Εν Πειραιεί τη 21η
Απριλίου 2015
Ερμηνευτικά σχόλια στην ευαγγελική
περικοπή της Κυριακής του Θωμά
Αρχ. Παύλου
Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου
Σταυρού Πειραιώς
(2ον)
Συνεχίζοντες τον ερμηνευτικό σχολιασμό
της ευαγγελικής περικοπής της Κυριακής του Θωμά και σαν συνέχεια των όσων
εσημειώσαμε στην προηγούμενη δημοσίευση, προχωρούμε στην ερμηνεία των επομένων
στίχων της περικοπής.
«Και μεθ’ ημέρας οκτώ πάλιν ήσαν έσω οι μαθηταί
αυτού και Θωμάς μετ’ αυτών. Έρχεται ο Ιησούς των θυρών κεκλεισμένων, και έστη
εις το μέσον και είπεν ειρήνη υμίν» ( 20,
26).
Δεν εμφανίσθηκε δηλαδή αμέσως στον Θωμά,
αλλά μετά από οκτώ ημέρες. Και τούτο για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον μεν για να
εγκαινιάσει την ημέρα της αναστάσεώς του ως την πρώτη ημέρα της εβδομάδος, ως
ημέρα αφιερωμένη στον αναστάντα Κύριο. Γι’ αυτό και από τότε ονομάζεται Κυριακή
και αντικαθιστά οριστικά πλέον το Σάββατο των Εβραίων. Δεύτερον δε για να
αυξήσει την επιθυμία στον απιστούντα μαθητή να ιδεί τον αναστάντα Κύριο. Δεν
εμφανίζεται δε κατ’ ιδίαν στον Θωμά, αλλά παρόντων και των άλλων μαθητών, ώστε
και οι άλλοι μαθητές να ωφεληθούν από τη νέα παρουσία του και να ακούσουν τούς
ελέγχους της δυσπιστίας του Θωμά, αλλά και την ομολογία του. Ενώ λοιπόν ο Θωμάς
κλυδωνίζεται και παλεύει με τα κύματα της απιστίας, εμφανίζεται και πάλι ο
Κύριος και τούς μεταδίδει την ειρήνη του.
«Είτα λέγει τω Θωμά, φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε
και ίδε τας χείρας μου, και φέρε την χείρα σου και βάλε εις την πλευράν μου,
και μη γίνου άπιστος αλλά πιστός» (20,
27).
Αμέσως δε εν συνεχεία, σαν να ήταν
ενημερωμένος στις αντιρρήσεις του Θωμά, απευθύνεται προς αυτόν και τον
προσκαλεί στην έρευνα: Έλα Θωμά, του λέγει, εζήτησες προηγουμένως να ιδείς και
να ψηλαφήσεις. Εμπρός λοιπόν, μη διστάσεις. Φέρε τον δάκτυλόν σου και ψηλάφησε
τα χέρια μου. Και αφού οι ουλές των χεριών δεν είναι αρκετές για να
ικανοποιήσουν την δυσπιστία σου, φέρε και την παλάμη σου και ψηλάφησε και την
πλευράν μου. Κάθε λέξη του Κυρίου είναι
και μια απάντηση στα λόγια της αρνήσεως του Θωμά. Λόγια πλήρους συγκαταβάσεως,
αλλά και πλήρους αγάπης του καλού ποιμένος, ο οποίος ζητεί να εύρει το
πλανώμενο πρόβατο και να το βάλει στη μάνδρα του, όπως ο ίδιος εδήλωσε δια του
προφήτου Ιεζεκιήλ: «Το απολολώς (πρόβατον) ζητήσω, και το πλανώμενον επιστρέψω
και το συντετριμμένον καταδήσω...» (34,16). Μαζί με την συγκατάβαση δεν
παραλείπει να προσθέσει και τον έλεγχο ο στοργικότατος ποιμένας. Είναι σαν να του λέγει: Πρόσεχε Θωμά, διότι η
θέση σου είναι κρίσιμη. Βαδίζεις σ’ έναν επικίνδυνο ολισθηρό δρόμο, που μπορεί
να σε οδηγήσει σε κατάσταση αθεράπευτης απιστίας. Μην αφήσεις τον νου σου να
κυριεύσουν λογισμοί απιστίας, αλλά στηρίξου πάνω στο ασάλευτο θεμέλιο της πίστεως
που είναι το γεγονός της αναστάσεώς μου.
«Και απεκρίθη Θωμάς και είπεν αυτώ, ο Κύριος μου
και ο Θεός μου» (20, 28)
Μετά την συγκλονιστική εμπειρία της
αναστάσεως, συγκλονιστική και η ομολογία του μέχρι πρό τινος απιστούντος
μαθητού. Από τα βάθη της καρδιάς του Θωμά εξέρχεται η διακήρυξις όχι μόνο της
αναστάσεώς του αλλά και της Θεότητός του: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Με τη
φράση αυτή ο Θωμάς ταυτίζει τον Χριστό με τον Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης. Και
πράγματι δεν αστοχεί ο Θωμάς, διότι η ανάστασις καθ’ εαυτήν είναι το ισχυρότερο
τεκμήριο, ότι ο Ιησούς είναι ο Γιαχβέ. Είναι μια διακήρυξη της Θεότητος του
Ιησού τόσο ξεκάθαρη, που υπερβαίνει κάθε
άλλη προηγούμενη ομολογία άλλων συμμαθητών του.
Τόσο η εμπειρία της ψηλαφήσεως όσο και η
επακολουθήσασα ομολογία της Θεότητος έχουν πολύ μεγάλη σημασία, ιδιαίτερα στην
εποχή μας, μια εποχή που κυριαρχείται από τον ορθολογισμό. Μια εποχή που
αποστρέφεται τους δογματισμούς, θέλει να είναι ρεαλιστική, που δέχεται μόνο
ό,τι έχει αποδειχθεί από τα επιστημονικά δεδομένα και την ιστορική έρευνα. Από
την άποψη αυτή θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η απαίτηση του Θωμά για ψηλάφηση, θα
μπορούσε να ικανοποιήσει και τον πιο απαιτητικό ιστορικό ερευνητή, που θα ήθελε
να ανακρίνει την ανάσταση. Έχοντας δηλαδή ο Κύριος μπροστά του τον Θωμά, ήταν
σαν να είχε συγχρόνως όλους τούς ερευνητές όλων των αιώνων. Επομένως μέσω της
ομολογίας του Θωμά η ανάστασις είναι ένα ιστορικό γεγονός τόσο ισχυρά θεμελιωμένο, όσο κανένα άλλο
γεγονός της ιστορίας της ανθρωπότητος. Όποιος εξακολουθεί να αμφιβάλλει, πρέπει
να αναζητήσει την αιτία μέσα στον εαυτό του. Διότι δεν έχει επιχειρήματα να
προβάλει και χάνεται μέσα στο σκοτάδι της πλάνης. Ο λόγος του Κυρίου «και
μη γίνου άπιστος αλλά πιστός» σημαίνει, ότι ήταν δυνατόν ο Θωμάς και
μετά την ψηλάφηση να εξακολουθεί να παραμένει άπιστος. Κάτι που δυστυχώς
συμβαίνει με πολλούς ανθρώπους μέχρι σήμερα.
«Λέγει αυτώ ο Ιησούς, ότι εώρακάς με,
πεπίστευκας. Μακάριοι οι μη ειδόντες και πιστεύσαντες» ( 20, 29 ).
Δηλαδή αποδέχεται και επικυρώνει την
ομολογία του Θωμά, ότι αυτός είναι ο Κύριος και Θεός του, ο Γιαχβέ. Μια τέτοια όμως πίστη που βασίζεται
στην πείρα των αισθήσεων δεν την επαινεί ο Κύριος και δεν την μακαρίζει.
Ασυγκρίτως μακαριότεροι είναι εκείνοι, που επίστευσαν, διότι είδαν τον
αναστάντα όχι με τα μάτια του σώματος, αλλά με τα μάτια της ψυχής. Ο Κύριος μετά την ανάστασή του δεν ήταν
δυνατόν να παραμένει διαρκώς ανάμεσά μας και να εμφανίζει συνεχώς τον εαυτό του
στην ανθρωπότητα. Αφού εθεμελίωσε ιστορικά κατά τρόπο αναντίρρητο το γεγονός
της αναστάσεώς του, τώρα εκείνο που ζητάει από τον κάθε άνθρωπο είναι η πίστις.
Τώρα πλέον απομένει μία μόνον οδός σωτηρίας. Η οδός της πίστεως. Και αυτή την
οδό καλούνται να ακολουθήσουν όλες οι γενεές των πιστών όλων των αιώνων. Η άλλη
οδός των αισθήσεων ήταν προσωρινή και επρόκειτο να τελειώσει με την ανάληψη του
Κυρίου.
«Πολλά μεν ουν και άλλα σημεία εποίησεν ο Ιησούς
ενώπιον των μαθητών αυτού, α ουκ έστι γεγραμμένα εν τω βιβλίω τούτω» (20, 30).
Οι δύο επακολουθούντες στίχοι αποτελούν
τον επίλογο ολοκλήρου του βιβλίου του ευαγγελιστού. Όσα επακολουθούν στο 21ο
κεφάλαιο αποτελούν προσθήκη, τρόπον τινά ένα υστερόγραφο, που δεν γνωρίζουμε
εάν εγράφη αμέσως, η αργότερα. Πάντως πρέπει να ανήκει και αυτή στον Ιωάννη,
όπως αυτό φαίνεται και από το ύφος και από άλλα εσωτερικά τεκμήρια των
γραφομένων. Κατακλείνοντας λοιπόν το Ευαγγέλιό του ο απόστολος ζητεί να
καταστήσει σαφές, ότι όσα γράφει δεν αποτελούν πλήρη βιογραφία του Ιησού, αλλά
μόνο μια εκλογή των κυριοτέρων και σημαντικοτέρων γεγονότων της ζωής του, όσα
ήσαν αρκετά για να εκπληρώσουν τον σκοπό της συγγραφής του βιβλίου, για τον οποίον ομιλεί παρά κάτω. Άλλωστε το
να γραφούν όλα όσα έκαμε ο Ιησούς ένα προς ένα, είναι εκ των πραγμάτων
αδύνατον, διότι τότε δεν θα επαρκούσαν όλα τα βιβλία του κόσμου, όπως ο ίδιος ο
συγγραφέας το αιτιολογεί στο τέλος του 21ου κεφαλαίου. Όπως δε σημειώνει και ο
ιερός Χρυσόστομος, εκείνος που δεν θα πίστευε σ’ αυτά που εγράφησαν,
ούτε και αν εγράφονταν περισσότερα θα επίστευε. Όχι δε μόνο ο Ιωάννης αλλά και
οι άλλοι τρεις συνοπτικοί δεν παραθέτουν πλήρη βιογραφία, αλλά αποσπάσματα μόνο
από τη ζωή, το πάθος και την ανάσταση του Χριστού. Που βρίσκονται τώρα εκείνα
τα «άλλα», που δεν είναι γραμμένα σε κανένα Ευαγγέλιο; Βρίσκονται μέσα στον
θησαυρό της προφορικής Παραδόσεως, ένα μέρος της οποίας έχει καταγραφεί, και
αποτελεί το γραπτό μέρος της Παραδόσεως. Το κατ’ εξοχήν δε γραπτό μέρος της
Παραδόσεως αποτελούν τα βιβλία της Καινής Διαθήκης.
«Ταύτα δε γέγραπται ίνα πιστεύσητε ότι ο Ιησούς
εστίν ο Χριστός ο Υιός του Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι
αυτού» ( 20, 31 ).
Με τον στίχο αυτό κλείνει τον επίλογο
φανερώνοντας τον σκοπό για τον οποίο έγραψε το Ευαγγέλιό του. Είναι δε αυτός
καθαρά πνευματικός. Όσα έγραψε δηλαδή δεν αποβλέπουν ούτε
σε υλικό κέρδος, ούτε στη δόξα του κόσμου, αλλά στο να πιστεύσουν οι
αναγνώστες, ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού. Ότι δηλαδή είναι ο
Μεσσίας, η προσδοκία του Ισραήλ, εκείνος για τον οποίο ομίλησαν οι προφήτες. Είναι
δε ταυτόχρονα και Υιός του Θεού και Θεός αληθινός, συναΐδιος με τον Πατέρα,
έχων εν εαυτώ και πηγάζων την αιώνια ζωή. Αναγκαίο δε αποτέλεσμα αυτής της
πίστεως στο όνομά του θα είναι να καθίστανται οι πιστεύοντες μέτοχοι της
αληθινής και αιωνίου ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου