπίας.
«Πάλιν ουν ηρώτων αυτόν και οι Φαρισαίοι πως ανέβλεψεν, ο δε είπεν αυτοίς. πηλόν επέθηκέ μου επί τούς οφθαλμούς, και ενιψάμην, και βλέπω» (9, 15 ).
Προσπαθούν τόσον οι γείτονες όσον και οι Φαρισαίοι με τις συνεχείς ανακρίσεις να ασκήσουν ψυχολογική πίεση και φόβο στον τυφλό, ώστε να τον αναγκάσουν να ομολογήσει και αυτός την παράβαση της νομικής εντολής  και έτσι να αρνηθεί τον ευεργέτη του.  Αυτός όμως δεν διστάζει να διηγηθεί και μπροστά στούς Φαρισαίους ακόμη, το περιστατικό του θαύματος και να ομολογήσει ότι ο Ιησούς τον θεράπευσε. Το όλο πνεύμα και η  όλη  διάθεση με την οποία εξετάζουν το θαύμα είναι να διαπιστώσουν στις ενέργειες του Χριστού και άλλες παραβάσεις του Μωσαϊκού νόμου.
«Έλεγον ουν εκ των Φαρισαίων τινές, ούτος ο άνθρωπος ουκ εστι παρά του Θεού, ότι το Σαββάτον ου τηρεί. άλλοι έλεγον, πως δύναται άνθρωπος αμαρτωλός τοιαύτα σημεία ποιείν; και σχίσμα ην εν αυτοίς» ( 9, 16 ).
Μετά την διήγηση του θαύματος και την θαυμαστή παρρησία του τυφλού οι γνώμες των Φαρισαίων διχάζονται. Ορισμένοι εξ αυτών αρνούνται να τον πιστεύσουν και τον παρουσιάζουν σαν ένοχο και παραβάτη της εντολής της αργίας του Σαββάτου και άρα ξένον προς τον Θεόν. Παράβαση όμως πραγματική δεν υπήρχε, αλλά μόνο φαινομενική. Η πράξη του Χριστού ήταν κατά πάντα σύμφωνη με το πνεύμα της εντολής. Ο φθόνος και το μίσος έχει τόσο πολύ τυφλώσει τα μάτια της ψυχής των, ώστε να παρασιωπούν ένα τέτοιο μεγάλο θαύμα, παρόμοιο του οποίου δεν είχει γίνει μέχρι τώρα, και να προσπαθούν να οχυρωθούν πίσω από την νομική εντολή.  Κάποιοι άλλοι βλέπουν ορθότερα τα πράγματα, διακρίνουν σαφέστερα την πραγματικότητα. Το θαύμα αυτό, λέγουν, είναι αποδεικτικό θείας δυνάμεως. Αν ο Ιησούς ήταν παραβάτης του νόμου, ένοχος και αμαρτωλός, θα ήταν αποξενωμένος από τον Θεό. Πως τότε θα ήταν δυνατόν να επιτελέσει τέτοια μεγάλα έργα θείας δυνάμεως;  Πολύ σωστή η παρατήρηση αυτών των τελευταίων, από  την οποία θα μπορούσαν να οδηγηθούν στο να πιστεύσουν στο Χριστό και κατόπιν να αποκτήσουν τελειότερη γνώση γι’ αυτόν.
«Λέγουσι τω τυφλώ πάλιν συ τι λέγεις περί αυτού, ότι ήνοιξέ σου τούς οφθαλμούς; ο δε είπεν, ότι προφήτης εστίν» (9, 17).
 Εφ’ όσον λοιπόν αυτοί μεταξύ τους είχαν διαφωνήσει, κάλεσαν πάλι για δεύτερη φορά τον πρώην τυφλό να εκφέρει και αυτός τη γνώμη του γύρω από το πρόσωπο του ευεργέτη του, και ζητούν να μάθουν αυτό που πολλές φορές άκουσαν, ελπίζοντες αυτή τη φορά ότι θα παρασύρουν τον τυφλό στην γνώμη τους. Αυτός όμως με πολλή παρρησία και θάρρος τον ομολογεί προφήτη. Άνθρωπο δηλαδή απεσταλμένο από το Θεό για να αποκαλύψει το θέλημα του Θεού στούς ανθρώπους, και με θεία δύναμη μέσα του, με την οποία επιτελεί τα θαύματα. Άξιον πολλής προσοχής το θάρρος και η παρρησία του πρώην τυφλού,  ενός πτωχού και αγραμμάτου ανθρώπου, ο οποίος δεν φοβείται  να ομολογήσει τον ευεργέτη του, χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες. Γενικότερα το ομολογιακό φρόνημα στη ζωή κάθε πιστού είναι το βασικότερο χαρα-κτηριστικό γνώρισμα που καθορίζει την γνησιότητα της πίστεως.
«Ουκ επίστευσαν ουν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι τυφλός ην και ανέβλεψεν, έως ότου εφώνησαν τούς γονείς αυτού» (9, 18 ) .
 Οι Φαρισαίοι που προσπαθούσαν να τον παρουσιάσουν ως  παραβάτη του Μωσαϊκού Νόμου, όταν άκουσαν την ομολογία του τυφλού δυσαρεστήθηκαν. Βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση. Ο φθόνος δεν τούς άφηνε να παραδεχτούν το θαύμα.  Προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να το συσκοτίσουν.  Έτσι φθάνουν στο σημείο να αντιφάσκουν με τον εαυτό τους. Ενώ δηλαδή προηγουμένως παραδέχονταν μεν το θαύμα, αλλά παρουσίαζαν τον Χριστό ως άνθρωπο αμαρτωλό και παραβάτη, τώρα αρνούνται ότι έγινε θαύμα και δέχονται ότι ο τυφλός δεν ήταν πραγματικά τυφλός, αλλά παρίστανε τον τυφλό, για να παίρνει ελεημοσύνη. Από μόνοι τους εξευτελίζονται και γελοιοποιούνται. Ο άνθρωπος που αγαπάει το ψέμα και δεν θέλει να πιστεύσει στην αλήθεια, προσπαθεί να βρει χίλιες δυό προφάσεις για να την αποφύγει. Επειδή μέχρι τώρα δεν μπόρεσαν να φοβήσουν τον τυφλό ώστε να αρνηθεί το θαύμα, καταφεύγουν στούς γονείς με την ελπίδα ότι θα φοβήσουν τουλάχιστον αυτούς, για να ανατρέψουν το θαύμα.
«Και ηρώτησαν αυτούς λέγοντες.  ούτός εστιν ο υιός υμών, ον υμείς λέγετε, ότι τυφλός εγεννήθη; πως ουν άρτι βλέπει;» ( 9, 19 ).
 Φέρνουν ενώπιόν τους τούς γονείς του τυφλού και αρχίζουν την ανάκριση με θυμό και οργή με σκοπό να τούς φοβήσουν και εκβιάσουν, ώστε είτε να αρνηθούν ότι αυτός είναι ο υιός τους, είτε ότι δεν γεννήθηκε πραγματικά τυφλός. Εάν κατόρθωναν να επιτύχουν είτε  την μία είτε την άλλη περίπτωση θα ανέτρεπαν το θαύμα.   Τούς θέτουν τρία ερωτήματα: Είναι αυτός πράγματι ο υιός τους; Γεννήθηκε πράγματι τυφλός; Πως τώρα βλέπει; Εάν δηλαδή πράγματι αυτός είναι ο υιός τους, τότε γιατί ισχυρίζονται ότι γεννήθηκε τυφλός, και τον παρουσιάζουν ως τυφλό σ’ όλο τον κόσμο ενώ δεν είναι πραγματικά τυφλός; Για να κερδίζουν ελεημοσύνη απ’ αυτόν; Διότι πως εξηγείται ότι τώρα βλέπει; Όπως θα δούμε δε στη συνέχεια όσο αυτοί προσπαθούν να συσκοτίσουν το θαύμα τόσο πιο φανερό το καθιστούν.
«Απεκρίθησαν δε αυτοίς οι γονείς αυτού και είπον. οίδαμεν ότι ούτός εστιν ο υιός ημών και ότι τυφλός εγεννήθη. Πως δε νυν βλέπει ουκ οίδαμεν, η τις ήνοιξεν αυτού τούς οφθαλμούς ημείς ουκ οίδαμεν, αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί αυτού λαλήσει» ( 9, 20-21).
 Δεν μπορούν να αρνηθούν οι γονείς ότι αυτός είναι το παιδί τους, το οποίο γνωρίζουν τόσο καλά όσο κανένας άλλος, διότι συναναστέφονται μαζί του από την ημέρα που γεννήθηκε. Δεν μπορούν να αρνηθούν τα σπλάχνα τους.  Αυτό θα ήταν πολύ φρικτό. Ούτε πάλι το γεγονός, ότι γεννήθηκε τυφλός αφού την τέλεια τύφλωσή του διαπίστωσαν πολλές φορές από την πείρα τους, και έλαβαν τόσες φροντίδες για το παιδί τους εξ’ αιτίας αυτής. Το μόνο που λέγουν είναι, ότι δε γνωρίζουν, πως τώρα βλέπει. Γι’ αυτό το θέμα τούς παραπέμπουν στον υιό τους. Το ότι έγινε θαύμα στο παιδί τους αυτό το διεπίστωσαν. Επίσης από αυτόν έμαθαν και το όνομα του ευεργέτη τους. Είχαν λοιπόν καθήκον και υποχρέωση από ευγνωμοσύνη προς τον ευεργέτη να τον διακηρύξουν και αυτοί με παρρησία, όπως και ο υιός τους. Αυτοί όμως κατεχόμενοι από φόβο και δειλία μήπως τούς αφορίσουν οι Φαρισαίοι, τούς παραπέμπουν για τον τρόπο της θεραπείας στον ίδιο τον υιό τους. Ο υιός μας, λέγουν, είναι ώριμος άνδρας. Αυτός ας απολογηθεί για τον εαυτό του.

(3ον)
Συνεχίζοντες τον ερμηνευτικό σχολιασμό της ευαγγελικής περικοπής της Κυριακής του Τυφλού και σαν συνέχεια των όσων εσημειώσαμε στην προηγούμενη δημοσίευση, προχωρούμε στην ερμηνεία των επομένων στίχων της περικοπής.
«Ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τούς Ιουδαίους. ήδη γαρ συνετέθειντο οι Ιουδαίοι ίνα, εάν τις αυτόν ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. δια τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε» (9,22-23).
Ο φόβος των Ιουδαίων έκαμε τους γονείς να παρασιωπήσουν το όνομα του ευεργέτη τους, αν και το είχαν πληροφορηθεί από τον υιό τους. Φοβήθηκαν να ομολογήσουν τον Χριστό, για να μη τούς διώξουν από τη συναγωγή.  Οι Φαρισαίοι είχαν απειλήσει, ότι θα αφορίσουν εκείνον που θα ομολογούσε τον Χριστό ως Μεσσία. Το ότι όμως δεν τον ομολόγησαν είναι σαν να τον αρνήθηκαν όπως βεβαιώνει ο Κύριος: «ο μη ων μετ’ εμού, κατ’ εμού εστί» (Ματθ.12,30). Προτίμησαν να αρνηθούν το Χριστό για να μην υποστούν διωγμό.
 Πολλοί, δυστυχώς, χριστιανοί σήμερα προτιμούν τον εύκολο δρόμο της ένοχης σιωπής από την ομολογία της πίστεως, για να βολευθούν στη ζωή αυτή και να αποφύγουν θλίψεις, κινδύνους, διωγμούς και περιπέτειες. Εκείνο που δείχνει πόσο γνήσιοι χριστιανοί είμαστε είναι, το κατά πόσον υποστήκαμε η είμαστε έτοιμοι να υποστούμε θυσίες χάριν της πίστεώς μας προς τον Χριστό. Μια χριστιανική ζωή εύκολη που δεν στοιχίζει τίποτε, δεν μπορεί να είναι αληθινή. Οι άγιοι μάρτυρες και ομολογητές της Εκκλησίας απέδειξαν τη γνήσια αγάπη τους προς τον Χριστό με την μαρτυρική τους ομολογία.
«Εφώνησαν ουν εκ δευτέρου τον άνθρωπον ος ην τυφλός, και είπον αυτώ. δος δόξαν τω Θεώ, ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστίν» ( 9, 24 ).
Αφού διεπίστωσαν, ότι από την ανάκριση των γονέων δεν κατάφεραν να  διαψεύσουν το θαύμα, επανέρχονται  πάλι στον πρώην τυφλό. Μεθοδεύουν με άλλο, πολύ πονηρό, τρόπο το πράγμα, ώστε να επιτύχουν, αυτό που θέλουν. Δεν τολμούν να του ζητήσουν φανερά να αρνηθεί την θεραπεία του, γιατί αυτό θα ήταν ολοφάνερα ψευδές και αδιάντροπο. Προσπαθούν με το πρόσχημα της ευσεβείας να τον πείσουν να αρνηθεί  τον Χριστό.  Τον καλούν λοιπόν και πάλι και του λέγουν.  Δόξασε τον Θεό για το θαύμα που έγινε σ’ εσένα, διότι ο Θεός σε θεράπευσε και όχι ο Ιησούς.  Ομολόγησε, ότι ο Χριστός δεν σου έκαμε τίποτε.  Εμείς που είμαστε διδάσκαλοι του Μωσαϊκού νόμου, και άρα οι πλέον ειδικοί για να αποφανθούμε, μπορούμε να βεβαιώσουμε, ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός. Τον κατηγορούν ως αμαρτωλό καθ’ όν χρόνον ουδέποτε  μπόρεσαν να τον ελέγξουν έστω και για την παραμικρή αμαρτία, ακόμη και όταν ο ίδιος ο Ιησούς τούς προκάλεσε: «τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;» (Ιω. 8, 46).  Αλλά και για την κατηγορία της δήθεν παραβάσεως της αργίας του Σαββάτου πολλές φορές απολογήθηκε και την ανέτρεψε.
«Απεκρίθη ουν εκείνος και είπεν. ει αμαρτωλός εστιν ουκ οίδα, εν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω» (9, 25).
 Λέγει ότι δεν γνωρίζει, αν ο Ιησούς είναι αμαρτωλός, όχι γιατί αμφιβάλλει για την αγιότητά του. Πως μπορούσε να αμφιβάλλει, αφού μόλις προ ολίγου τον ονόμασε προφήτη; Κατασκευάζει έτσι το λόγο, για να προβάλει το θαύμα και μέσω αυτού να ανατρέψει τον ισχυρισμό τους.  Είναι σαν να έλεγε: δε θα παραδεχθώ εγώ σαν αμαρτωλό έναν άνθρωπο, που κάνει τέτοια μεγάλα θαύματα. Ένα πράγμα ξέρω πολύ καλά, για το οποίο μπορώ να σας βεβαιώσω με δύναμη, ότι πρώτα ήμουν τυφλός και τώρα βλέπω.  Και αυτός που μου έδωκε το φως είναι ο Ιησούς. Αυτό το ίδιο το θαύμα του σας διαψεύδει. Το θαύμα τα λέγει όλα, φωνάζει από μόνο του. Γιατί κλείνετε τα μάτια σας και δεν θέλετε να δείτε την αλήθεια;
«Είπον δε αυτώ πάλιν. τι εποίησέ σοι; πως ήνοιξέ σου τούς οφθαλμούς;  απεκρίθη αυτοίς, είπον υμίν ήδη, και ουκ ηκούσατε, τι πάλιν θέλετε ακούειν; μη και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι;» (9, 26-27).
Προηγουμένως προσπάθησαν να πείσουν τον τυφλό, ότι το θαύμα δεν το έκαμε ο Ιησούς, αλλά ο Θεός Πατέρας. Γι’ αυτό και του ζητούν να δοξάσει το Θεό και να αρνηθεί τον Χριστό. Επειδή όμως δεν το κατόρθωσαν, αρχίζουν πάλι την ανάκριση με την ελπίδα ότι θα βρουν αυτή τη φορά κάποιο καινούργιο στοιχείο για να κατηγορήσουν τον Χριστό.  Ελπίζουν ότι με την νέα ανάκριση ο πρώην τυφλός δεν θα πη τα ίδια ακριβώς όπως και πριν, αλλά θα πη κάτι το διαφορετικό, η και αντίθετο σε σχέση με την πρώτη απολογία του. Έτσι εκμεταλλευόμενοι την αντίθεση των λόγων του, θα τον απεδείκνυαν ψεύτη.  Και πάλι, με περισσότερη μάλιστα παρρησία, τούς απαντά ο πρώην τυφλός. Σας διηγήθηκα, με λεπτομέρειες το θαύμα και όμως εσείς δεν θελήσατε να το παραδεχθείτε και να πιστεύσετε στον Ιησού. Εξακολουθείτε να τον θεωρείτε άνθρωπο αμαρτωλό. Τι κέρδος βγαίνει με το να με ρωτάτε πάλι για τα ίδια πράγματα και εγώ να σας απαντώ άσκοπα; Δεν έχω καμιά διάθεση να ομιλώ συνέχεια για τα ίδια πράγματα, αφού δεν με ρωτάτε με διάθεση να μάθετε και να ωφεληθείτε, αλλά μόνο για να κατηγορήσετε το θαύμα.  Μέχρι τώρα ο τυφλός ομιλούσε ταπεινά και συνεσταλμένα, διότι δεν γνώριζε την πανουργία και διαστροφή των Φαρισαίων. Νόμιζε, ότι τον ρωτούσαν από ενδιαφέρον για να μάθουν. Όταν όμως κατάλαβε, ότι δεν έχουν τέτοιο ενδιαφέρον, ύψωσε την φωνή του και τούς ομίλησε με περισσότερο θάρρος και παρρησία. Τούς επέπληξε με λόγια γεμάτα καυστική ειρωνεία: «μήπως κι’ εσείς θέλετε να γίνετε μαθητές του;». Παράλληλα με τα λόγια αυτά ομολογεί ότι και αυτός ανήκει στούς μαθητές του.
«Ελοιδόρησαν αυτόν και είπον. συ ει μαθητής εκείνου, ημείς δε του Μωϋσέως εσμέν μαθηταί»  ( 9, 28 ).
 Μετά την καυστική ειρωνεία του τυφλού χολώθηκαν οι Φαρισαίοι και οργισμένοι, όπως ήταν επόμενο, τον έβρισαν και τον εξευτέλισαν. Μακάριος ο τυφλός γιατί αξιώθηκε να υβρισθή για την ομολογία και την πίστη του στο Χριστό.  Τον μακαρίζει ο ίδιος ο Χριστός: «μακάριοι όταν ονειδίσωσιν υμάς...» (Λουκ. 6, 22).  Οι ύβρεις αποτελούν στέφανον δόξης γι αυτόν. Εμείς, λέγουν, ποτέ δεν θα γίνουμε μαθητές εκείνου, γιατί είμαστε μαθητές του Μωϋσέως. Και όμως αν ήσαν πραγματικοί μαθητές του Μωϋσέως, θα γινόταν και μαθητές του Χριστού. Τούς το είπε προηγουμένως ο Κύριος: «εάν πιστεύατε στον Μωϋσή θα πιστεύατε και σε μένα» (Ἰω. 5, 46). Μεταξύ Μωϋσέως και Χριστού υπάρχει απόλυτη αρμονία. Ο Μωϋσής με τον νόμο που παρέλαβε από τον Θεό, προπαρασκεύασε τον λαό του Θεού για να υποδεχθή κατόπιν τον ερχομό του Μεσσία. Ο Ιησούς ολοκλήρωσε και τελειοποίησε τον Μωσαϊκό νόμο.
«Ημείς οίδαμεν ότι Μωϋσεί λελάληκεν ο Θεός. τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν» ( 9, 29 )
 Από που το γνώριζαν ότι στον Μωϋσή μίλησε ο Θεός; Το έμαθαν γιατί μαρτυρείται στη Γραφή, την οποία παρέλαβαν  από τούς προγόνους των. Πιστεύουν στη μαρτυρία της Γραφής, γιατί θεωρούν τούς προγόνους των αξιόπιστους μάρτυρες. Ο Χριστός όμως δεν ήταν πιο αξιόπιστος από αυτούς, αφού πλέον με τόσα πολλά θαύματα απεδείκνυε ότι έχει έρθει από το Θεό και λέγει τα λόγια του Θεού; Ασφαλώς. Τα σχετικά με τον Μωϋσή δεν τα είδαν, αλλά τα πληροφορήθηκαν από την Γραφή και τα επίστευσαν, ενώ τα θαύματα του Χριστού δεν τα πληροφορήθηκαν, αλλά τα είδαν και όμως δεν πίστευσαν.  Λέγουν ότι δεν τον γνωρίζουν με ένα ύφος γεμάτο υπερηφάνεια και καταφρόνηση. Σαν να λέγουν δηλαδή: Εμείς πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στον Μωϋσή, στον οποίο ομίλησε ο Θεός, και όχι σ’ αυτόν, στον οποίο δεν ομίλησε ο Θεός.  Η άγνοιά τους όμως είναι αδικαιολόγητη. Όφειλαν να εξετάσουν περισσότερο από όλους, αντικειμενικά και αμερόληπτα, χωρίς προκατάληψη και πάθος, την αγία ζωή του, τα θαύματά του, την διδασκαλία του. Έτσι θα είχαν μπροστά τους όλες  εκείνες τις ενδείξεις και μαρτυρίες, που θα τούς έπειθαν, ότι αυτός είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας. Η ανάγκη της έρευνας ήταν τόσο περισσότερο επιτακτική, καθ’ όσον την εποχή εκείνη υπήρχε μεταξύ του λαού έντονη η προσδοκία της ελεύσεως του Μεσσία. Για τούς Φαρισαίους ο Ιησούς παραμένει άγνωστος, γιατί είναι εκ των προτέρων αποφασισμένοι να παραμείνουν στην απιστία.
«Απεκρίθη ο άνθρωπος  και είπεν αυτοίς. εν γαρ τούτω θαυμαστόν εστίν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τούς οφθαλμούς» (9, 30 ).
Από τον στίχο αυτό μέχρι και τούς δύο επομένους παίρνει ακόμη  περισσότερο θάρρος ο τυφλός, και ομιλεί με πολλή περισσότερη παρρησία. Είναι πολύ παράδοξο, λέγει, ότι αγνοείτε τον άνθρωπο αυτόν και γι’ αυτό είστε τελείως αδικαιολόγητοι. Ο Ιησούς δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο ανάξιο της προσοχής σας. Το ότι μου άνοιξε τα μάτια  αυτό μαρτυρεί ότι είναι μια μεγάλη προσωπικότητα, ένας μεγάλος προφήτης που έχει έρθει από το Θεό, με τη δύναμη του οποίου κάμει τέτοια θαύματα.
«Οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ’ εάν τις θεοσεβής η και το θέλημα αυτού ποιή τούτου ακούει» (9, 31 ).

 Εσείς τον ονομάσατε αμαρτωλό τελείως άδικα και αυθαίρετα, χωρίς να μπορείτε να στηρίξετε την κρίση σας πουθενά. Στούς  αμαρτωλούς ο Θεός δεν υπακούει, ώστε να κάμει τέτοια θαύματα δια μέσου αυτών, διότι και αυτοί δεν υπακούουν στο θέλημά του και έχουν αποξενωθεί απ’ αυτόν. Αντίθετα υπακούει στο θέλημα των πιστών και αφοσιωμένων σ’ αυτόν δούλων του, που φυλάσσουν το θέλημά του. Τους λόγους αυτούς του πρώην τυφλού επιβεβαιώνει και η Γραφή: «θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών εισακούσεται»  (Ψαλμ. 144,19).  Αφού λοιπόν ο Θεός υπακούει στο θέλημα του Ιησού και κάνει τέτοια θαύματα, άρα και αυτός τηρεί πιστά το θέλημα του Θεού και δεν μπορεί να είναι αμαρτωλός.  Βέβαια τα λόγια αυτά δεν ισχύουν απόλυτα. Ο Θεός ακούει επίσης και τις προσευχές αυτών που είναι μεν αμαρτωλοί, αλλά που μετανοούν για την προηγούμενη ζωή τους, που μισούν την αμαρτία και αγωνίζονται να ελευθερωθούν από αυτήν. Έτσι ο Θεός δέχθηκε την προσευχή του τελώνου, της πόρνης και του ληστού και τούς χάρισε την άφεση των αμαρτιών. (Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)