10/3/16

Αναλυτικό Υπόμνημα της ΠΕΘ για τα «προβλήματα του αναθεωρημένου Προγράμματος Σπουδών 2014» προς την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος

Αναλυτικό Υπόμνημα της ΠΕΘ για τα «προβλήματα του αναθεωρημένου Προγράμματος Σπουδών 2014», που εστάλη στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος
Αθήνα, 26 Φεβρουαρίου 2016
Αριθμ. Πρωτ.:   27
Προς
Τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμον, Πρόεδρον και άπαντες τους Ιεράρχες της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ  ΤΟΥ  ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΟΥ 
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ  ΣΠΟΥΔΩΝ  2014


Μακαριώτατε,
Άγιοι Αρχιερείς,
Το αναθεωρημένο Πρόγραμμα Σπουδών[1] ΠΣ του 2014, όπως και το ΠΣ του 2011[2] αφορά, ως γνωστόν, σε μαθητές από την Γ΄ Δημοτικού έως την Γ΄ Γυμνασίου. Συνεξετάζει, ταυτόχρονα και με αυθαίρετο συνδυασμό στοιχείων, τον Χριστιανισμό, τον Ιουδαϊσμό, το Ισλάμ, τον Ινδουισμό, το Βουδισμό, τον Ταοϊσμό - στη δε Α΄ Γυμνασίου προστίθεται και ο Κομφουκιανισμός[3] - ως ένα σύνολο που του αποδίδονται διάφορα ονόματα: «θρησκεία»[4], «ο κόσμος της θρησκείας[5], «θρησκευτικές παραδόσεις[6], «θρησκευτικό φαινόμενο στην πολυμορφία του»[7], «οι θρησκείες του κόσμου»[8].
Η τεχνητή-επιφανειακή σύγκλιση του Χριστιανισμού με τις θρησκείες, με βάση τα τυπικά, ετερόκλητα χαρακτηριστικά τους -αφού πρόκειται για εντελώς διαφορετικά θεολογικά πεδία και διαφορετικά πρότυπα- οδηγούν αφενός σε εσφαλμένα επιστημονικά συμπεράσματα και, αφετέρου, στον συγκρητισμό και, φυσικά, όλο αυτό το συνονθύλευμα είναι ασύμβατο με τον Χριστιανισμό. Πρόκειται για ένα πολυθρησκειακό συγκρητιστικό μόρφωμα, το οποίο συγγράφηκε για να στηρίξει τα σχέδια ανάμειξης των πολιτισμών, των λαών και των θρησκειών που εφαρμόζονται με την εκμετάλλευση του φαινομένου της πολυπολιτισμικότητας και του πλουραλισμού, μολονότι η διδασκαλία του ΜτΘ, με βάση τις αρχές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, «δεν συνιστά παραβίαση των αρχών του πλουραλισμού και της αντικειμενικότητας, ούτε οδηγεί σε κατήχηση»[9].
Είναι ευνόητο ότι η διδασκαλία της πολυθρησκείας σημαίνει, ουσιαστικά, απαξίωση και κατάργηση του ορθοδόξου μαθήματος των Θρησκευτικών, του οποίου η διδασκαλία είναι υποχρεωτική για την Πολιτεία, όπως υποχρεωτική είναι και η κατάρτιση των Προγραμμάτων διδασκαλίας του μαθήματος με ύλη σύμφωνη με το δόγμα της χριστιανικής πίστης[10]. Την ισχύουσα έως σήμερα διδασκαλία του ορθοδόξου μαθήματος, θεωρούν οι συντάκτες του ΠΣ ως μονοφωνία[11] και ως «ιδεολογικό εγκιβωτισμό σε απολυτοποιημένες ερμηνείες και στάσεις ζωής»[12], και επιδιώκουν τη μετατροπή του, με το επιχείρημα ότι «…ένα ΜτΘ το οποίο περιορίζει τη γνώση των μαθητών αποκλειστικά και μόνο στη δική τους θρησκευτική παράδοση έχει πλέον φτάσει στα όριά του»[13].
Έτσι, αποφασίζουν την αντικατάσταση του ΜτΘ με ένα πολτό που περιέχει τον Χριστιανισμό στις (3) εκδοχές του και (6) Θρησκείες. Το νέο προτεινόμενο Πρόγραμμα αναφέρει σχετικά ότι «η θρησκευτική μάθηση (ΘΜ), που παράγεται στο πλαίσιο του ΜτΘ, επιχειρεί την υπέρβαση της θρησκευτικής απολυτότητας (συμμόρφωση με χριστιανικές αξίες)»[14]Το ΜτΘ παύει να είναι χριστοκεντρικό και εστιάζει πλέον τη διδασκαλία του «στην ιστορική, κοινωνική  και ανθρώπινη διάσταση των θρησκειών», γίνεται δηλαδή «ανθρωποκεντρικό»[15] - πολυθρησκευτικό- συγκρητιστικό.
Η αλλαγή αυτή, όπως ισχυρίζονται οι συντάκτες, θεμελιώνεται στις διεθνείς εξελίξεις[16] που βίωσε η ανθρωπότητα στις αρχές του 21ου αιώνα, εννοώντας το τρομοκρατικό χτύπημα στους «δίδυμους πύργους», την 11η Σεπτεμβρίου του 2001»[17].         
Έτσι, όμως, το ΜτΘ χάνει τον δικό του θεολογικό λόγο ύπαρξης και υποτάσσεται στις εκάστοτε επικρατούσες ιδεολογίες, συνθήκες και εξελίξεις. Αντί να βασίζεται και να ελκύει στην εν Χριστώ αλήθεια τους μαθητές, με πραγματικό σεβασμό προς στην ετερότητα, σχεδιάζεται για να υπηρετεί τους σκοπούς των εκάστοτε πολιτικών και ιδεολογικών εξελίξεων, κάτω από τον μανδύα του σεβασμού της ετερότητας και της αντιμετώπισης των συγκρούσεων. Αυτά όλα, φυσικά, ούτε νομική ισχύ έχουν, ούτε σχετίζονται με τον σεβασμό της ετερότητας, την οποία η Ορθόδοξη παράδοση αποδέχεται και διδάσκει, «λόγω και έργω»  απόλυτα και συνειδητά.
Συμβαίνει δε και το εξής προβληματικό: Η μεν διδασκαλία του εν λόγω ΠΣ να προκαλεί συνειδησιακές συγκρούσεις και μεταβολές στους Ορθόδοξους μαθητές και καθηγητές, επειδή στην προσανατολισμένη στη χριστιανική πίστη συνείδηση τοποθετούνται, παραπλανητικά, με ισόκυρη ισχύ, διάφορες θρησκειακές ετεροδιδασκαλίες· τα δε προβλήματα των συγκρούσεων, της βίας, του ρατσισμού, των διακρίσεων και του κοινωνικού αποκλεισμού, τα οποία το ΠΣ, δήθεν ενδιαφέρεται να επιλύσει, δεν μπορούν να επιλυθούν μέσα από την υποτίμηση και περιθωριοποίηση των οικείων χριστιανικών προτύπων των μαθητών. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην Ορθοδοξία ούτε η λύση του βρίσκεται στον επιχειρούμενο συμφυρμό ξενόφερτων θρησκευτικών «αξιών και προτύπων», καθόσον η αληθινή αιτία αυτών των όντως απαράδεκτων προς τον «διαφορετικό» συμπεριφορών εστιάζεται στο πάθος τους εγωκεντρισμό, τον οποίο θεραπεύει μόνον η ορθόδοξη πρόταση της εν Χριστώ πίστεως και ζωής· τη μοναδικότητα όμως αυτής της ζωής, που είναι ανάγκη να γνωρίσουν οι μαθητές, ως Χριστιανοί, απορρίπτει το νέο ΠΣ ως μονοθρησκευτική[18] και ως ιδεολογικό εγκιβωτισμό.
Υποστηρίζουν ότι συνέταξαν ένα νέο ΠΣ για το ΜτΘ, για να στηρίξουν «το δικαίωμα όλων των παιδιών για θρησκευτική εκπαίδευση», και να επιτύχουν δύο στόχους: α) «να συμμετέχουν όλα τα παιδιά χωρίς καμία διάκριση και ανεξάρτητα από τη θρησκευτική ή μη δέσμευσή τους» και β) «να αναδειχθούν οι θρησκευτικές αξίες σε πεδία διαλόγου, συνάντησης και ειρηνικής συνύπαρξης των ανθρώπων, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις ή και τις διαφορές τους», διότι, όπως λένε, «οι θρησκείες συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των συγκρούσεων και στη συνοχή της σύγχρονης πολυπολιτισμικής κοινωνίας»[19].
Στο σημείο αυτό, και προπαντός άλλου, αξίζει να επισημανθεί, πως οι συντάκτες του ΠΣ, ως Ορθόδοξοι Θεολόγοι, και μάλιστα με μεταπτυχιακές σπουδές, γνωρίζουν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αγαπά και σέβεται τον άνθρωπο χωρίς διακρίσεις φύλου, χρώματος, εθνικότητας, θρησκευτικών πεποιθήσεων, με βάση τον λόγο του Ευαγγελίου[20]. Αλλά και ως Έλληνες, γνωρίζουν ότι ο λόγος του Χριστού μπόλιασε την ελληνική ψυχή, ώστε να προσφέρεται, ακόμα και να θυσιάζεται[21] για τον συνάνθρωπο.[22] Με βάση λοιπόν το νομικό πλαίσιο, αλλά και ως συνειδητοί Έλληνες, ορθόδοξοι διδάσκαλοι, έχουν ηθική υποχρέωση, να γνωρίσουν στους μικρούς μαθητές την ορθόδοξη πολιτισμική μας κληρονομιά[23] και, μέσα απ’ αυτήν, να τους εμπνεύσουν τον σεβασμό προς την ετερότητα.
Επιπλέον, δε, το επιχείρημα ότι με το νέο ΠΣ στηρίζουν «το δικαίωμα όλων των παιδιών για θρησκευτική εκπαίδευση»[24]είναι καταφανώς παραπλανητικό. Διότι η ανεξιθρησκία, η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, καθώς και τα δικαιώματα της θρησκευτικής ετερότητας είναι ήδη αναγνωρισμένα από το Σύνταγμα και τους νόμους της ελληνικής Πολιτείας, από τις διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις[25] - τις οποίες σέβεται και εφαρμόζει η ελληνική Πολιτεία – ακόμη, δε, είναι κατοχυρωμένα με τις αποφάσεις ΣτΕ 3356/1995, ΣτΕ Ολ. 2281/2001, ΣτΕ 582/2011 και την 115/2012 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων.
Αντίστοιχα, όμως, είναι κατοχυρωμένο, το δικαίωμα των Ορθόδοξων μαθητών να διδάσκονται το μάθημα των Θρησκευτικών, σύμφωνα με τα δόγματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.  Με το ζήτημα αυτό εκτενώς ασχολείται[26] η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων 115/2012, που ορίζει ότι  η Ορθόδοξη διδασκαλία του ΜτΘ δεν αντιτίθεται στις απαιτήσεις του πλουραλισμού, της πολυφωνίας και της πολυπολιτισμικότητας[27]. Στο σημείο αυτό καταρρίπτεται ο βασικός περί του αντιθέτου ισχυρισμός των συντακτών του ΠΣ.
Χρειάζεται να λάβει κανείς υπόψη ότι οι (15) συντάκτες των ΠΣ (του 2011) (αναθεωρημένο το 2014) και του Λυκείου (2015)  μαζί με τον συντονιστή τους, συνέταξαν τα απαράδεκτα αυτά Προγράμματα  εν κρυπτώχωρίς να ζητηθεί η συμμετοχή και η συνεργασία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ούτε των τεσσάρων Τμημάτων των Θεολογικών Σχολών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, ούτε η συμμετοχή των ειδικών Παιδαγωγών των Θεολογικών Σχολών, ούτε της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (ΠΕΘ). Σημειωτέον ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, με βάση τον Καταστατικό της χάρτη, ως βασικό Νόμο λειτουργίας της[28], έχει λόγο να ελέγχει το περιεχόμενο της διδασκαλίας του ΜτΘ, που αφορά στους ορθόδοξους μαθητές, αν δηλαδή αυτό συμφωνεί με τις αλήθειες της Ορθοδοξίας και, γενικά, να μεριμνά για τη χριστιανική αγωγή της νεότητας (Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, άρθρ. 2 και 9).
Το νέο ΠΣ, δομημένο με δεξιοτεχνία για να παραπλανήσει όσους δεν το έχουν μελετήσει επισταμένως στις λεπτομέρειές του, αναφέρει πως το μεγαλύτερο μέρος των προσφερόμενων σε αυτό πληροφοριών, αφορά στον Χριστιανισμό. Tο πρόβλημα του ΠΣ, όμως, δεν είναι ποσοτικό αλλά ποιοτικό.  Με την επίδειξη της ποσότητας, επιτυγχάνει να εντυπωσιάσει και να καθησυχάσει τους μεγάλους, αλλά, με την ισχυρή δράση του πνευματικού δηλητηρίου και της σύγχυσης, που προξενεί η αναμεμειγμένη πολυθρησκειακή διδασκαλία, αλλάζει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ορθόδοξης πίστεως των μαθητών.
Αυτή η αντιχριστιανική και αντιπαιδαγωγική δράση της πολτοποίησης του Χριστιανισμού με τις θρησκείες στη διδασκαλία των θρησκευτικών είναι μία επίθεση στην ορθόδοξη παράδοση, όχι απευθείας, αλλά διά της πλαγίας οδού, για να μπορεί να παραπλανεί επιτηδείως, έτσι, μικρούς και μεγάλους. Επιδίωξη του νέου ΠΣ είναι να δείχνει, μέσω της κατάλληλης και με τους κατάλληλους υποστηρικτές διαφήμισης, με την οποία προβάλλεται, ότι είναι αθώο πρόβατο, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένας επικίνδυνος λύκος.
Ισχυρίζονται, για παράδειγμα, πως υπάρχουν «τρεις κύκλοι» στο ΠΣ, που ο ένας αναφέρεται στην παράδοση της Ορθόδοξης χριστιανικής Εκκλησίας, ο δεύτερος στη γνωριμία με τις μεγάλες χριστιανικές παραδόσεις και τέλος, ο τρίτος στα μεγάλα θρησκεύματα[29]. Στην ουσία, όμως, δεν υπάρχουν τρία χωριστά σύνολα γνώσεων και πληροφοριών, τρεις δηλαδή ξεχωριστοί κύκλοι, αλλά τρεις τεμνόμενοι κύκλοι όπου περιπλέκονται όλες μαζί οι θρησκευτικές παραδόσεις: Η Ορθοδοξία, οι χριστιανικές ομολογίες και οι θρησκείες σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καταργούνται οι διακριτές ταυτότητες και διαφορές.
Αυτή η αλήθεια για το ΠΣ, που δεξιοτεχνικά αποκρύπτεται, αποκαλύπτεται στον Οδηγό Εκπαιδευτικού (ΟΕ), όπου δεσπόζει ο εξής τίτλος κεφαλαίου: «Η διδασκαλία των θρησκειών του κόσμου στους τρεις κύκλους: Η διδασκαλία των θρησκειών του κόσμου ως σύγχρονη ανάγκη και απαίτηση από το ΜτΘ[30].
Στις οδηγίες προς τους Θεολόγους καθηγητές γράφει για το ΠΣ: «Η αποστολή του έχει καταρχήν παιδαγωγικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τους γενικούς σκοπούς της εκπαίδευσης και του ΜτΘ. Βασικός σκοπός του ΜτΘ είναι ο θρησκευτικός γραμματισμός των μαθητών. Δεν μιλούμε για την εξασφάλιση «αντικειμενικής» ενημέρωσης των μαθητών για το θρησκευτικό φαινόμενο ή μονομερούς πληροφόρησης για τη θρησκεία που τους ενδιαφέρει. Πρόκειται για μια αναπτυξιακή μαθησιακή διαδικασία που συνθέτει α) πληροφορίες, γνώσεις, κατανοήσεις, εφαρμογές, αξιολογήσεις, β) στάσεις, συμπεριφορές, πεποιθήσεις, αξίες, ιδέες, συναισθήματα, βιωματικές προσεγγίσεις και γ) νοητικές, συνεργατικές, συμμετοχικές, επικοινωνιακές και εκφραστικές δεξιότητες και ικανότητες. Ο καμβάς αυτού του πλαισίου θρησκευτικής μάθησης δίνει έμφαση σε τέσσερις πόλους ενδιαφερόντων: α) Τις ιδιαίτερες ανάγκες, προσδοκίες και ανησυχίες των εφήβων μαθητών, β) την τοπική θρησκευτική και πολιτιστική παράδοση, γ) το οικουμενικό θρησκευτικό φαινόμενο και δ) τις πανανθρώπινες και καθολικά αποδεκτές παιδαγωγικές και πολιτιστικές αξίες. Επομένως, άλλο πράγμα είναι η «ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης» ως παιδαγωγικός σκοπός της Εκπαίδευσης και άλλο με βάση θρησκευτικά ή εκκλησιαστικά κριτήρια»[31].
Ποια ορθόδοξη παράδοση, επομένως, διδάσκεται και πώς είναι διατεταγμένοι αυτοί οι  κύκλοι, όταν ομολογείται από τους ίδιους ότι στις περισσότερες διδακτικές ΘΕ συνυπάρχουν από κοινού οι θρησκείες με ετερόκλητες και άσχετες μεταξύ τους, ως προς το θεολογικό περιεχόμενο και συμβολισμό τους, πνευματικού και υπαρξιακού περιεχομένου διδασκαλίες;  Έτσι, για παράδειγμα, αναφέρεται ότι «ο θρησκευτικός γραμματισμός στοχεύει στην κριτική ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών με τις γνώσεις, τις αξίες και τις στάσεις ζωής που παρέχει για τις θρησκείες και από τις θρησκείες»[32]. Σημειώνεται ακόμη ότι «το Πρόγραμμα Σπουδών επιτρέπει στο Μάθημα των Θρησκευτικών να υπηρετήσει τη μετάβαση του μαθητή …από το γράμμα στο πνεύμα της θρησκείας, δηλαδή στο υπαρξιακό, λατρευτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό αξιακό της αντίκρισμα»[33].
Ενώ διαβεβαιώνει το ΠΣ ότι δεν επιδιώκεται η «τυπική θρησκειολογική ενημέρωση», ούτε ο «σχετικισμός ή ακόμη χειρότερα ο συγκρητισμός» [34], στην πράξη, όχι μόνον δεν θωρακίζονται οι μαθητές από τη σύγχυση και τον συγκρητισμό, αλλά, καθώς φαίνεται, επιδιώκεται  αυτή η θρησκευτική σύγχυση και ο συγκρητισμός, εξαιτίας της πολυθρησκειακής δομής με την οποία σχεδιάζονται οι διδακτικές ενότητες. Σε ηλικία, που τα παιδιά δεν έχουν ακόμη αναπτύξει την κριτική τους σκέψη και τις απαιτούμενες πνευματικές ικανότητες για να επεξεργαστούν τα σχετικά ζητήματα, οπότε αναγκαστικά μένουν σε μια επιφανειακή αντίληψη, διδάσκονται στοιχεία από (3) εκδοχές του Χριστιανισμού και (6) θρησκειακές πηγές, σε «πρώτο πλάνο», και μάλιστα,  χωρίς διάκριση της αλήθειας· η Αποκάλυψη του Θεού παρουσιάζεται στο ΠΣ ως ισότιμη και ισόκυρη με τις περί θεού ανθρώπινες επινοήσεις και δοξασίες, ως «ποικιλία θρησκευτικών προσανατολισμών»[35]. Για παράδειγμα αναφέρεται ότι οι μαθησιακοί στόχοι και οι προσδοκώμενες επάρκειες των μαθητών της  Δ΄ Τάξης του Δημοτικού είναι με τις γνώσεις που παίρνουν:
·                     «Γνωρίζουν και αξιολογούν τη δράση διάφορων βιβλικών προσώπων, χριστιανών Αγίων καθώς και ιερών και σημαντικών προσώπων από άλλες θρησκευτικές παραδόσεις.
·                     Αναγνωρίζουν γιορτές, σύμβολα, λατρευτικές και ιερές πράξεις του Χριστιανισμού και άλλων θρησκειών και συνειδητοποιούν τη σημασία τους για τη ζωή των ανθρώπων.
·                     Αντιλαμβάνονται την κεντρική θέση της Αγίας Γραφής και άλλων ιερών κειμένων στη ζωή των πιστών και στη συγκρότηση των θρησκευτικών κοινοτήτων.
·                     Προσεγγίζουν την έννοια και τη σημασία του ιερού για τους ανθρώπους
·                     Περιγράφουν ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των θρησκειών
·                     Διατυπώνουν απορίες και ερωτήματα γύρω από το θρησκευτικό φαινόμενο»[36].
Είναι γεγονός και ομολογείται εντός των Προγραμμάτων, ότι το νέο μάθημα «προτείνει ένα πολυθρησκειακό μοντέλο Θρησκευτικής Εκπαίδευσης». Μάλιστα, στα πλαίσια της κριτικής και αναθεωρητικής θέασης και αντιμετώπισης της ορθόδοξης παραδόσεως, υιοθετείται μια μορφή θρησκευτικής Εκπαίδευσης, η οποία, όπως αναφέρεται, «εξαιτίας της μεγέθυνσης του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα των σημερινών κοινωνιών έχει μετασχηματιστεί σε μία διαδικασία πολυθρησκευτικής μάθησης. Η ένσταση σε αυτόν τον μετασχηματισμό της ΘΕ βρίσκεται στο γεγονός ότι “τα πιστεύω”, που βρίσκονται στον πυρήνα των θρησκευτικών πεποιθήσεων αγνοούνται, καθώς η όλη εστίαση της θρησκευτικής εκπαίδευσης αναφέρεται στο πώς θα καλλιεργηθούν οι αξίες της ελευθερίας και της ανεκτικότητας»[37]. Στην κατεύθυνση αυτή μεθοδεύεται εντός του σχολείου να υπάρξει ένα ΜτΘ με τέτοιους αποδομητικούς στόχους και την κατάλληλη κριτική και ανασχηματίζουσα παιδαγωγική μεθοδολογία, που θα «αφυπνίσει την αντίληψη του μαθητή, ώστε:
α) Να συνειδητοποιήσει τις θρησκευτικές προκατανοήσεις του, δηλαδή τη λανθάνουσα ή μερικώς αρθρωμένη θρησκευτική του παράδοση ή κοσμοθεωρία.
β) Nα τον βοηθήσει να μετακινηθεί από τις προκατανοήσεις του και να διαλεχθεί με τις αφηγήσεις και τον λόγο βασικών θρησκευτικών αλλά και κοσμικών παραδόσεων που αρνούνται τη θρησκευτική αλήθεια.
γ) Να ενθαρρύνει τους μαθητές να συνειδητοποιήσουν την ένταση, η οποία αναπτύσσεται μεταξύ της προσωπικής τους άποψης και των προκλήσεων που αυτή δέχεται, εκθέτοντάς τους απευθείας στη θρησκευτική αμφισημία»[38].
Με βάση το ισχύον Διαθεματικό Αναλυτικό Πρόγραμμα[39] που ολοκληρώθηκε με την έκδοση και εγχειριδίων (2003-2006) και όλα τα παλαιότερα Αναλυτικά Προγράμματα, οι θρησκείες διδάσκονται στη Β΄ Λυκείου, κάθε μία ξεχωριστά και σε χωριστές από τις άλλες θρησκείες και τον Χριστιανισμό διδακτικές ενότητες. Είναι βέβαιο ότι αυτό καθορίστηκε τότε, επειδή το πρόβλημα του συμφυρμού των θρησκευτικών πίστεων ήταν και είναι ορατό και γι’ αυτό οι συντάκτες των ΑΠΣ επιδίωξαν, προληπτικά, να θωρακίσουν τους μαθητές έναντι του συγκρητισμού. Κατά τον ίδιο τρόπο, επίσης, σε ξεχωριστές ενότητες, διδάσκονται και στο Πανεπιστήμιο τα ξένα θρησκεύματα. Επομένως, με βάση ποια επιστημονικά, παιδαγωγικά και διδακτικά δεδομένα, μεθοδεύτηκε και σχεδιάστηκε αυτή η πολτοποίηση των θρησκειών και η προσφορά τους στην ελληνική παιδεία, εν γνώσει των υπευθύνων ότι έτσι προκαλείται τεράστια θρησκευτική ζημιά στους μαθητές;
Προκειμένου να καθιερωθεί η εφαρμογή του νέου ΠΣ, χρησιμοποιούνται δύο όπλα, α) η παραπλάνηση και β) οι σύγχρονες μορφές διδασκαλίας.
Αναφορικά με την παραπλάνηση, οι συντάκτες, ενώ διαβεβαιώνουν τη «θεμελίωση της ορθόδοξης χριστιανικής μαρτυρίας στη σχολική εκπαίδευση σε ένα υψηλότερο πνευματικό και θεολογικό επίπεδο»[40], περίτεχνα την αλλοιώνουν, δηλαδή, ουσιαστικά, την καταργούν και εμφανίζουν, τελικά, «τη διδασκαλία των θρησκειών του κόσμου, ως σύγχρονη ανάγκη και απαίτηση από το ΜτΘ». Όπως, μάλιστα, εξηγούν, «με το νέο ΠΣ επιχειρείται για πρώτη φορά η μεθοδικότερη διδασκαλία των θρησκειών στην υποχρεωτική εκπαίδευση[41].
Αναφορικά με το δεύτερο όπλο, οι σύγχρονες παιδαγωγικές και διδακτικές μέθοδοι διδασκαλίας είναι δυνατόν να εφαρμοστούν και στο ισχύον ΜτΘ, χωρίς αυτό να απολέσει την ορθόδοξη ταυτότητά του. Αξίζει μάλιστα να επισημανθεί, ότι, αν πράγματι, ο σκοπός του νέου ΠΣ ήταν η αναβάθμιση του ΜτΘ, προκειμένου να διδάσκεται με σύγχρονο τρόπο, δεν θα υπήρχε αλλοίωση του ορθόδοξου περιεχομένου του.
Λαμβάνοντας δε υπ’ όψη τις τόσες αλλοιώσεις των βασικών θεμάτων του Χριστιανισμού από το ΠΣ, οι σύγχρονες μέθοδοι, μολονότι σ’ ένα βαθμό είναι χρήσιμες, είναι προφανές ότι προβάλλονται για τη συγκάλυψη αυτών των αλλοιώσεων, ώστε το ΠΣ να αποσπάσει την ευλογία της Εκκλησίας, χωρίς να γίνουν αισθητές οι πρωτοφανείς συγκρητιστικές και πολυθρησκειακές αλχημείες που περιέχει, και, φυσικά, για να αποσοβηθεί η αναμενόμενη αντίδραση εκ μέρους των Επισκόπων, των θεολόγων και των ορθόδοξων γονέων.
Είναι προφανές, ότι υπάρχει πλήρης επίγνωση πως η κατάργηση του Ορθόδοξου ΜτΘ και η αντικατάστασή του από την πολυθρησκεία δεν θα μπορούσε να καθιερωθεί, παρά μόνο μέσα από ένα έντεχνο παιδαγωγικό «προσωπείο» που φέρει το νέο ΠΣ. Με αυτήν τη συγκάλυψη των πραγματικών θέσεων και στόχων, διακηρύσσεται πως τάχα το νέο ΠΣ «έχει επίκεντρο την παράδοση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας»[42] και τάχα επιδιώκει την παιδαγωγική και διδακτική αναβάθμιση του ΜτΘ. Και σ’ αυτό το σημείο εντοπίζεται η εξαπάτηση εκ μέρους των συντακτών του ΠΣ, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια.
Οι εν λόγω συντάκτες δικαιολογούν και στηρίζουν την ύπαρξη του Αναθεωρημένου ΠΣ (2014) στη άσκηση «του δικαιώματος όλων των παιδιών για θρησκευτική εκπαίδευση»[43]. Και εδώ, όμως, είναι εμφανής η πλάνη:
α) Δεν αναφέρεται στο νέο ΠΣ ότι το δικαίωμα των παιδιών για θρησκευτική εκπαίδευση συνδέεται άμεσα με το αναφαίρετο και απαραβίαστο δικαίωμα των γονέων να τους δώσουν εκείνοι την επιθυμητή θρησκευτική κατεύθυνση που θέλουν και όχι κάποιοι άλλοι που ακυρώνουν αυθαίρετα αυτό το δικαίωμα. Τη θρησκευτική συνείδηση, όμως, που δίνουν οι γονείς στα παιδιά τους δεν μπορεί κανένα Υπουργείο και κανέναν σχολείο και κανένα Πρόγραμμα να καταργεί ή να αλλοιώνει  κατά το δοκούν. Οι νόμοι ισχύουν στη χώρα αυτή όσο και αν ορισμένοι το αγνοούν.
β) Δεν ανέμενε η πολιτεία το Πρόγραμμα του ΕΣΠΑ για τα θρησκευτικά για να κατοχυρώσει ή να εφαρμόσει τη δυνατότητα και το δικαίωμα σε όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά του σχολείου να μορφώνονται και να παρακολουθούν όλα τα μαθήματα που προβλέπονται στις βαθμίδες της εκπαίδευσης, μεταξύ αυτών και τα Θρησκευτικά. Αυτό ήδη παρέχεται στους μαθητές του ελληνικού σχολείου και σε κανένα παιδί δεν αίρεται αυτό το δικαίωμα.
γ) Δίπλα σε αυτό το δικαίωμα, όμως, υπάρχει και το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας και της θρησκευτικής ελευθερίας, που δίνει το δικαίωμα σε όσους μαθητές να δηλώνουν νόμιμα, μέσω των κηδεμόνων τους, ότι δεν είναι ορθόδοξοι αλλά άθεοι, αλλόθρησκοι ή αλλόδοξοι, να μην πιέζονται να παρακολουθούν το μάθημα, αλλά αν το επιθυμούν να απαλλάσσονται και να παρακολουθούν σ αυτήν την ώρα κάποιο άλλο.
δ) Η επιτυχής έως σήμερα ανοικτή διδασκαλία του ΜτΘ, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι τα αλλόθρησκα ή αλλόδοξα ή αυτά που δηλώνουν άθεα παιδιά, ενώ δικαιούνται να απαλλαγούν από τα θρησκευτικά, αυτά μένουν εκουσίως σε ποσοστό συντριπτικό 99% και παρακολουθούν, εξετάζονται και βαθμολογούνται στο μάθημα και, ποτέ δεν υπήρξαν ούτε διαμαρτυρίες ούτε αιτήματα ούτε ενστάσεις αυτών των ίδιων ή των γονέων τους.
Η διάθεση αυτή των μαθητών που εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία και τα ποσοστά των μη-απαλλαγών είναι ήδη εδώ και χρόνια και κάθε χρόνο γνωστή στο Υπουργείο Παιδείας και στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής και φυσικά στους συντάκτες του Προγράμματος. Αυτοί που αποφάσισαν να συντάξουν ένα τέτοιο τερατώδες σε ποιότητα πολυθρησκειακό Πρόγραμμα, και που αναστάτωσαν και δίχασαν τον θεολογικό κόσμο –και όχι μόνον- με μη ορθόδοξες και μη ορθές από πλευράς παιδαγωγικής δεοντολογίας θέσεις οφείλουν να απαντήσουν και να πουν με επιχειρήματα:
α) Σε ποιες επίσημες έρευνες ή  παιδαγωγικές θεωρίες βασίζεται η μείξη των θρησκειών και των θρησκευτικών εννοιών και σε ποια ευρωπαϊκή χώρα υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε ένα τέτοιο ακατάλληλο πρόγραμμα;
β) Γιατί ίσχυσε μόνον στα θρησκευτικά και δεν χρησιμοποιήθηκε και σε ένα άλλο μάθημα του Νέου Σχολείου, η νέα αυτή μορφή δόμησης των περιεχομένων, που δεν λαμβάνει υπόψη το πνευματικό επίπεδο των παιδιών και αναμειγνύει, μάλλον σκόπιμα, σχεδόν σε κάθε διδακτική ενότητα,  γνώσεις και πληροφορίες που αφορούν στο περιεχόμενο ενός σχολικού μαθήματος;
γ) Έχουν υπόψη τους οι συντάκτες του νέου ΠΣ κάποια αιτήματα μαθητών ή των κηδεμόνων τους, που είναι είτε ορθόδοξοι είτε άθεοι, αλλόθρησκοι ή αλλόδοξοι, που ζητούν, αντί του ορθοδόξου μαθήματος, να διδάσκονται ένα πολυθρησκειακό μάθημα;
δ) Ποια συγκεκριμένα και επιστημονικά αιτήματα ή ανάγκες εξυπηρετεί η σύνταξη ενός τέτοιου πολυθρησκειακού Προγράμματος Θρησκευτικών, που με τη μορφή αυτή απευθύνεται υποχρεωτικά σε όλους τους μαθητές;
ε) Μήπως έχουν στα χέρια τους κάποια εμπειρική έρευνα που απευθύνθηκε στους μάχιμους Θεολόγους και δικαιώνει την επιλογή της πολυθρησκειακής δομής της διδασκαλίας από το Δημοτικό έως το Λύκειο;
ζ) Έχουν υπόψη τους ότι στην περίπτωση που θα εφαρμοζόταν το Πρόγραμμά τους, πολλές χιλιάδες ορθοδόξων μαθητών θα ζητούσαν απαλλαγή από αυτό; Ή πιστεύουν ότι η ορθόδοξη συνείδηση έπαυσε να αποτελεί χαρακτηριστικό των εκατομμυρίων Ελλήνων πιστών Χριστιανών;
η)  Ερεύνησαν, εάν το εγχείρημά τους συμφωνεί με το νομικό καθεστώς της Ελλάδος;
θ) Εάν δεν υπάρχουν στοιχεία που να στοιχειοθετούν θεολογικά, παιδαγωγικά, νομικά και κοινωνικά την αλλαγή του ισχύοντος Αναλυτικού Προγράμματος και των βιβλίων του 2003-2006, τότε αυτή η αλλαγή είναι απόλυτα παράνομη, ύποπτη και φυσικά, επιλήψιμη, όπως, επίσης, επιλήψιμη είναι και η πιλοτική εφαρμογή και διδασκαλία του  σε μαθητές και η πείσμονη προσπάθεια όλων εκείνων που προσπαθούν να παραπλανήσουν και να το επιβάλουν στην κατά τη συντριπτική της πλειονοψηφία ελληνική νεολαία.    
Οι ίδιοι πάντως οι συντάκτες των νέων Προγραμμάτων του Δημοτικού – Γυμνασίου του (2011) - (αναθεωρημένο το 2014) και του Λυκείου (2015) δέχονται πως στα διδακτικά βιβλία, που  διδάσκονται έως σήμερα με το ισχύον ΑΠΣ[44], «η θρησκευτική ύλη προσεγγίζεται με πνεύμα διαλόγου, ελευθερίας και καταλλαγής, χωρίς ομολογιακή εμμονή, κατηχητισμό, φανατισμό ή μισαλλοδοξία», πώς «η προσπάθεια του 2003 αναδεικνύει ένα ΜτΘ, που βοηθά στην κατανόηση της Παράδοσης και εκφράζει τον θρησκευτικό πολιτισμό μας και τον διάλογο με τον θρησκευτικά «άλλον» και «διαφορετικό». Πώς, λοιπόν, από τη μια εξυμνούντο ισχύον ΑΠΣ του 2003, το οποίο, μάλιστα, οι ίδιοι συνέταξαν και αναγνωρίζουν την πλήρη λειτουργικότητά του[45] και από την άλλη επιτίθενται με μανία εναντίον του επιδιώκοντας την κατάργησή του;
Πώς είναι δυνατόν να καταργούν το δικό τους δημιούργημα, προκειμένου να στηρίξουν το δικαίωμα στην ετερότητα[46], ενώ οι ίδιοι ομολογούν ότι το ισχύον ΑΠΣ σέβεται την ετερότητα, δηλ. τις πεποιθήσεις και το πρόσωπο κάθε μαθητή. Είναι βέβαιο ότι πρόκειται όχι για απλή αντίφαση, αλλά για παραλογισμό, διότι, αφενός ισχυρίζονται ότι επιδιώκουν, με το νέο ΠΣ, να λύσουν ένα ήδη λυμένο πρόβλημα με το ισχύον Πρόγραμμα και, αφετέρου, προφασίζονται ότι αυτό που κάνουν το κάνουν, διότι σέβονται την ετερότητα και το δικαίωμα των αλλόθρησκων μαθητών, τη στιγμή που αυτό που τους προσφέρουν ως διδασκαλία δεν είναι η θρησκεία τους, αλλά ένα μείγμα (9) διαφορετικών θρησκευτικών εκδοχών!! Σέβεσαι κάποιον, όταν σέβεσαι το πιστεύω του, όχι ένα μείγμα διαφορετικών θρησκειών που θέλεις να του επιβάλεις.
Γνωρίζουν και πώς οι συντάκτες τι θέλουν οι αλλόθρησκοι μαθητές; Έλαβαν υπόψη ότι ελεύθερα και αβίαστα ζητούν και συμμετέχουν, εδώ και χρόνια,  σχεδόν όλοι οι εν λόγω μαθητές, στη διδασκαλία του ισχύοντος ορθοδόξου Προγράμματος; Εξέτασαν, αν το πολυθρησκειακό ΠΣ, που αυτοί μεθοδευμένα συνέταξαν, το θέλουν και θα το παρακολουθήσουν οι εν λόγω μαθητές;  Διότι, όπως φαίνεται, το ενδιαφέρον τους γι’ αυτούς του  μαθητές δεν είναι ειλικρινές.
Ισχυρίζονται ότι στόχος τους είναι να προσφέρουν στους διαφορετικούς μαθητές το θρησκευτικό τους δικαίωμα, στην πραγματικότητα, όμως, τους προσφέρουν ένα δικαίωμα, όπως το αντιλαμβάνονται και το εννοούν οι συντάκτες, δηλαδή, όχι τη διδασκαλία της θρησκείας εκάστου μαθητή –αφού ομιλούν για σεβασμό των θρησκευτικών δικαιωμάτων του διαφορετικού- αλλά μια πολυθρησκειακή θρησκεία και μάλιστα υποχρεωτικά.
Η αλήθεια είναι ότι οι «διαφορετικοί μαθητές» είναι απλώς μία μεθοδευμένη πρόφαση. Ο στόχος του νέου ΠΣ είναι η κατάργηση της ορθόδοξης συνείδησης και ταυτότητας των ορθοδόξων μαθητών  μέσω της κατάργησης της ορθόδοξης διδασκαλίας τους στο σχολείο και η επιβολή της πολυθρησκείας που θα προετοιμάσει την πανθρησκεία για όλους τους μαθητές ορθοδόξους και μη. Και αυτό, διότι, τελικά, προκειμένου να επιτύχουν την επιθυμητή  κατ’ αυτούς σύγκλιση, από την μια πλευρά αλλοιώνουν το περιεχόμενο του ισχύοντος ΜτΘ για τους Ορθόδοξους μαθητές, ενέργεια απαράδεκτη, μη θεολογική, παράνομη και αντισυνταγματική και, αφετέρου, διαστρέφουν τη θρησκευτική συνείδηση και των μεν και των δε μέσω της πολυθρησκείας που επιβάλλουν για όλους.  
  
Για ποιο Θεό κάνει λόγο το ΠΣ;

Οι συντάκτες του ΠΣ συνεξετάζουν τον Χριστιανισμό και έξι θρησκείες ως «ποικιλία θρησκευτικών προσανατολισμών»[47], ως «θρησκευτικό φαινόμενο στην ποικιλομορφία του»[48]. Δεν τους απασχολεί όμως καθόλου το θέμα της σύγχυσης και  της δεκτικότητας των μαθητών και γι’ αυτό δεν ενδιαφέρονται για το ερώτημα, ποιος, τελικά, είναι ο αληθινός Θεός, μέσα σε αυτό το ανάμεικτο πάνθεον, που θέλουν να διδάσκεται στο σχολείο.
Θα έπρεπα να λάβουν υπόψη, όμως, ότι μια τέτοια νεφελώδης διδασκαλία υπηρετεί τη σκόπιμη εκκοσμικευμένη αντίληψη της Νέας Εποχής, η οποία το «πνεύμα διαλόγου, ελευθερίας και καταλλαγής» και το ενδιαφέρον για τον διαφορετικό, το χρησιμοποιείγια να μην υπάρχει ξεκάθαρη αντίληψη για τον Θεό! Το ΠΣ συσκοτίζει περίτεχνα την αντίληψη των μικρών μαθητών για το ποιος είναι ο δικός τους Θεός και Λυτρωτής, που σώζει τον άνθρωπο, καθώς και ποια είναι η αληθινή κοινωνία μαζί Του. Η ξεκάθαρη ορθόδοξη απάντηση, η απάντηση και η αλήθεια της δικής τους πίστεως σ’ αυτό το ερώτημα χαρακτηρίζεται «ομολογιακή εμμονή, κατηχητισμός, φανατισμός ή μισαλλοδοξία»[49] και, φυσικά, αποκλείεται ή δίδεται υποχρεωτικά, κουτσουρεμένη, αλλοιωμένη και προπαντός αναμεμειγμένη και σχετικοποιημένη μαζί με το τι πιστεύουν όλες οι γνωστές θρησκείες! Αυτή η ποικιλία όχι απλώς δεν προσφέρει τίποτα στα παιδιά αλλά επιπλέον τους καταστρέφει με την προκαλούμενη σύγχυση και αυτό που πιστεύουν.
Σ’ αυτή τη λογική κινούνται όλες οι Θ.Ε.:
Για παράδειγμα, στη Γ΄ Δημοτικού, στη Θ.Ε. «Η χαρά της γιορτής»[50], μεταξύ των βασικών θεμάτων, οι μαθητές διδάσκονται ν’ αναγνωρίζουν «σύμβολα και ονόματα του Θεού» από τον Χριστιανισμό, τον Ιουδαϊσμό, το Ισλάμ και τον Ταοϊσμό, ως να πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Ακολουθούν συγκρητιστικές ασκήσεις με ζωγραφιές, κατασκευές κουτιών, πόστερ, όπου τοποθετείται παράλληλα ή στον ίδιο χώρο, συνολικά το θρησκειακό υλικό από τον Χριστιανισμό και τις θρησκείες[51]. Η συνολική και χωρίς διάκριση των διαφορών ενασχόληση και επεξεργασία με αυτήν την θρησκειακή ποικιλία οδηγεί τα μικρά παιδιά στο ψευδές συμπέρασμα, ότι ο Χριστιανισμός και οι θρησκείες είναι όμοιες και ότι ο Θεός γενικά και αόριστα είναι συστατικό στοιχείο και της πίστεώς τους και των θρησκειών, αφού κάθε θρησκεία έχει κι έναν τουλάχιστον Θεό.
Αυτή η εντύπωση εμπεδώνεται και σε άλλες Θ.Ε., όπως για παράδειγμα:
Στη Θ.Ε. της Δ΄ Τάξης Δημοτικού:  «Όταν οι άνθρωποι προσεύχονται»[52], όπου οι μαθητές καλούνται να ερευνήσουν «τους τρόπους προσευχής των μονοθεϊστικών θρησκειών στους τόπους λατρείας του θεού». «Να παρουσιάσουν στην τάξη χώρους προσευχής (τζαμιά, ναούς, βωμούς, παγόδες κ.α.) και εικόνες ανθρώπων που προσεύχονται από όλο τον κόσμο. Τις εντάσσουν σε ένα κολλάζ με αντίστοιχες φωτογραφίες και σύμβολα», αναζητώντας τον Θεό!.
Στη Θ.Ε. της Α΄ Γυμνασίου: «Μονοθεϊστικές θρησκείες Ιουδαϊσμός και Ισλάμ»[53] οι μαθητές διδάσκονται πως η Σαρία είναι «Νόμος του Θεού στην ανθρωπότητα».
Στη Θ.Ε. της Β΄ Γυμνασίου: «Μπορούν οι άνθρωποι να εικονίζουν τον Θεό;»[54], εξετάζεται η απεικόνιση του Θεού στο Χριστιανισμό, στον Ιουδαϊσμό, το Ισλάμ και τις Ανατολικές θρησκείες. Όλα μαζί τα ονομάζει «θρησκευτικές παραδόσεις».
Εκ των ανωτέρω είναι ευκρινές, ότι το ΠΣ θεωρεί ως ένα και τον ίδιο Θεό, αφενός τον Θεό των Χριστιανών και αφετέρου τους Θεούς όλων των θρησκειών και αυτό  τελικά αντιλαμβάνονται και προσλαμβάνουν τα μικρά παιδιά.
Ποιος είναι ο Χριστός για το ΠΣ;

Το ΠΣ, δέσμιο της πολυθρησκειακής του ιδεολογίας, «θολώνει τα νερά» - αποκρύπτει, σκόπιμα, τη θεμελιώδη αλήθεια της χριστιανικής πίστης, πως ο Χριστός είναι ο μόνος Θεάνθρωπος και Σωτήρας του κόσμου. Κατά περίπτωση, είτε την αποσιωπά[55], είτε αναφέρεται μεν στη θεϊκή του φύση, χωρίς να κάνει όμως λόγο στη μοναδικότητά της, είτε αντί της θεϊκής τονίζει την ανθρώπινη φύση του[56], είτε μειώνει την εικόνα που αποκομίζουν οι μαθητές για τη Θεότητά του, εμφανίζοντάς Τον ως δάσκαλο μεταξύ των φιλοσόφων - δασκάλων των θρησκειών[57], είτε τονίζει δευτερεύουσες έννοιες του θέματος, για να αποσιωπήσει εκείνες που παραπέμπουν στην μοναδικότητα της εν Χριστώ σωτηρίας[58], είτε αφήνει να εννοηθεί το ενδεχόμενο, να ανέδειξαν τον Χριστό οι μεσσιανικές προσδοκίες[59], κάτω από τις συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες.
Συγκεκριμένα, στη  Θ.Ε. της Γ΄ Δημοτικού: «Κυριακή - Μια σημαντική ημέρα της εβδομάδας[60], ενώ το θέμα προσφέρεται, ως ευκαιρία, για να γνωρίσουν τα μικρά παιδιά την ημέρα που είναι αφιερωμένη στον Αναστάντα εκ νεκρών Κύριο, καθώς και τη Θεία Λειτουργία στον Ναό, ως χώρο συνάντησης μαζί Του και με τους συνανθρώπους τους κ.ά., αντ’ αυτών, το ΠΣ αποσπά την προσοχή των μαθητών στις ημέρες αργίας, στους «χώρους, τις λατρευτικές τελετές και τα αντικείμενα λατρείας των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών», ζητώντας από τα παιδιά να εκφράσουν «διαθέσεις γνωριμίας και σεβασμού προς άλλες θρησκευτικές πρακτικές». Τα μένει στα παιδιά; Ότι η Κυριακή, τελικά, είναι, κατά το ΠΣ, μία «αργία για όλους τους μαθητές» [61].
Έτσι, αντιστοιχεί τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής και τα τελούμενα στον Ναό, με τις τελετουργίες του Σαββάτου των Εβραίων και της Παρασκευής των Μουσουλμάνων, και αναφέρεται σ’ αυτές λεπτομερώς. Στον Οδηγό Εκπαιδευτικού, επίσης, η Θεία Ευχαριστία ονομάζεται «θρησκευτική τελετουργία»[62] το δε κέντρο βάρους μετακινείται από το πρόσωπο του Κυρίου σε εξωτερικά και πρακτικά θέματα. Με τη λογική αυτή, στο ΠΣ προτείνεται να κληθούν τα μικρά παιδιά, μέσω των διερευνητικών δραστηριοτήτων τους, να ερευνήσουν το θέμα: «ο ρόλος των κληρικών, των ιμάμηδων, των ραβίνων και των πιστών στη διάρκεια της προσευχής στους τόπους λατρείας», ως να έχει την ίδια σημασία και ερμηνεία.
Το ίδιο συμβαίνει στη Θ.Ε. της ΣΤ΄ Τάξης Δημοτικού: «Η Θεία Ευχαριστία: Πηγή και κορύφωση της ζωής της Εκκλησίας»[63]. Ενώ τα «Βασικά θέματα» της διδακτικής ενότητας αφορούν στη Θεία Λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εξετάζονται λατρευτικές πράξεις στη ζωή άλλων θρησκειών, ως αντίστοιχες, ενώ στις ομαδικές διερευνητικές δραστηριότητες βλασφημείται η Θεία Κοινωνία, διότι αντιμετωπίζεται ως ψωμί και κρασί που χρησιμοποιείται, επίσης, σε άλλα δόγματα και θρησκείες. Το ΠΣ αποφεύγει συστηματικά να εξηγήσει ότι ο Χριστός με τη συμμετοχή στη Θ. Ευχαριστία, σώζει, ολοκληρώνει και αγιάζει τον άνθρωπο ή ότι του χαρίζει την αιώνια ζωή. Αντ’ αυτών το ΠΣ στις ομαδικές διερευνητικές δραστηριότητες αναφέρει ως επενέργειες της Θ. Ευχαριστίας ό,τι ισχύει και για τις θρησκευτικές τελετές των θρησκειών, παρά το γεγονός ότι αυτές έχουν διαφορετικό  σκοπό και περιεχόμενο, κάνει δηλαδή στο ΠΣ λόγο για τη συμπάθεια, την αγάπη, το έλεος, τη συμβουλή, την παρηγοριά, την εμπιστοσύνη κ.ά. που, γενικά, υπάρχουν και στις θρησκείες. 
Στη Θ.Ε. της Γ΄ Τάξης Δημοτικού: «Ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός» [64], αναγνωρίζεται μεν ο Χριστός, ως Θεάνθρωπος για τους Χριστιανούς, αλλά δεν υπάρχει ενδεικτική αναφορά στα θαύματα και κυρίως στην Ανάσταση, ώστε να στηριχτεί στη συνείδηση των παιδιών η μοναδικότητα της θεϊκής του φύσης. Απλώς τη θίγει τόσο ελάχιστα και ανάβαθα, που χάνεται μέσα το πλήθος των άλλων πληροφοριών. Αντιθέτως, γίνεται διπλή αναφορά στη συμπεριφορά εκείνων που τον εχθρεύονταν.
Στην Θ.Ε. της Ε΄ Τάξης Δημοτικού: «Μαθητές και δάσκαλοι»[65], το ΠΣ προσπερνά τη μοναδικότητα του «Θεανθρώπου» και αποπροσανατολίζει τους μαθητές, εξετάζοντας τον Ιησού Χριστό ως δάσκαλο, παράλληλα με τον Βούδα, τον Λάο Τσε και τον Μωάμεθ, ενώ αντίστοιχα παραθέτει, δίπλα στην «επί του Όρους Ομιλία», τις παραβολές και τις νουθεσίες προς τους μαθητές του Χριστού, κάποια  αποφθέγματα των θρησκευτικών αρχηγών.  Αν λάβουμε δε υπ’ όψιν μας πως ο Βούδας και ο Λάο Τσε θεοποιήθηκαν, μήπως η εν λόγω παράλληλη παρουσίαση αφήνει την υποψία πως κι ο Χριστός θεοποιήθηκε[66], εφόσον, μάλιστα, κατά το ΠΣ, ήρθε ως εκπλήρωση των ανθρώπινων προσδοκιών;
Στην Θ.Ε. της Γ΄ Τάξης: «Γιορτάζοντας το Πάσχα»[67], το ΠΣ «αναγνωρίζει την αγάπη ως βασική ιδέα των αφηγήσεων του Πάθους, το δε «Πάσχα», ως «τη γιορτή της Αγάπης του Χριστού». Η αγάπη παρουσιάζεται ως σημείο αναφοράς σχεδόν όλων των θρησκειών, αλλά η ουσιώδης διαφορά είναι ότι, σύμφωνα με το λόγο του Χριστού, η αγάπη αφενός είναι προσωπικό στοιχείο αφετέρου είναι το ίδιο το θεϊκό πρόσωπο και δεν είναι μία ιδέα, όπως συμβαίνει στις θρησκείες και τις κοσμοθεωρίες. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τονίζει ότι το κύριο μήνυμα της Σταυρικής Θυσίας και της Ανάστασης του Χριστού είναι η συγχώρεση του ανθρώπου και η νίκη του θανάτου, γεγονότα μοναδικά που συνδέονται με το πρόσωπο και το έργο του Κυρίου, τα οποία, επίσης, παραλείπονται από το ΠΣ.
Στη Θ.Ε. της Ε΄ Δημοτικού: Αποστολές για την «καλή είδηση»[68]ο τίτλος αμβλύνει στη συνείδηση των μαθητών τη σημασία της Ανάστασης, που έχει ως επίκεντρο το πρόσωπο του Χριστού και σκοπό την αιώνια ζωή ολόκληρου του κόσμου. Το «Χριστός Ανέστη» αντιμετωπίζεται απλά ως «καλή είδηση για όλο τον κόσμο». Επιπλέον, πέρα από οποιαδήποτε φαντασία, το ΠΣ γελοιοποιεί και βλασφημεί την Ανάσταση του Χριστού, διότι, μεταξύ των «Ομαδοσυνεργατικών Δραστηριοτήτων», προτείνονται οι ασκήσεις: «Αν έφτιαχνα ένα δελτίο με καλές ειδήσεις σήμερα. (Στόχος: η αξιολόγηση των ειδήσεων που παρουσιάζονται στα δελτία, όπου π.χ. το 80% αφορούν βία και lifestyle)», «TPS: Πότε κάποιος αναλαμβάνει μια αποστολή;», «Σύγχρονες αποστολές με σκοπό τη σωτηρία του κόσμου[69].
Στη Θ.Ε. της Β΄ Γυμνασίου: Ποιος είναι ο Θεός των Χριστιανών; «Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;» [70] δίνεται βαρύτητα στις «προσδοκίες» του Ισραήλ και όχι στις «προφητείες» των Προφητών, οι οποίοι μίλησαν θεόπνευστα, με τη σφραγίδα του Αγίου  Πνεύματος για το σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου. Δεν ανέδειξαν ωστόσο τον Χριστό ως Θεάνθρωπο και Σωτήρα του κόσμου οι ανθρώπινες «προσδοκίες», αλλά αυτό ήταν το προαιώνιο θέλημα του Θεού. Η σωτηρία είναι έργο της αγάπης του Θεού και όχι έργο της ανθρώπινης προσδοκίας. Είναι Σωτήρας, ανεξαρτήτως των «προσδοκιών».  
Αυτήν την αλήθεια αποκάλυψαν λεπτομερώς και με απόλυτη ακρίβεια οι Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη, γι’ αυτήν έδωσε μαρτυρία ο Θεός Πατέρας στη ζωή του Χριστού, αυτήν φανερώνει και βεβαιώνει το Πανάγιο Πνεύμα στη ζωή της Εκκλησίας. Την ίδια αλήθεια επιβεβαίωσε ο Χριστός με τη διδασκαλία και τα θαύματά του. Κορυφαίο όλων η Ανάσταση του Λαζάρου, που δείχνει και θυμίζει στους ανθρώπους την αλήθεια της «κοινής Ανάστασης». Ταυτοχρόνως, το γεγονός αυτό αποτελεί  αδιάψευστη ιστορική μαρτυρία, πως ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι ο Κύριος της ζωής, ο Σωτήρας του κόσμου. Αυτά τα λίγα, αλλά σημαντικά, παραλείπονται.
Έτσι, η μοναδικότητα του Χριστού απουσιάζει, ως κύριο και βασικό θέμα, από το ΠΣ, ενώ αφήνεται να εννοηθεί το ενδεχόμενο να ανέδειξαν ή να θεοποίησαν τον Χριστό οι μεσσιανικές προσδοκίες, σύμφωνα με γνωστή θεωρία. Μια τέτοια περίπτωση, ταυτίζεται με την άρνηση της Θεότητας του  Χριστού, αφού ο Χριστός δεν γεννιέται πραγματικά με την Θεία ενσάρκωση αλλά είναι δημιούργημα της προσμονής κάποιων ανθρώπων. Στο ΠΣ έχει χαθεί ο προσανατολισμός, οπότε βασιλεύει η απόλυτη σύγχυση.
Στη Θ.Ε. της Γ’  Γυμνασίου: «Πού είναι ο Θεός;» Η οδύνη του σύγχρονου κόσμου και το αίτημα της σωτηρίας από το κακό[71], το ΠΣ ψάχνει ακόμη πού είναι ο Θεός, χωρίς καν να έχει διακρίνει, ποιος είναι Εκείνος τον οποίο αναζητά. Γι’ αυτό και δεν πρόκειται να τον βρει, όσο κι αν ψάξει. Διότι δεν είναι δυνατό να  συνδυάζονται και να συνδέονται τα ανόμοια, δηλαδή η πρόσκληση του Χριστού για τη σωτηρία των ανθρώπων, το κισμέτ του Ισλάμ, η γιόγκα του Ινδουισμού και η νιρβάνα του Βουδισμού, σε μια μεθόδευση το ΠΣ να μετατρέψει τον Χριστιανισμό σε θρησκεία και να τον αναμείξει με τις θρησκείες, θεωρώντας τον ως μία από αυτές.
Το ΠΣ έχει αναγάγει σε μείζον θέμα τη διδασκαλία των θρησκειών σε βάρος της σωτήριας αλήθειας που αποκάλυψε ο Χριστός. Σε παιδιά της Ε’ Τάξης Δημοτικού ο ΟΕ, αναφερόμενος στο θέμα της σωτηρίας από το κακό γράφει: Οι μαθητές Καθώς συνειδητοποιούν ότι “κανείς δεν πέφτει μόνος του”, καλούνται να αναμετρηθούν με το πρόβλημα του κακού – αλλά και το αίτημα της σωτηρίας στις πανανθρώπινες και συμπαντικές του διαστάσεις. Σε αυτή την κρίσιμη και επίπονη διαδρομή συνδράμουν καθοδηγητικά και ερμηνεύονται κριτικά κείμενα από τη Βιβλική-Χριστιανική γραμματεία αλλά και τα μεγάλα θρησκευτικά συστήματα του Ισλάμ, του Ινδουισμού και του Βουδισμού. Μέσα από τη μελέτη ιδρυτικών κειμένων της αλλά και άλλων θρησκειών, ακόμη μέσα από την αντιπαραβολή τους με διατυπώσεις από τον χώρο της τέχνης και τα κοινωνικά αιτήματα, καλούνται οι μαθητές να συνταχθούν στον αγώνα, ώστε να κρατηθεί ζωντανή η ελπίδα για τη σωτηρία και την ακεραιότητας της ύπαρξης»[72].
Άλλα προβλήματα του νέου ΠΣ:
Στον ΠΣ εντοπίζονται προβλήματα σχεδόν σε κάθε Θεματική Ενότητα. Υπάρχουν  λίγες ΘΕ, που δεν συμφύρονται τα ετερόκλητα χαρακτηριστικά των θρησκειών. Το ανερμήνευτο είναι πως το θέμα που αναφέρεται σε κάποιες μη πολτοποιημένες ενότητες, λίγες σελίδες παρακάτω, παρουσιάζεται ως συνονθύλευμα θρησκειακών ιδεών, οπότε το όποιο όφελος θα μπορούσαν ν’ αποκομίσουν οι μαθητές χάνεται μέσα στην προκαλούμενη σύγχυση. Ενδεικτικά, στην Θ.Ε. της Γ΄ Γυμνασίου: Ελπίδα και αγώνας για τη μεταμόρφωση της ζωής και του κόσμου[73] το ΠΣ προσπαθεί να δώσει την ορθόδοξη άποψη, ενώ στην επόμενηΘ.Ε. της ίδιας Τάξης: Από την αρχή μέχρι το τέλος του κόσμου[74] επαναφέρει την κοινή παρουσίαση στοιχείων από τις θρησκείες και τον Χριστιανισμό σε μεγάλο αριθμό θεμάτων, πράγμα που επιτείνει την υπάρχουσα σύγχυση. 
Λόγω της συνεξέτασης του Χριστιανισμού με τις θρησκείες, στρεβλώνονται θέματα, προκειμένου να παρουσιαστούν συνδυαστικά: Π.χ. το ορθόδοξο βάπτισμα, ως αντίστοιχο των τελετών ενηλικίωσης των εβραίων και των μουσουλμάνων[75]. Οι χριστιανοί άγιοι με τα ιερά πρόσωπα θρησκειών[76], ως να μην είναι η αγιότητα καρπός του Αγίου Πνεύματος, αλλά ανθρώπινη κατάκτηση. Να σημειωθεί, πως όσον αφορά τις θρησκείες, τα ιερά πρόσωπα εμπλέκονται, επίσης, σε μαγικές τέχνες και λατρείες.
Στο ΠΣ συνεξετάζονται, επίσης, η Αγία Γραφή μαζί με τα ιερά βιβλία των θρησκειών, δηλ. η αλήθεια του Θεού μαζί με τις μαγείες[77], τους μύθους και τις δεισιδαιμονίες γεγονός που, επίσης, αποτελεί βλασφημία. Οι άγιοι αναφέρονται στην ίδια κατηγορία με τους ασκούμενους στη γιόγκα και το διαλογισμό, ενώ η μετάνοια, η νηστεία, η άσκηση της Σαρακοστής θεωρούνται κοινοί τόποι με τη νηστεία, το διαλογισμό και τη γιόγκα του Ινδουισμού και του Βουδισμού[78].
Στη Θ.Ε., της ΣΤ΄ Δημοτικού: Από τους Χριστιανούς της χώρας μας στους Χριστιανούς του κόσμου[79]οι Ορθόδοξοι αντιμετωπίζονται το ίδιο με τους Ετερόδοξους, που αριθμούν σαφώς λιγότερα μέλη, προετοιμάζονται δηλαδή οι μικροί μαθητές να αποδεχτούν το νέο καθεστώς. Οι οικουμενιστικές ιδέες είναι διάσπαρτες, η δε Ορθοδοξία και οι αιρετικές ομάδες ονομάζονται «χριστιανικές παραδόσεις». Δεν διακρίνονται δηλαδή οι αιρέσεις από τον ορθόδοξο Χριστιανισμό.
Στη Θ.Ε. της Α΄ Γυμνασίου: «Πώς παίρνονται οι αποφάσεις»[80], το ΠΣ αναφέρεται στους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι, όμως, αντιμετώπισαν τα προβλήματα των αιρέσεων και, ως γνωστόν, καταδίκασαν τις ειδωλολατρικές αντιλήψεις και λατρείες, καθώς και τις αιρέσεις, ενώ το ΠΣ τις συνδυάζει. Το ΠΣ εξουσιοδοτεί τον εαυτό του να χειρίζεται τις αλήθειες της ορθόδοξης πίστης και των θρησκειών κόβοντας, ράβοντας, συνταιριάζοντας, χρησιμοποιώντας άφθονα γραφικά χωρία, παράλληλα με χωρία βιβλίων θρησκειών, αποσιωπώντας ή μειώνοντας τη σημασία ενός γεγονότος, θεολογώντας, ταυτίζοντας - ισοπεδώνοντας, προβάλλοντας… και όλα αυτά αυθαίρετα, χωρίς τον απαιτούμενο σεβασμό ούτε στην εν Χριστώ Αποκάλυψη, ούτε στην τοπική θεολογική Παράδοση ούτε στην επιστημονική αλήθεια που αφορά στην εξέταση των θρησκειών.
Το ΠΣ οδηγεί στο συγκρητισμό:
Στο νέο ΠΣ γίνεται μια προσπάθεια να ερμηνευτεί η θρησκεία με ένα ανθρωποκεντρικό περιεχόμενο. Σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Προγράμματος, ο άνθρωπος ανέκαθεν αναζητά να αναφέρεται και να λατρεύει εκείνο που θεωρεί ως ιερό. Η πίστη του αυτή αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και δημιουργίας πολιτισμού. Γι’ αυτό το νέο Πρόγραμμα σημειώνει ότι «μια σύγχρονη θεώρηση του ΜτΘ καλείται, εκτός των άλλων, να εστιάσει στην ιστορική, κοινωνική και ανθρώπινη διάσταση των θρησκειών και της θρησκευτικής πίστης, αναδεικνύοντας,  σχολιάζοντας και προσεγγίζοντας τη θρησκεία ως διαχρονική πηγή έμπνευσης για τον πολιτισμό όσο και άντλησης προσωπικού αλλά και συλλογικού υπαρξιακού νοήματος, που συνιστά συνεκτικό ιστό κοινωνικών συσσωματώσεων αλλά και αφορμή κοινωνικών εντάσεων. Μ’ ένα λόγο, καλείται να προσεγγίσει, να παρουσιάσει και να αναδείξει τη θρησκεία ως κινητήρια δύναμη της πορείας, της εξέλιξης, των τροπών αλλά και των ανατροπών της ανθρώπινης ιστορίας, όπως και της συγκρότησης, της ανάπτυξης, της αυτοσυνειδησίας και της αυτοπραγμάτωσης κάθε ανθρώπου χωριστά».[81] Στον ΟΔ.ΕΚΠ., επίσης, διευκρινίζεται πως «στη θρησκευτική αναζήτηση και εμπειρία επιβεβαιώνεται η ανάγκη του ανθρώπου να υπερβεί τον εαυτό του και να αναφερθεί σε κάτι έξω από αυτόν» [82].
Αυτή η θεώρηση είναι λανθασμένη, διότι στηρίζεται στην άποψη πως ο άνθρωπος είναι ο δημιουργός των θρησκειών και των όποιων θρησκειακών αντιλήψεων, προκειμένου να ικανοποιήσει το φόβο του και να νιώσει ασφάλεια και παρηγοριά στις αντιξοότητες του βίου. Αυτή η άποψη θεωρεί τον άνθρωπο δημιουργό του εκάστοτε Θεού και όχι τον Θεό δημιουργό του ανθρώπου και του κόσμου, αποκλείοντας έτσι το γεγονός πως υπάρχει προαιωνίως ο Θεός και Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου και του ανθρώπου, ο Οποίος θέτει αυτήν την αναζήτηση στις ψυχές όλων ως παιδιών του, ως σφραγίδα ανεξίτηλη της συγγένειας με Αυτόν και ως προϋπόθεση της εν ελευθερία κοινωνίας μαζί Του εκ μέρους του ανθρώπου.
Έτσι, το ΠΣ δεν διακρίνει τον αληθινό Θεό από τον θεό που επινοείται και, αντίστοιχα, δεν διακρίνει την πίστη στον αποκαλυφθέντα Χριστό από τον χώρο των θρησκειών, των δοξασιών και των κοσμοθεωρήσεων, αφού είναι, σύμφωνα με τις αντιλήψεις που προωθεί, ισότιμες και ισόκυρες με τον Χριστιανισμό.
 Με βάση την ανωτέρω τακτική, οι μαθητές διδάσκονται πως, γενικά, όλες οι θρησκείες αναφέρονται σε θεό ή θεούς, οικοδομούν ναούς, αναπέμπουν προσευχές, αναφέρονται σε ιερείς, σέβονται βιβλία, αντικείμενα, τόπους, οριοθετούν τη ζωή τους με βάση τον θεϊκό νόμο, εορτάζουν θρησκευτικές γιορτές, χρησιμοποιούν το φως, το νερό, τα λουλούδια, προσφέρουν τους καρπούς της γης, έχουν αντιλήψεις για τις αξίες της ζωής και τη μετά το θάνατο κατάσταση, λαχταρούν τη σωτηρία. Με άλλα λόγια, το νέο Πρόγραμμα δίνει την εντύπωση ότι όλες οι θρησκείες - φυσικά και ο Χριστιανισμόςπου είναι μία από αυτές- λειτουργούν αδιάκριτα με την ίδια λογική και την ίδια στοχοθεσία. Στο πλαίσιο αυτό, «κάθε θρησκεία λειτουργεί για τα μέλη της ως πηγή ελπίδας για τη σωτηρία, αιτία προσωπικής δέσμευσης και συλλογικής πορείας…»[83],ενώ «ο θεραπευτικός και συμφιλιωτικός ρόλος των θρησκειών θεωρείται δεδομένος»[84].
Αυτές οι θέσεις, πρακτικά, σημαίνουν, πως το ΠΣ δέχεται και διδάσκει στους μαθητές ότι ο Χριστιανισμός είναι ισάξιος με κάθε θρησκεία. Επομένως, οπουδήποτε και αν ανήκει κάποιος και  οτιδήποτε κι αν πιστεύει, ελπίζει, θεραπεύεται και σώζεται.
Είναι προφανές πως οι ανωτέρω απόψεις του ΠΣ έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη αυτοαποκάλυψη και διδασκαλία του Χριστού, πως είναι ο Υιός του Θεού[85], ο μόνος Θεάνθρωπος και Σωτήρας[86], η οδός και η αλήθεια και η ζωή[87], η ανάσταση[88], και το φως του κόσμου[89].
Αντίθετα με την πίστη του Χριστιανισμού, επίσης, το ΠΣ, στο «Πλαίσιο Βασικών Αρχών» του, αν και απευθύνεται σε ορθόδοξους μαθητέςθεωρεί προκλητικά πως «το ΜτΘ… χρειάζεται να προσανατολίσει το ενδιαφέρον των μαθητών στην ποικιλία των θρησκευτικών δυνατοτήτων και ηθικών αντιλήψεων που ανιχνεύονται στις θρησκευτικές εμπειρίες και να ενθαρρύνει τους μαθητές, ώστε να ευαισθητοποιηθούν προς τη θρησκεία[90] …», ν’ ανακαλύψουν το χώρο της θρησκείας[91]
Οι θρησκείες δεν αντιμετωπίζονται ως κλειστά συστήματα ομολογιών, πεποιθήσεων και τελετουργικών τυπικών, αλλά ως ποικιλία θρησκευτικών προσανατολισμών[92]. Αυτό διαπιστώνεται τόσο από τη συνεξέταση των ετερόκλητων χαρακτηριστικών, όσο και από τις πρακτικές ασκήσεις. Για παράδειγμα, οι μαθητές «βρίσκουν από το διαδίκτυο και παρουσιάζουν στην τάξη χώρους προσευχής (τζαμιά, ναούς, βωμούς, παγόδες κ.ά.) και εικόνες ανθρώπων που προσεύχονται από όλο τον κόσμο. Τις εντάσσουν σε ένα κολλάζ με αντίστοιχες φωτογραφίες και σύμβολα[93]  ή «φτιάχνουν ένα κολλάζ-ψηφιδωτό, χρησιμοποιώντας υλικό από όσο περισσότερα πράγματα μάθαμε τη φετινή χρονιά/– εκτός από τον Χριστιανισμό – και για τις άλλες ομολογίες /θρησκείες (φωτογραφίες ναών, ονόματα κοινοτήτων, σύμβολα και χρώματα θρησκειών, αγάλματα, εικόνες κ.ά.)· στο κέντρο γράφουν ένα σύνθημα/τίτλο ενότητας που θα συναποφασίσουν»[94].
Ωστόσο, αυτά τα χαρακτηριστικά[95], ενώ φαίνονται τυπικά κοινά μεταξύ των θρησκειακών χώρων, έχουν εντελώς διαφορετικό ή αντίθετο νόημα, περιεχόμενο και σκοπό. Γι’ αυτό είναι σωστό να γνωρίζονται κατά τη λειτουργία τους εντός του οικείου πνευματικού, πολιτισμικού και ιστορικού γίγνεσθαιΗ συνεξέταση τυπικά όμοιων, αλλά ουσιαστικά διαφορετικών θρησκειακών δεδομένων, δεν είναι επιστημονικά δόκιμη, ενώ οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα και στο συγκρητισμό.
Ειδικότερα, η διαφορά Χριστιανισμού και θρησκευμάτων ως προς την αρχή προέλευσης και την εμπειρία του Θεού είναι προφανής. Γι’ αυτό, σύμφωνα με την Ορθόδοξη θεολογία, η προαναφερθείσα σύγκλιση στο ΠΣ είναι συγκρητιστική, παντελώς απαράδεκτη - όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:

Η πηγή
της Πίστης
       προσδιορίζει – εμπνέει
 τις αξίες και τις συμπεριφορές
Χριστιανισμός
Ο Τριαδικός
Θεός
Αποκαλύπτεται
στον άνθρωπο,
σώζει εν  Χριστώ.
Χριστοκεντρική
η κοινωνία – πίστη
«εν τη Εκκλησία».
=> σταθερές αρχές
συμπεριφορές:
πνευματικός αγώνας
με πρότυπο τον Χριστό
Θρησκεύματα:
Ο άνθρωπος
επινοεί μυθικά
τον θεό – θεούς.

θρησκεία: μύθοι, δαίμονες,
μαγικο-θρησκευτικές
θεωρήσεις και πρακτικές,
παραδόσεις, συγκρητισμός.
Û Αξίες, συμπεριφορές
ανάλογες με τις εκάστοτε
επινοήσεις και αντίστροφα.

Η κοινωνία με τον αληθινό Θεό είναι το ουσιαστικό ζητούμενο και κριτήριο αξιολόγησης αξιών και συμπεριφορών.

Η ευθύνη των συντακτών του ΠΣ είναι τεράστια. Διότι με τις συγκρητιστικές ιδέες του ΠΣ οδηγούνται οι μαθητές στο να χάσουν τη σαφή διάκριση ανάμεσα στο Χριστιανισμό και τις ειδωλολατρικές επινοήσεις, και να τις βλέπουν πλέον «ανοικτά» και σχετικιστικά. Από εκεί και πέρα τα πράγματα είναι εύκολα για τη μύηση στην πολυθρησκεία.
Άλλωστε οι πλείστοι στόχοι των προσδοκώμενων επαρκειών του νέου ΠΣ για τις επιμέρους τάξεις ενέχουν αυτήν τη προοπτική:
Για την  Ε’ Δημοτικού:
 Οι μαθητές μαθαίνουν «να επισημάνουν ανθρωπιστικές και ηθικές αξίες στις διδασκαλίες άλλων θρησκειών»[96].
Για την ΣΤ’ Δημοτικού:
·                     Γνωρίζουν και αξιολογούν τη ζωή και το έργο ιερών και σημαντικών προσώπων άλλων θρησκειών.
·                     Ανακαλύπτουν το περιεχόμενο και το νόημα των γιορτών στον Χριστιανισμό και στις άλλες θρησκείες, καθώς και τη σημασία τους για τη ζωή των ανθρώπων.
·                     Κατανοούν τον ιστορικό και συμβολικό χαρακτήρα της Αγίας Γραφής και άλλων ιερών κειμένων, ανακαλύπτουν τα ιστορικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα της σύνταξής τους, καθώς και την πολλαπλή λειτουργικότητά τους (επικοινωνία, αφήγηση και μνήμη, διαμόρφωση συλλογικής ταυτότητας).
·                      Διαπιστώνουν τη σημασία και την ανάγκη του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού διαλόγου»[97].
Την ίδια πολυθρησκειακή κατεύθυνση έχουν και οι γενικοί στόχοι της Α’ Γυμνασίου, όπου οι μαθητές ενθαρρύνονται και καθοδηγούνται:
·                     Να γνωρίσουν και να αξιολογήσουν τη ζωή και τη δράση σημαντικών προσώπων του Χριστιανισμού καθώς και άλλων θρησκειών.
·                     Να γνωρίσουν βασικές πτυχές του Ισλάμ και του Ιουδαϊσμού (θρησκευτικά γεγονότα, γιορτές, λατρεία, τρόπος ζωής, αξίες και στάσεις ζωής) και να συνειδητοποιήσουν τις σχέσεις των δύο θρησκειών με τον Χριστιανισμό.
·                     Να προσεγγίσουν διδασκαλίες, αναζητήσεις και εμπειρίες από τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου και να αναγνωρίσουν αξίες και σύστοιχες στάσεις ζωής.
·                     Να αναπτύξουν ενδιαφέρον για τη μελέτη τόσο της θρησκευτικής τους ιδιοπροσωπίας όσο και άλλων θρησκειών.
·                     Να καλλιεργήσουν στάσεις αποδοχής και σεβασμού προς τη θρησκευτική και πολιτισμική ετερότητα»[98].  
     Το ΠΣ προσηλυτίζει στην πολυθρησκεία:
 Από τη μελέτη του ΠΣ, καθώς και του «Οδηγού Εκπαιδευτικού» αποδεικνύεται ότι το ΠΣ ασκεί προσηλυτισμό στα μικρά παιδιά. Αποδομεί από τις ψυχές τους την πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τα μυεί σ’ όλη την προαναφερθείσα συγκεχυμένη γνώση, τις πολυθρησκευτικές αντιλήψεις και αξίες, που «όλως τυχαία» συμπίπτουν με τις αντιλήψεις - επιδιώξεις της Νέας Εποχής για τον 21ο αιώνα.
Στο ΠΣ, επίσης, χρησιμοποιείται μεθοδευμένα το ψευδές πρόσχημα ότι «ένα ΜτΘ, το οποίο περιορίζει τη γνώση των μαθητών αποκλειστικά και μόνο στη δική τους θρησκευτική παράδοση έχει πλέον φτάσει στα όριά του»[99], θεωρώντας έτσι την ορθόδοξη πίστη μονοθρησκευτική και ξεπερασμένη, σύμφωνα με τις θέσεις της Νέας Εποχής και άλλων διαθρησκειακών και πανθρησκειακών θεωριών. Στη θέση της προτείνει «καταρχάς, διευρυμένη γνώση “γύρω από τις θρησκείες” αλλά και τις θρησκευτικές και μη θρησκευτικές κοσμοθεωρήσεις που νοηματοδοτούν τον ανθρώπινο βίο» [100].
Στο Οδηγό Εκπαιδευτικού γράφει, πως «το ΜτΘ βρίσκεται μπροστά σε μια νέα πρόκληση:… «Να υπερβεί τη μονοφωνία και την όποια ομολογιακή φυσιογνωμία του, συμπεριλαμβάνοντας όλους τους μαθητές του ελληνικού σχολείου, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική ή μη δέσμευσή τους» [101]. Γι’ αυτό, στο ΠΣ «η θρησκευτική μάθηση που παράγεται, στο πλαίσιο του ΜτΘ, επιχειρεί την υπέρβαση της θρησκευτικής απολυτότητας (συμμόρφωση με χριστιανικές αξίες)»… και κινείται σε μια κατεύθυνση συνονθυλεύματος, «βοηθώντας» τους μαθητές «να αναγνωρίσουν και να κατανοήσουν τη λειτουργία και τις επιδράσεις της θρησκείας στη ζωή τους – προσωπική και κοινωνική»[102].
Τα ανωτέρω αποσπάσματα αποτελούν προφανή προσηλυτιστική ενέργεια για τους μαθητές, οι οποίοι βρίσκονται σε απόλυτη ηλικιακή αδυναμία να κρίνουν και να αξιολογήσουν τις τυχόν χριστιανικές αρχές που έχουν πάρει από την οικογένεια με τις νέες πολυθρησκειακές αξίες που τους προσφέρει το νέο ΠΣ. Όπως περιγράφουν τα κείμενα, στόχος του ΠΣ είναι να πάψουν οι ορθόδοξοι μαθητές να προσανατολίζονται στην ορθόδοξη πίστη, να υπερβούν τη θρησκευτική τους δέσμευση, να  μην συμμορφώνονται στις χριστιανικές αξίες, να αμφισβητούν και να απεμπολούν τις οικογενειακές αρχές τους, να εμπιστευθούν και να προσλάβουν τις πολυθρησκειακές αξίες του ΠΣ. Ο Οδηγός Εκπαιδευτικού περιγράφει σε αρκετά σημεία πώς γίνεται αυτή η πρόσληψη του νέου πολυθρησκευτικού ΜτΘ.
Είναι εντυπωσιακό ότι το ΠΣ από τα πρώτα μαθήματα στην Γ΄ δημοτικού περνάει το μήνυμα της ευνοϊκής διάθεσης και του σεβασμού όχι προς τον ετερόθρησκο, αλλά προς τις «θρησκευτικές πρακτικές»,[103] χωρίς τα μικρά παιδιά να τις γνωρίζουν καν ή να έχουν τα απαραίτητα κριτήρια, προκειμένου να τις αξιολογήσουν να τις υιοθετήσουν ή να τις απορρίψουν. Το ΠΣ ξεπερνά τα όρια της καλώς εννοούμενης γνωριμίας και σεβασμού προς τον ετερόθρησκο και προχωρεί βήμα - βήμα στη μύηση των χριστιανών μαθητών στην πολυθρησκεία.
Ο στόχος της πρόσληψης είναι η μύηση σε άλλες θρησκευτικές αντιλήψεις και μεθοδεύεται μέσα στη σχολική ζωή από την πρώτη επαφή του μαθητή με το ΠΣ. Στον Οδηγό Εκπαιδευτικού περιέχονται οδηγίες προς τους εκπαιδευτικούς πως θα την επιτύχουν. Καταρχήν, ο δάσκαλος «χρειάζεται να διαμορφώσει «όρους «ανοίγματος» των μαθητών στον κόσμο της θρησκείας από τον οποίο προέρχονται. Συνακόλουθα ο δάσκαλος δεν χρειάζεται να βιαστεί να αναδείξει τις ομοιότητες, αλλά να ενθαρρύνει τους μαθητές να αφήσουν για λίγο τον δικό τους κόσμο, προκειμένου να πλησιάσουν τον καινούργιο και -ίσως- παράξενο, να ενισχύσει τη διαισθητική τους προσέγγιση στα πράγματα, έτσι ώστε να θελήσουν οι ίδιοι να κάνουν ένα άλμα για να καλύψουν την ιστορική και πολιτιστική απόσταση, που υπάρχει ανάμεσα στους ίδιους και στη νέα γνώση»[104]. Εδώ είναι καταλυτική η λειτουργία των «κατάλληλων» διδακτικών πρακτικών και δραστηριοτήτων για να παραπλανηθούν τα μικρά παιδιά.
Σε αυτή την κατεύθυνση, «το νέο ΠΣ προτείνει διδακτικές προσεγγίσεις που δεν αρκούνται στο να κεντρίσουν το ενδιαφέρον ή να περιοριστούν σε θεωρητικές κατανοήσεις, αλλά συνιστούν δραστηριότητες, οι οποίες δημιουργούν για τους μαθητές εμπειρίες που αφυπνίζουν τον νου, την καρδιά και την ψυχή τους· δηλαδή, εμπειρίες με νόημα, καθώς πρόκειται για δραστηριότητες που εμπλέκονται με ζητήματα ταυτότητας, προσωπικών σχέσεων, κρίσεων, και σημασιών και αναδεικνύουν ερωτήματα εξαιρετικά προσωπικά» [105].
Στην κατεύθυνση αυτή, όπως ρητά αναφέρουν οι οδηγίες, «ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να σχεδιάσει και να οργανώσει δημιουργικές δ ρ α σ τ η ρ ι ό τ η τε ς και σ τ ρ α τ η γ ι κ έ ς δ ι α λ ό γ ο υ , που δίνουν την ευκαιρία στους μαθητές να εκφραστούν προσωπικά, να τολμήσουν να κινηθούν προς τον άλλον χωρίς προκαταλήψεις και να εξετάσουν διαφορετικές ιδέες και εκδοχές για την αλήθεια» [106]. Οι γνώσεις συνδέονται με τα ενδιαφέροντά και τις ανάγκες των μαθητών αλλά και «με τον εσώτερο εαυτό τους, τις αντιλήψεις τους για τη ζωή, τη σχέση τους με τους άλλους και τον εαυτό τους, τους φόβους, τις επιφυλάξεις, τις ανασφάλειες και τις προσδοκίεςΤα περιεχόμενα, δηλαδή, τίθενται με τρόπο που απαιτεί την ολιστική εμπλοκή του εαυτού του μαθητή στη μαθησιακή διεργασίαΟι μαθητές, εξάλλου, έχουν ευκαιρίες για προσωπική διερεύνηση και νοηματοδότηση όσων μαθαίνουν»[107].
Ακόμη αναφέρεται ότι «οι μαθητές παροτρύνονται να γνωρίσουν τη γλώσσα και την εμπειρία των πιστών, καθώς και τον τρόπο ζωής τους, να ερμηνεύσουν και να κατανοήσουν τον τρόπο ζωής του «άλλου», να μελετήσουν ζητήματα και ερωτήματα που πηγάζουν από αυτόν τον τρόπο. Όλα αυτά όμως οι μαθητές δεν τα κάνουν  «“από έξω”, ως ουδέτεροι παρατηρητές ή έχοντας παραμερίσει τις δικές τους προϋποθέσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση, ούτε πραγματική ενσυναίσθηση ούτε προσωπικά επεξεργασμένη μάθηση είναι δυνατόν να υπάρξειΑυτό μπορεί να συμβεί, μόνον αν οι προσωπικές ιδέες, σκέψεις, πεποιθήσεις και εμπειρίες τους προσκληθούν να συμμετάσχουν σε ένα ειλικρινή διάλογο και σε αλληλεπίδραση με τις ιδέες, τις σκέψεις, τις πεποιθήσεις και τις εμπειρίες που έχουν οι πιστοί της θρησκείας, την οποία μελετούμε. Στη διάρκεια αυτής της διεργασίας, αναπόφευκτα θα γίνουν συγκρίσεις και θα αναδειχθούν αντιθέσεις και διαφορές μεταξύ του τρόπου ζωής του μαθητή και του τρόπου ζωής που μελετά. Ωστόσο, σε ένα περιβάλλον διαλόγου και ευαίσθητων διδακτικών προσεγγίσεων, όλα αυτά μπορούν να λειτουργήσουν ως ευκαιρίες για ξεκαθάρισμα “συγκρουσιακών” θρησκευτικών ζητημάτων, ανακάλυψη κοινών αναγκών, υπέρβαση στερεότυπων και σεβασμός της διαφορετικότητας. Ό, τι δηλαδή με μια πρώτη ματιά φαίνεται απόλυτα διαφορετικό και ξένο μπορεί τελικά να οδηγεί τους μαθητές σε διευρυμένες κατανοήσεις της θρησκείας, σε αποδοχή του “άλλου” και επαφή μαζί του» [108].
Στο ΠΣ διευκρινίζεται πως οι μαθητές και οι μαθήτριες χρειάζονται μάθηση “μέσα από τη θρησκεία”, η οποία θα τους επιτρέψει να συνομιλήσουν με τη ζωντανή πραγματικότητα που αυτή αντιπροσωπεύει σήμερα…»[109]. Γι’ αυτόπροσκαλούνται «σε μια υπαρξιακή συνομιλία με το περιεχόμενο όλων των Βασικών θεμάτων της Θ.Ε.»προκειμένου να βρουν «προσωπικό νόημα» σ’ αυτά[110]. Σε άλλο σημείο τονίζεται ότι όλα όσα μαθαίνουν: «αναφέρονται σε όλες τις πλευρές της προσωπικότητας, επιχειρώντας να συμπεριλάβει όχι μόνον τις ορατές και ρητές αλλαγές που βιώνουν οι μαθητές αλλά και τις αθέατες και υπόρρητες»[111] .
Το ΠΣ χειραγωγεί τις συνειδήσεις των μικρών παιδιών:
 Όλα τα ανωτέρω, στην πράξη, σημαίνουν πως το ΠΣ χειραγωγεί την πνευματικότητα των μαθητών και κάνει κατήχηση και μύησηΚαλεί τα παιδιά να γνωρίσουν σε βάθος το συγκρητιστικό του μόρφωμα και να αποχτήσουν προσωπικό σύνδεσμο. Ταυτοχρόνως, το ΠΣ διεισδύει ανεπαίσθητα στον ψυχικό και πνευματικό τους κόσμο. Ξεθωριάζει έτσι η πίστη των ορθόδοξων μαθητών και, σταδιακά, γίνεται η μύηση στις διδασκαλίες των θρησκειών[112].  Το ΠΣ ελέγχει, μ’ αυτόν τον τρόπο, ακόμη και τις λεπτές κινήσεις στα μύχια της ψυχής τους.
Αυτήν τη μεθόδευση ο Οδηγός Εκπαιδευτικού προσπαθεί να την παρουσιάσει ως ανταπόκριση «στο φυσικό ενδιαφέρον των μαθητών για μια γνώση που φέρνει κοντά τους το άγνωστο, το μακρινό, το διαφορετικό άλλων λαών» [113], χωρίς να αποδεικνύει πώς είναι δυνατόν, παιδιά οκτώ ετών να έχουν ενδιαφέρον να διδαχτούν γνώσεις, αλλοιωμένες και αυθαίρετα συνδυασμένες, από έξι θρησκειακούς χώρους. Το ΠΣ θεωρεί πως έτσι, δικαιολογεί τη διδασκαλία της πολυθρησκείας. Βέβαια, έμμεσα παραδέχεται ότι όλο αυτό το ομογενοποιημένο συνονθύλευμα  θα δυσκολεύσει τους μαθητές, αλλά θεωρεί πως «χρειάζεται οι μαθητές να ασκούνται στην αντιφατικότητα και στην πολυσημία των θρησκευτικών ζητημάτων» [114].
Κατά τα άλλα, το ΠΣ προσδοκά οι μαθητές να δομήσουν «οι ίδιοι τη μάθησή τους»[115], όχι να δεχθούν ή να υιοθετήσουν αξίες και πρότυπα αλλά να διαμορφώσουν αξίες και στάσεις ζωής επιλέγοντας αυτοί οι ίδιοι, με τη βοήθεια του διδάσκοντα, τι θα πάρουν και τι θα αφήσουν από τις θρησκείες ως ατομικές πλέον αξίες[116].  Μεταξύ των γενικών σκοπών και προσανατολισμών του ΜτΘ στο νέο ΠΣ είναι «να συνεισφέρει δημιουργικά στον ελεύθερο και υπεύθυνο αυτοπροσδιορισμό της προσωπικής ταυτότητας των μαθητών» [117]. «Ο θρησκευτικός γραμματισμός στοχεύει στην κριτική ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών με τις γνώσεις, τις αξίες και τις στάσεις ζωής που παρέχει για τις θρησκείες και από τις θρησκείες, εφαρμόζοντας μια διερευνητική, ερμηνευτική και διαλογική μαθησιακή προσέγγιση» [118].
Πρόκειται για συνεχείς αναλήθειες. Δεν γίνεται προσπάθεια να διατηρήσουν οι μαθητές την προσωπική τους συνείδηση και ταυτότητα, διότι αυτή καταλύεται μέσα στο ομογενοποιημένο συγκρητιστικό, πολυθρησκειακό μάθημα, αποδεικνύοντας πως ένα ΜτΘ, που δε σέβεται την ετερότητα του Τριαδικού Θεού, δεν σέβεται επίσης την ετερότητα του ανθρώπου. Στρεβλώνει την αλήθεια χάριν των επιδιώξεών του. Οι μαθητές, επίσης, δε δομούν τη μάθησή τους, ούτε διαμορφώνουν αξίες και στάσεις ζωής, διότι το ΠΣ τους αφαιρεί κάθε αληθινό κριτήριο, οι δε προσφερόμενες γνώσεις είναι σκόπιμα κομμένες και ραμμένες στα μέτρα και στους στόχους του. Το νέο ΠΣ όπως αναφέρεται, «προτείνει διδακτικές προσεγγίσεις που δεν αρκούνται στο να κεντρίσουν το ενδιαφέρον ή να περιοριστούν σε θεωρητικές  κατανοήσεις, αλλά συνιστούν δραστηριότητες, οι οποίες δημιουργούν για τους μαθητές εμπειρίες που αφυπνίζουν τον νου, την καρδιά και την ψυχή τους· δηλαδή, εμπειρίες με νόημακαθώς πρόκειται για δραστηριότητες που εμπλέκονται με ζητήματα ταυτότητας, προσωπικών σχέσεων, κρίσεων και σημασιών και αναδεικνύουν ερωτήματα εξαιρετικά προσωπικά»[119]. 
Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα, είναι εκείνο που ομολόγησε ένας από τους συντάκτες του ΠΣ σε εκπαιδευτική ημερίδα Θεολόγων καθηγητών, με θέμα «Διάλογος για το Μάθημα των Θρησκευτικών: Το παράδειγμα του Νέου Προγράμματος Σπουδών»[120]. Είπε μεταξύ άλλων: «Πρέπει να μάθεις σ’ αυτά τα παιδιά ότι ο σεβασμός είναι το μάθημα της συνύπαρξης. Πρέπει να μάθεις σ’ αυτά τα παιδιά ότι να έχεις τη δική σου ταυτότητα, την πολλαπλή δική σου ταυτότητα, που θα αλλάξει σε πολλά της στοιχεία στη διάρκεια της ζωής σου, δεν θα πρέπει να την φρενάρει κάθε φορά και να τη σοκάρει το ότι περνάει από τη μια στην άλλη, στην τρίτη κατάσταση ηλικίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, έγγαμου ή όχι βίου, φιλοσοφικών επιλογών, επαγγελματικών δυνατοτήτων. Αυτή είναι η καρδιά του μαθήματος των Θρησκευτικών, η υπόθεση εργασίας στις θρησκείες και τις φιλοσοφικές επιλογές».
Εξ όλων όσων αναφέρθησαν συνάγεται αβίαστα, ότι το νέο ΠΣ επιλέχθηκε να παίξει από την πλευρά του ένα επικουρικό ρόλο στο σκηνικό της Νέας Εποχής. Με το προσχηματικό ενδιαφέρον που επιδεικνύεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την εξάλειψη της βίας, την ειρηνική συνύπαρξη των λαών, το σεβασμό στο διαφορετικό, επιδιώκεται  να διαβρωθούν οι συνειδήσεις των μικρών μαθητών, η πατροπαράδοτη πίστη τους, οι αρχές και οι αρετές που  εμπνέει και ο πολιτισμός που δημιουργεί. Να καλλιεργηθούν έτσι ώστε να μεταβάλουν εύκολα τον ορθόδοξο προσανατολισμό τους και να αμβλύνουν τις αντιστάσεις τους, όπως υπονοείται στο νέο ΠΣ: «Να μη σοκάρονται να περνάνε από τη μια στην άλλη κατάσταση». Να διευκολύνονται, ακόμη κι αν πρόκειται για τη σεξουαλική τους αποχαύνωση και τη διάλυση της οικογένειας ή την αλλαγή των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, υπακούοντας στα εκάστοτε προστάγματα της Νέας Εποχής  (New Age).
Είναι γνωστό πως οι στόχοι της Νέας Εποχής διευκολύνονται τα μέγιστα, όταν ο άνθρωπος χάσει τον προσανατολισμό και το σκοπό της ζωής του. Η δε επικράτηση ενός πανθρησκειακού μορφώματος - με τη σύγχυση που δημιουργεί - διευκολύνει τα μέγιστα, την επικράτηση της Νέας Τάξης Πραγμάτων για τον 21ο αιώνα· διότι ο άνθρωπος, χάνοντας σταδιακά τη διάκριση της αλήθειας για το Θεό, χάνει, επίσης, τις απορρέουσες απ’ Αυτόν αρχές και αντιστάσεις έναντι του κακού, καθώς και την πολιτιστική του ιδιοπροσωπία. Το  έργο αυτό σχεδιάζεται να υπηρετήσει πλέον στο χώρο του ελληνικού σχολείου το νέο ΠΣ για τα Θρησκευτικά .
Στοιχεία προσηλυτισμού στο ΠΣ
Είναι πασιφανές πως το ΠΣ δεν είναι μόνο, συνολικά αντιφατικό και παιδαγωγικά ακατάλληλο, αλλά είναι, επίσης, και επικίνδυνο· διότι διακριτικά διεισδύει και ελέγχει τις πνευματικές και ψυχικές λειτουργίες των μικρών μαθητών, ποδηγετώντας τους να αφομοιώσουν, χωρίς επίγνωση, τις μπερδεμένες πολυθρησκειακές ιδέες από τις οποίες εμφορείται· αυτές στη συνέχεια μπορούν να γίνουν ο τρόπος σκέψης και ζωής, η νέα ηθική και θρησκευτική τους συνείδηση. Πρόκειται για το αδίκημα του προσηλυτισμού σε άλλη πίστη και αυτό αφορά σε ανήλικους μαθητές, οι οποίοι δεν διαθέτουν τις γνώσεις και την κρίση να προστατευθούν, και, φυσικά, δεν υποψιάζονται το αδίκημα σε βάρος τους.
Αυτό το αδίκημα συντελείται παραπλανητικά και παντοιοτρόπως: μέσα από τα «Βασικά θέματα», τις βιωματικές, τις ομαδοσυνεργατικές / διερευνητικές  δραστηριότητες, καθώς και εκείνες της δημιουργικής έκφρασης, ιδιαιτέρως δε μέσα από το παιχνίδι, τη μουσική την εικόνα. Γενικά αυτό υλοποιείται με κάθε προσφερόμενο μέσο στο σχολείο, θεσμό που εμπιστεύονται οι μαθητές και, μάλιστα, από εκείνους, οι οποίοι θα έπρεπε να διδάσκουν την αληθινή και όχι την αλλοιωμένη γνώση και να προστατεύουν τους μαθητές τους από τη σύγχυση κι όχι να τη δημιουργούν οι ίδιοι.
Οι συντάκτες του ΠΣ δεν έχουν, καθώς φαίνεται, συνειδητοποιήσει ότι οι ορθόδοξοι χριστιανοί μαθητές ανήκουν στους γονείς τους, οι οποίοι οδήγησαν τα βήματά τους στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Δηλαδή, εν Αγίω Πνεύματι, ανήκουν στον Ιησού Χριστό, ο οποίος με το πανάγιο Αίμα Του ζει και αγιάζει την Εκκλησία. Οι μαθητές σαφώς δεν είναι στη δικαιοδοσία των συντακτών του ΠΣ, για να έχουν δικαίωμα να τους οδηγήσουν στην πανθρησκεία.
Ο Χριστός δεν συσχετίζεται με τους φιλοσόφους-δασκάλους των θρησκειών. Το πρόσωπό του είναι μοναδικής σημασίας για τη σωτηρία του κόσμου, επειδή Εκείνος είναι ο μοναδικός Θεάνθρωπος και Σωτήρας. Η αντίληψη να θεωρείται αυτή η μοναδική σχέση ως έκφραση μονοφωνίας, είναι αντιχριστιανική.
Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΜΑΣ:
Το ΠΣ είναι δομημένο με πολυθρησκειακή δομή. Πρέπει να συνταχθεί εξ αρχής νέο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών, το οποίο να διδάσκει χωριστά το Χριστιανισμό, με βάση την οντολογία και κοσμοθεωρία του και αντίστοιχα τις θρησκείες με τις δικές τους θέσεις. Ειδικότερα, στο Λύκειο οι μαθητές μπορούν να επεξεργαστούν, με κριτική σκέψη, τις προσφερόμενες γνώσεις. Για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο μπορεί να υπάρξει απλή πληροφόρηση για το θρησκευτικό φαινόμενο και τις θρησκείες, σε ολιγάριθμες ξεχωριστές θεματικές ενότητες στο τέλος του βιβλίου. Η σύνταξη του νέου ΑΠΣ πρέπει να γίνει, έχοντας ως βάση το ΑΠΣ του 2003 και τα βιβλία του 2003-2006, με τις απαιτούμενες διορθώσεις, βελτιώσεις και τον εμπλουτισμό τους με παιδαγωγική και διδακτική μεθοδολογία. Αυτή η εξ΄ αρχής σύνταξη νέου ΠΣ θα είναι μία  ενωτική προσπάθεια, που θα πραγματοποιηθεί, αφού συσταθεί μεικτή θεολογική Επιτροπή Παιδείας, χωρίς αποκλεισμούς, με την παρουσία σε αυτήν του Υπουργείου Παιδείας, της Εκκλησίας, των Θεολογικών Σχολών, της ΠΕΘ, και οπωσδήποτε θεολόγων εμπειρογνωμόνων εξειδικευμένων στην Παιδαγωγική και διδακτική του ΜτΘ.

Με τον δέοντα σεβασμόν
Ασπαζόμεθα την δεξιάν Σας
Για το ΔΣ της ΠΕΘ
        Ο Πρόεδρος                                                 Ο Γενικός Γραμματέας
Κωνσταντίνος Σπαλιώρας                                  Παναγιώτης Τσαγκάρης
Δρ Θεολογίας                                                    Mr Θεολογίας



[1] Συντμήσεις: ΠΣ= Πρόγραμμα Σπουδών 2014  ΟΔ.ΕΚΠ.= Οδηγός Εκπαιδευτικού 2014 ΜτΘ = Μάθημα των Θρησκευτικών Θ.Ε. =  Θεματική Ενότητα
[2] Υπουργική Απόφαση 113714/Γ2 3-10-2011, ΦΕΚ β 2335/2011.
[3] ΠΣ, σ. 113.
[4] ΠΣ, σ. 19, 25.
[5] ΠΣ, σ. 23.
[6] ΠΣ, σ. 23.
[7] ΠΣ, σ. 25.
[8] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 97-99.
[9] Απόφαση 115/2012, σ. 24.- Σταθμό στην ιστορία του μαθήματος των Θρησκευτικών αποτελεί η ομόφωνη απόφαση 115/2012, σ. 24, του Διοικητικού Εφετείου Χανίων. Η απόφαση θεμελιώνεται στις επιταγές του Συντάγματος, των νόμων της Ελληνικής Πολιτείας, των Διεθνών Συμβάσεων, των σχετικών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως και του Συμβουλίου της Επικρατείας της χώρας μας. Η απόφαση, με πληρότητα αιτιολογιών και σαφήνεια και με ευκρισία, αντιμετώπισε, ως κεντρικό, το καίριο για την Παιδεία ζήτημα της απαλλαγής των μαθητών από το μάθημα των Θρησκευτικών, δεχθείσα ότι δικαίωμα απαλλαγής έχουν αποκλειστικά και μόνον όσοι μαθητές δεν είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Η απόφαση ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η ύλη του μαθήματος των Θρησκευτικών θα είναι σύμφωνη με τις αρχές το Ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος. Η απόφαση, ως Ακυρωτική, έχει ισχύ για όλη την Ελληνική Επικράτεια, δεν εφεσιβάλλεται, η δε εφαρμογή της είναι υποχρεωτική για το Υπουργείο Παιδείας.
[10] Απόφαση 115/2012, σ. 16.
[11] ΠΣ, σ. 13, ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 36.
[12] ΠΣ, σ. 16.
[13] ΠΣ, σ. 12. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι συντάκτες του νέου ΠΣ αναφέρονται με αυτές τις εκφράσεις για την ορθόδοξη διδασκαλία στους μαθητές, θεωρώντας την ως «ιδεολογικό εγκιβωτισμό σε απολυτοποιημένες ερμηνείες και στάσεις ζωής»
[14] ΟΔ. ΕΚΠ., σ. 59. Το ερώτημα είναι πώς και γιατί οι συγκεκριμένοι ορθόδοξοι θεολόγοι, οι οποίοι λόγω ειδικών συγκυριών τοποθετήθηκαν υπεύθυνοι για να καταρτίσουν ένα νέο ΠΣ στο μάθημα των θρησκευτικών, θεωρούν την ορθόδοξη παράδοση και διδασκαλία και κυρίως τη συμμόρφωση των μαθητών στις χριστιανικές αρχές και στα χριστιανικά πρότυπα ως θρησκευτική απολυτότητα που πρέπει μέσω του ίδιου του μαθήματος να ξεπεραστεί, δηλαδή να απορριφθεί.
[15] ΠΣ, σ. 19.
[16] ΠΣ, σ. 11, ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 36.
[17] Τη διευκρίνιση αυτή έδωσαν οι εμπειρογνώμονες του τομέα της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης στην Ευρώπη,  η κ.Claudia Lenz και ο κ. Peter Schreiner, ως βασικοί ομιλητές, στην ημερίδα που διοργάνωσε η Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, σε συνεργασία με το Συμβούλιο της Ευρώπης, το The European Wergeland Centre και τον Παγκρήτιο Σύνδεσμο Θεολόγων στις 15 Μαΐου 2015, με θέμα: «Οι θρησκευτικές και μη θρησκευτικές πεποιθήσεις στη διαπολιτισμική εκπαίδευση», στο Κολυμπάρι Χανίων. Η εισήγησή τους είχε θέμα: «Εισαγωγή στην προβληματική της Ημερίδας ως προς την εφαρμογή των Οδηγιών (Recommendation) του Συμβουλίου της Ευρώπης  και του “Signposts”. Έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί η Οδηγία (Recommendation CM/Rec(2008)12) ως υποχρεωτική, ενώ σύμφωνα με το Καταστατικό του Συμβουλίου της Ευρώπης, οι «Συστάσεις» του δεν είναι σε καμία περίπτωση υποχρεωτικές διά κανένα κράτος και ούτε μπορεί να γίνουν, διότι το κάθε κράτος μέλος έχει διαφορετικό καθεστώς-σχέση για τα θρησκευτικά θέματα. Όσον αφορά δε το «Signposts», πρόκειται για προσωπική άποψη μιας μικρής ομάδας, η δε άποψη αυτή δεν έχει υιοθετηθεί από κανένα έγκυρο όργανο, διεθνές ή ευρωπαϊκό. Αυτό που ισχύει στη Νορβηγία είναι η απόφαση Folgero, την οποία επικαλείται η απόφαση 115/2012 του Διοικητικού Εφετείου Χανίων.
Είναι φανερό ότι οι λόγοι αλλαγής του προσανατολισμού του ΜτΘ σχετίζονται με «οδηγίες πλεύσης» από εκπροσώπους κέντρων εκτός Ελλάδος, τα οποία εδώ και δεκαετίες υπηρετούν αυτές τις ιδέες και επιδιώκουν να γίνουν ο νέος προσανατολισμός του ΜτΘ και μέσω αυτού, αυτός ο προσανατολισμός να περάσει στους πολίτες του 21ου αιώνα (Βλ. ΟΔ. ΕΚΠ. σ.10-24,  42-47 κ.α.).
Από την ιδεολογία των χώρων προέλευσης των επιστημόνων γίνονται αντιληπτές χαρακτηριστικές γραμμές των θεωριών τους, καθώς και των Προγραμμάτων που διοργανώνουν. Για παράδειγμα, το κέντρο ”The European Wergeland Centre” το οποίο χρηματοδοτεί σειρά προγραμμάτων με θέμα τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη διαπολιτισμική εκπαίδευση, το ολοκαύτωμα, το ρατσισμό, την ομοφοβία, τις θρησκευτικές διακρίσεις κ.α. χρωστά το όνομά του στον Νορβηγό ποιητήHenrik Wergeland, ο οποίος πάλεψε για θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης, για να επιτραπεί η είσοδος των Εβραίων στην χώρα του και για τη θρησκευτική ανοχή, ενώ είχε κάνει μία μίξη όλων των θρησκειών: Βουδισμού, Ινδουισμού, Χριστιανισμού, Στωικών φιλοσόφων κ.α. όπως φαίνεται από τα γράμματα και από τα ποιήματά του, κυρίως, από το ποίημά του CreationMan and the Messiah. Στο ποίημα αυτό ο Χριστός δεν ταυτίζεται με τον Μεσσία... Απλώς έφερε το μήνυμα της αγάπης. Το κέντρο χρηματοδοτείται από πλούσιους πολίτες, προφανώς ανθρώπων που συμμερίζονται τις ιδέες και τους σκοπούς του, καθώς και από το Συμβούλιο της Ευρώπης, για την προώθηση των προγραμμάτων του.
Υπάρχουν και άλλα παρόμοια κέντρα, όπως η  Ευρωπαϊκή Ένωση για τις Θρησκείες του Κόσμου στην Εκπαίδευση (EAWRE). Είναι μια ανεξάρτητη ένωση μελετητών και εκπαιδευτικών, η οποία προάγει θέματα που σχετίζονται με τις θρησκείες παγκοσμίως και ενισχύει τον πολυθρησκειακό προσανατολισμό της εκπαίδευσης. Άλλοι φορείς είναι: Το Ευρωπαϊκό Φόρουμ για τη Θρησκευτική Εκπαίδευση στα σχολεία (EUFRES), η Διεθνής Ένωση για το μάθημα των Θρησκευτικών που προωθεί τις προτεσταντικές αντιλήψεις) για το ΜτΘ (IV), η Arigatou International κ.ά.
Λογικό είναι οι επιστήμονες που συνεργάζονται με τα κέντρα αυτά - εκ των οποίων οι περισσότεροι έχουν σπουδάσει προτεσταντική θεολογία, αλλά και οποιαδήποτε άλλη επιστήμη - να εργάζονται σε Προγράμματα για τη διάδοση των ανωτέρω ιδεών στην Ευρώπη και στον κόσμο. Ένα τέτοιο Πρόγραμμα είναι και το ΠΣ του 2011 που αναθεωρήθηκε το 2014. Το καίριο ζήτημα είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί, χωρίς ίχνος ορθόδοξων βιωμάτων, χωρίς γνώση της ορθόδοξης Θεολογίας, οργανώνουν Προγράμματα με Έλληνες, που είναι θεολόγοι ή έχουν σπουδάσει άλλες ειδικότητες, και επιδιώκουν να ρυθμίζουν τον προσανατολισμό και την εξέλιξη του ορθόδοξου ΜτΘ. Τις ιδέες και τα αποτελέσματα των προσπαθειών αυτών των Οργανισμών διαπιστώνονται στο υπό εξέταση ΠΣ 2014.
Εκ των ανωτέρω είναι προφανές, αλλά και ερμηνεύεται, γιατί ενώ υπήρχε το ΑΠΣ του 2003, το οποίο ήταν λειτουργικό και αποδεκτό από όλους, προχώρησαν στο εν λόγω πολυθρησκειακό μόρφωμα, προκειμένου να υλοποιήσουν τους στόχους της Νέας Εποχής.
http://www.amen.gr/article/ekpaideftiko-seminario-tou-symvouliou-tis-evropis-gia-to-mathima-ton-thriskeftikon
https://ethicseducationforchildren.org/en/news/latest-news/289-the-learning-to-live-together-manual-is-introduced-to-formal-education-teachers-in-athens

[18] ΠΣ, σ. 12.
[19] ΠΣ, σ. 11.
[20] Γαλ. 3, 28: «οκ νι ᾿Ιουδαος οδ Ελλην, οκ νι δολος οδ λεθερος, οκ νι ρσεν κα θλυ· πντες γρ μες ες στε ν Χριστ᾿Ιησο».
[21] Ακόμη και σε εμπόλεμη περίοδο, παρά την απόλυτη πτωχεία τους, οι Έλληνες, με βάση την Ορθόδοξη συνείδησή τους,  μοιράστηκαν το ελάχιστο φαγητό με κάθε κατατρεγμένο και έσωσαν τη ζωή αλλοεθνών, διακινδυνεύοντας τη δική τους.
[22] Ματθ. 5, 43-45: «᾿Ηκοσατε τι ρρθη, γαπσεις τν πλησον σου κα μισσεις τν χθρν σου. ᾿Εγ δ λγω μν, γαπτε τος χθροςμν, ελογετε τος καταρωμνους μς, καλς ποιετε τος μισοσιν μς κα προσεχεσθε πρ τν πηρεαζντων μς κα διωκντων μς,πως γνησθε υο το πατρς μν το ν ορανος, τι τν λιον ατο νατλλει π πονηρος κα γαθος κα βρχει π δικαους καδκους».
[23] Σύμφωνα με το άρθρου 1 του ισχύοντος Νόμου 1566/1985, άρθρ. 1, παρ. α,  σκοπός της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσηςείναι εκτός των άλλων να «υποβοηθάει τους μαθητές να εμπνέονται από αγάπη προς τον άνθρωπο, τη ζωή και τη φύση και να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης» και με το άρθρο 6 παρ. β  «να συνειδητοποιούν την βαθύτερη σημασία του ορθοδόξου χριστιανικού ήθους .... ». Βλ. και Απόφαση Διοικητικού Εφετείου 115/2012, σ. 15-16.
[24] ΠΣ, σ. 11.
[25] Διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγματος: "1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται.".
Διάταξη του άρθρου 16 [παρ. 2] του Συντάγματος: "Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες".
Διεθνής Σύμβαση της Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950: "Περί προασπίσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών", που κυρώθηκε το πρώτον με τον νόμο 2329/1953 [φ. 68, Α] και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974 [φ. 256, Α] και έχει, ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ, με το μεν άρθρο 9 κατοχυρώνει το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, με το άρθρο δε 2 του Α΄ προσθέτου πρωτοκόλλου, ορίζει ειδικότερα τα εξής: "Ουδείς δύναται να στερηθεί του δικαιώματος όπως εκπαιδευθή. Παν Κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ' αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων, όπως εξασφαλίζωσιν της μόρφωσιν και εκπαίδευσιν ταύτην, συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις".
Άρθρο 9 της ΕΣΔΑ: «1. Παν πρόσωπον δικαιούται  εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και  θρησκείας,  το δικαίωμα τούτο  επάγεται  την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως, ή συλλογικώς δημοσία ή κατ’ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας, και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων».
 Άρθρο 2 του 1ου Πρόσθετου Πρωτόκολλου ΕΣΔΑ: «Ουδείς δύναται να στερηθή του δικαιώματος όπως εκπαιδευθή. Παν Κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ' αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζωσι την μόρφωσιν και εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις.
Άρθρο 18 §4 ΔΣΑΠΔ 4. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση να σέβονται την ελευθερία των γονέων ή των νόμιμων κηδεμόνων, να φροντίζουν για τη θρησκευτική και ηθική αγωγή των παιδιών τους σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους.
[26] Βλ. συνημμένο, Σημεία της Απόφασης 115/2012 που αναφέρονται στο Ορθόδοξο μάθημα, τα βιβλία και τις ώρες διδασκαλίας.
[27] Απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων 115/2012, σ. 24.
[28] Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, Νόμος 590/77 άρθρο 2, άρθρο 9. Βλ. Γεωργίου Η. Κρίππα, Το ατομικόν δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας της Εκκλησίας να καθορίζει η ιδία την ύλην του ΜτΘ, Ορθόδοξος Τύπος, 20 και 27/12/2013 http://aktines.blogspot.gr/2013/12/blog-post_6068.html         http://aktines.blogspot.gr/2013/12/blog-post_27.html.
[29] ΠΣ, σ. 17.
[30] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 86-87.
[31] ΟΕ, σ. 256. Είναι σαφές ότι οι συντάκτες επιδιώκουν την αλλαγή της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών έτσι ώστε αυτή να μην σχετίζεται με την εκκλησία και να μην είναι ορθόδοξη εκκλησιαστική. Για αυτό με εύσχημο τρόπο αναφέρεται ότι στο σχολείο, με το νέο τους ΠΣ και το νέο παιδαγωγικό σκοπό, στα θρησκευτικά θα καλλιεργείται μια άλλη θρησκευτική συνείδηση διαφορετική από την  εκκλησιαστική.
[32] ΠΣ, σ. 13.
[33] ΠΣ, σ. 23.
[34] ΠΣ, σ. 13.
[35] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 86.
[36] ΠΣ, σ. 63.
[37] Oδ. Εκπ., σ. 18 και 19.
[38] Ό. Π.
[39] ΦΕΚ 303/13-03-2003, τ. Β’ και ΦΕΚ 406/5-5-1998 (Υπουργική απόφαση Γ2/2289/26-3-1998).
[40] ΠΣ, σ. 17., όπου αποδεικνύεται ότι οι συντάκτες του ΠΣ δέχονται, πόσο σημαντικό θέμα είναι η οικεία θρησκευτική παράδοση για την καλλιέργεια της ταυτότητας και της ιδιοπροσωπίας του ελληνορθόδοξου Χριστιανού: «Η θρησκεία είναι βασική διοικούσα του πολιτισμού ενός λαού, περιλαμβάνει και νοηματοδοτεί ουσιώδη πολιτιστικά γεγονότα της ζωής του, συγκροτεί και χαρακτηρίζει την πολιτισμική ταυτότητά του» (ΠΣ σ.13). Αν οι εν λόγω συντάκτες, όμως, πίστευαν αληθινά αυτά που οι ίδιοι γράφουν, θα έπρεπε να σεβαστούν την ορθόδοξη πίστη και να μην τη συμφύρουν με θρησκευτικά πρότυπα και χαρακτηριστικά ξένα προς τον τοπικό πολιτισμό, αλλά να βρουν τον τρόπο, όπως τον είχαν βρει και στο ισχύον Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών να παραθέτουν σε ξεχωριστές διδακτικές ΘΕ κάποια στοιχεία και για τις άλλες θρησκείες. Η μείξη και ο ακταρμάς των θρησκειών που κάνουν αποτελεί άλλο ένα σημείο στο οποίο εντοπίζεται η πρόθεση εξαπάτησης εκ μέρους των συντακτών του ΠΣ. Πολύ δε περισσότερο προξενεί εντύπωση η αδιαλλαξία, το πείσμα και η εμμονή που επιδεικνύουν ως απάντηση σε όσες κριτικές ασκούνται για το θέμα του συνονθυλεύματος!
[41] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 86-87.
[42] ΠΣ, σ. 17.
[43] ΠΣ, σ. 11.
[44] ΦΕΚ τ.Β΄αρ.303/13-03-03.
[45] ΠΣ, σ. 10-11.
[46] ΠΣ, σ. 11-12.
[47] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 86.
[48] ΠΣ, σ. 25.
[49] ΠΣ, σ. 11, 13.
[50] ΠΣ, σ. 38.
[51] επίσης ΠΣ, σ. 51.
[52] ΠΣ, σ. 51.
[53] ΠΣ, σ. 111-112.
[54] ΠΣ, σ. 120-121.
[55] ΠΣ, σ. 40.
[56] ΠΣ, σ. 45.
[57] ΠΣ, σ. 68-69.
[58] ΠΣ, σ. 46-47, 78-79.
[59] ΠΣ, σ. 123-124.
[60] ΠΣ, σ. 40.
[61] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 64.
[62] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 52.
[63] ΠΣ, σ. 88-90.
[64] ΠΣ, σ. 45.
[65] ΠΣ, σ. 68-69.
[66] ΠΣ, σ. 35, 74.
[67] ΠΣ, σ. 46-47.
[68] ΠΣ, σ. 78-79.
[69] ΠΣ, σ. 78.
[70] ΠΣ, σ. 123-124.
[71] ΠΣ, σ. 143-144.
[72] ΟΕ, σ. 80.
[73] ΠΣ, σ. 145-146.
[74] ΠΣ, σ. 147-148.
[75] ΠΣ, σ. 57.
[76] ΠΣ, σ. 61.
[77] ΠΣ, σ. 62, 70-71.
[78] ΠΣ, σ. 72-73.
[79] ΠΣ, σ. 91.
[80] ΠΣ, σ. 109-110. 
[81] ΠΣ, σ. 19.
[82] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 87.
[83] ΠΣ, σ. 13.
[84] ΠΣ, σ. 11.
[85] Μτ. 3, 17 Μκ. 1, 1 Ιω. 11, 27 κ.α.
[86] Λκ. 2, 11 Ιω. 4, 42 Πρ. 5, 31 Φιλ. 3, 20 κ.α.
[87] Ιω. 14, 6.
[88] Ιω. 11, 26.
[89] Ιω. 8, 12.
[90] ΠΣ, σ. 12.
[91] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 64.
[92] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 86, 97.
[93] ΠΣ, σ. 51.
[94] ΠΣ, σ. 93-94.
[95] ΠΣ, σ. 23, όπου «προσεγγίζεται η θρησκεία αυτή καθεαυτή· δηλαδή, πρόκειται για μια σταδιακή χαρτογράφηση και αναγνώριση των βασικών εξωτερικών χαρακτηριστικών της. Στη βαθμίδα αυτή παρέχονται αφηγηματικά στοιχεία γύρω από τα πρόσωπα, τα έθιμα, τα σύμβολα, τις παραδόσεις, την ιστορία, τα μνημεία, την κοινωνική και πολιτιστική ζωή των θρησκευτικών παραδόσεων».
[96] ΠΣ, σ. 67.
[97] ΠΣ, σ. 97.
[98] ΠΣ, σ. 102.
[99] ΠΣ, σ. 12.
[100] ΠΣ, σ. 12.
[101] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 36.
[102] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 58.
[103] ΠΣ, σ. 40.
[104] ΠΣ, σ. 65.
[105] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 54-55.
[106] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 98.
[107] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 45-46.
[108] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 98.
[109] ΠΣ, σ. 12.
[110] ΠΣ, σ. 29.
[111] ΠΣ, σ. 31, ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 45-46.
[112] ΠΣ, σ. 12, 13, 16, 17.
[113] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 87.
[114] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 59.
[115] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 53.
[116] ΟΔ.ΕΚΠ., σ. 44.
[117] ΠΣ, σ. 20.
[118] ΠΣ, σ. 13.
[119] ΟΕ. σ. 54.
[120] Την ημερίδα διοργάνωσε το Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης, στις 12/03/2014 http://www.youtube.com/watch?v=b-l9PdauGog#t=194.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)