Γιατί πρέπει να είναι δυσαρεστημένοι όσοι υποστηρίζουν τη Συμφωνία των Πρεσπών
Σταύρος Λυγερός
Η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί πλέον νόμο του ελληνικού κράτους.
Εάν σε λίγο κυρωθεί και το πρωτόκολλο ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, δρόμος διαφυγής δεν θα υφίσταται πλέον. Από τη στιγμή που η Συμφωνία ετέθη σε ισχύ καταργήθηκε η Ενδιάμεση Συμφωνία της δεκαετίας του 1990.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εάν η Ελλάδα καταγγείλει τις «Πρέσπες», τα Σκόπια θα έχουν δικαίωμα να αλλάξουν το Σύνταγμά τους να επαναφέρουν το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Για την ακρίβεια, να το επαναφέρουν στο εσωτερικό τους και ταυτοχρόνως να ζητήσουν και να επιτύχουν χωρίς δυσκολία να αναγνωρισθούν από όλους τους διεθνείς οργανισμούς σαν «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και όχι σαν FYROM, όπως ίσχυε μέχρι τώρα.
Μετά την κύρωση της Συμφωνίας, το FYROM έχει πάψει να υφίσταται και δεν μπορεί να επανέλθει. Δεδομένου, μάλιστα, ότι η Βόρεια Μακεδονία θα έχει ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, η Αθήνα δεν θα έχει αποτελεσματικό μοχλό πίεση για να την πιέσει προς την κατεύθυνση μίας νέας συμφωνίας.
Είναι αληθές ότι η Αθήνα διαθέτει τη δυνατότητα με άσκηση βέτο να εμποδίσει την πορεία ένταξης των Σκοπίων στην ΕΕ. Αυτό, ωστόσο, είναι μακρινή προοπτική και ως εκ τούτου δύσκολα τουλάχιστον τα επόμενα χρόνια μπορεί να λειτουργήσει ως αποτελεσματικός μοχλός πίεσης. Με άλλα λόγια, με την κύρωση, η Ελλάδα έδεσε τα χέρια της όσον αφορά τη δυνατότητα να επιτύχει μία καλύτερη συμφωνία.
Αυτό, ωστόσο, είναι πρόβλημα μόνο για όσους πολίτες (σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις περίπου 70%) θεωρούν τις «Πρέσπες» επιβλαβή συμφωνία. Οι υπόλοιποι που την θεωρούν ή έναν καλό συμβιβασμό ή και διπλωματικό θρίαμβο είναι ικανοποιημένοι. Υπάρχουν, όμως, λόγοι που θα έπρεπε κι αυτοί να είναι τουλάχιστον δυσαρεστημένοι και να κατηγορούν την κυβέρνηση Τσίπρα για ασυνέπεια.
Ένα πρώτο επίπεδο είναι εάν κάποιος θεωρεί καλή ή κακή τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ένα δεύτερο επίπεδο είναι, όμως, το εάν τα Σκόπια εφάρμοσαν ή όχι τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αυτό το δεύτερο θα έπρεπε να απασχολεί και όσους υποστηρίζουν τη συγκεκριμένη Συμφωνία κι όχι γενικά κι αφηρημένα είναι οπαδοί της κυβέρνησης Τσίπρα και χειροκροτούν ό,τι κι αν κάνει.
Πως παραβιάσθηκε η Συμφωνία των Πρεσπών
Ας γίνουμε συγκεκριμένοι: Θεμελιώδης διάταξη της Συμφωνίας των Πρεσπών (άρθρο 1.12) είναι το γειτονικό κράτος να ονομαστεί για κάθε χρήση και σε όλες τις περιπτώσεις Βόρεια Μακεδονία. Ως εξ αυτού, στο τροποποιημένο Σύνταγμα δεν θα έπρεπε να υπάρχει ο όρος «Μακεδονία», «μακεδονικό κράτος» και οτιδήποτε σχετικό. Κι όμως υπάρχουν τέτοιες αναφορές, γεγονός που συνιστά ευθεία παραβίαση της Συμφωνίας.
Πρώτον, στο άρθρο 36 του τροποποιημένου Συντάγματος υπάρχει αναφορά σε «Μακεδονία». Η δικαιολογία που πρόβαλε προφορικά ο Ζάεφ είναι ότι πρόκειται για ιστορική αναφορά. Φρόντισε, όμως, στη ρηματική διακοίνωση να μην αναφέρει τη δικαιολογία αυτή, ώστε να εγγράψει υποθήκη, την οποία ενδεχομένως μία επόμενη κυβέρνηση να μπορεί να την επικαλεσθεί.
Η Συμφωνία, ωστόσο, δεν προβλέπει εξαιρέσεις για ιστορικές ή άλλες αναφορές. Γιατί, λοιπόν, η κυβέρνηση Τσίπρα αποδέχθηκε αυτή την ξεκάθαρη παραβίαση; Κι αν η κυβέρνηση Τσίπρα την αποδέχθηκε, γιατί δεν διαμαρτύρονται οι υποστηρικτές της Συμφωνίας; Τουλάχιστον όσοι δεν είναι χειροκροτητές, αλλά πολίτες, οι οποίοι μέτρησαν και αξιολόγησαν θετικά τις «Πρέσπες» ως διεθνή συμφωνία.
Δεύτερον, η κυβέρνηση Τσίπρα σκίζει τα ιμάτιά της ότι με τη Συμφωνία δεν αναγνώρισε «μακεδονική» εθνότητα κι ότι ο όρος «Μακεδόνες» αφορά την ιθαγένεια. Γιατί τότε στο τροποποιημένο Σύνταγμα υπάρχουν αναφορές σε «μακεδονικό λαό» και η φράση «μακεδονικοί εθνικοί απελευθερωτικοί πόλεμοι»;
Τρίτον, η Συμφωνία των Πρεσπών προβλέπει ρητά ότι τα Σκόπια θα τροποποιήσουν το Προοίμιο του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 49. Τροποποίησαν, άραγε, το Προοίμιο; Όλα δείχνουν πως όχι. Εάν επιβεβαιωθεί και επισήμως αυτό πρακτικά σημαίνει ότι στο νέο τροποποιημένο Σύνταγμα θα αναφέρεται ακόμα πέντε φορές το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και δύο φορές το όνομα «Μακεδονία».
Παιχνίδια παραπλάνησης
Θα αναρωτηθεί δικαιολογημένα κάποιος: Μα είναι δυνατόν να μιλάμε με έστω και αποχρώσες ενδείξεις για το εάν άλλαξε ή όχι το Προοίμιο; Δεν θα έπρεπε αυτό να είναι σαφές, να έχουν δημοσιοποιηθεί όλες οι τροποποιήσεις; Προφανώς και θα έπρεπε σε χώρες που έστω και στοιχειωδώς σέβονται τον εαυτό τους. Εδώ, όμως, είναι Βαλκάνια και οι κυβερνήσεις θεωρούν πως και μπορούν χωρίς πολιτικό κόστος να δημιουργούν τετελεσμένα, παίζοντας παιχνίδια παραπλάνησης.
Υπάρχει, ωστόσο, μία ειδοποιός διαφορά. Η κυβέρνηση Ζάεφ έχει συμφέρον να αποκρύπτει, επειδή είναι αυτή που παραβιάζει τη Συμφωνία. Το κρίσιμο ερώτημα είναι γιατί συμμετέχει σ’ αυτό το παιχνίδι η κυβέρνηση Τσίπρα. Μήπως η κυβέρνηση Ζάεφ δεν έχει κοινοποιήσει στην Αθήνα τα ακριβή κείμενα των συνταγματικών τροποποιήσεων που ψήφισε η Βουλή των Σκοπίων; Δηλαδή, μήπως η περιβόητη ρηματική διακοίνωση δεν είναι πλήρης;
Σε αυτή την περίπτωση -όπως άλλωστε προβλέπει ξεκάθαρα η Συμφωνία- θα έπρεπε η διαδικασία κύρωσης να παγώσει μέχρι τα επίσημα έγγραφα με όλες τις τροποποιήσεις να διαβιβασθούν στην Αθήνα και θα ελεγχθούν από το υπουργείο Εξωτερικών ότι πράγματι εκπληρώνουν τις προβλέψεις των «Πρεσπών». Αυτό, όμως, που συνέβη είναι ότι η κυβέρνηση Τσίπρα δρομολόγησε με διαδικασίες fast truck την κύρωση.
Η υπεκφυγή του Κατρούγκαλου
Η συμπεριφορά του Μαξίμου καταδεικνύει ότι από τη ρηματική διακοίνωση έχει πλήρη και καθαρή εικόνα για τις συνταγματικές τροποποιήσεις που ψήφισε η Βουλή των Σκοπίων. Απλώς, τις απέκρυψε από τους βουλευτές, επειδή προφανώς η κυβέρνηση Ζάεφ δεν έχει εκπληρώσει τις συμβατικές δεσμεύσεις της, έτσι όπως αυτές προβλέπονται από τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Είναι αληθές ότι μετά από πίεση ο Κατρούγκαλος έδωσε ένα κείμενο στους βουλευτές πριν την ψηφοφορία. Αυτό το κείμενο, όμως, δεν περιέχει την τροποποίηση του Προοιμίου. Ή λοιπόν το κείμενο ήταν ελλιπές, ή το Προοίμιο δεν έχει τροποποιηθεί, πράγμα που κατά πάσα πιθανότητα συμβαίνει. Δεν είναι, όμως, παραβίαση του δημοκρατικού ήθους και των κοινοβουλευτικών κανόνων ο αρμόδιος υπουργός να υπεκφεύγει με αυτόν τον τρόπο, δημιουργώντας σύγχυση για να παραπλανήσει τη Βουλή;
Ο πρωθυπουργός και το κόμμα του δηλώνουν πως οι «Πρέσπες» εξυπηρετούν το εθνικό συμφέρον. Αυτό είναι θεμιτό παρότι στη μεγάλη πλειονότητά τους οι Έλληνες διαφωνούν μαζί του. Αυτό που είναι αθέμιτο είναι η παραπλάνηση της Βουλής και των πολιτών. Όλα αυτά θα είχαν αποφευχθεί εάν οι Κοτζιάς και Τσίπρας είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους πριν πέσουν οι υπογραφές.
Επιπολαιότητα που σκοτώνει
Ας αφήσουμε στην άκρη την κριτική για τον πυρήνα των «Πρεσπών» που είναι «σύνθετη κρατική ονομασία με αντάλλαγμα την αναγνώριση ‘μακεδονικής’ ταυτότητας». Ήταν στοιχειώδες οι Κοτζιάς και Τσίπρας να είχαν φροντίσει σε παράρτημα της Συμφωνίας να αναφέρονται συγκεκριμένα όλα τα εδάφια του Συντάγματος των Σκοπίων που θα αλλάξουν και τις ακριβείς διατυπώσεις που θα τα αντικαταστήσουν. Με τον τρόπο αυτό δεν θα άφηναν στον Ζάεφ κανένα περιθώριο παρασπονδίας.
Αντί γι’ αυτό, όμως, με επιπολαιότητα που σκοτώνει του άφησαν ελεύθερο το έδαφος με τα προαναφερθέντα αποτελέσματα. Αυτό θα είχαν κάνει εάν επρόκειτο για προσωπική υπόθεσή τους που αφορούσε π.χ. συμφωνία για περιουσιακά στοιχεία. Και όσοι σπεύσουν να πουν ότι αυτά δεν γίνονται κι ότι δεν μπορείς να επιβάλεις στην άλλη πλευρά κάτι τέτοιο, τους πληροφορώ ότι το έπραξε πριν 20 χρόνια η Βρετανία στη συμφωνία που συνήψε με την Ιρλανδία.
Η εν λόγω συμφωνία έχει παράρτημα με τις ακριβείς διατυπώσεις των συνταγματικών αλλαγών. Εκτός αυτού, οι Ζάεφ-Ντιμιτρόφ φρόντισαν ό,τι ενδιαφέρει τη δική τους πλευρά να περιγράφεται αναλυτικότατα στη Συμφωνία, ώστε η Αθήνα να μην έχει κανένα περιθώριο ερμηνείας.
Τέλος, αξίζει να υπογραμμισθεί και μία ακόμα παραβίαση της Συμφωνίας από τα Σκόπια. Οι «Πρέσπες» προβλέπουν ρητά ότι πρώτα θα ετίθεντο σε ισχύ οι τροποποιήσεις του Συντάγματος και μετά η Συμφωνία θα ερχόταν προς κύρωση στην ελληνική Βουλή. Τα Σκόπια, όμως, αποφάσισαν μονομερώς ότι οι τροποποιήσεις του Συντάγματός τους θα τεθούν σε ισχύ μετά την κύρωση από την ελληνική Βουλή και της Συμφωνίας και του πρωτοκόλλου ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ.
Να γιατί, λοιπόν, ένας σοβαρός πολίτης που έχει αξιολογήσει τη Συμφωνία των Πρεσπών σαν καλό συμβιβασμό θα έπρεπε σήμερα να διαμαρτύρεται. Εκτός του ότι η κυβέρνηση Τσίπρα υπέγραψε την εθνικά επιβλαβή αυτή Συμφωνία (τουλάχιστον για το 70% των Ελλήνων), αποδείχθηκε και ανίκανη να επιβάλει την ακριβή τήρησή της από την άλλη πλευρά. Όταν πριν η Ελλάδα κυρώσει τη Συμφωνία τα Σκόπια την παραβίασαν τόσο ωμά, χωρίς η κυβέρνηση Τσίπρα να αντιδράσει ως όφειλε, μπορούμε βασίμως να εκτιμήσουμε τι θα συμβεί από εδώ και πέρα…
1 σχόλιο:
Όλα αυτά δεν είναι στοιχεία με βάση τα οποία μια μελλοντική κυβέρνηση να μπορεί να ακυρώσει την συμφωνία;
Δημοσίευση σχολίου